Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΠΑΤΙΣΤΙ: ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ, ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣ ΣΗΜΕΙΟ

Αυτή η νέα εκδοχή των δικών μας Friendly Asked Questions (FAQ) σχετικά με την υπόθεση Μπατίστι, ήδη διαβασμένες από εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες και αναγνώστριες και μεταφρασμένες σε αρκετές γλώσσες, έρχεται σε μια στιγμή συλλογικής υστερίας, που στην Ιταλία είχαμε να τη δούμε από την εποχή της πλατείας Φοντάνα και την ενοχοποίηση του Πιέτρο Βαλπρέντα. Ο Μπατίστι βρίσκεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, κι ενώ γράφουμε αυτά, σε μια βραζιλιάνικη φυλακή [τώρα πια, το 2012, ο Μπατίστι ζει ελεύθερος στη Βραζιλία, μετά την οριστική άρνηση της χώρας να τον εκδώσει στην Ιταλία, σ.τ.Σ.]. Πήρε πολιτικό άσυλο στη Βραζιλία μετά από παρέμβαση του υπουργού δικαιοσύνης Τάρσο Τζένρο, με τη συνυπογραφή του προέδρου Λούλα. Ο ιταλικός τύπος, μπροστά σε μια ουσιαστικά αδιάφορη κοινή γνώμη, προχώρησε στο λυντσάρισμα του Μπατίστι, ο οποίος παρουσιάστηκε σαν το τέρας, ο στυγερός δολοφόνος, ο serial killer. Η Βραζιλία περιγράφεται (για παράδειγμα από τον Φραντσέσκο Μέρλο στη «Repubblica» της 15ης Γενάρη 2009) σαν μια δημοκρατία οπερέτα, κατοικούμενη από έναν πληθυσμό περίπου πιθήκων. Μέχρι ο πρόεδρος της δημοκρατίας Ναπολιτάνο, που δεν διακρίνεται για την κινητικότητά του, κινητοποιήθηκε υπέρ του αιτήματος έκδοσης του εγκληματία του αιώνα. Ακολουθούμενος βεβαίως από το Δημοκρατικό Κόμμα του Βάλτερ Βελτρόνι, σε πλήρη αρμονία με τις πιο αντιδραστικές συνιστώσες της κυβέρνησης και της υποτιθέμενης «αντιπολίτευσης». Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια μανία ποτέ δεν επιδείχθηκε απέναντι, για παράδειγμα, στον Ντέλφο Ζόρζι, όταν τον υποπτεύονταν για συναυτουργό στη σφαγή της πλατείας Φοντάνα και είχε διαφύγει στην Ιαπωνία. Για να μη μιλήσουμε για τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας, που από τη δεκαετία του ’70 μέχρι την Τζένοβα το 2001, ευθύνονται για τις δολοφονίες πάνω από 100 αγωνιστών της αριστεράς, τα οποία αθωώθηκαν άπαντα από εξυπηρετικούς δικαστές και τους πολιτικούς συνεργούς τους. Ή για τους υπεύθυνους της σφαγής στο Τσιρτσέο, ένας από τους οποίους κατάφερε να μεταναστεύσει με το ιταλικό του διαβατήριο στην τσέπη. Χρειάστηκε να επικαιροποιήσουμε τις FAQ μας, κάτω και από το φως μιας έμμεσης απάντησης του αντιεισαγγελέα του Μιλάνου Αρμάντο Σπατάρο, η οποία εμφανίστηκε στην «Corriere della Sera» στις 23 Γενάρη 2009, στη στήλη των γραμμάτων. Καθώς επίσης και λόγω ενός άρθρου στο οποίο υπήρχε συνέντευξη του μετανιωμένου Πιέτρο Μούτι, μέγιστου κατηγόρου του Μπατίστι («ειδικό στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα» προκειμένου να μεταφέρει στους άλλους τις ευθύνες του, τον χαρακτηρίζει μια απόφαση που αναφέρεται παρακάτω· και που να δείτε και τα καλύτερα), δημοσιευμένου στο «Panorama» στις 25 Γενάρη 2009. Πιστεύουμε ότι μια ήρεμη ανάγνωση όσων ακολουθούν θα προκαλέσει, σε όποιον έχει καλή την πίστη, πολλές αμφιβολίες για την πραγματική ενοχή του Μπατίστι. Ωστόσο, εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να δείξουμε ότι ο Μπατίστι είναι αθώος. Κυρίως μας ενδιαφέρει να καταγγείλουμε τις διαστρεβλώσεις που προκάλεσε η λεγόμενη «έκτακτη ανάγκη», τη δεκαετία του ’70, στις ιταλικές δικαστικές διαδικασίες, θεμελιωμένες, όπως την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, σε «μετανοήσεις», πραγματικές ή ψευδείς [βλ. I. Mereu, Storia dell’intolleranza in Europa. Sorvegliare e punier, l’Inquisizione come modello di violenza legale, Bompiani, 1988. Γιατί συνελήφθη ο Μπατίστι το 1979; Συνελήφθη στο πλαίσιο των συλλήψεων μελών της Αυτόνομης Συλλογικότητας της Μπαρόνα (μια γειτονιά του Μιλάνου) μετά τον φόνο, στις 16 Φλεβάρη 1979, του χρυσοχόου Λουίτζι Πιέτρο Τορετζάνι. Γιατί δολοφονήθηκε ο χρυσοχόος Τορετζάνι; Γιατί, στις 22 Γενάρη 1979, μαζί μ’ έναν γνωστό του επίσης οπλισμένο, σκότωσε τον Οράτσιο Νταϊντόνε, έναν από τους δύο ληστές που εισέβαλαν στο εστιατόριο «Il Transatlantico», στο οποίο διασκέδαζαν με μεγάλη παρέα. Ένας πελάτης, ο Βιντσέντσο Κονσόλι, πέθανε από την ανταλλαγή των πυροβολισμών, ένας άλλος τραυματίστηκε. Αυτός που σκότωσε τον Τορετζάνι ήθελε να χτυπήσει εκείνους, που εκείνη την περίοδο, «απέδιδαν μόνοι τους δικαιοσύνη». Ο Τσέζαρε Μπατίστι συμμετείχε στην έφοδο στο «Transantlantico»; Όχι. Κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο. Επρόκειτο για ένα επεισόδιο του κοινού ποινικού δικαίου. Ο Τσέζαρε Μπατίστι συμμετείχε στoφόνο του Τορετζάνι; Όχι. Ακόμη και αυτή η υπόθεση –που διατυπώθηκε αρχικά- έπειτα αποκλείστηκε παντελώς. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να τον εμπλέξουν, όπως συνέβη αργότερα, στον φόνο του χασάπη Λίνο Σαμπαντίν, που συνέβη την ίδια μέρα, 16 Φλεβάρη 1979, στην περιοχή του Ούντινε, σχεδόν την ίδια ώρα. Ωστόσο υπάρχει η εντύπωση ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι τραυμάτισε ένα από τα θετά παιδιά του Τορετζάνι, τον Αλμπέρτο, ο οποίος από τότε έμεινε παράλυτος. Έχει επιβεβαιωθεί ότι ο Αλμπέρτο Τορετζάνι τραυματίστηκε κατά λάθος από τον πατέρα του, στην ανταλλαγή πυροβολισμών με τους επιτιθέμενους. Τα ΜΜΕ επιμένουν να υποδεικνύουν τον Τσέζαρε Μπατίστι σαν τον δολοφόνο του Τορετζάνι, λέγοντας ότι ήταν αυτός που τραυμάτισε τον Αλμπέρτο και τον οδήγησε στην αναπηρική καρέκλα. Ο Αλμπέρτο δεν επανόρθωσε ποτέ, ούτε καν χάριν της ακρίβειας. Ούτε επανόρθωσε ποτέ ο Σπατάρο. Γιατί; Αυτό είναι ανεξήγητο. Οι πραγματικοί δολοφόνοι (Σεμπαστιάνο Μασάλα, Σάντε Φατόνε, Γκαμπριέλε Γκριμάλντι και Τζουζέπε Μεμέο) συνελήφθησαν λίγο μετά την ενέδρα και εξέτισαν ποινές λίγο πολύ μεγάλες. Ο εισαγγελέας Αρμάντο Σπατάρο στην «Corriere della Sera» της 23ης Γενάρη 2008, είπε ότι ο Μπατίστι «καταδίκασε» τον Λουίτζι Πιέτρο Τορετζάνι επειδή αντέδρασε ενόπλως στη ληστεία που υφίστατο ο ίδιος. Και αυτό είναι ανεξήγητο. Η δυναμική των γεγονότων είναι πολύ διαφορετική, ο ίδιος ο Σπατάρο το εξήγησε σε άλλες περιπτώσεις: ο Τορετζάνι και ένας φίλος του άνοιξαν πυρ, με περίστροφο μεγάλου διαμετρήματος, εναντίον εκείνων που λήστευαν το ρεστοράν «Transatlantico» στο οποίο έτρωγαν με φίλους. Γιατί λοιπόν ο Τσέζαρε Μπατίστι συνδέεται με τη δολοφονία Τορετζάνι; Πάνω απ’ όλα γιατί, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, συμμετείχε στην ομάδα που ανέλαβε την ευθύνη της ενέργειας, τους Ένοπλους Προλετάριους για τον Κομμουνισμό (ΕΠΚ). Η ίδια ομάδα ανέλαβε την ευθύνη για τον Σαμπαντίν. Ποιοι ήταν οι ΕΠΚ; Μια από τις πολλές ένοπλες ομάδες που ξεπήδησαν, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, από το λεγόμενο κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας και αφιερώθηκαν σε εκείνο που αποκαλούνταν «διάχυτη παρανομία»: από «απαλλοτριώσεις» (τράπεζες, σούπερ μάρκετ) μέχρι αντίποινα στις εταιρείες που οργάνωναν τη μαύρη εργασία και, σπανιότερα, μέχρι τραυματισμούς και δολοφονίες. Οι ΕΠΚ έμοιαζαν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες; Όχι. Όπως όλες οι αυτόνομες ομάδες δεν στόχευαν ούτε στη δημιουργία ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος, ούτε στην άμεση ανατροπή της εξουσίας. Προσπαθούσαν κυρίως να αναλάβουν τον έλεγχο του εδάφους, αλλάζοντας τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ των υποτελών τάξεων και πιο συγκεκριμένα των νεανικών συνιστωσών τους. Αυτό το σχέδιο, όπως και να το κρίνει κανείς (είναι σαφές ότι δεν λειτούργησε) δεν συμφωνούσε με εκείνο των ΕΤ. Ο εισαγγελέας Σπατάρο είπε ότι οι συμμετέχοντες στους ΕΠΚ δεν ξεπέρασαν τους τριάντα. Τα εντάλματα για συμμετοχή στους ΕΠΚ ήταν τουλάχιστον 60. Στην πλειοψηφία τους αφορούσαν νεαρούς εργάτες. Ακολουθούσαν οι άνεργοι και οι καθηγητές. Οι φοιτητές ήταν μονάχα τρεις. Ωστόσο η υπογραφή ΕΠΚ χρησιμοποιήθηκε και από άλλες ομαδοποιήσεις. Τριάντα ή εξήντα δεν έχει μεγάλη σημασία. Κι όμως έχει. Αλλάζουν οι πιθανότητες συμμετοχής στις γενικές επιλογές της οργάνωσης, όπως επίσης και στις ενέργειες που προκύπτουν από αυτές τις επιλογές. Να έχουμε υπόψη ότι ενώ οι ληστείες που αποδίδονται στους ΕΠΚ είναι δεκάδες, οι φόνοι είναι τέσσερις. Η συμμετοχή σε μια από αυτές γίνεται πολύ λιγότερο πιθανή αν διπλασιαστεί ο αριθμός των συμμετεχόντων. Ο Τσέζαρε Μπατίστι ήταν ο επικεφαλής των ΕΠΚ ή έστω κάποιους από τους αρχηγούς; Όχι. Αυτό είναι ξεκάθαρα μια επινόηση των δημοσιογράφων. Ούτε από τις δίκες ούτε από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι μπορεί να θεωρηθεί αρχηγός. Άλλωστε, δεν είχε ένα παρελθόν –ως πρώην κλεφτάκος και συμμορίτης της επαρχίας, χωρίς ιδεολογική παιδεία– που θα του επέτρεπε να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο. Ήταν ένας αγωνιστής ανάμεσα στους πολλούς. Ωστόσο στην προδικαστική διαδικασία ο Μπατίστι θεωρήθηκε σαν ένας από τους «οργανωτές» του φόνου του Τορετζάνι. Δια της επαγωγικής μεθόδου. Σύμφωνα με τον διαχωρισμένο Αρίγκο Καβαλίνα, συμμετείχε σε συνελεύσεις στις οποίες συζητήθηκε μια τέτοια ενέργεια, χωρίς να φέρει αντίρρηση. Μόνο με την είσοδο στη σκηνή του μετανιωμένου Μούτι –αφού ο Μπατίστι, καταδικασμένος σε δωδεκάμισι χρόνια φυλακή, δραπέτευσε από τη φυλακή και διέφυγε στο Μεξικό– οριστικοποιήθηκε η κατηγορία, αλλά για μια ακόμη φορά μέσω της επαγωγικής μεθόδου. Εφόσον ο Μπατίστι κατηγορήθηκε από τον Μούτι ότι είχε παίξει ρόλο στην προετοιμασία του φόνου του Σαμπαντίν και εφόσον οι ενέργειες εναντίον του Τορετζάνι και του Σαμπαντίν εμφορούνταν σαφώς από την ίδια λογική (χτύπημα των καταστηματαρχών που είχαν σκοτώσει ληστές), ιδού, ο Μπατίστι πρέπει αναγκαστικά να είναι ανάμεσα στους «οργανωτές» της ενέδρας στον Τορετζάνι, αν και δεν συμμετείχε προσωπικά. Ωστόσο, από όλα τα εγκλήματα που αποδίδονται στον Μπατίστι, το πιο σοβαρό είναι αυτό της υπόθεσης Τορετζάνι. Ίσως επειδή προσφερόταν για μια πιο «θεαματική» χρήση από τα υπόλοιπα (βλέπε την ενασχόληση των ΜΜΕ με τον Αλμπέρτο Τορετζάνι, ο οποίος δεν είναι ακόμη έτοιμος, για λόγους μπορεί και κατανοητούς, να αποκαλύψει ποιος τον τραυμάτισε). Ή ίσως –δεδομένου ποιος μας κυβερνά και τις δηλώσεις κάνα χρόνο πριν του υπουργού Καστέλι σχετικά με το ζήτημα της αυτοπροστασίας των καταστηματαρχών– επειδή ήταν το επεισόδιο που απηχούσε καλύτερα στον ψυχισμό των ψηφοφόρων των κυβερνώντων κομμάτων. Πάντως, όποιος υπερασπίζεται τον Μπατίστι συχνά παίζει το χαρτί της «συγχρονικότητας» μεταξύ της υπόθεσης Τορετζάνι και αυτής του Σαμπαντίν, ενώ ο Μπατίστι είχε κατηγορηθεί ότι «οργάνωσε» την πρώτη και «εκτέλεσε» τη δεύτερη. Αυτό οφείλεται στην αμφισημία του ίδιου του πρώτου αιτήματος έκδοσης του Μπατίστι (1991), στις αντιφατικές πληροφορίες των εφημερίδων (ο αριθμός και ο χαρακτήρας των αδικημάτων ποικίλλει από έντυπο σε έντυπο) και στη σιωπή όσων γνωρίζουν. Να μην ξεχνάμε ότι ο Αρμάντο Σπατάρο έδωσε λεπτομέρειες για την υπόθεση –πιο σωστά, έναν συγκεκριμένο αριθμό λεπτομερειών– μονάχα μετά την εκστρατεία υπέρ του Μπατίστι, η οποία άρχισε να αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν η ανάκριση και η δίκη. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιταλική κυβέρνηση έπρεπε να υποβάλει στις γαλλικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν σχετικά με το νέο αίτημα έκδοσης του Τσέζαρε Μπατίστι, 800 σελίδες ντοκουμέντων. Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το δικαστικό υλικό ήταν γεμάτο κενά. Κατά μείζονα λόγο αυτό παρουσίαζε κενά για όποιον ήθελε να εμποδίσει την έκδοση του Μπατίστι. Η συγχρονικότητα ανάμεσα στην υπόθεση Σαμπαντίν και εκείνη του Τορετζάνι αναδεικνύει μια μοναδικού τύπου κατασκευή. Μα έπρεπε να αποδειχτεί ότι ο Μπατίστι συμμετείχε ενεργώς στη δολοφονία του Σαμπαντίν. Αρχικά, ο μετανιωμένος Μούτι κατηγόρησε τον Μπατίστι ότι είχε πυροβολήσει τον χασάπη. Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο αγωνιστής των ΕΠΚ Ντιέγκο Τζακομίν διαχωρίστηκε και αποκάλυψε ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον μαγαζάτορα. Δεν είπε άλλα ονόματα. Ένας συνένοχος, που δεν τον ανέφερε ο Μούτι, καταδικάστηκε σε ισόβια. Ζει σήμερα στη Γαλλία. Ωστόσο, η δικαστική διαδικασία για τον Τσέζαρε Μπατίστι και τους άλλους κατηγορούμενους της υπόθεσης Τορετζάνι ήταν κανονική. Όχι, δεν ήταν, και είναι πολύ εύκολο να το αποδείξουμε. Γιατί η δικαστική διαδικασία για την υπόθεση Τορετζάνι, που αργότερα συμπεριέλαβε ολόκληρη την ιστορία των ΕΠΚ, δεν ήταν κανονική; Για να ακριβολογήσουμε: δεν ήταν κανονική εκτός αν την εξετάσουμε στο πλαίσιο των παραβιάσεων της νομιμότητας που εισήγαγε η λεγόμενη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Σύμφωνα με τους όρους της γενικής νομοθεσίας, η διαδικασία παραβιάστηκε κατά τρεις τουλάχιστον τρόπους: με την καταφυγή σε βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών στη φάση της ανάκρισης [η χρήση των βασανιστηρίων στις ανακρίσεις των τρομοκρατών της αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τη δεκαετία του ’80 τεκμηριώνεται ανάγλυφα στον τόμο Le torture affiorate, σειρά Progetto Memoria, εκδ. Sensibili alle foglie, 1998, σ.τ.Σ.], με τη χρήση καταθέσεων ανηλίκων ή ατόμων με πνευματικές διαταραχές, αλλά και με τον πολλαπλασιασμό των κατηγοριών βάσει των δηλώσεων ενός μετανιωμένου μειωμένης αξιοπιστίας. Αλλά υπήρχαν και άλλοι ελάσσονες τρόποι. Οι δικαστές βασάνισαν τους κατηγορούμενους; Όχι. Ήταν η αστυνομία που τους βασάνισε. Υπήρξαν δεκατρείς καταγγελίες: οκτώ προέρχονταν από τους συλληφθέντες και πέντε από τους συγγενείς τους. Δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ασυνήθιστο σε μια ανάκριση τέτοιου τύπου. Οι δικαστές περιορίστηκαν να ακούσουν τις καταγγελίες και μετά τις αρχειοθέτησαν. Μπορεί να τις αρχειοθέτησαν γιατί δεν επρόκειτο για πραγματικά βασανιστήρια, αλλά για απλές πιέσεις, λιγάκι πιο έντονες, στους κατηγορούμενους. Μια από τις πιο συχνές καταγγελίες ήταν αυτή που αφορούσε τη βίαιη κατάποση νερού από τον ανακρινόμενο μέσω ενός σωλήνα, ενώ ένας αστυνομικός τον χτυπούσε με γονατιές στο στομάχι. Έπειτα όλοι κατήγγειλαν πως αναγκάστηκαν να γδυθούν και μετά τους τύλιξαν με κουβέρτες ώστε να μη μείνουν σημάδια από τα χτυπήματα με γροθιές ή με τα ρόπαλα. Μέχρι που τους έδεσαν σ’ ένα τραπέζι ή σε έναν πάγκο. Το ότι οι δικαστές δεν προχώρησαν στην εξέταση των καταγγελιών μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις πως όλα αυτά συνέβησαν στ’ αλήθεια. Στην πραγματικότητα ο αντιεισαγγελέας Αλφόνσο Μάρα, επιφορτισμένος με τον καθήκον να αναφέρεται στον ανακριτή Μαουρίτσιο Γρίγκο, αφού μετέτρεψε τα αδικήματα των ανδρών της ασφάλειας από «βλάβες» σε «αμυχές» λόγω της απουσίας διαρκών σημαδιών στο σώμα (στην Ιταλία δεν υπήρχε το αδίκημα του βασανισμού και δεν υπάρχει ούτε σήμερα), συμπέρανε ότι ο καταλογισμός των αμυχών δεν μπορούσε να προχωρήσει, δεδομένου ότι οι αστυνομικοί, μοναδικοί μάρτυρες, δεν τις επιβεβαίωναν. Από την πλευρά του ο δικαστής Κοράντο Καρνεβάλι, υπεύθυνος για τη δίκη Τορετζάνι, εισηγήθηκε ότι οι καταγγελίες για βασανιστήρια ήταν μια μέθοδος που υιοθέτησαν οι κατηγορούμενοι για να απονομιμοποιήσουν ολόκληρη την έρευνα. Δεν μας λέει κάτι ότι ο Καρνεβάλι είχε άδικο. Τουλάχιστον ένα επεισόδιο δεν συμφωνεί με τη θέση του. Στις 25 Φλεβάρη 1979, ο κατηγορούμενος Σισίνιο Μπίτι κατήγγειλε στον αντιεισαγγελέα Αρμάντο Σπατάρο τα βασανιστήρια που υπέστη και ανακάλεσε τις ομολογίες που είχε κάνει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Ανάμεσα στ’ άλλα, αφηγήθηκε ότι ένας αστυνομικός, χτυπώντας τον με ένα ρόπαλο, του ζήτησε να καταγγείλει κάποιον Άντζελο· αυτόν που κατήγγειλε ήταν ο μοναδικός Άντζελο που γνώριζε, κάποιον Άντζελο Φράνκο. Η ανασκευή του Μπίτι δεν έγινε πιστευτή και ο Άντζελο Φράνκο, ένας εργάτης, συνελήφθη για συμμετοχή στην υπόθεση Τορετζάνι. Μόνο που μερικές μέρες