Σελίδες

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

Για το δικαίωμα της αντίστασης - Giorgio Agamben


Θα προσπαθήσω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι ένα δικαίωμα της αντίστασης υπήρχε ήδη στον αρχαίο κόσμο, που είχε μια παράδοση επαίνου της τυραννοκτονίας. Ο Θωμάς Ακινάτης είχε συνοψίσει τη θέση της σχολαστικής θεολογίας στην αρχή σύμφωνα με την οποία το τυραννικό καθεστώς, στον βαθμό που αντικαθιστά το κοινό καλό με ένα μερικό συμφέρον, δεν μπορεί να είναι iustum. Η αντίσταση –ο Θωμάς την ονομάζει perturbation– ενάντια σε αυτό το καθεστώς, δεν είναι, έτσι, μια seditio.

Από αυτό προκύπτει ότι η υπάρχει αναγκαστικά μια κάποια αμφισημία όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός συγκεκριμένου καθεστώτος ως τυραννικού, όπως δείχνουν άλλωστε και οι παρατηρήσεις του Μπάρτολο, ο οποίος στο κείμενό του Trattato sul guelfi e I ghibellini, ναι μεν διακρίνει έναν τύραννο ex defectu tituli από έναν τύραννο ex parte exercitii, όμως αντιμετωπίζει δυσκολία στο να διακριβώσει μια iusta causa resistendi.

Αυτή η αμφισημία επανεμφανίζεται στις συζητήσεις του 1947 όσον αφορά τη συμπερίληψη του δικαιώματος της αντίστασης στο ιταλικό σύνταγμα. Ο Ντοσέτι είχε προτείνει, όπως ξέρετε, ότι στο κείμενο θα υπήρχε ένα άρθρο που θα έλεγε: «Η ατομική και συλλογική αντίσταση απέναντι σε ενέργειες της δημόσιας εξουσίας οι οποίες παραβιάζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα δικαιώματα που εγγυάται αυτό το σύνταγμα, είναι δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών».

Το άρθρο, που υποστηρίχθηκε και από τον Άλντο Μόρο, δεν εισήχθη και ο Μεούτσο Ρουίνι, που προήδρευε στη λεγόμενη Επιτροπή των 75 (που έπρεπε να ετοιμάσει το τελικό κείμενο του συντάγματος) και ο οποίος, μερικά χρόνια μετά, ως πρόεδρος της Γερουσίας, θα γίνει γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο εμπόδισε την κοινοβουλευτική συζήτηση σε σχέση με τον λεγόμενο νόμο-απάτη, προτίμησε να παραπέμψει την τελική απόφαση σε ψηφοφορία στην ολομέλεια της συνέλευσης, γνωρίζοντας ότι η απόφαση της τελευταίας θα ήταν αρνητική.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι οι δισταγμοί και οι αντιρρήσεις των νομικών –ανάμεσά τους και του Κοσταντίνο Μορτάτι– δεν φείδονταν επιχειρημάτων, καθώς επεσήμαναν ότι δεν μπορεί να ρυθμιστεί νομικά η σχέση μεταξύ θετικού δικαίου και επανάστασης. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο, αναφορικά με τη φιγούρα του αντάρτη, αναδεικνύεται εξαιρετικά σημαντικό στη νεωτερικότητα και που ο Σμιτ όριζε ως πρόβλημα «ρύθμισης του αρρύθμιστου». Είναι περίεργο που οι νομικοί μιλούν για μια σχέση μεταξύ θετικού δικαίου και «επανάστασης»: μου φαίνεται ότι θα ήταν πιο κατάλληλο να μιλούν για μια σχέση μεταξύ θετικού δικαίου και «εμφυλίου πολέμου». Πώς ανιχνεύουμε, πράγματι, το όριο μεταξύ δικαιώματος της αντίστασης και εμφυλίου πολέμου; Δεν είναι ίσως ο εμφύλιος πόλεμος η αναπόφευκτη έκβαση ενός δικαιώματος της αντίστασης, αναληφθέν στα σοβαρά;

Αυτό που θέλω να σας προτείνω σήμερα, είναι πως αυτός ο τρόπος να τίθεται το πρόβλημα της αντίστασης αφήνει να διαφεύγει το ουσιώδες, δηλαδή, εκείνη τη ριζική αλλαγή που αφορά την ίδια τη φύση του σύγχρονου κράτους –δηλαδή, για να συνεννοούμαστε, της μεταναπολεοντικής συνθήκης. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίσταση αν δεν σκεφτούμε προηγουμένως αυτόν τον μετασχηματισμό.

Το ευρωπαϊκό δημόσιο δίκαιο είναι ουσιαστικά είναι δίκαιο του πολέμου. Το σύγχρονο κράτος ορίζεται όχι μόνο γενικά, μέσω του μονοπωλίου της βίας, αλλά και συγκεκριμένα, μέσω του μονοπωλίου του jus belli. Αυτό το δίκαιο, το κράτος δεν μπορεί να το απαρνηθεί, ακόμη και με το τίμημα, όπως βλέπουμε σήμερα, της επινόησης νέων μορφών πολέμου.

