Σελίδες
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011
Βία: Ναι ή όχι - Γκύντερ Άντερς
Παρουσιάζουμε εδώ μέρος του τελευταίου κειμένου του σπουδαίου γερμανού διανοητή και ακτιβιστή Γκύντερ Άντερς, σχετικά με το κατά πόσο πρέπει να είμαστε υπέρ ή κατά της προσφυγής στη βία όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης και μιας άκρατης επιθετικότητας της κρατικής εξουσίας. Υπό μορφή σωκρατικού διαλόγου ο Άντερς αναλύει ένα ζήτημα που είναι διαρκώς επίκαιρο στις ετερόνομες κοινωνίες και μάλιστα σήμερα που φαίνεται πως πέφτουν και τα τελευταία προσχήματα της ολιγαρχικής δημοκρατίας. Ένας από του κορυφαίους αντιπάλους του ναζιστικού καθεστώτος υπερασπίζεται το δικαίωμα στην αντίσταση των ανθρώπων απέναντι στις αυθαιρεσίες των καθεστώτων δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι «είμαι υπέρ της αντιβίας, που αποκαλείται νόμιμη άμυνα».
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
Συνάντηση εκδόσεων ανατρεπτικού περιεχομένου
17:30 Ingrid Strobl, Αντάρτισσες ένοπλες γυναίκες ενάντια στον φασισμό στην Ευρώπη, 1936-1944 από τις εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου προβολή βίντεο
18:30 Θαβωρίτες, Τόμας Μίντσερ, Αναβαπτιστές. Αιρετική εξέγερση και κομμουνισμός στην κεντρική Ευρώπη του 15ου-16ου αιώνα, από τις εκδόσεις Anacara προβολή βίντεο Ο Τόμας Μίντσερ και ο Πόλεμος των Χωρικών
19:30 Amedeo Bertolo, Πέρα από τη Δημοκρατία: Αναρχία, από τις εκδόσεις Ευτοπία
20:30 Συζήτηση για την ιστορία, το παρόν και το μέλλον των κινηματικών εκδόσεων
Διοργάνωση: κινηματικά εκδοτικά εγχειρήματα
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011
ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΣΤΕΓΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ-ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.
Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθείς σε λίγες γραμμές σε μια ιστορία που κοντεύει τώρα πια να κλείσει 25 χρόνια (αν σκεφτούμε ότι η πρώτη κατάληψη στέγης-στέκι έγινε το 1981 στην Αθήνα, στην οδό Βαλτετσίου στα Εξάρχεια και καταλήψεις συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα, Βίλλα Αμαλίας Αχαρνών και Χέυδεν, Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, Στέκι Άνω Κάτω Πατησίων, Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Περιστερίου, κολεκτίβα “Λίλη”, Λέσχη Κατασκόπων στη Φερρών και Φυλής) και η οποία εν πολλοίς παραμένει άγνωστη ακόμη και σε αρκετούς από τους οποίους θα λέγαμε ότι έχουν «έννομο συμφέρον» να τη γνωρίζουν (και δεν εννοούμε βεβαίως αστυνομία και ιδιοκτήτες). Η ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει αρκετές πλευρές και σε σημαντικό βαθμό και τους ίδιους τους φορείς αυτών των εγχειρημάτων, που βάσει μιας ιδιόμορφης εκδοχής του «εδώ και τώρα», φαίνεται να αποκλείουν την ιστορική διάσταση της προσπάθειάς τους, θεωρώντας ίσως ότι η καταγραφή και η αποτίμηση συνιστούν στοιχεία ενηλικίωσης ενός κινήματος που αρνείται επίμονα να μεγαλώσει και συνεχώς θέλει να εμφανίζεται (και να είναι) νέο, δυναμικό, ακμαίο. Η ενηλικίωση παρόλα αυτά συμβαίνει, γι’ αυτό η γενεαλογία γίνεται απαραίτητη συνθήκη για περαιτέρω επεξεργασία και διερώτηση, ανίχνευση στόχων και προοπτικών, αλλά αυτά δεν αφορούν τον «πρόχειρο οδηγό» , έτσι σταματώ εδώ. Πάντως απ’ αυτή τη «νεανικότητα» θα ήθελα να ξεκινήσω, γιατί ακριβώς αυτή συμβαδίζει και με την καινοτομία ενός εγχειρήματος , που μέχρι τότε (δηλαδή το 1981) δεν το είχαμε ξαναδεί στην Ελλάδα. Η αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) ενταγμένη πλήρως σε μια λογική «λεγκαλισμού» μετά την ήττα του εμφυλίου, δεν διανοήθηκε ποτέ να περάσει σε «παράνομες» πρακτικές αγώνα που αφορούν ζητήματα της καθημερινής ζωής (στη συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με τη στέγαση, που στην Αθήνα μετεμφυλιακά το πρόβλημα ήταν ιδιαιτέρως οξυμένο και ουσιαστικά λύθηκε μέσα από τον «θεσμό» της αντιπαροχής) και έπρεπε να έρθει μια νέα αντίληψη της πολιτικής που την υπερέβαινε από τα αριστερά της (και σχηματικά θα την ονομάσουμε αναρχική-αυτόνομη) για να μπουν τέτοια ζητήματα στην ημερησία διάταξη. Αυτή η αντίληψη που έλκει την καταγωγή της από τον Μάη του ’68 και συνδέεται άμεσα με τα κινήματα της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, πρωτοεμφανίζεται κεντρικά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 και κάνει την πλέον δυναμική της παρουσία στις καταλήψεις των πανεπιστημίων με αφορμή τον ν.815 στα τέλη του 1979. Μιλάμε για τους περίφημους «αναρχοαυτόνομους», οι οποίοι υφίστανται συντριπτική ήττα στο Πολυτεχνείο του 1980, όταν η «ουρά των 10000 προβοκατόρων» αδυνατεί να απαντήσει ουσιαστικά στις δολοφονίες της αστυνομίας και στην καταστολή του ΚΚΕ. Ένα τμήμα αυτού του χώρου σκέφτεται (περισσότερο συναισθάνεται παρά σκέφτεται με την έννοια ενός συγκεκριμένου υπολογισμού) πως πέρα από τη σύγκρουση στο δρόμο τη δεδομένη στιγμή, υπάρχουν και οι υπόλοιπες στιγμές της καθημερινότητας μέσα στον ιστό της μητρόπολης, που δεν μπορούμε να τις περνάμε στην αδράνεια κι έτσι αποφασίζει να περάσει το κατώφλι και να προχωρήσει στο δικό της «Σέργουντ», στα Εξάρχεια, στο στήσιμο ενός πολιτικο-πολιτιστικού οχυρού: η κατάληψη της οδού Βαλτετσίου δεν θα κρατήσει πολύ, θα κατασταλεί σκληρά από την αστυνομία, αλλά θα αποτελέσει παρακαταθήκη για το μέλλον. Αφού κάναμε το πρώτο βήμα, μπορούμε κάτι ανάλογο και στο μέλλον, γιατί όχι. Βέβαια το επόμενο εγχείρημα θα αργήσει μερικά χρόνια (πρόκειται για το κτίριο της Χ. Τρικούπη το 1985), όμως σημασία έχει ότι η λογική της αυτοδιεύθυνσης της καθημερινότητας έχει περάσει στην ημερησία διάταξη αυτού του κοινωνικο-πολιτικού χώρου, δεν αποτελεί πλέον απλό σύνθημα, γίνεται και πράξη. Άλλωστε, μπορεί με μια έννοια να προβληθεί και στην υπόλοιπη κοινωνία: πάρτε τη ζωή σας στα χέρια σας, ξεκινώντας από την κάλυψη μιας από τις βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου: το σπίτι. Το διάστημα 1984-1989 είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον χώρο της αντιεξουσίας: στο Κάραβελ τον Δεκέμβρη του 1984, σημαντικός αριθμός των διαδηλωτών του αναρχικού μπλοκ συγκρούεται σώμα με σώμα με την αστυνομία, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο ρεβάνς για το ’80. Ολόκληρο το 1985 συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά, με αποκορύφωμα την κατάληψη του Χημείου την Άνοιξη και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη με τη δολοφονία Καλτεζά. Έχει διαμορφωθεί μια σκληροτράχηλη, σχιζο-μητροπολιτική προλεταριακή γενιά, που διεκδικεί την παρουσία της στο κέντρο της αναδυόμενης μητρόπολης μ’ έναν «άγριο» συγκρουσιακό τρόπο: ο βασικός της άξονας είναι η αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή που είχε ξεκινήσει με την «επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια, αλλά ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας νεολαίας (κάποιοι θα την ονομάσουν «άγρια») που δεν ενσωματώνεται στον σοσιαλδημοκρατικό χυλό, ο οποίος έχει αρχίσει να επιβάλλεται ποικιλοτρόπως. Έχει τη σημασία του το ότι αυτή η νεολαία ανεμίζει τη σημαία με το άλφα σε κύκλο και αναζητεί τις ιδεολογικές της αναφορές της τόσο στην κλασική θεωρία του αναρχισμού (σε μικρότερο βαθμό) όσο και στα πιο σύγχρονα ρεύματα που γεννήθηκαν μετά το 1968 (κυρίως την ιταλική εκδοχή της Αυτονομίας, αυτή της Γερμανίας, αλλά και το γαλλικό ρεύμα του σιτουασιονισμού) , όπως έχει τη σημασία του και το πολιτιστικό υπόβαθρο (κυρίως το μουσικό, με το πανκ και το χαρντκορ), αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ο ουσιαστικά καινοτόμος χαρακτήρας για την Ελλάδα αυτών των υποκειμενικοποιήσεων: η δεξιά τις κατατάσσει στην κλασσική «αλητεία» και ζητά την άμεση καταστολή τους προς υπεράσπιση της περιουσίας των νοικοκυραίων, η αριστερά τις εντάσσει χωρίς μεγάλο δισταγμό στους «προβοκάτορες», ενώ το ΠΑΣΟΚ κινείται ανάμεσα στην καταστολή και την ενσωμάτωση (που το καλοκαίρι του 1985 δείχνει τα όρια της στη συναυλία του υφυπουργείου Νέας Γενιάς στο Παναθηναϊκό στάδιο, όταν ξεσπούν συγκρούσεις με με τα ΜΑΤ, που σπεύδουν ασθμαίνοντα να επιβάλλουν την τάξη). Η μαζικότητα αυτού του ρεύματος δεν είναι μεγάλη, όμως ο δυναμικός χαρακτήρας του και κυρίως η επιμονή του να δρα στο κέντρο της μητρόπολης (χωρίς πάντως ποτέ να διαβεί τα όρια και να εισβάλλει στο μπουρζουάδικο Κολωνάκι) το καθιστά σημαντικό παράγοντα εξελίξεων, ενώ η ουσιαστική εξαφάνιση της άκρας αριστεράς το αναδεικνύει και στον πιο ουσιαστικό εκφραστή του ανταγωνιστικού ριζοσπαστισμού πέρα της παραδοσιακής αριστεράς. Η καταστολή που θα επακολουθήσει απέναντι στον αναρχικό χώρο (κυρίως μετά τα γεγονότα των διαμαρτυριών για το Τσέρνομπιλ και αυτά της Καλογρέζας με τη δολοφονία από τους αστυνομικούς του Μ. Πρέκα), αλλά και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, θα στρέψει ένα τμήμα του μάγματος στην ανάγκη ριζώματος στο χώρο κι έτσι την περίοδο 1988-1991 θα έχουμε ένα μικρό καταληψιακό κύμα: Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη (από ένα σημείο και μετά πιο κοντά στον εξεγερσιακό αναρχισμό), Κεραμεικού και Μυλλέρου (ίσως η πιο «αυτόνομη»), Βίλλα Αμαλίας (κλασσική «αναρχοπάνκ»), Φυλής και Φερρών (που θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει όλες τις τάσεις), Ακομινάτου («διάδοχο» σχήμα της Χ. Τρικούπη, που καταστέλλεται βίαια και επανειλημμένα). Στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου για τρεις βδομάδες τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1990 με αφορμή την αθώωση του μπάτσου Μελίστα, δολοφόνου του Καλτεζά, τα μέλη των καταλήψεων (αλλά κυρίως το πνεύμα τους, που δεν θεωρεί πλέον τη σύγκρουση περίπου αυτοσκοπό) θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τα επόμενα χρόνια οι καταλήψεις θα αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ρευμάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού (θα έχουμε και την κατάληψη στο παλιό σχολείο της οδού Αλκαμένους που παρά τις φιλόδοξες προθέσεις δεν θα κρατήσει πολύ) και η ταυτόχρονη εισβολή της αστυνομίας παραμονές του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1994 με τη μορφή των προληπτικών συλλήψεων, θα τις ξαναφέρει στην επικαιρότητα. Το τελευταίο κύμα καταλήψεων θα περιλαμβάνει το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων, το πολύ ενδιαφέρον πείραμα της «κολλεκτίβας Λίλη» επίσης στα Πατήσια (με την αναζήτηση στην πράξη της λύσης στο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και την ανακατάληψη της Φυλής και Φερρών στην οποία στεγάζεται πλέον η βιβλιοθήκη της «Λέσχης Κατασκόπων».
Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία την ιστορία των κινηματικών καταλήψεων στέγης-στεκιών την τελευταία εικοσιπενταετία στην Αθήνα. Θα επιχειρήσουμε τώρα να κάνουμε λιγάκι «θεωρία», με την έννοια να δούμε κάπως πιο αναλυτικά κάποια στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε περισσότερο το φαινόμενο. Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι απ’ αυτή την ιστορία αυτό είναι σίγουρα η πρόταση μιας άλλης άποψης για την καθημερινή ζωή στη μητρόπολη και η απόδειξη πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει και στην πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά υπάρχουν άδεια σπίτια και επείγουσες στεγαστικές ανάγκες. Μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν (και κυρίως θέλουν) να ζήσουν μαζί, καταλαμβάνουν ένα άδειο σπίτι και ξεκινούν την περιπέτειά τους. Από την άλλη, υπάρχει ανάγκη σε κάποια πολιτικά υποκείμενα να βρουν χώρους για να στεγάσουν τις δραστηριότητές τους, που καθώς δεν εντάσσονται στα παραδοσιακά πρότυπα της αριστεράς (τα ίδια τα υποκείμενα, αλλά και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους), οφείλουν να βρουν άλλους τρόπους για να το πετύχουν σε μια πιο μόνιμη βάση: οφείλουν δηλαδή να βρουν τα δικά τους «Φορτ Ναβάχο» στην «έρημο» μιας Αθήνας που γίνεται ολοένα και πιο αφιλόξενη για τέτοιου είδους καταστάσεις, μέσα από την εντεινόμενη καταστολή, επιτήρηση και γιαποποίηση. Η λύση είναι λοιπόν και εδώ η κατάληψη, κατά προτίμηση κοντά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αφού όπως είπαμε, αυτά τα υποκείμενα το κέντρο της πόλης θεωρούν τον προνομιακό τόπο της δράσης τους, εκεί αισθάνονται σαν το «ψάρι στο νερό», εκεί είναι σε τελική ανάλυση που θέλουν να γίνονται ορατά, αφού ένα από τα βασικά προβλήματά τους στην κοινωνία του θεάματος που έχουν αρχίσει να βιώνουν, είναι ότι καθιστά «αόρατο» (ή οικειοποιείται κάνοντάς το μόδα) οτιδήποτε εμφανίζει την τάση να το αμφισβητεί ριζικά. Έτσι εξηγείται και το ότι αν και φτιάχτηκαν όλα αυτά τα χρόνια πολλά στέκια σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (τις περισσότερες φορές σε νοικιασμένους χώρους) , ουσιαστικά το βλέμμα ήταν πάντοτε στραμμένο στο κέντρο, εκεί φαινόταν να παίζεται το παιχνίδι. Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με ποιο ρόλο έπαιξαν στον αστεακό ιστό της περιοχής τους, αλλά και της μητρόπολης γενικότερα, αφού από το ξεκίνημά τους ποτέ δεν διεκδίκησαν το ρόλο της «νησίδας ελευθερίας», αποκρούοντας τη λογική της γκετοποίησης (έναν κίνδυνο που τον έβλεπαν και στο δικό τους εγχείρημα, αλλά και τον γνώριζαν από τις ανάλογες εμπειρίες του εξωτερικού). Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη: μικρό. Παρά τις προσπάθειές τους η «γειτονιά» δεν έδειξε ποτέ και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε μια Αθήνα που μικροαστικοποιούνταν με ταχύτατους ρυθμούς, το καλύτερο που περίμενε τους καταληψίες ήταν η παθητική ανοχή. Απέτυχαν επίσης κάποιες απόπειρες σύνδεσης και με τη νέα μητροπολιτική φιγούρα, τους μετανάστες (τουλάχιστον μέχρις στιγμής), αφού είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις ουσιαστικά με ανθρώπους που έχουν τεράστια προβλήματα επιβίωσης και αναζητούν λύσεις που θα τους εντάξουν στον κοινωνικό ιστό και όχι σ’ έναν διπλό «ιλεγκαλισμό»: του ανά πάσα στιγμή παράνομου μετανάστη, αλλά και του πολιτικού αμφισβητία έξω από τα καθιερωμένα (που και αυτό δύσκολα το καταλαβαίνουν τις περισσότερες φορές, αφού προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον). Ένα τρίτο στοιχείο είναι η αποτελεσματικότητα της πολιτικο-πολιτιστικής απεύθυνσης. Κατά πόσο δηλαδή πέτυχαν να είναι η εναλλακτική λύση στα προβλήματα της στέγασης και κατά πόσο πέτυχαν να «επικοινωνήσουν» τη δική τους πολιτικο-πολιτιστική πρόταση. Ως προς το πρώτο, μπορούμε να πούμε ότι οι διάφορες « άτυπες» καταλήψεις στέγης που υπάρχουν στην Αθήνα, άντλησαν την ιδέα από το κίνημα? Δεν το ξέρουμε. Ίσως ναι κάποιες φορές, τις περισσότερες όμως μάλλον όχι. Προτίμησαν να παραμείνουν κρυφές, χωρίς να εντάσσονται σε κάποιας μορφής κίνημα, αφού υπάρχει πάντοτε ο φόβος της άμεσης ποινικοποίησης και καταστολής όταν ενώνεις τις δυνάμεις σου και διεκδικείς πιο επιθετικά τα δικαιώματά σου. Γενικά πρέπει να πούμε ότι κίνημα καταλήψεων στέγης-στεκιών στην Ελλάδα (με την έννοια που το γνωρίσαμε στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ολλανδία) δεν υπήρξε. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό που διαφεύγουν τους σκοπούς αυτού του σύντομου σημειώματος. Πάντως μια γενική παρατήρηση είναι ότι στην Ελλάδα η αντίληψη ότι προσπαθώ μόνος μου (δηλαδή μια κοινωνική ομάδα ή ένα υποσύνολο) να λύσω τα προβλήματά μου δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Επικρατεί η τάση ν’ ανάγονται τα πάντα στην παρεμβατική ικανότητα του κράτους, ή μιας αντίστοιχης «πατρικής» φιγούρας στο επίπεδο της αντιπροσώπευσης, δηλαδή ενός κόμματος, που ενίοτε μετατρέπεται και σε κράτος-κόμμα. Η περίφημη «κοινωνία των πολιτών» εκδηλώνεται σχεδόν πάντα με την αντιδραστική μορφή της, π.χ. «αγανακτισμένοι» κάτοικοι που καταλαμβάνουν ένα δημόσιο κτίριο για να μη γίνει σταθμός του ΟΚΑΝΑ. Τώρα ως προς το δεύτερο, είναι γεγονός ότι μέσα από τέτοιους τόπους έχει γίνει η καλύτερη και αποτελεσματικότερη «αντιπληροφόρηση» αυτού του κινήματος. Γι’ αυτό και τα στέκια (κατειλημμένα ή όχι) συνεχίζουν να υπάρχουν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, στον Βόλο, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, κλπ. Χώροι συνεύρεσης των «ανησυχούντων» πνευμάτων, παρά τα προβλήματά τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην οριζόντια δικτύωση του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Γι’ αυτό, παρά τη σκληρή καταστολή που έχουν υποστεί κατά καιρούς, συνεχίζουν να αποτελούν σταθερή επιλογή και έναν από τους κυριότερους τρόπους ριζώματος αυτού του ρεύματος. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η σημαντικότατη συμβολή τους στο επίπεδο της άρθρωσης ενός άλλου τύπου μητροπολιτικής κουλτούρας, με σαφώς αντιεμπορευματική στάση: εμβληματική ως προς αυτό είναι η Βίλλα Αμαλίας, η πιο ζωντανή σκηνή του χάρντκορ και του πανκ στην Ελλάδα (αλλά και με σπουδαίες θεατρικές παραστάσεις, συζητήσεις κλπ). Υπάρχει, τέλος, κι ένα άλλο σημαντικό σημείο, που έχει να κάνει με το πώς οι καταληψίες διαμόρφωσαν τα κτίρια που κατέλαβαν, ποιοι είναι οι λόγοι που πιθανώς κατέλαβαν αυτά και όχι κάποια άλλα, ποια είναι η αισθητική τους πρόταση μέσα στην γκρίζα ομοιομορφία του μπετόν και της αντιπαροχής (αλλά και της «ιλουστρασιόν» εκδοχής της αναπαλαίωσης των νεοκλασικών κτιρίων των πόλεων), πράγματα όμως που πρέπει ίσως να τα συζητήσουν οι πιο «ειδικοί» (κρατώντας και τις απαραίτητες αποστάσεις) και που ο υπογράφων (όντας κι αυτός καταληψίας για κάποια από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του) μόνο ενστικτωδώς μπορεί να ανιχνεύσει και πάντως όχι στο συγκεκριμένο σημείωμα. Στο μόνο που θα ήθελα να αναφερθώ κλείνοντας, είναι η μελαγχολία που πάντοτε με πιάνει όταν τύχει να περάσω από την παλιά κατάληψη Κεραμεικού και Μυλλέρου και κοιτάξω το κενό παράθυρο του ανατολικομεσημβρινού δωματίου του δευτέρου ορόφου, που για δυο χρόνια φιλοξενούσε τις σκέψεις και τα όνειρα για μια κοινή και δημιουργική ζωή με συντρόφους και συντρόφισσες, πέρα και πάνω από τις συμβάσεις, τα άγχη και τη δυσανεξία στη μητρόπολη του νότου Αθήνα.
