Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ - Marcello Tari


Ξεκινώντας από τη μέση
Θεωρούνταν ότι λέξεις όπως εξέγερση, επανάσταση, αναρχία και κομμουνισμός είχαν για πάντα αποσυρθεί στο αναιμικό «αντισυστημικό» περιβάλλον και δεν τους έμενε, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να επανέρχονται απλώς κάθε φθινόπωρο, με την έναρξη του κινηματικού τελετουργικού. Αλλά σήμερα, με την παρουσία διάχυτων εξεγερτικών κινημάτων, είναι ακριβώς οι κινηματικοί που βρίσκονται στη μειοψηφία. Κάποιοι είναι στη δύσκολη αναζήτηση μιας νέας αντιπροσώπευσης, αν όχι μιας κυβερνητικής αφήγησης που θα στηριχτεί στην ικανότητα αντίστασης μιας όχι καλά ορισμένης «μεσαίας τάξης», ενώ οι κύκλοι του ριζοσπαστισμού βρίσκονται να έχουν χάσει την ταυτότητά τους, δομημένη ακριβώς από την απουσία της εξέγερσης. Παραμένει το γεγονός ότι πράγματι είναι αδύνατο να μην αναγνωριστεί, με την ψυχρή αλληλουχία της, η εξεγερτική αλυσίδα που από την εξέγερση των γαλλικών προαστίων το 2005 φτάνει μέχρι τις ταραχές του τελευταίου αγγλικού Αυγούστου. Ενδιαμέσως –είναι αυτού του τύπου οι ιστορικές συνέχειες που δείχνουν τι σημαίνει να ξεκινάς από τη μέση– υπήρξε η έκρηξη στην Κοπεγχάγη, η εναντίωση στον CPE, ο ατέλειωτος ελληνικός ξεσηκωμός, το αντάρτικο στην Καμπανία, οι εξεγέρσεις στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, το μπλοκάρισμα των διυλιστηρίων στη Γαλλία, η ρωμαϊκή 14η Δεκέμβρη, η μάχη της 3ης Ιούλη στη Βαλ ντι Σούζα και τόσα άλλα θραύσματα –μια γιορτή, μια συνάντηση, μια φράση– που απηχούν το ένα το άλλο, διαταράσσοντας επιτέλους τη μελαγχολική αυτοκρατορική συμφωνία, η οποία μέχρι πριν λίγο καιρό ξανάρχιζε ίδια και απαράλλακτη, πάντοτε από την αρχή, βασισμένη στην ανία ενός κόσμου χωρίς μορφή. Η μορφή, πράγματι, ορίζεται όχι από τον συμβιβασμό, αλλά από τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ανταγωνιζόμενες αρχές, έλεγε ο γερο-Λούκατς. Και η μορφή ήρθε, επιτέλους. Μπορούμε συνεπώς να επαναλάβουμε, επιτείνοντας την πόλωση: η κοινή μορφή προέρχεται από μια διαρκή επεξεργασία της τοπικής σύγκρουσης ανάμεσα σε μορφές της ζωής. Κάθε επαναπροσδιορισμός των αισθαντικοτήτων κινείται γύρω από αυτή τη ρήξη της νευροπαθητικής κυκλικότητας των «κοινωνικών κινημάτων». Αν καταφέρνουμε σήμερα να νιώθουμε την εποχή σαν μια αλήθεια, δηλαδή σαν ένα γεγονός που βιώνουμε από κοινού, το οφείλουμε συνεπώς σε αυτόν τον εξεγερτικό ρυθμό που διαγράφει μια μορφή μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Χρόνος και μορφή έχουν την όψη ενός πολέμου για τον προσδιορισμό της ίδιας της ζωής, εφόσον διεξάγεται σε κάθε μήκος και πλάτος ως μια εξέγερση εναντίον αυτού του εχθρικού, καθότι ακατοίκητου, περιβάλλοντος, που συγκεκριμενοποιείται στη διεισδυτική θετικότητα της μητρόπολης. Αλλά και ότι, οριζόμενος με αυτόν τον τρόπο, αποχαιρετά επίσης τους πλέον πολυποίκιλους ορισμούς του πολέμου, που από κάθε πλευρά ανάγουν τα πάντα σε ένα στρατιωτικό ζήτημα. Μια νέα εξεγερτική δυναμική: σχηματισμός μη στρατιωτικών μηχανών του πολέμου, συνεπώς αδύνατον να αφομοιωθούν από την κρατική σφαίρα της αντιπροσώπευσης, αλλά και από την άμορφη εκφραστικότητα της Αυτοκρατορίας. Είναι αλήθεια, το επαναλαμβάνουμε, πρόκειται για