«Είχαν μια αίσθηση ευλαβικού φόβου οι γερμανοί διοικητές όταν εξαπέλυσαν ενάντια στη Ρωσία το πιο τρομερό όπλο. Μετέφεραν τον Λένιν από την Ελβετία στη Ρωσία με ένα σιδερόφρακτο τρένο, λες και ήταν ένας βάκιλος της πανούκλας».
Ουίνστον Τσώρτσιλ
Κάνα χρόνο πριν, στο βιβλίο Το
τρένο ενάντια στην ιστορία, γράψαμε ότι ο επαναστάτης αγωνιστής είναι για
τον οργανισμό του κεφαλαίου όπως ένας βάκιλος της πανούκλας. Σε αντιστοιχία με
αυτή τη μεταφορά, από την αρχή της σύγχρονης πανδημίας είπαμε ότι ο ιός κάνει
αυτό που δεν είμαστε εμείς σε θέση να κάνουμε: να ριζώσουμε σε νευραλγικά
σημεία του σώματος, να επικεντρώσουμε τη δύναμή μας εκεί όπου ο εχθρός είναι
αδύναμος, να βλάψουμε σοβαρά την ανοσοποιητική του άμυνα αιφνιδιάζοντάς τον,
αποσταθεροποιώντας τον, προκαλώντας του κρίση και ρήξεις. Σήμερα, που μετά από
δύο χρόνια φαίνεται πως βρισκόμαστε στην καθοδική φάση του πανδημικού κύκλου (ο
υποθετικός λόγος είναι υποχρεωτικός, αφού το να ασχολείσαι με τις επιδημιολογικές
έρευνες είναι όπως το να παρεμβαίνεις στην πραγματικότητα μέσω του facebook: συχνά άχρηστο, ενίοτε βλαβερό, πάντοτε χαζό),
μπορούμε να προσθέσουμε νέες μεταφορές για να περιγράψουμε το τέλος εκείνης που
υπήρξε η φιγούρα-αγωνιστής με την οποία μεγαλώσαμε, προχωρήσαμε και δεν
καταφέραμε να ξεπεράσουμε.
Εκείνη η φιγούρα-αγωνιστής μπορεί να καταλογραφηθεί σαν ένας ιός,
σεβόμενοι την ταυτότητα που απέκτησε ή επέλεξε. Όμως είναι ένας ιός ο οποίος,
χάνοντας τη μολυσματικότητά του, είναι αβλαβής ή, αναμφιβόλως, λειτουργεί προς
ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι γνωστό ότι αμέσως μετά την
μπολσεβίκικη επανάσταση, ο κόσμος χτυπήθηκε από την ισπανική πανδημία. Σε
εκείνη την περίπτωση, αναμφιβόλως, ο επαναστατικός ιός αποτέλεσε ένα στοιχείο
απειλής και αποσταθεροποίησης πολύ πιο ισχυρό και διαρκές από τον ιό της
γρίπης. Έναν αιώνα μετά, ο ισπανικός ιός κυκλοφορεί ακόμη αλλά χωρίς την
ικανότητα να προκαλεί οποιαδήποτε σοβαρή βλάβη και μάλιστα ούτε που αναφέρεται.
Το ίδιο πράγμα, δυστυχώς, οφείλουμε να πούμε και για τον επαναστατικό ιό.
