Μια κρατική απάντηση στην παγκόσμια κρίση;
Πρώτη παρατήρηση: τόσο από τη μια όσο και την άλλη πλευρά, μας προϊδεάζουν για την επαναφορά της κυριαρχίας του κράτους-έθνους σαν απάντηση στην παγκόσμια κρίση, σύμφωνα με δύο τροπικότητες λίγο πολύ συμπληρωματικές και αρθρωμένες σε διάφορες χώρες: από τη μια πλευρά, ανατίθεται στο κράτος να πάρει αυταρχικά μέτρα περιορισμού των επαφών ενεργοποιώντας τη γνωστή «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (δηλωμένης ή όχι) όπως στην Ιταλία, στην Ισπανία και τη Γαλλία· από την άλλη, ανατίθεται στο κράτος να προστατεύσει τους πολίτες από την εισαγωγή ενός ιού που έρχεται από το εξωτερικό. Κοινωνική πειθάρχηση και εθνικός προστατευτισμός θα είναι οι δύο βασικοί άξονες του αγώνα ενάντια στην πανδημία. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν τις δύο όψεις της κρατικής κυριαρχίας: κυριάρχηση ως προς το εσωτερικό και ανεξαρτησία ως προς το εξωτερικό.
Δεύτερη παρατήρηση: απευθυνόμαστε, εξίσου, στο κράτος, προκειμένου να βοηθήσει τις μεγάλες, μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις έτσι ώστε να ξεπεράσουν τη δοκιμασία, με τις ενισχύσεις και τις πιστωτικές εγγυήσεις τις οποίες έχουν ανάγκη αφενός για να μη χρεοκοπήσουν και αφετέρου για να διατηρήσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις θέσεις εργασίας. Το κράτος δεν έχει πλέον ενδοιασμούς προκειμένου να διαθέσει πόρους χωρίς όρια οι οποίοι αφορούν τη «σωτηρία της οικονομίας» (whatever it takes), όταν μέχρι προχθές αντιτιθόταν σε όλα τα αιτήματα για αύξηση της εργατικής δύναμης στα νοσοκομεία και του αριθμού κρεβατιών ΜΕΘ, με τον εμμονικό σεβασμό των ορίων που θέτει ο προϋπολογισμός και των περιορισμών που επιβάλλει το δημόσιο χρέος. Τα κράτη μοιάζουν να ανακαλύπτουν σήμερα τις αρετές της παρέμβασης, τουλάχιστον στον βαθμό που αφορά την υποστήριξη των ιδιωτικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την εγγύηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αυτή η απότομη αλλαγή πορείας που, λανθασμένα, θα μπορούσε να εκληφθεί σαν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, στρέφει την προσοχή μας σε ένα κεντρικό ζήτημα: η καταφυγή σε δεδομένα που έχουν να κάνουν με την κρατική κυριαρχία, στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, είναι σε θέση να απαντήσει σε μια πανδημία που φτάνει το μεδούλι των στοιχειωδών μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης; Αυτό στο οποίο παρευρισκόμαστε δεν σταματά να μας ανησυχεί. Η θεσμική ξενοφοβία των κρατών εκδηλώνεται ταυτοχρόνως με τη συνειδητοποίηση της θνησιμότητας του ιού για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Είναι σύμφωνα με την τάξη διασποράς της πανδημίας που τα ευρωπαϊκά κράτη έδωσαν τις πρώτες απαντήσεις στη διάδοση του κορονοϊού. Ταχέως, η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη, στοιχήθηκαν πίσω από τα διοικητικά τείχη του εθνικού εδάφους προκειμένου να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους από τον «ιό των ξένων». Η λογική των χωρών που πρώτες περικλείστηκαν, υποτάχτηκε σε αξιοσημείωτο βαθμό στη γραμμή της κρατικής ξενοφοβίας. Ο Όρμπαν άναψε το φυτίλι: «Διεξάγουμε έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, αυτό της μετανάστευσης και αυτό του κορονοϊού, που υπάρχουν γιατί και τα δύο διαδίδονται μέσω των μετακινήσεων».