Παναγιώτης Καλαμαράς
Υ.Γ. Το ανωτέρω κείμενο αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση του υπογράφοντος στα πλαίσια ημερίδας για την παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής στην 9η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία (τέλη Γενάρη 2005 στο μουσείο Μπενάκη). Από τότε συνέβησαν πολλά, κυρίως μετά τα Δεκεμβριανά του 2008, που έδωσαν μια νέα διάσταση στο υπό συζήτηση θέμα. Υποσχόμαστε να επανέλθουμε στο μέλλον.
Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011
Η συμμορία Μπελίνι (επανέκδοση)
Μιλάνο. Δεκαετία του 70. Ο φασίστας Τζούσβα, κρυμμένος σ΄ ένα ασθενοφόρο, σημαδεύει την είσοδο μιας πολυκατοικίας, περιμένοντας να βγει ο στόχος του. Είναι πολλοί οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν. Ο άνθρωπος που θέλει να δολοφονήσει είναι ο Αντρέα Μπελίνι, ξανθός με μακριά μαλλιά, ψηλός ένα μέτρο και ενενήντα, φοράει μακριά καμπαρτίνα και γυαλιά Ray- ban. Εδώ και χρόνια ηγείται της πιο τρομερής κινηματικής ομάδας περιφρούρησης, μιας παρέας νέων από τη γειτονιά του Καζορέτο που επέλεξαν το δρόμο της πολιτικοποίησης και της μαχητικότητας, έχοντας στο μυαλό τους εικόνες από τη ταινία του Σαμ Πέκινπα «Άγρια Συμμορία» και αποφασισμένοι να διατηρήσουν πάση θυσία την κοινωνική και πολιτική τους Αυτονομία. Το μυθιστόρημα Μάρκο Φίλοπατ (ακτιβιστής, συγγραφέας και μέλος της κολεκτίβας των εκδόσεων Shake με έδρα το Μιλάνο) αναπαράγει το έπος της Συμμορίας Μπελίνι, έναν πραγματικό μητροπολιτικό μύθο ( που για έναν περίπου χρόνο ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αφηγήθηκε στον συγγραφέα καθώς περιπλανιόταν στα μπαρ) αποτελούμενο με συγκρούσεις με την αστυνομία, κυνηγητό στους φασίστες και τους πρεζέμπορους, έρωτες, φόβους , δραματικές διαμάχες, λεηλασίες, καταλήψεις, μεθύσια, χαρές και απογοητεύσεις, διαρκή περιπλάνηση στο μητροπολιτικό πεδίο. Η ιστορία της συμμορίας Μπελίνι μπορεί εύκολα να διαβαστεί σαν επιτομή στους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας του ’70 και του ’80 αλλά και (τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών) σαν αυτή κάποιων παρεών – ομάδων του αναρχικού χώρου στην Αθήνα τις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 . Η σημασία της παραμένει αναλλοίωτη και αυτό είναι κάτι που καθιστά το μυθιστόρημα όχι μόνο άκρως συναρπαστικό, αλλά και εξαιρετικά επίκαιρο..
Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011
Jean Baudrillard Η ΙΟΓΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Το AIDS, τα κραχ των χρηματιστηρίων (λόγω της αλυσιδωτής αντίδρασης που προκαλεί μια απότομη ανισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης τίτλων), οι ηλεκτρονικοί ιοί· συμπαρασυρόμαστε από συμβάντα που λειτουργούν σαν υπεραγωγοί, από άκαιρους και διεθνείς εκτροχιασμούς που δεν αφορούν μονάχα κράτη, άτομα και θεσμούς, αλλά μάλλον ολόκληρες εγκάρσιες δομές: το φύλο, το νόμισμα και την επικοινωνία.Τα τρία γεγονότα δεν μπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο, ωστόσο συγγενεύουν. Ακόμη και το AIDS είναι ένα είδος κραχ των σεξουαλικών συνηθειών· οι επεξεργαστές, μολυσμένοι από ένα είδος AIDS, έπαιξαν έναν ιογενή ρόλο στο κραχ της Ουώλ Στρητ το 1987, με την καλπάζουσα μόλυνσή τους να μπορεί επίσης να παρομοιαστεί μ’ έναν κραχ των πληροφοριακών αξιών. Η μόλυνση δεν είναι ενεργή μόνο στο εσωτερικό ενός συστήματος, αλλά κυκλοφορεί από το ένα σύστημα στο άλλο.
Ολόκληρο το σύνολο μοιάζει να κινείται γύρω από μια πιο γενική εικόνα, που είναι αυτή της καταστροφής. Σίγουρα, σημάδια αυτής της μολυσματικότητας, αυτής της εσωτερικής απορύθμισης μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά εδώ και καιρό στο εσωτερικό οποιουδήποτε συστήματος: το AIDS στο ενδημικό πεδίο, το κραχ στο περίφημο προηγούμενό του 1929 και στον πάντοτε υπαρκτό κίνδυνο μιας ανατροπής των χρηματιστηριακών αξιών, η ηλεκτρονική πειρατεία με τα τουλάχιστον είκοσι χρόνια ιστορία στην πλάτη της. Αλλά η ένωση όλων αυτών των ενδημικών μορφών, το σχεδόν ταυτόχρονο πέρασμά τους στη μολυσματική κατάσταση, στην καλπάζουσα ανωμαλία, είναι που δημιουργεί μια συνθήκη εντελώς αυθεντική και άκρως ενδιαφέρουσα. Εξάλλου, οι επιδράσεις στη συλλογική συνείδηση δεν είναι του ίδιου τύπου: αν το AIDS μπορεί να θεωρηθεί (με τη συνέργεια των φημών που διαδίδουν τα ΜΜΕ) μια πραγματική καταστροφή, το κραχ εμφανίζεται αντιθέτως σαν ένα παιχνίδι καταστροφών· τέλος ο ηλεκτρονικός ιός ναι μεν μπορεί να έχει συνέπειες ουσιαστικά δραματικές, αλλά είναι την ίδια στιγμή μια διασκεδαστική ειρωνεία, ένα είδος καταστροφικής παρωδίας παρόμοιας με τη μόλυνση που προκαλεί το γέλιο (το γέλιο είναι μια μορφή μόλυνσης που γεννιέται από μια καταστροφή, αν και απειροελάχιστη, του πραγματικού: πρόκειται για μια καταστροφή σε ομοιοπαθητικές δόσεις). Η ξαφνική επιδημία που καταβάλλει τον υπολογιστή, καταστρέφοντας τα ανοσοποιητικά αμυντικά του συστήματα, μπορεί συνεπώς να προκαλέσει, τουλάχιστον στο επίπεδο της φαντασίωσης, μια δικαιολογημένη ευθυμία (για όλους εκτός από τους επαγγελματίες του κλάδου).
Σε αυτές τις διαφορετικές όψεις ενός έκκεντρου νεφελώματος θα πρόσθετα δύο πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία όμως επικαλούνται συνεχώς τους ίδιους μηχανισμούς. Η τέχνη αντιμετωπίζει διαρκώς το πρόβλημα του ψευδούς, του αυθεντικού, του αντιγράφου, των κλώνων, της προσομοίωσης: πρόκειται για μια πραγματική μόλυνση που αποσταθεροποιεί τις αισθητικές αξίες και τους στερεί την ανοσία τους. Ταυτοχρόνως παρευρισκόμαστε στην κερδοσκοπική και παραληρηματική πλειοδοσία στην αγορά της τέχνης, που στην πραγματικότητα δεν είναι πια μια αγορά αλλά μάλλον ένας κεντρόφυγος πολλαπλασιασμός της αξίας, που ανταποκρίνεται πλήρως στη μετάσταση ενός σώματος το οποίο ακτινοβολεί ένεκα της μεγάλης ποσότητας χρήματος.
Το δεύτερο αποτέλεσμα έχει να κάνει με την τάξη του πολιτικού. Πρόκειται για την τρομοκρατία. Δεν υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει περισσότερο με τον μηχανισμό της αλυσιδωτής ενδιάμεσης αντίδρασης της τρομοκρατίας στις ακτινοβολούσες κοινωνίες μας (και με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτή η ακτινοβολία; Μέσω της υπερτήξης της ευτυχίας, της ασφάλειας, της πληροφόρησης και της επικοινωνίας; Ή ίσως λόγω της αποσύνθεσης των συμβολικών κόμβων και των θεμελιωδών κανόνων του κοινωνικού συμβολαίου; Who knows;) από το AIDS, τους κερδοσκόπους (των επιχειρήσεων) και τους hacker (οι πειρατές της πληροφορίας). Ακόμη και η μόλυνση της τρομοκρατίας είναι στιγμιαία, εφήμερη, αινιγματική, ασυγκράτητη. Ακόμη και η κράτηση ομήρων είναι μολυσματική: όταν ένας κατασκευαστής κυκλωμάτων εισάγει στο πρόγραμμα μια soft bomb, χρησιμοποιώντας την τελική καταστροφή του σαν μέσο πίεσης, δεν είναι σαν να κρατάμε όμηρο το πρόγραμμα και τις περαιτέρω δυνατότητές του; Και οι κερδοσκόποι τι άλλο κάνουν από το να πιάνουν και να κρατούν σε ομηρία τις επιχειρήσεις, κερδοσκοπώντας στο χρηματιστήριο για τον θάνατο και την ανάστασή τους;
Συνεπώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ευλόγως ότι όλα τα περιγραφέντα αποτελέσματα λειτουργούν ακολουθώντας το ίδιο μοντέλο με την τρομοκρατία (στο οποίο οι όμηροι έχουν μια εκτιμητέα αξία με τον ίδιο τρόπο που έχουν οι εταιρείες ή οι πίνακες), με το ίδιο διακύβευμα, την ίδια αδυναμία πρόβλεψης, τα ίδια αποτελέσματα αποσταθεροποίησης και αλυσιδωτής αντίδρασης· αλλά με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να ενταχθεί η τρομοκρατία στο μοντέλο του AIDS, του ηλεκτρονικού ιού ή των χρηματιστηριακών αναταράξεων: δεν προηγείται το ένα έναντι των άλλων, ούτε υπάρχει μια σχέση αίτιου αιτιατού. Πρόκειται για τον μοναδικό αστερισμό σύγχρονων και συνεργών φαινομένων.
Το κραχ παρατείνεται από τη φρενίτιδα της κερδοσκοπίας. Δεν περιορίζεται πλέον στην απόκτηση μετοχών αλλά στη λεηλασία των επιχειρήσεων. Δημιουργείται ένας ιογενής αναβρασμός του οποίου η τελική επίπτωση στην οικονομική αναδιάρθρωση είναι, σε πείσμα όσων λέγονται, καθαρά κερδοσκοπική. Διαμέσου αυτής της εξαναγκαστικής κυκλοφορίας υπάρχει η ελπίδα να επιτευχθούν κέρδη ακριβώς όπως στο χρηματιστήριο. Όχι κυρίως ένα αντικειμενικό κέρδος: το κέρδος από την κερδοσκοπία δεν είναι ακριβώς μια υπεραξία και αντιπροσωπεύει μια άλλη διάσταση του καπιταλισμού. Η κερδοσκοπία, όπως το πόκερ ή η ρουλέτα, έχει τη δική της λογική του βραχυκυκλώματος, της αλυσιδωτής αντίδρασης, της αύξησης της ισχύος, όπου υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο από τον ίλιγγο του παιχνιδιού, της πλειοδοσίας. Γι’ αυτό είναι άχρηστο να της αντιπαραθέτουμε μια οικονομική λογική· γιατί, από την άλλη πλευρά, είναι αυτό το οποίο καθιστά άκρως ενδιαφέροντα αυτά τα φαινόμενα: μια υπερχείλιση του οικονομικού με μια μορφή ριψοκίνδυνη και ιλιγγιώδη.
