Σελίδες

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Gigi Roggero - O στρατευμένος χωρίς ιδιότητες


«Είναι μια έννοια μάταιη εκείνη που επιθυμεί να εκπληρώσει το καθήκον της στη θέση που της έχει ανατεθεί· σπαταλούνται τεράστιες δυνάμεις για το τίποτα· το πραγματικό καθήκον είναι να επιλέξει η ίδια τη θέση της και να υποκλιθεί ενσυνείδητα στις περιστάσεις» 

Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες 

0. Ξαναπιάνουμε την ορθή για την εποχή της ανασκόπηση που πρότειναν ο Λανφράνκο Καμινίτι και η Κιάρα Σκαλέτα. Ο συλλογισμός τους ξεκινά από το Σηάτλ το 1999 και την Τζένοβα το 2001, συμβάντα συμβολικά και περιοδικά του κινήματος no global. Εκεί έκλεισε ένας μικρός αλλά σημαντικός για μας κύκλος: αυτός των κοινωνικών κέντρων. Θα λέγαμε, επιπλέον, και ο κύκλος του «Κινήματος», εννοούμενο ως χώρος μιας πολιτικής οργάνωσης που είχε τις ρίζες του στην ισχυρή ανωμαλία του μακρού ιταλικού εξηνταοκτώ. Ανάμεσα στο «Κίνημα» έτσι όπως αυτό αντιπροσωπεύτηκε τη δεκαετία του ’90 από τα κοινωνικά κέντρα και το κίνημα no global, υπήρξε ένα άλμα όχι μόνο χωρικό, αλλά και ως προς την υποκειμενικότητα και τη μορφή των οργανωτικών μορφών. Η γεωγραφία των ομάδων του «Κινήματος», στην καλή και κακή κληρονομιά των χρόνων του ’70, εξαντλήθηκε μπροστά στην εμφάνιση ενός νέου χώρου κινητοποίησης. 

1. Εκείνος ο νέος χώρος κινητοποίησης είχε κάποια χαρακτηριστικά εν δυνάμει ισχυρά και κάποια άλλα σαφώς αδύναμα. Το βασικό του στοιχείο ήταν ότι ανοίχτηκε μέσα και ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς, γεννώντας βεβαιότητες και ρητορικές, επαναφέροντας στην ημερησία διάταξη το ζήτημα της κοινωνικής σύγκρουσης. Είναι η περίοδος στην οποία η new economy μπαίνει σε κρίση, ενώ τα θαυμαστά και προοδευτικά είδη της ευελιξίας αρχίζουν να αποκαλύπτουν το πρόσωπο της επισφάλειας στη ζωή και την εργασία. Το πέπλο της παγκόσμιας καπιταλιστικής υπόσχεσης αρχίζει να πέφτει και να ανεβαίνει στη σκηνή ένα παγκόσμιο υποκείμενο, εν δυνάμει ανταγωνιστικό. Αυτό το υποκείμενο είναι πολύμορφο, υλοποιείται από συμβάν σε συμβάν, ασκώντας ακόμη και βία (πιθανώς πολύ λίγη και με έναν τρόπο πολύ απλοϊκό), ενώ κοπιάζει να παγιωθεί και να ριζώσει στην καθημερινότητα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και αναπαραγωγής. Τέλος πάντων δεν καταφέρνει να γίνει. Παραμένει ένα υποκείμενο ρευστό, για να χρησιμοποιήσουμε την αργκό εκείνης της περιόδου. Σε αυτό αντιστοιχεί μια ρευστή στράτευση. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε υποκύπτοντας στην αγγλοσαξωνική μόδα, ο στρατευμένος να αφήσει τη θέση του στον ακτιβιστή. Η διακύβευση της ίδιας της ζωής, μέσω της συλλογικής της επαναστατικοποίησης, δίνει τη θέση της στην καλή συνείδηση, που ενίοτε αξιοποιείται στη συνέχεια από την ανθρωπιστική πέρα από τη θεσμική βιομηχανία. Και εδώ βρίσκεται η συγκεκριμένη αδυναμία της. 

2. Εκεί, λέμε, εξαντλείται ο κύκλος των κοινωνικών κέντρων και του «Κινήματος». Στο ότι δεν το καταλάβαμε, στο ότι το υπέστημεν και δεν αντιδράσαμε σε εκείνη την κρίση, φτάνοντας να κρατάμε τεχνητά στη ζωή ένα πτώμα, στοχεύοντας με επιμονή στη θεραπεία του, βρίσκεται η ρίζα της παρούσας μιζέριας μας. Αντί να στοιχηματίσουμε σε ένα άλμα προς τα μπρος, προτιμήσαμε την ήρεμη διαχείριση της περιθωριακότητας. Άλλωστε, εκείνος ο χώρος κινητοποίησης του κινήματος no global –μιλάμε για την Ιταλία– πίστεψε ότι θα μπορούσε να δράσει με κάποια συνέχεια ως προς τις πρακτικές, τις μορφές, τα τικ και τα κλισέ του εξαντλημένου κύκλου. Το αποτέλεσμα είναι προφανές: η αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος μιας οργάνωσης που θα στέκεται στο ύψος των δυνατοτήτων και των αδυναμιών που ήδη επισημάναμε. Τα social forum έγιναν σύντομα, θα λέγαμε ήδη από την αρχή τους, μικρά κοινοβούλια μεσολάβησης ανάμεσα στις ομάδες, τις ενώσεις, τα κόμματα. Μια άσχημη καρικατούρα των σοβιέτ. Εξαντλημένου του χώρου κινητοποίησης, σταματημένων των συμβάντων, τελειωμένης της εφήμερης φάσης του «no war», τα καταστήματα του «Κινήματος» πίστεψαν ότι θα μπορούσαν τελικά να συνεχίσουν τον δρόμο τους με τις συνηθισμένες τους δραστηριότητες διαχείρισης του υπάρχοντος. Business as usual.

3. Κάμποσο καιρό μετά, στην Ιταλία, υπήρξε μια άλλη περιοδική κινητοποίηση. Το μακρύ κύμα των υποσχέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού έσκασε ξαφνικά: είναι η εποχή του Κύματος, του «εμείς την κρίση δεν την πληρώνουμε». Στις συνελεύσεις του 2008 πήρε τον λόγο μια νέα γενιά, που έχοντας προειδοποιήσει για την προδοσία των υποσχέσεων, ένιωσε να της κλέβουν το μέλλον και θέλησε να επιδιορθώσει το λάθος. Γι’ αυτό δεν δίστασε να κάνει έκκληση στην αξιοκρατία, μέχρι και στη νομιμότητα και στους δικαστές: αν ξεφορτωθούμε τους διεφθαρμένους θα μπορέσουμε να έχουμε αυτό που μας αναλογεί. Πίσω από αυτές τις συμπεριφορές υπάρχει μια αμφισημία, σαφώς ενοχλητική και εν δυνάμει παραγωγική, που δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε: σίγουρα έχει χαθεί η δομική διάσταση των διαδικασιών και καταφεύγουμε στο αξιοκρατικό, μισητό λεξικό· και, ωστόσο, αυτή η γενιά θα διακρίνει με ευχέρεια τους εχθρούς της και, όταν χρειαστεί, θα αναλάβει δράση εναντίον τους χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Κυριαρχεί, εκ μέρους των στρατευμένων, συγγνώμη των ακτιβιστών του «Κινήματος», ένα είδος παιδαγωγικής συμπεριφοράς απέναντι στους φοιτητές, αντί για μια ικανότητα έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι μια υπέρθεση των πολιτικών ομάδων σε σχέση με την πραγματική σύνθεση, μια προσπάθεια αντιπροσώπευσής της χωρίς την υλική της κατανόηση. Στην Ιταλία, ο λεγόμενος «λαϊκισμός» –όρος ακατάλληλος για διάφορους λόγους, που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε– γεννιέται ακριβώς από την ήττα του Κύματος. Στον βαθμό που εκείνα τα συναισθήματα, εκείνες οι αμφίσημες συμπεριφορές δεν οδήγησαν σε διαδικασίες αυτόνομης οργάνωσης, αντιπροσωπεύτηκαν μέσω μιας θεσμικής μορφής, αν και χαοτικά άτυπης και για μια όχι σύντομη περίοδο ανοιχτή σε πολλές κατευθύνσεις. Από τότε, έλεγες Κίνημα και ο κόσμος εννοούσε τους 5 Αστέρες. Εκείνο το άλλο «Κίνημα» συνέχισε να επιβιώνει τεχνητά, προσκολλημένο στους ολοένα και πιο βρώμικους αναπνευστήρες των κοινωνικών κέντρων. 

4. Ο λεγόμενος «λαϊκισμός», έγινε μια τάση σε διεθνές επίπεδο, καλύπτοντας τους κενούς χώρους: την κριτική της παγκοσμιοποίησης, την κρίση της μεσαίας τάξης, την εγκατάλειψη και την περιθωριοποίηση των ανέργων και των κοινωνικών περιφερειών. Και ξεδιπλωνόταν τώρα πια στην κατεύθυνση μιας μυθοποιημένης σύγκρουσης και αντικατάστασης των ελίτ, άλλοτε σε μια κατεύθυνση τεχνοκρατική ι άλλοτε σε μια θεσμική καινοτομία –βλέπε την παραβολή των ιταλικών 5 Αστέρων, αλλά και τους Ποδέμος, που ωστόσο είχαν άλλες ιδεολογικές αναφορές και γεννήθηκαν από τις ισπανικές acampadas. Το ζήτημα δεν είναι να κατηγορήσουμε τους κλέφτες των «λαϊκιστικών» κομμάτων ότι υφάρπαξαν τον μετασχηματισμό προκειμένου να συντηρήσουν το στάτους κβο. Το ζήτημα είναι ότι δεν ήμασταν σε θέση να βρεθούμε ανάμεσα στα κοινωνικά διάκενα που ανοίχτηκαν στην κρίση και να ξεδιπλώσουμε εκείνα τα κομμάτια της σύνθεσης σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επικράτησε η πλέον πιθανή τάση κι αυτό είναι αλήθεια· το ζήτημα όμως είναι ότι δεν ήταν αυτή η μοναδική δυνατότητα. Ακριβώς εδώ, άλλωστε, στη σύγκρουση ανάμεσα στην πιθανότητα και τη δυνατότητα, υπάρχει ο χώρος της επαναστατικής πολιτικής πρωτοβουλίας. Υπήρχε εκεί η ευκαιρία ώστε η κρίση της στράτευσης να αντιστραφεί, να οδηγήσει σε μια νέα επινόηση. 

5. Τον Γενάρη του 2012 στη Σικελία και μετά στις 9 Δεκέμβρη της επόμενης χρονιάς στο Τορίνο, εμφανίστηκε ένα παράξενο κίνημα, αποτελούμενο από πολύ μικρούς επιχειρηματίες και άνεργους, από μικρο-έμπορους και νέους, από κόσμο που προερχόταν από την ύπαιθρο, από τις πόλεις, από τις περιφέρειες. Ήταν φιγούρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά είχαν ως κοινό σημείο ανάμεσά τους το γεγονός ότι είχαν μπουχτίσει να πληρώνουν αυτοί το κόστος της κρίσης αντί για εκείνους που την είχαν προκαλέσει (προφανώς δεν έλειπαν καθόλου οι σκιώδεις ή οι γελοιογραφικές προσωπικότητες, όπως πάντοτε συμβαίνει όταν τα κινήματα είναι πραγματικά). Υπήρχαν αυτοί που ήθελαν να επιστρέψουν στις συνθήκες της σχετικής άνεσης που απολάμβαναν πριν, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν τσαντιστεί γιατί δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα για εκείνη την άνεση. Μπορεί σε άλλες εποχές οι πρώτοι να είχαν εκμεταλλευτεί τους δεύτερους, όμως τώρα ένιωθαν όλοι ότι βρίσκονταν κατά κάποιον τρόπο στην ίδια πλευρά. Τους αποκάλεσαν «δικράνια», κράτησαν μάλλον λίγο και ήταν το πρώτο κίνημα που εξέφρασε στην Ιταλία την οργή μιας μεσαίας τάξης χτυπημένης και υποβαθμισμένης. Ήταν τσαντισμένη γιατί είχαν βληθεί τα συμφέροντά της, όμως καταλάβαινε επίσης ότι για να ξαναπάρει τα πάνω της είχε ανάγκη να συνευρεθεί με άλλους και να κάνει κάτι το οποίο όταν ήταν τάξη της μεσολάβησης και φραγμός στις ταξικές αντιθέσεις, πληρωνόταν για να αποφύγει: το να αγωνίζεται. Η ιταλική αριστερά, θεσμική και «κινηματική», τους απαξίωσε σαν φασίστες ή σαν αντικειμενικά αντιδραστικούς. Όταν λίγα χρόνια μετά εμφανίστηκε ένα εξίσου παράξενο κίνημα, αυτή τη φορά στη Γαλλία με τα κίτρινα γιλέκα, που άρχισε να καταλαμβάνει τους δρόμους και τις οδικές αρτηρίες για να μην αυξηθεί η τιμή της βενζίνης, οι κρίσεις αντιστράφηκαν και ο καθένας προστάτευσε τη wishful thinking του. Σε απόσταση ασφαλείας από την πιθανότητα μιας έμπρακτης διάψευσης, κάθε ιδεολογική φαντασίωση επιτρέπεται αν και τελικά πάντοτε έρχεται ο λογαριασμός. 