Ο ίδιος λόγος υιοθετήθηκε τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο: Κάθε ξεχωριστό κράτος πρέπει να αυτοπροστατευτεί, προς μεγάλη χαρά όλων των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων ακροδεξιών. Όμως η μεγαλύτερη ντροπή υπήρξε η απουσία αλληλεγγύης μεταξύ των γειτονικών χωρών. Η εγκατάλειψη της Ιταλίας στην τύχη της από τη Γαλλία και τη Γερμανία, που έφτασαν σε τέτοιο βαθμό εγωισμού ώστε να αρνηθούν την αποστολή ιατρικού εξοπλισμού και προστατευτικών μασκών, έκρουσε την επιθανάτια καμπάνα μιας Ευρώπης οικοδομημένης στη βάση του ανελέητου ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών.
Κρατική κυριαρχία και στρατηγικές επιλογές
Στις 11 Μάρτη, ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους κήρυξε την κατάσταση πανδημίας, ανησυχώντας στον μέγιστο βαθμό με την ταχύτητα διάδοσης του ιού και το «ανησυχητικό επίπεδο αδράνειας» των κρατών. Πώς εξηγήθηκε αυτή η κατάσταση αδράνειας; Η πιο πειστική ανάλυση ήταν αυτή της Σουέρι Μουν, ειδική σε πανδημίες και συνδιευθύντρια του Κέντρου Παγκόσμιας Υγείας του Ινστιτούτου των Διεθνών Σπουδών της Ανάπτυξης: «Η κρίση που διερχόμαστε δείχνει την επιμονή της αρχής της εθνικής κυριαρχίας στις διεθνείς υποθέσεις. Όμως δεν υπάρχει εδώ κάτι το εκπληκτικό. Η διεθνής συνεργασία υπήρξε ανέκαθεν εύθραυστη, όμως έχει γίνει περισσότερο εύθραυστη σήμερα απ’ ότι πέντε χρόνια πριν, λόγω της εκλογής πολιτικών ηγετών, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ευελπιστούν για την εγκατάλειψη της παγκοσμιοποίησης. Χωρίς την παγκόσμια προοπτική που δίνει ο ΠΟΥ, οδεύουμε προς την καταστροφή (…) κάτι που θυμίζει στους πολιτικούς ηγέτες και στους παγκόσμιους διαχειριστές της υγείας ότι η οικουμενική προσέγγιση στην πανδημία και στην αλληλεγγύη είναι τα πλέον θεμελιώδη στοιχεία για μια υπεύθυνη δράση εκ μέρους όλων των πολιτών». Παρότι τέτοιες εκκλήσεις είναι θεμελιωμένες και ορθές, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο ΠΟΥ εδώ και πολλές δεκαετίες στηρίζεται οικονομικά σε ιδιωτικούς πόρους (το 80% της χρηματοδότησης προέρχεται από επιχειρηματικές δωρεές και ιδιωτικά ιδρύματα). Παρόλα αυτά, ο ΠΟΥ θα μπορούσε από την αρχή να αποτελέσει το κέντρο της συνεργασίας στον αγώνα ενάντια στην πανδημία, όχι μόνο γιατί, μετά τις αρχές Γενάρη, οι πληροφορίες του σχετικά με το ζήτημα ήταν αξιόπιστες, αλλά κυρίως γιατί οι συμβουλές του για ριζικό και έγκαιρο έλεγχο της επιδημίας ήταν επίκαιρες.