Το παιχνίδι φτάνει στο σημείο που γίνεται αυτοκτονικό. Μεγάλες επιχειρήσεις ξεφορτώνονται τις μετοχές τους (κάτι που είναι λάθος από οικονομικής πλευράς), καταλήγοντας να κερδοσκοπούν εις βάρος του εαυτού τους! Αλλά ακόμη κι αυτό εντάσσεται στο ίδιο τρελό παιχνίδι. Οι επιχειρήσεις, στην περίπτωση της κερδοσκοπίας, δεν ανταλλάσσονται και δεν κυκλοφορούν ως πραγματικό κεφάλαιο, ως παραγωγικές μονάδες, αλλά ως άθροισμα μετοχών, μονάχα όπως μια συγκεκριμένη παραγωγική δυνατότητα που αρκεί για να υπάρξει μια εικονική κίνηση της οικονομίας. Ότι από κάτι τέτοιο θα προκύψουν άλλα κραχ είναι ένα γεγονός πολύ πιθανό, για τον ίδιο λόγο που ισχύει κάτι ανάλογο για τις χρηματιστηριακές πράξεις: η κυκλοφορία είναι εξαιρετικά γρήγορη.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι και η ίδια η εργασία, η εργατική δύναμη μπαίνει σε αυτή την κερδοσκοπική τροχιά. Ο εργαζόμενος δεν πουλάει πλέον την εργατική του δύναμη με αντάλλαγμα έναν μισθό, όπως στον κλασικό καπιταλισμό, αλλά αυτό που πουλάει είναι μάλλον η ίδια η θέση του απασχόλησης, η θέση εργασίας· θα αποκτήσει άλλες που θα τις μεταπουλήσει σύμφωνα με τις διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας, η οποία τελικά θα γίνει, όπως λέει άλλωστε και η λέξη, μια πραγματική αγορά. Περισσότερο από το να έχεις μια κάποια θέση απασχόλησης, πρόκειται για την ανακύκλωσή της, δημιουργώντας μια εικονική κίνηση της απασχόλησης που αντικαθιστά την πραγματική κίνηση της εργασίας.
Φαντασίωση; Όχι και τόσο. Η ίδια η αρχή της πληροφορίας και της επικοινωνίας είναι αυτή μιας αξίας που δεν έχει να κάνει πλέον με την πληροφόρηση αλλά έχει ως βάση την καθαρή κυκλοφορία. Καθαρή αξία ενισχυμένη από το γεγονός ότι το μήνυμα, το νόημα, περνούν από τη μια εικόνα στην άλλη, από τη μια οθόνη στην άλλη. Δεν πρόκειται πλέον ούτε για την υπεραξία και την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος (που ωστόσο έχουν ήδη προηγηθεί αυτής της διαδικασίας), που κατ’ εξοχήν βασίζονται πάντοτε στην αξία χρήσης και γι’ αυτό ανήκουν ακόμη στη σφαίρα του οικονομικού.
Εδώ, με την κυριολεκτική έννοια την όρου, δεν υπάρχει πλέον ούτε καν ανταλλαγή· έχουμε να κάνουμε με μια καθαρή κυκλοφορία και μια δικτυακού τύπου αλυσιδωτή αντίδραση. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός εντελώς νέου ορισμού της αξίας, συνδεόμενου με την καθαρή ταχύτητα και τον πολλαπλασιασμό των ανταλλαγών. Και αυτό συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος της σφαίρας της επικοινωνίας και της πληροφορίας: πρόκειται για ένα γεγονός της εν δυνάμει εικονικότητας και ουδέποτε της ενεργούς πραγματικότητας.
Αλλά αυτό διαοικονομικό μοντέλο της αξίας υπάρχει ήδη, κατά κάποιο τρόπο, στις πρωτόγονες κουλτούρες. Το kula είναι ένας κύκλος δώρων που αποκτούν τόσο μεγαλύτερη αξία όσο περισσότερο χαρίζονται και γίνονται αποδεκτά. Μπορεί να επιστρέψουν εκεί από όπου ξεκίνησαν χωρίς να έχουν αλλάξει, αλλά με την αξία τους να είναι εκατό φορές μεγαλύτερη. Παρεμπιπτόντως, σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο στην αγορά της τέχνης;
Και μόνο το γεγονός του περάσματος από τον έναν στον άλλο παράγει ένα είδος συμβολικής ενέργειας κυκλοφορίας που μεταμορφώνεται σε αξία. Αλλά αυτή η αξία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να παραχθεί ή να μεταφερθεί στο κύκλωμα των χρήσιμων αξιών. Μπορεί μόνο να κυκλοφορεί επ’ άπειρον και να πολλαπλασιάζεται ολοένα και περισσότερο (ή τελικά να καταρρεύσει, αν η σταματήσει η κυκλοφορία της). Το kula είναι κατά κάποιο τρόπο το ιερό επίπεδο, το σημαντικό επίπεδο της ανταλλαγής (συμβολικής). Το άλλο επίπεδο, εκείνο της ανταλλαγής, των ισοδυναμιών, δεν έχει καμία συμβολική αξία, είναι καθαρά λειτουργικό. Και το potlatch είναι μια κερδοσκοπική δομή, στην οποία υφίσταται παραγωγή της αξίας μέσω απλώς της ίδιας της ύπαρξης αυτού του παιχνιδιού.
Υπάρχει συνεπώς ένας απόηχος του kula και του potlatch σε αυτά τα συγκεχυμένα αποτελέσματα, που αντιτίθενται θεμελιωδώς στην οικονομική αρχή της αξίας και της ισοδυναμίας, της εργασίας και της παραγωγής; Όποια λογική κι αν υιοθετήσουμε (ακόμη και εκείνη της ριζοσπαστικής κριτικής), δεν ξέρουμε πώς να καταδικάσουμε αυτές τις υπερβολές. Όλοι, από την άλλη πλευρά, τις απολαμβάνουν όπως ένα θέαμα (το χρηματιστήριο, η αγορά της τέχνης, οι κερδοσκόποι). Είναι λες και απολαμβάνουμε να βλέπουμε τον θεαματικό καλλωπισμό του κεφαλαίου, το αισθητικό του ντελίριο. Την ίδια στιγμή απολαμβάνουμε, με μεγαλύτερη δυσκολία, με μεγαλύτερη λύπη, με τρόπο πολύ πιο αντιφατικό, τη θεαματική παθολογία αυτού του συστήματος, τους ιούς που, όπως το AIDS, το κραχ και οι πληροφοριακοί ιοί, οδηγούν στον εμβολιασμό αυτής της μηχανής της τόσο όμορφης για να τη χαλάσουμε. Αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια λογική: οι ιοί, η μολυσματικότητα ανήκουν στην ίδια λογική συνάφεια, και μάλιστα υπερλογική, όλων των συστημάτων μας, ακολουθούν τις ίδιες διαδρομές και δημιουργούν νέες (οι ηλεκτρονικοί ιοί διερευνούν τα όρια των δικτύων που δεν έχουν προβλεφτεί από τα ίδια τα δίκτυα). Οι ηλεκτρονικοί ιοί συνιστούν την έκφραση της θανατηφόρας διαφάνειας της πληροφορίας παντού στον κόσμο. Το AIDS είναι η απόρροια της θανατηφόρας διαφάνειας της σεξουαλικής απελευθέρωσης ολόκληρων ομάδων. Τα κραχ των χρηματιστηρίων είναι η έκφραση της θανατηφόρας διαφάνειας της οικονομίας, της αστραπιαίας κυκλοφορίας των αξιών που είναι η ίδια η βάση της απελευθέρωσης της παραγωγής και των ανταλλαγών. Αμέσως μόλις απελευθερωθούν, όλες οι διαδικασίες εισέρχονται σε μια υπερτήξη, ανάλογη με το πρωτότυπό της που είναι η πυρηνική υπερτήξη. Η γοητεία της εποχής μας προέρχεται επίσης από αυτή την υπερτήξη των διαδικασιών που αποσυνδέονται από το πραγματικό τους νόημα.
Δεν αποτελεί συνεπώς μικρό παράδοξο εκείνο το φαινόμενο της οικονομίας που επιστρέφει σαφώς θριαμβευτικά, ακόμη και στα ΜΜΕ. Δεν ξεχνάμε ότι και το σύμπαν των ΜΜΕ είναι ένα ιογενές σύμπαν και ότι η κυκλοφορία των εικόνων και των μηνυμάτων λειτουργεί σαν ένα αέναο κουτσομπολιό.
Αλλά στην πραγματικότητα, μπορούμε να μιλάμε ακόμη για οικονομία; Και μάλιστα για πολιτική οικονομία (τη λογική του κεφαλαίου); Σαφώς όχι. Η ταραχώδης πραγματικότητα της οικονομίας δεν έχει καθόλου το ίδιο νόημα που είχε στην κλασική ή τη μαρξιστική ανάλυση. Αφού ο κινητήριος μοχλός της δεν είναι πλέον η υποδομή της υλικής παραγωγής, ούτε η υπερδομή, αλλά αντιθέτως η αποδόμηση της αξίας, η αποσταθεροποίηση των αγορών και της πραγματικής οικονομίας, είναι ο θρίαμβος μιας οικονομίας που έχει απαλλαχθεί από τις ιδεολογίες, από τις κοινωνικές επιστήμες, από την ιστορία, από την πολιτική αλλά και από εκείνη την καθαρά κερδοσκοπική οικονομία· εν κατακλείδι πρόκειται για μια εικονική οικονομία που έχει απαλλαχθεί από την πραγματική οικονομία (στην πραγματικότητα, σίγουρα, όχι μόνο εικονικά: αλλά σήμερα δεν είναι η πραγματικότητα αλλά η εικονικότητα αυτή που έχει τη δύναμη), μια ιογενής οικονομία που επανασυνδέεται με όλες τις άλλες ιογενείς διαδικασίες. Η οικονομία ξαναγίνεται ένα είδος αρχετυπικού θεάτρου της πραγματικότητας σαν τόπος ιδιαίτερων αποτελεσμάτων, απρόβλεπτων συμβάντων (σχεδόν μετεωρολογικών), της αποδόμησης και της επίτασης της εσωτερικής λογικής της.
