Σελίδες

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Fernando Savater ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ INDIGNADOS


Το πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο των λεγόμενων indignados [αγανακτισμένων στα ισπανικά, σ.τ.Μ.] είναι μια από τις μεγαλύτερες καινοτομίες των τελευταίων χρόνων στην ισπανική δημόσια σφαίρα και έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και σε άλλες χώρες. Τον Μάρτη του 2011 εκατοντάδες και ενίοτε χιλιάδες άτομα, στην πλειοψηφία τους νεαρής ηλικίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν τις πλατείες διάφορων ισπανικών πόλεων –ξεκινώντας από την εμβληματική Puerta del Sol της Μαδρίτης–, προκειμένου να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην πολιτική κατάσταση και στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την οικονομική κρίση, με τις περικοπές των δημοσίων δαπανών κ.ο.κ. Το όνομα indignados προέρχεται από την μπροσούρα του Stéphane Hessel Αγανακτείστε!, που αποτέλεσε ένα είδος μανιφέστου του κινήματος, ευρέως διαδεδομένο και συζητημένο. Οι indignados είναι ένα φαινόμενο σύνθετο που εξελίχθηκε με την πάροδο των μηνών και παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πλευρές σε ότι αφορά τη δυσκολία αλλά και την αναγκαιότητα άρθρωσης μιας ριζοσπαστικής πρότασης αλλαγής στις δημοκρατίες μας.Οι πιο άμεσοι λόγοι που προκάλεσαν την κινητοποίηση των indignados είναι ξεκάθαροι: η Ισπανία είναι η ευρωπαϊκή χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (20%), κυρίως ανάμεσα στους νέους (πάνω από 40%). Δεδομένου ότι η εκπαίδευση σε αυτή τη χώρα είναι πολύ ακριβή και η επαγγελματική ακόμη περισσότερο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση βραχυπρόθεσμα. Για να εμποδιστεί μια παρέμβαση της Ευρώπης στην ισπανική οικονομία ανάλογη με αυτή που θεωρήθηκε αναγκαία στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Θαπατέρο επέβαλλε περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και κατέστησε πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας. Ο αγανακτισμένος κόσμος που κατέλαβε τις πλατείες ισχυρίζεται ότι τέτοια μέτρα ρίχνουν το κοινωνικό κόστος της κρίσης σε αυτούς που είναι οι λιγότερο υπεύθυνοι, δηλαδή στους εργαζόμενους, ενώ οι τράπεζες και οι μεγάλες πολυεθνικές λαμβάνουν κάθε είδους βοήθεια προκειμένου να ξανασταθούν στα πόδια τους και να βγουν αλώβητες από την καταστροφή.
Έτσι, η πρώτη διαπίστωση στην οποία μπορεί να προχωρήσει κανείς είναι ότι οι indignados κινητοποιήθηκαν προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, αν και αργότερα προσέδωσαν ένα θεωρητικό άρωμα στις προτάσεις τους, επικαλούμενοι ιδανικά λίγο πολύ ευγενή. Εδώ δεν βλέπω τίποτα κακό: εγώ, όπως και άλλοι, πιστεύω ότι υπάρχουν συμφέροντα παντελώς νόμιμα και ιδανικά εξαίρετα. Πριν την κρίση πολλοί ισπανοί, κυρίως νέοι, υπερηφανεύονταν επειδή δεν ήταν πολιτικοποιημένοι και μάλιστα μέχρι που απεχθάνονταν την πολιτική. Η πολιτική τάξη ήταν η ίδια που έχουμε σήμερα, οι μισθοί ίδιοι, ίδιος και ο εκλογικός νόμος, όμοιος ο ρόλος των συνδικάτων και των αφεντικών, η εκπαίδευση εξίσου ακριβή… αλλά πολλοί νέοι και αρκετοί μεγαλύτεροι δεν έβρισκαν σε όλα αυτά κάποιον επιτακτικό λόγο προκειμένου να ασχοληθούν με την πολιτική. Απεναντίας, τη θεωρούσαν μια βαρετή ενασχόληση, ελιτίστικη, σχεδόν απεχθή. Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεχόταν τις κριτικές πολλών, αλλά και τη συγκατάβαση όχι λίγων: πολλοί αποδέχονταν ευχαρίστως τη χρέωση στις τράπεζες προκειμένου να αυξήσουν την καταναλωτική τους δυνατότητα, η κερδοσκοπία των ακινήτων ήταν στην ημερησία διάταξη και όχι μόνο ανάμεσα στους πλουτοκράτες, ενώ στις τουριστικές περιοχές οι πιο νέοι άφηναν τις σπουδές για να δουλέψουν στα μέρη που σύχναζαν οι ξένοι, δηλαδή εκεί όπου ήταν καλές οι προοπτικές κέρδους. Και αυτές οι συνθήκες, φαινομενικά ευνοϊκές αλλά με πολλά ύποπτα χαρακτηριστικά, δεν προκαλούσαν την αγανάκτηση σχεδόν κανενός.
