Σελίδες

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Βιοασφάλεια και πολιτική - Giorgio Agamben

Αυτό που κάνει εντύπωση στις αντιδράσεις απέναντι στους μηχανισμούς εξαίρεσης που ενεργοποιήθηκαν στη χώρα μας (και όχι μόνο σε αυτή) είναι η αδυναμία παρατήρησής τους πέρα από το άμεσο πλαίσιο στο οποίο φαίνεται να λειτουργούν. Αντιθέτως, σπάνιοι είναι εκείνοι που προσπάθησαν, όπως μια σοβαρή ανάλυση θα επέβαλε να κάνουν, να τους ερμηνεύσουν ως συμπτώματα και σημάδια ενός ευρύτερου πειράματος, στο οποίο το διακύβευμα είναι ένα νέο παράδειγμα κυβέρνησης των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ήδη σε ένα βιβλίο δημοσιευμένο επτά χρόνια πριν, που αξίζει τώρα τον κόπο να το ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά (Tempetes microbiennes, Gallimard 2013), o Patrick Zylberman περιέγραψε τη διαδικασία μέσω της οποίας η υγειονομική ασφάλεια, μέχρι τότε αφημένη στο περιθώριο των πολιτικών υπολογισμών, έγινε ουσιαστικό μέρος των κρατικών και διεθνών πολιτικών στρατηγικών. Υπό διερώτηση δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη δημιουργία ενός είδους «υγειονομικού τρόμου» ως εργαλείου για την κυβέρνηση αυτού που θα οριζόταν ως το worst case scenario, δηλαδή το σενάριο της χειρότερης περίπτωσης. Είναι σύμφωνα με αυτή τη λογική του χειρότερου που ήδη από το 2005 ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας είχε προειδοποιήσει για «150 εκατομμύρια νεκρούς λόγω της επερχόμενης γρίπης των πτηνών», προτείνοντας μια πολιτική στρατηγική που όμως τότε τα κράτη δεν ήταν ακόμη έτοιμα να υιοθετήσουν. Ο Ζυλμπερμάν έδειξε ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός αρθρωνόταν σε τρία σημεία: 1) κατασκευή, στη βάση ενός πιθανού κινδύνου, ενός φανταστικού σεναρίου, στο οποίο τα δεδομένα θα παρουσιάζονται έτσι ώστε να ευνοούνται συμπεριφορές που θα επιτρέπουν να κυβερνηθεί μια ακραία συνθήκη 2) υιοθέτηση της λογικής του χειρότερου ως το επικρατών καθεστώς πολιτικής λογικής 3) πλήρης οργάνωση του σώματος των πολιτών έτσι ώστε να ενισχύεται στον μέγιστο βαθμό η αποδοχή των κυβερνητικών θεσμών, με αποτέλεσμα ένα είδος υπερθετικής πολιτειότητας, στην οποία οι επιβαλλόμενοι κανόνες θα παρουσιάζονται ως απόδειξη αλτρουισμού και ο πολίτης δεν θα έχει πλέον δικαίωμα στην υγεία (health safety), αλλά θα είναι δικαιικά υποχρεωμένος στην υγεία (biosecurity). 

Εκείνο που περιέγραψε ο Ζυλμπερμάν το 2013, επαληθεύεται πλήρως σήμερα. Είναι προφανές ότι πέρα από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με κάποιον ιό ο οποίος στο μέλλον θα αφήσει τη θέση του σε κάποιον άλλο, η συζήτηση αφορά τον σχεδιασμό ενός παραδείγματος κυβέρνησης του οποίου η αποτελεσματικότητα ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό όλες τις μορφές κυβέρνησης που έχει γνωρίσει μέχρι τώρα η πολιτική ιστορία της δύσης. Αν ήδη, με την προοδευτική κατάρρευση των ιδεολογιών και των πολιτικών πεποιθήσεων, οι λόγοι ασφάλειας επέτρεψαν την αποδοχή εκ μέρους των πολιτών περιορισμών της ελευθερίας τους που προηγουμένως δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν, η βιοασφάλεια δείχνει ικανή να προκαλέσει την απόλυτη παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και κάθε κοινωνικής σχέσης ως τη μέγιστη μορφή συμμετοχής των πολιτών. Μπορούμε έτσι να παραβρεθούμε στο παράδοξο φαινόμενο οργανώσεις της αριστεράς, παραδοσιακά συνηθισμένες να διεκδικούν δικαιώματα και να καταγγέλλουν παραβιάσεις του συντάγματος, να αποδέχονται ανεπιφύλακτα περιορισμούς των ελευθεριών αποφασισμένους με πρωθυπουργικά διατάγματα και στερούμενους κάθε νομιμότητας, κάτι που ούτε ο φασισμός δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε επιβάλλει. 