6. Το Occupy αποτέλεσε αναμφισβήτητα έναν σημαντικό κύκλο, για πολλούς λόγους οι οποίοι έχουν επανειλημμένως συζητηθεί και δεν είναι εδώ ο χώρος για να τους επαναλάβουμε –όχι όμως στην Ιταλία: το «Κίνημα» αποκαλύφθηκε για μια ακόμη φορά περίκλειστο (τα διεθνή γυναικεία κινήματα και, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, οι περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς και εμβάθυνσης, που θα μας άρεσε να γίνουν στην έκταση που το αξίζουν). Έχουμε όμως την εντύπωση και σίγουρα όχι μόνο σήμερα, ότι ήταν ακριβώς εκείνες οι παράξενες κινητοποιήσεις που προδιέγραψαν τα χαρακτηριστικά των κινημάτων που εμφανίστηκαν σε αυτή τη διαρκή κρίση. Θα λέγαμε ότι ήταν τα σινιάλα, τα προεικονιστικά συμπτώματα. Κρίση οικονομικο-χρηματιστική, κρίση κοινωνική, κρίση πανδημική, κρίση πολιτισμική. Κρίση της μεσαίας τάξης, κρίση των υποσχέσεων της προόδου. Κινήματα κάτι παραπάνω από παράξενα: αμφίθυμα, βρώμικα, μπάσταρδα, τρελαμένα, ανοιχτά σε όλες τις κατευθύνσεις. Μας αρέσουν; Δεν μας αρέσουν; Δεν έχει σημασία. Καλωσήρθαν στην έρημο του πραγματικού. Ή θα διακρίνουμε τις πιθανές μειοψηφικές τάσεις ή θα είναι άχρηστο να παραπονούμαστε για την επικράτηση των πλειοψηφικών πιθανοτήτων. Οι προφητείες που αυτεκπληρώνονται, το «εγώ το είχα πει αγαπητοί μου», δεν είναι ίδιον των στρατευμένων. Αν αυτοί υπάρχουν ακόμη. 

7. Φτάνουμε στο σήμερα, σε αυτές τις μέρες, στις εξεγέρσεις «no lockdown». Όχι για να φτιάξουμε το χρονικό τους, αλλά για να ολοκληρώσουμε την ανάλυση. Για μια ακόμα φορά παράξενα κινήματα, που διαφεύγουν των ερμηνευτικών κατηγοριών στις οποίες είμαστε (κρίσιμα πολύ) συνηθισμένοι. «Αρνητές» και «υπεύθυνοι», στους οποίους είναι χωρισμένοι οι follower της δεξιάς και της αριστεράς, υπάρχουν λίγοι ή καθόλου. Ιός ή όχι ιός, κίνδυνος θανάτου ή μεντιακή υπερβολή, στους δρόμους άρχισαν να κατεβαίνουν άτομα που δεν μπορούν πλέον να αντέξουν ένα κλίμα φόβου, που δεν θέλουν να βρεθούν μπροστά στον κυβερνητικό εκβιασμό είτε να πεθάνεις από τον covid είτε από την πείνα, είτε να αρρωστήσεις από βαρύτατη πνευμονία είτε από κατάθλιψη, που πιστεύουν ότι τώρα πραγματικά τους της έφεραν από πίσω και έχουν μπουχτίσει να πληρώνουν το κόστος της κάθε κρίσης, σήμερα της υγειονομικής. Μεσαία στρώματα ήδη υποβαθμισμένα ή που φοβούνται ότι θα υποβαθμιστούν, βρίσκονται δίπλα σε επισφαλείς και άνεργους, που ποτέ δεν γνώρισαν μέλλον ή δεν το θυμούνται πλέον, και κατόπιν νέοι που ενώ τους έχουν πάρει τα πάντα τώρα τους παίρνουν μέχρι και τα μπαρ, το ποδοσφαιράκι και το γήπεδο, ε λοιπόν φτάνει. Αυτή η κοινωνική βαβέλ κατεβαίνει και καίει, κυρίως και όχι τυχαία, το αστεακό και μητροπολιτικό περιβάλλον. Σε μια καθημερινότητα σημαδεμένη από ένα κλίμα και μια γλώσσα θανατηφόρα, η εξέγερση είναι ο μοναδικός τρόπος για να ζήσεις, να ξανααναπνεύσεις. We can’t breath: οι riot στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανώς και σε βάθος χαρακτηριζόμενες από το ζήτημα της φυλής, είναι λοιπόν τόσο ξέχωρες σε σχέση με αυτές τις εντάσεις; 

Βλέπουμε τουλάχιστον τρεις κινδύνους που πρέπει να αποφύγουμε: την αισθητικοποίηση της εξέγερσης, το να τη χαρακτηρίσουμε σαν φασιστική αντί να τη δούμε βάσει των εξαντλημένων συντεταγμένων δεξιά-αριστερά, το να της βάλουμε ταμπέλες ξένες ως προς τη χαοτική της υποκειμενική σύνθεση. Για μια φορά ακόμα, ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ριζικά ματιά, ας επικεντρωθούμε στην ξεκάθαρη ασυνέχεια των επερχόμενων κινημάτων σε σχέση με αυτό που είχαμε συνηθίσει, ας αποφύγουμε μια λογική συνέχειας που είναι συνώνυμη με την πνευματική τεμπελιά, για την υπεράσπιση ενός κηπάκου τώρα πια ασήμαντου, τον πεισματάρικο δηλαδή αρνητισμό της κρίσης της στράτευσης. Αυτή τη φορά οι ιδεολογικοί και πολιτικοί λογαριασμοί δεν έρχονται και είναι εδώ που μπαίνουν οι νέες δυνατότητες. 

Έχουμε ακόμα χρόνο; Ποιος ξέρει. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν εναλλακτικές που μπορούμε να δοκιμάσουμε καθ’ ολοκληρίαν. Αφού δεν θέλουμε να λογαριάσουμε και την πιθανότητα να ξαναβρούμε τη στράτευση ανάμεσα στους νεκρούς με –και όχι σίγουρα από– covid. Δεν πρόκειται να πορευθούμε με τα τσιτάτα του Μάο, να προβλέψουμε αν όλα θα πάνε καλά ή αν όλα θα πάνε χάλια. Παραφράζοντάς τον, θα περιοριστούμε να πούμε ότι –είτε μας αρέσει είτε όχι– η σύγχυση κάτω από τον ουρανό βρίσκεται στα πράγματα και όχι στα λόγια που περιγράφουν τα πράγματα. Αν η κατάσταση θα είναι εξαίρετη εξαρτάται από εμάς ή, τουλάχιστον, και από εμάς. Η κατάκτηση του έτους μηδέν δεν σημαίνει ακύρωση της ιστορίας μας. Αντιθέτως, σημαίνει την υποκειμενική απόφαση να την κάνουμε να ξαναξεκινήσει. Ο δικός μας angelus novus έχει παλιά καρδιά και νέα γυαλιά. 

…to be continued…

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Maurizio Sentieri - Σαίξπηρ, διάλεκτοι και εντροπία

Christopher Wood

Ο Τσαρλς Πέρσυ Σνόου, στο βιβλίο του Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση, αναδεικνύει ένα στοιχείο τόσο σημαντικό όσο και περίεργο όταν υποστηρίζει ότι η άγνοια του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητική όσο, αν όχι περισσότερο, η άγνοια του σαιξπηρικού έργου.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα και ο άγγλος επιστήμονας και συγγραφέας προχωρεί σε μια παρατήρηση η οποία ουσιαστικά ισχύει και στις μέρες μας, ιδιαιτέρως στην Ιταλία, όπου η επιρροή της ανθρωπιστικής κουλτούρας μοιάζει ακόμη να είναι κυρίαρχη. 

Αυτός ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι άλλωστε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Δεν πρόκειται μόνο για έναν από τους νόμους της φυσικής μέσω του οποίων γίνεται η εκμάθηση της φυσικής είτε στο λύκειο είτε, σε μεγάλο βαθμό, στο πανεπιστήμια, αλλά για ένα πραγματικό και ουσιαστικό κλειδί για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών. 

Για παράδειγμα, για τον Α. Έντιγκτον –τον αστροφυσικό στον οποίο οφείλουμε μια από τις πρώτες αποδείξεις της θεωρίας της σχετικότητας– ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής κατέχει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στους νόμους της φύσης… («Αν κάποιος μας πει ότι η προτιμώμενη θεωρία σας για το σύμπαν… εναντιώνεται στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, τότε αυτή δεν έχει την παραμικρή ελπίδα, είναι προορισμένη να χαθεί μέσα στην πλέον απόλυτη ταπείνωση»). 

Έτσι, από όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί ή, τουλάχιστον, να εκλαϊκευτεί, ένας είναι αυτός που λέει ότι το παράγωγο της εργασίας (η χρήσιμη ενέργεια) σε όλες τις φυσικές διαδικασίες, τείνει πάντοτε στην αύξηση της εντροπίας και της αταξίας. Οι ζωτικές διαδικασίες –εξ ορισμού σύνθετες και διατεταγμένες– είναι απλώς μια μεταβατική φάση σε ένα σύμπαν προορισμένο για τη μέγιστη εντροπία και τον θερμικό θάνατο.

Μια έννοια τυπικά και πολιτισμικά «υψηλή», αλλά που με έναν ενστικτώδη τρόπο έμοιαζε να αποτελεί μέρος μιας κοινής γνώσης για μια οικονομία που στις μέρες μας θα αποκαλούνταν κυκλική. Ήταν απλώς το γενικό πλαίσιο που ρύθμιζε τη ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών απέναντι στη φύση, δηλαδή τη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερο των κύκλων της ύλης και της εντροπικής παρακμής της ενέργειας. Γιατί αυτή η γνώση, πριν γίνει τέτοια, ήταν τόσο ενστικτώδης όσο και ηθική. 

Η ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των αντικειμένων, των υλικών, της φύσης, ήταν εκ των πραγμάτων η γενική προσέγγιση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Ένα μάλλινο ύφασμα, άπαξ και χρησιμοποιούνταν, δεν θα μπορούσε φυσικά να ξαναγίνει ίνες μαλλιού (δηλαδή να βρεθεί στην προτεραία του κατάσταση), όμως μέσω της εντροπίας (αταξίας) που συνοδεύει όλα τα φυσικά φαινόμενα, θα γινόταν σιγά-σιγά κουβέρτα, ρετάλι και τελικά λίπασμα· όλα θα κινούνταν προς τη μέγιστη αποσύνθεση του υλικού και τη μέγιστη αταξία. 

Αυτός ο γενικός νόμος –παρά την άγνοια κάθε μορφής εντροπίας– συνόδεψε τόσο τις αρχαίες οικονομίες όσο και αυτές της νεωτερικότητας, τουλάχιστον μέχρι τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και την άφιξη του καπιταλισμού με τις μορφές που σήμερα γνωρίζουμε. Είναι πράγματι πασίγνωστο ότι με την άφιξη του νεωτερικού καπιταλισμού συνέβη κάτι νέο: μια καθαρή τομή σε σχέση με το παρελθόν, που κυοφορούσε διάφορες συνέπειες. 

Μιλάμε για τον καπιταλισμό της υπερπαραγωγής και της κατανάλωσης ως κινητήριοι μοχλοί της οικονομίας· μια υπερπαραγωγή καθίσταται ουσιαστικά δυνατή μέσω της απελευθέρωσης μιας απολιθωμένης ενέργειας, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια είχε εναποτεθεί στη γήινη κρούστα. Ένας «παρασιτικός καπιταλισμός» σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Ζύγκμουντ Μπάουμαν: παρασιτικός ως προς τους φυσικούς πόρους, το έδαφος, το περιβάλλον, την ενέργεια, το χρήμα που πέφτει στην κατανάλωση. 

Είναι εδώ που έχει τη ρίζα της η «γραμμική οικονομία», μια «επινόηση» τελειοποιημένη από τη δυτική κοινωνία ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η οποία εξερράγη με την καταναλωτική κοινωνία. Εδώ, με την ώθηση πόρων που θεωρούνται απεριόριστοι, κάθε παραγωγική διαδικασία και κάθε κατανάλωση κατέληξαν ουσιαστικά σε απόρριμμα, ενώ σε κάθε απόρριμμα αντιστοιχεί πάντοτε μια νέα κατανάλωση. 

Ωστόσο, κοιτώντας σε μεγάλο βάθος χρόνου, οι πρωταρχικές πηγές του καπιταλισμού μοιάζουν να ήταν άλλες… 

Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, έτσι όπως τον παραθέτει ο Μπρους Τσάτουιν (Τα μονοπάτια των τραγουδιών), «… η έννοια της αύξησης του προσωπικού μας πλούτου εμφανίζεται αφότου υπάρχει η βοσκή. Τα εξημερωμένα ζώα ήταν η τρέχουσα μονάδα (αυτή που τρέχει)». Μια γλωσσολογική οπτική που έχει το προνόμιο να μας αποκαλύπτει τη σημασία των λέξεων και την αρχική τους έννοιας. Στην πραγματικότητα, το κεφάλαιο (από το capus, το ζώο αρχηγός) ή το εγχρήματο [pecunia] (pecus, πρόβατο, ζώο), αναφέρονται στον πλούτο ως συνέπεια της αναπαραγωγής των ζώων, «… ίσως και η ιδέα της “αύξησης” να έλκει την καταγωγή της από τον ποιμενικό κόσμο». Με άλλα λόγια, η γλώσσα μοιάζει να μας λέει ότι η αύξηση του προσωπικού μας πλούτου –θεμέλιο του καπιταλισμού αλλά και των προηγούμενων κοινωνικών οργανώσεων– συνέβαινε τουλάχιστον μέχρι την περίοδο που ξεκίνησε με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση (φτάνοντας μετά στην καταναλωτική κοινωνία), με τη γνώση και τη διαίσθηση ενός κόσμου που έχει ένα τέλος. Κατόπιν, ένας παρασιτικός καπιταλισμός, στενά συνδεδεμένος με τη γραμμική οικονομία, παμφάγος σε σχέση με τους φυσικούς πόρους αλλά και παραγωγός απορριμμάτων, το μόνο που μπόρεσε να γεννήσει ήταν μορφές μη βιώσιμου πλούτου… 

Δεν πρέπει συνεπώς να μας παραξενεύει το γεγονός ότι στις κοινωνίες της κυκλικής και βιώσιμης οικονομίας η επιβεβαίωση μπορεί να έρθει μέσω της γλώσσας· τι καλύτερο από τη γλώσσα μπορεί να μας δείξει τη βαθύτερη κουλτούρα μιας κοινωνίας, τον τρόπο της να «κοιτάζει τον κόσμο»; 

Έτσι, γίνεται δυνατό να μην υπάρχει στην απενινο-τοσκανική-εμιλιάνικη διάλεκτο η λέξη απόρριμμα. 

Δεν υπάρχει απλώς γιατί λείπει η αντίστοιχη με αυτή έννοια, λείπει, δηλαδή, η ίδια η ιδέα του απορρίμματος. 