Ο ίδιος ο covid-19, όπως δείχνει ο αριθμός,
είναι ένας ιός που έχει αλλάξει πολλές φορές προκειμένου να φτάσει στον ίδιο
στόχο. Συνεπώς, κάθε φορά που ο ανοσοποιητικός μηχανισμός δεχόμενος επίθεση
λαμβάνει τα μέτρα του απέναντι στον ιό, εξουδετερώνοντάς τον, ο ιός
μεταμορφώνεται προκειμένου να ξαναρχίσει την επίθεση. Το ίδιο πράγμα κάνει και
ο αγωνιστής: κάθε φορά που το κεφάλαιο αναδομείται προκειμένου να απαντήσει
στους αγώνες, ο επαναστάτης μεταμορφώνεται και ξαναρχίζει από την αρχή. Τι
συμβαίνει με τον ιό που σταματάει να αλλάζει; Εξαφανίζεται, δηλαδή επιβιώνει εν
τη αχρηστία του. Τι συμβαίνει με τον αγωνιστή που σταματάει να αλλάζει; Το ίδιο
πράγμα. Ο μέσος αγωνιστής του κάποτε «κινήματος» είναι, εδώ και χρόνια, ένας
αγωνιστής-ισπανική γρίπη: αβλαβής ή, αναμφιβόλως, λειτουργικός για το σώμα στο
οποίο θα ήθελε –ιδεολογικά– να επιτεθεί. Η συνέχεια των διαδικασιών
επαναστατικής υποκειμενικοποίησης, πράγματι, περνά μέσα από την ασυνέχεια των
μορφών της στράτευσης και της οργάνωσης. Το αναλλοίωτο αυτών των μορφών
σημαίνει την εξάντληση των αντίστοιχων διαδικασιών. Πολλά κοινωνικά κέντρα, για
παράδειγμα, θεωρούν τη χρονική διάρκεια πλεονέκτημά τους: είμαστε εδώ δέκα,
δεκαπέντε, τριάντα χρόνια! Ιδού, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Είναι πάντοτε
εδώ όπως τα θρανία με τα ροδάκια στα σχολεία: αντικείμενα ξεχασμένα στις πόλεις
ή το πολύ-πολύ να ξυπνούν σε κάποιους ρομαντικές μνήμες και σε άλλους να
συνιστούν μια ξεθωριασμένη ανάμνηση κινδύνου.
Φτάνοντας σε αυτό το σημείο του κειμένου, κάποιος θα έλεγε: οκ, πάει
καλά, όλα αυτά είναι λίγο-πολύ σωστά, όμως για μια ακόμα φορά δεν μας λες τι να
κάνουμε. Εν συντομία, φτάνει με την κριτική αυτού που δεν είναι πλέον ζωντανό,
αν στη ζωή αποδίδουμε ένα πλήρες νόημα γεμάτο με ανοιχτές και αντιφατικές
δυνατότητες και δεν τη θεωρούμε μια άχρωμη επιβίωση βασισμένη σε ένα θεραπευτικό πείσμα. Ήδη στη
«Machina» γράφτηκε, ορθώς, πως οι νεκροί ας θάψουν τους
νεκρούς τους. Αυτός ο κάποιος, συνεπώς, δεν θα έκανε λάθος αλλά ίσως δεν θα
είχε και εντελώς δίκιο. Κατά πρώτο λόγο γιατί ακόμη και στο διάσημο τι να
κάνουμε με ερωτηματικό, αναλυόταν με συγκεκριμένο πολεμικό πνεύμα κάθε ιδιαίτερη
πλευρά των μορφών της στράτευσης και των υπαρκτών οργανώσεων, λέγοντας τελικά ότι
εκείνη η φάση έπρεπε να ξεπεραστεί οριστικά. Ιδού, ξεπέρασμα αυτής της φάσης,
απελευθέρωση του πεδίου, ξεκίνημα και πάλι από την αρχή, προκειμένου να καταλάβουμε
τι πρέπει να κάνουμε. Όμως για να ξεκινήσουμε και πάλι από την αρχή, για να
θέσουμε το πρόβλημα του πώς αλλάζουν τα πράγματα και πώς αλλάζουμε εμείς,
οφείλουμε να αλλάξουμε τη χρονικότητά μας, δηλαδή να πάρουμε τις αποστάσεις μας
από την εποχή μας. Όχι για να αρνηθούμε να δράσουμε σε αυτή, αλλά, αντιθέτως,