Είναι προφανές –και οι ίδιες οι κυβερνητικές αρχές δεν σταματούν να μας το θυμίζουν– ότι η λεγόμενη «κοινωνική αποστασιοποίηση» θα αποτελεί το μοντέλο της πολιτικής που μας περιμένει και (όπως οι αντιπρόσωποι μιας λεγόμενης task force, της οποίας τα μέλη βρίσκονται σε προφανή σύγκρουση συμφέροντος με τη λειτουργία την οποία πρέπει να επιτελούν, έχουν αναγγείλει) ότι θα επωφεληθούν από αυτή την αποστασιοποίηση έτσι ώστε να αντικαταστήσουν παντού με ψηφιακούς τεχνολογικούς μηχανισμούς τις ανθρώπινες σχέσεις στη φυσικότητά τους, οι οποίες ως τέτοιες θα είναι ύποπτες μόλυνσης (πολιτικής μόλυνσης εννοείται). Οι πανεπιστημιακές διαλέξεις, που όπως έχει ήδη συμβουλέψει το υπουργείο παιδείας, θα γίνονται σταθερά τον επόμενο χρόνο on line και δεν θα αναγνωρίζουμε πλέον ο ένας τον άλλο μέσω του προσώπου (αφού αυτό θα μπορεί να καλύπτεται από μια υγειονομική μάσκα) αλλά μέσω ψηφιακών μηχανισμών που θα αναγνωρίζουν βιολογικά δεδομένα υποχρεωτικά παρμένα, ενώ κάθε «συνάθροιση», που θα γίνεται είτε για πολιτικούς λόγους είτε απλώς ένεκα φιλίας, θα συνεχίσει να απαγορεύεται. 

Είναι υπό συζήτηση μια ολόκληρη αντίληψη του πεπρωμένου της ανθρώπινης κοινωνίας, σε μια προοπτική, που από πολλές πλευρές μοιάζει να έχει πάρει από θρησκείες, τώρα πια στη δύση τους, μια αποκαλυψιακή ιδέα περί του τέλους του κόσμου. Αφού η πολιτική αντικαταστάθηκε από την οικονομία, τώρα και η οικονομία, για να μπορέσει να κυβερνήσει, πρέπει να υιοθετήσει πλήρως το παράδειγμα της βιοασφάλειας, σε σχέση με το οποίο όλα τα άλλα αιτήματα πρέπει να θυσιαστούν. Είναι νόμιμο να διερωτηθούμε αν μια τέτοια κοινωνία μπορεί ακόμη να οριστεί ως ανθρώπινη, ή αν η απώλεια των συναισθηματικών σχέσεων, του προσώπου, της φιλίας, του έρωτα, μπορεί πραγματικά να αντισταθμιστεί από μια αφηρημένη και πιθανώς εντελώς πλασματική υγειονομική ασφάλεια. 

11 Μάη 2020 

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet 

Με αυτή τη μετάφραση κλείνουμε τη μεταφραστική «Αγκαμπενιάδα» που ξεκινήσαμε κάνα δυο μήνες πριν στο blogspot των εκδόσεων για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα. Καθώς και άλλοι σοβαροί μεταφραστές προχωρούν στην παρουσίαση των κειμένων του ιταλού φιλοσόφου σε διάφορους ιστότοπους και ελπίζοντας ότι θα συνεχίσουν με τον ίδιο ζήλο και σεβασμό να παρουσιάζουν κείμενα ή συνεντεύξεις του, κλείνουμε προς το παρόν εδώ, θέλοντας όμως να πούμε και το εξής, εν είδει επιλόγου: Χωρίς κριτική δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε στη σκέψη ούτε στην πράξη. Όμως άλλο η κριτική και άλλη η εμπάθεια, άλλο να εκφράζεις ρητά τη και δημόσια διαφωνία σου ακόμη και με ανθρώπους που εκτιμάς ή αγαπάς, και άλλο να φτύνεις σήμερα εκεί που έγλειφες χθες (συνήθως συμβαίνει το αντίστροφο αλλά να που με τον κορονοϊό είχαμε και αυτό το φαινόμενο).