Στο χωριό μου fnide (finito-τελειωμένο) είναι η αυτό που πλησιάζει περισσότερο την ιταλική λέξη απόρριμμα. Τα πάντα ανακυκλώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν, και όταν κάτι γινόταν fnide, όταν είχε έρθει η ώρα να αποκληθεί έτσι, ποτέ δεν απορριπτόταν αν παρέμεναν, προβλέπονταν, δύο ακόμη δυνατότητες: είτε να γίνει καύσιμη ύλη είτε λίπασμα, μια πηγή θερμότητας τόσο για μας τους ίδιους όσο και για την κοινότητα, στοιχειώδες υλικό για μια νέα ζώσα ύλη. 

Χωρίς να ξέρει τίποτα για τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, αυτή η οικονομία –αν και στοιχειώδης– ήταν βιώσιμη, ήταν κυκλική, ήταν κάτι που σήμερα αποκαλούμε «μοντέρνο», ήταν μαζί ηθική και αισθητική. 

Γιατί αν τα πάντα δεν θα μπορούσαν να συμβούν παρά μόνο στην κατεύθυνση της μέγιστης αποσύνθεσης της ύλης, αν τα πάντα δεν οδηγούσαν παρά στη μέγιστη αταξία στην οποία είναι καταδικασμένο το σύμπαν, αν ήταν αδύνατο να διαφύγουμε από την εντροπική παρακμή της ενέργειας, τότε σε κάθε «στάση», αυτό που συνέβαινε ήταν να αντικαθίσταται η ζωή από τη ζωή. 

Δημοσιεύθηκε στις 27 Οκτώβρη 2020 στο δικτυακό ιταλικό περιοδικό «Machina»

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Franco Piperno - Ο άνθρωπος δεν είναι καλός: Ο κορονοϊός, το κεφάλαιο, το κράτος, οι αγελάδες κι εμείς

Στον κίνδυνο ότι δεν σε σκοτώνει, σε σώζει 
Βάλτερ Μπένγιαμιν 

Στους τωρινούς καιρούς, ένας στοχασμός, που δεν θα είναι απολογητικός για την επιστημονική γνώση και πρακτική, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται, θεωρώντάς την ως γεγονικό σημείο αφετηρίας, στην πανδημία του covid-19, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων και πέρα από κάθε είδους ερμηνεία με όρους συνωμοσίας, αρνούμενοι εν συντομία την εύκολη και άσχημα τοποθετημένη αγανάκτηση, πρέπει αμέσως να πω ότι ο covid-19 δεν φτιάχτηκε απευθείας από τους υπηρέτες του Κεφαλαίου ή απλώς από τον ξέφρενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό της γεωργίας –για να αποδειχτεί κάτι τέτοιο αρκεί να θυμηθούμε ότι η μετάλλαξη των ζωικών μικροβίων σε παθογόνους ανθρώπινους παράγοντες δεν είναι με τιποτα μια νέα διαδικασία και ούτε καν πρόσφατη: έχει ήδη εμφανιστεί κατά τη νεολιθική εποχή με την επινόηση της γεωργίας, όταν ξεκίνησε τόσο η αποψίλωση των δασών για να επεκταθούν τα καλλιεργήσιμα εδάφη όσο και η εξημέρωση των ζώων για να μετατραπούν σε κτήνη είτε για το κουβάλημα είτε για το σφαγείοˑ τα ζώα, με τη σειρά τους, μας απάντησαν όπως μας άξιζε, μας πρόσφεραν, δηλαδή, κάτι παραπάνω από ένα δηλητηριασμένο δώρο, τον ιό δηλαδή, κι αυτό ανάλογα με το είδος τους: έτσι, οφείλουμε να συγχαρούμε τα βόδια για την ιλαρά και τη φυματίωση, τις πάπιες για τη γρίπη, τους χοίρους για τον κοκκύτη, τα κουνούπια για την ελονοσία, τα άλογα για τη σύφιλη, τα ποντίκια για την πανούκλα, κ.ο.κ.
  
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτή η κατάσταση στην οποία μας έλαχε στις μέρες μας να ζούμε και η οποία, σιγά-σιγά, πέρασε σε μια φάση επείγουσας ανάγκης σε πλανητικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς, δεν είναι μια ταξική, δομική σύγκρουση ανάμεσα στους εργάτες και το κεφάλαιο, μια ιδιαίτερη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (απαίτηση αύξησης της αξιοποίησης και του δεσποτικού ελέγχου της ζωντανής εργασίας, διάλυση του δημόσιου βιομηχανικού τομέα προς όφελος του ιδιωτικού, ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς κλπ)ˑ όχι, είναι μάλλον το περίγραμμα μιας βαθιάς σύγκρουσης ανάμεσα στην ανθρώπινη και μη ανθρώπινη φύση, ανάμεσα στο δικό μας είδος και όλα τα άλλα, είτε ζωικά είτε φυτικά.

Αν το καλοδούμε, πράγματι, η ολοένα και πιο συχνή εκδήλωση μιας μικροβιακής δραστηριότητας –που ζει, μπορούμε να πούμε, σε λανθάνουσα κατάσταση στα ζωικά είδη αλλά εξελίσσεται σε πανδημία μόλις κάνει το άλμα και εμφυτευτεί στο ανθρώπινο σώμα– καθιστά εμφανές το γεγονός ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και αυτό της πανδημίας είναι οι δύο εποχικές όψεις του ίδιου νομίσματος: η πρώτη εμφανίζεται μόνο μακροπρόθεσμα ενώ η δεύτερη, αντιθέτως, βραχυπρόθεσμα.

Πράγματι, για να το πούμε ξεκάθαρα: την πανδημία δεν την έφεραν τα άγρια όντα, που μαστιζόμενα από θανατηφόρα παθογόνα μικρόβια είχαν στήσει ενέδρα για να μας μολύνουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των μικροβίων στα άγρια όντα ζουν ως φιλοξενούμενα και δεν τους προκαλούν κανένα κακό.

Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά και έφτασαν μέχρι τη σημερινή τραγωδία όταν η αποψίλωση των δασών, η τσιμεντοποίηση και η ξέφρενη αστεακοποίηση, δημιούργησαν τις συνθήκες έτσι ώστε αυτά τα μικρόβια να έρθουν σε επαφή με το ανθρώπινο σώμαˑ και τότε κάποια από αυτά μας βρήκαν πρόσφορους και προσαρμόστηκαν αναλόγως.

Ανάμεσα στα είδη που κινδυνεύουν λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας, συγκαταλέγονται πολλά ιαματικά φυτά και πολυάριθμα ζώα, που εδώ και αιώνες προμηθεύουν στα ανθρώπινα όντα την ίδια τη βάση της φαρμακευτικής δραστηριότητας.

Τα είδη που καταφέρνουν να επιβιώσουν, το κάνουν προσαρμοζόμενα στους περιορισμένους χώρους που τους έχει αφήσει η ανθρώπινη δραστηριότηταˑ όμως έτσι αυξάνεται η πιθανότητα της ανανέωσης και της επανάληψης των επαφών, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση του περάσματος των μικροβίων στο σώμα μας, όπου, από αβλαβή όντα, μετατρέπονται συχνά σε θανάσιμους παθογόνους παράγοντες. 

Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Οδύσσεια της Νυχτερίδας, στο αφήγημα της Σόνιας Σαχ: η αποψίλωση του δάσους υποχρεώνει μια νυχτερίδα να μεταφέρει τη φωλιά της στη μηλιά ή στην αχλαδιά ενός κήπου ή μιας αγροικίαςˑ ένα ανθρώπινο ον παίρνει το σάλιο της νυχτερίδας όταν τρώει ένα φρούτο που ήταν καλυμμένο από αυτόˑ ή, όταν προσπαθεί να διώξει και να σκοτώσει αυτόν τον ακάλεστο επισκέπτη, καταλήγει να εκτίθεται σε μικρόβια που φωλιάζουν στο σώμα του ζώου. 

Είναι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο που ένα πλήθος ιών, των οποίων η νυχτερίδα είναι υγιής φορέας, καταφέρνει να μολύνει εκατοντάδες ανθρώπινα όντα. 

Αυτό συνέβη με τον Έμπολα, αλλά και με τους ιούς Νίπα και Μάρμπουργκ. Το φαινόμενο είναι γνωστό ως «άλμα του συνόρου των ειδών». Ακόμη κι αν αυτό το άλμα δεν συμβαίνει πολύ συχνά, ωστόσο η συχνότητά του φτάνει για να επιτρέψει σε μικρόβια που φιλοξενούνται στον μυϊκό ιστό της νυχτερίδας να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό, όπου στη συνέχεια εξελίσσονται μέχρι το σημείο να γίνουν παθογόνα.

Η απειλητική εμφάνιση στην πορεία του τελευταίου αιώνα των πανδημικών φαινομένων, δεν προκλήθηκε μόνο από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος των άγριων ειδώνˑ οφείλεται πολύ περισσότερο στην υποκατάσταση της φυσικής ζωής τους σε εγκαταστάσεις για τη βιομηχανική αναπαραγωγή τους. Σε αυτούς τους χώρους, που σε μέγεθος φτάνουν συνολικά την αφρικανική ήπειρο, το ανθρώπινο είδος, για να ικανοποιήσει την πείνα του μέσω της βρώσης κρέατος, εκτρέφει είδη που προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή: εκατομμύρια ζώα, σε χώρους ελάχιστων τετραγωνικών, το ένα πάνω στο άλλο, περνούν τη σύντομη ζωή τους εξαναγκασμένα να παχαίνουν, στερούμενα κάθε αισθαντικότητας, προσμένοντας τον σφαγιασμό τους, χωρίς ποτέ να έχουν ζήσει πραγματικά. 

Πρόκειται για έναν ιδανικό μηχανισμό που επιτρέπει στα μικρόβια να μεταλλαχθούν σε θανατηφόρους παθογόνους παράγοντες. 

Έτσι, είδη, που στη φύση ποτέ δεν θα ερχόντουσαν σε επαφή, συμβιώνουν, το ένα δίπλα στο άλλο, με τα μικρόβια να διευκολύνονται να περάσουν από το ένα είδος στο άλλο. Αυτό συνέβη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 με τον κορονοϊό που ήταν υπεύθυνος για την επιδημία του οξέος αναπνευστικού συνδρόμου SARSˑ και αυτό ή ένα ανάλογο φαινόμενο, θα μπορούσε να είναι η απαρχή του παράνομου κορονοϊού, του covid-19, που πολιορκεί αυτούς τους μήνες τα μέρη στα οποία ζουν οι άνθρωποι. 

Μια τεχνική παρέκβαση 

Συνηθίζεται να λέγεται, όταν περιγράφεται η διευρυμένη αναπαραγωγή ενός πλήθους ιών, ότι πρόκειται για μια εκθετική αύξηση σε βάθος χρόνου. Επιθυμείται με αυτή την έκφραση να περιγραφτεί ποσοτικά μια κατάσταση στην οποία, για παράδειγμα, αν θεωρηθεί πως ο αρχικός πληθυσμός είναι 100, ένα ποσοστό αύξησης της τάξης του 7% μέσα σε μία χρονική μονάδα –είτε αυτή είναι μια μέρα, ένας μήνας ή μπορεί και περισσότερο– συνεπάγεται ότι ο πληθυσμός θα γίνει 107. Στο τέλος μιας άλλης χρονικής ενότητας, η αύξηση κατά 7% δεν θα αφορά πλέον τον αρχικό πληθυσμό, αλλά το νέο του μέγεθος, δηλαδή το 107, κ.ο.κ.

Για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η εκθετική διαδικασία, μπορούμε να ανατρέξουμε, για όσους-ες έχουν μικρή εξοικείωση με τα μαθηματικά, σε μια εύλογη προσέγγιση, δηλαδή στον λεγόμενο «νόμο του εβδομήντα», ο οποίος μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής: αν το ποσοστό αύξησης είναι χ επί τοις εκατό, ο αρχικός πληθυσμός θα διπλασιαστεί μετά 70/χ χρονικές μονάδες. Έτσι στο 10% ο διπλασιασμός θα συμβεί μετά από επτά χρονικές μονάδεςˑ στο 6% περίπου σε 12 χρονικές μονάδεςˑ και θα συνεχίσει να διπλασιάζεται κάθε επτά ή κάθε δώδεκα χρόνια, αναλόγως του ποσοστού αύξησης. 

Η εκθετική αύξηση δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, γιατί από διπλασιασμό σε διπλασιασμό θα καταστεί άπειρη και το άπειρο είναι μια έννοια απατηλή, είτε για την κοινή λογική είτε για τα μαθηματικά. 

Πράγματι, αφού η αύξηση συμβαίνει σε ένα περιβάλλον (έναν χωροχρόνο πεπερασμένων διαστάσεων), αυτή τροφοδοτείται από την ενέργεια που εμπεριέχεται σε αυτό το περιβάλλον, μια ενέργεια καθαυτή πεπερασμένη και συνεπώς προορισμένη να εξαντληθεί.

Για να το πούμε διαφορετικά, στο περιβάλλον όπου συμβαίνει η αύξηση, εξαιτίας αυτής καθαυτής της αύξησης, αναπτύσσονται φαινόμενα, για να το πούμε λαϊκά μη γραμμικά, που αντιβαίνουν την αύξηση, την αναδιατάσσουν μέχρι να την εξαφανίσουν.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση των ιών, η αύξηση του πληθυσμού των παθογόνων συμβαίνει στον βαθμό που υπάρχουν ιστοί για να μολύνουνˑ μόλις η μόλυνση συμπεριλάβει σχεδόν όλα τα διαθέσιμα σώματα, η αύξηση του πλήθους των ιών μειώνεται, κι αυτό γίνεται με έναν εκθετικό ρυθμό μείωσης, μέχρι να σβήσει οριστικά (ή σχεδόν).

Εδώ θα ήταν καλό να θυμίσουμε ότι το φαινόμενο της επιταχυνόμενης ή εκθετικής ανάπτυξης δεν είναι αποκλειστικότητα ούτε των ιών ούτε των βακτηρίων ούτε των μικροβίων γενικότερα. Όλα τα είδη, είτε ζωικά είτε φυτικά, περνούν περιόδους επιταχυνόμενης αύξησης αλλά και μείωσης 

Πιο συγκεκριμένα, η ανθρωπότητα, το ζώο-άνθρωπος, βρίσκεται σε μια φάση εκθετικής αύξησηςˑ η οποία ξεκίνησε, χονδρικά, από το XVI αιώναˑ και προορίζεται, σύμφωνα με τους δημογράφους, να φτάσει στο αποκορύφωμά της στο μέσον αυτής της χιλιετίας –χονδρικά ήμασταν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στην Αναγέννηση, τώρα είμαστε, με μια καλή προσέγγιση, πάνω από επτά δισεκατομμύρια και θα είμαστε, πάνω κάτω, δέκα δισεκατομμύρια στα τέλη του ΧΧV αιώνα– μικροβίων και κοσμικών καταστροφών επιτρεπόντων. 

