Σελίδες

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Ο Ναπολέοντας ήταν μαύρος - Wu Ming 1


Συμπλήρωσε τα ογδόντα χρόνια κυκλοφορίας το βιβλίο του C.L.R. James Οι Μαύροι Γιακωβίνοι, ένα από τα πιο επιδραστικά ιστορικά δοκίμια του 20ου αιώνα, με την επιρροή του να συνεχίζει να προκαλεί ενόχληση, έστω και μακρινή ή μειωμένη. Είναι ακόμη καυτή η αναπαράσταση της ιστορίας –η αϊτινή επανάσταση υπό την καθοδήγηση του πρώην σκλάβου Toussaint LOuverture– και είναι ακόμη δραστική η ανασκόπηση της επαναστατικής παράδοσης που, ήδη από τον τίτλο, το βιβλίο προσπαθεί να διεκπεραιώσει.

Εμπνευσμένο από τη δομή και το ύφος του βιβλίου Ιστορία της ρωσικής επανάστασης του Τρότσκυ και γραμμένο τείνοντας ευήκοον ους στις διεθνείς διαμαρτυρίες εναντίον της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία, το βιβλίο Οι Μαύροι Γιακωβίνοι, δημοσιεύθηκε το 1938. Τη χρονιά που σημάδεψε η απαρχή της ήττας των ισπανών ρεπουμπλικανών, κάτι που ο James παραθέτει στην εισαγωγή του· τη χρονιά του διαβόητου Συμφώνου του Μονάχου, με το οποίο οι βασικές αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης –Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο – άνοιξαν τον δρόμο στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο του Χίτλερ· τη χρονιά της «Νύχτας των Κρυστάλλων», της οποίας οι κλαγγές μοιάζουν να ακούγονται στο βιβλίο. Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν τώρα πια προ των πυλών.

Ακριβώς στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο C.R.L. James –μαύρος από τις λεγόμενες «δυτικές Ινδίες», μαρξιστής αγωνιστής, συγγραφέας και δραματουργός –τόλμησε να προβεί σε κάποιες «ανεπίκαιρες σκέψεις» και, εν δυνάμει, προσβλητικές, από τις οποίες ξεχωρίζει μία, ότι δηλαδή χωρίς τη μαζική εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή, που ξέσπασε το 1791, η Γαλλική Επανάσταση δεν θα ήταν η Revolution που όλοι ξέρουμε. Μη σταματώντας εκεί, ο συγγραφέας προσθέτει ότι ο Toussaint LOuverture, σπρωγμένος στην επιφάνεια από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις κραυγές των εξεγερμένων κοινωνικών δυνάμεων, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους άντρες της εποχής του, συγκρινόμενος μόνο με τον εχθρό του, τον Ναπολέοντα. Ένας Ναπολέοντας μαύρος!;

Αυτό που έλεγε ο James, άλλοτε με μια μορφή αλληγορική άλλοτε σαφώς, ήταν το εξής: δεν μπορεί να υπάρξει καμία πραγματική επανάσταση στη Δύση χωρίς επαναστάσεις στις αποικίες.

Το 1938, ενώ τα βλέμματα συγκεντρώνονταν στον Χίτλερ, κάτι τέτοιο έμοιαζε μια απομακρυσμένη προοπτική, ένα ζήτημα που δεν βρισκόταν στην ημερησία διάταξη και για κάμποσα χρόνια ο πόλεμος έμοιαζε να το σπρώχνει ακόμη περισσότερο στο περιθώριο οποιασδήποτε συζήτησης.

Στην πραγματικότητα, δοκιμάζοντας σκληρά τα κέντρα των πιο μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών (της βρετανικής και της γαλλικής) και ταυτοχρόνως κινητοποιώντας μαζικά τους «έγχρωμους» υπηκόους, ο πόλεμος προσλάμβανε ακριβώς τις αντιφάσεις στις οποίες είχε ρίξει φως ο James