Το jus belli  δεν αφορά μόνο το δικαίωμα κήρυξης και διεξαγωγής πολέμου, αλλά και αφορά και τη νομική ρύθμιση του πολέμου. Προβαίνει, έτσι, στη διάκριση μεταξύ συνθήκης πολέμου και συνθήκη ειρήνης, μεταξύ δημόσιου εχθρού και εγκληματία, μεταξύ άμαχου πληθυσμού και μάχιμου στρατού, μεταξύ στρατιώτη και αντάρτη.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι τώρα πια αυτά ακριβώς τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του jus belli έχουν εδώ και καιρό ξεθωριάσει και η υπόθεσή μου είναι ακριβώς ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται μια άλλο τόσο ουσιαστική αλλαγή της φύσης του κράτους.

Ήδη κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, η διάκριση μεταξύ άμαχου πληθυσμού και μάχιμου στρατού προοδευτικά εξαλείφθηκε.

Ένα σημάδι αυτής της κατάστασης αποτέλεσε το γεγονός ότι η σύμβαση της Γενεύης του 1949 αναγνωρίζει ένα νομικό καθεστώς στον πληθυσμό που συμμετέχει στον πόλεμο χωρίς να ανήκει στον τακτικό στρατό, με την προϋπόθεση όμως, ότι θα μπορούσε να διακριβωθεί σε αυτόν η ύπαρξη αξιωματικών, μια φανερή παρουσία όπλων και κάποιο άλλο ορατό σημάδι.

Για μια ακόμη φορά, αυτές οι διατάξεις δεν με ενδιαφέρουν επειδή οδηγούν σε μια αναγνώριση του δικαιώματος της αντίστασης –το οποίο, άλλωστε, όπως είδατε, θα είναι πολύ περιορισμένο: ένας αντάρτης που επιδεικνύει τα όπλα του δεν είναι ένας αντάρτης, είναι ένας αναίσθητος αντάρτης– αλλά γιατί συνεπάγονται έναν μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους ως φορέα του jus belli.

Όπως είδαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε, το κράτος, από μια αυστηρά νομική οπτική γωνία, έχει περάσει πλέον σταθερά στην κατάσταση εξαίρεσης, μην καταργώντας το ius bell αλλά χάνοντας ipso facto τη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ κανονικού πολέμου και εμφυλίου πολέμου. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κράτος που διεξάγει ένα είδος πλανητικού εμφυλίου πολέμου, τον οποίο με τίποτα δεν μπορεί να αναγνωρίσει ως τέτοιον.

Αντίσταση και εμφύλιος πόλεμος αναφέρονται σαν πράξεις τρομοκρατίας και θα ήταν καλό εδώ να θυμηθούμε ότι η πρώτη εμφάνιση της τρομοκρατίας μεταπολεμικά ήταν έργο ενός στρατηγού του γαλλικού στρατού, του Ραούλ Σαλάν, γενικού διοικητή των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων στην Αλγερία, ο οποίος το 1961 έφτιαξε τον OAS, που σημαίνει Οργάνωση Μυστικός Στρατός. Σκεφτείτε τη διατύπωση «Μυστικός στρατός»: ο τακτικός στρατός γίνεται άτακτος, ο στρατιώτης συγχέεται με τον τρομοκράτη.

Μου φαίνεται σαφές ότι μπροστά σε αυτή την κατάσταση δεν μπορούμε να μιλάμε για «δικαίωμα της αντίστασης», εντέλει κωδικοποιημένο στο σύνταγμα ή εκπορευόμενο από αυτό. Τουλάχιστον για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να ρυθμιστεί, όπως, αντιθέτως, το κράτος από την πλευρά του προσπαθεί να κάνει μέσω μιας απροσδιόριστης σειράς διαταγμάτων, που έχουν αλλάξει από την κορυφή έως τα νύχια την αρχή της σταθερότητας του νόμου. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κράτος που διεξάγει και προσπαθεί να κωδικοποιήσει μια μεταμφιεσμένη μορφή εμφυλίου πολέμου.

Ο δεύτερος, που συνιστά για μένα μια αδιαπραγμάτευτη θέση, είναι ότι στις παρούσες συνθήκες η αντίσταση δεν μπορεί να είναι μια διαχωρισμένη δραστηριότητα: αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά μια μορφή της ζωής.

Θα υπάρχει στ’ αλήθεια αντίσταση μόνο όταν και εφόσον ξέρει ο καθένας να αναλαμβάνει, βάσει αυτής της θέσης, τις συνέπειες που του αναλογούν.

