Σελίδες

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Toni Negri ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ


1. Πιστεύω ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη συμφωνία μεταξύ όλων ημών που θεωρούμε χωρίς επιστροφή την τροποποίηση των θεσμών της παραγωγής, η οποία καθορίστηκε συνεπεία του μετασχηματισμού της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της διάταξης της κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σ’ αυτή την προοπτική, αναλύοντας τα πράγματα από μια ευρωπαϊκή σκοπιά, αλλά και απ’ αυτή των πιο αναπτυγμένων χωρών σ’ εκείνον που κάποτε αποκαλούνταν τρίτος κόσμος, μπορούμε να θεωρήσουμε αποφασιστική μια σειρά φαινομένων που ξεκινούν από την αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και φτάνουν στη σχετική μείωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην ίδια την παραγωγή, από τον προσδιορισμό των νέων αλληλουχιών στη διαμόρφωση της υπεραξίας και του κέρδους στον εντοπισμό των νέων μορφών κυριαρχίας (εγκατεστημένων κυρίως στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), από τον βιοπολιτικό επαναπροσδιορισμό της παραγωγικής εργασίας στην επιβολή της νέας ηγεμονικής τάσης της γνωστικής ή/και άυλης εργασίας. Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν συνέπεια της εξέλιξης των εργατικών αγώνων: αυτοί προκάλεσαν μια καπιταλιστική απάντηση που, αν από τη μια πλευρά οικοδόμησε νέες τεχνολογίες και νέες μορφές ελέγχου της εργασίας, από την άλλη διεύρυνε την προσταγή στην κυκλοφορία της αξίας πολύ πέρα από τις φορντιστικές εθνικές δομές πειθάρχησης αυτής καθαυτής της εργασίας. Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η εργατική πρωτοβουλία πρέπει σήμερα να ανασυγκροτηθεί και αυτό είναι το θέμα που προτείνουμε: τι σημαίνει εργατικός αγώνας στη μεταμοντερνικότητα; Και συνεπώς πώς βλέπουμε, σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, τη λειτουργία του συνδικάτου; Πράγματι, ίσως οι διάφορες μορφές που είχε πάρει τον 19ο και τον 20ο αιώνα η συνδικαλιστική δράση και οργάνωση, να πρέπει να επανεκτιμηθούν. Και αν είναι άμεσα προφανές ότι η σοσιαλιστική ιδέα του συνδικάτου σαν «ιμάντα μεταβίβασης» του κόμματος ή η αναρχοσυνδικαλιστική ιδέα ενός συνδικάτου οργανωτή της εργατικής δύναμης («ανεξάρτητη μεταβλητή» από κάθε άλλη πολιτική ή/και θεσμική συνθήκη) έχουν παραγάγει μορφές που μοιάζουν άχρηστες, για να μην πούμε απαρχαιωμένες, γενικότερα, αυτό που σήμερα εμφανίζεται να βρίσκεται σε κρίση είναι δίχως άλλο η σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατικών αγώνων και της νέας υποκειμενικότητας της εργατικής δύναμης. Μπροστά στα νέα χαρακτηριστικά της εργασίας, μπορούμε να φανταστούμε ένα συνδικάτο που θα κινείται στο κοινωνικό πεδίο, εννοούμενο ως κύριο πεδίο του ταξικού αγώνα; Ένα συνδικάτο που θα αρνείται κάθε αποκλειστικό επαγγελματικό ή κορπορατιστικό δεσμό με κάποιους κλάδους της εργατικής τάξης, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι μ’ αυτή τη μορφή δεν μπορεί πλέον να υλοποιήσει το σχέδιο του για τη χειραφέτηση της εργασίας;
2.