Για τον διευθυντή του ΠΟΥ, η επιλογή της άρνησης μιας συστηματικής χρήσης των τεστ για τη θετικότητα στον Covid 19 για την ανίχνευση της μόλυνσης, κάτι που είχε καλά αποτελέσματα τόσο στη Νότια Κορέα όσο και στην Ταϊβάν, συνιστά ένα τεράστιο λάθος, που συνέβαλε στη διάδοση του ιού σε όλες τις άλλες χώρες. Όμως πίσω από αυτή την καθυστέρηση υπάρχουν δύο στρατηγικές θέσεις. Χώρες όπως η Νότια Κορέα έχουν επιλέξει τον συστηματικό έλεγχο, την απομόνωση των φορέων του ιού και την «κοινωνική αποστασιοποίηση». Η Ιταλία υιοθέτησε μεταγενέστερα τη στρατηγική του απόλυτου κλεισίματος για τον περιορισμό της επιδημίας, σύμφωνα με το παράδειγμα της Κίνας. Άλλες χώρες περίμεναν πολύ πριν αντιδράσουν, προχωρώντας στη φαταλιστική και κρυπτο-δαρβινική επιλογή της στρατηγικής της «ανοσίας της αγέλης». Η Μεγάλη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον είχε, σε πρώτο χρόνο, ακολουθήσει την επιλογή της παθητικότητας, φτάνοντας τελικά, και με τρόπο πιο διφορούμενο, να υιοθετήσει περιοριστικά μέτρα ανάλογα αυτών στη Γαλλία και τη Γερμανία, για να μη μιλήσουμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πιεσμένες ανάμεσα στη «μείωση» ή στην «επιβράδυνση» της επιδημίας μέσω του ισιώματος της καμπύλης των μολύνσεων, αυτές οι χώρες αρνήθηκαν εκ των πραγμάτων να την εξαλείψουν με τον έλεγχο των πρώτων μολυσμένων μέσω της συστηματικής τους επιτήρησης, αλλά και το απόλυτο κλείσιμο του πληθυσμού, όπως στην περίπτωση του Γιουχάν και της επαρχίας Χουμπέι. Αυτή η στρατηγική συλλογικής ανοσοποίησης προϋποθέτει να αποδεχτούμε ότι το 50% μέχρι το 80% του πληθυσμού θα μολυνθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις των γερμανών πολιτικών ηγετών και της γαλλικής κυβέρνησης. Αποδεχόμενοι, συνεπώς, τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων ατόμων, ιδιαιτέρως αυτών που ορίζονται ως τα «πλέον ευάλωτα». Ο προσανατολισμός του ΠΟΥ είναι ωστόσο ξεκάθαρος: τα κράτη δεν πρέπει να απαρνηθούν τον συστηματικό έλεγχο και την ανίχνευση των μετακινήσεων των ατόμων που έχουν αποδειχθεί θετικοί στον ιό.
Ο «φιλελεύθερος πατερναλισμός» στην εποχή της επιδημίας
Γιατί τα κράτη δεν συμφωνούν ως προς το να δείξουν εμπιστοσύνη στον ΠΟΥ και κυρίως γιατί δεν έχουν δεχθεί τον νευραλγικό ρόλο που παίζει ο συντονισμός των στρατηγικών απαντήσεων στην πανδημία; Στο οικονομικό επίπεδο, η επιδημία στην Κίνα εκβίασε την οικονομικο-πολιτική εξουσία, οδηγώντας την τόσο στο σταμάτημα της παραγωγής και των ανταλλαγών όσο και στην εκκίνηση μιας οικονομικο-χρηματιστικής κρίσης ιδιαίτερης βαρύτητας. Η αμηχανία της Γερμανίας, της Γαλλίας και ακόμη περισσότερο των Ηνωμένων Πολιτειών, οφείλεται στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις τους είχαν επιλέξει να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο σε λειτουργία την οικονομία της αγοράς ή, καλύτερα, να επιμένουν στη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ υγειονομικών και οικονομικών απαιτήσεων εν μέσω μιας κατάστασης παρακολουθούμενης καθημερινά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις γνωστές πια και πολύ πιο δραματικές προβλέψεις. Πρόκειται για τις καταστροφικές προβλέψεις του Imperial College, σύμφωνα με τις οποίες το laisez faire θα επέφερε εκατομμύρια θύματα, κάτι που οδήγησε τελικά τις κυβερνήσεις, μεταξύ 12 και 15 Μάρτη, συνεπώς ήδη πολύ αργά, στη λύση του γενικευμένου κλεισίματος.