Ωστόσο όλοι συνεχίζουν να αναρωτιούνται: υπάρχει, θα υπάρξει μια πραγματική καταστροφή; Η απάντηση είναι η εξής: η καταστροφή είναι εικονική και δεν θα υπάρξουν πραγματικές καταστροφές γιατί εμείς ζούμε υπό το σημείο μιας εικονικής καταστροφής. Και αυτό έχει να κάνει με μια κατάσταση πραγμάτων η οποία, σε αυτή την περίπτωση, εμφανίζεται κατά τρόπο θορυβώδη: πρόκειται για την απόκλιση μεταξύ πλασματικής και πραγματικής οικονομίας· είναι ακριβώς αυτή η απόκλιση που μας προστατεύει από μια πραγματική καταστροφή της παραγωγικής οικονομίας. Αυτό είναι καλό ή κακό; Στην πραγματικότητα είναι ανάλογο με την απόκλιση ανάμεσα σε έναν πλανητικό πόλεμο και τους περιφερειακούς πολέμους. Οι δεύτεροι συμβαίνουν παντού στον κόσμο αλλά δεν ξεσπά ένας πυρηνικός πόλεμος. Αν δεν υπήρχε ανακολουθία ανάμεσά τους, εδώ και καιρό θα είχε συμβεί μια ατομική έκρηξη. Κυριαρχούμαστε από τις βόμβες, από εικονικές καταστροφές που δεν συμβαίνουν: το κραχ των χρηματιστηρίων και της διεθνούς οικονομίας (δεν έχει εκραγεί και δεν θα εκραγεί), η ατομική έκρηξη, η βόμβα του χρέους του τρίτου κόσμου, η δημογραφική βόμβα. Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά, αναπόφευκτα, κάποια μέρα θα εκραγούν, όπως έχει προβλεφτεί εδώ και χρόνια το γλίστρημα μέσα σε πενήντα χρόνια της Καλιφόρνιας προς τον Ειρηνικό εξαιτίας ενός γεωλογικού σχίσματος. Αλλά τα δεδομένα είναι τα εξής: βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου όλα αυτά δεν συμβαίνουν, σε μια κατάσταση εικονικής καταστροφής, αενάως εικονικής. Για μας αυτή είναι η κατάσταση των πραγμάτων, η μοναδική πραγματικότητα με την οποία αντικειμενικά έχουμε να κάνουμε: τα κεφάλαια γυρίζουν ασύδοτα σε μια τροχιά η οποία, όταν διαρρηγνύεται, δεν παράγει ουσιαστικές ανισορροπίες στην πραγματική οικονομία (σε αντίθεση με την κρίση του 1929, κατά τη διάρκεια της οποίας η έλλειψη συνοχής μεταξύ της πραγματικής και πλασματικής οικονομίας απείχε πολύ από το να υφίσταται και συνεπώς η καταστροφή της μεν απηχούσε την καταστροφή της δε) είτε γιατί η ίδια η πραγματική οικονομία είναι τόσο πολύ αβέβαιη ώστε να μπορεί να απορροφήσει εκείνα τα χτυπήματα που δεν μπορούσε να απορροφήσει το 1929 είτε γιατί η σφαίρα των εικονικών κεφαλαίων έχει σε τέτοιο βαθμό αυτοματοποιηθεί και μπει σε τροχιά, ώστε να μπορεί να πολλαπλασιάζεται ή να αυτοκαταστρέφεται χωρίς να αφήνει ίχνη.
Όμως αφήνει τουλάχιστον ένα καταστροφικό ίχνος: το κραχ δεν συμβαίνει τόσο στην οικονομία όσο στην οικονομική θεωρία, η οποία βρίσκεται εντελώς αφοπλισμένη ενώπιον αυτής της έκρηξης του αντικειμένου της. Γιατί όλα έχουν μετατραπεί σε πρόβλημα επικοινωνίας. Στη σφαίρα της τροχιάς των κεφαλαίων, υπάρχει άριστη επικοινωνία (μέσω των διεστραμμένων υπολογιστών και των golden boys, αυτών καθαυτών ανθρώπινων υπολογιστών). Είναι ακριβώς γι’ αυτό που βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση καταστροφής: υπάρχει πολύ καλή επικοινωνία. Αντιθέτως, ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες (την πραγματική οικονομία και την εικονική) δεν υπάρχει πλέον επικοινωνία. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Αφού αυτή η ρήξη, αυτή η απώλεια σημασιών της εικονικής οικονομίας είναι ακριβώς αυτό που της επιτρέπει να έχει τα θαυμαστά αποτελέσματά της και είναι επίσης αυτό που προστατεύει την πραγματική οικονομία από τις καταστροφές που μπορούν να συμβούν στην άλλη σφαίρα.
Μπορεί τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν η πραγματική οικονομία ξαναγινόταν η σημασία και το κριτήριο της πλασματικής οικονομίας (το όνειρο του κάθε οικονομολόγου); Τίποτα λιγότερο σίγουρο και, έτσι ή αλλιώς, σαφώς αδιανόητο.
Την ίδια στιγμή οι παραδοσιακοί θεωρητικοί του πολέμου οφείλουν να εμποδίσουν την έκρηξη του δικού τους ερευνητικού αντικειμένου. Αφού, παραδόξως, δεν είναι η βόμβα αλλά το αντικείμενο-πόλεμος που εκρήγνυται σε δύο, σαφώς διακριτά, μέρη: σε έναν πόλεμο εικονικό, πλανητικό και σε πολλαπλούς πολέμους πραγματικούς, επί γης. Αυτά τα δύο είδη πολέμων δεν έχουν τις ίδιες διαστάσεις, ούτε τους ίδιους κανόνες, ακριβώς όπως συμβαίνει με την πραγματική και την εικονική οικονομία. Χρειάζεται να εξοικειωθούμε με αυτή τη σχεδόν οριστική κατανομή, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από αυτή την απόκλιση. Σίγουρα υπήρξαν η κρίση του 1929 και η έκρηξη στη Χιροσίμα, δηλαδή στιγμές εκρηκτικής μόλυνσης αυτών των δύο κόσμων, στιγμές όπου το κραχ και η πυρηνική έκρηξη συνέβησαν πραγματικά, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Ούτε το κεφάλαιο (όπως πίστευε ο Μαρξ) περνάει από το ένα κραχ στο άλλο, από τη μια κρίση στην άλλη, ούτε ο πόλεμος από τη μια πυρηνική έκρηξη στην άλλη. Το γεγονός συνέβη μία φορά, σε μια συγκεκριμένη στιγμή και αυτό είναι όλο. Αυτό που ακολουθεί είναι κάτι άλλο: είναι η υπερπραγματικότητα του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι η υπερπραγματικότητα των μέσων καταστροφής, αμφότερων σε τροχιά πάνω από τα κεφάλια μας σε ανύσματα που ξεφεύγουν από τα πάντα, αλλά που ευτυχώς ξεφεύγουν και από την πραγματικότητα. Υπερπραγματικότητες, είτε ο πόλεμος είτε το νόμισμα, κυκλοφορούν σε έναν χώρο απρόσιτο, αλλά που ταυτοχρόνως αφήνει τον κόσμο έτσι όπως είναι.
Τελικά η οικονομία συνεχίζει να παράγει, αν και η λογική συνέπεια των διακυμάνσεων της πλασματικής οικονομίας θα ήταν η εκμηδένιση της πραγματικής οικονομίας˙ ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, παρότι ένα χιλιοστό της διαθέσιμης πυρηνικής ισχύος αρκεί για να τον καταστρέψει. Ο τρίτος κόσμος αλλά και ο υπόλοιπος επιβιώνουν και όταν αναζητείται τρόπος να εξισορροπηθεί το χρέος τους, αρχίζει η κυκλοφορία του από τη μια τράπεζα στην άλλη, από τη μια χώρα στην άλλη, που το εξαγοράζουν αμοιβαίως˙ είναι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο που θα καταλήξουμε να το ξεχάσουμε, θέτοντάς το στην αντίστοιχη τροχιά με τα πυρηνικά απόβλητα και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμη.
Όταν το χρέος θα γίνει πολύ μεγάλο, θα αποπεμφθεί σε έναν εικονικό χώρο, όπου θα μοιάζει με μια παγωμένη καταστροφή σε τροχιά. Το χρέος γίνεται ένας δορυφόρος της γης, όπως ο πόλεμος και εκείνα τα κυμαινόμενα δισεκατομμύρια δολάρια που αποτελούν έναν σωρό ο οποίος γυρίζει ακατάπαυστα γύρω από τη γη. Και χωρίς αμφιβολία είναι καλύτερο που συμβαίνει έτσι. Όσο βρίσκονται σε τροχιά, ακόμη κι αν πρέπει κάποια στιγμή να εκραγούν στον χώρο (όπως τα χαμένα δισεκατομμύρια στο κραχ του 1987), ο κόσμος δεν αλλάζει˙ αυτό είναι ότι καλύτερο μπορούμε να ευχόμαστε. Η ορθολογική ελπίδα να συμφιλιώσουμε την πλασματική οικονομία με την πραγματική είναι καθ’ ολοκληρία ουτοπική: εκείνα τα δισεκατομμύρια δολάρια υπάρχουν μόνο εικονικά και δεν υφίστανται σύμφωνα με τους όρους της πραγματικής οικονομίας. Αν ως εκ θαύματος μπορούσαν να εισαχθούν εκ νέου στην πραγματική οικονομία, θα επρόκειτο πράγματι για μια καταστροφή. Με τον ίδιο τρόπο δεν προσπαθούμε να επανασυνδέσουμε τα δύο διαχωρισμένα μισά του πολέμου (όπως τα δύο μισά του Διχασμένου Υποκόμη του Ίταλο Καλβίνο): αφήνουμε τον εικονικό πόλεμο στην τροχιά του, γιατί το να μένει εκεί είναι αυτό που μας προστατεύει. Στην πιο ακραία του αφαίρεση, στην πιο τερατώδη εκκεντρικότητά του, το πυρηνικό είναι η καλύτερη μας προστασία. Συνηθίσαμε να ζούμε στη σκιά αυτών των τερατωδών εκκριμάτων: η βόμβα σε τροχιά, η χρηματιστική κερδοσκοπία, το παγκόσμιο χρέος, ο υπερπληθυσμός (για τον οποίο δεν έχουν βρεθεί ακόμη λύσεις τύπου τροχιάς, που θα αφορούσαν την κυκλοφορία και την κινητικότητα των πλεονασμάτων). Στη σημερινή τους κατάσταση εξορκίζονται μονάχα ως υπερβολές, ως υπερπραγματικότητα, αφήνοντας τον κόσμο κατά κάποια έννοια άθικτο, ελεύθερο στην απατηλότητά του.
Με τον Μαρξ φαντασιωθήκαμε το τέλος της πολιτικής οικονομίας, τη διάλυση των τάξεων και τη διαύγεια του κοινωνικού, όλα αυτά σύμφωνα με την αναπόφευκτη λογική της κρίσης του κεφαλαίου. Έπειτα φαντασιωθήκαμε την άρνηση των ίδιων των αξιωμάτων της πολιτικής οικονομίας και της ίδιας της μαρξιστικής κριτικής. Μια ριζοσπαστική εναλλακτική που αρνιόταν κάθε πρωτείο του οικονομικού και του πολιτικού, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Έτσι η πολιτική οικονομία καταργήθηκε απλώς σαν επιφαινόμενο, νικημένη από το ομοίωμά της και από μια ανώτερη λογική.
