Συμπλήρωσε τα ογδόντα χρόνια κυκλοφορίας το βιβλίο του C.L.R. James Οι
Μαύροι Γιακωβίνοι, ένα από τα πιο επιδραστικά ιστορικά δοκίμια
του 20ου αιώνα, με την επιρροή του να συνεχίζει να προκαλεί
ενόχληση, έστω και μακρινή ή μειωμένη. Είναι ακόμη καυτή η αναπαράσταση της
ιστορίας –η αϊτινή επανάσταση υπό την καθοδήγηση του πρώην σκλάβου Toussaint L’Ouverture– και
είναι ακόμη δραστική η ανασκόπηση της επαναστατικής παράδοσης που, ήδη από τον
τίτλο, το βιβλίο προσπαθεί να διεκπεραιώσει.
Εμπνευσμένο από τη δομή και το ύφος του βιβλίου Ιστορία της ρωσικής επανάστασης του
Τρότσκυ και γραμμένο τείνοντας ευήκοον ους στις διεθνείς διαμαρτυρίες εναντίον
της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία, το βιβλίο Οι Μαύροι Γιακωβίνοι, δημοσιεύθηκε το 1938. Τη χρονιά που σημάδεψε
η απαρχή της ήττας των ισπανών ρεπουμπλικανών, κάτι που ο James παραθέτει στην εισαγωγή του· τη χρονιά
του διαβόητου Συμφώνου του Μονάχου, με το οποίο οι βασικές αστικές δημοκρατίες
της Ευρώπης –Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο – άνοιξαν τον δρόμο στο ιμπεριαλιστικό
σχέδιο του Χίτλερ· τη χρονιά της «Νύχτας των Κρυστάλλων», της οποίας οι κλαγγές
μοιάζουν να ακούγονται στο βιβλίο. Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν
τώρα πια προ των πυλών.
Ακριβώς στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο C.R.L. James –μαύρος από τις λεγόμενες «δυτικές
Ινδίες», μαρξιστής αγωνιστής, συγγραφέας και δραματουργός –τόλμησε να προβεί σε
κάποιες «ανεπίκαιρες σκέψεις» και, εν δυνάμει, προσβλητικές, από τις οποίες ξεχωρίζει
μία, ότι δηλαδή χωρίς τη μαζική εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή, που ξέσπασε το
1791, η Γαλλική Επανάσταση δεν θα ήταν η Revolution που όλοι ξέρουμε. Μη
σταματώντας εκεί, ο συγγραφέας προσθέτει ότι ο Toussaint L’Ouverture,
σπρωγμένος στην επιφάνεια από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις κραυγές των
εξεγερμένων κοινωνικών δυνάμεων, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους άντρες της
εποχής του, συγκρινόμενος μόνο με τον εχθρό του, τον Ναπολέοντα. Ένας
Ναπολέοντας μαύρος!;
Αυτό που έλεγε ο James,
άλλοτε με μια μορφή αλληγορική άλλοτε σαφώς, ήταν το εξής: δεν μπορεί να
υπάρξει καμία πραγματική επανάσταση στη Δύση χωρίς επαναστάσεις στις αποικίες.
Το 1938, ενώ τα βλέμματα συγκεντρώνονταν στον Χίτλερ, κάτι
τέτοιο έμοιαζε μια απομακρυσμένη προοπτική, ένα ζήτημα που δεν βρισκόταν στην
ημερησία διάταξη και για κάμποσα χρόνια ο πόλεμος έμοιαζε να το σπρώχνει ακόμη
περισσότερο στο περιθώριο οποιασδήποτε συζήτησης.