Μεταπολεμικά, οι ωμότητες του ναζισμού έγιναν το νέο κριτήριο για τις ωμότητες της αποικιοκρατίας. Αρκεί ένα και μόνο παράδειγμα: στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, η βρετανική κοινή γνώμη, έχοντας ακόμη φρέσκια τη νίκη επί του ναζισμού, ανακάλυψε τη φρίκη της Pipeline, το σύστημα των 150 στρατοπέδων συγκέντρωσης –πώς αλλιώς να τα πούμε– που είχαν φτιαχτεί στην Κένυα για τη μεταφορά του πληθυσμού Τζικουγιού και την κατάπνιξη της εξέγερσης των Μάου Μάου. Αναδείχθηκαν περιπτώσεις φυλακισμένων που κάηκαν ζωντανοί ή ευνουχίστηκαν με εργαλεία που χρησιμοποιούνταν στα ζώα. Το σκάνδαλο οδήγησε στην ανεξαρτησία της Κένυας και επιτάχυνε το τέλος της αυτοκρατορίας «όπου ο ήλιος δεν βασίλευε ποτέ».

Αυτό που ο ευρωπαίος αστός δεν συγχώρησε στον Χίτλερ, έγραψε ο Aime Cesaire το 1950, «δεν ήταν το έγκλημα καθαυτό, το έγκλημα ενάντια στον άνθρωπο· δεν ήταν η ταπείνωση του ανθρώπου καθαυτή, αλλά το έγκλημα ενάντια στον λευκό άνθρωπο, το γεγονός ότι εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη αποικιακές μέθοδοι μέχρι τότε προορισμένες μόνο για τους Άραβες της Αλγερίας, τους κούληδες της Ινδίας και τους νέγρους της Αφρικής». Μια σκέψη που οι Μαύροι Γιακωβίνοι είχαν προεικονίσει ήδη πριν τον πόλεμο, όπως είχε προεικονίσει κι ένας άλλος γιος των Δυτικών Ινδιών  ο Frantz Fanon, συγγραφέας ενός άλλου μεγάλου έργου του 20ου αιώνα: Της γης οι κολασμένοι (1961).

Στο μεταξύ, οι Μαύροι Γιακωβίνοι κυκλοφορούσαν, ενίοτε, παράνομα, στις χώρες όπου καίγονταν τα κλαδιά της αποικιακής εξέγερσης. Μοιρασμένο χέρι με χέρι, αντιγραμμένο στο χέρι ως σάμιζντατ, ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα κείμενα στη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ μεταξύ των αγωνιστών διαφόρων γενιών, από τη σφαγή στη Σάρπεβιλ (1960) μέχρι την εξέγερση του Σοβέτο (1970) και παραπέρα.

Διαβασμένη στην ογδοηκοστή της επέτειο, αυτή η ιστορία του μαύρου Σπάρτακου, μιας στρατιάς δούλων που έκανε την επανάσταση, αποδεικνύεται πιο επίκαιρη από ποτέ, για πολλούς λόγους. Πολλούς για να μπορέσει να τους συμπεριλάβει κανείς σε αυτό το άρθρο.

Στην Ιταλία και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, με μια παράδοξη διαστροφή, οι όροι «δούλος», «δουλεία» και «δουλέμπορος» χρησιμοποιούνται εργαλειακά για την υπεράσπιση του λευκού προνομίου και τις επιθέσεις στις αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις: «Εσείς είστε οι καλοί που υπερασπίζεστε αυτή τη νέα μεταχείριση ανθρώπων σαν δούλων!», «Είστε συνένοχοι των δουλεμπόρων, των νέων διακινητών δούλων!», «Σας φέρνουν εδώ για να γίνετε δούλοι!».

Άλλωστε, μαύροι στοιβαγμένοι σε πλοία που κάνουν ένα δραματικό ταξίδι… Τι μπορούν να θυμούνται;

Όμως η αλληγορία είναι απατηλή: οι δουλέμποροι δεν είναι τέτοιοι αλλά passeurs, γιατί οι μετανάστες θέλουν να μεταφερθούν στην Ευρώπη και πληρώνουν για το ταξίδι, δηλαδή για να τους παρασχεθεί μια υπηρεσία· ότι αυτή η υπηρεσία που τους παρέχεται είναι χείριστης ποιότητας, από καθάρματα χωρίς ενδοιασμούς, είναι μεν ευθύνη αυτών των καθαρμάτων, όμως πρώτα απ’ όλα είναι ευθύνη των ευρωπαϊκών νόμων για τη μετανάστευση. Και ναι, οι συνθήκες καθιστούν αυτά τα ταξίδια πολύ επικίνδυνα, όμως δεν τα εξισώνουν με τα Middle Passage των δουλεμπορικών.