Πριν εμβαθύνουμε σ’ αυτό το ζήτημα και προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τη μορφή του συνδικάτου, πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι πέρα από τις εποχιακές μεταμορφώσεις που περιγράψαμε, ακόμη και η έννοια και η παραδοσιακή πρακτική της κυβέρνησης περνούν κρίση. Στις συντακτικές δομές του 19ου και του 20ου αιώνα, η κεντρικότητα της λειτουργίας της κυβέρνησης του κράτους συνοδευόταν από ενός είδους μονοπώλιο στην άσκηση της υπέρτατης εξουσίας. Η συνεπαγόμενη δικαιική τάξη συγκροτούνταν στη βάση ενός κάθετου μοντέλου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, το οποίο εφαρμοζόταν με γραμμικό τρόπο. Σήμερα, στη νέα ιεραρχία των παγκόσμιων σχέσεων και μπροστά στην κινητικότητα και την ευελιξία της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, εκείνη η μορφή της κυβέρνησης για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, δεν έχει πια τη δυνατότητα να ασκηθεί με αποτελεσματικότητα. Οι συνταγματολόγοι ολοένα και περισσότερο μιλούν για το πέρασμα από εκείνη την παραδοσιακή μορφή της κυβέρνησης σε νέες δομές και/ή λειτουργίες «διακυβέρνησης» [governance]. Μ’ αυτό εννοείται ότι οι εκτελεστικές μεσολαβήσεις της νομοθετικής λειτουργίας, δηλαδή της έκφρασης της λαϊκής βούλησης, δεν είναι πλέον καθέτως ερμηνευόμενες ούτε γραμμικώς εφαρμόσιμες: η εκτέλεση των νόμων, και ήδη πιο πριν η εξέλιξη των συμφωνιών και γενικά η παραγωγή των κανόνων, οφείλουν να συγκροτούνται κατά τρόπο ολοένα και πιο δικονομικό και να υπόκεινται σε διαδικασίες συναίνεσης, προκειμένου να μην εκτεθούν στην κοινωνική σύγκρουση και στην πολιτική αποσταθεροποίηση. Οι λογικές της κυβέρνησης και του ελέγχου τείνουν, προφανώς, να ξεφύγουν από τέτοιους περιορισμούς, δραπετεύοντας προς επίπεδα νομιμοποίησης ολοένα και πιο υπερβατικά και αφηρημένα, προσβλέποντας ενίοτε σ’ έναν παγκόσμιο ορίζοντα· αντιθέτως, οι βιομηχανικές και πειθαρχικές λογικές περιορίζονται (χωρίς τη δυνατότητα οδού διαφυγής) σε συνεχείς και κουραστικές κινήσεις συμβιβασμού, μεσολάβησης και διαρκώς καινούργιου σχεδιασμού. Αυτά τα νέα καθεστώτα «διακυβέρνησης» δεν αφορούν μόνο τη βιομηχανία, αλλά επίσης τον αγροτικό τομέα κι αυτόν των υπηρεσιών, και κυρίως εκείνο το χρηματιστικό πλαίσιο στο οποίο συγκεντρώνεται και συσσωρεύεται ολοένα και περισσότερο η δύναμη για τη λήψη των αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση η «διακυβέρνηση» είναι ανοιχτή, προς τα πάνω, σε μια σειρά σχέσεων που συνδέουν τους κυβερνητικούς προσανατολισμούς με τις μεγάλες χρηματιστικές και/ή νομισματικές διαστάσεις· προς τα κάτω, η «διακυβέρνηση» είναι ανοιχτή στην κινητικότητα και την ευελιξία των συναντήσεων και των κοινωνικών συμφωνιών, σε κάθε περίπτωση είναι ανοιχτή σε μια διαρκή συγκρουσιακότητα.

