Σελίδες
▼
Τρίτη 25 Ιουνίου 2013
Η δημιουργικότητα και ο έμπορος - Arturo Schwarz
Τα προβλήματα που συνδέονται με τη δημιουργική δραστηριότητα του καλλιτέχνη ή του κριτικού της τέχνης εντάσσονται στο πλαίσιο μιας συζήτησης στην οποία, από την εποχή του Μιχαήλ Μπακούνιν και του Καρλ Μαρξ, ενεπλάκη τόσο η ελευθεριακή όσο και η εξουσιαστική αριστερά. Τι είδους σχέση πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην εξουσία και τον παραγωγό της κουλτούρας, ανάμεσα στον πολιτικό και τον δημιουργό ή ακόμη ανάμεσα στην τέχνη και την επανάσταση; Αντί να επανέλθουμε σε ένα ερώτημα ευρέως συζητημένο και για το οποίο έχω ήδη πει τη γνώμη μου αλλού, θα ήθελα να εντοπίσω αυτήν τη γενικότερη προβληματική σε ορισμένα ιδιαίτερα θέματα και πιο συγκεκριμένα να επικεντρωθώ στην ενασχόληση και τις προοπτικές του κριτικού, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τις συνθήκες που θα πρέπει να ξεπεράσει αν θέλει να ασκήσει ελεύθερα τον ρόλο του.
Πρέπει να απαιτούμε από τον κριτικό, πέρα από μια συνεκτική επαγγελματική προπαρασκευή, και μια στέρεα πολιτική κουλτούρα, που θα τον βοηθήσει να αμφισβητήσει καλύτερα την κυρίαρχη πολιτιστική πολιτική; Θα θέλαμε να ενασχοληθεί με την ανάπτυξη μιας επαναστατικής κουλτούρας προκειμένου να συμβάλει στην πραγματοποίηση μιας αυθεντικής πολιτιστικής επανάστασης σε ατομικό επίπεδο, απαραίτητη προϋπόθεση για μια συλλογική συνειδητοποίηση; Σαφώς. Όμως ποια είναι η κατάσταση που καθορίζεται από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε;
Δεν πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να θυμίσουμε πόση λίγη εκτίμηση απολαμβάνει ο διανοούμενος στην κοινωνία μας και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα είτε της δεξιάς είτε της αριστεράς. Παντού, προκειμένου να επιβιώσει και πέρα από σπάνιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αυτός δεν είναι τίποτ’ άλλο από απολογητής του συστήματος. Στην περίπτωση του κριτικού της τέχνης η υποταγή είναι διπλή αφού αυτός πρέπει επίσης να υπακούει στις επιταγές της αγοράς της τέχνης, κυριαρχούμενης από τα συμφέροντα ενός ετερογενούς συνασπισμού εμπόρων, διευθυντών μουσείου, συλλεκτών, οι οποίοι επιβαρύνουν σοβαρά τη δραστηριότητά του. Φυσικά η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη από ότι λέμε τώρα. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μια σειρά παραγόντων που μπορούν να αποδειχτούν άλλο τόσο καθοριστικοί, όπως η ευφυΐα κάποιων κριτικών, η επιθετικότητα ορισμένων εμπορικών ομαδοποιήσεων, το ανατρεπτικό φορτίο μιας συγκεκριμένης καλλιτεχνικής παραγωγής.
Το γεγονός ότι ο κριτικός της τέχνης τόσο λίγης εκτίμησης συνιστά μια παράδοξη κατάσταση. Οι συνεργάτες της πλειοψηφίας των καθημερινών εφημερίδων και των περιοδικών έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, μια ελαχιστότατη επαγγελματική προπαρασκευή. Τις περισσότερες φορές η κριτική της τέχνης ανατίθεται στον πιο νεαρό δημοσιογράφο, ο οποίος προκειμένου να εκτελέσει το καθήκον του περιορίζεται στο να παραφράζει εισαγωγικά κείμενα ή να «κλέβει» μέσα από συνεντεύξεις τον καλλιτέχνη ή τον κριτικό που παρουσιάζει τον κατάλογο.
Το πανόραμα της ακραίας ένδειας δεν αλλάζει ακόμη κι όταν ορισμένες καθημερινές εφημερίδες και περιοδικά πανεθνικής κυκλοφορίας ευνοούνται από τη συνεργασία πεπαιδευμένων κριτικών. Η κριτική της τέχνης, στην Ιταλία όπως και αλλού, βρίσκεται σε τόσο χαμηλό επίπεδο γιατί το υπερφίαλο του κριτικού είναι μια απαίτηση του συστήματος: είναι πιο εύκολο να ελεγχθεί η αντίδραση εκείνου ο οποίος, όντας σε κατώτερο επίπεδο λόγω της άγνοιάς του, δεν τολμά να αμφισβητήσει αυτό που η κερδοσκοπική στιγμή θέλει να αξιοποιήσει. Η βιομηχανική παραγωγή βασιλεύει στις ανάγκες που δημιουργούνται τεχνητά και οι οποίες χαρακτηρίζουν την κοινωνία της κατανάλωσης. Η αγορά της τέχνης δεν ξεφεύγει από αυτή τη δυναμική. Ενώ στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα τα καλλιτεχνικά κινήματα κινητοποιούνταν από έναν σύνθετο αστερισμό ηθικών ή κοινωνικών αισθητικών λογικών και κατά συνέπεια ήταν ολιγάριθμα, σήμερα είναι οι αξιώσεις της καταναλωτικής κοινωνίας που καθορίζουν τη γέννησή τους. Αλλά περισσότερο και από κινήματα πρέπει να μιλάμε, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, για μόδες. Όπως όλες οι μόδες και αυτές ακολουθούν έναν φρενήρη ρυθμό. Ρυθμό που ανταποκρίνεται πλήρως στα συμφέροντα της τριμερούς έμπορος-κριτικός-διευθυντής μουσείου.
Η ταχύτητα με την οποία ο καλλιτέχνης περνά από την ανωνυμία στην επιτυχία και κατόπιν στη λήθη βρίσκει τους πάντες σύμφωνους εκτός, προφανώς, από τον άμεσο πρωταγωνιστή. Ο έμπορος βλέπει να εξασφαλίζεται η συνέχεια της ζήτησης, ο κριτικός επιβεβαιώνει τον ρόλο του, ο διευθυντής του μουσείου τη λειτουργία του. Ο μηχανισμός της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτό το τριπλό αποτέλεσμα είναι τώρα πια στοιχειώδης. Ο έμπορος της τέχνης θέλει να διευρύνει τον κύκλο των πελατών του κατακτώντας νέες κατηγορίες συλλεκτών είτε με όρους ηλικίας (οι νέες γενιές είναι πιο δεκτικές στα σύγχρονα με αυτές ρεύματα) είτε με όρους χρηματιστικούς: η τάξη των νέων αναδυόμενων επαγγελματιών προσφέρει αρκετές ευκαιρίες.
Προτείνοντας σύγχρονους καλλιτέχνες οι έμποροι πετυχαίνουν το διπλό αποτέλεσμα να προσφέρουν ένα προϊόν σύμφωνα με τα γούστα του αγοραστή και σε τιμή ακόμη λογική. Η ζήτηση προκαλεί μια σπάνη του προϊόντος και συνεπώς μια αύξηση των τιμών. Δεδομένου ότι είναι η τιμή που καθορίζει την αξία του προϊόντος στην αγορά της τέχνης, υπεισέρχεται ως αγοραστής σε αυτό το δεύτερο στάδιο κι ένας κύκλος μεγαλύτερων συλλεκτών, που συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση της ζήτησης και συνεπώς και των τιμών. Αυτό συμβαίνει όσο δεν προτείνεται ένα νέο προϊόν, το οποίο θα κάνει να ξεχαστεί το ενδιαφέρον για το προηγούμενο.