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Η ιατρική ως θρησκεία - Giorgio Agamben

Ότι η επιστήμη έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας, αυτό στο οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πιστεύουν, έχει γίνει προφανές εδώ και καιρό. Στη σύγχρονη Δύση συνυπήρξαν και, σε κάποιο βαθμό, συνυπάρχουν ακόμη, τρία μεγάλα συστήματα πίστης: ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός και η επιστήμη. Στην ιστορία της νεωτερικότητας, αυτές οι τρεις «θρησκείες» διασταυρώθηκαν πολλές φορές, ενίοτε ήρθαν σε σύγκρουση, για να συμφιλιωθούν στη συνέχεια ποικιλοτρόπως και να φτάσουν, προοδευτικά, σε ένα είδος ειρηνικής, αρθρωμένης συμβίωσης, για να μην πούμε μιας πραγματικής και ουσιαστικής συνεργασίας στο όνομα του κοινού συμφέροντος. 

Το νέο δεδομένο είναι ότι μεταξύ της επιστήμης και των άλλων δύο θρησκειών, αναβίωσε, χωρίς να το πάρουμε είδηση, μια υπόγεια και αμείλικτη σύγκρουση, της οποίας τη νικηφόρο έκβαση υπέρ της επιστήμης την έχουμε σήμερα μπροστά στα μάτια μας, καθορίζοντας με πρωτόγνωρο τρόπο όλες τις πλευρές της ύπαρξής μας. Αυτή η σύγκρουση δεν αφορά, όπως συνέβη στο παρελθόν, τη θεωρία και τις γενικές αρχές, αλλά, μπορούμε να πούμε, τη λατρευτική πράξη. Και η επιστήμη, πράγματι, όπως κάθε θρησκεία, έχει διάφορες μορφές και επίπεδα μέσω των οποίων οργανώνει και διατάσσει τη δομή της: στην επεξεργασία ενός εκλεπτυσμένου και αυστηρού δόγματος αντιστοιχεί στην πράξη μια λατρευτική σφαίρα άκρως ευρεία και τριχοειδής, που ταυτίζεται με αυτό που αποκαλούμε τεχνολογία. 

Δεν μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι πρωταγωνιστής αυτού του νέου θρησκευτικού πολέμου είναι εκείνο το μέρος της επιστήμης όπου το δόγμα είναι λιγότερο αυστηρό, με την πραγματιστική πλευρά να είναι πιο ισχυρή: η ιατρική, της οποίας το άμεσο αντικείμενο είναι το ζωντανό σώμα των ανθρώπινων όντων. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της νικηφόρας πίστης, με την οποία οφείλουμε να λογαριαστούμε ολοένα και περισσότερο. 

1) Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι η ιατρική, όπως και ο καπιταλισμός, δεν έχει ανάγκη ένα ιδιαίτερο δόγμα, αλλά περιορίζεται να δανείζεται από τη βιολογία τις θεμελιώδεις της έννοιες. Αυτή, ωστόσο, σε αντίθεση με τη βιολογία, αρθρώνει αυτές τις έννοιες με μια γνωστικο-μανιχαϊστική έννοια, δηλαδή σύμφωνα με μια ακραία δυαδική αντίθεση. Υπάρχει ένας θεός ή μια αρχή κακόβουλη, που είναι ακριβώς η ασθένεια, της οποίας οι ιδιαίτεροι λειτουργοί είναι τα βακτήρια και οι ιοί, και υπάρχει κι ένας θεός ή μια αρχή ευεργετική, που δεν είναι η υγεία αλλά η επούλωση, της οποίας οι λατρευτικοί λειτουργοί είναι οι γιατροί και η θεραπεία. Όπως σε κάθε γνωστικιστική πίστη, οι δύο αρχές είναι σαφώς διαχωρισμένες, όμως στην πράξη μπορούν να αλληλομολυνθούν και ίσως η ευεργετική αρχή και ο γιατρός που την αντιπροσωπεύει να κάνουν λάθος και να συνεργαστούν χωρίς να το καταλάβουν με τον εχθρό τους, όμως αυτό δεν ακυρώνει με κανέναν τρόπο τη δυαδικότητα και την αναγκαιότητα της λατρείας μέσω της οποίας η ευεργετική αρχή δίνει τη μάχη της. Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι θεολόγοι που οφείλουν να διατυπώσουν τη στρατηγική είναι οι αντιπρόσωποι μιας επιστήμης, της ιολογίας, που δεν έχει τον δικό της τόπο, αλλά τοποθετείται στο όριο μεταξύ βιολογίας και ιατρικής. 