3. Αφότου οριστεί αυτό το πλαίσιο, στο οποίο, όπως έχουμε δει, φαίνεται να παγιώνεται μια συγκεκριμένη συμφωνία κινδυνεύουμε ωστόσο να βρεθούμε σε ασυμφωνία εφόσον αναρωτηθούμε πού βρίσκεται το συνδικάτο σ’ αυτές τις νέες συνθήκες. Αν κοιτάξουμε τις λύσεις που προτείνονται, μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχουν δύο μορφές που αντιτίθενται ιδεατά: Α, το συνδικάτο ως καθαρή μορφή συμβασιακής αντιπροσώπευσης παγιωμένων εργατικών οργανισμών: είναι το μοντέλο του βορειοαμερικανικού συνδικάτου· Β, το συνδικάτο ως διαδικασία κοινωνικής αντιπροσώπευσης και συνεπώς ως εκείνο το σύνολο των κινημάτων που προτάσσονται σαν αντιπρόσωποι ολόκληρης της κοινωνίας, σαν συντελεστές στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις σε κοινωνικό επίπεδο, σαν εγγυητές του Κράτους Πρόνοιας και του εισοδήματος του πολίτη. Είναι το μοντέλο που εμφανίζεται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Ως εκ τούτου, στην πρώτη περίπτωση το συνδικάτο τοποθετείται στο εσωτερικό της «διακυβέρνησης» ως μερική λειτουργία της, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως λειτουργία που τείνει να γίνει παγκόσμια. Προσοχή: πιστεύουμε ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη αμφότερες τις θέσεις (και πραγματικά αυτό κάνουμε όταν τις εκλαμβάνουμε όχι σαν ιδεατά αντιτιθέμενους τύπους, αλλά ως στοιχεία μιας πάντοτε πιθανής σύνθεσης, ιστορικά προσδιορισμένης και τροποποιημένης). Αυτό που έχει σημασία δεν είναι να υιοθετήσουμε αυτούς τους ορισμούς κατά τρόπο ιδεολογικό ή σεχταριστικό: το συνδικάτο ως καθαρό «λόμπι» ή το συνδικάτο ως καθαρό «κίνημα». Στη διαπλοκή τους, αυτές οι λειτουργίες εξαρτώνται από τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων που παγιώθηκε από τους μεγάλους αγώνες (δημοκρατικούς ή επαναστατικούς) για τη διανομή του πλούτου και την οργάνωση του «welfare». Επιμένουμε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι θέσεις είναι αμφότερες χρήσιμες (γιατί το συνδικάτο σαν «λόμπι» έχει συχνά την ικανότητα να αποσταθεροποιεί το μισθολογικό καθεστώς της καπιταλιστικής παραγωγής, ενώ το συνδικάτο σαν «κίνημα» έχει την ικανότητα να αποδομεί το σύνολο των σχέσεων προσταγής και συνεπώς, για να το πούμε έτσι, έχει την ικανότητα να ανοίγει δρόμο στην «οικοδόμηση του κοινού»!). Στις σημερινές συνθήκες, χαρακτηριζόμενες από τη «συνδυασμένη διάταξη» μεταξύ της κρίσης της αντιπροσώπευσης και της εμφάνισης της «διακυβέρνησης», αμφότεροι οι ορισμοί του συνδικάτου προσφέρουν βάσιμες πιθανότητες δράσης με τη χειραφετητική έννοια. Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι να καταγράψουμε αυτή την ποικιλία λειτουργιών και να καταφέρουμε να υπάρξει οποιουδήποτε τύπου σύνθεσή τους: είναι μάλλον αυτό της κατανόησης του πώς αυτές οι διαφορετικές δυνάμεις μπορούν να παίξουν στο εσωτερικό του συσχετισμού δυνάμεων που συγκροτούν σήμερα τα καθεστώτα της εκμετάλλευσης στην οργάνωση του κοινωνικού, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στη ρήξη των ισορροπιών εξουσίας που συγκροτούν την καπιταλιστική κυριαρχία. Ένα μόνο παράδειγμα αρκεί σε σχέση μ’ αυτό. Ιδιαιτέρως αποτελεσματική απεδείχθη η κάλυψη που έδωσε το παραδοσιακό κορπορατιστικό συνδικάτο (στο υπό συζήτηση θέμα το γαλλικό «λόμπι» γνωστό με το όνομα CGT) στο κίνημα των φοιτητών και των banlieusards στην πρόσφατη φάση των ταξικών αγώνων στη Γαλλία. Το κορπορατιστικό συνδικάτο δεν προσπάθησε να περικλείσει το κίνημα στο δικό του οργανωτικό δίκτυο, δεν προσπάθησε να το εγκλωβίσει στις λειτουργίες της μεσολάβησης που φυσιολογικά το κορπορατιστικό συνδικάτο αναλαμβάνει στις διαδικασίες της «διακυβέρνησης»: αντιθέτως, επέτρεψε στα κινήματα να κινηθούν, αφήνοντας ανοιχτή την κοινωνική τους δύναμη. Η πολιτική πρόθεση του «λόμπι» CGT δεν ήταν να επαναφέρει το κίνημα στις συνδικαλιστικές λειτουργίες, να συμπιέσει το ένα με το άλλο, αλλά μάλλον να επιτρέψει και να επισπεύσει, πολιτικά, μια άρθρωση μεταξύ πλήθους και κυβέρνησης. Σίγουρα, το συνδικάτο θα μπορούσε να δράσει θετικά μ’ έναν άλλο τρόπο αλλά, όπως τόσες άλλες φορές έχουμε δει, το «λόμπι» θα μπορούσε να δράσει και αρνητικά, με κατασταλτικό τρόπο.