Είναι εδώ που παρεμβαίνουν οι δυσοίωνες απόψεις της συμπεριφορικής οικονομίας και της θεωρίας της ώθησης (η θεωρία της nudge) στις πολιτικές αποφάσεις. Ξέρουμε τώρα πια ότι η «nudge unit» που συμβουλεύει η βρετανική κυβέρνηση, κατάφερε να εισάγει τη θεωρία σύμφωνα με την οποία τα άτομα, υποχρεωμένα και εξαναγκασμένα από αυστηρούς κανόνες, θα αφήνονταν να δράσουν ελεύθερα τη στιγμή κατά την οποία θα αποδεικνυόταν λιγότερο αναγκαία, δηλαδή όταν θα είχε φτάσει η κορύφωση της επιδημίας. Από το 2010, η οικονομική προσέγγιση του Richard Thaler όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Nudge, επηρεάζει την «αποτελεσματική διακυβέρνηση» του κράτους. Αυτή η θεωρία συνίσταται στο να καλούνται τα άτομα, χωρίς να εξαναγκάζονται, να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις μέσω «ωθήσεων», δηλαδή γλυκών, έμμεσων, ευχάριστων και προαιρετικών παραινέσεων, με το άτομο να πρέπει να μένει τελικά ελεύθερο ως προς τις επιλογές του. Ένας τέτοιος «φιλελεύθερος πατερναλισμός», σε σχέση με τη μάχη ενάντια στην επιδημία, μπορεί να πάρει δύο κατευθύνσεις: από τη μια πλευρά έχουμε την άρνηση του ελέγχου της ατομικής συμπεριφοράς και την πίστη στις «πράξεις-ανάχωμα»: κράτημα αποστάσεων, πλύσιμο των χεριών, απομόνωση εφόσον νοσήσεις, όλα όσα έχουν να κάνουν με την προστασία του ατομικού σου συμφέροντος. Το στοίχημα της γλυκιάς και εθελουσίας υποκίνησης είναι ριψοκίνδυνο, δεν βασίζεται σε κανένα επιστημονικό δεδομένο ότι θα έδειχνε την καταλληλότητά του σε κατάσταση επιδημίας. Πράγματι, οδήγησε στις υπερβολές που ξέρουμε. Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι αυτή υπήρξε και η επιλογή των γάλλων υπευθύνων μέχρι το Σάββατο 14 Μάρτη. Ο Μακρόν αρνήθηκε να πάρει μέτρα κλεισίματος δεδομένου ότι, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος στις 6 Μάρτη, «αν υιοθετηθούν πολύ παρεμποδιστικά μέτρα, δεν θα μπορέσουμε να τα υποστηρίξουμε σε βάθος χρόνου». Όταν βγήκε από το θέατρο στο οποίο είχε πάει την ίδια μέρα με τη σύζυγό του, δήλωσε: «Η ζωή συνεχίζεται. Δεν υπάρχει λόγος, πέρα από τα ευαίσθητα άτομα, να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας». Μέσα από αυτά τα λόγια, που σήμερα μοιάζουν ανεύθυνα, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι η εκδοχή του φιλελεύθερου πατερναλισμού ήταν ένας ακόμη τρόπος ώστε να έρθουν τα δρακόντεια μέτρα που αναγκαστικά χτύπησαν την οικονομία.