Η οικονομική κρίση και η ανεξέλεγκτη πλημμυρίδα της ανεργίας απομάκρυναν τον κόσμο από την αυταπάτη της αφθονίας με μηδενικό κόστος. Ένα από τα πλέον εμβληματικά συνθήματα των indignados, όταν τελικά κινητοποιήθηκαν, είχε να κάνει με τους πολιτικούς: «Δεν μας αντιπροσωπεύουν». Αυτό το καλοπροαίρετο και πομπώδες σύνθημα ακούγεται παράφωνο για δύο τουλάχιστον λόγους. Κατά πρώτο λόγο, η πολιτική αντιπροσώπευση είναι ένα θεσμικό ζήτημα, δεν έχει να κάνει με μια ανοιχτή ταύτιση με εκείνους που εκλέχθηκαν για να αναλάβουν τα δημόσια βάρη. Το πρόβλημα των πολιτικών είναι ακριβώς ότι μας αντιπροσωπεύουν, ακόμη και όταν δεν απολαμβάνουν της συμπάθειας μας, με την έννοια ότι από τη στιγμή κατά την οποία εκλέγονται, μπορούν να πάρουν ή να μην πάρουν αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν τη ζωή μας. Είναι συνεπώς σημαντικό να επιλέξουμε σωστά, να τους στείλουμε σπίτι τους αν αποδειχτούν ανίκανοι και να προσπαθήσουμε να βρούμε πιο ελπιδοφόρες εναλλακτικές από εκείνες που έχουμε σήμερα. Κατά δεύτερο λόγο, οι ισπανοί πολιτικοί που αρχικά αρνούνταν την κρίση, κατόπιν προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν τις διαστάσεις της και κατέληξαν να μην ξέρουν πώς να τη διαχειριστούν, αντιπροσωπεύουν μάλλον καλά την πολιτική μυωπία, την αναζήτηση άμεσων και χωρίς προσπάθεια αντισταθμιστικών λύσεων και την αδιαφορία για εναλλακτικές απέναντι στο στάτους κβο (oι οποίες απαιτούν μια ενεργή ένα-σχόληση), που χαρακτήριζαν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών οι οποίοι σήμερα υποφέρουν από τις συνέπειες εκείνης της νωθρότητας και αγανακτούν.
Ένα άλλο από τα πιο σημαντικά συνθήματα των indignados ζητούσε μια «πραγματική δημοκρατία». Λοιπόν, ακόμη και αυτό το αίτημα μας αφήνει αμήχανους. Γιατί είναι ακριβώς η πραγματική δημοκρατία (όπως κάποτε ο υπαρκτός σοσιαλισμός στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) αυτή την οποία έχουμε, αυτή που μας κάνει να αγανακτούμε και αυτή η πραγματική δημοκρατία είναι σε αντίθεση με μια «ιδανική» δημοκρατία που θα αντιπροσώπευε χωρίς αμφισημίες και χειραγωγήσεις τους πιο ευγενείς λαϊκούς πόθους… αλλά που δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία (δεν υπήρξε ούτε στην Αθήνα, φυσικά) χωρίς εμπόδια, περιορισμούς και αντιδημοκρατικές πλεκτάνες. Όσο περισσότερο είναι μια δημοκρατία πραγματική τόσο λιγότερο είναι ιδεατή και τόσο περισσότερο αντανακλά τις αντιφάσεις και τις καταχρήσεις μιας κοινωνίας. Να προσθέσω και κάτι ακόμη: αντανακλά την εσωτερική αντίφαση που υπάρχει στον καθένα από εμάς ανάμεσα στο άγχος για δικαιοσύνη που θέλουμε να μας χαρακτηρίζει και τη διαρκή λαχτάρα για άδικα προνόμια ή πλεονεκτήματα. Ή την αντίφαση ανάμεσα στους πραγματικούς και ειλικρινείς πολιτικούς που λέμε ότι θέλουμε και τους συμπαθητικούς δημαγωγούς που στην πραγματικότητα ψηφίζουμε. Ποιον θα ψηφίζαμε, έναν πολιτικό καθόλα ειλικρινή που θα ομολογούσε τα όρια και τις αμφιβολίες του ή κάποιον που θα μας ζητούσε να θυσιαστούμε για το κοινό καλό εις βάρος του προσωπικού μας συμφέροντος;
Η πραγματική και πραγματιστική δημοκρατία ξεκινά κυρίως με την κατανόηση ότι είμαστε όλοι πολιτικοί και ότι καμία αντιπροσώπευση, όσο πετυχημένη και τίμια κι αν είναι, δεν μας απαλλάσσει από το να ενδιαφερόμαστε για τα δημόσια πράγματα, να εξετάζουμε τα προβλήματα και να συνεργαζόμαστε ενεργητικά για την εξεύρεση λύσεων. Κάποιοι από τους ισπανούς indignados μοιάζουν αγνοί σ’ έναν κόσμο φιλοδοξιών και λαθών. Καμιά πραγματική δημοκρατία δεν μπορεί να αποδεχτεί έναν μανιχαϊσμό τόσο ιδιοτελή και βολικό. Αληθεύει σαφώς, όπως είπαν στην Puerta del Sol και στις άλλες πλατείες, ότι είναι αναγκαίο να υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στη δημοκρατία, στη σεχταριστική σκλήρυνση των κομμάτων, στις ανεξέλεγκτες αγορές υπέρ της αδηφάγου καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, για την αποτελεσματική θεσμοποίηση μιας δικαιοσύνης που δεν θα συμβιβάζεται με τα κόμματα, για ένα ποιοτικό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης και για τόσα άλλα πράγματα. Αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι δυνατό εφόσον η κριτική της πολιτικής συνεχίζει να είναι μια κριτική των πολιτικών χωρίς μια αυτοκριτική των πολιτών. Η αγανάκτηση δεν αρκεί. Όπως έλεγε ο Σπινόζα, το σημαντικό δεν είναι να μισείς ή να χειροκροτείς, να γελάς ή να κλαις, αλλά να καταλαβαίνεις. Περισσότερο Σπινόζα και λιγότερο Hessel, παρακαλώ.