Ο όρος «δούλος» χρησιμοποιείται από τους ρατσιστές για να αρνηθούν στους μετανάστες κάθε υποκειμενικότητα, κάθε αυτονομία επιλογής. Όποιος κάνει αυτά τα ταξίδια περιγράφεται σαν σκέτο σώμα, άγρια ύλη μεταφερόμενη από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτό είναι το ρατσιστικό και αποικιακό κλισέ για τους δούλους, και κανείς δεν το έχει δείξει καλύτερα από τον C.L.R. James. Στην πληβειακή μάζα των δούλων της Αϊτής ήταν σε εξέλιξη, αόρατες στο αφεντικό, υπόγειες αναταράξεις, συνειδητοποιήσεις, έρπουσες ανυποταξίες, και εκείνες που στην αργκό του σήμερα θα λέγαμε «διαδρομές αυτομόρφωσης». Συνέβαιναν μέσω μυστικών συναντήσεων και μαθημάτων, πράξεων σαμποτάζ, διαφυγών για να προσεγγιστεί η κοινότητα που είχαν φτιάξει οι δραπέτες δούλοι, οι Maroons και μέχρι μέσω της προσχώρησης σε ένα πειρατικό τσούρμο. Από τέτοιες διαδικασίες εμφανίστηκε, τη σωστή στιγμή, ένα επαναστατικό υποκείμενο κι ένας μεγάλος λαϊκός στρατός, με τους διοικητές του, τους υπέροχους στρατηγούς του, με τον απίστευτο Ναπολέοντά του. Ένας στρατός που συντάραξε την τάξη του κόσμου.

Ενώ η λήθη του αποικιακού παρελθόντος γεννάει νέα τέρατα και ένα μαζικό παραλήρημα για υποτιθέμενες «εισβολές» από τον Νότο του κόσμου, οι Μαύροι Γιακωβίνοι συνεχίζουν να επηρεάζουν το φαντασιακό και τους αγώνες, και όποιος αγωνίζεται συνεχίζει να τους ξαναανακαλύπτει. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους επαναστάτες του Toussaint, ένας οποιοσδήποτε, έγινε το λογότυπο του περιοδικού «Jacobin». Και αυτή η κληρονομιά δεν θα σταματήσει να τρομάζει τα αφεντικά.

Κλείνω παραφράζοντας ένα τραγούδι των Stormy Six: οι καπιταλιστές και οι ρατσιστές ακόμη δεν νιώθουν ησυχία, γιατί ξέρουν ότι τριγυρνάει στον κόσμο ο Toussaint LOuverture.

15 Νοέμβρη 2018

Το ανωτέρω κείμενο αλιεύθηκε από τον ιστότοπο της ιταλικής έκδοσης του ριζοσπαστικού αμερικανικού περιοδικού «Jacobin».    


Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Το πολιτικό, η τάξη και η πάλη μεταξύ μύθων - Andrea Cerutti



Το 2019 στο Παρίσι, η αγωνίστρια ερευνήτρια Jamila Mascat οργάνωσε μια συζήτηση ανάμεσα σε τρεις μεγάλες μορφές της σύγχρονης επαναστατικής σκέψης: τον Μάριο Τρόντι, τον Τόνι Νέγκρι και τον Ετιέν Μπαλιμπάρ. Αυτή η συζήτηση είναι τώρα διαθέσιμη στον τόμο Η ανατομία του πολιτικού, σε επιμέλεια της ίδιας της Μascat (Quodlibet 2022). Εδώ ο Αντρέα Τσερούτι εμβαθύνει στα ζητήματα που συζητήθηκαν στο βιβλίο και, πιο συγκεκριμένα, στην αντιπαράθεση Τρόντι-Νέγκρι, δύο αναμφισβήτητων σημείων αναφοράς σε σχέση με τον ιταλικό πολιτικό εργατισμό.

