Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Σχετικά με αυτό που μπορούμε να μην κάνουμε

Giorgio Agamben
Ο Ντελέζ όρισε κάποτε το έργο της εξουσίας σαν αυτό που διαχωρίζει τους ανθρώπους από ότι μπορούν να κάνουν, δηλαδή από τη δύναμή τους. Οι ενεργητικές δυνάμεις εμποδίζονται στην άσκησή τους είτε επειδή στερούνται των υλικών συνθηκών που θα τις καταστήσουν δυνατές είτε επειδή μια απαγόρευση καθιστά αυτή την άσκηση αδύνατη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η εξουσία –και αυτή είναι η πιο καταπιεστική και κτηνώδης μορφή της– διαχωρίζει τους ανθρώπους από τη δύναμή τους και, με αυτόν τον τρόπο, τους καθιστά αδύναμους. Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη και πιο δόλια ενέργεια της εξουσίας, που δεν δρα άμεσα σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι –στη δύναμή τους– αλλά στην αδυναμία τους, δηλαδή σε αυτό που δεν μπορούν να κάνουν ή, καλύτερα μπορούν να μην κάνουν. Ότι η δύναμη είναι πάντοτε εκ της συστάσεώς της και αδυναμία, ότι κάθε μπορώ να κάνω είναι πάντοτε και ένα μπορώ να μην κάνω, είναι η αποφασιστική κατάκτηση της θεωρίας της δύναμης στον Αριστοτέλη, την οποία αναπτύσσει στο βιβλίο ΙΧ στα Μετά τα Φυσικά. «Η αδυναμία», γράφει, «είναι η στέρηση της δύναμης. Κάθε δύναμη είναι αδυναμία του ίδιου και σε σχέση με το ίδιο [του οποίου είναι δύναμη]» (Μετ/ 1046α, 29-31]. «Αδυναμία» δεν σημαίνει εδώ μονάχα απουσία δύναμης, να μην μπορώ να κάνω, αλλά επίσης και κυρίως «μπορώ να μην κάνω», μπορώ να μην ασκήσω τη δύναμή μου. Και είναι ακριβώς αυτή η ιδιαίτερη αμφιθυμία κάθε δύναμης (που είναι πάντοτε δύναμη του είναι και του μη είναι, του να κάνεις και να μην κάνεις), που απεναντίας ορίζει την ανθρώπινη δύναμη. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι το έμβιο ον το οποίο, υφιστάμενο μέσα από τη δύναμη, μπορεί να κάνει τόσο ένα πράγμα όσο και το αντίθετό του, μπορεί να κάνει και να μην κάνει. Αυτό τον εκθέτει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έμβιο ον, στον κίνδυνο του σφάλματος αλλά, ταυτοχρόνως, του επιτρέπει να συσσωρεύει και να διευθύνει ελεύθερα τις ικανότητές του, να τις μετα-σχηματίζει σε «δεξιότητες». Εφόσον δεν είναι μονάχα ο βαθμός του τι που μπορεί να κάνει κάποιος, αλλά επίσης και προπάντων η δυνατότητά του να μην το κάνει, αυτό το οποίο ορίζει την ακτίνα της δράσης του. Ενώ η φωτιά μπορεί μονάχα να κάψει και τα άλλα έμβια όντα έχουν μονάχα την ιδιαίτερη δύναμή τους, μπορούν δηλαδή να έχουν μόνο αυτή ή την άλλη συμπεριφορά εγγεγραμμένη στη βιολογική τους κλίση, ο άνθρωπος είναι το ζώο που μπορεί να έχει τη δική του αδυναμία. Είναι σε αυτή την άλλη και πιο σκοτεινή πλευρά της δύναμης που προτιμά σήμερα να δρα η εξουσία, η οποία ορίζεται με ειρωνικό τρόπο «δημοκρατική». Αυτή χωρίζει τους ανθρώπους όχι μόνο και όχι τόσο από αυτό που μπορούν να κάνουν, αλλά κυρίως και προπάντων από αυτό που μπορούν να μην κάνουν. Χωρισμένος από την αδυναμία του, στερημένος από την εμπειρία αυτού που μπορεί να μην κάνει, ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρείται ικανός για τα πάντα και επαναλαμβάνει εύθυμα «δεν υπάρχει πρόβλημα» και ανεύθυνα «θα γίνει», ακριβώς όταν, αντιθέτως, θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται ότι παραδίδεται σε πρωτάκουστο βαθμό σε δυνάμεις και διαδικασίες επί των οποίων έχει χάσει κάθε έλεγχο. Έχει καταστεί τυφλός όχι απέναντι στις ικανότητές του, αλλά στις ανικανότητές του, όχι σε αυτό που μπορεί να κάνει, αλλά σε αυτό που δεν μπορεί ή μπορεί να μην κάνει. Εξ ου η οριστική σύγχυση, στην εποχή μας, των κλίσεων και των επαγγελμάτων, των επαγγελματικών ταυτοτήτων και των κοινωνικών ρόλων, ο καθένας από τους οποίους αποπροσωποποιείται μέσω της θρασείας εμφάνισης και της αβεβαιότητας της παράστασής της. Η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ή να είναι αδιακρίτως οποιοδήποτε πράγμα, η υποψία ότι όχι μόνο ο γιατρός που με εξετάζει μπορεί αύριο να είναι ένας βιντεοκαλλιτέχνης, αλλά μέχρι και ο δήμιος που με δολοφονεί μπορεί στην πραγματικότητα, όπως συνέβη στη Δίκη του Κάφκα, να είναι ένας τραγουδιστής, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της γνώσης ότι οι πάντες απλώς υπόκεινται σε εκείνη την ευελιξία που σήμερα είναι η πρώτη ιδιότητα την οποία απαιτεί από τον καθένα μας η αγορά. Τίποτα δεν μας κάνει τόσο φτωχούς και τόσο λίγο ελεύθερους όσο αυτή η αποστέρηση της δύναμης. Εκείνος που διαχωρίζεται από αυτό που μπορεί να κάνει, μπορεί, ωστόσο, ακόμη να αντισταθεί, μπορεί ακόμη να μην κάνει. Αντιθέτως εκείνος που διαχωρίζεται από την αδυναμία του, χάνει, προπάντων, την ικανότητα να αντιστέκεται. Και όπως συνήθως συμβαίνει μονάχα η καυτή γνώση αυτού που δεν μπορούμε να είμαστε είναι η εγγύηση της αλήθειας αυτού που είμαστε, έτσι είναι μονάχα η διαυγής θεώρηση αυτού που δεν μπορούμε ή μπορούμε να μην κάνουμε που δίνει αξία στην πράξη μας.■ Το ανωτέρω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Nudità, εκδόσεις nottetempo, 2009.