αργότερα υποχρεώθηκαν να τον αφήσουν: με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να είχε συμμετάσχει στην ενέδρα. Συνεπώς η ανασκευή του Μπίτι ήταν ειλικρινής και άρα, κατά πάσα πιθανότητα, και η βία με την οποία είχε αποσπαστεί η ψευδής ομολογία. Ο Σισίνο Μπίτι είχε μόνιμες βλάβες στα τύμπανα των αυτιών του. Μόνος τους τις προκάλεσε; Όμως η κακομεταχείριση στη φάση της ανάκρισης δεν αθωώνει τον Τσέζαρε Μπατίστι. Όχι, όμως δίνει μια ιδέα για το τι τύπου διαδικασία ακολουθήθηκε. Το να την πούμε «κανονική» είναι τουλάχιστον συζητήσιμο. Ανάμεσα στις καταθέσεις εναντίον των κατηγορουμένων φιγουράρει επίσης αυτή μιας δεκαπεντάχρονης, της Ρίτα Βιτράνι, που κλήθηκε να καταθέσει εναντίον του θείου της· οι αντιφάσεις και οι αφέλειες της δεν τους έκανε να σκεφτούν πως ήταν ψυχολογικά ασταθής («στα όρια της τρέλας», δήλωσαν οι πραγματογνώμονες).[Στο «Panorama» της 25ης Γενάρη ο δημοσιογράφος Αμαντόρι, που πήρε συνέντευξη από την οικογένεια, αμφισβήτησε τη σταθερότητα της μνήμης της Ρίτα Βετράνι. Οι αναφορές των πραγματογνωμόνων, ελάχιστα αμφισβητούμενες, υπάρχουν στο βιβλίο L. Grimaldi, Processo all’istruttoria, Milano Libri, Μιλάνο 1981, σ.τ.Σ.]. Υπάρχει επίσης μια άλλη κατάθεση, του Βάλτερ Αντρεάτα, που αμέσως πέφτει σε αντιφάσεις και χαρακτηρίστηκε «ανισόρροπος» και θύμα μιας βαριάς καταθλιπτικής κρίσης από αυτούς τους ίδιους του πραγματογνώμονες του δικαστηρίου. Αναγνωρίζοντας το ασταθές πλαίσιο της έρευνας, πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Περίπου μια παραδοχή της ενοχής, ακόμη κι αν, πριν σιωπήσει, δήλωσε αθώος. Μπορεί σήμερα να φαίνεται έτσι, αλλά όχι τότε. Και μάλιστα αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη την εποχή, οι αγωνιστές των ένοπλων ομάδων, όταν συλλαμβάνονταν δήλωναν πολιτικοί κρατούμενοι και αρνούνταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους γιατί δεν αναγνώριζαν την «αστική δικαιοσύνη». Ο Μπατίστι αρνήθηκε γιατί όπως δήλωσε αμφισβητούσε την αξιοπιστία της διαδικασίας. Αν αφήσουμε στην άκρη τις βιαιότητες και τις ελάχιστα αξιόπιστες καταθέσεις κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, η δίκη διεξήχθη δίκαια. Όχι ακριβώς. Κατηγορούμενοι για ελάσσονα αδικήματα έλαβαν δυσανάλογα βαριές ποινές. Ο ήδη αναφερμένος Μπίτι, αν και αθωώθηκε για κάθε αδίκημα, καταδικάστηκε σε τρεισήμισι χρόνια φυλακή επειδή τον άκουσαν να επιδοκιμάζει, σε δημόσιο χώρο, την ενέργεια εναντίον του Τορετζάνι. Υπέπεσε στη λεγόμενη «ηθική συνέργεια» σε φόνο, κατηγορία άμεσα προερχόμενη από την Ιερά Εξέταση. Ο ήδη αναφερμένος Άντζελο Φράνκο, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθη εκ νέου, αυτή τη φορά για ένοπλη οργάνωση και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. Και αυτό παρά την απουσία άλλων αδικημάτων, μόνο και μόνο γιατί σύχναζε στην αυτόνομη συλλογικότητα της Μπαρόνα. Σύμφωνα με τον Λουτσάνο Βιολάντε, μια κάποια «σκληρότητα» ήταν απαραίτητη προκειμένου να σβήσει η τρομοκρατία. Και ο Αρμάντο Σπατάρο υποστηρίζει ότι, για αυτόν τον σκοπό, ο επιβαρυντικός όρος περί «τρομοκρατικής σκοπιμότητας», που διπλασίαζε τις ποινές, αποδείχθηκε ένα αποφασιστικό όπλο. Κατέστρεψε επίσης τις ζωές πολλών νέων ανθρώπων, συλληφθέντων με κατηγορίες που επρόκειτο να επιβαρυνθούν εκθετικά κατά τη διάρκεια της κράτησης, παρά την απουσία αιματηρών γεγονότων. Αυτό δεν ισχύει για τον Τσέζαρε Μπατίστι, καταδικασμένο σε ισόβια για συμμετοχή σε δύο φόνους και φυσική αυτουργία σε άλλους δύο. Για τις υποθέσεις Τορετζάνι και Σαμπαντίν τα είπαμε. Πάμε τώρα στις υποθέσεις Σαντόρο και Καμπάνια. Ο Μούτι κατηγόρησε τον Μπατίστι σαν τον δολοφόνο του Σαντόρο, αλλά μετά το αποδεικτικό υλικό τον υποχρέωσε να παραδεχτεί ότι ήταν αυτός ο δολοφόνος. Η δολοφονία του αστυνομικού Καμπάνια συνέβη μετά τη διάλυση των ΕΠΚ και την πραγματοποίησε μια ομαδούλα γειτονιάς. Ο δολοφόνος λέγεται Τζουζέπε Μεμέο, ομολόγησε ο ίδιος. Πυροβόλησε με το ίδιο πιστόλι που σκότωσε τον Τορετζάνι. Ο Μούτι τα λέει για να τα πει. Ο Μεμέο είχε έναν ξανθό συνεργάτη, ψηλό, γύρω στο 1.90. Ο Μπατίστι; Θα αναφερθούμε σε αυτό σε λίγο. Στο τέλος της εκδίκασης σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης ο Μπατίστι, συλληφθείς αρχικά για ελάσσονα αδικήματα (κατοχή όπλων, που άλλωστε, όπως απεδείχθη, δεν πυροβόλησαν ποτέ), βρέθηκε καταδικασμένος σε δωδεκάμισι χρόνια φυλακή. Η καταδίκη σε ισόβια ήρθε πέντε χρόνια μετά την απόδραση του από τη φυλακή. Αλλά εδώ ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τους «μετανιωμένους» και, κυρίως, για τον βασικό μετανιωμένο που τον κατηγόρησε. Μετά θα εξετάσουμε τα τρία άλλα αδικήματα. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι ένας «μετανιωμένος». Αν αναφερόμαστε στις ομάδες της άκρας αριστεράς, έτσι αποκαλούνται εκείνοι οι κατηγορούμενοι για αδικήματα σχετιζόμενα με τις ένοπλες ομάδες, οι οποίοι, ως αντάλλαγμα τη μείωση των ποινών τους, απαρνήθηκαν την εμπειρία τους και δέχτηκαν να καταγγείλουν τους συντρόφους τους, συμβάλλοντας στη σύλληψή τους και στη διάλυση της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο υπήρχε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά καθιερώθηκε στο δικαιικό σύστημα πρώτα με τον «νόμο Κοσίγκα» της 6.1.1980, ν. 15, κι έπειτα με τον «νόμο για τους μετανιωμένους» της 29.5.1982, ν. 304. Δείχνει τους εγγενείς κινδύνους αυτού του μηχανισμού του είτε πριν είτε μετά από αυτές τις ημερομηνίες. Ποιοι είναι αυτοί οι «κίνδυνοι»; Η λογική του νόμου είναι ότι ο «μετανιωμένος» μπορούσε να υπολογίζει σε τόσο μεγαλύτερη μείωση της ποινής του όσο πιο υψηλός ήταν ο αριθμός των ατόμων που κατήγγειλε· αυτός, όταν εξαντλούνταν το απόθεμα των πληροφοριών που κατείχε, ωθούνταν να περάσει σε εικασίες και κουβέντες που είχε ακούσει εδώ και εκεί. Επιπλέον, η αναδρομικότητα του νόμου προέτρεπε σε καταδόσεις χωρίς διακρίσεις ακόμη και αν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τα γεγονότα, όταν τώρα πια ήταν αδύνατον να υπάρξουν υλικές επαληθεύσεις. Υπάρχουν παραδείγματα αυτών των χείριστων αποτελεσμάτων; Η πιο κραυγαλέα περίπτωση ήταν αυτή του Κάρλο Φιορόνι ο οποίος, απειλούμενος με ισόβια λόγω της κατακράτησης των λύτρων για έναν φίλο του που πέθανε κατά τη διάρκεια της ενέργειας, κατηγόρησε για συνενοχή τον Τόνι Νέγκρι, τον Ορέστε Σκαλτσόνε και άλλες προσωπικότητες της οργάνωσης Εργατική Εξουσία, μειώνοντας την ποινή του. Αλλά και άλλοι μετανιωμένοι, όπως ο Μάρκο Μπαρμπόνε (σήμερα συνεργάτης εφημερίδων της δεξιάς), ο Αντόνιο Σαβάστα, ο Πιέτρο Μούτι, ο Μικέλε Βισκάρντι κ.α, συνέχισαν για χρόνια να σκαλίζουν τη μνήμη τους και να δίνουν ονόματα. Κάθε καταγγελία ακολουθούσαν συλλήψεις, σε τέτοιο βαθμό που η κράτηση έγινε όπλο πίεσης για να υπάρξουν περαιτέρω μετάνοιες. Δυστυχώς αυτό θα προκαλέσει σκάνδαλο μόνο σε δεύτερο χρόνο, όταν η λογική της μετάνοιας, εφαρμοσμένη στην κοινή εγκληματικότητα, είχε ως αποτέλεσμα την υπόθεση Τόρτορα και άλλες λιγότερο γνωστές. Ο Πιέτρο Μούτι ήταν ο κύριος κατήγορος του Τσέζαρε Μπατίστι. Γιατί; Ήταν, σύμφωνα με την ίδια την ομολογία του, ο ιδρυτής των ΕΠΚ. Θα φιγουράρει ανάμεσα στους κατηγορούμενος για την υπόθεση Τορετζάνι αν και φυγόδικος, και η κατηγορούσα αρχή θα ζητήσει γι’ αυτόν καταδίκη 8 ετών. Συνελήφθη το 1982 (αφότου είχε ήδη δραπετεύσει ο Μπατίστι), μετά τη διαφυγή από τη φυλακή του Ροβίγκο, στις 4 Γενάρη εκείνης της χρονιάς, μερικών αγωνιστριών της Πρώτης Γραμμής. Ο Μούτι ήταν ανάμεσα στους οργανωτές της απόδρασης. Ήταν στο ίδιο κελί με τον Μπατίστι, όταν αμφότεροι βρίσκονταν στη φυλακή για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου και υπεύθυνος για την πολιτικοποίησή του (έναν ρόλο που περιέργως διεκδίκησε ο διαχωρισμένος Αρίγκο Καβαλίνα). Για ποια αδικήματα ο Μούτι, μόλις μετάνιωσε, κατηγόρησε τον Μπατίστι; Αφήνοντας στην άκρη κάποια ελάσσονα αδικήματα, για τρεις δολοφονίες. Ο Μπατίστι (με έναν συνεργό και τον ίδιο τον Μούτι, που αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί την παρουσία του) σκότωσε ο ίδιος, στις 6 Ιούνη 1978, τον ανθυπασπιστή των συνοδών μεταφοράς κρατουμένων Αντόνιο Σαντόρο, που οι ΕΠΚ κατηγορούσαν για κακομεταχείριση των κρατουμένων. Ότι σκότωσε ο ίδιος στο Μιλάνο, στις 19 Απρίλη 1979, το στέλεχος των Digos Αντρέα Καμπάνια, που είχε συμμετάσχει άμεσα στις συλλήψεις σχετικά με την υπόθεση Τορετζάνι. Μεταξύ των δύο αδικημάτων είχε συμμετάσχει, χωρίς να πυροβολήσει άμεσα αλλά έχοντας, ωστόσο, ρόλο κάλυψης, στον ήδη αναφερθέντα φόνο του χασάπη Λίνο Σαμπαντίν. Θα συζητήσουμε για όλα αυτά. Ο φόνος του Σαμπαντίν είναι μια υπόθεση για την οποία γίνεται η μεγαλύτερη κουβέντα. Σε μια συνέντευξη στην ομάδα της γαλλικής ακροδεξιάς «Block Identitaire» ο γιός του Λίνο Σαμπαντίν, Αντριάνο, δήλωσε ότι οι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν συνεργάτες του ληστή τον οποίο εκείνοι είχαν σκοτώσει. Ή η απάντησή του μεταφράστηκε λάθος ή είπε κάτι το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά. Καλύτερα να αφήσουμε στην άκρη τις δηλώσεις συγγενών των θυμάτων, των οποίων η λειτουργία, στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, ήταν ουσιαστικά θεαματική. Ο Τσέζαρε Μπατίστι είναι ένοχος ή αθώος για τους τρεις φόνους για τους οποίους τον κατηγορεί ο Μούτι; Αυτός δηλώνει αθώος, ακόμη κι αν έκανε λάθος επιλογή ως προς τη βία στην οποία, ενεπλάκη τόσο αυτός όσο και τόσοι άλλοι νέοι. Ωστόσο εδώ το ζήτημα δεν είναι να αποδείξουμε την αθωότητα ή όχι του Μπατίστι. Είναι αντιθέτως το να δούμε κατά πόσο η ενοχή του αποδείχτηκε ποτέ πραγματικά, ή κατά πόσο, προκειμένου να αποδειχτεί κάτι τέτοιο, η δικαστική διαδικασία που οδήγησε στη καταδίκη του μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Σε αντίθετη περίπτωση δεν εξηγείται η οργή με την οποία η ιταλική κυβέρνηση, με την υποστήριξη διαπρεπών ονομάτων της αντιπολίτευσης, προσπάθησε να εκδοθεί ο Μπατίστι πρώτα από τη Γαλλία και μετά από τη Βραζιλία. Πέρα από τις καταγγελίες του Μούτι, υπάρχουν άλλες αποδείξεις σε βάρος του Μπατίστι για τις υποθέσεις Σαντόρο, Σαμπαντίν (ακόμη και σε ρόλο κάλυψης) και Καμπάνια; Όχι. Όταν οι δικαστές μιλούν σήμερα για «αποδείξεις», αναφέρονται στη διασταύρωση στοιχείων που έκαναν οι ίδιοι από τις δηλώσεις των διάφορων μετανιωμένων (του Μούτι και άλλων λιγότερο σημαντικών) και τις ενδείξεις που έδωσαν άμεσα οι «διαχωρισμένοι» τύπου Καβαλίνα. Ο Αρμάντο Σπατάρο συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υπάρχουν επαληθευμένες αποδείξεις. Συνεχίζει να λέει κάτι τέτοιο, αλλά δεν τις παρουσιάζει ποτέ αυτές τις αποδείξεις . Τι εννοείται με τον «διαχωρισμένο»; Είναι αυτός που παίρνει τις αποστάσεις του από την ένοπλη οργάνωση στην οποία συμμετείχε και ομολογεί αδικήματα που τον αφορούν, χωρίς όμως να κατηγορήσει άλλους. Αυτό σημαίνει μια μείωση της ποινής, προφανώς μικρότερη από τη μείωση που αφορά έναν μετανιωμένο. Με ποια έννοια ένας μετανιωμένος μπορεί να δώσει έμμεσα ενδείξεις; Για παράδειγμα αν βεβαιώσει ότι δεν συμμετείχε σε μια συνέλευση γιατί ήταν αντίθετος σε μια δεδομένη ενέργεια που σχεδιαζόταν εκεί, χωρίς όμως να λέει ποιοι παρευρίσκονταν. Αν στο μεταξύ ένας μετανιωμένος πει ότι συμμετείχε ο Χ σε εκείνη τη συνέλευση, τότε αυτομάτως ο Χ γίνεται ένας από τους οργανωτές. Τι είναι αυτό που δεν ισχύει σε αυτή τη λογική; Το γεγονός ότι είτε η άμεση κατηγορία του μετανιωμένου είτε οι ενδείξεις του διαχωρισμένου, προέρχονται από υποκείμενα δελεασμένα από την υπόσχεση ελάφρυνσης της δικής τους ποινής. Η άποψή τους, αν λείπουν οι επαληθεύσεις, γίνεται δεκτή από τον δικαστή, που την επιλέγει ανάμεσα σε διάφορες άλλες πιθανότητες. Επιπλέον είναι ο μετανιωμένος, δηλαδή εκείνος που έχει το μεγαλύτερο κίνητρο, που παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Όλα αυτά σε άλλες χώρες (μη ολοκληρωτικές) θα γίνονταν αποδεκτά στην ανακριτική διαδικασία και στη φάση της αρχικής συζήτησης με τον κατηγορούμενο. Ποτέ δεν θα γίνονταν αποδεκτά με αξία αποδεικτική στη φάση της δίκης. Στην Ιταλία όμως αυτό είναι που συνέβη. Στην υπόθεση Μπατίστι έλειπαν άλλες επαληθεύσεις; Υπήρξαν απλώς κάποιες καταθέσεις που ο ίδιος ο δικαστής Αρμάντο Σπατάρο δεν θεώρησε σημαντικές. Ωστόσο λέγεται ότι «οι εξομολογήσεις του Μούτι (…) επιβεβαιώνονται από πολλές μαρτυρίες και περαιτέρω δηλώσεις άλλων πρώην τρομοκρατών» («Il Corriere della Sera», 23 Γενάρη 2009). Πρόκειται πάντοτε για τους Μούτι και Καβαλίνα. Όσον αφορά τις καταθέσεις, αρκεί να πούμε ότι ο αυτουργός του φόνου του Σαντόρο είχε μούσι (και εδώ ο Μούτι μιλά για ένα μούσι ψεύτικο), ήταν ξανθός (ο Μπατίστι μπορεί να είχε βάψει τα μαλλιά του) και ήταν ψηλός, κοντά 1.90 (αυτό πια πάει πολύ: ο Μπατίστι είναι ελάχιστα ψηλότερος από το 1.60). Ώστε ο μετανιωμένος Πιέτρο Μούτι δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αξιόπιστος; Υπάρχουν λόγοι που μπορούν να τον εντάξουν στον μηχανισμό «όσα περισσότερο πεις τόσο λιγότερο θα μείνεις στη φυλακή»; Αυτό προκύπτει από τη διαδικασία που κατέληξε στην οριστική ποινή του από τον Άρειο Πάγο το 1993. Διαβάζουμε: «Αυτός ο μετανιωμένος είναι ειδικός στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα σε βάρος των διαφόρων συνεργών του, όπως όταν ενέπλεξε τον Μπατίστι στη ληστεία της οδού Φούλβιο Τέστι για να σώσει τον Φαλκόνε (…) ή ακόμη όταν έβαλε τον Λαβάτζα και τον Μπεργκαμίν στη θέση του Μάρκο Μασάλα σε δύο ληστείες στη Βερόνα». Και πιο κάτω: «Άλλωστε, ο Πιέτρο Μούτι χρησιμοποιεί το όπλο του ψεύδους και προς όφελός του, όταν αρνείται πως είχε συμμετάσχει, όντας κάτοχος οπλισμού, στον τραυματισμό του Ροσανίγκο ή στη δολοφονία Σαντόρο· για την οποία άλλωστε κατηγορήθηκε από την ασφάλεια του Μιλάνου και τους καραμπινιέρους του Ούντινε. Να γιατί η ομολογία του δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθόρμητη». Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Μούτι, ένοχος για φόνους και ληστείες, πέρασε μόνο οκτώ χρόνια στη φυλακή. Ένα πλεονέκτημα που μοιράστηκε με τον αυτουργό της δολοφονίας του Βάλτερ Τομπάτζι (και σε εκείνη την περίπτωση, για την οποία υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, ο ανακριτής ήταν ο Αρμάντο Σπατάρο) με τον πολυδολοφόνο Μικέλε Βισκάρντι και πολλούς άλλους μετανιωμένους. Υπάρχουν άλλοι λόγοι για να αμφιβάλουμε για την ειλικρίνεια του Μούτι; Ναι, οι κατηγορίες του Πιέτρο Μούτι δεν αφορούσαν μόνο τον Μπατίστι και τους ΕΠΚ, αλλά στράφηκαν παντού, ακόμη και στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πλέον διαβόητη αφορά την PLO του Γιάσερ Αραφάτ, η οποία θα προμήθευε όπλα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Μούτι «τρία ντουφέκια ΑΚ47, 20 χειροβομβίδες χειρός, δύο πολυβόλα FAL, τρία περίστροφα, μια καραμπίνα με διόπτρα, 30 κιλά εκρηκτικά και 10.000 πυροκροτητές» (όχι και πολλά πράγματα, πέρα από τον αριθμό των πυροκροτητών· το μόνο που λείπει είναι ότι ο Αραφάτ του παρέδωσε ένα πιστόλι πεπιεσμένου αέρα). Ο εισαγγελέας Κάρλο Μαστελόνι θα προσθέσει, στη βάση αυτής της πολύτιμης αποκάλυψης, έναν φάκελο για την «βενετσιάνικη έρευνά» του σχετικά με τις σχέσεις ιταλών και παλαιστινίων τρομοκρατών, και θα φτάσει να καλέσει για ανάκριση μέχρι και τον ίδιο τον Γιάσερ Αραφάτ. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να βάλει στο αρχείο ολόκληρη την υπόθεση, αφού ο μεν Αραφάτ δεν εμφανίστηκε τα δε υπόλοιπα στοιχεία ξεφούσκωσαν. Σε τι έχουν να κάνουν τα παραπάνω με τα όπλα που προέρχονταν από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τα οποία παζάρευε το 1979 ο Μαουρίτσιο Φολίνι, τον οποίο ο Αρμάντο Σπατάρο λέει ότι ήταν μέλος των ΕΠΚ; Αυτός ο Φολίνι ήταν έμπορος όπλων και, σύμφωνα με μερικούς, σοβιετικός κατάσκοπος. Μπήκε στον χορό από τον Μούτι, αλλά σχετικά με άλλες ομάδες, θολώνοντας μάλλον τα νερά. Πόσο μάλλον που οι αποκαλύψεις του Μούτι άρχισαν να τείνουν στο παραλήρημα. Ο Μούτι δεν ήταν αξιόπιστος σε άλλες έρευνες, όμως τίποτα δεν μας λέει πως, τουλάχιστον σχετικά με τους ΕΠΚ, δεν είπε την αλήθεια. Τίποτα δεν μας το λέει, πράγματι, εκτός από μια λεπτομέρεια. Το 1993 ο Άρειος Πάγος αθώωσε έναν συγκατηγορούμενο του Μπατίστι (στην υπόθεση Σαντόρο), τον οποίο επίσης είχε κατηγορήσει ο Μούτι. Μιλάμε για το 1993. Για δέκα χρόνια οι δικαστές είχαν πιστέψει τις κατηγορίες ενός μετανιωμένου. Αυτό τα λέει όλα. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη του Τσέζαρε Μπατίστι χαρακτηρίστηκε από ανωμαλίες και βασίστηκε σε ελάχιστα αξιόπιστες καταθέσεις μετανιωμένων, είναι σίγουρο ότι ο Μπατίστι μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του στους επόμενους δικαστικούς βαθμούς. Δεν είναι έτσι, τουλάχιστον όσον αφορά την έφεση του 1986, που άλλαξε την απόφαση σε πρώτο βαθμό και τον καταδίκασε σε ισόβια. Τότε ο Μπατίστι βρισκόταν στο Μεξικό και αγνοούσε ότι συνέβαινε σε βάρος του στην Ιταλία. Ο δικαστής Αρμάντο Σπατάρο είπε ότι ήταν ζήτημα του Μπατίστι που δεν υπεράσπισε τον εαυτό του σε όλους τους βαθμούς της δικαστικής κρίσης, αφού κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας δεν συμμετείχε στις διαδικασίες της ιταλικής δικαιοσύνης, ενώ θα μπορούσε να το κάνω μέσω δικηγόρου που θα είχε ορίσει ο ίδιος. Αυτό ισχύει μόνο για την περίοδο κατά την οποία ο Μπατίστι βρισκόταν στη Γαλλία και ουσιαστικά ισχύει για τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο που συνέβη το 1991. Δεν ισχύει για τη δίκη το 1986, που κατέληξε στην ποινή που αναφέραμε στις 24 του Ιούνη εκείνης της χρονιάς. Εκείνη την εποχή ο Μπατίστι δεν είχε επαφή με τον δικηγόρο του, τον οποίο πλήρωνε η οικογένειά του, ούτε άλλωστε με την ίδια την οικογένειά του. Αυτό το λέει ο ίδιος. Το λέει επίσης ο δικηγόρος Τζουζέπε Πελάτσα από το Μιλάνο, ο οποίος είχε αναλάβει την υπεράσπισή του, αλλά το λέει και η οικογένειά του. Αλλά βεβαίως πρόκειται για μερικές μαρτυρίες. Παραμένει το γεγονός ότι ο Μπατίστι δεν είχε καμία απευθείας αντιπαράθεση με τον μετανιωμένο Μούτι που τον κατηγόρησε. Διέφυγε από τη φυλάκιση, σύμφωνοι˙ όμως παραμένει το αντικειμενικό γεγονός ότι δεν μπορούσε να παρέμβει σε μια διαδικασία που μετέτρεψε την ποινή του από δώδεκα χρόνια φυλακή σε δύο φορές ισόβια (κανείς άλλος κατηγορούμενος σε αυτή τη δίκη δεν είχε παρόμοια καταδίκη, συμπεριλαμβανομένων των δολοφόνων του Τορετζάνι), ενώ του αποδόθηκε η φυσική αυτουργία σε δύο φόνους, η συμμετοχή σε άλλες δύο, κάποιοι τραυματισμοί και καμιά εβδομηνταριά ληστείες (δηλαδή ολόκληρη η δραστηριότητα των ΕΠΚ). Αυτό ήταν και είναι αποδεκτό για την ιταλική νομοθεσία, αλλά δεν είναι για τη νομοθεσία άλλων χωρών που, εμποδίζοντας την καταδίκη ερήμην, επιβάλλει την επανάληψη της δίκης όταν συλληφθεί ο φυγόδικος. Όμως ο Μπατίστι υπέγραψε το πληρεξούσιο που ανέθετε την υπόθεσή του στους δικηγόρους του, οι οποίοι τον εκπροσώπησαν ενώ αυτός φυγοδικούσε. Φάνηκε ευρέως, ακόμη και από εμπειρογνώμονες που επιλέχθηκαν από το παρισινό δικαστήριο, ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε (έστω και για καλό σκοπό). Το πληρεξούσιο συντάχθηκε το 1981 και είχε κενό στη θέση της υπογραφής. Ο Μπατίστι υποστηρίζει την αθωότητά του, πέρα από ελάσσονα περιστατικά που αποδίδονται στους ΕΠΚ, χωρίς να παρουσιάζει κάποια απόδειξη. Μα ο Μπατίστι δεν οφείλει να αποδείξει τίποτα! Η υποχρέωση της απόδειξης βαρύνει αυτούς που τον κατηγορούν. Όσον αφορά την ουσία της ερώτησης, ας προσπαθήσουμε να ανακεφαλαιώσουμε: 1) έχουμε μια δικαστική έρευνα που περιλαμβάνει ομολογίες αποσπασμένες με βίαιες μεθόδους˙ 2) έχουμε μια σειρά καταθέσεων από άτομα ανίκανα για κάτι τέτοιο είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω νοητικής κατάστασης˙ 3) έχουμε μια ποινή υπερβολικά αυστηρή˙ 4) έχουμε μια επιβάρυνση αυτής της ποινής, που οφείλεται στην καθυστερημένη εμφάνιση ενός «μετανιωμένου», ο οποίος προβαίνει σε κατηγορίες ολοένα και περισσότερο σοβαρές και γενικευμένες. Και όλα αυτά σε ένα κανονιστικό πλαίσιο επιβαρυντικό και με στόχο την ταχεία κατάπνιξη μιας κοινωνικής αναταραχής ευρέως φάσματος, που ξεπερνούσε τις ατομικές περιπτώσεις. Αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της αριστεράς υποστήριξε έναν δικαστή όπως ο Αρμάντο Σπατάρο, όπως και την έκδοση και του Μπατίστι. Αυτό είναι πρόβλημα της αριστεράς. Ισχύει άλλωστε και για άλλους δικαστές, όχι μόνο για τον Σπατάρο, οι οποίοι ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της καταστολής των κινημάτων τη δεκαετία του ’70 και τα πρώτα χρόνια αυτής του ’80, αρκεί να σκεφτούμε τις υποθέσεις του Αντριάνο Σόφρι και της Σίλβια Μπαραλντίνι. Φανταζόμαστε –ή μάλλον ελπίζουμε– πως ουκ ολίγοι εκπρόσωποι της «αριστεράς» (ας την πούμε έτσι) θα έμεναν ολίγον τι συγχυσμένοι αν γνώριζαν όλα αυτά. Για να μη μιλήσουμε για την «ξαφνική αδιαθεσία» στην οποία απέδωσε τον θάνατο του Τζουζέπε Πινέλι ο Τζεράρντο ντ’Αμπρόζιο. Ή για τον εξοστρακισμό της σφαίρας που σκότωσε τον Κάρλο Τζουλιάνι πάνω σε μια ιπτάμενη πέτρα. Η δυσφήμηση των δικαστών έχει σαν αντίβαρο τον καθαγιασμό τους. Να σημειώσουμε ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι δεν έδειξε ποτέ σημάδια μετάνοιας. Το σύγχρονο δίκαιο –το έχουμε ήδη πει– καταστέλλει την παράνομη συμπεριφορά και αγνοεί τις