 

Τρόντι, Νέγκρι και Μπαλιμπάρ σε αντιπαράθεση. Την πρωτοβουλία να συναντηθούν στο Παρίσι το 2019 την πήρε η Jamila Mascat, ερευνήτρια και αγωνίστρια. Το έναυσμα για τη συζήτηση ήταν η προηγηθείσα έκδοση του βιβλίου Ο δαίμονας της πολιτικής, μια ανθολογία κειμένων του Μάριο Τρόντι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις il Mulino σε επιμέλεια της ίδιας της Mascat, αλλά και των Ματέο Καβαλέρι και Μικέλε Φιλιπίνι.

Αυτή η συζήτηση αποτυπώνεται τώρα στο βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Quodlibet, με τον ωραίο τίτλο Η ανατομία του πολιτικού. Το πολιτικό, οι περιπέτειες, η κρίση και η προοπτική του, είναι το θέμα της συγκεκριμένης συζήτησης. Κι όταν λέμε πολιτικό εννοούμε, προφανώς, την ικανότητα μιας πολιτικής ενέργειας να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων.

Στην εισαγωγή της, η Μascat αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας συνέχειας στις διάφορες φάσεις της σκέψης του Τρόντι. Μια συνέχεια που αποτυπώνεται στο πρωτείο που αυτός αποδίδει στο πολιτικό: από τον εργατιστή του «δεν υπάρχει τάξη χωρίς πάλη των τάξεων» μέχρι την πιο πρόσφατη κριτική των αντιπολιτικών δημοκρατικών ουδετεροποιήσεων. Διαβάζουμε στην εισαγωγή: «Και ακριβώς μια τέτοια πεισματάρικη επίκληση της επανεργοποίησης της αρχής του πολιτικού, μπορεί να εκληφθεί, entre autres, ως μια κληρονομιά του πρώτου εργατισμού», όπως επίσης «η αυτονομία του πολιτικού [...] δεν μπορεί να διαβαστεί παρά κάτω από το φως σκέψεων που ωρίμασαν τα προηγούμενα χρόνια στην αγκαλιά του τροντικού πολιτικού εργατισμού» αλλά και ότι «το πρωτείο του πολιτικού, θεμέλιο της αυτονομίας του πολιτικού, βρίσκεται ήδη στον εργατικό λενινισμό του πρώτου Τρόντι, για τον οποίο η κεντρικότητα της οργάνωσης είναι εξ αρχής μια προτεραιότητα».

Θα προσθέταμε, και σε σχέση με αυτό θα επανέλθουμε στο τέλος του κειμένου, ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα οργανωτικό ζήτημα. Το πρωτείο του πολιτικού, κατά τη γνώμη μας, είναι ένα ποιοτικό άλμα, είναι αντιοικονομισμός, είναι το αρνητικό, η άρνηση, όχι εννοούμενη ως μια φιλοσοφία του ελεύθερου χρόνου, αλλά ως ρήξη που διαρρηγνύει τη διαλεκτική σχέση με το κεφάλαιο. Είναι οικονομικός αγώνας που γίνεται υπαρξιακή σύγκρουση. Αυτή η παραδοχή διαπερνά ολόκληρη τη θεωρητική διαδρομή του Τρόντι, που βλέπει μέχρι και το πολιτικό στον Λένιν μέσα από τον φακό της αρνητικής σκέψης.

Σε σχέση με την αυτονομία του πολιτικού η απόσταση με τον Νέγκρι είναι αβυσσαλέα. Για τον Νέγκρι υπάρχει «μια εμφανής ασυνέχεια μεταξύ του Τρόντι του Εργάτες και Κεφάλαιο και του Τρόντι της “αυτονομίας του πολιτικού”». Ο Νέγκρι διεκδικεί με υπερηφάνεια την εργατίστικη πλευρά του. Χρησιμοποιεί τον πρώτο Τρόντι ενάντια στον δεύτερο. Πιο τροντικός από τον Τρόντι. Τελειώνει η ηγεμονία του εργάτη-μάζα αλλά συνεχίζεται η πάλη της προλεταριακής τάξης, πιο διευρυμένη και διάχυτη από την πρώτη. Δεν καταλαβαίνω, λέει ο Νέγκρι, πως ο Τρόντι δεν αντιλήφθηκε ότι από το τέλος μιας εποχής αναδεικνύονται «νέες υποκειμενικοποιήσεις». Όλα τα εργαλεία βρίσκονται στο Εργάτες και Κεφάλαιο: πρέπει να διερωτηθούμε για το άλμα από την τεχνική στην πολιτική σύνθεση της νέας εργαζόμενης τάξης, για έναν «λανθάνοντα μηχανισμό που πρέπει να εξελιχθεί και για ένα καθήκον που πρέπει να αναληφθεί».