4. Αν το πρόβλημα του συνδικάτου στη «διακυβέρνηση» δεν είναι αυτό της σύνθεσης αλλά του ανοίγματος, σε διαρκή ανανέωση μέσα από τους αγώνες, προσπαθούμε να συλλάβουμε και να ορίσουμε καλύτερα τη δυαδικότητα της συνδικαλιστικής λειτουργίας (σαν «λόμπι» και σαν «κίνημα») στη σημερινή φάση, να περιγράψουμε δηλαδή με ποιον τρόπο αμφότερες αυτές οι λειτουργίες μπορούν να παίξουν είτε σε άμεση σχέση με την κυβέρνηση (στην κοινωνική «διακυβέρνηση») είτε στην παγκόσμια σχέση με τις δομές των υπερεθνικών προσταγών. Διατηρώντας αυτή τη δυαδικότητα του «λόμπι» και του «κινήματος» (υποθέτοντας ότι μπορεί πάντοτε να ζει και αρθρώνεται αποτελεσματικά), νομίζουμε ότι το συνδικάτο μπορεί να λειτουργήσει ως μια τριπλή συσκευή: κατά πρώτον για να ερμηνεύσει και να αναγνωρίσει το χειραφετητικό κίνημα, κατά δεύτερον για να το παρουσιάσει (ενδεχομένως) ως υπερασπιστή μιας κοινής προοπτικής σε σχέση με τα κορπορατιστικά και κινηματικά συμφέροντα, και κατά τρίτον ως πολιτικός κατασκευαστής μιας νέας τάξης του πλήθους. Υπονοούμε πάντοτε, όταν μιλάμε μ’ αυτούς τους όρους, το συνδικάτο στη διπλή του λειτουργία σαν κορπορατιστικό «λόμπι» και σαν κοινωνικό «κίνημα», αντιλαμβανόμενοι πλήρως ότι καμιά απ’ αυτές τις δύο λειτουργίες δεν μπορεί εύκολα είτε να παραβλεφθεί είτε να ξεπεραστεί: όμως μπορούν να λειτουργήσουν μαζί αν ακριβώς εκφραστεί, την κατάλληλη στιγμή, η συμπληρωματικότητά τους. Να το πούμε καλύτερα: το συνδικάτο σαν «λόμπι» είναι αναγκαίο στο κεφάλαιο, το συνδικάτο σαν «κίνημα» είναι αναγκαίο στην υποκειμενικότητα της κοινωνικής εργατικής δύναμης. Το συνδικάτο λειτουργεί εφόσον δραστηριοποιεί τις δυνάμεις του αναφορικά μ’ έναν τελικό στόχο: τη χειραφέτηση του προλεταριάτου.

5. Αυτού λεχθέντος: αν, συνεπώς, σε μια στιγμή ανατρεπτικής έκφρασης του πλήθους, το συνδικάτο παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως λειτουργία της κορπορατιστικής αντιεξουσίας και ως κοινωνική συντακτική δύναμη, πώς αρθρώνονται αυτές οι δύο πλευρές; Τι είναι αυτό που θα μας επιτρέψει να σκεφτούμε ότι η κορπορατιστική λειτουργία, του «λόμπι», της κοινωνικής αντιεξουσίας, μπορεί να παράγει μια συντακτική εξουσία; Τι θα μας κάνει να πούμε ότι η κορπορατιστική αντιεξουσία και μια συντακτική εξουσία μπορούν να αντιπροσωπεύσουν μια προοδευτική άρθρωση της δράσης των κοινωνικών δυνάμεων και να καθορίσουν, μέσω αυτής της προόδου, ένα πραγματικό πέρασμα προς τα μπρος για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας; Προφανώς είναι δυνατόν να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο μονάχα αν εκλάβουμε τη σχέση μεταξύ αυτών των δυνάμεων με όρους διαφορετικότητας, δηλαδή ρήξης με την εξουσία. Οφείλουμε προκαταβολικώς να δεχθούμε