Στην πραγματικότητα, δοκιμάζοντας σκληρά τα κέντρα των πιο
μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών (της βρετανικής και της γαλλικής) και
ταυτοχρόνως κινητοποιώντας μαζικά τους «έγχρωμους» υπηκόους, ο πόλεμος
προσλάμβανε ακριβώς τις αντιφάσεις στις οποίες είχε ρίξει φως ο James
Μεταπολεμικά, οι ωμότητες του ναζισμού έγιναν το νέο
κριτήριο για τις ωμότητες της αποικιοκρατίας. Αρκεί ένα και μόνο παράδειγμα:
στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, η βρετανική κοινή γνώμη, έχοντας ακόμη
φρέσκια τη νίκη επί του ναζισμού, ανακάλυψε τη φρίκη της Pipeline, το σύστημα των 150
στρατοπέδων συγκέντρωσης –πώς αλλιώς να τα πούμε– που είχαν φτιαχτεί στην Κένυα
για τη μεταφορά του πληθυσμού Τζικουγιού και την κατάπνιξη της εξέγερσης των
Μάου Μάου. Αναδείχθηκαν περιπτώσεις φυλακισμένων που κάηκαν ζωντανοί ή
ευνουχίστηκαν με εργαλεία που χρησιμοποιούνταν στα ζώα. Το σκάνδαλο οδήγησε
στην ανεξαρτησία της Κένυας και επιτάχυνε το τέλος της αυτοκρατορίας «όπου ο
ήλιος δεν βασίλευε ποτέ».
Αυτό που ο ευρωπαίος αστός δεν συγχώρησε στον Χίτλερ,
έγραψε ο Aime
Cesaire το
1950, «δεν ήταν το έγκλημα καθαυτό, το έγκλημα ενάντια στον άνθρωπο· δεν ήταν η
ταπείνωση του ανθρώπου καθαυτή, αλλά το έγκλημα ενάντια στον λευκό άνθρωπο, το
γεγονός ότι εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη αποικιακές μέθοδοι μέχρι τότε προορισμένες
μόνο για τους Άραβες της Αλγερίας, τους κούληδες της Ινδίας και τους νέγρους
της Αφρικής». Μια σκέψη που οι Μαύροι
Γιακωβίνοι είχαν προεικονίσει ήδη πριν τον πόλεμο, όπως είχε προεικονίσει
κι ένας άλλος γιος των Δυτικών Ινδιών ο Frantz Fanon, συγγραφέας ενός άλλου μεγάλου έργου του
20ου αιώνα: Της γης οι
κολασμένοι (1961).
Στο μεταξύ, οι Μαύροι
Γιακωβίνοι κυκλοφορούσαν, ενίοτε, παράνομα, στις χώρες όπου καίγονταν τα
κλαδιά της αποικιακής εξέγερσης. Μοιρασμένο χέρι με χέρι, αντιγραμμένο στο χέρι
ως σάμιζντατ, ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα κείμενα στη Νότια Αφρική του
απαρτχάιντ μεταξύ των αγωνιστών διαφόρων γενιών, από τη σφαγή στη Σάρπεβιλ
(1960) μέχρι την εξέγερση του Σοβέτο (1970) και παραπέρα.
Διαβασμένη στην ογδοηκοστή της επέτειο, αυτή η ιστορία του
μαύρου Σπάρτακου, μιας στρατιάς δούλων που έκανε την επανάσταση, αποδεικνύεται
πιο επίκαιρη από ποτέ, για πολλούς λόγους. Πολλούς για να μπορέσει να τους
συμπεριλάβει κανείς σε αυτό το άρθρο.
Στην Ιταλία και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, με μια
παράδοξη διαστροφή, οι όροι «δούλος», «δουλεία» και «δουλέμπορος»
χρησιμοποιούνται εργαλειακά για την υπεράσπιση του λευκού προνομίου και τις επιθέσεις
στις αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις: «Εσείς είστε οι καλοί που υπερασπίζεστε
αυτή τη νέα μεταχείριση ανθρώπων σαν δούλων!», «Είστε συνένοχοι των
δουλεμπόρων, των νέων διακινητών δούλων!», «Σας φέρνουν εδώ για να γίνετε
δούλοι!».