Παρένθεση: Ο Νέγκρι κατηγορεί τον Τρόντι για θεολογικές αποκλίσεις, όμως και στις δικές του θέσεις εμφανίζεται ένα θεολογικό στοιχείο, ένα εσχατολογικό σημάδι, αν και αντίθετο με εκείνο του Τρόντι, που του επιτρέπει να μείνει πιστός στην άποψη ότι οι επαναστατικές υποκειμενικότητες συνεχίζουν να ενισχύονται παρά τις (προσωρινές) ήττες.

Συνοπτικά αν και δεν μας αρέσει που το λέμε, ο Νέγκρι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας διανοητικής αξιοπρέπειας στη θεωρητική διαδρομή του Τρόντι μετά την εργατίστικη φάση του: «Παραδίδοντάς μας το Εργάτες και Κεφάλαιο, ο Μάριο μας αποχαιρετά […] Ήταν τότε που σταμάτησα να διαβάζω τον Τρόντι». Δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιας λογικής στον παλιό σύντροφο των αγώνων και ολόκληρη η μετέπειτα σκέψη του ερμηνεύεται μέσω της κατηγορίας για προδοσία ή, έστω, μιας αδικαιολόγητης απόσυρσης.

Ο Μπαλιμπάρ, στο δικό του κείμενο, ασχολείται, αντιθέτως, με την προσπάθεια να καταλάβει τις διάφορες αρθρώσεις της τροντικής σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, ο Γάλλος φιλόσοφος επικεντρώνεται στο ζήτημα, το τόσο αγαπητό στον Τρόντι, της αντίθεσης μεταξύ πολιτικού και ιστορίας, που είναι ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του πρωτείου του πολιτικού. Για τον μαρξιστικό λόγο, λέει ο Μπαλιμπάρ, η ιστορία «είναι το μονοπάτι του εξορθολογισμού του πραγματικού και της πραγμάτωσης του ορθολογικού» (η «αισιοδοξία του λόγου» του Νέγκρι δεν είναι ίσως μέρος αυτής της παράδοσης της σκέψης;), «αυτή η διαδικασία είναι η ιστορία όχι η πολιτική», «υιοθετεί, κανονικοποιεί και “συνοψίζει”, συνεπώς μεταμορφώνει την πολιτική», περνώντας από την «προοδευτική κοινωνικοποίηση του κράτους» στην «υποταγή του κράτους στην οικονομική διαδικασία […] κάτι που συνεπάγεται την αποπολιτικοποίηση». Ορθώς ο Μπαλιμπάρ τοποθετεί τον Τρόντι στην πλευρά της εξαίρεσης του πολιτικού ενάντια στην πορεία της ιστορίας. Συνεπώς, σε αυτή την αντι-ιστορική προοπτική, η οργανωμένη πάλη των τάξεων θα είναι «είτε η μορφή ενός ανταγωνισμού κοινωνικά (πολιτισμικά, ιδεολογικά) καθορισμένου […] είτε η αρχή, θα τολμούσα να πω απόλυτη, που ξεπερνά πάντοτε την ιστορικότητα, επιβάλλοντάς της μια έξοδο από αυτήν την ίδια».  Με τροντικούς όρους, μέσα και έξω, όμως χωρίς το έξω δεν υφίσταται εκείνο το μέσα, χωρίς να καταλήγει απορροφημένο.

Ο Τρόντι, στο δικό του απαντητικό κείμενο, επιβεβαιώνει τη θέση του Μπαλιμπάρ, εξηγώντας τη σημασία του μύθου, του συμβόλου: τον 20ο αιώνα, η πάλη των τάξεων στη Δύση ωθείται στα άκρα γιατί σε εκείνη την εναλλακτική δυνατότητα παρέχει συμβολική αναπαράσταση ο μύθος της ΕΣΣΔ, αδιάφορο ποια ήταν τα όρια της πραγματικής εμπειρίας. Όχι τυχαία, προσθέτει ο Τρόντι, αφού πρώτα αποδυναμωθεί και μετά εξαφανιστεί εκείνη η συμβολική δύναμη, φτάνει η Παλινόρθωση.