2) Αν αυτή η λατρευτική πρακτική ήταν μέχρι τώρα, όπως κάθε λειτουργία, ευκαιριακή και περιορισμένη στον χρόνο, το απροσδόκητο φαινόμενο στο οποίο παρευρισκόμαστε είναι ότι έχει γίνει διαρκής και διεισδύει παντού. Δεν πρόκειται πλέον για τη λήψη των φαρμάκων ή των προστατευτικών μέτρων όταν είναι αναγκαία μια ιατρική επίσκεψη ή μια χειρουργική επέμβαση: ολόκληρη η ζωή των ανθρώπινων όντων πρέπει κάθε στιγμή να είναι ο τόπος μιας αδιάκοπης λατρευτικής εξύμνησης. Ο εχθρός, ο ιός είναι πάντοτε παρών και πρέπει να αντιπαλεύεται αδιάκοπα, χωρίς μια πιθανή ανακωχή. Και η χριστιανική θρησκεία έχει παρόμοιες ολοκληρωτικές τάσεις, όμως αυτές αφορούν μονάχα κάποια άτομα –πιο συγκεκριμένα τους μοναχούς– που επιλέγουν να θέσουν ολόκληρη την ύπαρξή τους υπό τη διδαχή «προσευχηθείτε ασταμάτητα». Η ιατρική ως θρησκεία υιοθετεί αυτή την παυλική συνταγή και, ταυτοχρόνως, την ανατρέπει: ενώ οι μοναχοί μαζεύονται στις μονές για να προσευχηθούν από κοινού, τώρα η λατρεία πρέπει μεν να ασκείται σε ένα κοινό μέρος, όμως με τους πιστούς να είναι χωριστά και σε απόσταση. 

3) Η λατρευτική πρακτική δεν είναι πλέον ελεύθερη και εθελοντική, υποκείμενη μόνο σε κυρώσεις πνευματικής τάξης, πρέπει να καταστεί κανονιστικά υποχρεωτική. Η συμπαιγνία μεταξύ θρησκείας και βέβηλης εξουσίας δεν είναι σίγουρα κάτι το νέοˑ όμως εντελώς νέο είναι το γεγονός ότι αυτή δεν αφορά πλέον, όπως συνέβαινε με τις αιρέσεις, την άσκηση των δογμάτων, αλλά αποκλειστικά την εξύμνηση της λατρείας. Η βέβηλη εξουσία οφείλει να φροντίσει έτσι ώστε η λειτουργία της ιατρικής θρησκείας, που τώρα πια ταυτίζεται με ολόκληρη τη ζωή, να τελείται με ακρίβεια. Ότι εδώ πρόκειται για μια λατρευτική πρακτική και όχι για ένα ορθολογικό επιστημονικό αίτημα γίνεται άμεσα προφανές. Η μεγαλύτερη αιτία θνησιμότητας στη χώρα μας είναι εδώ και πολύ καιρό οι καρδιοαγγειακές παθήσεις και είναι γνωστό ότι αυτές μπορούν να μειωθούν αν έχουμε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής και μια συγκεκριμένη διατροφή. Όμως ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό οποιουδήποτε γιατρού ότι αυτή η μορφή ζωής και διατροφής, που συμβουλεύει στους ασθενείς του, θα γινόταν αντικείμενο νομικού κανονισμού, που θα όριζε ex legge τι θα πρέπει να τρώμε και πώς θα πρέπει να ζούμε, μεταμορφώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη σε μια υγειονομική υποχρέωση. Ακριβώς αυτό συνέβη και, τουλάχιστον προσωρινά, ο κόσμος το έχει αποδεχτεί λες και ήταν κάτι το προφανές η απάρνηση της ελευθερίας μετακίνησης, της εργασίας, των φιλικών και των ερωτικών σχέσεων, των κοινωνικών δεσμών, των θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων. 