 

2 Ιούνη 2022

 

Άρθρο αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Κατάσταση εξαίρεσης και εμφύλιος πόλεμος - Giorgio Agamben



Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μερικά χρόνια πριν, Στάσις. Ο εμφύλιος πόλεμος ως πολιτικό παράδειγμα [στα ελληνικά εκδόσεις Κουκκίδα], προσπάθησα να δείξω το γεγονός ότι στην κλασική Ελλάδα η πιθανότητα –υπογραμμίζω τη λέξη «πιθανότητα»– του εμφυλίου πολέμου, λειτουργούσε ως ένα κατώφλι πολιτικοποίησης μεταξύ οίκου και πόλεως, χωρίς το οποίο η πολιτική ζωή θα ήταν αδιανόητη. Χωρίς τη στάση, τον ξεσηκωμό των πολιτών με την πιο ακραία μορφή διαφωνίας, η πόλις δεν είναι πλέον τέτοια. Αυτός ο συντακτικός δεσμός μεταξύ στάσεως και πολιτικής ήταν σε τέτοιο βαθμό αδιαπραγμάτευτος, ώστε ακόμη και ο στοχαστής που θεωρείται ότι θεμελίωσε την ιδέα του περί πολιτικής μέσω του αποκλεισμού του εμφυλίου πολέμου, δηλαδή ο Χομπς, τον άφησε, αντιθέτως, μέχρι το τέλος εν δυνάμει πιθανό.

Έτσι, η υπόθεση που θα ήθελα να προτείνω, είναι πως αν έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση απόλυτης αποπολιτικοποίησης σαν κι αυτή που βρισκόμαστε σήμερα, αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η ίδια η πιθανότητα της στάσεως τις τελευταίες δεκαετίες, προοδευτικά και ολοκληρωτικά, αποκλείστηκε από την πολιτική σκέψη, ακόμη και μέσω της δόλιας ταύτισής της με την τρομοκρατία. Μια κοινωνία στην οποία η πιθανότητα του εμφυλίου πολέμου, δηλαδή της ακραίας μορφής διαφωνίας, αποκλείεται, είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί παρά να διολισθαίνει στον ολοκληρωτισμό. Αποκαλούμε ολοκληρωτική μια σκέψη που δεν διαβλέπει την πιθανότητα να αντιπαρατεθεί με την ακραία μορφή διαφωνίας, μια σκέψη, δηλαδή, που δέχεται μόνο την πιθανότητα συναίνεσης. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακριβώς μέσω της συγκρότησης της συναίνεσης σαν μοναδικού κριτηρίου της πολιτικής οι δημοκρατίες, όπως διδάσκει η ιστορία, πέφτουν στον ολοκληρωτισμό.

Όπως συμβαίνει συχνά, αυτό που απομακρύνεται από τη συνείδηση, επανεμφανίζεται με μορφές παθολογικές, κι αυτό που συμβαίνει σήμερα γύρω μας είναι ότι η λήθη και η αβλεψία, σε σχέση με τη στάση, συμβαδίζουν, όπως έχει παρατηρήσει και ο Roman Schnur σε μία από τις λίγες σοβαρές μελέτες αναφορικά με αυτό το ζήτημα, προωθώντας ένα είδος παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου. Δεν πρόκειται μονάχα για το γεγονός, αν και δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, ότι οι πόλεμοι, όπως νομικοί και πολιτειολόγοι έχουν ήδη από καιρό επισημάνει, δεν κηρύσσονται τυπικά και, μεταμορφωμένοι σε επιχειρήσεις της αστυνομίας, αποκτούν χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται στους εμφύλιους πολέμους. Αυτό που είναι κρίσιμο σήμερα είναι το γεγονός ότι ο εμφύλιος πόλεμος, φτιάχνοντας ένα σύστημα με την κατάσταση εξαίρεσης, μεταμορφώνεται όπως η δεύτερη, σε ένα εργαλείο της κυβέρνησης.

Αν αναλυθούν τα διατάγματα και οι μηχανισμοί που ενεργοποίησαν οι κυβερνήσεις τα τελευταία δύο χρόνια, γίνεται σαφές ότι αυτά στρέφονται στη διαίρεση των ανθρώπων σε δύο αντιτιθέμενες ομάδες, ανάμεσα στις οποίες παγιώνεται ένα είδος ανεξάλειπτης σύγκρουσης. Μολυσμένοι και υγιείς, εμβολιασμένοι και μη εμβολιασμένοι, εφοδιασμένοι με greenpass και μη εφοδιασμένοι με greenpass, ενσωματωμένοι στην κοινωνική ζωή ή αποκλεισμένοι από αυτή: σε κάθε περίπτωση, η ενότητα μεταξύ των πολιτών, όπως συμβαίνει σε έναν εμφύλιο πόλεμο, εξασθενίζει. Αυτό, δηλαδή, που συνέβη μπροστά στα μάτια μας χωρίς να το καταλάβουμε, είναι το γεγονός ότι οι δύο μορφές-όρια του δικαίου και της πολιτικής, χρησιμοποιήθηκαν ανενδοίαστα σαν κανονικές μορφές κυβέρνησης. Και ενώ στην κλασική Ελλάδα, η στάσις, εφόσον σηματοδοτούσε μια διακοπή της πολιτικής ζωής, δεν μπορούσε για κανέναν λόγο να κρυφτεί και να μεταμορφωθεί σε κανόνα, αυτή, γίνεται σήμερα, όπως η κατάσταση εξαίρεσης, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της κυβέρνησης των ανθρώπων.

 

9/4/2022

 

Κείμενο αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο Τζόρτζο Αγκάμπεν στον δικτυακό τόπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.