Ο Τρόντι επιστρέφει μετά σε ένα άλλο από τα προσφιλή του θέματα: την κριτική της πολιτικής δημοκρατίας. Η ουδετεροποίηση του πολιτικού, για την οποία μίλησε και ο Μπαλιμπάρ, συμβαίνει μέσω των δημοκρατικών συστημάτων στα οποία ζούμε. Είναι η τάση μιας μακράς ιστορίας –ιδού, εκ νέου, οι «εχθρικές» κανονικότητες της ιστορίας– που καταλήγει στη σταθεροποίηση του «καπιταλιστικού οικονομικο-κοινωνικού σχηματισμού», με αποτέλεσμα «η κάθετη σχέση της πολιτικής να αντικαθίσταται από την οριζόντια σχέση της αγοράς».

Και δεν είναι αλήθεια, απαντώντας στον Νέγκρι, ότι ο Τρόντι έπαψε να μελετάει την ταξική σύνθεση, το κάνει, αλλά με τον δικό του τρόπο: κοινωνική ανομία, αστική νοοτροπία «εσωτερικευμένη, μαζικοποιημένη, φυσιολογικοποιημένη», αποκαλυψιακές προσμονές στερούμενες εσχατολογίας (για να τις δούμε αρκεί να σκεφτούμε τον μεγάλο αριθμό αμερικανικών ταινιών που σε σχέση με αυτό οργανώνουν τη μαζική ψυχαγωγία). Σε αυτό το πλαίσιο, «η κοινωνική αντίφαση», που διατηρείται, «δεν διαφεύγει μιας πιθανής κρίσης της κοινωνίας». Πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι διεκδικήσεις πάντοτε εγγενείς σε κάθε περίπτωση, ανίκανες όμως να κάνουν το ποιοτικό άλμα στο πολιτικό (αν με το πολιτικό εννοούμε κάτι «σοβαρό», που ανακαλεί την υπαρξιακή αντίθεση μεταξύ φίλου και εχθρού).

Παραδόξως, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο ο Νέγκρι και ο Τρόντι συναντώνται. Οι εκμεταλλευόμενοι, λόγω του ανθρωπολογικού πεσιμισμού της τροντικής οπτικής γωνίας, ή επειδή, αντιθέτως, κατέχουν ήδη μια έμφυτη επαναστατική δυνατότητα για τον Νέγκρι, αρνούνται την απατηλή διάσταση της πολιτικής σαν τυπική πολιτική αναπαράσταση. Κάθε μέσο μοιάζει απατηλό και βολονταριστικό. Η κρίση του πολιτικού δεν μπορεί, συνεπώς, να χρεωθεί απλώς στον οπορτουνισμό ή στην ανεπάρκεια (που, ωστόσο, υπάρχει) των ηγετών των κομμάτων της «αριστεράς», αδιάφορων ή ανίκανων να οργανώσουν και να ενώσουν τον κατακερματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων έτσι ώστε να ξεπεραστεί, ακριβώς με τα εργαλεία της αυτονομίας του πολιτικού, το τρέχον impasse. Χρειάζεται, αντιθέτως, να πάμε πιο βαθιά.

