Από το 1968, ευρείς τομείς της ριζοσπαστικής αριστεράς επικεντρώθηκαν στην κριτική των παραδοσιακών μορφών της στράτευσης, εννοούμενης σαν θυσία της ίδιας μας της υποκειμενικότητας στο όνομα του συλλογικού, της κατανομής των ρόλων και του καταμερισμού της εργασίας.
Το ζήτημα είχε ήδη εκραγεί στο δραματικό πλαίσιο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου: ο Ενρίκε Λίστερ, κομμουνιστής διοικητής του 5ου Συντάγματος, κατηγόρησε τους αναρχικούς για απειθαρχία, λέγοντας ότι εγκατέλειπαν το βράδυ το μέτωπο προκειμένου να πάνε να βρουν συζύγους και ερωμένες. Το διακύβευμα ήταν η σχέση ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση, ανάμεσα στον πόλεμο και την απελευθέρωση, δηλαδή κατά πόσο στον πόλεμο πρέπει να θυσιαστεί κάθε άλλο περιεχόμενο ή αν ο πόλεμος, και η επαναστατική δραστηριότητα εν γένει, πρέπει να προεικονίζουν άμεσα τον σκοπό για τον οποίο διεξάγονται.
Θεωρώ όλα αυτά δεδομένα, αν και θα πρέπει να τα θυμόμαστε διαρκώς, αφού δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματική διαδικασία μετασχηματισμού αν αυτή δεν συμβαίνει υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ή αν έστω δεν προεικονίζει τις μορφές οργάνωσης και τις κοινωνικές σχέσεις για τις οποίες αγωνιζόμαστε. Όμως θέλω να αντιμετωπίσω μια άλλη πλευρά του ζητήματος.
Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970, ο προσδιορισμός «στρατευμένος», υπερέβη τη σημασία της «agit prop», προκειμένου να ικανοποιήσει μιαν άλλη, μπορούμε να πούμε επιχειρησιακή. Έχει καταστεί πλέον κλασικός ο ορισμός της «αντιφασιστικής στράτευσης» σε αντίθεση με τον «δημοκρατικό» αντιφασισμό. Εδώ βλέπουμε να ορίζεται η στράτευση σε σχέση με μια υποκειμενικότητα που σκέφτεται και δρα με όρους «ισχύος».
Θεωρούμε ότι στην πραγματικότητα το «ζήτημα της ισχύος» είχε τεθεί έμπρακτα από τον κύκλο των εργατικών αγώνων της διετίας 1968-69, φτάνοντας στη συνέχεια στο απόγειό του στον κύκλο αγώνα που κορυφώθηκε με την κατάληψη στο Τορίνο της Φίατ Μιραφιόρι και την εμπειρία της στρατευμένης αυτοοργάνωσης των «κουκουλοφόρων» και των «κόκκινων μαντηλιών». Ξεκινώντας από το 1968, ο εργατικός αγώνας προσέλαβε δύο σημαντικά χαρακτηριστικά: η εργατική υποκειμενικότητα πήρε χαρακτηριστικά στράτευσης. Ξεκίνησε προπάντων η τροποποίηση του χαρακτήρα της πικετοφορίας, μέχρι τότε έργο λίγο πολύ τυπικό των καταβεβλημένων πυρήνων στις εσωτερικές εργοστασιακές επιτροπές και των εξωτερικών στρατευμένων, που κρατούσε σε ικανή απόσταση η δημόσια δύναμη. Τώρα, αντιθέτως, οι πικετοφορίες άρχισαν να μοιάζουν με έναν σκληρό αγώνα, προκειμένου να εμποδιστεί αποφασιστικά ο απεργοσπαστισμός και να αντιμετωπιστεί η αστυνομία στον φυσικό χώρο μπροστά στα κάγκελα του εργοστασίου. Η δεύτερη μεγάλη καινοτομία ήταν η εσωτερική πορεία, που έφτανε να σπάει τα γραφεία των υπαλλήλων και των διευθυντών.
Τώρα, όποιος βρέθηκε σε ένα εργοστάσιο εκείνα τα χρόνια, ξέρει καλά ποια ήταν η εσωτερική διάρθρωση της εργατικής τάξης: πέρα από την κανονιστική διάκριση ανάμεσα σε εξειδικευμένο εργάτη και εργάτη-μάζα, υπήρχε η διάκριση ανάμεσα σε εργατική αριστερά και δεξιά, έχοντας στη μέση μια μεγάλη και ταλαντευόμενη γκρίζα ζώνη. Η εργατική αριστερά, ακόμη και όταν ήταν μειοψηφία, «δρούσε σαν πλειοψηφία», χαράσσοντας την πολιτική κατεύθυνση, αλλά και προσφεύγοντας σε πρακτικές εξαναγκασμού. Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των απεργιών, εξασφαλιζόταν ακριβώς από την ισχύ που εκδηλωνόταν στις πικετοφορίες και στις εσωτερικές πορείες, κάτι που εξηγεί και το γιατί, τουλάχιστον μέχρι το 1974, η πάγια θέση των συνδικάτων ήταν η τελετουργική καταδίκη της βίας αλλά όχι η μετωπική σύγκρουση με την εργατική αριστερά, από τη στιγμή που αυτές οι εξαναγκαστικές μορφές επέβαλαν το συνολικό μπλοκάρισμα της παραγωγικής δραστηριότητας και συνεπώς καθόριζαν την ίδια τη συμβασιακή δύναμη των κεντρικών συνδικάτων. Και είναι ακριβώς μέσω της χρήσης της βίας που η εργατική υποκειμενικότητα δημιουργούσε αντιεξουσία. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε την αντιεξουσία ως το αποκορύφωμα της ταξικής σύγκρουσης. Η αντιεξουσία δεν είναι μονάχα αυτή των σοβιέτ το 1917 στη Ρωσία, αλλά είναι και η μορφή που πρέπει να πάρει η σύγκρουση σε κάθε σημείο και σε κάθε τόπο έκφρασής της, ως ο μοναδικός τρόπος μέσω του οποίου ο διεκδικητικός αγώνας κάνει πολιτική. Την ίδια στιγμή, πρέπει να ειπωθεί ότι η αντιεξουσία δεν μπορεί να αναπαρασταθεί με το ομοίωμα κάποιου δικαστηρίου του παράνομου λαού, αλλά με τις πραγματικές σχέσεις ισχύος που επιβάλλει η οργανωμένη δύναμη της μαζικής δράσης. Το να σκεφτόμαστε σήμερα για τη στράτευση, σημαίνει να σκεφτόμαστε για την υποκειμενικότητα, για το τι σημαίνει να σκεφτόμαστε και να δρούμε βάσει του ζητήματος της ισχύος και της αντιεξουσίας. Δεν πιστεύω ότι εμείς σήμερα έχουμε ένα πρόβλημα «θεωρίας», αλλά ένα πρόβλημα πράξης. Αν πράττεις, μετά έρχεται και η θεωρία, και όχι το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση, και σε σχέση με τον τίτλο αυτού εδώ του άρθρου, τον λόγο πρέπει να τον έχουν αυτοί που βρίσκονται μέσα στους αγώνες.
Δημοσιεύθηκε στον ιταλικό ιστότοπο «Machina», στις 23 Νοέμβρη 2020