Για το λανσάρισμα του νέου καλλιτέχνη είναι απαραίτητη η συνεργία του κριτικού της τέχνης. Η συμβολή του μπορεί να είναι είτε ενεργητική είτε παθητική. Στην πρώτη περίπτωση είναι αυτός που ανακαλύπτει τον καλλιτέχνη τον οποίο λανσάρει από κοινού με τον έμπορο και τον διευθυντή του μουσείου• σε διαφορετική περίπτωση, πιο σεμνά, θα περιοριστεί στην υποστήριξη μέσω παρεμβάσεών του στην πρωτοβουλία ενός συναδέλφου που προτίθεται, φυσικά, να προχωρήσει σε «μια καλή ανταλλαγή». Η ακραία κινητικότητα της αγοράς της τέχνης ευνοεί συνεπώς και το δεύτερο μέλος της συμμαχίας. Ο διευθυντής του μουσείου (και σκέφτομαι πιο συγκεκριμένα εκείνους σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό η Γαλλία) έχει σε αυτή τη διαδικασία έναν αποφασιστικό ρόλο. Ωθούμενος από την επιθυμία να μη χάσει το τρένο και με τη φιλοδοξία να φτάσει πρώτος, έτσι ώστε να επωφεληθεί της «οξυδέρκειας» του, σπεύδει να εντάξει το έργο του καλλιτέχνη στο μουσείο του, ή να τον πείσει να συμμετάσχει σε μια συλλογική έκθεση ή, ακόμη καλύτερα, να του στήσει μια ατομική. Το αποτέλεσμα είναι εκείνο που στην πολιτική αποκαλείται «αποτέλεσμα ντόμινο». Στις Ηνωμένες Πολιτείες ακμάζει ένα ευρύ δίκτυο μουσείων που ακολουθούν προσεχτικά τη δραστηριότητα του μουσείου της Νέας Υόρκης. Με τη σειρά του, αυτό τροφοδοτεί, με καταχρηστικό τρόπο, τις αντιλήψεις των γερμανικών, των αγγλικών και των γαλλικών μουσείων. Όταν ένας καλλιτέχνης παρουσιάζεται σε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης και ένα ή περισσότερα έργα του πωλούνται, το παράδειγμα ακολουθείται κυκλικά από τα ιδρύματα της περιφέρειας. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αναρρίχηση των τιμών παίζουν οι τοπικοί συλλέκτες, που συνενώνονται σε εταιρείες ονομαζόμενες «φίλοι του μουσείου», που χρηματοδοτούν τις αγορές. Αυτές οι εταιρείες εμπλέκονται σε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό παιχνίδι. Προσπαθούν να ξεπεράσουν η μία την άλλη στην πολιτική των αποκτημάτων, έτσι ώστε η έγκριση της Νέας Υόρκης να προκαλεί μια αλυσιδωτή αντίδραση. Κανένα μουσείο δεν θέλει να έρθει δεύτερο. Με δεδομένο τον αριθμό τους και την περιορισμένη διαθεσιμότητα του προϊόντος, η επίδραση στην αμερικανική αγορά και η αντανάκλασή της στην ευρωπαϊκή, είναι αυτόματη. Συνθλιβόμενος ανάμεσα στον άκμωνα της καταναλωτικής κοινωνίας και τη σφύρα της τριπλής συμμαχίας, πώς μπορεί να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του ο καλλιτέχνης που δεν θέλει να υπακούει στους κανόνες του παιχνιδιού και ο κριτικός που θέλει να διατηρήσει την αυτονομία του; Ο Μαρσέλ Ντυσάμπ μου είπε μια μέρα ότι σε αυτή την κοινωνία τη μεταμορφωμένη σε μυρμηγκοφωλιά, ο αυθεντικός καλλιτέχνης περνάει στην παρανομία. Για μια ακόμη φορά είχε δίκιο. Έπειτα από όλα αυτά, το να είμαστε παράνομοι σε μια κοινωνία όπως η δική μας μου φαίνεται απολύτως απαραίτητο. Μπορούμε να κερδίσουμε αν ζούμε σε άλλα πεδία, έτσι ώστε να ικανοποιούμε, μέσω της οικονομικής αυτονομίας μας, τις εκφραστικές μας ανάγκες.
Και ο κριτικός της τέχνης; Οι εξειδικεύσεις σε πεδία μη μολυσμένα από την οικονομία της αγοράς δεν είναι σπάνιες και δεν είναι ανάγκη να θεωρούμε ότι απαρνούμαστε το βασικό μας ενδιαφέρον αν είμαστε διατεθειμένοι να ασχοληθούμε και με κάτι άλλο. Σε κάθε περίπτωση, για τον καλλιτέχνη όπως και για τον κριτικό, η ανεξαρτησία αναγκαστικά θα υποστηριχθεί από μια άλλη εργασιακή δραστηριότητα αν είτε ο ένας είτε ο άλλος δεν θέλουν να αναλάβουν τον ρόλο του μισθοφόρου. Ο πολιτιστικός λειτουργός που αγωνίζεται για τη διατήρηση της ελευθερίας της έκφρασής του, συμβάλλει στη διεύρυνση του εδάφους άρνησης των κρατικών δομών. Η δημιουργική δραστηριότητα, σε οποιοδήποτε πεδίο και αν εκφράζεται, είναι ανατρεπτική αφού πάνω από όλα υπακούει σε μια απαίτηση για γνώση. Η αναγνώριση του άγνωστου ξεκινά από τον εαυτό μας και η κατανόησή του σημαίνει να κατανοήσουμε και την κοινωνία, και συνεπώς να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη μετασχηματισμού της. ■
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1924) από γερμανό πατέρα και ιταλίδα μητέρα Αρτούρο Σβαρτς (σήμερα ζει στο Μιλάνο), είναι ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες και μελετητές του σουρεαλισμού, βαθύς γνώστης της Καμπαλά και της εβραϊκής τελετουργίας, όπως επίσης και διακεκριμένος κριτικός της τέχνης και επιμελητής εκθέσεων (το 2009-2010 οργάνωσε στο Βιτοριάνο της Ρώμης την έκθεση «Από το Νταντά στον Σουρεαλισμό). Πολυγραφότατος και ενταγμένος στο ιταλικό αναρχικό κίνημα, έχει γράψει μεταξύ άλλων τα βιβλία Αλμανάκ Νταντά (1976), Αναρχία και Δημιουργικότητα (1981), Man Ray (1998), Καμπαλά και Αλχημεία (2004), Είμαι επίσης Εβραίος. Σκέψεις ενός Άθεου Αναρχικού (2007) και πρόσφατα Η Γυναίκα και ο Έρωτας την Εποχή των Μύθων(2009). Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση «Volontá», τεύχος 4, 1988. Μετάφραση-επιμέλεια από το ιταλικό πρωτότυπο Ταξιαρχία Verpeilt, Αθήνα 2011.
Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΠΑΡΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ
Εισαγωγή από το βιβλίο Η ολοκληρωτική πόλη του Miguel Amoros. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΠΑΡΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ, η ποικιλία των ενδιαφερόντων, η αίσθηση του ανήκειν στο μέρος όπου κατοικούν και η προσωπική ζωτικότητα, είναι χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ποιότητα της ζωής των ατόμων. Είναι βάσει αυτών των προϋποθέσεων που τα άτομα κατευθύνουν, εφόσον αυτό είναι δυνατό, την ύπαρξή τους, διαισθανόμενα πως αν δεν είναι σε θέση να εκφράσουν αυτές τις ιδιαιτερότητες κατά τρόπο πλήρη και ικανοποιητικό, δεν υφίσταται καμία δυνατότητα ύπαρξης ποιότητας στην ατομική τους ζωή και, κατά συνέπεια, στη συλλογική. Αλλά δεν είναι εύκολο πράγμα η επίτευξη τέτοιων στόχων. Η προσωπική ζωτικότητα δοκιμάζεται σκληρά από την εργασία (για όποιον την έχει), από τη ρουτινιάρικη ζωή, από τις μεταφορές, από τις συνθήκες κατοικίας, από τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος· η ποικιλία των ενδιαφερόντων είναι λίγο πολύ ελεγχόμενη και περιορίζεται στην απόλαυση των θεαμάτων, των αποκτημένων αντικειμένων· η ευτυχία της δράσης για το κοινό συμφέρον ματαιώνεται από τη συμμετοχή σε σχέδια ενός ελλειμματικού και ελάχιστα αποτελεσματικού κοινωνικού μετασχηματισμού· η δημιουργικότητα, το πράττειν, δυσκολεύονται να εκφραστούν πλήρως, καθώς εμποδίζονται από νόμους και κανονισμούς που τα