Κρατική κυριαρχία ή δημόσιες υπηρεσίες;
Η αποτυχία του φιλελεύθερου πατερναλισμού οδήγησε τις πολιτικές αρχές σε μια στροφή που ξεκίνησε με το προεδρικό διάγγελμα της 12ης Μάρτη, με την επίκληση της εθνικής ενότητας, της ιερής ένωσης, της «ψυχικής δύναμης» του γαλλικού λαού. Το δεύτερο διάγγελμα του Μακρόν στις 16 Μάρτη ήταν ακόμα πιο σαφές ως προς την επιλογή της θέσης και της πολεμικής ρητορικής: έφτασε η ώρα της γενικής κινητοποίησης, της «πατριωτικής αυταπάρνησης», αφού «βρισκόμαστε σε πόλεμο». Τώρα πια έχουμε τη μορφή του κυρίαρχου κράτους, που εκδηλώνεται με τον πλέον ακραίο αλλά και πιο κλασικό τρόπο, αυτόν του σπαθιού που θα χτυπήσει τον εχθρό «που είναι εδώ, αόρατος, ανείπωτος και προοδεύει».
Όμως υπήρχε και μια άλλη διάσταση στο διάγγελμά του της 12ης Μάρτη, που δεν παρέλειψε να μας εκπλήξει. Ο Εμμανουέλ Μακρόν ξαφνικά και σχεδόν ως εκ θαύματος, μεταμορφώθηκε σε υπερασπιστή του Κράτους-πρόνοιας και της δημόσιας υγείας, φτάνοντας να υποστηρίξει την αδυνατότητα να ανάγουμε τα πάντα στη λογική της αγοράς. Πολυάριθμοι σχολιαστές και πολιτικοί, κάποιοι από τους οποίους της αριστεράς, έσπευσαν να αναγνωρίσουν σε αυτή τη θέση μια παραδοχή της αναντικατάστατης λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Εν κατακλείδι, έχουμε εδώ μια μορφή αντίδρασης διαφορετική από το ερώτημα που του τέθηκε στην επίσκεψη του στο νοσοκομείο Σαλπετριέρ στις 27 Φλεβάρη: στον καθηγητή της νευρολογίας που τον ρώτησε θα υπάρξει κάποια παρέμβασή του υπέρ των νοσοκομείων, ο Μακρόν απάντησε καταφατικά, τουλάχιστον ως προς τα βασικά. Το γεγονός ότι οι αναγγελίες του σε αυτή την περίπτωση ήταν σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικές και δεν αμφισβητούσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθούνται μεθοδικά εδώ και χρόνια, αναγνωρίστηκε εξαρχής.
Αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο. Στη διάρκεια της συνέντευξης, ο Πρόεδρος αναγνώρισε ότι «το αναθέσουμε τη διατροφή μας, την προστασία μας, την ικανότητά μας για φροντίδα, το πλαίσιο της κοινής ζωής μας, σε άλλους» θα ήταν «μια τρέλα» και ότι καθίσταται πλέον αναγκαίο «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο». Αυτή η επίκληση της κυριαρχίας του κράτους-έθνους χαιρετίστηκε από πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των νεοφασιστών. Η υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών μπερδεύτηκε με τις κρατικές επιταγές: η απομάκρυνση της δημόσιας υγείας από τη λογική της αγοράς θα σήμαινε μια ενέργεια επίδειξης κυριαρχίας, μέσω της οποίας θα διορθώνονταν οι πολυάριθμες αναθέσεις που έχουν να κάνουν με την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως είναι τόσο προφανές ότι η έννοια των δημόσιων υπηρεσιών έχει να κάνει με την κρατική κυριαρχία, λες και η πρώτη θεμελιώνεται στη δεύτερη, αλλά και ότι οι δύο έννοιες είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους; Το ερώτημα αξίζει μια εξέταση πολύ πιο σοβαρή, εφόσον πρόκειται για ένα βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της κρατικής κυριαρχίας.