Όμως αυτό που ίσως είναι το πιο ιντριγκαδόρικο διανοητικά όταν εξετάζουμε τις εκθετικές αυξήσεις, δεν έχει να κάνει τόσο με εκείνες που συμβαίνουν σύμφωνα με το μεγαλείο της «αρχαίας και πανταχού παρούσας μη ανθρώπινης φύσης», αλλά με εκείνες που χαρακτηρίζουν φαινόμενα επινοημένα σαφώς από τα ανθρώπινα όντα, εκείνες που ανάγονται χωρίς υποσημειώσεις στην κοινωνικότητα της φύσης μας.

Υπάρχουν πολλές, σε κάθε περίπτωση πολύ περισσότερες από εκείνες που θα μπορούσαμε να περιμένουμε, δεδομένης της δυσαναλογίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.

Σε σχέση με αυτό, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε, πιο συγκεκριμένα, έναν οικονομικο-πολιτικό μηχανισμό που ρυθμίζει μυστικά την άβυσσο των συναισθημάτων μας, του οποίου συνηθίζουμε ευρέως να αγνοούμε, στο επίπεδο της κοινής λογικής, σχεδόν μέχρι και την ύπαρξή του.

Αναφερόμαστε στον μηχανισμό του χρήματος με τη μορφή του σύνθετου τόκου. Εν συντομία, πρόκειται για το εξής: αν διαθέτω ένα ποσό των 100 ευρώ (ή το ισοδύναμό του σε δολάρια, στερλίνες, ρούβλια κλπ) υπάρχουν δημόσιοι χώροι, γνωστοί ως τράπεζες, όπου μπορώ να απευθυνθώ για να συμφωνήσω κατά πόσο μπορεί να αυξηθεί το αρχικό ποσόν μου, χρόνο με τον χρόνο, χωρίς εγώ να πρέπει καθ’ οιονδήποτε τρόπο να κάνω κάτι. Έτσι, αν το επιτόκιο που έχω συμφωνήσει είναι της τάξης του 6%, το αρχικό ποσό σε 100 χρόνια θα πολλαπλασιαστεί κάτι παραπάνω από οκτώ φορές, δηλαδή θα γίνει σχεδόν 26.000 ευρώ, δολάρια ή ρούβλια. Είναι το επιτόκιο, το χρήμα, που κάνει θαύματα: όχι λογιστική μονάδα ή μονάδα ανταλλαγής, αλλά χρήμα που παράγει χρήμα, χρήμα με βάση τον τρίτο του ορισμό, για να το πούμε όπως ο Μαρξ. Ως επιτόκιο, το χρήμα σκιάζει το παρόν και προωθεί ένα είδος δικτατορίας του μέλλοντος: αντί να δώσω σήμερα εκατό ευρώ στην εγγονή μου και να τα ξοδέψει αμέσως, συμφέρει να τα δεσμεύσω για κάτι που δεν υπάρχει, για τότε που και η ίδια θα έχει γίνει γιαγιά.

Σύμφωνα με τον Ζον-Ρέτελ, το επιτόκιο εμφανίστηκε στη Λυδία αμέσως μετά την επινόηση του χρήματος και το ξεπέρασμα της ανταλλαγής προϊόντων στις εμπορικές σχέσεις. Για αιώνες, ωστόσο, η πρακτική του επιτοκίου θεωρούνταν αμαρτωλή και τοκογλυφικήˑ για παράδειγμα στη Δύση, μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα, ήταν νόμιμη μόνο στις μη χριστιανικές κοινότητες. 

Έπειτα, στις αρχές της Αναγέννησης, γεννήθηκε στη Φλωρεντία η «τράπεζα», δηλαδή εκείνος ο μηχανισμός που έδωσε ώθηση στη μοντέρνα εποχή νομιμοποιώντας ακριβώς την τοκογλυφία και εξασφαλίζοντας τη διάδοσή της στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Εν συντομία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο σύνθετος τόκος είναι ένα είδος εικονικού ιού ο οποίος, έχοντας μπει εδώ και καιρό στη ζωή μας, κάνει μεγαλύτερο κακό από τον πραγματικό ιό. 

Η πανδημία και οι εξειδικευμένες γνώσεις 

Η παγκόσμια πανδημία είναι, όπως γράφει ο Αλέν Σουπιό, ένα «ολικό κοινωνικό γεγονός», ένα φαινόμενο που ταρακουνάει ολόκληρη την κοινωνία και τους θεσμούς της. 

Η προσπάθεια κατανόησής της, απαιτεί κατ’ αρχήν να μην αναλυθεί σύμφωνα με τη λογική του διαχωρισμού των γνώσεων (βιολογικών, γεωγραφικών, ιστορικών, οικονομικών, νομικών, δημογραφικών, πολιτικών, ψυχολογικών), γιατί μόνο μέσω μιας ολικής πρόσληψης θα καταφέρουμε να συλλάβουμε το ουσιώδες.

Μπροστά σε ένα ολικό κοινωνικό γεγονός, οι επιστημονικές γνώσεις δεν μπορούν να περιορίζονται απλώς στην εξήγηση του φαινομένου, αλλά πρέπει να διερευνήσουν και αυτούς που το παρατηρούν, πέρα από αυτά καθαυτά τα αποτελέσματα της παρατήρησης.

Η διερώτηση για τα ίδια μας τα όρια και συνεπώς για τις ίδιες μας τις ευθύνες, δεν είναι μια διαδεδομένη συνήθεια ανάμεσα στους ειδικούς, ανάμεσα σε εκείνους που υποτίθεται ότι κατέχουν επιστημονικές γνώσεις. Η αμφιβολία –που είναι η πραγματική επιστημονική στάση– γίνεται μια άσκηση ολοένα και πιο δύσκολη αφότου, με τη νεωτερικότητα, εκείνοι που κατέχουν την πολιτικο-οικονομική εξουσία, μην μπορώντας πλέον να θεμελιώσουν την άσκηση αυτής της εξουσίας στη θρησκευτική αρχή, προτίθενται να διοικήσουν επιστημονικά τους ανθρώπους, λες και είναι πράγματα. Γι’ αυτό διάφορες εξειδικευμένες γνώσεις ή «επιστήμες», όπως η βιολογία, η οικονομία ή το δίκαιο, στο διάβα των τελευταίων δύο αιώνων, έγιναν κανονιστικές αναφορές, στραμμένες στην κατεύθυνση της πολιτικής εξουσίας και στην αναδόμηση της δικαιικής τάξης.

Η σημερινή «κατάσταση εξαίρεσης», όπως έχει παρατηρήσει ο Τζόρτζο Αγκάμπεν, προσφέρει μια κάπως παράδοξη περιγραφή της σημερινής κατάστασης: η κυβέρνηση δρα νομιμοποιημένη από μια «τεχνικο-επιστημονική επιτροπή» και περιορίζει δραστικά αυτή που είναι η θεμελιώδης, στοιχειώδης ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία κίνησης του σώματοςˑ το συνταγματικό δικαστήριο, από την πλευρά του, σιωπά γι’ αυτή την κραυγαλέα παραβίαση του δημοκρατικού συντάγματος.

Όταν η επιστήμη γίνεται θεμέλιο του αληθούς, όχι μόνο επιτρέπει στην πολιτική εξουσία να μεταθέτει τις ευθύνες που τις αναλογούν, αλλά καταλήγει να αναλαμβάνει τον ρόλο που προηγουμένως ανήκε στην εκκλησία, γινόμενη επιστημονισμός και, ανάλογα με την περίπτωση, βιολογισμός, οικονομισμός, κ.ο.κ. 

Ήδη ξεκινώντας από τον 20ο αιώνα, επιβεβαιώνεται η τάση, τόσο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής όσο και στον λεγόμενο σοσιαλιστικό, να θεμελιώνονται οι θεσμοί στην επιστήμη, αντί να θεμελιώνεται η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας στους θεσμούς.

Το αποτέλεσμα είναι μια «κυβέρνηση των αριθμών», που εκλαμβάνει τους ανθρώπους και την κοινωνία απλώς σαν προγραμματιζόμενα όντα, υποκείμενα σε πειράματα. 

Μια τέτοια κυβέρνηση είναι από τη φύση της ξένη και εχθρική απέναντι στις δημοκρατικές πρακτικές, υποτιμώντας το δικαίωμα στη διαφορετικότητα αλλά και το απρόβλεπτο που ενυπάρχει στην κοινωνικής εμπειρία. Όπως έγραψε ο Σουπιό, κάθε άρρωστος έχει από την αρρώστια του μια εμπειρία που δεν έχει ο γιατρός του. 

Ο πιο ταπεινός από εκείνους που έρχονται σε άμεση επαφή με τα άτομα προκειμένου να περιορίσουν και να απαλύνουν τον πόνο τους, έχουν μια εμπειρία της εν εξελίξει πανδημίας που σίγουρα λείπει από εκείνους που δουλεύουν μόνο με αριθμούς και το εικονικό. Να λοιπόν γιατί ο ιός, μη αναγγελμένος παραγωγός ενός ολικού κοινωνικού γεγονότος, πράττει το αγαθό έργο του ξαναβάζοντας στη συζήτηση το ζήτημα της νομιμότητας των ανισοτήτων που προκαλεί ο καταμερισμός της εργασίας, η κοινωνική πρόνοια και οι δημόσιες υπηρεσίες. Γιατί, αν το καλοδούμε, ένα νοσοκομείο δεν είναι μια επιχείρηση. 

Έτσι, για μια στιγμή τουλάχιστον, η κρίση αποκαλύπτει την οικονομίστικη ψευδαίσθηση σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη εργασία δεν είναι τίποτα άλλο από εμπόρευμα, αν και κάπως ιδιαίτερο· με την αξία του να καθορίζεται, σε τελική ανάλυση, από την αγορά. 

Όμως υπάρχει και κάτι παραπάνω: η πανδημία φέρνει στο φως μια οργάνωση της υγείας δομημένης όχι μέσω των τόπων, δηλαδή με υπηρεσίες που λαμβάνουν υπόψη τις εδαφικές ιδιαιτερότητες, αλλά μέσω ενός δικτύου νοσοκομείων εγκατεστημένων στον μεγαλύτερο βαθμό στα μεγάλα αστικά κέντρα, νοσοκομείων δημόσιων και ιδιωτικών διευθυνόμενων ως μια αλυσίδα επιχειρήσεων. Στο εσωτερικό αυτών των επιχειρήσεων, σχεδόν πάντοτε υπό κατάρρευση, η εργασία των γιατρών καταμερίζεται βάσει των διαφόρων ιατρικών εξειδικεύσεων.

Ο άρρωστος έρχεται συνήθως σε επαφή με τις υγειονομικές υπηρεσίες μέσω του λεγόμενου «γενικού ιατρού», που έχει ως καθήκον να εξατομικεύσει την παθολογία του αρρώστου και να τον κατευθύνει στους ειδικούς που υπάρχουν στα περισσότερα νοσοκομεία. 

Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας περίθαλψης είναι ότι κανείς δεν ασχολείται με τον άρρωστο –που μέχρι αποδείξεως του εναντίον είναι ένα ενιαίο ον, αποτελούμενο από πνεύμα και σώμα– και όλοι κοιτάζουν να θεραπεύσουν την αρρώστια… συχνά χωρίς να τα καταφέρνουν.

Ο γενικός ιατρός, για να πούμε την αλήθεια, είναι ένας γραφειοκράτης, λίγο-πολύ ευγενικός: περιορίζεται, αφού εξετάσει αφηρημένα τον άρρωστο και χωρίς ποτέ να σταματάει να μιλάει στο τηλέφωνο με τους άλλους του ασθενείς ή με διάφορους φίλους, να κρατάει ένα μικρό ιστορικό στο οποίο, ουσιαστικά, αναγράφονται τα ονόματα των ειδικών που θα πρέπει να ασχοληθούν με τον άρρωστο: σε μια εβδομάδα, εφόσον σταθεί τυχερός, διαφορετικά σε έναν μήνα ή μπορεί και περισσότερο. 

Αν ο γενικός γιατρός είναι γραφειοκράτης, οι ειδικοί σίγουρα δεν είναι: αυτοί, πράγματι, ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία εργαζομένων, δημιουργημένη από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, «οι οποίοι ξέρουν τα πάντα και τίποτα». Όπως οι εργάτες στο φορντιστικό εργοστάσιο, είναι οι «εξειδικευμένοι ηλίθιοι»· για παράδειγμα γνωρίζουν λεπτομερειακά τη λειτουργία του μπουσουλίματος αλλά αγνοούν (ή σχεδόν) τη λειτουργία των αρθρώσεων του μεγάλου δάχτυλου του ποδιού. Fach idiot, έτσι τους αποκαλούσαν οι γερμανοί φοιτητές στις συνελεύσεις του ’68.

Μια τελευταία αλλά όχι έσχατη σκέψη: χάρη στην εν εξελίξει πανδημία, αποκαλύπτονται χωρίς πέπλο τα απόβλητα και η αναποτελεσματικότητα της βιομηχανίας και πιο συγκεκριμένα της φαρμακευτικής έρευνας.

Στον κόσμο, πέρα από την πείνα, υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα, κατά κύριο λόγο παιδιά, που πεθαίνουν εξαιτίας ασθενειών, επιδημιών, πανδημιών, για τις οποίες εδώ και χρόνια στη Δύση έχουν βρεθεί αντίδοτα, φάρμακα, εμβόλια, που όταν δεν θεραπεύουν, τουλάχιστον είτε ανακόπτουν είτε αμβλύνουν τη μόλυνση. 

Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπινα όντα συνεχίζουν να πεθαίνουν από ευλογιά, ιλαρά, γρίπη, πολιομυελίτιδα, φυματίωση κλπ, επειδή η φαρμακευτική βιομηχανία αντλεί τεράστια κέρδη ασχολούμενη με την έρευνα και την παραγωγή φαρμάκων για τους πλούσιους –όπως η μεταμόσχευση οργάνων, τα φάρμακα για τη γεροντική άνοια, οι κρέμες για το μαύρισμα και μετά για τη λεύκανση του προσώπου κλπ– σε σχέση με όσα θα μπορούσε να αντλεί παράγοντας φάρμακα για τις κοινότοπες αρρώστιες, εκείνες που βασανίζουν μια τεράστια μάζα φτωχών.