περιορίζουν, παρακωλύουν την ανάπτυξή τους και τα κατευθύνουν προς τα χόμπι και τα μπρικολάζ. Όλα αυτά οδηγούν, στην καθημερινή ζωή, στη ματαίωση της πληρότητας, στον εγκλωβισμό της, στη συμπίεσή και στο καναλιζάρισμά της, αφήνοντας χώρο μονάχα σε ατροφικές απολαύσεις και σε επιθυμίες που αφορούν τα απολύτως απαραίτητα. Αφθονούν η ανησυχία, η απομόνωση και η μοναξιά· οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο να ζήσουν παρά να πεθάνουν. Όλα αυτά τα βλέπει με μεγαλύτερη σαφήνεια όποιος ζει σε ένα αστεακοποιημένο περιβάλλον είτε σε μια πόλη είτε σε μια μητρόπολη είτε σε μια μεγάπολη. Στις πόλεις το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων δεν καταφέρνει να ζει όπως επιθυμεί· το αστεακό περιβάλλον, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο, δεν επιτρέπει την εκκόλαψη και την εξέλιξη της προσωπικότητας των ανθρώπων· δεν είναι δυνατή η πλήρης ικανοποίηση των αναγκών, καθώς αυτή επιτυγχάνεται σε βάρος κάποιων άλλων πραγμάτων. Η δραστηριότητα του καθενός, είτε πρόκειται για την εργασία είτε για τη χρήση του ελεύθερου χρόνου είτε για τον ύπνο είτε για το μαγείρεμα είτε για τη μελέτη κλπ, είναι οργανωμένη σε χώρους που μόνο στο ελάχιστο μπορούν να δημιουργηθούν, να τροποποιηθούν και να ελεγχθούν από αυτούς που τους κατοικούν. Τα περιβάλλοντα κατανοούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε το κατοικείν να είναι λειτουργικό όχι για την ιδιαίτερη ζωή του καθενός, αλλά για τα συμφέροντα ατόμων ξένων ως προς αυτόν. Έτσι το σχολείο φτιάχνεται κυρίως για την εκπαίδευση στην πειθαρχία, το εργοστάσιο ή το γραφείο για τη δημιουργία κέρδους, τα υπνωτήρια για τον κατακερματισμό της κοινωνικότητας, τα κυβικά εντός των οποίων ζούμε για την εξημέρωσή μας· δύσκολα μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά. Αν θέλετε να αλλάξετε κάτι στο σπίτι σας, οφείλεται να ζητήσετε την άδεια από κάποια αρχή. Οικοδομικοί κανονισμοί και γραφειοκρατίες κάθε είδους έχουν ποινικοποιήσει κάθε δημιουργική παρέμβαση στην εξωτερική, αλλά και στην εσωτερική, πλευρά των κατοικιών. Στο εσωτερικό των κατοικιών η δυνατότητα ελέγχου του χώρου περιορίζεται σε ελάχιστα πράγματα, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι η απομόνωση των ατόμων στο εσωτερικό των τεσσάρων τοίχων της κατοικίας τους. Οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η οργάνωση του σπιτιού μας από εμάς τους ίδιους περιορίζονται στη διάταξη των επίπλων, στο βάψιμο των τοίχων: όλα τα υπόλοιπα είναι υπό περιορισμό, το πού κατοικείς όπως και το πώς κατοικείς, βρίσκονται υπό διαρκή έλεγχο. Οι οικονομικοί, διοικητικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί θεσμοί είναι οι άμεσοι υπεύθυνοι για την ποιότητα ζωής του καθενός από εμάς. Το πλαίσιο στο οποίο ζούμε τη ζωή μας δεν μας ανήκει· είναι εκείνοι που οργανώνουν την εργασία, το έδαφος, τον έλεγχο και την ασφάλεια, τη γνώση και την έρευνα, και, έτσι όπως λειτουργούν τα πράγματα, είναι αρκετά εύκολο να δείξουμε γιατί τα άτομα αισθάνονται ξένα ως προς αυτούς, αν και υφίστανται τις συνέπειες των ενεργειών τους. Το ότι οι θεσμοί είναι μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης του, είναι ένα πολύ διαδεδομένο αίσθημα. Ως προς αυτό, οι αξίες του νεοφιλελευθερισμού έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο. Εφαρμοσμένες στην οικονομία έχουν λειτουργήσει με τέτοιον τρόπο ώστε πολλά προνόμια του κράτους να έχουν υποχωρήσει. Σίγουρα όχι εκείνα που έχουν να κάνουν με το μονοπώλιο της βίας ή την εφαρμογή των νόμων, αλλά εκείνα που αφορούν την εκπαίδευση, την υγεία, τις μεταφορές, την επικοινωνία, όπου τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ: το μονοπώλιο του κράτους έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό και μαζί του το γόητρο όλων αυτών που εκλαμβάνονται σαν δημόσια αγαθά. Η περιφρόνηση της τάξης των πολιτικών, η αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, η επιθυμία να κυβερνούμαστε (τουλάχιστον στην Ιταλία) περισσότερο από έναν ηγέτη παρά από ένα κοινοβούλιο, ο πολλαπλασιασμός των πρωτοβουλιών σε σχέση με το έδαφος, που αποκλείουν τις σχέσεις με τα κόμματα και τα συνδικάτα, όπως και η αποχή από τις εκλογές, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που δείχνουν το πώς αυτή η πεποίθηση δεν περιορίζεται καθόλου σε κάποιους μικρούς κύκλους. Το φαντασιακό που συνόδευε τους θεσμούς καταστράφηκε από την πολιτική-θέαμα, η «γοητεία» τους ξεφτιλίστηκε από τους λομπίστες, τους χρηματιστές και τους κερδοσκόπους· οι αξίες που αντιπροσωπεύουν αποχαυνώνουν ή συντροφεύουν ιδεολογίες ακατάλληλες να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Ακατάλληλες γιατί διαβάζουν το παρόν χρησιμοποιώντας κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές κατηγορίες που δεν υφίστανται πλέον, παρεκτός σαν μυθική ή εικονική αναφορά· τελείωσαν και αυτές μέσα στην ακαταστασία του θεάματος, αλλάζοντας νόημα και αξία. Εργασία, επικοινωνία, ενεργειακοί πόροι, αντίληψη για το κράτος, είναι παράγοντες που υπόκεινται σε ταχύτατες αλλαγές, αποτέλεσμα μιας παγκοσμιοποίησης της οποίας στερούμαστε την πλήρη γνώση, συνεχίζοντας, προκειμένου να την αντιμετωπίσουμε, να εμπιστευόμαστε μοντέλα διακυβέρνησης, μετασχηματισμού ή ριζοσπαστισμού τα οποία δεν είναι πλέον κατάλληλα για την ερμηνεία της ή για την επίλυση κάποιων από τα προβλήματά της, ενώ ακόμη πιο δύσκολο γίνεται το να φανταστούμε ένα άλλο μέλλον. Η απροσδιοριστία, η φθορά, η αχρηστία των πρακτικών και θεωρητικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, δεν παράγουν τίποτ’ άλλο πέρα από δυσπιστία, ακινησία και ματαίωση. Μέχρι τώρα το κενό καλυπτόταν από ένα καταναλωτικό ήθος τόσο αχαλίνωτο όσο και παρηγορητικό, κατευθυνόμενο και καθοδηγούμενο από έναν μεντιακό μηχανισμό πρώτης τάξεως –το πραγματικό θεμέλιο του συστήματος– δημιουργημένο σκοπίμως για την επιτάχυνση του μετασχηματισμού όλων των κοινωνικών σχέσεων σε θέαμα και την αξιοποίηση σαν εμπόρευμα κάθε πλευράς του ανθρώπου και της φύσης. Γι’ αυτό όλοι οι θεσμοί, ακόμη και οι δημοκρατικοί, κατακερματίζονται και οι ίδιοι οι κυβερνώντες δεν αισθάνονται και πολύ καλά, απροετοίμαστοι καθώς είναι είτε όταν πρόκειται να υποστούν τα χτυπήματα είτε όταν πρέπει να επωφεληθούν από τις θετικές πλευρές των γεγονότων. Στο αστεακό περιβάλλον αυτή η δυσανεξία, αυτή η δυσπιστία, αν από τη μια πλευρά τρέφει την απάθεια και την ανασφάλεια, ευνοεί τον ζαμανφουτισμό, την αδιαφορία για το συλλογικό και για ότι δεν θεωρεί κανείς δικό