θραύσματα: πώς θα μπορούσαν να μην είναι όλες αυτές οι στιγμές, τα πράγματα, τα σώματα, τα συναισθήματα που κυκλοφορούν και αναδύονται εναντίον μιας κυριαρχίας που θέλει να είναι ολότητα; Τα θραύσματα αναζητούν το κοινό και όχι την ολότητα, την οποία αντιθέτως θέλουν να καταστρέψουν. Η κοινωνία, με αυτή την έννοια, είναι μια υποκρισία που ως τέτοια αυτοκαταγγέλλεται, ενώ μια ασταμάτητη βροχή «περιθωριακών» φαινομένων παρασύρει κάθε αρχή που κρατάει αδιάβροχο τον πολιτισμό. Θραύσματα και θραύσματα και ακόμη μια φορά θραύσματα που απηχούν σε κάθε πλευρά του κόσμου μία κρίση η οποία, εκτός από οικονομική, είναι κυρίως μεταφυσική. Δεν θα είναι βεβαίως αιτήματα του τύπου «εναλλακτική διακυβέρνηση» ή «ενιαία ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική» που θα ενώσει αυτό που δεν μπορεί να ενωθεί. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το ζην με τα θραύσματα, πράγματι, που καθιστά μεσσιανική την εποχή μας και που το ζήτημα του κομμουνισμού εμφανίζεται στην ανυπέρβλητη επικαιρότητά του.

Κριτική του σχήματος πολιτική εναντίον αντιπολιτικής
Η άνοδος του εξεγερτικού κύματος, στην πραγματικότητα, ήταν αντιληπτή λόγω της λάμψης της, μόλις πριν την καπιταλιστική αντεπίθεση του 2008. Ο καπιταλισμός προσπάθησε να προφυλαχθεί δοκιμάζοντας να παράγει και να διαχειριστεί την κρίση με τον μοναδικό τρόπο που εφεξής του ανήκει αποκλειστικά, δηλαδή με έναν τρόπο αποκαλυψιακό και μηδενιστικό. Η πολιτική απέμεινε συνθλιμμένη από αυτόν τον γενικευμένο επαναπροσδιορισμό της σύγκρουσης. Η επαναπρόταση σε αυτές τις συνθήκες τη λιτανεία της μεσολάβησης, της αναδίπλωσης στους θεσμούς, της νιοστής διαχειριστικότητας της διαμαρτυρίας, είναι το σύνδρομο ενός πολύ συγκεκριμένου πράγματος, δηλαδή της αντίστασης που οι πολιτικές τάξεις επιδεικνύουν έναντι μιας έμπρακτης κριτικής της πολιτικής, που δεν σταματά να βαθαίνει: αυτό είναι, σαφώς, μέρος του πολέμου που διεξάγεται. Η κριτική της πολιτικής δεν σημαίνει αντιπολιτική, αυτό το μικροαστικό συναίσθημα που στην πράξη έχει ως αποτέλεσμα να επιβιώνει η πολιτική η οποία στα λόγια είναι περιφρονητέα. Η αντιπολιτική είναι μια πολιτική που θέλει να απομακρύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράταξη της τάξης και εκείνη της εξέγερσης, να εξορκίσει τη σύγκρουση ανάμεσα σε εχθρικές αισθαντικότητες, ποντάροντας στο δίκαιο, στον οικουμενισμό και στην αγανάκτηση των πολιτών, και συνεπώς στη συνεχή αναβολή του πολέμου. Κάνοντας κάτι τέτοιο καταφέρνει απλώς να δίνει λιγάκι οξυγόνο σε εκείνη την πολιτική που δικαίως όλοι οι λαοί οι οποίοι εξεγείρονται, μισούν. Η εξέγερση, όπως και η άμεση κριτική που εξαπολύει, καθιστά προφανές το γεγονός ότι η πολιτική τώρα πια δεν βρίσκεται στο επίκεντρο και αυτή που εκλαμβάνεται ως τέτοια χρησιμεύει μονάχα για να κρύβει την απουσία της. Το ίδιο ισχύει για τη δημοκρατία. Είπαμε στην αρχή ότι πρόκειται για μια μοναδική αλληλουχία, χωρική και χρονική, η οποία σιγά σιγά σκιαγραφείται σαν αποσυντακτική ακολουθία. Αρνούμαστε εδώ την υποτιθέμενη συντακτική, αν όχι σαφώς συνταγματική, αρετή των σημερινών εξεγέρσεων: κοιτώντας καλύτερα το συντακτικό παιχνίδι, κατά τρόπο πλέον σαφή στην περιοχή των βορειοαφρικανικών χωρών, βλέπουμε να χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση των λαών που εξεγείρονται εναντίον της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, για την απομάκρυνση των ισχυρών. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για τραγούδια που απαιτούν να υπάρχει πάντοτε μια ομοιοκαταληξία ανάμεσα σε σύνταγμα και υποκείμενο, δύο έννοιες νεκρές. Αρνούμαστε επίσης την ευφορία όποιου ενθουσιάζεται με τη χειρονομία καθεαυτή και δι’ εαυτή: έχουμε τα πάντα ανάγκη εκτός από μια ιδεολογία του ξεσηκωμού. Υπάρχει στην πραγματικότητα ένα κοινό ελάττωμα ανάμεσα στον ριζοσπαστικό ρεφορμισμό και στον εξεγερτισμό, που συνίσταται στο να βρίσκουν στην εξέγερση την απόδειξη των ιδεολογικών τους υποθέσεων, δηλαδή να βλέπουν σε αυτή την επιβεβαίωση των συλλογισμών που είχαν κάνει προτού τα γεγονότα αρχίσουν να τους διαψεύδουν. Και συνεπώς, την επαύριο μιας εξέγερσης, οφείλουμε να παρευρισκόμαστε αδιαφοροποίητα στη συζήτηση για τις συνέπειές της. Αν για τους μεν οι εξεγέρσεις πρέπει να σημαίνουν μια επίκληση για ένα νέο welfare ή για μια νέα εκλογική στροφή, για τους δε έχουν την έννοια ενός είδους μυστικιστικής έγκρισης της απουσίας στρατηγικής που τους διακρίνει. Αν οι δεύτεροι είναι αλλεργικοί απέναντι στα μεγάλα μαζικά κινήματα, οι πρώτοι είναι αλλεργικοί απέναντι σε οτιδήποτε κάνει να λάμψει το γεγονός ότι ναι, η επανάσταση είναι δυνατή. Τέλος, το παράπονο εκείνων που δεν καταφέρνουν να δουν οποιαδήποτε «προοπτική» σε αυτές τις χωρίς ειρμό καταστροφές, κλείνει τον κύκλο της αγωνιστικής αδυναμίας. Ζητείται από την εξέγερση, εφόσον εμφανιστεί, να παραμείνει, να αποκτήσει μια χρονικότητα, όμως η προσπάθεια να ανευρεθεί ένα πριν και ένα μετά από την εξέγερση, σημαίνει λογικά ότι αναζητείται μια απόδραση από αυτή τη χρονικότητα. Η γονιμότητα μια πράξης, έλεγε κάποιος, βρίσκεται στο εσωτερικό αυτής της ίδιας της πράξης. Είναι οι κακές πράξεις που συνήθως αποτιμώνται βάσει των «συνεπειών» τους. Αν υιοθετήσουμε αυτή την οπτική γωνία απέναντι στην πλατεία Ταχρίρ, στα καμένα μαγαζιά ή στους ρωμαίους rioters, υπάρχει ένας μονάχα ορθός τρόπος να τοποθετηθούμε και αυτός είναι να μείνουμε πιστοί στη φαινομενικότητά τους. Δεν ωφελεί να θέλουμε να δούμε πέρα ή πίσω από αυτή ή να κάνουμε τους μάντεις: αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στις πέντε αισθήσεις διαλέγουμε την αφή. Πώς λειτουργούν αυτές οι εξεγέρσεις; Κάθε μία προσπαθεί να αποδιαρθρώσει βιαίως θεσμούς που αντιλαμβάνεται άμεσα ως εχθρικούς και είναι σε θέση, λόγω της ιστορικής συγκυρίας, να το κάνει καταστροφικά με μεγάλη ευκολία: εκεί είναι η δεσποτική-πατερναλιστική εξουσία, εδώ το εμπόρευμα και οι ναοί του, εκεί κάτω η οικονομία και οι ροές της, εδώ πέρα ένα μεγάλο έργο, εκεί είναι η πολιτική, εδώ είναι η κοινωνία καθαυτή που πρέπει να δεχθεί επίθεση. Η εγκατάλειψη των θεσμών, του ενός μετά τον άλλο, αυτή είναι η έννοια της πορείας της εξέγερσης. Οποιαδήποτε εξέγερση έχει καθαυτή, όπως έχει πρακτικά αποδείξει, τη δική της προοπτική. Αν υπάρχει μία κοινή σταθερά, που επανέρχεται σε όλες τις εξεγέρσεις, αυτή συνίσταται στην απέχθεια των λαών απέναντι στον μοναδικό κυβερνητικό μηχανισμό με τον οποίο βρίσκονται, παντού, σταθερά αντιμέτωποι: την αστυνομία. Είναι αυτή εκ των