Θα δούμε τώρα πώς οι άλλες δύο θρησκείες της Δύσης, η θρησκεία του Χριστού και η θρησκεία του χρήματος, έδωσαν τα πρωτεία, εμφανώς χωρίς να αγωνιστούν, στην ιατρική και την επιστήμη. Η Εκκλησία απαρνήθηκε απλά και ξεκάθαρα τις αρχές της, ξεχνώντας ότι ο άγιος από τον οποίο έχει πάρει το όνομά του ο σημερινός ποντίφικας, αγκάλιαζε τους λεπρούς και ότι ένα από τα έργα της ελεημοσύνης είναι η επίσκεψη στους ασθενείς, ενώ τα μυστήρια μπορούν να τελούνται μόνο αυτοπροσώπως. Ο καπιταλισμός, από την πλευρά του, με κάποια υπόνοια διαμαρτυρίας, αποδέχθηκε τελικά την απώλεια της παραγωγικότητας, κάτι που ποτέ δεν είχε τολμήσει να δείξει στο παρελθόν, ελπίζοντας πιθανώς να έλθει αργότερα σε συμφωνία με τη νέα θρησκεία, που ως προς το συγκεκριμένο σημείο μοιάζει διατεθειμένη να συμβιβαστεί. 

4) Η ιατρική θρησκεία μάζεψε χωρίς δισταγμό από τον χριστιανισμό την εσχατολογική ιδέα που αυτός άφησε να του πέσει. Ήδη ο καπιταλισμός, εκκοσμικεύοντας το θεολογικό παράδειγμα της σωτηρίας, εξάλειψε την ιδέα περί του τέλους του κόσμου, αντικαθιστώντάς τη με μια κατάσταση διαρκούς κρίσης, στην οποία δεν υπάρχει ούτε λύτρωση ούτε τέλος. Η Κρίσις ήταν αρχικά μια ιατρική έννοια, που απεικόνιζε στο ιπποκράτειο σώμα τη στιγμή κατά την οποία ο γιατρός αποφάσιζε αν ο ασθενής θα επιβίωνε της ασθένειας. Οι θεολόγοι πήραν τον όρο για να δείξουν την τελική Κρίση, αυτό που θα συμβεί την έσχατη ημέρα. Αν δούμε την κατάσταση εξαίρεσης την οποία βιώνουμε, θα λέγαμε ότι η ιατρική θρησκεία παντρεύει τη διαρκή κρίση του καπιταλισμού με τη χριστιανική ιδέα του τελικού χρόνου, ένα έσχατον στο οποίο η ακραία απόφαση είναι πάντοτε καθ’ οδόν, με το τέλος ταυτοχρόνως να επίκειται και να αναβάλλεται, σε μια διαρκή προσπάθεια ελέγχου του, χωρίς όμως ποτέ το πρόβλημα να επιλύεται άπαξ δια παντός. Είναι η θρησκεία ενός κόσμου που νιώθει ότι έρχεται το τέλος αλλά, ωστόσο, δεν είναι σε θέση, όπως ο ιπποκρατικός γιατρός, να αποφασίσει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. 

5) Όπως ο καπιταλισμός και σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, η ιατρική θρησκεία δεν δίνει προοπτικές σωτηρίας και λύτρωσης. Αντιθέτως, η επούλωση στην οποία στοχεύει, δεν μπορεί να είναι παρά προσωρινή, από τη στιγμή κατά την οποία ο μοχθηρός Θεός, ο ιός, δεν μπορεί να εξαλειφθεί άπαξ δια παντός, αλλά μεταλλάσσεται και προσλαμβάνει διαρκώς νέες μορφές, πιθανώς πιο επικίνδυνες. Η επιδημία, όπως δείχνει η ετυμολογία της λέξης (δήμος είναι στα ελληνικά ο λαός ως πολιτικό σώμα και πόλεμος επιδήμιος στον Όμηρο είναι το όνομα του εμφύλιου πολέμου) είναι κυρίως μια πολιτική έννοια, που θέλει να αποτελέσει το νέο πεδίο της πολιτικής –ή της μη πολιτικής– παγκοσμίως. Είναι πιθανόν, μάλιστα, ότι η επιδημία την οποία βιώνουμε, να είναι η υλοποίηση του παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου, που σύμφωνα με τους πιο προσεκτικούς πολιτειολόγους έχει πάρει τη θέση των παραδοσιακών παγκοσμίων πολέμων. Όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί βρισκόμαστε τώρα πια διαρκώς σε πόλεμο με τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς ο αόρατος και απρόβλεπτος εχθρός με τον οποίο πολεμάμε, βρίσκεται μέσα μας. 

2 Μάη 2020