του, από την άλλη, για τους πιο διαυγείς, δίνει τη δυνατότητα θεώρησης και αντιμετώπισης με διαφορετικό τρόπο του υπάρχοντος και, συνεπώς, της καταστροφής που προκαλείται από τις οικιστικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές βλάβες. Μιλάμε για εκείνους, που ποικιλοτρόπως και με διαφορετικές κατευθύνσεις, ανοίγουν προοπτικές αυτοοργάνωσης, άμεσης συμμετοχής, οικονομικού και κοινωνικού πειραματισμού, κριτικής, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τα κυρίαρχα μοντέλα. Αυτοί που κινούνται με αυτή τη λογική, οργανώνονται κατά τρόπο οριζόντιο, έτη φωτός μακριά από τα μοντέλα των μαζικών κομμάτων. Οι καινοτόμες προθέσεις τους προσανατολίζονται σε ένα φαντασιακό που δεν έχει τίποτα κοινό με εκείνο που ενέπνευσε τη δράση των επαναστατικών γενεών του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει καμία παλιγγενεσία ούτε πρωτοπορίες που θα οδηγήσουν σε αυτή· δεν υπάρχουν πλέον –πάντοτε αναφορικά με το φαντασιακό– ούτε τάξεις ούτε μάζες ούτε καν ένας παράδεισος στη γη ίδιος για όλους· δεν υπάρχει εξουσία προς κατάκτηση. Η δράση τους, με όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, είναι προσανατολισμένη στην επανοικειοποίηση των θεμελιωδών πόρων για να υπάρχει ζωή, όχι με τη μεταφορική έννοια, αλλά με την πραγματική. Η συμμετοχή σε πρώτο πρόσωπο και η άμεση δράση λίγο πολύ ειρηνική –με τη συνδρομή μιας διαφορετικής γνώσης, ικανής να αλλάζει και να εντατικοποιεί τις διαπροσωπικές σχέσεις– καθοδηγούν τις πρωτοβουλίες σε μια εδαφική κλίμακα πιθανώς περιορισμένη, αλλά πολύ πιο αποτελεσματική. Το να εμπιστευόμαστε τους θεσμούς σημαίνει να αποδεχόμαστε το γεγονός ότι κάθε αστεακή επιλογή της τάξης των πολιτικών στο όνομα της συλλογικότητας και του κοινού καλού, θα μεταμορφώνεται αναπόφευκτα σε μια περαιτέρω εκπτώχευση της ελευθερίας των ατόμων. Σε αντίθεση με αυτό, συγκροτούνται ομάδες ατόμων διαθέσιμων να μπουν στο παιχνίδι, και μάλιστα κατά τρόπο ριζοσπαστικό, για συγκεκριμένα και περιγεγραμμένα προβλήματα, που αφορούν το έδαφος και την καθημερινότητά τους. Ο αέρας, ο χρόνος, ο χώρος, η χαρά, η γη, η τροφή, είναι ολοένα και περισσότερο αιτίες συγκρούσεων και διεκδικήσεων. Η έλλειψή τους, η παρακμή τους, η αδυναμία ελεύθερης απόλαυσής τους, αναδιατάσσουν ταχέως τις αξίες, τις ιδέες, τους φόβους, τις προοπτικές και μαζί τους τους τρόπους και τους λόγους του να κάνεις πολιτική. Αυτά είναι τα άτομα που μπορούν να αντιδράσουν και να αντισταθούν, γιατί κατευθύνουν την πάλη τους εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορευματοποίησης του χώρου ως μετωπικού αγώνα, όχι απαραιτήτως βίαιου, αλλά σαφώς συναφή με τη δική τους αισθαντικότητα, αυτοοργανωμένου και αλληλέγγυου, προσανατολισμένου σε απτά και άμεσα αποτελέσματα σε καταστάσεις στις οποίες αξιοποιούνται τα χαρακτηριστικά του καθενός, πραγματώνοντας και βελτιώνοντας τα κοινωνικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι τα άτομα που έχουν αντιληφθεί πως ούτε η αγορά ούτε το κράτος λειτουργούν υπέρ του συλλογικού συμφέροντος –πόσο μάλλον για το ατομικό– και είναι προσανατολισμένα σε μοντέλα που είτε τα αναδιατάσσουν είτε τα αποκλείουν. Γι’ αυτά τα άτομα η ανάθεση της επίλυσης των προβλημάτων στην αγορά σημαίνει συμμετοχή στον μετασχηματισμό των πόλεων σε εμπορικά κέντρα ή σε υπαίθρια μουσεία, με όποιους ζουν εκεί να επιβιώνουν σε ένα επιχρυσωμένο κλουβί. Έτσι, λίγο πολύ κατά τρόπο ριζοσπαστικό, ασκούν εναντίον της αγοράς την αυτοπαραγωγή, την επαναχρησιμοποίηση των υλικών, την αυτοκατασκευή, την ανταλλαγή και την οργανωμένη αλληλοβοήθεια. Εισάγουν το δώρο στις ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων· συνενώνονται σε ομάδες περιμένοντας, είθε, να μπορέσουν να οργανωθούν αυτόνομα, δημιουργώντας συλλογικούς κήπους στις πόλεις ή σε μέρη κοντά σε αυτές. Έτσι, αντιτίθενται στην κερδοσκοπία ακινήτων και στην κατασκευή οικοδομημάτων που μεταμορφώνουν την πόλη σε εκθεσιακό χώρο για το διαφημιστικό μάρκετινγκ των τραπεζών και των πολυεθνικών, με άχρηστες και περιορισμένες υποδομές. Είναι τα άτομα που καταλαμβάνουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια είτε για να τα κατοικήσουν είτε για να μοιραστούν τους χώρους τους με όποιον θέλει να συχνάζει σε αυτά. Χρησιμοποιώντας τους δρόμους, τα πεζοδρόμια, τις πλατείες, τους τοίχους, τα πάρκα, πέρα από τις καταστημένες συμβάσεις και ρυθμίσεις, ανακτούν την πόλη –αν και μόνο παροδικά– από τα αυτοκίνητα, από την αισθητική του μετρίου, από την ομοιόμορφη θλίψη. Είναι τα άτομα που βλέπουν στις τεχνολογίες –όχι μόνο σε αυτές που έχουν να κάνουν με τη μηχανική αλλά και σε αυτές που έχουν να κάνουν με την πληροφορική, με τις επικοινωνίες, την εκπαίδευση, τη διοίκηση, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την οικονομία– τον παράγοντα που μέσα σε λίγες δεκαετίες μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα: στις βλάβες που έχουν υποστεί οι άνθρωποι και στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Αυτά τα άτομα προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και πολιτικές κουλτούρες, που τα ενώνει η συναίσθηση μιας κοινής δράσης αλλά, όπως λέει ο Μιγκέλ Αμορός, «αδιαπραγμάτευτος στόχος πρέπει να είναι η απελευθέρωση του εδάφους από τις επιταγές της αγοράς και αυτό σημαίνει να σταματήσει να επικρατεί η αντίληψη που θέλει το έδαφος, έδαφος της οικονομίας. Πρέπει να παγιωθεί μια σχέση σεβασμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, χωρίς την ύπαρξη ενδιαμέσων. Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να πούμε ότι οφείλουμε να ανοικοδομήσουμε το έδαφος, και όχι να διευθύνουμε την καταστροφή του. Αυτό το καθήκον εναπόκειται σε εκείνους-ες που ζουν στο έδαφος και όχι σε εκείνους που επενδύουν σε αυτό, με το μοναδικό πλαίσιο όπου κάτι τέτοιο είναι δυνατό, να είναι αυτό που προσφέρει η γενικευμένη εδαφική αυτοδιεύθυνση, δηλαδή η διεύθυνση του εδάφους από τους ίδιους τους κατοίκους του, μέσα από κοινοτικές συνελεύσεις».■ Εκδόσεις Nautilus, Σεπτέμβρης 2009
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (επ' ευκαιρία της εκδήλωσης στο Αυτόνομο Στέκι 20/3)
Τετάρτη 20 Μάρτη, 19.00: «Πατησίων και Στουρνάρη γωνία. Βιβλιοπαρουσίαση της ομώνυμης έκδοσης και συζήτηση για την πρόσληψη του ρεύματος της εργατικής αυτονομίας από το ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα». Εισηγητής Παναγιώτης Καλαμαράς, συγγραφέας του βιβλίου και υπεύθυνος των εκδόσεων για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα».