Ξεκινάμε με το ζήτημα της φύσης της κρατικής κυριαρχίας. Κυριαρχία σημαίνει, για την ακρίβεια, «υπεροχή» (από το λατινικό superanus), όμως απέναντι σε τι; Σε σχέση με τους νόμους και τις υποχρεώσεις κάθε είδους που μπορούν να περιορίσουν την ισχύ του κράτους, είτε στις σχέσεις του με άλλα κράτη είτε στις σχέσεις του με τους πολίτες του. Το κυρίαρχο κράτος τίθεται υπεράνω των ενασχολήσεων και των υποχρεώσεων, όντας ελεύθερο να τις διαπραγματεύεται και να τις ανακαλεί κατά το δοκούν. Όμως το κράτος, εκλαμβανόμενο ως δημόσιο πρόσωπο, μπορεί να δρα μόνο μέσω των αντιπροσώπων του, που οφείλουν να ενσαρκώνουν τη συνέχειά του πέρα από τη διάρκεια άσκησης της δικής τους λειτουργίας. Η υπεροχή του κράτους σημαίνει, συνεπώς, εκ των πραγμάτων, την υπεροχή των αντιπροσώπων του έναντι των νόμων, των υποχρεώσεων και των ενασχολήσεων, που θα μπορούσαν να τους δεσμεύουν διαρκώς. Και είναι αυτή η υπεροχή που έχει αναχθεί σε καταστατική αρχή εκ μέρους όλων των κυριαρχιστών. Ωστόσο, όσο κι αν μπορεί να είναι δυσάρεστη αυτή η αλήθεια γι’ αυτούς, αυτή η αρχή ισχύει ανεξαρτήτως του πολιτικού προσανατολισμού των κυβερνώντων. Το ουσιώδες είναι ότι αυτοί δρουν με την ιδιότητα των αντιπροσώπων του κράτους, οποιαδήποτε ιδέα κι αν έχουν για την κρατική κυριαρχία.
Οι αναθέσεις, που στη συνέχεια συμφωνήθηκαν από τους αντιπροσώπους του γαλλικού κράτους δίνουν τα πρωτεία στην ΕΕ, αφού η συγκρότηση της ΕΕ προχώρησε, ήδη από τα πρώτα της βήματα, βάσει της αρχής της κρατικής κυριαρχίας. Με τον ίδιο τρόπο, το γεγονός ότι το γαλλικό κράτος, όπως πολλά άλλα στην Ευρώπη, απαρνήθηκε τις διεθνείς υποχρεώσεις του όσον αφορά την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εντάσσεται στη λογική της κυριαρχίας: η διακήρυξη για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλει στα κράτη να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον υγιές και προστατευτικό, όμως οι νόμοι και οι πρακτικές των κρατών που την υπέγραψαν, ιδιαιτέρως εκείνες της Γαλλίας στα σύνορά της με την Ιταλία, παραβιάζουν τέτοιες υποχρεώσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις υποχρεώσεις όσον αφορά το κλίμα, σε σχέση με τις οποίες τα κράτη συμπεριφέρονται κατά το δοκούν, σύμφωνα με τα τρέχοντα συμφέροντά τους. Ακόμη και στο επίπεδο του δημοσίου δικαίου, το κράτος δεν έμεινε πίσω. Έτσι, για να μείνουμε στη γαλλική περίπτωση, τα δικαιώματα των ιθαγενών αμερικανών στη Γουϊνέα δεν γίνονται δεκτά στο όνομα της αρχής της «μίας και αδιαίρετης δημοκρατίας», έκφραση που παραπέμπει, για μια ακόμη φορά, στην καθαγιασμένη κρατική κυριαρχία. Σαφώς, αυτή η τελευταία είναι το άλλοθι που επιτρέπει στους αντιπροσώπους του κράτους να απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υποχρέωση νομιμοποίησης του ελέγχου τους από τους πολίτες. Το να λάβουμε υπόψη αυτό το σημείο, θα μας βοηθήσει να εξηγήσουμε τον δημόσιο χαρακτήρα των λεγόμενων «δημόσιων» υπηρεσιών.