για να μπορέσουμε να της επιτεθούμε καλύτερα. Οφείλουμε, συνεπώς, να γυρίσουμε
την πλάτη στην κοινή γνώμη, γιατί όσο πιο πολύ εμβαπτιζόμαστε σε αυτή τόσο περισσότερο
απομακρυνόμαστε από τον στόχο μας. Αν συνεχίσουμε να σχολιάζουμε στις άχρηστες
κοινωνικές μας φούσκες τα στιγμιαία θέματα της επικαιρότητας –από τα εμβόλια
μέχρι το φεστιβάλ του Σανρέμο, από τον πάπα Φραγκίσκο μέχρι τον τελευταίο τύπο
των ζυμαρικών Μολιζάνα, από το παρμιτζάνο ρετζάνο μέχρι το πλέον ασήμαντο–,
μπορεί να νομίζουμε ότι είμαστε στο κέντρο της επικαιρότητας απλώς και μόνο
επειδή δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτή η επικαιρότητα μας καθιστά εντελώς
περιθωριακούς και ασήμαντους. Να αποσπαστούμε από τη μάζα, όχι να συμμετέχουμε
σε αυτή. Εν συντομία, γράφοντας «πάμε» και «ok boomer» δεν μας
πάει κοντά στον λαό (εφόσον αποδεχτούμε ότι είναι αυτός είναι ένας επιθυμητός
στόχος), ενώ μας πάει κοντά στο γηροκομείο, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Ηρεμήστε, σταματήστε να χαλάτε τον κόσμο. Δεν περιμένουμε την άφιξη
ενός μεσσία ή την αντικειμενική ωρίμανση των συνθηκών. Αντιθέτως. Λέμε, έχοντας
επίγνωση του επείγοντος, ότι ο δικός μας χρόνος πρέπει να γρυλίσει και να
δαγκώσει τον χρόνο που μας επιβάλλει ο εχθρός μας. Ένας εχθρός που ενσαρκώνεται
σε μας και μας παρουσιάζεται, ακριβώς, σαν η κοινή γνώμη. Τα post, τα tweet, τα like –ιδού η μετρική μονάδα του χρόνου μας. Να μη φτάσουμε
ένα instangram μετά, ιδού ποια είναι η επιτακτική ανάγκη. Για να
φτάσουμε πού; Πουθενά, ιδού το δράμα μας. Κινούμαστε μια μέρα πριν ή μια μέρα
μετά, ο ένας χρόνος γίνεται μια γεολογική εποχή, γενεαλογίες και ιστορικές
διαδικασίες ακυρώνονται. Ο χρόνος της γνώμης δεν είναι το παρόν: είναι η
στιγμή. Και η στιγμή δεν είναι το ενδεχόμενο στο οποίο θα χτυπήσουμε, το
λενινικό πολύ νωρίς και πολύ αργά, αλλά η εξουδετέρωσή του, μια καθημερινότητα
εύπλαστη και ακαθόριστη.
Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, λέγαμε στην αρχή της πανδημίας, έτσι
όπως έχουμε πει σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις και όπως θα πούμε επίσης σε
χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις. Αν αφεθούμε να παρασυρθούμε από την επικαιρότητα,
θα χάσουμε τη δυνατότητα να δούμε πέρα από αυτή. Θα χάσουμε, δηλαδή, μια
προφητική ικανότητα, το να βλέπουμε στο παρόν αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν, το
να λέμε αυτό που άλλοι δεν μπορούν να νιώσουν. Από την άλλη πλευρά, αντίθετα με
το γοητευτικό σύνθημα των χιλιάνικων κινημάτων, αυτό που επικρατεί στην
πανδημική κρίση είναι μια επιθυμία επιστροφής στην κανονικότητα. Όχι, όχι βεβαίως
σε μια κανονικότητα πάντοτε ίδια, αλλά σε μια καινοτόμο κανονικότητα, που για
να διατηρήσει αναλλοίωτες τις σχέσεις κυριαρχίας αλλάζει τα υποκείμενα επίπεδα.