Τόπος: Αυτόνομο Στέκι, Ζωοδόχου Πηγής 95-97 & Ισαύρων Εξάρχεια
Διοργάνωση: Α(υτόνομη) Β(άση) Α(λληλεγγύης) Β(ίλλας) Α(μαλίας)
AYTONOMIA
«Για μένα η θεμελιώδης αρχή του αναρχισμού δεν είναι η ελευθερία αλλά η αυτονομία, δηλαδή η ικανότητα ανάληψης από κάποιον ενός καθήκοντος και η εκπλήρωσή του με τον δικό του τρόπο». Έτσι έγραφε ο Πωλ Γκούντμαν (1911-1972), μια από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επίδραση στη νεανική αμφισβήτηση της δεκαετίας του ‘60, σε ένα από τα τελευταία του άρθρα. Ο Γκούντμαν γνώριζε πόσο ήταν δύσκολο για εκείνους τους νεαρούς αμφισβητίες να οικειοποιηθούν αυτή την έννοια: πολύ πιο ισχυρή και ελκτική ήταν η επιθυμία της ελευθερίας, θεωρούμενη σαν ισχυρότερο κίνητρο στην επιδίωξη της πολιτικής αλλαγής. Τα άτομα που έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο αυτονομίας γνωρίζουν πώς να το υπερασπιστούν με επιμονή, αν και με λιγότερο ενεργητικά μέσα, καταφεύγοντας σε μια αντίσταση μάλλον παθητική, προσπαθώντας να πραγματώσουν τα πράγματα που θέλουν μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων χώρων ακόμη και εντός του αποπνικτικού ιστού μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Αντιθέτως, όταν ενίοτε οι καταπιεσμένοι απελευθερώνονται, συχνά δεν ξέρουν πώς να λειτουργήσουν, πώς να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους. «Μη όντας ποτέ αυτόνομοι, δεν ξέρουν τι σημαίνει κάτι τέτοιο και προτού το μάθουν, βρίσκονται να έχουν νέους διευθυντές, οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση να παραιτηθούν από τον ρόλο τους». Η έννοια της αυτονομίας είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για την ελευθεριακή δράση. Η αρχή που συνδέεται πιο άμεσα με την έννοια της αυτονομίας είναι η υπευθυνότητα. Σύμφωνα με την αναρχική σκέψη, ο υπεύθυνος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στους άλλους, αλλά ταυτοχρόνως πιστεύει ακλόνητα ότι μόνο αυτός είναι κριτής αυτών των περιορισμών: ακούει τη συμβουλή κάποιου άλλου και την ακολουθεί, αλλά είναι ο ίδιος που αποφασίζει και την εφαρμόζει σε ατομικό επίπεδο. Έτσι οι υποχρεώσεις μπορεί να αναλαμβάνονται, όμως μετασχηματίζονται σε σταθερή συμπεριφορά μονάχα αν έχουν γίνει ελεύθερα αποδεκτές. Αυτή η ανάληψη, συνεπώς, περνά πάντοτε μέσα από το φίλτρο της προσωπικής εμπειρίας και της ατομικής ελευθερίας. Προκειμένου να είναι αυτόνομο το άτομο, δεν πρέπει να υπόκειται στη θέληση ενός άλλου: μπορεί να κάνει αυτό που το λέει κάποιος άλλος, αλλά κάνει κάτι τέτοιο όχι γιατί έτσι του είπαν ή, ακόμη χειρότερα, επειδή του το επέβαλλαν. Με αυτή την έννοια είναι ελεύθερο. Η ηθική αυτονομία είναι συνεπώς η αποδοχή της πλήρους ευθύνης για τις πράξεις μας. Κάτι που συνεπάγεται, αντιστρόφως, ότι ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την αυτονομία του τη στιγμή που αρνείται να εμπλακεί σε έναν ηθικό στοχασμό και αποδέχεται τις διαταγές των άλλων: χάνοντας αυτό το προνόμιο, χάνει και την ελευθερία του. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές και βαθμοί αυτής της απώλειας, μερικές αναπόφευκτες ή, αναμφιβόλως, αναγκαίες. Όταν προστρέχουμε στην τεχνική αυθεντία ενός τσαγκάρη για να επιδιορθώσει τα παπούτσια μας (για να θυμηθούμε το περίφημο παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν), δεν απαρνούμαστε την ελευθερία μας και πολύ λιγότερο την αυτονομία μας: απλώς αναγνωρίζουμε ότι ένας άλλος έχει τις ικανότητες που δεν διαθέτουμε εμείς. Η ανάληψη της ευθύνης των πράξεών μας σημαίνει ότι παίρνουμε εμείς τις αποφάσεις γι’ αυτό που πρέπει να κάνουμε. Όπως δικαίως έγραψε ο Ρόμπερτ Πωλ Γουλφ στο δοκίμιο του το 1970 με τον τίτλο Προς υπεράσπιση του αναρχισμού, «για τον αυτόνομο άνθρωπο δεν υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αποκληθούν διαταγές». Στη ζωή γενικότερα, όπως στην πολιτική, οι άνθρωποι απαρνούνται συχνά την αυτονομίας τους και γίνονται εθελουσίως σκλάβοι κάποιου άλλου από τεμπελιά, συμφέρον, συνήθεια, ευκολία, φόβο κλπ. Αυτή η απάρνηση, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, δημιουργεί οικογένειες, ομάδες, κοινωνίες, που θεμελιώνουν την επιβίωσή τους πάνω στην έλλειψη ευθύνης και σε αυτό που ο Έριχ Φρομ (1900-1980) είχε αποκαλέσει φυγή από την ελευθερία. Η αυτονομία ουσιαστικά σημαίνει να δίνεις ο ίδιος στον εαυτό σου τους νόμους σου, να μην αποδέχεσαι ποτέ έναν μοναδικό, καθολικό νόμο και προπάντων να υποβάλλεις σε συστηματική διερώτηση κάθε νόμο και κάθε θεμελιώδη αρχή. Συνεπώς η αυτονομία είναι μια στοχαστική δράση ταυτοχρόνως ατομική και κοινωνική, που εκτυλίσσεται αενάως. Όπως έγραψε ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997): «Μπορώ να πω ότι εγκαθιδρύω τον δικό μου νόμο όταν ζω αναγκαστικά κάτω από τον νόμο της κοινωνίας; Ναι, αλλά σε μία και μόνο περίπτωση: αν μπορώ να πω, αναστοχαστικά και διαυγώς, ότι αυτός ο νόμος είναι και δικός μου. Για να μπορώ να πω κάτι τέτοιο, δεν χρειάζεται να τον έχω εγκρίνει: αρκεί μονάχα να είχα την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω ενεργώς στη δημιουργία και στη λειτουργία αυτού του νόμου» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η δημοκρατική επανάσταση, 2001). Συνεπώς το να είμαστε αυτόνομοι είναι κάτι το κουραστικό, αφού μας υποχρεώνει σε μια συνεχή διεργασία με τον εαυτό μας, σε μια σαφή επαλήθευση της συμβατότητας ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και εκείνες των άλλων. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια διαρκή μάθηση. Το λήμμα αυτονομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.
AYTONOMIA
«Για μένα η θεμελιώδης αρχή του αναρχισμού δεν είναι η ελευθερία αλλά η αυτονομία, δηλαδή η ικανότητα ανάληψης από κάποιον ενός καθήκοντος και η εκπλήρωσή του με τον δικό του τρόπο». Έτσι έγραφε ο Πωλ Γκούντμαν (1911-1972), μια από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επίδραση στη νεανική αμφισβήτηση της δεκαετίας του ‘60, σε ένα από τα τελευταία του άρθρα. Ο Γκούντμαν γνώριζε πόσο ήταν δύσκολο για εκείνους τους νεαρούς αμφισβητίες να οικειοποιηθούν αυτή την έννοια: πολύ πιο ισχυρή και ελκτική ήταν η επιθυμία της ελευθερίας, θεωρούμενη σαν ισχυρότερο κίνητρο στην επιδίωξη της πολιτικής αλλαγής. Τα άτομα που έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο αυτονομίας γνωρίζουν πώς να το υπερασπιστούν με επιμονή, αν και με λιγότερο ενεργητικά μέσα, καταφεύγοντας σε μια αντίσταση μάλλον παθητική, προσπαθώντας να πραγματώσουν τα πράγματα που θέλουν μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων χώρων ακόμη και εντός του αποπνικτικού ιστού μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Αντιθέτως, όταν ενίοτε οι καταπιεσμένοι απελευθερώνονται, συχνά δεν ξέρουν πώς να λειτουργήσουν, πώς να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους. «Μη όντας ποτέ αυτόνομοι, δεν ξέρουν τι σημαίνει κάτι τέτοιο και προτού το μάθουν, βρίσκονται να έχουν νέους διευθυντές, οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση να παραιτηθούν από τον ρόλο τους». Η έννοια της αυτονομίας είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για την ελευθεριακή δράση. Η αρχή που συνδέεται πιο άμεσα με την έννοια της αυτονομίας είναι η υπευθυνότητα. Σύμφωνα με την αναρχική σκέψη, ο υπεύθυνος άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στους άλλους, αλλά ταυτοχρόνως πιστεύει ακλόνητα ότι μόνο αυτός είναι κριτής αυτών των περιορισμών: ακούει τη συμβουλή κάποιου άλλου και την ακολουθεί, αλλά είναι ο ίδιος που αποφασίζει και την εφαρμόζει σε ατομικό επίπεδο. Έτσι οι υποχρεώσεις μπορεί να αναλαμβάνονται, όμως μετασχηματίζονται σε σταθερή συμπεριφορά μονάχα αν έχουν γίνει ελεύθερα αποδεκτές. Αυτή η ανάληψη, συνεπώς, περνά πάντοτε μέσα από το φίλτρο της προσωπικής εμπειρίας και της ατομικής ελευθερίας. Προκειμένου να είναι αυτόνομο το άτομο, δεν πρέπει να υπόκειται στη θέληση ενός άλλου: μπορεί να κάνει αυτό που το λέει κάποιος άλλος, αλλά κάνει κάτι τέτοιο όχι γιατί έτσι του είπαν ή, ακόμη χειρότερα, επειδή του το επέβαλλαν. Με αυτή την έννοια είναι ελεύθερο. Η ηθική αυτονομία είναι συνεπώς η αποδοχή της πλήρους ευθύνης για τις πράξεις μας. Κάτι που συνεπάγεται, αντιστρόφως, ότι ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την αυτονομία του τη στιγμή που αρνείται να εμπλακεί σε έναν ηθικό στοχασμό και αποδέχεται τις διαταγές των άλλων: χάνοντας αυτό το προνόμιο, χάνει και την ελευθερία του. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές και βαθμοί αυτής της απώλειας, μερικές αναπόφευκτες ή, αναμφιβόλως, αναγκαίες. Όταν προστρέχουμε στην τεχνική αυθεντία ενός τσαγκάρη για να επιδιορθώσει τα παπούτσια μας (για να θυμηθούμε το περίφημο παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν), δεν απαρνούμαστε την ελευθερία μας και πολύ λιγότερο την αυτονομία μας: απλώς αναγνωρίζουμε ότι ένας άλλος έχει τις ικανότητες που δεν διαθέτουμε εμείς. Η ανάληψη της ευθύνης των πράξεών μας σημαίνει ότι παίρνουμε εμείς τις αποφάσεις γι’ αυτό που πρέπει να κάνουμε. Όπως δικαίως έγραψε ο Ρόμπερτ Πωλ Γουλφ στο δοκίμιο του το 1970 με τον τίτλο Προς υπεράσπιση του αναρχισμού, «για τον αυτόνομο άνθρωπο δεν υπάρχουν πράγματα που μπορούν να αποκληθούν διαταγές». Στη ζωή γενικότερα, όπως στην πολιτική, οι άνθρωποι απαρνούνται συχνά την αυτονομίας τους και γίνονται εθελουσίως σκλάβοι κάποιου άλλου από τεμπελιά, συμφέρον, συνήθεια, ευκολία, φόβο κλπ. Αυτή η απάρνηση, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, δημιουργεί οικογένειες, ομάδες, κοινωνίες, που θεμελιώνουν την επιβίωσή τους πάνω στην έλλειψη ευθύνης και σε αυτό που ο Έριχ Φρομ (1900-1980) είχε αποκαλέσει φυγή από την ελευθερία. Η αυτονομία ουσιαστικά σημαίνει να δίνεις ο ίδιος στον εαυτό σου τους νόμους σου, να μην αποδέχεσαι ποτέ έναν μοναδικό, καθολικό νόμο και προπάντων να υποβάλλεις σε συστηματική διερώτηση κάθε νόμο και κάθε θεμελιώδη αρχή. Συνεπώς η αυτονομία είναι μια στοχαστική δράση ταυτοχρόνως ατομική και κοινωνική, που εκτυλίσσεται αενάως. Όπως έγραψε ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997): «Μπορώ να πω ότι εγκαθιδρύω τον δικό μου νόμο όταν ζω αναγκαστικά κάτω από τον νόμο της κοινωνίας; Ναι, αλλά σε μία και μόνο περίπτωση: αν μπορώ να πω, αναστοχαστικά και διαυγώς, ότι αυτός ο νόμος είναι και δικός μου. Για να μπορώ να πω κάτι τέτοιο, δεν χρειάζεται να τον έχω εγκρίνει: αρκεί μονάχα να είχα την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω ενεργώς στη δημιουργία και στη λειτουργία αυτού του νόμου» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η δημοκρατική επανάσταση, 2001). Συνεπώς το να είμαστε αυτόνομοι είναι κάτι το κουραστικό, αφού μας υποχρεώνει σε μια συνεχή διεργασία με τον εαυτό μας, σε μια σαφή επαλήθευση της συμβατότητας ανάμεσα στις δικές μας επιθυμίες και εκείνες των άλλων. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια διαρκή μάθηση. Το λήμμα αυτονομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.
Τρίτη 12 Μαρτίου 2013
ΑΝΟΜΙΑ
Η αναρχία καθόλου δεν σημαίνει απουσία ρυθμίσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ωστόσο, μια διαδεδομένη υποστηρίζει ότι η αναρχία, ακριβώς ως άρνηση κάθε μορφής κυριαρχίας, οραματίζεται μια κοινότητα χωρίς κανόνες. Μια τέτοια εννοιολογική σύγχυση είναι συχνά παρούσα ανάμεσα στους νεότερους, οι οποίοι εκδηλώνουν τη θέλησή τους για αυτονομία διεκδικώντας, προκλητικά, το δικαίωμα να απελευθερωθούν από κάθε ρύθμιση.
Στην πραγματικότητα το νόημα της αναρχίας είναι πολύ διαφορετικό, αφού δεν αντιστοιχεί καθόλου με την πεποίθηση (συχνά εργαλειακής φύσεως) ότι πρέπει να αρνούμαστε κάθε κοινωνική υποχρέωση και όχι μόνο τις πολιτικές και δικαιικές μορφές της. Υπάρχουν στην πραγματικότητα δεσμοί και ρυθμίσεις που είναι παρόντες σε κάθε πλαίσιο σχέσεων και έχουν να κάνουν με την υποχρέωση της αλληλοβοήθειας ή με συμφωνημένες συμβάσεις.
Η αναρχία, συνεπώς, δεν ισοδυναμεί με την ανομία, εφόσον δεν προβλέπει την εξαφάνιση οποιουδήποτε κανόνα, με τη δικαιολογία ότι όλοι οι κανόνες υποχρεώνουν.
«Η ελεύθερη συμφωνία απαιτεί τήρηση αυτού που έχει συμφωνηθεί. Τιμούμε το συμβόλαιο, σεβόμαστε τον λόγο που έχουμε δώσει. Ένας κανόνας γίνεται σεβαστός, διαφορετικά δεν είναι πλέον κανόνας. Αυτό ισχύει και για τους αναρχικούς, και μάλιστα για τους αναρχικούς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αναρχία και ανομία είναι όροι αντίθετοι» (Εντουάρντο Κολόμπο, Ο πολιτικός χώρος της αναρχίας, 2009).
Ο αναρχισμός δεν προτείνει μια κοινωνία στην οποία κάθε σύγκρουση θα εξαφανιστεί, κάθε διαίρεση θα εξαλειφθεί και θα βασιλεύει μια απόλυτη αρμονία. Τότε θα μιλάμε για το τέλος της ιστορίας, για μια εσχατολογία. Αντιθέτως, όπως πάντοτε υποστήριζε ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, η πολλαπλότητα και οι συγκρούσεις είναι το αλάτι της κοινωνικής ζωής, αλλά η ρύθμισή τους πρέπει να γίνεται μέσα από ελεύθερες, άμεσες και τροποποιήσιμες συμφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι σε κάθε κοινωνία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη διαίρεση κυρίαρχος-κυριαρχούμενος, το δίκαιο διαμορφώνεται προς όφελος του ισχυροτέρου· και ότι σε κάθε κοινωνία που ρυθμίζεται από το κράτος, ο νόμος δεν είναι τίποτ’ άλλο από την έκφραση της θέλησης του ισχυροτέρου. Συνεπώς η αναρχία είναι η αρχή της ελεύθερης οργάνωσης η οποία αντιτίθεται στην οργανωτική αρχή που βασίζεται στην ιεραρχία και την επιβολή, παραπέμποντας σε κανόνες και ρυθμίσεις σαφώς ορισμένες και ελεύθερα αποφασισμένες, οι οποίες δεσμεύουν ηθικά οποιονδήποτε τις έχει αποδεχτεί.
Το λήμμα ανομία περιλαμβάνεται στο ελευθεριακό λεξικό του Φραντσέσκο Κοντέλο «Ούτε υποτασσόμαστε ούτε διατάζουμε», εκδόσεις Eleuthera, Μιλάνο 2009.
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013
Maurizio Lazzarato ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ, ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Οι συλλογικές μορφές των σύγχρονων πολιτικών κινητοποιήσεων, είτε πρόκειται για αστεακές εξεγέρσεις είτε για συνδικαλιστικούς αγώνες, είτε είναι ειρηνικές είτε είναι βίαιες, διαπερνώνται από την ίδια προβληματική: την άρνηση της αντιπροσώπευσης, τον πειραματισμό και την επινόηση μορφών οργάνωσης και έκφρασης που έρχονται σε ρήξη με την παραδοσιακή πολιτική η οποία θεμελιώθηκε στην ανάθεση της εξουσίας και της αντιπροσώπευσης είτε του λαού είτε των τάξεων. Η άρνηση ανάθεσης της αντιπροσώπευσης είτε αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στα κόμματα και τα συνδικάτα είτε αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στο κράτος, έλκει την καταγωγή της από τη νέα αντίληψη σχετικά με την πολιτική δράση, που προέρχεται από την «επανάσταση» του ’68.
Οι κινητοποιήσεις που εμφανίζονται λίγο πολύ παντού στον κόσμο, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας «δεν υπάρχουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις».