Είναι το νόημα της λέξης «δημόσιο» στο οποίο πρέπει να στρέψουμε όλη την προσοχή μας. Πολύ συχνά λέγεται ότι σε αυτή την έκφραση, το «δημόσιο» είναι απολύτως ασύμβατο με το «κρατικό». Και αυτό γιατί το publicum όπως εκλαμβάνεται εδώ, παραπέμπει όχι μόνο στην κρατική διοίκηση, αλλά σε ολόκληρη τη συλλογικότητα, στον βαθμό που αυτή συγκροτείται από το σύνολο των πολιτών: οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι κρατικές υπηρεσίες με την έννοια ότι το κράτος θα μπορούσε να τις παρέχει κατά το δοκούν, ούτε είναι μια προβολή του κράτους, είναι δημόσιες εφόσον βρίσκονται «στην υπηρεσία του δημοσίου». Ανήκουν με αυτή την έννοια σε μια θετική υποχρέωση του κράτους έναντι των πολιτών του. Με άλλα λόγια, το κράτος και οι κυβερνώντες τις οφείλουν στους κυβερνώμενους και μακράν απέχουν από το να είναι μια χάρη που το κράτος κάνει στους κυβερνώμενους, όπως η διατύπωση «κράτος πρόνοιας», αντιμαχόμενη εφόσον είναι φιλελεύθερης έμπνευσης, ακούγεται. Ο νομικός Λεόν Ντιγκουί, μεγάλος θεωρητικός των δημοσίων υπηρεσιών, το είχε επισημάνει ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα: είναι το υπεροχή των υποχρεώσεων των κυβερνώντων έναντι των κυβερνωμένων που συνιστά το θεμέλιο εκείνης που αποκαλείται «δημόσια υπηρεσία». Κατά τη γνώμη του, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν συνιστούν μια εκδήλωση της κρατικής ισχύος, αλλά είναι το όριο της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτές συνιστούν αυτό μέσω του οποίου οι κυβερνώντες είναι υπηρέτες των κυβερνωμένων. Αυτές οι υποχρεώσεις, που επιβάλλονται στους κυβερνώντες, επιβάλλονται επίσης στους λειτουργούς των κυβερνώντων και είναι αυτές που θεμελιώνουν τη «δημόσια ευθύνη».
Γι’ αυτόν τον λόγο οι δημόσιες υπηρεσίες εντάσσονται στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, που επιβάλλεται σε όλους και όχι στην αρχή της κυριαρχίας που είναι ασύμβατη με εκείνη της δημόσιας ευθύνης. Αυτή η αντίληψη των δημοσίων υπηρεσιών καταπιέστηκε σαφώς από τη μυθιστορία της κρατικής κυριαρχίας. Όμως είναι αυτή που συνεχίζει να μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε, μέσω μιας εντονότατης σχέσης, αυτό που οι πολίτες διατηρούν με ότι θεωρούν ως θεμελιώδες δικαίωμα. Είναι γεγονός ότι το δικαίωμα των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες είναι σαφώς αντίστοιχο με την εγγύηση των δημόσιων υπηρεσιών από την πλευρά των αντιπροσώπων του κράτους. Να γιατί οι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες που χτυπιούνται από την κρίση, θέλησαν να επιδείξουν ποικιλοτρόπως την αφοσίωσή τους σε αυτές τις υπηρεσίες στον καθημερινό αγώνα ενάντια στον κορονοϊό: έτσι, οι πολίτες πολυάριθμων ισπανικών πόλεων χειροκρότησαν από τα μπαλκόνια τους τους ανθρώπους των υγειονομικών υπηρεσιών, ανεξαρτήτως από τη στάση που έχουν απέναντι στο συγκεντρωτικό, ενιαίο κράτος. Αυτά τα δύο πράγματα πρέπει να διακριθούν προσεκτικά. Η αφοσίωση των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαιτέρως στις νοσοκομειακές, δεν είναι καθόλου μια αποδοχή των αρχών ή της δημόσιας εξουσίας στις διάφορες μορφές τους, αλλά μια προσκόλληση σε υπηρεσίες που έχουν ουσιαστικά ως στόχο τους την ικανοποίηση των αναγκών του κοινού. Μακράν από επίδειξη μιας ταυτοτικής υπόκλισης στο έθνος, αυτή η προσκόλληση μαρτυρά μια έννοια του οικουμενικού που διαπερνά τα σύνορα και μας κάνει όλους ευαίσθητους στις δοκιμασίες που βιώνουν οι «συμπολίτες μας στην πανδημία», είτε αυτοί είναι Ιταλοί, Ισπανοί και, τελικά, ευρωπαίοι ή όχι.