Σήμερα δεν μπορούμε ούτε καν να αφεθούμε σε αυτό το όνειρο του τέλους της πολιτικής οικονομίας. Αυτή εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μας μεταλλασσόμενη σε μια διαοικονομία της κερδοσκοπίας, που χλευάζει την ίδια τη λογική της (τον νόμο της αξίας και της αγοράς, την υπεραξία, τη λογική του κεφαλαίου) και που συνεπώς δεν έχει πια τίποτα να κάνει με το οικονομικό και το πολιτικό. Ξεκάθαρα ένα παιχνίδι των κυμαινόμενων και αυθαίρετων κανόνων, ένα παιχνίδι καταστροφής. Η πολιτική οικονομία έχει τελειώσει, αλλά όχι έτσι όπως προβλέψαμε και κατά τρόπο εντελώς ιδιαίτερο: αγανακτισμένη μέχρι βαθμό παρωδίας. Η κερδοσκοπία δεν είναι πια υπεραξία αλλά πέρα από την αξία, μια έκσταση της αξίας, χωρίς αναφορά στην παραγωγή, ούτε στις πραγματικές της συνθήκες. Είναι η καθαρή (και κενή) μορφή, η ιδιωτική μορφή της αξίας που ασχολείται μονάχα με τη δική της επανάσταση (στην υπό τροχιά κυκλοφορία της). Η πολιτική οικονομία αποσταθεροποιούμενη από μόνη της, με μια τρομακτική και κατά κάποιο τρόπο ειρωνική διαδικασία, διαγράφει κάθε εναλλακτική. Γιατί τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε ένα παιχνίδι ανατιμήσεων που, με τον τρόπο του, οικειοποιείται το σύνολο της συμβολικής ενέργειας του potlach, του πόκερ, για να προκαλέσει την ίδια τη λογική του; Είναι η μετάβαση στην αισθητική και παραληρηματική φάση της πολιτικής οικονομίας, που κατά βάθος την εξαλείφει με έναν τρόπο πολύ πιο αυθεντικό από ότι ήθελαν να κάνουν οι πολιτικές μας ουτοπίες.
Μπροστά σε αυτό το θανάσιμο άλμα, η θεωρία μπορεί να προβεί σε ένα διπλό θανάσιμο άλμα προκειμένου να αποκτήσει πλεονέκτημα;
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση «Volontà», νο 1-2, 1990.
.
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011
Toni Negri ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
1. Πιστεύω ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη συμφωνία μεταξύ όλων ημών που θεωρούμε χωρίς επιστροφή την τροποποίηση των θεσμών της παραγωγής, η οποία καθορίστηκε συνεπεία του μετασχηματισμού της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της διάταξης της κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σ’ αυτή την προοπτική, αναλύοντας τα πράγματα από μια ευρωπαϊκή σκοπιά, αλλά και απ’ αυτή των πιο αναπτυγμένων χωρών σ’ εκείνον που κάποτε αποκαλούνταν τρίτος κόσμος, μπορούμε να θεωρήσουμε αποφασιστική μια σειρά φαινομένων που ξεκινούν από την αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και φτάνουν στη σχετική μείωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην ίδια την παραγωγή, από τον προσδιορισμό των νέων αλληλουχιών στη διαμόρφωση της υπεραξίας και του κέρδους στον εντοπισμό των νέων μορφών κυριαρχίας (εγκατεστημένων κυρίως στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), από τον βιοπολιτικό επαναπροσδιορισμό της παραγωγικής εργασίας στην επιβολή της νέας ηγεμονικής τάσης της γνωστικής ή/και άυλης εργασίας. Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν συνέπεια της εξέλιξης των εργατικών αγώνων: αυτοί προκάλεσαν μια καπιταλιστική απάντηση που, αν από τη μια πλευρά οικοδόμησε νέες τεχνολογίες και νέες μορφές ελέγχου της εργασίας, από την άλλη διεύρυνε την προσταγή στην κυκλοφορία της αξίας πολύ πέρα από τις φορντιστικές εθνικές δομές πειθάρχησης αυτής καθαυτής της εργασίας. Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η εργατική πρωτοβουλία πρέπει σήμερα να ανασυγκροτηθεί και αυτό είναι το θέμα που προτείνουμε: τι σημαίνει εργατικός αγώνας στη μεταμοντερνικότητα; Και συνεπώς πώς βλέπουμε, σ’ αυτή τη νέα κατάσταση, τη λειτουργία του συνδικάτου; Πράγματι, ίσως οι διάφορες μορφές που είχε πάρει τον 19ο και τον 20ο αιώνα η συνδικαλιστική δράση και οργάνωση, να πρέπει να επανεκτιμηθούν. Και αν είναι άμεσα προφανές ότι η σοσιαλιστική ιδέα του συνδικάτου σαν «ιμάντα μεταβίβασης» του κόμματος ή η αναρχοσυνδικαλιστική ιδέα ενός συνδικάτου οργανωτή της εργατικής δύναμης («ανεξάρτητη μεταβλητή» από κάθε άλλη πολιτική ή/και θεσμική συνθήκη) έχουν παραγάγει μορφές που μοιάζουν άχρηστες, για να μην πούμε απαρχαιωμένες, γενικότερα, αυτό που σήμερα εμφανίζεται να βρίσκεται σε κρίση είναι δίχως άλλο η σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατικών αγώνων και της νέας υποκειμενικότητας της εργατικής δύναμης. Μπροστά στα νέα χαρακτηριστικά της εργασίας, μπορούμε να φανταστούμε ένα συνδικάτο που θα κινείται στο κοινωνικό πεδίο, εννοούμενο ως κύριο πεδίο του ταξικού αγώνα; Ένα συνδικάτο που θα αρνείται κάθε αποκλειστικό επαγγελματικό ή κορπορατιστικό δεσμό με κάποιους κλάδους της εργατικής τάξης, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι μ’ αυτή τη μορφή δεν μπορεί πλέον να υλοποιήσει το σχέδιο του για τη χειραφέτηση της εργασίας;
2. Πριν εμβαθύνουμε σ’ αυτό το ζήτημα και προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τη μορφή του συνδικάτου, πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι πέρα από τις εποχιακές μεταμορφώσεις που περιγράψαμε, ακόμη και η έννοια και η παραδοσιακή πρακτική της κυβέρνησης περνούν κρίση. Στις συντακτικές δομές του 19ου και του 20ου αιώνα, η κεντρικότητα της λειτουργίας της κυβέρνησης του κράτους συνοδευόταν από ενός είδους μονοπώλιο στην άσκηση της υπέρτατης εξουσίας. Η συνεπαγόμενη δικαιική τάξη συγκροτούνταν στη βάση ενός κάθετου μοντέλου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, το οποίο εφαρμοζόταν με γραμμικό τρόπο. Σήμερα, στη νέα ιεραρχία των παγκόσμιων σχέσεων και μπροστά στην κινητικότητα και την ευελιξία της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, εκείνη η μορφή της κυβέρνησης για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, δεν έχει πια τη δυνατότητα να ασκηθεί με αποτελεσματικότητα. Οι συνταγματολόγοι ολοένα και περισσότερο μιλούν για το πέρασμα από εκείνη την παραδοσιακή μορφή της κυβέρνησης σε νέες δομές και/ή λειτουργίες «διακυβέρνησης» [governance]. Μ’ αυτό εννοείται ότι οι εκτελεστικές μεσολαβήσεις της νομοθετικής λειτουργίας, δηλαδή της έκφρασης της λαϊκής βούλησης, δεν είναι πλέον καθέτως ερμηνευόμενες ούτε γραμμικώς εφαρμόσιμες: η εκτέλεση των νόμων, και ήδη πιο πριν η εξέλιξη των συμφωνιών και γενικά η παραγωγή των κανόνων, οφείλουν να συγκροτούνται κατά τρόπο ολοένα και πιο δικονομικό και να υπόκεινται σε διαδικασίες συναίνεσης, προκειμένου να μην εκτεθούν στην κοινωνική σύγκρουση και στην πολιτική αποσταθεροποίηση. Οι λογικές της κυβέρνησης και του ελέγχου τείνουν, προφανώς, να ξεφύγουν από τέτοιους περιορισμούς, δραπετεύοντας προς επίπεδα νομιμοποίησης ολοένα και πιο υπερβατικά και αφηρημένα, προσβλέποντας ενίοτε σ’ έναν παγκόσμιο ορίζοντα· αντιθέτως, οι βιομηχανικές και πειθαρχικές λογικές περιορίζονται (χωρίς τη δυνατότητα οδού διαφυγής) σε συνεχείς και κουραστικές κινήσεις συμβιβασμού, μεσολάβησης και διαρκώς καινούργιου σχεδιασμού. Αυτά τα νέα καθεστώτα «διακυβέρνησης» δεν αφορούν μόνο τη βιομηχανία, αλλά επίσης τον αγροτικό τομέα κι αυτόν των υπηρεσιών, και κυρίως εκείνο το χρηματιστικό πλαίσιο στο οποίο συγκεντρώνεται και συσσωρεύεται ολοένα και περισσότερο η δύναμη για τη λήψη των αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση η «διακυβέρνηση» είναι ανοιχτή, προς τα πάνω, σε μια σειρά σχέσεων που συνδέουν τους κυβερνητικούς προσανατολισμούς με τις μεγάλες χρηματιστικές και/ή νομισματικές διαστάσεις· προς τα κάτω, η «διακυβέρνηση» είναι ανοιχτή στην κινητικότητα και την ευελιξία των συναντήσεων και των κοινωνικών συμφωνιών, σε κάθε περίπτωση είναι ανοιχτή σε μια διαρκή συγκρουσιακότητα.