ότι οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλεύομενοι δεν αποκαλούν με το ίδιο όνομα την εξουσία. Μόνο αλλάζοντας το όνομα της εξουσίας μπορεί να υπάρξει λύση σ’ ένα πρόβλημα, που σε διαφορετική περίπτωση μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου! Από τον συνδικαλισμό των ομοιοεπαγγελματικών κατηγοριών στην ακόμη πιο σφιχτή κοινωνική συνεργασία των κινημάτων της παραγωγής του κοινού: μπορεί να υπάρξει αυτή η δημιουργική σχέση εφόσον καταλάβουμε πώς ο ορισμός των βιοπολιτικών κοινωνικών κινημάτων αντιτίθεται (διαφέρει) από τη βιοεξουσία και τις δομές της. Ας εξηγηθούμε καλύτερα. Το συνδικάτο ζει σήμερα στο εσωτερικό μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο. Αν, ωστόσο, αποδεχτούμε κατά τρόπο άκαμπτο αυτόν τον ορίζοντα, δεν μπορούμε πλέον να συλλάβουμε έναν χώρο σύνταξης και κοινωνικού μετασχηματισμού ανοιχτό στη δράση των πληθών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η έννοια της εξουσίας που εκφράζει το συνδικάτο, θα έμοιαζε καθ’ όλα αντίστοιχη, δηλαδή στην ουσία θα ταυτιζόταν, με την έννοια της εξουσίας και τα κανονιστικά περιεχόμενα που το καπιταλιστικό κράτος επιβάλλει στην κοινωνία. Συνεπώς, λοιπόν, το πρώτο μας πρόβλημα είναι να μετακινήσουμε, να αρθρώσουμε εκ νέου, να εκδιώξουμε αυτή την παγκοσμιότητα της βιοεξουσίας και, συνεπώς, να διακριβώσουμε σε βιοπολιτικό επίπεδο μια αντίσταση και μια προοπτική ρήξης πάντοτε ανοιχτές. Οι τρεις δυνάμεις της «αναγνώρισης», του «σχεδίου» και της «σύνταξης» που προηγουμένως επισημάναμε θεωρητικά ως χαρακτηριστικά του συνδικάτου στις σημερινές συνθήκες, πρέπει τώρα να τύχουν νέας επεξεργασίας, προκειμένου να διακριβωθεί το πεδίο στο οποίο εκφράζεται η βιοπολιτική αντίσταση των κινημάτων. Το να αντιτάξεις στη βιοπολιτική εξουσία τον βιοπολιτικό ιστό σημαίνει στην πραγματικότητα να αντιτάξεις στην προσταγή και στη δομή του κεφαλαίου και του κράτους του το κίνημα και τη δυναμική της συντακτικής εξουσίας. Το ενδιαφέρον μας θα εστιαστεί στον προσδιορισμό μιας «διαδικασίας μετάβασης» που θα επιτρέψει να εξαλειφθούν οι κορπορατιστικές λειτουργίες του συνδικάτου μέσα σε μια προοδευτικά ολοένα και πιο αποτελεσματική έκφραση των κινημάτων, αλλά και στο να φανταστούμε πώς η άσκηση της αντιεξουσίας οδηγεί στη συντακτική εξουσία, πώς η αποδοχή μιας ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας οδηγεί στην παραγωγή μιας νέας υποκειμενικότητας, πώς οι διαδικασίες της χειραφέτησης από τον μισθό οδηγούν στην οργάνωση της απελευθέρωσης. Δεν πρόκειται για κάτι διαφορετικό από εκείνο που ο παλιός –αλλά και πάντοτε νέος– Γκράμσι υποδείκνυε ως το πέρασμα από τους αγώνες των πρωτοποριών στην κοινωνική ηγεμονία του προλεταριάτου.