Το επείγον των παγκόσμιων κοινών αγαθών
Δεν μπορούμε να δείξουμε εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του Μακρόν σύμφωνα με την οποία αυτός θα είναι ο πρώτος που θα βάλει σε συζήτηση το «αναπτυξιακό μας μοντέλο» μετά την κρίση. Μπορούμε μάλιστα νομίμως να σκεφτούμε ότι τα δραστικά μέτρα σε οικονομικό επίπεδο θα είναι τα ίδια με εκείνα του 2008 και θα στοχεύουν σε «μια επιστροφή στην κανονικότητα», δηλαδή στην καταστροφή του πλανήτη και στην αυξανόμενη ανισότητα των κοινωνικών συνθηκών. Θα πρέπει προπάντων να φοβόμαστε ότι ο λογαριασμός για τη «διάσωση της οικονομίας» θα βαρύνει και πάλι τους μισθωτούς και τους πιο φτωχούς. Ωστόσο, χάρη σε αυτή την επείγουσα συνθήκη, άλλαξε κάτι που δείχνει πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο με πριν. Ο κρατικός κυριαρχισμός, με τις σκέψεις περί ασφάλειας και την ξενοφοβία του, απέδειξε τη χρεοκοπία του. Μακράν από το να περιορίζει το παγκόσμιο κεφάλαιο, τροποποιεί απλώς τη δράση του, επιτείνοντας τον ανταγωνισμό.
Δύο πράγματα είναι τώρα πια ξεκάθαρα για εκατομμύρια άτομα. Από τη μια πλευρά, η αναγκαιότητα μετασχηματισμού των δημόσιων υπηρεσιών σε θεσμούς του κοινού, ικανούς να ενεργοποιήσουν τη ζωτική αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπινων όντων. Από την άλλη, έγινε ξεκάθαρη πλέον η επείγουσα πολιτική ανάγκη της ανθρωπότητας, δηλαδή η θέσμιση παγκόσμιων κοινών αγαθών. Εφόσον οι κίνδυνοι είναι παγκόσμιοι και η αλληλοβοήθεια πρέπει να είναι παγκόσμια, οι πολιτικές πρέπει να συντονίζονται, τα μέσα και οι γνώσεις πρέπει να μοιράζονται, η συνεργασία οφείλει να είναι ο απόλυτος κανόνας. Υγεία, κλίμα, οικονομία, εκπαίδευση, κουλτούρα δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ατομική ιδιοκτησία ή κρατικό αγαθό: πρέπει να εκλαμβάνονται ως παγκόσμια κοινά αγαθά και να θεσμιστούν πολιτικά ως τέτοια. Ένα πράγμα είναι τώρα πια σίγουρο: η σωτηρία δεν θα έρθει από τα πάνω. Μόνοι οι στάσεις, οι εξεγέρσεις και οι διεθνείς συνασπισμοί των πολιτών μπορούν να την επιβάλλουν στα κράτη και το κεφάλαιο.
21 Μάρτη 2020, αλιευθέν από τον ιστότοπο OperaVivaMagazine