Πράγματι, καθώς έχουν απογυμνωθεί τα μικρά ερευνητικά εργαστήρια που υπήρχαν στα πανεπιστήμια, μόνο η μεγάλη φαρμακευτική βιομηχανία είναι σε θέση να διαχειριστεί ένα σχέδιο συστηματικής έρευνας για εμβόλια –σχέδιο που έχει καταστεί πολύ πιο επείγον από την πρόβλεψη, κάτι που συμμερίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνητών, για την αναπόφευκτη εμφάνιση νέων παθογόνων μικροβίων, στον βαθμό που ο ανθρώπινος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται –χωρίς να λάβουμε υπόψη την επιστροφή ήδη εμφανισθέντων ιών ή αυτών που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση και αναμένουμε την επανεμφάνισή τους.

Αυτή η υπερβολική ισχύς της φαρμακευτικής βιομηχανίας εξασφαλίζεται και από τους κανόνες που αφορούν το καθεστώς των ευρεσιτεχνιών. 

Η ευρεσιτεχνία είναι ένας μηχανισμός που ρύθμισε για πρώτη φορά η γερουσία της αναγεννησιακής Βενετίας για να εξασφαλίσει τη διάδοση των ανακαλύψεων, για παράδειγμα εκείνων που σχετίζονταν με την επεξεργασία του γυαλιού και οι οποίες, παραδοσιακά, κρατούνταν μυστικές. Κατοχυρώνοντας την ευρεσιτεχνία του, ο τεχνίτης την κατείχε πλέον νομίμως, δηλαδή είχε το δικαίωμα να την πουλήσει, κι αυτό εξασφάλιζε την κυκλοφορία της.

Στις μέρες μας, στη φαρμακευτική βιομηχανία, παρευρισκόμαστε σε μια παράδοξη αντιστροφή της αρχικής λειτουργίας της ευρεσιτεχνίας, αντιστροφή που καταλήγει σε μια πραγματική κοροϊδία: η ευρεσιτεχνία αποκτάται και ας πούμε καταχωρείται, πατεντάρεται, ώστε να αποφευχθεί το γεγονός αυτή η ανακάλυψη να οδηγήσει στην παραγωγή ενός νέου φαρμάκου, ίσως πιο αποτελεσματικού, που ως τέτοιο, είναι σε θέση να ανταγωνιστεί με επιτυχία τα προϊόντα τα οποία η ίδια η βιομηχανία, που έχει αγοράσει την ευρεσιτεχνία, έχει ρίξει στην αγορά. 

Ο κορονοϊός και το κοινωνικό άτομο: τι να κάνουμε; 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι πρώτοι μήνες του έτους 2020, σηματοδοτούν μια τραγική τομή μεταξύ του «πριν και του μετά». Τίποτα δεν θα είναι όπως πρώτα, το ακούμε να λέγεται ένα-γύρω, όχι χωρίς μια βαθιά δυσανεξία. 

Λες και ο ιός, με την εκθετική του διάδοση σε ολόκληρο τον πλανήτη, να αφαίρεσε μια για πάντα το πέπλο που, ξεκινώντας τουλάχιστον από τη νεωτερικότητα, είχε καλύψει το «πραγματικό», κρύβοντάς το.

Στα μάτια εκατοντάδων εκατομμυρίων γυναικών και ανδρών η πρόοδος, ο πολιτισμός, μοιάζουν να είναι η ιδεολογική εκδήλωση μια ψευδούς συνείδησης, η οποία έχει οδηγήσει τις κοινωνίες μας στο χείλος του γκρεμού, ακριβώς ενώπιον ενός συλλογικού θανάτου.

Αξίζει τον κόπο να επαναλάβουμε ότι αυτή η εποχική τραγωδία δεν είναι το απροσδόκητο αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα σε εργάτες και αφεντικά, κι ούτε αποκλειστική συνέπεια της εκβιομηχάνισης, είτε καπιταλιστικής είτε σοσιαλιστικής. 

Πρόκειται εδώ για το έργο μιας πρωταρχικής, ολικής, ίσως αγιάτρευτης αντίφασης: αυτής ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. 

Αιώνες προόδου είχαν ως αποτέλεσμα την αποικιοποίηση των συνειδήσεων, δημιουργώντας μια νοοτροπία κατεχόμενη από την καταναλωτική ματαιοδοξίαˑ με το μέτρο της ανθρώπινης ευημερίας να μπαίνει με όρους εκθετικής αύξησης της παραγωγήςˑ ενώ οι τόποι, οι διαφορετικοί τόποι κατοικούμενοι από ζώα και φυτά, έγιναν εμπορικές έδρες, σημεία πώλησης ομογενοποιημένα και υποταγμένα στην παγκόσμια αγοράˑ και, από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της γνώσης βρίσκεται τώρα πια υποταγμένη στην ανάγκη της βιομηχανίας να δημιουργεί νέα εμπορεύματα, προκειμένου να αποφευχθεί ο κορεσμός των αγορών.

Στον σύγχρονο κόσμο, προπάντων στις πλουσιότερες χώρες, το ανθρώπινο ον, χάνοντας την επαφή με τη ζωϊκότητά του, μοιάζει να έχει βγει από τα όρια του και να περνάει τη ζωή του στερούμενου του ίδιου του σώματός του, μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα.

Σήμερα η ιστορία δείχνει προδήλως ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μετέχει της ζωϊκότητας, να έχει σώμα.

Αυτή η ανάγκη συνάφειας εξηγεί μέχρι και τη γοητεία που άσκησε πρωταρχικά η μοντέρνα επιστήμηˑ ενώ ακόμη και σήμερα, στην Ασία και την Αφρική, συνιστά μεγάλο μέρος της δύναμης, διανοητικά ελκυστικής, των παραδοσιακών θρησκειών.

Αντιθέτως, είναι ακριβώς η εγκατάλειψη αυτής της επαφής η κύρια αιτία για εκείνη την «άχρηστη αγωνία» στην οποία μοιάζει να έχει πέσει ζωή των πολιτών στις λεγόμενες αναπτυγμένες κοινωνίες. 

Πράγματι, όταν χάνεται η σχέση με το πραγματικό, τα μόνο αξιακά κριτήρια που είναι σε θέση να δώσουν μια συνέχεια στην πνευματική δραστηριότητα είναι η «αλλαγή» και το «νέο». Όμως αν έτσι γίνεται προφανές πώς αυτά είναι απαραίτητα στοιχεία, άλλο τόσο γίνεται προφανές ότι αν καταστούν μοναδικά, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αποδεικνύονται καταστροφικά για την κοινωνική ζωή: γιατί τότε καταλήγουμε να εκτιμάται τυφλά και στη συνέχεια να υποτιμάται το οτιδήποτε. Έτσι, για να είμαστε ακριβέστεροι, εκείνοι οι διανοούμενοι που παθιάζονται για την τύχη της Αφρικής, θα έπρεπε να αναλάβουν το καθήκον όχι μόνο να «εξάγουν» τις δικές μας αναρίθμητες αλήθειες, αλλά και να «εισαγάγουν» κάποιες από εκείνες που καλλιεργούνται σε εκείνη την ήπειροˑ μια από τις οποίες θα μπορούσε να είναι ακριβώς το νόημα του πραγματικού, η σχέση των ανθρώπων με τη ζωϊκότητα.

Σε σχέση με τη νεωτερικότητα, η εποχή στην οποία μόλις μπαίνουμε, χάρη στον κορονοϊό, απαιτεί ένα συλλογικό υποκείμενο συγκροτημένο όχι πλέον στην κλίμακα του έθνους ή της κοινωνικής τάξης, αλλά στη διάσταση του είδους.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το περιβαλλοντικό κίνημα έχει θέσει, από την πλευρά του –σε κάποιον βαθμό και χωρίς να έχει καταφέρει να αποφύγει τις απλοϊκότητες του καταστροφισμού– το ζήτημα της ζωϊκότητας, του πραγματικού, των τόπων: τη σχέση δηλαδή ανάμεσα σε όλες τις μορφές της ζωής που κατοικούν τον πλανήτη Γη.

Αν το καλοκοιτάξουμε, ένα τέτοιο υποκείμενο υπάρχει εδώ και καιρό. Για παράδειγμα, ο Μαρξ το αποκαλεί «κοινωνικό άτομο» και το θεωρεί «φορέα μιας τεράστιας συνείδησης, μιας συνείδησης στο ύψος του είδους».

Αυτό το υποκείμενο δεν δρα στην προοπτική της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, αλλά σε εκείνη, καθαυτή πιο ήπια, όπου μέσο και σκοπός συγκλίνουν μεταξύ τους: δηλαδή για την αλλαγή των συνηθειών και την επανασυμφιλίωση με τη μη ανθρώπινη φύση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυθόρμητη στρατηγική του κοινωνικού ατόμου είναι να αναγνωρίσει τα ίδια του τα όρια ως, ακριβώς, όρια του είδουςˑ ενώ η αρχή της εξατομίκευσης που το χαρακτηρίζει, το οδηγεί να δράσει, σε μια κοινωνία όπως η δική μας, η οποία είναι επικεντρωμένη στο εικονικό, με συμβολικές χειρονομίες. 

Πρέπει να περιμένουμε ότι ανάμεσα σε αυτές τις χειρονομίες οι πρώτες θα είναι εκείνες που θα στραφούν στα ζώα και πιο συγκεκριμένα στα θηλαστικά, μέσω της εγγύτητας των ειδών.

Ίσως μετά την καταγραφή, τόπο με τόπο, των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, να βρεθούμε, κατά χιλιάδες, να ρίχνουμε τις περιφράξεις αυτών των ντροπιαστικών εγκαταστάσεων, για να απελευθερώσουμε τις αγελάδες και τους ταύρους στοιβαγμένες οι μεν πάνω στους δε –αφού, κατά βάθος, πρόκειται για συγγενείς μας, έστω και μακρινούςˑ εν συντομία, κάτι λιγότερο από ξαδέλφια. 

Αλιεύθηκε από το ιταλικό διαδικτυακό περιοδικό «Machina»

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Chicco Galmozzi - Για τη στράτευση και την υποκειμενικότητα


Από το 1968, ευρείς τομείς της ριζοσπαστικής αριστεράς επικεντρώθηκαν στην κριτική των παραδοσιακών μορφών της στράτευσης, εννοούμενης σαν θυσία της ίδιας μας της υποκειμενικότητας στο όνομα του συλλογικού, της κατανομής των ρόλων και του καταμερισμού της εργασίας. 

Το ζήτημα είχε ήδη εκραγεί στο δραματικό πλαίσιο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου: ο Ενρίκε Λίστερ, κομμουνιστής διοικητής του 5ου Συντάγματος, κατηγόρησε τους αναρχικούς για απειθαρχία, λέγοντας ότι εγκατέλειπαν το βράδυ το μέτωπο προκειμένου να πάνε να βρουν συζύγους και ερωμένες. Το διακύβευμα ήταν η σχέση ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση, ανάμεσα στον πόλεμο και την απελευθέρωση, δηλαδή κατά πόσο στον πόλεμο πρέπει να θυσιαστεί κάθε άλλο περιεχόμενο ή αν ο πόλεμος, και η επαναστατική δραστηριότητα εν γένει, πρέπει να προεικονίζουν άμεσα τον σκοπό για τον οποίο διεξάγονται. 

Θεωρώ όλα αυτά δεδομένα, αν και θα πρέπει να τα θυμόμαστε διαρκώς, αφού δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματική διαδικασία μετασχηματισμού αν αυτή δεν συμβαίνει υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ή αν έστω δεν προεικονίζει τις μορφές οργάνωσης και τις κοινωνικές σχέσεις για τις οποίες αγωνιζόμαστε. Όμως θέλω να αντιμετωπίσω μια άλλη πλευρά του ζητήματος. 

Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970, ο προσδιορισμός «στρατευμένος», υπερέβη τη σημασία της «agit prop», προκειμένου να ικανοποιήσει μιαν άλλη, μπορούμε να πούμε επιχειρησιακή. Έχει καταστεί πλέον κλασικός ο ορισμός της «αντιφασιστικής στράτευσης» σε αντίθεση με τον «δημοκρατικό» αντιφασισμό. Εδώ βλέπουμε να ορίζεται η στράτευση σε σχέση με μια υποκειμενικότητα που σκέφτεται και δρα με όρους «ισχύος». 

Θεωρούμε ότι στην πραγματικότητα το «ζήτημα της ισχύος» είχε τεθεί έμπρακτα από τον κύκλο των εργατικών αγώνων της διετίας 1968-69, φτάνοντας στη συνέχεια στο απόγειό του στον κύκλο αγώνα που κορυφώθηκε με την κατάληψη στο Τορίνο της Φίατ Μιραφιόρι και την εμπειρία της στρατευμένης αυτοοργάνωσης των «κουκουλοφόρων» και των «κόκκινων μαντηλιών». Ξεκινώντας από το 1968, ο εργατικός αγώνας προσέλαβε δύο σημαντικά χαρακτηριστικά: η εργατική υποκειμενικότητα πήρε χαρακτηριστικά στράτευσης. Ξεκίνησε προπάντων η τροποποίηση του χαρακτήρα της πικετοφορίας, μέχρι τότε έργο λίγο πολύ τυπικό των καταβεβλημένων πυρήνων στις εσωτερικές εργοστασιακές επιτροπές και των εξωτερικών στρατευμένων, που κρατούσε σε ικανή απόσταση η δημόσια δύναμη. Τώρα, αντιθέτως, οι πικετοφορίες άρχισαν να μοιάζουν με έναν σκληρό αγώνα, προκειμένου να εμποδιστεί αποφασιστικά ο απεργοσπαστισμός και να αντιμετωπιστεί η αστυνομία στον φυσικό χώρο μπροστά στα κάγκελα του εργοστασίου. Η δεύτερη μεγάλη καινοτομία ήταν η εσωτερική πορεία, που έφτανε να σπάει τα γραφεία των υπαλλήλων και των διευθυντών. 