Αξίζει να επισημανθεί ένα σημείο που μας προσφέρει ο Μπαλιμπάρ, ο οποίος, σε σχέση δηλαδή με την αντίθεση πολιτικής-ιστορίας, αναφέρει μια σμιτιανή ιδέα, «ένα σημείο ύψιστης αναλυτικής επινόησης», παρουσιασμένη το 1923 στο βιβλίο Η ιστορικο-πνευματική συνθήκη του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού. Για τον Σμιτ, η πάλη των τάξεων κινείται σε ένα διπλό επίπεδο: κοινωνική σύγκρουση και, ταυτοχρόνως, πάλη μεταξύ «μύθων». Ο «μύθος» επιτρέπει στην κοινωνική πάλη να διαρρηγνύει, να διαφεύγει την απορρόφηση, να διακόπτει την πορεία της ιστορίας. Σε σχέση με αυτό το «απόλυτο», όπως λέγαμε πριν, είναι που ο Μπαλιμπάρ ερμηνεύει την τροντική αυτονομία του πολιτικού. Σε εκείνο το κείμενο ο Σμιτ, αναφερόμενος στον «μύθο» της γενικής απεργίας του Σορέλ, υποστήριζε ότι «τώρα πια είναι λιγότερο σημαντική η πραγματική σημασία που έχει σήμερα η γενική απεργία σε σχέση με την πίστη που έχει σε αυτήν το προλεταριάτο, σε σχέση με τις ενέργειες και τις θυσίες που το ενθουσιάζουν», και, επιπλέον, «ο μηχανισμός της παραγωγής που έχει δημιουργηθεί στην καπιταλιστική εποχή έχει καθαυτός μια ορθολογική νομιμότητα και το θάρρος για τη διάρρηξή της μπορεί σίγουρα να προκύψει μόνο από έναν μύθο». Ίσως η εργατική άρνηση, η άρνηση της συνεργασίας προκειμένου να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός (μια άρνηση που ήταν η πραγματική ιδιαιτερότητα του εργατισμού) και μέσω της οποίας η τάξη θα κατακτούσε, ακριβώς, την πολιτική της αυτονομία, ήταν η πρόσληψη ενός «μύθου», εμφανιζόμενου μεν με νέες μορφές, αλλά απηχώντας τη διαίσθηση του Σμιτ.  Ο μύθος, ο οποίος ενσαρκώνεται στην ανυποταξία και τη σύγκρουση, όντως θα συνεπαγόταν, μαζί με την οργάνωση, το κάθετο πέρασμα στο πολιτικό.

Και τελικά έρχεται η συμφιλίωση. Στο τέλος αυτής της συνάντησης στο Παρίσι, ο Νέγκρι, χαιρετώντας τον Τρόντι, του λέει αστειευόμενο: «Αγαπητέ Μάριο, να θυμάσαι ότι σε θεωρώ πάντοτε απαρχή αυτής της “εγκληματικής” οργάνωσης». Η αναφορά έχει να κάνει προφανώς με τις θλιβερότητες και τα δικαστικά θεωρήματα της δεκαετίας του ’70, βάσει των οποίων ο Νέγκρι θα πληρώσει ένα άδικο τίμημα. Αυτή η φράση περικλείει στοργή και νοσταλγία. Αγαπητέ Νέγκρι, αν το πλήθος διαρρήξει την τάξη του κεφαλαίου, είναι σίγουρο πως ο Τρόντι θα είναι μαζί σου.

 

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο «Machina», στις 7 Ιούνη 2022

 

υ.γ. [του μεταφραστή] Στις 18 Μάη ταξίδεψα στο Μιλάνο μαζί με τον φίλτατο συμμαθητή και σύντροφο Χρήστο, και στην πρώτη επίσκεψή μας στο ιστορικό βιβλιοπωλείο Libraccio στο ναβίλιο Γκράντε, βρήκα το άρτι εκδοθέν βιβλίο στο οποίο είναι αφιερωμένο η βιβλιοκριτική του Αντρέα Τσερούτι. Εξαιρετικό πόνημα, του οποίου την ανάγνωση απόλαυσα πίνοντας καφέ και καπνίζοντας τοσκάνο είτε στους Δημόσιους Κήπους του Μιλάνου είτε σε ένα παλιό στέκι στο ναβίλιο Παβέζε, κοντά στην ιστορική κατάληψη Cox 18. Επισκεπτόμενος μετά από κάμποσο καιρό ένα Μιλάνο που έχει αλλάξει (και αλλάζει) ραγδαία μέσω ενός εντατικού «εξευγενισμού», δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη κατά πόσο αυτά που συζητούν το βιβλίο οι Νέγκρι, Τρόντι και Μπαλιμπάρ έχουν κάποια σημασία σήμερα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από ένα απολαυστικό και σε κάποιες στιγμές αναπάντεχο σε συναντήσεις ταξίδι, μπορώ να πω πως ναι, έχουν σημασία και μάλιστα μεγάλη. Αρκεί να μην έχει συμβιβαστεί κανείς με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και να επιθυμεί (λιγότερο ή περισσότερο διακαώς) όχι μόνο να την καταλάβει, αλλά και να την αλλάξει.