Μια πραγματικότητα που παρουσιάζει και θα παρουσιάζει ιδιαίτερες αντιφάσεις,
προπάντων αν πέρα από τις εν αφθονία ρητορείες ανοίξει μια πραγματική μετά την
κρίση φάση, με προοπτικές με τις οποίες –μετά από μια μηδενική δεκαπενταετία– μπορούμε
να επιστρέψουμε στην ανασυγκρότηση και στην ανάταση. Για να καταλάβουμε και να
δράσουμε μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις χρειάζεται έρευνα, θα μπορούσαμε να πούμε
με ένα μάντρα τόσο αληθινό ώστε να κινδυνεύει να καταστεί κοινότοπο, δηλαδή
κενό. Είναι χρήσιμο ακριβώς, και μας ευχαριστεί να το λέμε, το να γυρίσουμε την
πλάτη στην κοινή γνώμη, το να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τη ρίζα των
πραγμάτων, που θα πρέπει πάντοτε να είναι η προτεραιότητά μας. Μόνο έτσι μπορεί
ο αγωνιστής να είναι έτοιμος για το τυχαίο, για το απρόβλεπτο, για την άκαιρη
εισβολή των αγώνων και των κινημάτων –που, όπως ξέρουμε, μπορούν να οργανωθούν
αλλά όχι να προβλεφθούν.
Ο αγωνιστής διαμορφώνεται στους αγώνες, θα αντικρούσει κάποιος. Όμως,
αν δεν υπάρχουν αγώνες πώς θα διαμορφωθεί ένας αγωνιστής έτοιμος να δράσει
στους αγώνες; Ο φαύλος κύκλος πρέπει να διαρρηχθεί. Θα ήταν ωραίο αν οι
λεγόμενες συνωμοσιολογικές θέσεις είχαν δίκιο και ο ιός είχε κατασκευαστεί σε
ένα εργαστήριο. Με αυτόν τον τρόπο, ποιος ξέρει, ίσως σε κάποιο μυστικό
εργαστήριο θα μπορούσαμε να παράγουμε κι εμείς τον δικό μας αγωνιστή-ιό. Όμως,
δυστυχώς, δεν πιστεύουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα. Η διαμόρφωση είναι μια
μακρά, σύνθετη, αντιφατική διαδικασία. Μια μειοψηφική διαδικασία, προκειμένου
να ανατραπεί η πλειοψηφία. Ωστόσο, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει
μια διαδικασία αγωνιστικής διαμόρφωσης που δεν μιλάει για μια ρήξη. Ρήξη με το
έξω, ρήξη με μας τους ίδιους και –σήμερα περισσότερο από ποτέ– με αυτό που
είμαστε μέχρι σήμερα. Ρήξη με αυτό που είμαστε, για να ανακαλύψουμε εκείνο που
μπορούμε να γίνουμε. Απαραίτητη συνθήκη, ωστόσο, για να μπορέσουμε να
ξεκινήσουμε να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα.
Post scriptum: ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, αναμφιβόλως επίκαιρο
Φτάνοντας στο τέλος του άρθρου, ίσως ο αναγνώστης μας πει: οκ, όμως
τώρα γίνεται πόλεμος, κι εσύ μας ζητάς να γυρίσουμε την πλάτη; Λοιπόν, ας
προσπαθήσουμε να καταλάβουμε σε ποιο επίπεδο μιλάμε.
Είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε χρήσιμες γεωπολιτικές αναλύσεις,
όμως τέτοιες βρίσκουμε ελάχιστες. Μας κάνουν να βαριόμαστε τρομακτικά
ιδεολογικά γεωπολιτικά σχόλια, που αντιθέτως αφθονούν ακριβώς επειδή είναι
άχρηστα. Οποιοδήποτε άτομο κατέχει έστω τη σχολική γνώση των ιστορικών
δεδομένων, ξέρει, σε γενικές γραμμές, το υπόστρωμα της σημερινής σύγκρουσης
Ρωσίας-Ουκρανίας. Ξέρει ότι είναι μια συνέπεια, πιθανή αν όχι αναπόφευκτη,
αυτού που συνέβη μετά το 1989/1991, με έναν άγριο καπιταλισμό που συνόδευσε τη