Τώρα, όποιος βρέθηκε σε ένα εργοστάσιο εκείνα τα χρόνια, ξέρει καλά ποια ήταν η εσωτερική διάρθρωση της εργατικής τάξης: πέρα από την κανονιστική διάκριση ανάμεσα σε εξειδικευμένο εργάτη και εργάτη-μάζα, υπήρχε η διάκριση ανάμεσα σε εργατική αριστερά και δεξιά, έχοντας στη μέση μια μεγάλη και ταλαντευόμενη γκρίζα ζώνη. Η εργατική αριστερά, ακόμη και όταν ήταν μειοψηφία, «δρούσε σαν πλειοψηφία», χαράσσοντας την πολιτική κατεύθυνση, αλλά και προσφεύγοντας σε πρακτικές εξαναγκασμού. Ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των απεργιών, εξασφαλιζόταν ακριβώς από την ισχύ που εκδηλωνόταν στις πικετοφορίες και στις εσωτερικές πορείες, κάτι που εξηγεί και το γιατί, τουλάχιστον μέχρι το 1974, η πάγια θέση των συνδικάτων ήταν η τελετουργική καταδίκη της βίας αλλά όχι η μετωπική σύγκρουση με την εργατική αριστερά, από τη στιγμή που αυτές οι εξαναγκαστικές μορφές επέβαλαν το συνολικό μπλοκάρισμα της παραγωγικής δραστηριότητας και συνεπώς καθόριζαν την ίδια τη συμβασιακή δύναμη των κεντρικών συνδικάτων. Και είναι ακριβώς μέσω της χρήσης της βίας που η εργατική υποκειμενικότητα δημιουργούσε αντιεξουσία. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε την αντιεξουσία ως το αποκορύφωμα της ταξικής σύγκρουσης. Η αντιεξουσία δεν είναι μονάχα αυτή των σοβιέτ το 1917 στη Ρωσία, αλλά είναι και η μορφή που πρέπει να πάρει η σύγκρουση σε κάθε σημείο και σε κάθε τόπο έκφρασής της, ως ο μοναδικός τρόπος μέσω του οποίου ο διεκδικητικός αγώνας κάνει πολιτική. Την ίδια στιγμή, πρέπει να ειπωθεί ότι η αντιεξουσία δεν μπορεί να αναπαρασταθεί με το ομοίωμα κάποιου δικαστηρίου του παράνομου λαού, αλλά με τις πραγματικές σχέσεις ισχύος που επιβάλλει η οργανωμένη δύναμη της μαζικής δράσης. Το να σκεφτόμαστε σήμερα για τη στράτευση, σημαίνει να σκεφτόμαστε για την υποκειμενικότητα, για το τι σημαίνει να σκεφτόμαστε και να δρούμε βάσει του ζητήματος της ισχύος και της αντιεξουσίας. Δεν πιστεύω ότι εμείς σήμερα έχουμε ένα πρόβλημα «θεωρίας», αλλά ένα πρόβλημα πράξης. Αν πράττεις, μετά έρχεται και η θεωρία, και όχι το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση, και σε σχέση με τον τίτλο αυτού εδώ του άρθρου, τον λόγο πρέπει να τον έχουν αυτοί που βρίσκονται μέσα στους αγώνες. 

Δημοσιεύθηκε στον ιταλικό ιστότοπο «Machina», στις 23 Νοέμβρη 2020

Paolo Virno - Το δικαίωμα στην αντίσταση


Τα ξημερώματα της 25ης Νοέμβρη 2020, εν μέσω lockdown λόγω της επιδημίας Covid-19, εκκενώθηκε στη Ρώμη, στην ιστορική γειτονιά του κοινωνικού ανταγωνισμού Σαν Λορέντσο, η κατάληψη Nuovo Cinema Palazzo, για μια δεκαετία χώρος κουλτούρας και πολιτικής διερώτησης του ριζοσπαστικού χώρου της ιταλικής πρωτεύουσας. Ανάλογο γεγονός με αυτά που συνέβησαν πρόσφατα και στην Ελλάδα, με τις εκκενώσεις ιστορικών καταλήψεων τόσο στη Θεσσαλονίκη (Terra Ingognita) όσο και στα Χανιά (Rosa Nera). Η επικαιρότητα του κειμένου που ακολουθεί (και του κειμένου
Για τη στράτευση και την υποκειμενικότητα του Chicco Galmozzi) σε σχέση με αυτά τα γεγονότα νομίζουμε ότι είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ανοίγουμε τη συζήτηση για το ερώτημα «Τι κάνουμε» με αυτά τα δύο άρθρα, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλα, ως ελάχιστη συμβολή στους αγώνες που, αναγκαστικά, έρχονται. 

Όλα συγκλίνουν στο να μην υποκλινόμαστε ενώπιον οποιασδήποτε μορφής φετιχισμού σε σχέση με τη μη-βία και τη βία. Είναι σαφώς ανόητο να ταυτίζουμε τη ριζοσπαστικότητα ενός αγώνα με τον βαθμό παρανομίας του. Όμως δεν είναι λιγότερο ανόητο το να αναγάγουμε την πραότητα σε ανοξείδωτο κριτήριο-οδηγό της δράσης. Άλλωστε, δεν πρέπει κάτι τέτοιο να μας απασχολεί και πολύ: το πέρασμα της σύγκρουσης από μια λανθάνουσα κατάσταση στην ορατότητα, είναι πάντοτε επιφορτισμένο με την ανατροπή των «αιώνιων αρχών» που υιοθετούνται από καιρού εις καιρόν από τους επαγγελματίες πολιτικούς. 

Σε σχέση με το παλαιό, αλλά όχι φθαρμένο, ερώτημα των μορφών του αγώνα, η συζήτηση συνεχώς επιστρέφει, υποκλινόμενη σε σοφίσματα στερούμενα πνεύματος και σε παραθέσεις passepartout. Αν το καλοεξετάσουμε, αυτή προεξοφλεί τα αλυσιδωτά αποτελέσματα που συνεπάγεται μια δραστική αλλαγή του θεωρητικού παραδείγματος. Μια αλλαγή τέτοια, ώστε να διαιρεί αυτά που έμοιαζαν αδιαίρετα και να συγκλίνει εκείνα που τοποθετούνται στους αντίποδες. Εν συντομία: ο αγώνας ενάντια στη μισθωτή εργασία, σε αντίθεση με εκείνον ενάντια στην τυραννία ή ενάντια στη φτώχεια, δεν συνδέεται πλέον με την εμφατική προοπτική της «κατάκτησης της εξουσίας». Ακριβώς λόγω των τώρα πια αναπτυγμένων χαρακτηριστικών της, εμφανίζεται ως ένας μετασχηματισμός παντελώς κοινωνικός, που αν με την «εξουσία» αντιπαρατίθεται εκ του σύνεγγυς, δεν ονειρεύεται μια εναλλακτική οργάνωση του κράτους, αλλά στοχεύει, απεναντίας, να παγώσει και να εξαλείψει κάθε μορφή προσταγής στη δραστηριότητα των γυναικών και των ανδρών, και, συνεπώς, το κράτος tout court. Σαν να λέμε: ενώ η «πολιτική επανάσταση» θεωρούνταν ως η αναπόφευκτη προϋπόθεση για την τροποποίηση των κοινωνικών σχέσεων, σήμερα αυτή η έσχατη λεία, έχει μετατραπεί στο πρώτο βήμα. Ο αγώνας μπορεί να ξεδιπλώσει την καταστροφική του φύση μόνο αν έχει ήδη αναδείξει έναν άλλο τρόπο ζωής, επικοινωνίας, μέχρι και παραγωγής. Μόνο αν, εν κατακλείδι, έχουμε να χάσουμε κάτι πέρα από τις αλυσίδες μας. 

Το ζήτημα της βίας, είτε αντικείμενο ειδωλολατρίας είτε εξορκισμού, συνδέεται, ωστόσο, με το διπλό νήμα της «κατάληψης της εξουσίας». Τι συμβαίνει, όταν εκλαμβάνουμε την υπάρχουσα ως τη μοναδική μορφή κράτους, άξια διάβρωσης και καταστροφής, και όχι σίγουρα αντικατάστασης από ένα Υπερκράτος «όλου του λαού»; Μήπως η μη-βία γίνεται η νέα λατρεία; Όχι ακριβώς. Τώρα πια, να ένα απρόβλεπτο οξύμωρο, η προσφυγή στη βία πρέπει να γίνεται κατανοητή σε σχέση με μια θετική τάξη προς υπεράσπιση και διάσωση. Η έξοδος από τη μισθωτή εργασία δεν είναι μια κοίλη συνάρτηση, ένα αλγεβρικό υπόλοιπο. Διαφεύγοντας, είμαστε υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις και νέες μορφές ζωής: θέλει πολύ γούστο για το παρόν και μεγάλη επινοητικότητα. Ωστόσο, η σύγκρουση θα υιοθετηθεί προκειμένου να διατηρηθεί αυτό το «νέο», που στο μεταξύ έχει θεσμιστεί. Η βία, αν υπάρχει, δεν είναι μια παραπομπή στο «αύριο που θα έρθει», αλλά επεκτείνει κάτι που ήδη υπάρχει, αν και άτυπα. 

Μπροστά στην υποκρισία ή στη διασπαστική ευπιστία που χαρακτηρίζει σήμερα τη συζήτηση για τη νομιμότητα και την παρανομία, είναι καλό να στραφούμε σε μια προνεωτερική κατηγορία: το ius resistentiae. Με αυτή την έκφραση, στο δίκαιο του Μεσαίωνα, δεν εννοούνταν καθόλου η προφανής δυνατότητα να αμυνθούμε όταν μας επιτίθενται. Ούτε όμως μια γενική εξέγερση ενάντια στη θεσμισμένη εξουσία. Είναι ξεκάθαρη η διάκριση σε σχέση με τη seditio [ανταρσία] και τη rebellio [εξέγερση], στις οποίες προσφεύγουμε ενάντια στο σύνολο των ισχυόντων θεσμών προκειμένου να οικοδομήσουμε άλλους. Το «δικαίωμα στην αντίσταση» έχει, αντιθέτως, ένα νόημα αρκετά ιδιόμορφο. Αυτό το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί στον βαθμό που μια συντεχνία, ολόκληρη η κοινότητα ή ακόμη και ένα άτομο, βλέπουν την κεντρική εξουσία να αλλάζει συγκεκριμένα θετικά τους προνόμια, επικυρωμένα είτε εκ των πραγμάτων είτε λόγω παράδοσης. Το σημείο αιχμής του ius resistentiae, αυτό που συνιστά την έσχατη κραυγή πάνω στο ζήτημα νομιμότητα/παρανομία, είναι η υπεράσπιση ενός πραγματικού, απτού, που έχει ήδη συμβεί, μετασχηματισμού των μορφών της ζωής. Τα βήματα, μεγάλα ή μικρά, επιταχυνόμενα ή επιβραδυμένα, του αγώνα ενάντια στη μισθωτή εργασία, υποδηλώνουν ένα απεριόριστο δικαίωμα στην αντίσταση, ενώ αποκλείουν μια θεωρία του εμφυλίου πολέμου.

Δημοσιεύθηκε στο ιταλικό περιοδικό «Luogo commune», νο 1, Νοέμβρης 1990.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Ταξιδεύοντας με την αναρχία - Παναγιώτης Καλαμαράς

Μητροπολιτικές συνευρέσεις την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα 




Η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα βρίθει από γεγονότα, που μετά την υποχώρηση των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού τη δεκαετία του '80 και την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, αρχίζουν, σιγά-σιγά, να φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τον γέρο τυφλοπόντικα της ανατρεπτικής ιστορίας, διαμορφώνοντας, ειδικά στις δύο τελευταίες της χρονιές, καταστάσεις που στην Ελλάδα θα ανθήσουν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οδηγώντας τελικά στις «ένδοξες» μέρες του Δεκέμβρη του 2008 και τον αντιμνημονιακό αγώνα της διετίας 2010-2012. Αυτή λοιπόν τη δεκαετία του '90 προσπαθεί να ανασκοπήσει η παρούσα έκδοση, μέσα από διεθνή συνέδρια, μεγάλες διαδηλώσεις, κάμποσες αναμνήσεις και πολλές υπενθυμίσεις. Χωρίς να τρέφει φιλοδοξίες «σοβαρής» ιστορικής έρευνας, περιγράφει θραυσματικά συναντήσεις στο ευρωπαϊκό μητροπολιτικό πεδίο, βοηθώντας (ελπίζουμε) τόσο στην κατανόηση όσο και στη διερεύνηση μιας σχετικά πρόσφατης περιόδου της κινηματικής αμφισβήτησης (τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς). Για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι, όπως λέγαμε και περιπαικτικά κάποτε!

Τι είναι ο ποπ φασισμός; - Μαρτσέλο Ταρί

Αναδημοσίευση από το blogspot https://dystopiancommune.wordpress.com/ 

Για το βιβλίο Η αντεπανάσταση του Τραμπ



Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε στο lundimatin #195 στις 10 Ιουνίου 2019. Ο Μαρτσέλο Ταρί είναι ανεξάρτητος ερευνητής που ζει μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του Ένα πιάνο στα οδοφράγματα – Για μια ιστορία της Εργατικής Αυτονομίας από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Το βιβλίο Η αντεπανάσταση του Τραμπ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παρακείμενος.

Γράφω αυτό το κείμενο σε μια χώρα όπου το βιβλίο του Μίκελ Μπολτ Ράσμουσεν Η αντεπανάσταση του Τραμπ μεταφράστηκε και εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Les Éditions Divergences και αποτελεί μια πολύτιμη αποτίμηση των καιρών μας. Αυτές τις ημέρες η Ιταλία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσους παρακολουθούν την άκρα δεξιά στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο Υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος ίσως και να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας, έχει τουλάχιστον γύρει την πλάστιγγα [προς τα δεξιά], και είναι η τέλεια έκφραση του τραμπιανού μοντέλου που εξετάζει ο Ράσμουσεν στο κείμενό του: ο τρόπος της αυτοπαρουσίασης, οι λέξεις-κλειδιά, η χρήση της αστυνομίας ως κύριου μέσου διακυβέρνησης του πληθυσμού, η περιφρόνηση των θεσπισμένων κανόνων, η χωρίς ενδοιασμούς χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο παρεμβατισμός επί παντός επιστητού, ο ρατσισμός ως μοναδικό σχεδόν μέσο προπαγάνδας, η ρητορική κατά των ελίτ – όλα στοιχεία που ουσιαστικά ενοποιούν την ακροδεξιά πολιτική δράση σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών από μικρές ομάδες ιταλών νεοφασιστών μοιάζουν φολκλορικές σε σύγκριση με τις ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία έχει ως στόχο την πραγμάτωση ενός απολύτως καπιταλιστικού και ακραιφνώς δημοκρατικού εγχειρήματος. Το σύνολο της παλιάς ρητορικής των πρώην νεοφασιστών –οι ήρωες, οι αιώνιες αξίες, η εθνική κοινότητα, ο αντιμοντέρνος μυστικισμός, κ.λπ.– θα είναι πλέον σε κάθε πτυχή του απαρχαιωμένο μπροστά σε αυτόν τον υπερφασιστικό καπιταλισμό. Αυτό, εννοείται, ισχύει και για την αντιφασιστική ρητορική. 

Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη Γαλλία, από τη Βραζιλία μέχρι την Πολωνία, από την Ιταλία μέχρι την Αγγλία, μια άγρια αντεπαναστατική δύναμη έχει κάνει την εμφάνισή της, εξοπλισμένη με μια ατζέντα, ένα όραμα και μια κοινή γλώσσα – δηλαδή με μια παγκόσμια στρατηγική. Είναι συχνά δύσκολο να αντιληφθούμε τα παραπάνω ως απαραίτητα κομμάτια των αντισυστημικών κινημάτων, και είναι προφανές ότι λείπουν από την παρακμάζουσα αριστερά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο φασιστικός καπιταλισμός δείχνει να αναπτύσσει ταχύτητα όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας.

Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου του Ράσμουσεν δεν έγκειται στην παράθεση αποδείξεων σχετικά με την άφιξη ενός «ύστερου φασισμού», αλλά, από τη μια στην ανάλυση της κυβερνητικής επιβεβαίωσης της άκρας δεξιάς ως ζωτικού στοιχείου μιας παγκόσμιας αντεπανάστασης, δηλαδή της αντίδρασης στον κύκλο κινημάτων του 2010-2011 –από το κίνημα Occupy, την Αραβική Άνοιξη και τους Indignados μέχρι το Black Lives Matter– και από την άλλη στον μη διαχωρισμό του ζητήματος του φασισμού από εκείνο της δημοκρατίας. 

Το ζήτημα, πιο συγκεκριμένα, στο οποίο πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό προσφέρει απαντήσεις είναι το εξής: τι συνέβη έτσι ώστε τα δυναμικά κινήματα και οι εξεγέρσεις που συγκλόνισαν την υφήλιο στις αρχές της δεκαετίας του 2010 να έχουν φαινομενικά αναχαιτιστεί και στη συνέχεια, με πάσα ειλικρίνεια, κατατροπωθεί από το σκοτεινό κύμα που μας πνίγει όλους;

Το γεγονός ότι ο συγγραφέας, πέρα από μάχιμος κομμουνιστής, είναι και ιστορικός τέχνης δεν είναι άσχετο από την ικανότητά του να ερμηνεύσει τη νέα αισθητικοποίηση της πολιτικής ως βασικό παράγοντα για την υλοποίηση ενός κοινωνικού φασισμού σε όλο τον κόσμο. Ας ανατρέξουμε στο κεφάλαιο «Η πολιτική της εικόνας», όπου καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η εικόνα δεν είναι πια απλώς ένα μέσο, αλλά […] σήμερα η εικόνα αποτελεί την πρώτη ύλη της πολιτικής». Από την άλλη, είναι ένα τυπικό λάθος της Αριστεράς να βλέπει την προφανή χοντροκοπιά της αισθητικής/μιντιακής επιχείρησης της ποπ ακροδεξιάς (εάν ο Τραμπ χρησιμοποιεί τηλεοπτικά μοντέλα διασκέδασης, ο Σαλβίνι χρησιμοποιεί κουβέντες θαμώνων καφενείου ή φανατικών οπαδών του ποδοσφαίρου) από τη σκοπιά της ηθικής, πιστεύοντας ότι είναι πιο έξυπνη, πιο εκλεπτυσμένη, πιο πολιτισμένη ή στο τέλος-τέλος πιο «αισθητικά θελκτική» από τη συνομοταξία των Τραμπ, Σαλβίνι, Όρμπαν και Μπολσονάρο, αντί να αντιλαμβάνεται τη ριζοσπαστική πολιτικοποίηση του αισθητικού ως ένα απαραίτητο όπλο στη σημερινή διάταξη αυτής της ιστορικής σύγκρουσης.

Ο Καρλ Κορς, σε ένα γράμμα του στον Μπρεχτ, έγραφε ότι στην ουσία το ναζιστικό Blitzkrieg (κεραυνοβόλος πόλεμος) δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ενέργεια της Αριστεράς που πρώτα συγκεντρώνεται και μετά εξαπολύεται με άλλα μέσα: αυτή η ενέργεια, που τη δεκαετία του 1920 έδειχνε να εξαπλώνεται παντού και να οδηγεί προς μια Ευρώπη των [κομμουνιστικών] Συμβουλίων, μια δεκαετία αργότερα έχει ανακατευθυνθεί και πλέον χρησιμοποιείται από τους εχθρούς της, οι οποίοι στη συνέχεια θα έστρεφαν την παγκόσμια εργατική τάξη σε μια γιγαντιαία και αδελφοκτόνα «υλική σύγκρουση», με αναπόφευκτη κατάληξη την πνευματική και υλική εκμηδένιση της ίδιας της εργατικής τάξης. Πρόκειται για την ήττα από την οποία προέκυψε και η ήττα όλων των επαναστατικών προοπτικών του 20ού αιώνα. Τη στιγμή της ήττας, ο Μπένγιαμιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι οι φασίστες έδειχναν να κατανοούν καλύτερα από την επαναστατική αριστερά τους κανόνες που διέπουν το λαϊκό αίσθημα και συναίσθημα, τα θυμικά που ακόμη και στις μέρες μας αντιμετωπίζονται από κάθε αριστερό γκρουπούσκουλο με έναν αέρα ανωτερότητας, εάν όχι με καθαρή περιφρόνηση, με σαφή και πάγια προτίμηση «ορθολογικών», «της κοινής λογικής», «προοδευτικών» ή «πολιτικών» επιχειρημάτων, δηλαδή όλων εκείνων που αποτυγχάνουν να πείσουν πρακτικά οποιονδήποτε ανήκει στην εργατική τάξη και που, αντιθέτως, φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, γεννώντας ακόμα μεγαλύτερο μίσος και εχθρότητα.

Προϊόν αυτού είναι και ο Τραμπ, ο οποίος αποτελεί «μια μερική αναστήλωση της κριτικής του Occupy στη χρηματοπιστωτική κρίση και στη διάσωση των τραπεζών», ενώ στην Ιταλία το λαϊκό μίσος για τις ελίτ αιχμαλωτίστηκε και ανακατευθύνθηκε στον πόλεμο εναντίον των μεταναστών, των Ρομά και των «παράσιτων» (στα ιταλικά «zecche», έτσι αποκαλούνται οι ακτιβιστές των ιταλικών κοινωνικών κέντρων). Όλες αυτές οι τάσεις έχουν ως υπόβαθρο μια προφανή και ευρέως διαδεδομένη απέχθεια απέναντι στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους οποίους, από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι καλύτερο, θα αναλάβει να μετασχηματίσει ο «κυριαρχισμός». Στη Βραζιλία, η διαφθορά της Αριστεράς, η πίστη της στην οικονομία, η προσποίησή της ότι ξέρει να διευθύνει τον καπιταλισμό καλύτερα από τους άλλους, η χρόνια καχυποψία της απέναντι στα αυτόνομα κινήματα και, εννοείται, η αντεπαναστατική της ρητορική έχουν παραδώσει τη χώρα στα χέρια ενός δήμιου της τάξης του Μπολσονάρο. Μπορούμε να αποδείξουμε με στοιχεία ότι αυτό έχει συμβεί και σε πολλές άλλες χώρες. Τα κινήματα, από την πλευρά τους, έχουν χάσει τον καιρό [τη σωστή, κρίσιμη ή ευνοϊκή στιγμή] για τον μετασχηματισμό της εξουσίας τους σε μια πραγματική επαναστατική δύναμη, και μεγάλο μέρος αυτής της δύναμης στρέφεται τώρα εναντίον τους. Από αυτό εξάγουμε ένα είδος πολιτικού κανόνα που μας αφορά προσωπικά: σε περιόδους ριζικών αλλαγών, κάθε λάθος λόγω ερμηνείας, κάθε λάθος λόγω υποτίμησης, κάθε στιγμή που χαρακτηρίζεται από έλλειψη θάρρους, κάθε δισταγμός στην υλοποίηση μιας δυνητικά επαναστατικής στιγμής, συνεισφέρει στην αύξηση της δύναμης του εχθρού, του φασισμού. Η συνέπεια αυτού του κανόνα είναι ότι πρέπει να ξεφορτωθούμε οποιοδήποτε αριστερίστικο θυμικό έχει απομείνει μέσα μας.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που ο Ράσμουσεν αναδεικνύει είναι ότι ο Τραμπ, αντιμέτωπος με τη μητροπολιτική νεολαία του Occupy και τους Αφροαμερικανούς του Black Lives Matter, ήξερε πώς να κινητοποιήσει τους λευκούς εργάτες και υπαλλήλους που ζουν στο περιθώριο των αστικών κέντρων και έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Από αυτή την άποψη «ο Τραμπ είναι επομένως μια ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στις διαμαρτυρίες, μια εξαιρετικά βίαιη απόκρουση των αιτημάτων για έναν άλλο κόσμο». Παρομοίως, κατ’ αυτό τον τρόπο, η δικαιολογημένη οργή ενάντια στη μητρόπολη καθυποτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε από εκείνους που ανέκαθεν είχαν τον έλεγχο αυτών των μητροπόλεων. Δεν πρέπει να αφήσουμε να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και γι’ αυτό πρέπει να ξεφορτωθούμε την ψευδαίσθηση, την οποία έχει καλλιεργήσει η Αριστερά, της επανοικειοποίησης της μητρόπολης ή της εναλλακτικής διαχείρισής της: η μητρόπολη είναι μη μεταρρυθμίσιμη, μη κατοικήσιμη, και κατακτημένη από μια διαδικασία γίγνεσθαι-φασισμός ορατή εφεξής σε οποιονδήποτε βλέπει καθαρά την πραγματικότητα σε αυτή τη συγκυρία. Στην ανάλυση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία και της ρητορικής τους ενάντια στη μητρόπολη, έχει θεμελιώδη σημασία ότι κατόρθωσαν να αποφύγουν μια μανούβρα αντίστοιχη με εκείνη του Τραμπ ή του Σαλβίνι, ακόμα κι αν δεν έχουμε δει ακόμα την κατάληξη της κατάστασης αυτής. Ωστόσο, και στην περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων, ισχύει ο πολιτικός κανόνας που λέει ότι εάν δεν χτυπήσουμε αρκετά δυνατά, στη συνέχεια θα είναι ο φασισμός εκείνος που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την ενέργεια που είχε συσσωρεύσει το κίνημα. Εάν ο Ράσμουσεν ερμηνεύει πώς το φαινόμενο Τραμπ κατόρθωσε να παραχθεί προτού η κριτική του δομικού ρατσισμού που πρεσβεύει το Black Lives Matter μπορέσει να συνδυαστεί με μια πρόκληση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τότε, στη Γαλλία, θα πρέπει να στοιχηματίσουμε στον συνδυασμό της κοινωνικής αμφισβήτησης, της εναντίωσης στη μητρόπολη και της οικολογικής κριτικής των Κίτρινων Γιλέκων, προτού η Εξουσία μπορέσει να κόψει τις γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις που, ουσιαστικά, είναι εξίσου πιθανό τόσο το να εξελιχθούν σε ένα ευρύ επαναστατικό σύμπλεγμα προικισμένο με μια τεράστια δυνατότητα ώστε να επιφέρει πλήγματα, όσο και το να εκτραπούν και να διασπαστούν σε διάφορες αντεπαναστατικές δυνάμεις. 

Δεν μπορούμε, επομένως, να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας οποιαδήποτε αισιοδοξία. Αντιθέτως, όπως σοφά έλεγε και ο Μπένγιαμιν, «η οργάνωση της απαισιοδοξίας» είναι το μοναδικό λογικό πολιτικό σύνθημα. Μια νέα πρωτοπορία που θα συνδυάζει την εκστατική ευφορία της εξέγερσης με την επαναστατική πειθαρχία πρέπει να γεννηθεί και να μας επιτρέψει την έξοδο. Η μοναδική τέχνη που έχει σημασία είναι αυτή της εξόδου, όπως μας είπε πριν από λίγες ημέρες ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Μαρκ Ο, σε τέλειο σουρεαλιστικό στιλ (σχετικά με την αναγκαιότητα μιας νέας πρωτοπορίας ανατρέξτε σε ένα άλλο πρόσφατο κείμενο του Μ. Μπ. Ράσμουσεν, το After the Great Refusal, που εύλογα εκδόθηκε την ίδια περίοδο με το βιβλίο του για τον Τραμπ). Και πιστεύω ότι αυτή τη φορά θα είναι μια πρωτοπορία που θα γυρίσει τις πλάτες της στο μέλλον και θα στρέψει το βλέμμα της προς τα κάτω.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στο βιβλίο του Ράσμουσεν είναι η συζήτηση για την κατηγορία του φασισμού ως επίκαιρου ζητήματος. Βάζοντας στην άκρη όλες τις ψευδείς ρητορικές που διακηρύσσουν, μεταξύ άλλων, είτε ότι ο «φασισμός επέστρεψε» είτε ότι «δεν υπάρχει ούτε Χίτλερ ούτε Μουσολίνι, δεν υπάρχει κανένας φαιοχίτωνας ή μελανοχίτωνας για να δικαιολογηθεί μια τέτοια ανάλυση», ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον φασισμό όπως οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό ρεύμα (όπως ακριβώς ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός ή ο φιλελευθερισμός μετασχηματίζονται ιστορικά με το πέρασμα του χρόνου) και, επομένως, παράλληλα με την παρουσίαση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και διαφορετικών εκφάνσεών του, ο φασισμός δεν είναι προβλέψιμος με βάση ένα μοναδικό μοντέλο, δεν ήταν ούτε καν στον Μεσοπόλεμο. Έτσι η σβάστικα και οι δέσμες [το φασιστικό σύμβολο των fasci] έχουν αντικατασταθεί από το τζόκεϊ καπελάκι του Τραμπ και από τα τυπωμένα T-shirt του Σαλβίνι, και έχουμε περάσει από τα ευρέως διαδεδομένα στο παρελθόν πορτραίτα του Ηγέτη στην προβολή του προσώπου και των λόγων του στις οθόνες μας είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Η μοναδική ιστορική σταθερά του φασισμού μπορεί να εντοπιστεί στην επίκληση μιας γηγενούς φαντασιακής κοινότητας, η οποία ταυτίζεται με το έθνος και τον Ηγέτη που την εκπροσωπεί ή, στην ουσία, με έναν εξουσιαστικό εθνοτικό εθνικισμό που εκφράζει την επιθυμία, σήμερα όσο και στο παρελθόν, να αντιπαρατεθεί σε κάθε μέσο με το οποίο θα αναδυόταν ένα επαναστατικό κίνημα ικανό να ανατρέψει επιτέλους τον καπιταλισμό.