πραγμάτων που αποτελεί σήμερα τη μοναδική υλική φρουρά της κυβερνητικής εξουσίας της νεωτερικότητας. Ωστόσο, αυτή η αποσυντακτική ικανότητα, ίσως ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε φορά με μία μόνο θεσμική πλευρά, μοιάζει να μη γίνεται αποσυντακτική δύναμη της αυτοκρατορικής εξουσίας, δηλαδή να μετατραπεί σε επανάσταση. Θα χρειαστεί ίσως να κάνουν τη διαδρομή τους όλες οι εξεγέρσεις, να αποδιαθρωθεί κάθε είδους θεσμός, να απενεργοποιηθούν οι μυριάδες μητροπολιτικοί μηχανισμοί, προκειμένου να φτάσουμε σε αυτή τη δύναμη;

Θραύσματα του κομμουνισμού
Για κάποιες απόψεις τα συμβάντα έχουν δείξει και μάλιστα με μεγάλη καθαρότητα 1) ότι η εξουσία δεν βρίσκεται πλέον στο κοινοβούλιο ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο της πολιτικής, αλλά ότι αυτή έχει ενσωματωθεί στις υποδομές που την περιβάλλουν, στις εταιρίες και στους μηχανισμούς που διαχειρίζονται την καθημερινή ζωή, συνεπώς όντας τοπική είναι διάχυτη, ακριβώς όπως τοπικές είναι οι μορφές της ζωής˙ 2) ότι ο χειρισμός των αισθαντικοτήτων που κάνει η αυτοκρατορία παγκοσμίως μέσω του τεράστιου δικτύου των επικοινωνιακών μηχανισμών, μπορεί να αμφισβητηθεί και τελικά να αποδιαρθρωθεί όχι τόσο, κοινότοπα, μέσω της εναλλακτικής χρήσης αυτών των ίδιων μηχανισμών, αλλά με τη συγκρότηση τοπικά ενός εδάφους που τείνει να αποσκιρτήσει, εγκαινιάζοντας έτσι έναν ατέλειωτο πειραματισμό˙ 3) ότι αν αληθεύει πως η μητρόπολη είναι εκ των πραγμάτων η συγκέντρωση των μηχανισμών ελέγχου και παραγωγής, τώρα πια αδιαχώριστων μεταξύ τους, τότε είναι προφανές γιατί η εξέγερση κινείται σήμερα ανάμεσα στην άρνηση και την αποσκίρτηση, ανάμεσα στην καταστροφή και την έξοδο από τη μητρόπολη, έτσι όπως η ανατρεπτική δραστηριότητα του προηγούμενου αιώνα είχε να κάνει με το εργοστάσιο˙ 4) ότι η υπαρξιακή συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε από κοινού να ζούμε, δεν μπορεί να οριστεί μέσω της θέσης που καταλαμβάνουμε στην αγορά, στην κατανάλωση ή στην εργασία, αλλά πρέπει να προσεγγιστεί ξεκινώντας από τη συνθήκη αποστέρησης που μοιραζόμαστε στο επίπεδο της ίδιας της ζωής, της γλώσσας μέχρι και των ονείρων: δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στην πολιτική οικονομία μια άλλη πολιτική οικονομία, σε αντιστάθμισμα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στην οικονομία μια σταθερή πολιτική του κατοικείν, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία βλέπουμε με μεγάλη σαφήνεια να εκδηλώνεται στη Βαλ ντι Σούζα, όμως δεν είναι καθόλου δύσκολο να εμφανιστεί και στις κατειλημμένες πλατείες της ευρωμεσογείου ή σε κάποιο κοντινό μας παράδειγμα συμβίωσης. Για όποιον θέλει να οργανωθεί αυτή την περίοδο υπάρχουν συνεπώς δύο τουλάχιστον διαστάσεις, ξεκινώντας από τις οποίες μια τέτοια οργάνωση είναι δυνατή είτε τοπικά, μέσω της οικοδόμησης των υλικών και πνευματικών συνθηκών της αποσκίρτησης –κομμούνες, κόκκινες βάσεις, μαύρες τρύπες στη μητρόπολη– είτε παγκόσμια, μέσω της οικοδόμησης εκείνου του νέου διεθνισμού στον οποίο τα σκόρπια θραύσματα αποκτούν μια σωστή στρατηγική διάσταση. Ίσως σήμερα ο κομμουνισμός να μη σημαίνει τίποτ’ άλλο από την τέχνη της διευθέτησης αυτών των εξεγερτικών θραυσμάτων σε ένα επαναστατικό γίγνεσθαι.