ρητορική περί ελευθερίας στην Ανατολική Ευρώπη, με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ για
την περικύκλωση της Ρωσίας, με την πολιτική του Πούτιν που στοχεύει στην
ανασυγκρότηση μιας συνέχειας με το τσαρικό καθεστώς και την ισχύ του
παρελθόντος. Το έχει πει με ακρίβεια: σε έναν από τους τελευταίους του λόγους
πριν τον πόλεμο, με μια ασυνήθιστη ιστορική βαθύτητα για τη σημερινή εποχή
(μπορούμε ακόμη να λέμε ότι ένας εχθρός είναι ευφυής ή θα θεωρηθούμε συνεργάτες
του;), ο Πούτιν αντιπαράθεσε τον Στάλιν με τον Λένιν, παρουσιάζοντας τον πρώτο
σαν φίλο και τον δεύτερο σαν εχθρό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε,
απεναντίας αυτή είναι η τάξη του λόγου του. Ήδη κατά τη διάρκεια των ισχνών
εορτασμών για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Πούτιν είχε
υποδείξει τον Γεωργιανό σαν τον άνθρωπο της σταθερότητας και της συνέχειας με
την παράδοση της Μεγάλης Ρωσίας, ενώ τον ομώνυμό του Βλαδίμηρο σαν την
καταραμένη φιγούρα της ρήξης και της ανατροπής της συντεταγμένης τάξης. Αν
τύχει να πάτε στο πρώην μουσείο της επανάστασης στη σημερινή Αγία Πετρούπολη,
φτιαγμένο στη βάση δυτικών γούστων βγαλμένων από το μαύρο βιβλίο του
κομμουνισμού, θα βρείτε μια παρόμοια τάξη λόγου: από το 1861 το τσαρικό
καθεστώς είχε προχωρήσει σε μια προοδευτική πολιτική, που όδευε στη δημοκρατία
και την ελευθερία, και η οποία διακόπηκε βιαίως από τον μπολσεβίκικο Οκτώβρη.
Από το 1989/1991, επιτέλους, το βέλος της ιστορίας ξαναβρήκε την τροχιά του.
Ιδού λοιπόν, αυτό το βέλος της ιστορίας, το τόσο επαινεμένο στη Δύση, κατέληξε
στον πόλεμο στην Ουκρανία. Και αμέσως, σαν παβλοφική αντίδραση, οι μικρές
φούσκες των κοινωνικών μας δικτύων φούσκωσαν με την ανάγκη να πάρουμε θέση, με
τις διάφορες γνώμες και σχόλια (που ανάμεσά τους, προς θεού, συγκαταλέγεται και
αυτό εδώ). Δεν θα ασχοληθούμε με τον βαθμό αχρηστίας τους, γιατί για έναν μέσο
υλιστή οι συσχετισμοί δύναμης θα πρέπει να είναι, αν όχι μια επιστήμη,
τουλάχιστον ένα δεδομένο της πραγματικότητά του. Όποιος, ωστόσο, θέλει να
αναλάβει ένα σχέδιο πολιτικής ενεργοποίησης ενός λόγου και μιας πρακτικής
στραμμένης, προοπτικά, στο να αποστάξει κάτι, περισσότερο από την άμεση παύση του
πολέμου, πρέπει να αποφύγει να πέσει στην παγίδα του με ποιον είμαι; Με τον
κακό, με τον λιγότερο κακό, ούτε-ούτε; Ξέρουμε όλοι ότι ο δικός μας Βλαδίμηρος,
εκείνος ο καταραμένος του σήμερα, έλεγε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος πρέπει να
μεταμορφωθεί σε εμφύλιο πόλεμο. Σήμερα, μολονότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχει
αλλάξει βαθιά και κυρίως ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι στη διάταξη της ημέρας όσον
αφορά τις δυνατότητές μας, ας περιοριστούμε να υιοθετήσουμε εκείνη τη συγκεκριμένη
θέση, δηλαδή την πολιτική πρακτική της, τη μέθοδο. Αν δεν είναι διαμορφωτές