Πέρα από όλα αυτά και από το βάθος της ανάλυσης της τραμπιανής Αμερικής, ο Ράσμουσεν μας προσφέρει έναν κριτικό αναστοχασμό πάνω στο ζήτημα της δημοκρατίας: «Ο φασισμός δεν είναι το αντίθετο της δημοκρατίας, ο φασισμός αναδύεται στις εθνικές δημοκρατίες που μαστίζονται από την κρίση όταν υπάρχει η ανάγκη να επιβληθεί η τάξη και να αποτραπεί η εμφάνιση εναλλακτικών. Επομένως, ο φασισμός δεν είναι μια ανωμαλία αλλά μια πιθανότητα εντός κάθε εθνικής δημοκρατίας». Γι’ αυτό οποιαδήποτε προσπάθεια να του αντιπαρατεθούμε με ένα δημοκρατικό-αντιφασιστικό μέτωπο, στο οποίο θα συμμετέχουν από φιλελεύθεροι μέχρι αναρχικοί, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Επιπροσθέτως, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν είχε ήδη παρατηρήσει πριν από αρκετά χρόνια ότι οι νόμοι έκτακτης ανάγκης που ανακοινώνει η σύγχρονη δημοκρατία είναι πιο ελευθεροκτόνοι από εκείνους του ιστορικού Φασισμού, και η συνομοταξία του Τραμπ και του Σαλβίνι δεν διστάζει να αυτοπροσδιοριστεί ως η πιο ένθερμη προστάτιδα του δημοκρατικού συστήματος (χάρη στο γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, όπως και ο Χίτλερ την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης). Και, εάν ισχύει, όπως είχε γράψει ο Ιταλός φιλόσοφος Μάριο Τρόντι, ότι η δημοκρατία είναι αυτή που κατατρόπωσε και εκμηδένισε την εργατική τάξη, μοιάζει ακατανόητο πώς είναι ακόμα εφικτό να πιστεύουμε ότι η δημοκρατία μπορεί να σώσει τον κόσμο από την καταστροφή που βιώνουμε. Γι’ αυτό τον λόγο ο Ράσμουσεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μοναδική εναλλακτική απέναντι στον φασισμό είναι αυτή που στοχεύει στην αποθεσμοποίηση (destitution) μιας δημοκρατίας που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον καπιταλισμό. 

«Έξοδος, έξοδος και πάλι έξοδος!», αυτό είναι το μοναδικό μας σύνθημα.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Ο άρρωστος πλανήτης - Guy Debord


«… Οι επιζήσαντες της καταστροφής στο πλανητικό εργαστήριο της αποξένωσης, οφείλουν να απελευθερωθούν από όλους τους ειδικούς στη χειραγώγηση των συνειδήσεων, με την υιοθέτηση μιας απολύτως αναγκαίας υγιεινής. Στο όνομα της ξαναβρεθείσας ανθρωπότητας, χωρίς ιδιαίτερο μίσος αλλά με σαφώς σταθερή αποφασιστικότητα, πρέπει να μεταχειριστούμε αυτούς τους «μολυσματικούς συντελεστές» λαμβάνοντας τις προφυλάξεις που απαιτεί ο χειρότερος από τους θανατηφόρους ιούς, η πιο ραδιενεργή σκωρία. Μισθοφόροι επιστήμονες και μισθωμένοι παραπληροφορητές, συγκροτούν τις ειδικές δυνάμεις της ιδεολογικής αφομοίωσης, τα διαφημιστικά κομάντο του στρατού του οικονομικίστικου ολοκληρωτισμού». 

 Sergio Ghirardi

ΜΙΚΡΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ - COLLECTIF MALGRE TOUT

Η κολεκτίβα "Παρόλα Αυτά" αποτελείται από μέλη διαφορετικών εθνικοτήτων, πρακτικών και πολιτισμικών οριζόντων, ενωμένων από τη βαθιά επιθυμία να συναρθρώσουν τη σύνθετη σκέψη με τη δράση. Γεννημένη στα μισά της δεκαετίας του '80 από μια ομάδα γκεβαριστών αγωνιστών που αντιτάχθηκαν στην αργεντίνικη δικτατορία, συζητά συνεχώς για την πολυπλοκότητα της εποχής στην οποία ζούμε και για τα εμπόδια που μπαίνουν στη δράση. Σήμερα τα μέλη της γαλλικής "Collectif Malgre Tout" είναι οι Miguel Benasayag, Bastien Cany, Angelique Del Rey, Teodoro Cohen, Maeva Musso, Maud Riviere. Τα μέλη της ιταλικής "Collettivo Malgrado Tutto" είναι οι Roberta Padovano, Mary Nicotra, Daniela Portonero.

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Βιοασφάλεια και πολιτική - Giorgio Agamben

Αυτό που κάνει εντύπωση στις αντιδράσεις απέναντι στους μηχανισμούς εξαίρεσης που ενεργοποιήθηκαν στη χώρα μας (και όχι μόνο σε αυτή) είναι η αδυναμία παρατήρησής τους πέρα από το άμεσο πλαίσιο στο οποίο φαίνεται να λειτουργούν. Αντιθέτως, σπάνιοι είναι εκείνοι που προσπάθησαν, όπως μια σοβαρή ανάλυση θα επέβαλε να κάνουν, να τους ερμηνεύσουν ως συμπτώματα και σημάδια ενός ευρύτερου πειράματος, στο οποίο το διακύβευμα είναι ένα νέο παράδειγμα κυβέρνησης των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ήδη σε ένα βιβλίο δημοσιευμένο επτά χρόνια πριν, που αξίζει τώρα τον κόπο να το ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά (Tempetes microbiennes, Gallimard 2013), o Patrick Zylberman περιέγραψε τη διαδικασία μέσω της οποίας η υγειονομική ασφάλεια, μέχρι τότε αφημένη στο περιθώριο των πολιτικών υπολογισμών, έγινε ουσιαστικό μέρος των κρατικών και διεθνών πολιτικών στρατηγικών. Υπό διερώτηση δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη δημιουργία ενός είδους «υγειονομικού τρόμου» ως εργαλείου για την κυβέρνηση αυτού που θα οριζόταν ως το worst case scenario, δηλαδή το σενάριο της χειρότερης περίπτωσης. Είναι σύμφωνα με αυτή τη λογική του χειρότερου που ήδη από το 2005 ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας είχε προειδοποιήσει για «150 εκατομμύρια νεκρούς λόγω της επερχόμενης γρίπης των πτηνών», προτείνοντας μια πολιτική στρατηγική που όμως τότε τα κράτη δεν ήταν ακόμη έτοιμα να υιοθετήσουν. Ο Ζυλμπερμάν έδειξε ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός αρθρωνόταν σε τρία σημεία: 1) κατασκευή, στη βάση ενός πιθανού κινδύνου, ενός φανταστικού σεναρίου, στο οποίο τα δεδομένα θα παρουσιάζονται έτσι ώστε να ευνοούνται συμπεριφορές που θα επιτρέπουν να κυβερνηθεί μια ακραία συνθήκη 2) υιοθέτηση της λογικής του χειρότερου ως το επικρατών καθεστώς πολιτικής λογικής 3) πλήρης οργάνωση του σώματος των πολιτών έτσι ώστε να ενισχύεται στον μέγιστο βαθμό η αποδοχή των κυβερνητικών θεσμών, με αποτέλεσμα ένα είδος υπερθετικής πολιτειότητας, στην οποία οι επιβαλλόμενοι κανόνες θα παρουσιάζονται ως απόδειξη αλτρουισμού και ο πολίτης δεν θα έχει πλέον δικαίωμα στην υγεία (health safety), αλλά θα είναι δικαιικά υποχρεωμένος στην υγεία (biosecurity). 

Εκείνο που περιέγραψε ο Ζυλμπερμάν το 2013, επαληθεύεται πλήρως σήμερα. Είναι προφανές ότι πέρα από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με κάποιον ιό ο οποίος στο μέλλον θα αφήσει τη θέση του σε κάποιον άλλο, η συζήτηση αφορά τον σχεδιασμό ενός παραδείγματος κυβέρνησης του οποίου η αποτελεσματικότητα ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό όλες τις μορφές κυβέρνησης που έχει γνωρίσει μέχρι τώρα η πολιτική ιστορία της δύσης. Αν ήδη, με την προοδευτική κατάρρευση των ιδεολογιών και των πολιτικών πεποιθήσεων, οι λόγοι ασφάλειας επέτρεψαν την αποδοχή εκ μέρους των πολιτών περιορισμών της ελευθερίας τους που προηγουμένως δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν, η βιοασφάλεια δείχνει ικανή να προκαλέσει την απόλυτη παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και κάθε κοινωνικής σχέσης ως τη μέγιστη μορφή συμμετοχής των πολιτών. Μπορούμε έτσι να παραβρεθούμε στο παράδοξο φαινόμενο οργανώσεις της αριστεράς, παραδοσιακά συνηθισμένες να διεκδικούν δικαιώματα και να καταγγέλλουν παραβιάσεις του συντάγματος, να αποδέχονται ανεπιφύλακτα περιορισμούς των ελευθεριών αποφασισμένους με πρωθυπουργικά διατάγματα και στερούμενους κάθε νομιμότητας, κάτι που ούτε ο φασισμός δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε επιβάλλει. 

Είναι προφανές –και οι ίδιες οι κυβερνητικές αρχές δεν σταματούν να μας το θυμίζουν– ότι η λεγόμενη «κοινωνική αποστασιοποίηση» θα αποτελεί το μοντέλο της πολιτικής που μας περιμένει και (όπως οι αντιπρόσωποι μιας λεγόμενης task force, της οποίας τα μέλη βρίσκονται σε προφανή σύγκρουση συμφέροντος με τη λειτουργία την οποία πρέπει να επιτελούν, έχουν αναγγείλει) ότι θα επωφεληθούν από αυτή την αποστασιοποίηση έτσι ώστε να αντικαταστήσουν παντού με ψηφιακούς τεχνολογικούς μηχανισμούς τις ανθρώπινες σχέσεις στη φυσικότητά τους, οι οποίες ως τέτοιες θα είναι ύποπτες μόλυνσης (πολιτικής μόλυνσης εννοείται). Οι πανεπιστημιακές διαλέξεις, που όπως έχει ήδη συμβουλέψει το υπουργείο παιδείας, θα γίνονται σταθερά τον επόμενο χρόνο on line και δεν θα αναγνωρίζουμε πλέον ο ένας τον άλλο μέσω του προσώπου (αφού αυτό θα μπορεί να καλύπτεται από μια υγειονομική μάσκα) αλλά μέσω ψηφιακών μηχανισμών που θα αναγνωρίζουν βιολογικά δεδομένα υποχρεωτικά παρμένα, ενώ κάθε «συνάθροιση», που θα γίνεται είτε για πολιτικούς λόγους είτε απλώς ένεκα φιλίας, θα συνεχίσει να απαγορεύεται. 

Είναι υπό συζήτηση μια ολόκληρη αντίληψη του πεπρωμένου της ανθρώπινης κοινωνίας, σε μια προοπτική, που από πολλές πλευρές μοιάζει να έχει πάρει από θρησκείες, τώρα πια στη δύση τους, μια αποκαλυψιακή ιδέα περί του τέλους του κόσμου. Αφού η πολιτική αντικαταστάθηκε από την οικονομία, τώρα και η οικονομία, για να μπορέσει να κυβερνήσει, πρέπει να υιοθετήσει πλήρως το παράδειγμα της βιοασφάλειας, σε σχέση με το οποίο όλα τα άλλα αιτήματα πρέπει να θυσιαστούν. Είναι νόμιμο να διερωτηθούμε αν μια τέτοια κοινωνία μπορεί ακόμη να οριστεί ως ανθρώπινη, ή αν η απώλεια των συναισθηματικών σχέσεων, του προσώπου, της φιλίας, του έρωτα, μπορεί πραγματικά να αντισταθμιστεί από μια αφηρημένη και πιθανώς εντελώς πλασματική υγειονομική ασφάλεια. 

11 Μάη 2020 

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet 

Με αυτή τη μετάφραση κλείνουμε τη μεταφραστική «Αγκαμπενιάδα» που ξεκινήσαμε κάνα δυο μήνες πριν στο blogspot των εκδόσεων για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα. Καθώς και άλλοι σοβαροί μεταφραστές προχωρούν στην παρουσίαση των κειμένων του ιταλού φιλοσόφου σε διάφορους ιστότοπους και ελπίζοντας ότι θα συνεχίσουν με τον ίδιο ζήλο και σεβασμό να παρουσιάζουν κείμενα ή συνεντεύξεις του, κλείνουμε προς το παρόν εδώ, θέλοντας όμως να πούμε και το εξής, εν είδει επιλόγου: Χωρίς κριτική δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε στη σκέψη ούτε στην πράξη. Όμως άλλο η κριτική και άλλη η εμπάθεια, άλλο να εκφράζεις ρητά τη και δημόσια διαφωνία σου ακόμη και με ανθρώπους που εκτιμάς ή αγαπάς, και άλλο να φτύνεις σήμερα εκεί που έγλειφες χθες (συνήθως συμβαίνει το αντίστροφο αλλά να που με τον κορονοϊό είχαμε και αυτό το φαινόμενο).