3. Αφότου οριστεί αυτό το πλαίσιο, στο οποίο, όπως έχουμε δει, φαίνεται να παγιώνεται μια συγκεκριμένη συμφωνία κινδυνεύουμε ωστόσο να βρεθούμε σε ασυμφωνία εφόσον αναρωτηθούμε πού βρίσκεται το συνδικάτο σ’ αυτές τις νέες συνθήκες. Αν κοιτάξουμε τις λύσεις που προτείνονται, μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχουν δύο μορφές που αντιτίθενται ιδεατά: Α, το συνδικάτο ως καθαρή μορφή συμβασιακής αντιπροσώπευσης παγιωμένων εργατικών οργανισμών: είναι το μοντέλο του βορειοαμερικανικού συνδικάτου· Β, το συνδικάτο ως διαδικασία κοινωνικής αντιπροσώπευσης και συνεπώς ως εκείνο το σύνολο των κινημάτων που προτάσσονται σαν αντιπρόσωποι ολόκληρης της κοινωνίας, σαν συντελεστές στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις σε κοινωνικό επίπεδο, σαν εγγυητές του Κράτους Πρόνοιας και του εισοδήματος του πολίτη. Είναι το μοντέλο που εμφανίζεται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Ως εκ τούτου, στην πρώτη περίπτωση το συνδικάτο τοποθετείται στο εσωτερικό της «διακυβέρνησης» ως μερική λειτουργία της, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως λειτουργία που τείνει να γίνει παγκόσμια. Προσοχή: πιστεύουμε ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη αμφότερες τις θέσεις (και πραγματικά αυτό κάνουμε όταν τις εκλαμβάνουμε όχι σαν ιδεατά αντιτιθέμενους τύπους, αλλά ως στοιχεία μιας πάντοτε πιθανής σύνθεσης, ιστορικά προσδιορισμένης και τροποποιημένης). Αυτό που έχει σημασία δεν είναι να υιοθετήσουμε αυτούς τους ορισμούς κατά τρόπο ιδεολογικό ή σεχταριστικό: το συνδικάτο ως καθαρό «λόμπι» ή το συνδικάτο ως καθαρό «κίνημα». Στη διαπλοκή τους, αυτές οι λειτουργίες εξαρτώνται από τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων που παγιώθηκε από τους μεγάλους αγώνες (δημοκρατικούς ή επαναστατικούς) για τη διανομή του πλούτου και την οργάνωση του «welfare». Επιμένουμε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτές οι θέσεις είναι αμφότερες χρήσιμες (γιατί το συνδικάτο σαν «λόμπι» έχει συχνά την ικανότητα να αποσταθεροποιεί το μισθολογικό καθεστώς της καπιταλιστικής παραγωγής, ενώ το συνδικάτο σαν «κίνημα» έχει την ικανότητα να αποδομεί το σύνολο των σχέσεων προσταγής και συνεπώς, για να το πούμε έτσι, έχει την ικανότητα να ανοίγει δρόμο στην «οικοδόμηση του κοινού»!). Στις σημερινές συνθήκες, χαρακτηριζόμενες από τη «συνδυασμένη διάταξη» μεταξύ της κρίσης της αντιπροσώπευσης και της εμφάνισης της «διακυβέρνησης», αμφότεροι οι ορισμοί του συνδικάτου προσφέρουν βάσιμες πιθανότητες δράσης με τη χειραφετητική έννοια. Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι να καταγράψουμε αυτή την ποικιλία λειτουργιών και να καταφέρουμε να υπάρξει οποιουδήποτε τύπου σύνθεσή τους: είναι μάλλον αυτό της κατανόησης του πώς αυτές οι διαφορετικές δυνάμεις μπορούν να παίξουν στο εσωτερικό του συσχετισμού δυνάμεων που συγκροτούν σήμερα τα καθεστώτα της εκμετάλλευσης στην οργάνωση του κοινωνικού, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στη ρήξη των ισορροπιών εξουσίας που συγκροτούν την καπιταλιστική κυριαρχία. Ένα μόνο παράδειγμα αρκεί σε σχέση μ’ αυτό. Ιδιαιτέρως αποτελεσματική απεδείχθη η κάλυψη που έδωσε το παραδοσιακό κορπορατιστικό συνδικάτο (στο υπό συζήτηση θέμα το γαλλικό «λόμπι» γνωστό με το όνομα CGT) στο κίνημα των φοιτητών και των banlieusards στην πρόσφατη φάση των ταξικών αγώνων στη Γαλλία. Το κορπορατιστικό συνδικάτο δεν προσπάθησε να περικλείσει το κίνημα στο δικό του οργανωτικό δίκτυο, δεν προσπάθησε να το εγκλωβίσει στις λειτουργίες της μεσολάβησης που φυσιολογικά το κορπορατιστικό συνδικάτο αναλαμβάνει στις διαδικασίες της «διακυβέρνησης»: αντιθέτως, επέτρεψε στα κινήματα να κινηθούν, αφήνοντας ανοιχτή την κοινωνική τους δύναμη. Η πολιτική πρόθεση του «λόμπι» CGT δεν ήταν να επαναφέρει το κίνημα στις συνδικαλιστικές λειτουργίες, να συμπιέσει το ένα με το άλλο, αλλά μάλλον να επιτρέψει και να επισπεύσει, πολιτικά, μια άρθρωση μεταξύ πλήθους και κυβέρνησης. Σίγουρα, το συνδικάτο θα μπορούσε να δράσει θετικά μ’ έναν άλλο τρόπο αλλά, όπως τόσες άλλες φορές έχουμε δει, το «λόμπι» θα μπορούσε να δράσει και αρνητικά, με κατασταλτικό τρόπο.
4. Αν το πρόβλημα του συνδικάτου στη «διακυβέρνηση» δεν είναι αυτό της σύνθεσης αλλά του ανοίγματος, σε διαρκή ανανέωση μέσα από τους αγώνες, προσπαθούμε να συλλάβουμε και να ορίσουμε καλύτερα τη δυαδικότητα της συνδικαλιστικής λειτουργίας (σαν «λόμπι» και σαν «κίνημα») στη σημερινή φάση, να περιγράψουμε δηλαδή με ποιον τρόπο αμφότερες αυτές οι λειτουργίες μπορούν να παίξουν είτε σε άμεση σχέση με την κυβέρνηση (στην κοινωνική «διακυβέρνηση») είτε στην παγκόσμια σχέση με τις δομές των υπερεθνικών προσταγών. Διατηρώντας αυτή τη δυαδικότητα του «λόμπι» και του «κινήματος» (υποθέτοντας ότι μπορεί πάντοτε να ζει και αρθρώνεται αποτελεσματικά), νομίζουμε ότι το συνδικάτο μπορεί να λειτουργήσει ως μια τριπλή συσκευή: κατά πρώτον για να ερμηνεύσει και να αναγνωρίσει το χειραφετητικό κίνημα, κατά δεύτερον για να το παρουσιάσει (ενδεχομένως) ως υπερασπιστή μιας κοινής προοπτικής σε σχέση με τα κορπορατιστικά και κινηματικά συμφέροντα, και κατά τρίτον ως πολιτικός κατασκευαστής μιας νέας τάξης του πλήθους. Υπονοούμε πάντοτε, όταν μιλάμε μ’ αυτούς τους όρους, το συνδικάτο στη διπλή του λειτουργία σαν κορπορατιστικό «λόμπι» και σαν κοινωνικό «κίνημα», αντιλαμβανόμενοι πλήρως ότι καμιά απ’ αυτές τις δύο λειτουργίες δεν μπορεί εύκολα είτε να παραβλεφθεί είτε να ξεπεραστεί: όμως μπορούν να λειτουργήσουν μαζί αν ακριβώς εκφραστεί, την κατάλληλη στιγμή, η συμπληρωματικότητά τους. Να το πούμε καλύτερα: το συνδικάτο σαν «λόμπι» είναι αναγκαίο στο κεφάλαιο, το συνδικάτο σαν «κίνημα» είναι αναγκαίο στην υποκειμενικότητα της κοινωνικής εργατικής δύναμης. Το συνδικάτο λειτουργεί εφόσον δραστηριοποιεί τις δυνάμεις του αναφορικά μ’ έναν τελικό στόχο: τη χειραφέτηση του προλεταριάτου.
5. Αυτού λεχθέντος: αν, συνεπώς, σε μια στιγμή ανατρεπτικής έκφρασης του πλήθους, το συνδικάτο παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως λειτουργία της κορπορατιστικής αντιεξουσίας και ως κοινωνική συντακτική δύναμη, πώς αρθρώνονται αυτές οι δύο πλευρές; Τι είναι αυτό που θα μας επιτρέψει να σκεφτούμε ότι η κορπορατιστική λειτουργία, του «λόμπι», της κοινωνικής αντιεξουσίας, μπορεί να παράγει μια συντακτική εξουσία; Τι θα μας κάνει να πούμε ότι η κορπορατιστική αντιεξουσία και μια συντακτική εξουσία μπορούν να αντιπροσωπεύσουν μια προοδευτική άρθρωση της δράσης των κοινωνικών δυνάμεων και να καθορίσουν, μέσω αυτής της προόδου, ένα πραγματικό πέρασμα προς τα μπρος για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας; Προφανώς είναι δυνατόν να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο μονάχα αν εκλάβουμε τη σχέση μεταξύ αυτών των δυνάμεων με όρους διαφορετικότητας, δηλαδή ρήξης με την εξουσία. Οφείλουμε προκαταβολικώς να δεχθούμε ότι οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλεύομενοι δεν αποκαλούν με το ίδιο όνομα την εξουσία. Μόνο αλλάζοντας το όνομα της εξουσίας μπορεί να υπάρξει λύση σ’ ένα πρόβλημα, που σε διαφορετική περίπτωση μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου! Από τον συνδικαλισμό των ομοιοεπαγγελματικών κατηγοριών στην ακόμη πιο σφιχτή κοινωνική συνεργασία των κινημάτων της παραγωγής του κοινού: μπορεί να υπάρξει αυτή η δημιουργική σχέση εφόσον καταλάβουμε πώς ο ορισμός των βιοπολιτικών κοινωνικών κινημάτων αντιτίθεται (διαφέρει) από τη βιοεξουσία και τις δομές της. Ας εξηγηθούμε καλύτερα. Το συνδικάτο ζει σήμερα στο εσωτερικό μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο. Αν, ωστόσο, αποδεχτούμε κατά τρόπο άκαμπτο αυτόν τον ορίζοντα, δεν μπορούμε πλέον να συλλάβουμε έναν χώρο σύνταξης και κοινωνικού μετασχηματισμού ανοιχτό στη δράση των πληθών. Σ’ αυτή την περίπτωση, η έννοια της εξουσίας που εκφράζει το συνδικάτο, θα έμοιαζε καθ’ όλα αντίστοιχη, δηλαδή στην ουσία θα ταυτιζόταν, με την έννοια της εξουσίας και τα κανονιστικά περιεχόμενα που το καπιταλιστικό κράτος επιβάλλει στην κοινωνία. Συνεπώς, λοιπόν, το πρώτο μας πρόβλημα είναι να μετακινήσουμε, να αρθρώσουμε εκ νέου, να εκδιώξουμε αυτή την παγκοσμιότητα της βιοεξουσίας και, συνεπώς, να διακριβώσουμε σε βιοπολιτικό επίπεδο μια αντίσταση και μια προοπτική ρήξης πάντοτε ανοιχτές. Οι τρεις δυνάμεις της «αναγνώρισης», του «σχεδίου» και της «σύνταξης» που προηγουμένως επισημάναμε θεωρητικά ως χαρακτηριστικά του συνδικάτου στις σημερινές συνθήκες, πρέπει τώρα να τύχουν νέας επεξεργασίας, προκειμένου να διακριβωθεί το πεδίο στο οποίο εκφράζεται η βιοπολιτική αντίσταση των κινημάτων. Το να αντιτάξεις στη βιοπολιτική εξουσία τον βιοπολιτικό ιστό σημαίνει στην πραγματικότητα να αντιτάξεις στην προσταγή και στη δομή του κεφαλαίου και του κράτους του το κίνημα και τη δυναμική της συντακτικής εξουσίας. Το ενδιαφέρον μας θα εστιαστεί στον προσδιορισμό μιας «διαδικασίας μετάβασης» που θα επιτρέψει να εξαλειφθούν οι κορπορατιστικές λειτουργίες του συνδικάτου μέσα σε μια προοδευτικά ολοένα και πιο αποτελεσματική έκφραση των κινημάτων, αλλά και στο να φανταστούμε πώς η άσκηση της αντιεξουσίας οδηγεί στη συντακτική εξουσία, πώς η αποδοχή μιας ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας οδηγεί στην παραγωγή μιας νέας υποκειμενικότητας, πώς οι διαδικασίες της χειραφέτησης από τον μισθό οδηγούν στην οργάνωση της απελευθέρωσης. Δεν πρόκειται για κάτι διαφορετικό από εκείνο που ο παλιός –αλλά και πάντοτε νέος– Γκράμσι υποδείκνυε ως το πέρασμα από τους αγώνες των πρωτοποριών στην κοινωνική ηγεμονία του προλεταριάτου.