ατομική συνείδηση. Αξιώνει κάθε είδους μετάνοια, όπως ο Τορκουεμάδα ή ο Βισίνσκι. Η απόρριψη εκ μέρους του Μπατίστι της υπόθεσης του ένοπλου αγώνα παρουσιάζεται στα μυθιστορήματά του Le cargo sentimental και Ma cavale, που δεν έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά. Όντας συγγραφέας, εκφράζεται μέσω της συγγραφής. Ενθουσιάστηκε όταν, στη Γαλλία, αφέθηκε προς στιγμή ελεύθερος. Θα το έκανε οποιοσδήποτε. Σαν τέλειος κακός, διέφυγε την έκδοση και πήγε στη Βραζιλία, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ζει στην Κοπακαμπάνα. Όποιος γνωρίζει την Κοπακαμπάνα, ξέρει ότι πέρα από την παραλία και τα ξενοδοχεία, υπάρχουν λαϊκές γειτονιές. Εκεί μένει ο Μπατίστι. Αλλά επιτέλους τέλος με αυτές τις μαλακίες. Ο Μπατίστι ήταν ότι γουστάρετε, εκτός από ένα πράγμα: δεν υπήρξε ποτέ πλούσιος. Δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής στα σαλόνια όπως λένε τα παραμύθια του «Panorama». Ήταν θυρωρός της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε. Πήγαινε μια στις τόσες για καφέ στο μπαρ που είχαν μετανάστες κάτω από το σπίτι του. Ο Αρμάντο Σπατάρο λέει, στο άρθρο της εφημερίδας στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ότι ο Μπατίστι δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός εγκληματίας, αλλά ένας εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, με ροπή στο χρήμα. Ο Σπατάρο αναφέρεται στη διαδρομή του Μπατίστι πριν την πολιτικοποίησή του, όταν ήταν ένας απλός παράνομος της επαρχίας. Καμία από τις ενέργειες που του αποδίδονται σαν «τρομοκράτη», πραγματικές ή ψεύτικες, δεν είχε σαν σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό. Ο Μπατίστι ήταν μέλος των ένοπλων συνιστωσών εκείνης που αποκαλούνταν «εργατική αυτονομία». Το ξέρουν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Σπατάρο. Η άρνηση της πολιτικής φύσης των πράξεών του προκειμένου να δεχτεί η βραζιλιάνικη κυβέρνηση να τον εκδώσει, είναι το πιο κολοσσιαίο ψέμα στην υπόθεση Μπατίστι. Ένας κοινός εγκληματίας δεν ομολογεί την ένταξή του στους «Ένοπλους Προλετάριους για τον Κομμουνισμό». Άλλωστε, οι φασίστες, οι παραφασίστες, οι μεταφασίστες της σημερινής Ιταλίας τονίζουν συνεχώς σαν επιβαρυντικό στοιχείο την «κομμουνιστική» του άποψη. Ενώ οι τέως κομμουνιστές εκδηλώνουν απέναντι στον Μπατίστι έναν αντίστοιχο τρόμο, δεδομένου ότι ενσαρκώνει τις ιδέες που έχουν απαρνηθεί. Δεν υπήρξε ποτέ από την εποχή του Βαλπρέντα και μέχρι σήμερα, πιο «πολιτική» υπόθεση. Δεν μπορεί να λυθεί έτσι, με μια σύλληψη, ένα πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο. Ακριβώς. Δεν μπορεί να λυθεί έτσι το γενικότερο πρόβλημα της εξόδου, για τα καλά, από το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με τις δικαστικές πλάνες που εισήγαγε στην ιταλική τάξη πραγμάτων. Αλλά αυτό μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο άλλων FAQ, που δεν εξετάσαμε στην παρούσα περίπτωση. Όσον αφορά τους κατήγορους, που κραυγάζουν με όλη τη δύναμη της φωνής τους «δώστε μας τον δολοφόνο!», ας ρίξουν μια ματιά στα δικά τους χέρια. Είναι γεμάτα αίμα. Έχουν χειροκροτήσει λίγο απ’ όλα, ξεκινώντας από τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου και φτάνοντας στις σφαγές στον Λίβανο και την Γκάζα. Έχουν κοκκινίσει τα χέρια τους από το χειροκρότημα των «ανθρωπιστικών αποστολών», που καταλήγουν σε σφαγές. Έχουν ανοίξει τον δρόμο στην κοινωνική εξαφάνιση αδύναμων υποκειμένων, στην αγορά εργασίας. Πραγματικά σήμερα, οι «εχθροί της ανθρωπότητας» αποκαλούνται Μπατίστι ή Πετρέλα; Δημοσιεύτηκε στον δικτυακό τόπο Carmillaonline, στις 30/1/2009.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ο Τελευταίος Πυροβολισμός - Cesare Battisti

Η υπαρξιακή διαδρομή ενός «κοινού εγκληματία» μέσα σε μια ένοπλη ομάδα του χώρου της εργατικής αυτονομίας στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η μοίρα ενός τμήματος μιας γενιάς εγκλωβισμένης στη φωτιά του ένοπλου αγώνα. Μια αφήγηση χωρίς ιδεολογικές δικαιολογίες, μ’ έναν ρυθμό επιταχυνόμενο και εναλλασσόμενο όπως ταιριάζει στα καλύτερα noir της δράσης. Ένα σπιράλ κινήσεων, ολοένα και πιο απελπισμένων, εξηγεί τους λόγους για επιλογές τόσο ριζικές, ώστε τελικά να γίνεται αποδεκτός μέχρι και ο θάνατος εδώ και τώρα. Ένα μυθιστόρημα ξερό και κοφτερό, χρήσιμο προκειμένου να καταλάβουμε τις αιτίες της πολύ σημαντικής αλλά και ταυτόχρονα πικρής κοινωνικής ρήξης που συνέβη στην Ιταλία (και όχι μόνο) εκείνη την τρομερή δεκαετία. Ο Τσέζαρε Μπατίστι, μαχητής των Ένοπλων Προλετάριων για τον Κομμουνισμό, συνελήφθη το 1979. Μετά από δύο χρόνια, με μια θεαματική επιχείρηση των συντρόφων του, απέδρασε από τη φυλακή. Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια. Περιπλανήθηκε σε Μεξικό και Παρίσι και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους συγγραφείς noir, ενώ παράλληλα έκανε διάφορες άλλες δουλειές. Όταν η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να τον εκδώσει στην Ιταλία, κατέφυγε στη Βραζιλία, όπου μετά από δίχρονη φυλάκιση, πήρε πολιτικό άσυλο, γεγονός που διατάραξε σοβαρά τις ιταλοβραζιλιανικές σχέσεις. Σήμερα ζει ελεύθερος στη Βραζιλία, πάντοτε ενεργός στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και ονειρευόμενος μια καλύτερη ζωή για όλες και όλους.