Η άρνηση, η ανυπακοή που συναντάμε σε αυτούς τους αγώνες, αναζητούν και εκφράζουν νέες πολιτικές δράσεις στο εσωτερικό της κρίσης. Αλλά ποια είναι αυτή η κρίση και ποιοι τύποι πολιτικής οργάνωσης εμφανίζονται στην κρίση;
Σ’ ένα σεμινάριο του 1984, ο Φελίξ Γκουαταρί ισχυρίστηκε ότι η κρίση που διαπερνά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 τη Δύση, πριν ακόμη είναι κρίση οικονομική, πριν ακόμη είναι κρίση πολιτική, είναι μια κρίση παραγωγής της υποκειμενικότητας. Τι θέλει να πει αυτός ο ισχυρισμός;
Αν ο καπιταλισμός «προτείνει μοντέλα (της υποκειμενικότητας) όπως η αυτοκινητοβιομηχανία προτείνει νέα μοντέλα αυτοκινήτων» τότε, το πιο υψηλό διακύβευμα της καπιταλιστικής πολιτικής έγκειται στη συνάρθρωση των οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών ροών με την παραγωγή της υποκειμενικότητας, έτσι ώστε η πολιτική οικονομία να μην είναι τίποτ’ άλλο από «υποκειμενική οικονομία». Αυτή η υπόθεση εργασίας αξίζει να επανέλθει στο προσκήνιο και να συσχετιστεί με τις σημερινές συνθήκες, ξεκινώντας από μια διαπίστωση: ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε να συναρθρώσει αυτή τη σχέση.
Η γενίκευση της επιχειρηματικής υποκειμενοποίησης, που εκφράζεται στη θέληση να μεταμορφωθεί κάθε άτομο σε επιχείρηση, αποκαλύπτει μερικά παράδοξα. Η υποκειμενική αυτονομία, η δραστηριοποίηση, η υποκειμενική ενασχόληση, συνιστούν νέες μορφές απασχόλησης και συνεπώς, μιλώντας κυριολεκτικά, μια ετερονομία.
Από την άλλη πλευρά, η ρητή εντολή για δράση, με την ανάληψη πρωτοβουλιών και βάσει μιας ατομικής διακινδύνευσης, οδηγούν στην κατάθλιψη, αρρώστια του αιώνα, έκφραση της άρνησης αποδοχής της αναγνώρισης της πτώχευσης της ύπαρξης στην οποία οδηγεί η ατομική «επιτυχία» του επιχειρηματικού μοντέλου.
Καθώς μπαίνουμε στην κρίση, που προκαλείται από τις επαναλαμβανόμενες «χρηματιστικές» καταστροφές, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει τη ρητορική του περί μιας κοινωνίας της γνώσης ή της πληροφορίας, όπως και τις φανφαρόνικες υποκειμενοποιήσεις του (γνωσιακοί εργαζόμενοι, χειριστές των συμβόλων, δημιουργοί νικητές και ηττημένοι). Εφόσον οι υποσχέσεις περί γενικού πλουτισμού, μέσω της πίστης και του χρηματιστηρίου, κατέρρευσαν, δεν μένει τίποτ’ άλλο από μια πολιτική διαφύλαξης των πιστωτών, των ιδιοκτητών των «κεφαλαιακών» τίτλων.
Για να επιβεβαιωθεί η κεντρικότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η συνάρθρωση μεταξύ «παραγωγής» και «παραγωγής της υποκειμενικότητας» δημιουργείται ξεκινώντας από το χρέος και τον χρεωμένο άνθρωπο. Στην οικονομία του χρέους, το κεφάλαιο δρα πάντοτε σαν σημείο της υποκειμενοποίησης, αλλά όχι απλώς για να συγκροτήσει τους μεν σαν καπιταλιστές και τους άλλους σαν εργαζόμενους, αλλά επίσης και, προπάντων, για να τους ταυτοποιήσει σαν «πιστωτές» και σαν «χρεώστες». Η οικονομική χρεοκοπία και η χρεοκοπία στην παραγωγή των υποκειμενικών μορφών του ιδιοκτήτη, του μετόχου, του επιχειρηματία, συμβαδίζουν. Αυτές οι χρεοκοπίες έλκουν την καταγωγή τους από τη διπλή άρνηση των νεοφιλελεύθερων υποκειμενικών μορφών: άρνηση του γίγνεσθαι «ανθρώπινο κεφάλαιο» και, στην κρίση, άρνηση του γίγνεσθαι «χρεωμένος άνθρωπος».
Απέναντι σε αυτές τις προλεταριακές αρνήσεις και σε αυτό το καπιταλιστικό αδιέξοδο, τα κόμματα και τα συνδικάτα της «αριστεράς» δεν δίνουν καμία απάντηση, εφόσον δεν αντιπροτείνουν πλέον κάποιες εναλλακτικές υποκειμενικότητες. Οι ίδιες σύγχρονες κριτικές θεωρίες αποτυγχάνουν να σκεφτούν τη σχέση μεταξύ του καπιταλισμού και της διαδικασίας της υποκειμενοποίησης. Ο γνωσιακός καπιταλισμός, η κοινωνία της πληροφορίας, ο καπιταλισμός της κουλτούρας (Rifkin), αντιπροσωπεύουν την συνάρθρωση παραγωγής και υποκειμενικότητας κατά άκρως υποτιμητικό τρόπο. Η πρόθεσή τους να συγκροτήσουν ένα ηγεμονικό παράδειγμα για την παραγωγή και την παραγωγή της υποκειμενικότητας απορρίφθηκε από το γεγονός ότι η τύχη της ταξικής πάλης, όπως φάνηκε με την κρίση, δεν φαίνεται να σχετίζεται με τη γνώση, την πληροφορία και την κουλτούρα.
Ποιες είναι λοιπόν οι συνθήκες για μια πολιτική και υπαρξιακή ρήξη την εποχή κατά την οποία η παραγωγή της υποκειμενικότητας συνιστά την πρώτη και πιο σημαντική από τις καπιταλιστικές παραγωγές; Ποια είναι τα ιδιαίτερα εργαλεία της παραγωγής της υποκειμενικότητας προκειμένου να διαφύγουν της κατασκευής τους, βιομηχανικής και σειριακής, έτσι όπως την οργανώνουν οι επιχειρήσεις και το κράτος; Ποιοι τρόποι οργάνωσης χρειάζονται για μια διαδικασία υποκειμενοποίησης που θα διαφεύγει είτε από την υποταγή είτε από την υποδούλωση;
Τη δεκαετία του ’80 ο Φουκώ και ο Γκουαταρί, μέσω διαφορετικών διαδρομών, σχεδίασαν την παραγωγή της υποκειμενικότητας και τη συγκρότηση της «σχέσης με τον εαυτό», σαν ίσως τα μοναδικά σύγχρονα πολιτικά παραδείγματα που μπορούν να δείξουν τον δρόμο της εξόδου από το αδιέξοδο στο οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι.
Για τον Φουκώ, το να ξεκινάς από «τη μέριμνα εαυτού» δεν σημαίνει να επιδιώκεις την «όμορφη ζωής» ενός ιδανικού «δανδή», αλλά το να θέτεις το ερώτημα της διαπλοκής ανάμεσα σε μια «αισθητική της ύπαρξης» και την πολιτική που αντιστοιχεί σε αυτήν. Τα προβλήματα μιας «άλλης ζωής και ενός άλλου κόσμου» τίθενται από κοινού, ξεκινώντας από μια ζωή μαχητική, της οποίας η αφετηρία είναι η ρήξη με τις συμβάσεις, τις καθιερωμένες συμπεριφορές, τις κατεστημένες αξίες. Το αισθητικό παράδειγμα του Γκουαταρί δεν προωθεί ούτε καν μια αισθητικοποίηση του κοινωνικού και του πολιτικού, αλλά καθιστά την παραγωγή της υποκειμενικότητας την πρακτική και την κύρια ενασχόληση ενός νέου τρόπου μαχητικότητας και ενός νέου τρόπου πολιτικής οργάνωσης.
Οι διαδικασίες της υποκειμενοποίησης και οι τρόποι οργάνωσής τους άνοιγαν πάντοτε κρίσιμες συζητήσεις στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, όντας ευκαιρίες ρήξης και πολιτικής διαίρεσης ανάμεσα σε «ρεφορμιστές» και «επαναστάτες».
Δεν θα καταφέρουμε να καταλάβουμε την ιστορία του εργατικού κινήματος αν αρνηθούμε να δούμε τους «πολέμους της υποκειμενικότητας» (Γκουαταρί) στους οποίους οδήγησε. «Ο εργάτης της παρισινής Κομμούνας “μεταλλάχθηκε” σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν απόμεινε άλλη λύση στην μπουρζουαζία από την εξολόθρευσή του. Εκκαθάρισαν την παρισινή Κομμούνα όπως σε άλλες εποχές εκκαθάρισαν τους μεταρρυθμιστές στη γιορτή του Άγιου Βαρθολομαίου». Οι μπολσεβίκοι έθεσαν ανοικτά το ερώτημα της επινόησης ενός νέου τύπου μαχητικής υποκειμενικότητας, η οποία, ανάμεσα στα άλλα, έπρεπε να απαντήσει στην αποτυχία της Κομμούνας.