6. Για να δώσουμε και πάλι ένα παράδειγμα της λειτουργίας του συνδικάτου στη σημερινή μεταβατική περίοδο, θα αναφερθούμε στους γαλλικούς αγώνες μεταξύ 2005 και 2006. Αυτοί οι αγώνες χαρακτηρίστηκαν από μια βαθιά, στενή σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών και εδαφικών αγώνων, μεταξύ των συνδικαλιστικών και μητροπολιτικών αγώνων. Όπως είναι γνωστό, οι αγώνες ξεκίνησαν σ’ εκείνες τις περιφέρειες (les banlieues) όπου η φορντιστική εργατική τάξη κλείστηκε σ’ ένα γκέτο προκειμένου να εξισορροπηθεί η κρίση της παραδοσιακής εκβιομηχάνισης και όπου ο παλιός εγκλεισμός στις παραγωγικές διαδικασίες (οργανωμένες με φορντιστικούς όρους και τώρα πια σε κρίση) τέλειωσε προκειμένου να γίνει κοινωνικός αποκλεισμός, απαρτχάιντ. Οι περιφέρειες έγιναν τόπος εξορίας. Και τότε ολόκληρη η δομή του κράτους άρχισε να λειτουργεί για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης κοινωνικού αποκλεισμού και ανεργίας: οι αποκλεισμένοι από την παραγωγή γίνονται «racaille», κοινωνικά απόβλητα. Όταν, εναντίον αυτής της θέλησης της βιοεξουσίας, ξεκινούν οι αγώνες, η προσπάθεια εκ μέρους του κράτους προκειμένου να απομονωθούν είναι άγρια: δεν είναι επιθυμητό αυτοί οι αγώνες να περάσουν από το επίπεδο της άμυνας και της επιβίωσης σ’ ένα επιθετικό και κινηματικό επίπεδο, δεν είναι επιθυμητό αυτοί οι αγώνες να διατυπώσουν κοινούς μηχανισμούς συντακτικής διαμαρτυρίας και να επεκταθούν σε άλλους κοινωνικούς τομείς της παραγωγικής εργασίας. Τι ηλιθιότητα των ελίτ της εξουσίας! Δεν έχουν καταλάβει ότι στα καθεστώτα του αναπτυγμένου καπιταλισμού δεν είναι πλέον δυνατό να κόβουν και να αποκλείουν ένα μέρος της κοινωνίας! Πράγματι, ολόκληρη η κοινωνία έχει καταστεί παραγωγική, και ακόμη περισσότερο, παραδόξως, είναι εκείνες οι γειτονιές, «οι εξορισμένες», όπου νέες βιοπολιτικές, ζωτικές, πολιτιστικές, άυλες συμπεριφορές συγκροτούνται ακατάπαυστα, μέσα στον πόνο, στην αβεβαιότητα της σχέσης μεταξύ εγκλεισμού και αποκλεισμού, αλλά και στη ζωτικότητα και τη φαντασία της νεολαίας και στην απελπισία της φτώχειας. Και είναι ακριβώς μέσω αυτής της διαδικασίας που οι αγώνες μεταφέρονται σε νέους τομείς της παραγωγικής, άυλης, διανοητικής, γνωστικής εργασίας, φτάνοντας μέχρι το κέντρο των μητροπόλεων. Είναι μέσω αυτών των ροών που συγκροτείται ένας νέος χώρος και ένας νέος χρόνος των αγώνων, όταν ακριβώς τα όρια, τα σχίσματα και οι παγιωμένες από τη βιοεξουσία κοινωνικές ρήξεις ανατρέπονται από τα βιοπολιτικά κινήματα. Το μεγάλο εγχείρημα του γαλλικού συνδικάτου συνίσταται στο πλησίασμα αυτών των διαδικασιών και στη σύλληψη της δύναμης αυτού του περάσματος. Σίγουρα, εμείς δεν ξεχνάμε πόσο το γαλλικό συνδικάτο είναι ενίοτε συντηρητικό και κορπορατιστικό. Αλλά δεν είναι τώρα η ώρα για να επιπλήξουμε το παρελθόν. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η ισχύς που έχουν αποκτήσει τα βιοπολιτικά κινήματα προκειμένου να υπερπηδήσουν και να ανατρέψουν κάθε ιδεολογικό φράχτη. Όλα αυτά συμβαίνουν λες και θα πρέπει να επαληθευθεί ένα χαρούμενο ένστικτο: σήμερα, πώς θα τα εντάξουμε όλα αυτά σ’ ένα πρόγραμμα, πώς θα τα κάνουμε μια συνεχή πρακτική που θα συνδέει στο βιοπολιτικό πεδίο τη χειραφέτηση των σωμάτων και την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό;
7. Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ κινημάτων και κυβέρνησης είναι ευρύτερο και βαθύτερο, πιο αντιφατικό και ριψοκίνδυνο απ’ ότι έχουμε πει μέχρι εδώ. Εμείς το ψάξαμε σε σχέση με το συνδικαλιστικό ζήτημα. Αλλά αυτό πρέπει να ειδωθεί γενικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα η κρίση του καπιταλιστικού κράτους είναι μη αντιστρέψιμη και ότι, αντιθέτως, τα κινήματα προεικονίζουν νέους τρόπους ζωής. Όμως η απόσταση που χωρίζει αυτές τις δύο δυναμικές είναι ακόμη μεγάλη… Αν ξαναδούμε όσα είπαμε μέχρι εδώ, δηλαδή το συνεχές άνοιγμα που πρέπει να υπάρξει στη χειραφετητική διαδικασία μεταξύ των λειτουργιών που βρίσκονται στο εσωτερικό της οργάνωσης του κράτους (για παράδειγμα το συνδικάτο σαν «λόμπι») και τις δυνατότητες που βρίσκονται έξω απ’ αυτή (το συνδικάτο σαν «κίνημα») μπορούμε με τον ίδιο τρόπο –σε μια κοινωνική πραγματικότητα επενδυμένη από την πολιτική και συνεπώς χαρακτηριζόμενη ως βιοπολιτική– να σκεφτούμε τον ανταγωνισμό μεταξύ του μέσα και του έξω ως χαρακτηριστικό κάθε τομέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, όταν αυτός εξετάζεται στο πλαίσιο του χειραφετητικού σχεδίου. Σύγχρονοι φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι προσπάθησαν να χαρακτηρίσουν και να αρθρώσουν αυτή τη σχέση μεταξύ μέσα και έξω ως σχέση μεταξύ ενότητας και διαφορών. «Χωρίς γη», «sans papiers», «χωρίς σπίτι», άνεργοι και «χωρίς μισθό», έγχρωμοι ή μιγάδες πληθυσμοί, γυναίκες φτωχές και υποταγμένες, και χίλιες άλλες δυο κατηγορίες πολιτών, οικονομικά και παραγωγικά υποκείμενα, συγκροτούν και αντιπροσωπεύουν αυτές τις διαφορές. Σήμερα, κάθε φορά που αυτές οι διαφορές παρουσιάζονται σαν μη αναγνωρισμένες και/ή αποκλεισμένες από εκείνες τις βιοεξουσίες που συγκροτούν τα έθνη, κάθε φορά που ο πληθυσμός είναι διαχωρισμένος ή ιεραρχημένος σύμφωνα με τις αυταρχικές διακρίσεις του χρώματος, της ηλικίας, του φύλου και/ή του επαγγέλματος, είναι εδώ που πρέπει να τεθεί το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη. Κατά τρόπο απολύτως ριζοσπαστικό και παίζοντας στο εσωτερικό αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης που έχει ήδη αποκαλύψει η συνδικαλιστική σχέση. Δεν θα είναι οι ψευδαισθήσεις περί συμμετοχής ούτε (μόνο) οι πράξεις θετικών διακρίσεων που θα μας επιτρέψουν να ξεπεράσουμε τις συνθήκες αποκλεισμού και εκμετάλλευσης. Μπορεί να τις εξασθενίσουν, ωστόσο σπανίως θα μπορέσουν να τις διαρρήξουν. Πώς μπορεί να σπάσει η σχέση ενότητας και διαφορών που καθορίζουν οι βιοεξουσίες; Πώς μπορεί να απελευθερωθεί αυτή η υψηλή ένταση απελευθέρωσης που εμφανίζεται ωστόσο στο εσωτερικό αυτών των σχέσεων; Εμείς πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια πολιτική χειραφέτησης αν οι δομές της αντιεξουσίας των εργαζομένων δεν ανοίξουν στην αναγνώριση και στην κοινότητα ενός συντακτικού σχεδίου με τις ομάδες των διαφορών. Σ’ αυτές τις τελευταίες, εν τέλει, εναπόκειται το καθήκον να αναγνωρίσουν τη διαφορά τους ως μια δύναμη που εμπλουτίζει την κοινωνία, αρνούμενες κάθε σχέδιο ταύτισης και κάθε ψευδή ώθηση προς το οικουμενικό. Κάθε μάχη για την ελευθερία είναι σήμερα δυνατή και καρποφόρα μόνο εφόσον οι διαφορές γίνουν αποδεκτές ως τέτοιες και το πλήθος αναγνωριστεί ως ένα σύνολο και συνεργασία των διαφορών.
Το κείμενο του Τόνι Νέγκρι δημοσιεύθηκε στην ιταλική επιθεώρηση Posse, Νοέμβρης 2006.
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Πέρα από την οικονομία
To οικονομικό είναι μια αναπαράσταση της πραγματικότητας που άλλαξε βαθιά το κοινωνικό φαντασιακό, συνεπώς και την κοινωνία. Πρόκειται για έναν μύθο που ήρθε να καλύψει ένα ιστορικο-κοινωνικό κενό. Γι' αυτό και πρόκειται για μια σημασία που καθορίζει αποφασιστικά τις πράξεις του ανθρώπου. Ένας μύθος που μοιάζει αθάνατος, αλλά που στην πραγματικότητα είναι πολύ εύθραυστος. Η κατανόηση και ο προσδιορισμός του χώρου που καταλαμβάνει το οικονομικό στη θέσμιση της σύγχρονης κοινωνίας, ίσως μας επιτρέψει να ακολουθήσουμε μια διαδικασία αποκωδικοποίησης, η οποία, θεμελιωμένη πάνω σε μια μη οικονομική δράση, αυξάνει την πιθανότητα να πάμε πέρα από την οικονομία. Διερωτώμενοι-ες, επιπλέον, για το ποια μπορεί να είναι η θέση που θα καταλαμβάνει η οικονομία, αν Βεβαίως θα υπάρχει μια τέτοια θέση, σε μια ελευθεριακή κοινωνία; Αυτές είναι οι διερωτήσεις που έχει ο Λουτσιάνο Λάντσα, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, υπεύθυνος σύνταξης της ιταλικής αναρχικής επιθεώρησης Libertaria και συγγραφέας του βιβλίου για την υπόθεση Πινέλι, Bombe e segreti. Piazza Fontana 1969, εκδόσεις Eleuthera.