6. Για να δώσουμε και πάλι ένα παράδειγμα της λειτουργίας του συνδικάτου στη σημερινή μεταβατική περίοδο, θα αναφερθούμε στους γαλλικούς αγώνες μεταξύ 2005 και 2006. Αυτοί οι αγώνες χαρακτηρίστηκαν από μια βαθιά, στενή σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών και εδαφικών αγώνων, μεταξύ των συνδικαλιστικών και μητροπολιτικών αγώνων. Όπως είναι γνωστό, οι αγώνες ξεκίνησαν σ’ εκείνες τις περιφέρειες (les banlieues) όπου η φορντιστική εργατική τάξη κλείστηκε σ’ ένα γκέτο προκειμένου να εξισορροπηθεί η κρίση της παραδοσιακής εκβιομηχάνισης και όπου ο παλιός εγκλεισμός στις παραγωγικές διαδικασίες (οργανωμένες με φορντιστικούς όρους και τώρα πια σε κρίση) τέλειωσε προκειμένου να γίνει κοινωνικός αποκλεισμός, απαρτχάιντ. Οι περιφέρειες έγιναν τόπος εξορίας. Και τότε ολόκληρη η δομή του κράτους άρχισε να λειτουργεί για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης κοινωνικού αποκλεισμού και ανεργίας: οι αποκλεισμένοι από την παραγωγή γίνονται «racaille», κοινωνικά απόβλητα. Όταν, εναντίον αυτής της θέλησης της βιοεξουσίας, ξεκινούν οι αγώνες, η προσπάθεια εκ μέρους του κράτους προκειμένου να απομονωθούν είναι άγρια: δεν είναι επιθυμητό αυτοί οι αγώνες να περάσουν από το επίπεδο της άμυνας και της επιβίωσης σ’ ένα επιθετικό και κινηματικό επίπεδο, δεν είναι επιθυμητό αυτοί οι αγώνες να διατυπώσουν κοινούς μηχανισμούς συντακτικής διαμαρτυρίας και να επεκταθούν σε άλλους κοινωνικούς τομείς της παραγωγικής εργασίας. Τι ηλιθιότητα των ελίτ της εξουσίας! Δεν έχουν καταλάβει ότι στα καθεστώτα του αναπτυγμένου καπιταλισμού δεν είναι πλέον δυνατό να κόβουν και να αποκλείουν ένα μέρος της κοινωνίας! Πράγματι, ολόκληρη η κοινωνία έχει καταστεί παραγωγική, και ακόμη περισσότερο, παραδόξως, είναι εκείνες οι γειτονιές, «οι εξορισμένες», όπου νέες βιοπολιτικές, ζωτικές, πολιτιστικές, άυλες συμπεριφορές συγκροτούνται ακατάπαυστα, μέσα στον πόνο, στην αβεβαιότητα της σχέσης μεταξύ εγκλεισμού και αποκλεισμού, αλλά και στη ζωτικότητα και τη φαντασία της νεολαίας και στην απελπισία της φτώχειας. Και είναι ακριβώς μέσω αυτής της διαδικασίας που οι αγώνες μεταφέρονται σε νέους τομείς της παραγωγικής, άυλης, διανοητικής, γνωστικής εργασίας, φτάνοντας μέχρι το κέντρο των μητροπόλεων. Είναι μέσω αυτών των ροών που συγκροτείται ένας νέος χώρος και ένας νέος χρόνος των αγώνων, όταν ακριβώς τα όρια, τα σχίσματα και οι παγιωμένες από τη βιοεξουσία κοινωνικές ρήξεις ανατρέπονται από τα βιοπολιτικά κινήματα. Το μεγάλο εγχείρημα του γαλλικού συνδικάτου συνίσταται στο πλησίασμα αυτών των διαδικασιών και στη σύλληψη της δύναμης αυτού του περάσματος. Σίγουρα, εμείς δεν ξεχνάμε πόσο το γαλλικό συνδικάτο είναι ενίοτε συντηρητικό και κορπορατιστικό. Αλλά δεν είναι τώρα η ώρα για να επιπλήξουμε το παρελθόν. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η ισχύς που έχουν αποκτήσει τα βιοπολιτικά κινήματα προκειμένου να υπερπηδήσουν και να ανατρέψουν κάθε ιδεολογικό φράχτη. Όλα αυτά συμβαίνουν λες και θα πρέπει να επαληθευθεί ένα χαρούμενο ένστικτο: σήμερα, πώς θα τα εντάξουμε όλα αυτά σ’ ένα πρόγραμμα, πώς θα τα κάνουμε μια συνεχή πρακτική που θα συνδέει στο βιοπολιτικό πεδίο τη χειραφέτηση των σωμάτων και την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό;

7. Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ κινημάτων και κυβέρνησης είναι ευρύτερο και βαθύτερο, πιο αντιφατικό και ριψοκίνδυνο απ’ ότι έχουμε πει μέχρι εδώ. Εμείς το ψάξαμε σε σχέση με το συνδικαλιστικό ζήτημα. Αλλά αυτό πρέπει να ειδωθεί γενικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα η κρίση του καπιταλιστικού κράτους είναι μη αντιστρέψιμη και ότι, αντιθέτως, τα κινήματα προεικονίζουν νέους τρόπους ζωής. Όμως η απόσταση που χωρίζει αυτές τις δύο δυναμικές είναι ακόμη μεγάλη… Αν ξαναδούμε όσα είπαμε μέχρι εδώ, δηλαδή το συνεχές άνοιγμα που πρέπει να υπάρξει στη χειραφετητική διαδικασία μεταξύ των λειτουργιών που βρίσκονται στο εσωτερικό της οργάνωσης του κράτους (για παράδειγμα το συνδικάτο σαν «λόμπι») και τις δυνατότητες που βρίσκονται έξω απ’ αυτή (το συνδικάτο σαν «κίνημα») μπορούμε με τον ίδιο τρόπο –σε μια κοινωνική πραγματικότητα επενδυμένη από την πολιτική και συνεπώς χαρακτηριζόμενη ως βιοπολιτική– να σκεφτούμε τον ανταγωνισμό μεταξύ του μέσα και του έξω ως χαρακτηριστικό κάθε τομέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, όταν αυτός εξετάζεται στο πλαίσιο του χειραφετητικού σχεδίου. Σύγχρονοι φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι προσπάθησαν να χαρακτηρίσουν και να αρθρώσουν αυτή τη σχέση μεταξύ μέσα και έξω ως σχέση μεταξύ ενότητας και διαφορών. «Χωρίς γη», «sans papiers», «χωρίς σπίτι», άνεργοι και «χωρίς μισθό», έγχρωμοι ή μιγάδες πληθυσμοί, γυναίκες φτωχές και υποταγμένες, και χίλιες άλλες δυο κατηγορίες πολιτών, οικονομικά και παραγωγικά υποκείμενα, συγκροτούν και αντιπροσωπεύουν αυτές τις διαφορές. Σήμερα, κάθε φορά που αυτές οι διαφορές παρουσιάζονται σαν μη αναγνωρισμένες και/ή αποκλεισμένες από εκείνες τις βιοεξουσίες που συγκροτούν τα έθνη, κάθε φορά που ο πληθυσμός είναι διαχωρισμένος ή ιεραρχημένος σύμφωνα με τις αυταρχικές διακρίσεις του χρώματος, της ηλικίας, του φύλου και/ή του επαγγέλματος, είναι εδώ που πρέπει να τεθεί το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη. Κατά τρόπο απολύτως ριζοσπαστικό και παίζοντας στο εσωτερικό αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης που έχει ήδη αποκαλύψει η συνδικαλιστική σχέση. Δεν θα είναι οι ψευδαισθήσεις περί συμμετοχής ούτε (μόνο) οι πράξεις θετικών διακρίσεων που θα μας επιτρέψουν να ξεπεράσουμε τις συνθήκες αποκλεισμού και εκμετάλλευσης. Μπορεί να τις εξασθενίσουν, ωστόσο σπανίως θα μπορέσουν να τις διαρρήξουν. Πώς μπορεί να σπάσει η σχέση ενότητας και διαφορών που καθορίζουν οι βιοεξουσίες; Πώς μπορεί να απελευθερωθεί αυτή η υψηλή ένταση απελευθέρωσης που εμφανίζεται ωστόσο στο εσωτερικό αυτών των σχέσεων; Εμείς πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια πολιτική χειραφέτησης αν οι δομές της αντιεξουσίας των εργαζομένων δεν ανοίξουν στην αναγνώριση και στην κοινότητα ενός συντακτικού σχεδίου με τις ομάδες των διαφορών. Σ’ αυτές τις τελευταίες, εν τέλει, εναπόκειται το καθήκον να αναγνωρίσουν τη διαφορά τους ως μια δύναμη που εμπλουτίζει την κοινωνία, αρνούμενες κάθε σχέδιο ταύτισης και κάθε ψευδή ώθηση προς το οικουμενικό. Κάθε μάχη για την ελευθερία είναι σήμερα δυνατή και καρποφόρα μόνο εφόσον οι διαφορές γίνουν αποδεκτές ως τέτοιες και το πλήθος αναγνωριστεί ως ένα σύνολο και συνεργασία των διαφορών.

Το κείμενο του Τόνι Νέγκρι δημοσιεύθηκε στην ιταλική επιθεώρηση Posse, Νοέμβρης 2006.