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιταλική επιθεώρηση «MicroMega», τεύχος 8, 2011.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Επανάσταση;


«Η θεσμική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο μέσω αυτού που θεσμίζει και το θεσμισμένο περιορίζει αναγκαστικά τις άπειρες δυνατότητες της ανθρώπ-ινης δράσης στα όρια του εγκαθιδρυμένου. Επίσης, η επανάσταση δεν θα γίνει από τις υποκειμενικότητες των φωτισμένων συνειδήσεων, αλλά χρειάζεται η συλλογική δράση, η έγερση των μαζών, η εξέγερση. Και η εξέγερση θα βρίσκει πάντοτε μπροστά της την ισχύ της θεσμισμένης τάξης, που διαμορφώνει την ιεραρχική κοινωνία, την ισχύ του κράτους. Συνεπώς η επανάσταση δεν είναι μονάχα μια ιδέα, είναι και ένα γεγονός, ένα συμβάν ενταγμένο στην ιστορία. Το συμβάν αντιστοιχεί στις συνθήκες της κοινωνίας που το παράγει. Τα ιστορικά γεγονότα δεν αναπαράγονται ποτέ με τον ίδιο τρόπο, ούτε καν από τις ίδιες συνθήκες. Και το επαναστατικό φαινόμενο είναι πάντοτε πολλαπλό, διαφορετικές εστίες εξέγερσης συγκλίνουν για να μετασχηματιστεί ένα καθεστώς σε μια εικόνα του παρελθόντος: στο παλιό καθεστώς».

Εντουάρντο Κολόμπο

«Για μένα ο αναρχισμός είναι παιδί της νεωτερικότητας οπότε, με το πλήρωμα του χρόνου, θα εξαφανιστεί μαζί της. Όμως αυτή μου η πεποίθηση μακράν απέχει από το να διακατέχεται από απαισιοδοξία. Περιμένοντας το προσεχές του τέλος, ο αναρχισμός ωφελεί τα μέγιστα εφόσον τον καλλιεργούμε όπως καλλιεργούμε ένα φυτό, η ομορφιά του οποίου προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη βεβαιότητα ότι θα πραγματωθεί πλήρως στο παρόν, εφόσον αυτό είναι ο μοναδικός του ορίζοντας».

Τόμας Ιμπάνιεθ