γνώμης ή μέλη ενός κοινοβουλίου, οι αγωνιστές μπροστά σε έναν πόλεμο μαφήνουν
στους άλλους τις ομιλίες για το ποιος είναι σωστός και ποιος λάθος, και
σκέφτονται σε ποιον μπορούν να κάνουν το μεγαλύτερο κακό. Ότι ο τσάρος
Βλαδίμηρος είναι ένα δήμιος είναι προφανές και άλλο τόσο προφανές είναι ότι
τέτοιος είναι και ο Μπάιντεν. Ότι η κουβέντα για τους ουκρανούς ναζιστές είναι
εργαλειακή, είναι κάτι πέραν πάσης αμφιβολίας, έτσι όπως είναι πέραν κάθε
αμφιβολίας το γεγονός ότι ουκρανοί ναζιστές υπάρχουν στ’ αλήθεια και δεν είναι
λίγοι. Εμείς πρέπει να επιτεθούμε σε αυτόν που είναι πλησιέστερα μας. Αν
ήμασταν στη Ρωσία θα επιτιθέμεθα στον Πούτιν, όμως είμαστε στην Ιταλία και
πρέπει να επιτεθούμε στην ιταλική και ευρωπαϊκή κυβέρνηση, αποτελούμενη από
τραπεζίτες, κατεργάρηδες και τζαμπατζήδες, που παίζουν πόλεμο στην πλάτη αυτών
που όντως υφίστανται τον πόλεμο, αλλά και στην πλάτη όλων ημών (αφού εκείνοι
δεν πληρώνουν τη βενζίνη και τους λογαριασμούς τους). Κάποιος κακόπιστος βλάκας
θα μπορούσε να δει σε αυτή τη θέση κάποιου είδους συνενοχής ή διαχωρισμού από
την καταδίκη του Πούτιν (όμως ποιος νοιάζεται για τις καταδίκες μας;), ακριβώς
όπως ο Λένιν κατηγορείται από τον Πούτιν και από τους κακοήθεις του τότε ότι δωροδοκήθηκε
από τον γερμανό κάιζερ.
Το πρόβλημα, όχι καινούργιο, βρίσκεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες έντονης
κρίσης οι δυσοίωνοι και κυρίως οι πολύ δυσοίωνοι, πέφτουν θύματα της συνείδησής
τους: εντάξει με τις κριτικές σε φυσιολογικές φάσεις, όμως σε φάσεις εξαίρεσης
δεν μπορούμε πια να τις επιτρέψουμε. Ισχύει το ακριβώς το αντίθετο. Αν δεν
είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε έναν ισχυρό λόγο, η αδύναμη γνώμη καταπίνεται
από την τάξη του κυρίαρχου λόγου, που εσχάτως αποκαλείται προπαγάνδα, χωρίς αν
και χωρίς αλλά.
Κάποιος θα μπορούσε να πει: μα δεν καταλαβαίνετε ότι τώρα γίνεται
πόλεμος και το ζήτημα είναι να τον σταματήσουμε; Εμείς όμως, εν κατακλείδι,
ρωτάμε: πιστεύετε πράγματι ότι μπορούμε από τις φούσκες μας να σταματήσουμε τον
πόλεμο; Δεν σας μπήκε ποτέ η αμφιβολία ότι είναι ακριβώς αυτή η αδυναμία να
έχουμε μια προοπτική, το να μην καταφάσκουμε μια αυτόνομη χρονικότητα, το να
αφήνουμε να μας καταπίνει η καθημερινή ειδησεογραφία επιβάλλοντάς μας την
ατζέντα της κοινής γνώμης, που μας φυλακίζει στις άχρηστες φούσκες μας,
βρίσκοντας διέξοδο σε γκροτέσκο παραληρήματα παντοδυναμίας;
Αυτού λεχθέντος, επιτρέψτε μας να πούμε ότι θα ήμασταν ευχαριστημένοι
αν κάναμε λάθος. Και να υποστηρίζαμε ότι ο πόλεμος θα σταματήσει από ένα ποστ του
Τζεροκαλκάρε ή από την μπλούζα της Rappresentante di lista[ιταλικό μουσικό συγκρότημα σ.τ.μ.], που, αποφεύγοντας
τις αντιστοιχίες, είναι τέλειες στο να μας δίνουν δύναμη, όπως λέει μια δοξασία
αυτών των μπερδεμένων χρόνων.
Δημοσιεύθηκε στο ιταλικό κινηματικό διαδικτυακό περιοδικό «Machina» στις 28 Φλεβάρη 2022