Η διερώτηση αναφορικά με τις διαδικασίες της πολιτικής υποκειμενοποίησης, ξεκινώντας από τη διαύγαση της διάστασης της «μικροπολιτικής» (Γκουαταρί) και της «μικροφυσικής» της εξουσίας (Φουκώ), δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη εξέτασης και επαναδιαμόρφωσης της μακροπολιτικής διάστασης. «Έχουμε δύο πράγματα μπροστά μας: ή κάποιος, οποιοσδήποτε, θα δημιουργήσει νέα εργαλεία παραγωγής της υποκειμενικότητας, είτε είναι αυτά μπολσεβίκικα, μαοϊκά ή δεν ξέρω εγώ τι˙ ή, διαφορετικά, η κρίση θα συνεχίσει να εντείνεται».
Αυτό το πέρασμα στη μακροπολιτική στο οποίο αναφέρεται ο Γκουαταρί στο συγκεκριμένο απόσπασμα, μου φαίνεται τόσο πιο αναγκαίο όσο βρισκόμαστε σε μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από εκείνη της δεκαετίας του ’70. Εκείνη την περίοδο αυτό που χρειαζόταν περισσότερο ήταν το να βγούμε από μια απολιθωμένη και σκληρωτική μακροπολιτική, ορατή στα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων και των συνδικάτων. Σήμερα, δεδομένου ότι αυτές οι δυνάμεις είτε έχουν εξαφανιστεί είτε έχουν ενσωματωθεί εντελώς στη λογική του καπιταλισμού, εκείνο που έχει σημασία είναι να επινοήσουμε, να πειραματιστούμε και να υποστηρίξουμε μια μακροπολιτική σε θέση, από τη μια πλευρά, να μας καταστήσει ικανούς να βγούμε από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (πολιτική και κοινωνική), συντασσόμενοι με εκείνη που ο Γκουαταρί αποκαλούσε «μοριακή επανάσταση». Από την άλλη πλευρά, χρειάζεται η επανεργοποίηση της χρήσης της δύναμης, μιας ικανότητας μπλοκαρίσματος και αναστολής της υποταγής και της υποδούλωσης, που θα έχει την ίδια λειτουργία με την απεργία στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Χωρίς αυτό, ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός θα εφαρμόσει ολοκληρωτικά το πρόγραμμά του: μείωση των μισθών στο επίπεδο της επιβίωσης, μείωση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους στο ελάχιστο, ιδιωτικοποίηση όλων όσων παραμένουν ακόμη υπό «δημόσιο» έλεγχο, ένταξη του πληθυσμού στην παλινδρομική διαδικασία του χρεωμένου ανθρώπου.
Ο Γκουαταρί με τον τρόπο του, όχι μόνο παρέμεινε πιστός στον Μαρξ, αλλά και στον Λένιν. Σίγουρα, τα εργαλεία παραγωγής της υποκειμενικότητας που δημιούργησε ο λενινισμός (το κόμμα, η αντίληψη της εργατικής τάξης σαν πρωτοπορίας, ο «επαγγελματίας αγωνιστής» κλπ) δεν αντιστοιχούν στη σημερινή ταξική σύνθεση. Αλλά αυτό που κρατά ο Γκουαταρί από το λενινιστικό πείραμα είναι η μεθοδολογία: η αναγκαιότητα ρήξης με τη «σοσιαλδημοκρατία», η συγκρότηση των εργαλείων της πολιτικής καινοτομίας που εκφράζονται στους τρόπους με τους οποίους οργανώνεται η υποκειμενικότητα. Για τον Γκουαταρί, η κατάφαση υπέρ αυτής της πολιτικής αυτονομίας εκφράστηκε, πρώτα απ’ όλα, στην υποκειμενική ρήξη της Πρώτης Διεθνούς, που κυριολεκτικά επινόησε μια εργατική τάξη η οποία δεν υπήρχε ακόμη (ο κομμουνισμός της εποχής του Μαρξ στηριζόταν ουσιαστικά στους τεχνίτες και στους «συντρόφους»). Στον καπιταλισμό, οι διαδικασίες της υποκειμενοποίησης οφείλουν με τη σειρά τους να συναρθρωθούν και να απελευθερωθούν από τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, μηχανογενείς ροές. Τα δύο εγχειρήματα είναι εξίσου αναγκαία: διαφυγή από τη λαβή που η υποταγή και η υποδούλωση εφαρμόζουν στην υποκειμενικότητα και οργάνωση της ρήξης που είναι πάντοτε μια επινόηση και μια συγκρότηση του εαυτού.
Οι κανόνες της παραγωγής του εαυτού είναι αφενός μεν οι «προαιρετικοί» και διαδικαστικοί κανόνες που επινοούμε οικοδομώντας «αισθητά εδάφη» και αφετέρου η μοναδικοποίηση της υποκειμενικότητας στο μικροπολιτικό επίπεδο και οι συλλογικοί μηχανισμοί ερμηνείας σε μακροπολιτικό επίπεδο. Από εδώ ξεκινά η προσφυγή όχι τόσο στα εργαλεία και στα γνωσιακά, πληροφοριακά ή γλωσσολογικά παραδείγματα, αλλά στα εργαλεία και στα πολιτικά παραδείγματα που είναι ηθικο-αισθητικά, το «αισθητικό παράδειγμα» του Γκουαταρί και η «αισθητική της ύπαρξης» του Φουκώ.
Για να παραχθεί ένας νέος λόγος, μια νέα γνώση, μια νέα πολιτική, χρειάζεται να ξεπεράσουμε ένα ακατονόμαστο σημείο, ένα σημείο απόλυτης μη-αφήγησης, μη γνώσης, μη κουλτούρας, μη συνείδησης. Εξ ου η γελοιότητα (ταυτολογική) του να σκεφτόμαστε την παραγωγή σαν παραγωγή γνώσης και μέσων γνώσης. Οι θεωρίες του γνωσιακού καπιταλισμού, της κοινωνίας της πληροφορίας, του καπιταλισμού της κουλτούρας, που προτείνονται σαν θεωρίες της καινοτομίας και της δημιουργίας, αποτυγχάνουν ακριβώς να σκεφτούν τη διαδικασία μέσω της οποίας υπάρχουν η «δημιουργία» και η «καινοτομία», εφόσον η γλώσσα, η γνώση, η πληροφορία και η κουλτούρα είναι σε μεγάλο βαθμό ανίκανες γι’ αυτόν τον σκοπό.
Για να παραχθεί η πολιτική υποκειμενοποίηση, πρέπει αναγκαστικά να περάσει από αυτές τις στιγμές αναστολής των κυρίαρχων σημασιών και της εξουδετέρωσης του μηχανισμού της μηχανογενούς υποδούλωσης. Η απεργία, η εξέγερση, η στάση, οι αγώνες, αποτελούν στιγμές ρήξης και αναστολής του χρονολογικού χρόνου, εξουδετέρωσης των υποδουλώσεων και των υποταγών, εκεί όπου εκδηλώνονται όχι τόσο οι παρθένες και αμόλυντες υποκειμενικότητες, αλλά οι εστίες, τα επείγοντα, τα φορτία της υποκειμενοποίησης, των οποίων η ενεργοποίηση και ο πολλαπλασιασμός εξαρτώνται από μια διαδικασία συγκρότησης η οποία πρέπει να συναρθρώσει, χωρίς να περάσουμε από τις τεχνικές της αντιπροσώπευσης, τη σχέση μεταξύ της «παραγωγής» (επιθυμητικής) και της «υποκειμενοποίησης».
Αν η κρίση δεν παράγει τίποτ’ άλλο, από εδώ και μπρος, παρά αρνητικές και παλινδρομικές υποδουλώσεις και υποταγές (ο χρεωμένος άνθρωπος), αν ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να αρθρώσει την παραγωγή και την παραγωγή της υποκειμενικότητας με έναν διαφορετικό τρόπο, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρεται για τη διάσωση των ιδιοκτησιακών τίτλων του κεφαλαίου, τότε τα θεωρητικά εργαλεία πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτούν τις συνθήκες μιας πολιτικής υποκειμενοποίησης που θα είναι επίσης μια υπαρξιακή μετάλλαξη σε ρήξη με τον καπιταλισμό, στο εσωτερικό της κρίσης του που ήδη έχει γίνει ιστορική.
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος της ιταλικής επιθεώρησης «Alfabeta 2». Αφιερώνεται στις συντρόφισσες και τους συντρόφους που το πρωί της 9ης Δεκέμβρη 2012 ανακατέλαβαν τη Βίλλα Αμαλίας παρά το γεγονός της ένοπλης φρούρησής της από τις δυνάμεις «του νόμου και της τάξης» (μοναδικό γεγονός στην ιστορία των καταλήψεων στον δυτικό κόσμο), θέλοντας να συμβάλλει στον προβληματισμό που γεννούν τέτοιες ενέργειες στους κόλπους των κοινωνικών κινημάτων του ανταγωνισμού και στις δυνατότητες ανασύνθεσης των ριζοσπαστικών δυνάμεων που προσφέρουν. Σύντομα θα ακολουθήσουν κι άλλα σε αυτή την κατεύθυνση.