Άλλωστε, μαύροι στοιβαγμένοι σε πλοία που κάνουν ένα
δραματικό ταξίδι… Τι μπορούν να θυμούνται;
Όμως η αλληγορία είναι απατηλή: οι δουλέμποροι δεν είναι
τέτοιοι αλλά passeurs,
γιατί οι μετανάστες θέλουν να
μεταφερθούν στην Ευρώπη και πληρώνουν
για το ταξίδι, δηλαδή για να τους παρασχεθεί μια υπηρεσία· ότι αυτή η υπηρεσία που
τους παρέχεται είναι χείριστης ποιότητας, από καθάρματα χωρίς ενδοιασμούς,
είναι μεν ευθύνη αυτών των καθαρμάτων, όμως πρώτα απ’ όλα είναι ευθύνη των
ευρωπαϊκών νόμων για τη μετανάστευση. Και ναι, οι συνθήκες καθιστούν αυτά τα
ταξίδια πολύ επικίνδυνα, όμως δεν τα εξισώνουν με τα Middle Passage των δουλεμπορικών.
Ο όρος «δούλος» χρησιμοποιείται από τους ρατσιστές για να
αρνηθούν στους μετανάστες κάθε υποκειμενικότητα, κάθε αυτονομία επιλογής.
Όποιος κάνει αυτά τα ταξίδια περιγράφεται σαν σκέτο σώμα, άγρια ύλη
μεταφερόμενη από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτό είναι το ρατσιστικό και αποικιακό κλισέ για τους δούλους, και κανείς δεν το
έχει δείξει καλύτερα από τον C.L.R. James. Στην πληβειακή μάζα των δούλων της Αϊτής
ήταν σε εξέλιξη, αόρατες στο αφεντικό, υπόγειες αναταράξεις, συνειδητοποιήσεις,
έρπουσες ανυποταξίες, και εκείνες που στην αργκό του σήμερα θα λέγαμε
«διαδρομές αυτομόρφωσης». Συνέβαιναν μέσω μυστικών συναντήσεων και μαθημάτων,
πράξεων σαμποτάζ, διαφυγών για να προσεγγιστεί η κοινότητα που είχαν φτιάξει οι
δραπέτες δούλοι, οι Maroons
και
μέχρι μέσω της προσχώρησης σε ένα πειρατικό τσούρμο. Από τέτοιες διαδικασίες
εμφανίστηκε, τη σωστή στιγμή, ένα επαναστατικό υποκείμενο κι ένας μεγάλος
λαϊκός στρατός, με τους διοικητές του, τους υπέροχους στρατηγούς του, με τον
απίστευτο Ναπολέοντά του. Ένας στρατός που συντάραξε την τάξη του κόσμου.
Ενώ η λήθη του αποικιακού παρελθόντος γεννάει νέα τέρατα
και ένα μαζικό παραλήρημα για υποτιθέμενες «εισβολές» από τον Νότο του κόσμου,
οι Μαύροι Γιακωβίνοι συνεχίζουν να
επηρεάζουν το φαντασιακό και τους αγώνες, και όποιος αγωνίζεται συνεχίζει να
τους ξαναανακαλύπτει. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους επαναστάτες του Toussaint, ένας οποιοσδήποτε, έγινε το λογότυπο του περιοδικού «Jacobin». Και αυτή η κληρονομιά δεν
θα σταματήσει να τρομάζει τα αφεντικά.
Κλείνω παραφράζοντας ένα τραγούδι των Stormy Six: οι καπιταλιστές και οι ρατσιστές ακόμη
δεν νιώθουν ησυχία, γιατί ξέρουν ότι τριγυρνάει στον κόσμο ο Toussaint L’Ouverture.
15 Νοέμβρη
2018
Το ανωτέρω κείμενο αλιεύθηκε από τον ιστότοπο της ιταλικής
έκδοσης του ριζοσπαστικού αμερικανικού περιοδικού «Jacobin».