Το 2019 στο Παρίσι, η αγωνίστρια ερευνήτρια Jamila Mascat
οργάνωσε μια συζήτηση ανάμεσα σε τρεις μεγάλες μορφές της σύγχρονης
επαναστατικής σκέψης: τον Μάριο Τρόντι, τον Τόνι Νέγκρι και τον Ετιέν
Μπαλιμπάρ. Αυτή η συζήτηση είναι τώρα διαθέσιμη στον τόμο Η ανατομία του πολιτικού,
σε επιμέλεια της ίδιας της Μascat (Quodlibet
2022). Εδώ ο Αντρέα Τσερούτι εμβαθύνει στα ζητήματα που συζητήθηκαν στο βιβλίο
και, πιο συγκεκριμένα, στην αντιπαράθεση Τρόντι-Νέγκρι, δύο αναμφισβήτητων
σημείων αναφοράς σε σχέση με τον ιταλικό πολιτικό εργατισμό.
Τρόντι, Νέγκρι και
Μπαλιμπάρ σε αντιπαράθεση. Την πρωτοβουλία να συναντηθούν στο Παρίσι το 2019 την
πήρε η Jamila Mascat,
ερευνήτρια και αγωνίστρια. Το έναυσμα για τη συζήτηση ήταν η προηγηθείσα έκδοση
του βιβλίου Ο δαίμονας της πολιτικής, μια ανθολογία κειμένων
του Μάριο Τρόντι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις il Mulino σε
επιμέλεια της ίδιας της Mascat, αλλά
και των Ματέο Καβαλέρι και Μικέλε Φιλιπίνι.
Αυτή η συζήτηση
αποτυπώνεται τώρα στο βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Quodlibet, με τον ωραίο τίτλο Η
ανατομία του πολιτικού. Το πολιτικό, οι περιπέτειες, η κρίση και η
προοπτική του, είναι το θέμα της συγκεκριμένης συζήτησης. Κι όταν λέμε πολιτικό
εννοούμε, προφανώς, την ικανότητα μιας πολιτικής ενέργειας να ανατρέψει την
παρούσα κατάσταση των πραγμάτων.
Στην εισαγωγή της, η Μascat
αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας συνέχειας στις διάφορες φάσεις της σκέψης του Τρόντι.
Μια συνέχεια που αποτυπώνεται στο πρωτείο που αυτός αποδίδει στο πολιτικό: από
τον εργατιστή του «δεν υπάρχει τάξη χωρίς πάλη των τάξεων» μέχρι την πιο
πρόσφατη κριτική των αντιπολιτικών δημοκρατικών ουδετεροποιήσεων. Διαβάζουμε
στην εισαγωγή: «Και ακριβώς μια τέτοια πεισματάρικη επίκληση της
επανεργοποίησης της αρχής του πολιτικού,
μπορεί να εκληφθεί, entre autres,
ως μια κληρονομιά του πρώτου εργατισμού», όπως επίσης «η αυτονομία του πολιτικού
[...] δεν μπορεί να διαβαστεί παρά κάτω από το φως σκέψεων που ωρίμασαν τα
προηγούμενα χρόνια στην αγκαλιά του τροντικού πολιτικού εργατισμού» αλλά και ότι
«το πρωτείο του πολιτικού, θεμέλιο της αυτονομίας του πολιτικού, βρίσκεται ήδη
στον εργατικό λενινισμό του πρώτου Τρόντι, για τον οποίο η κεντρικότητα της
οργάνωσης είναι εξ αρχής μια προτεραιότητα».
Θα προσθέταμε, και σε σχέση
με αυτό θα επανέλθουμε στο τέλος του κειμένου, ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα
οργανωτικό ζήτημα. Το πρωτείο του πολιτικού, κατά τη γνώμη μας, είναι ένα
ποιοτικό άλμα, είναι αντιοικονομισμός, είναι το αρνητικό, η άρνηση, όχι
εννοούμενη ως μια φιλοσοφία του ελεύθερου χρόνου, αλλά ως ρήξη που διαρρηγνύει
τη διαλεκτική σχέση με το κεφάλαιο. Είναι οικονομικός αγώνας που γίνεται
υπαρξιακή σύγκρουση. Αυτή η παραδοχή διαπερνά ολόκληρη τη θεωρητική διαδρομή
του Τρόντι, που βλέπει μέχρι και το πολιτικό στον Λένιν μέσα από τον φακό της
αρνητικής σκέψης.
Σε σχέση με την αυτονομία
του πολιτικού η απόσταση με τον Νέγκρι είναι αβυσσαλέα. Για τον Νέγκρι υπάρχει
«μια εμφανής ασυνέχεια μεταξύ του Τρόντι του Εργάτες και Κεφάλαιο και του Τρόντι της “αυτονομίας του πολιτικού”».
Ο Νέγκρι διεκδικεί με υπερηφάνεια την εργατίστικη πλευρά του. Χρησιμοποιεί τον
πρώτο Τρόντι ενάντια στον δεύτερο. Πιο τροντικός από τον Τρόντι. Τελειώνει η
ηγεμονία του εργάτη-μάζα αλλά συνεχίζεται η πάλη της προλεταριακής τάξης, πιο
διευρυμένη και διάχυτη από την πρώτη. Δεν καταλαβαίνω, λέει ο Νέγκρι, πως ο
Τρόντι δεν αντιλήφθηκε ότι από το τέλος μιας εποχής αναδεικνύονται «νέες
υποκειμενικοποιήσεις». Όλα τα εργαλεία βρίσκονται στο Εργάτες και Κεφάλαιο: πρέπει να διερωτηθούμε για το άλμα από την
τεχνική στην πολιτική σύνθεση της νέας εργαζόμενης τάξης, για έναν «λανθάνοντα
μηχανισμό που πρέπει να εξελιχθεί και για ένα καθήκον που πρέπει να αναληφθεί».
Παρένθεση: Ο Νέγκρι
κατηγορεί τον Τρόντι για θεολογικές αποκλίσεις, όμως και στις δικές του θέσεις εμφανίζεται
ένα θεολογικό στοιχείο, ένα εσχατολογικό σημάδι, αν και αντίθετο με εκείνο του
Τρόντι, που του επιτρέπει να μείνει πιστός στην άποψη ότι οι επαναστατικές
υποκειμενικότητες συνεχίζουν να ενισχύονται παρά τις (προσωρινές) ήττες.
Συνοπτικά αν και δεν μας
αρέσει που το λέμε, ο Νέγκρι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας διανοητικής
αξιοπρέπειας στη θεωρητική διαδρομή του Τρόντι μετά την εργατίστικη φάση του:
«Παραδίδοντάς μας το Εργάτες και Κεφάλαιο,
ο Μάριο μας αποχαιρετά […] Ήταν τότε που σταμάτησα να διαβάζω τον Τρόντι». Δεν
αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιας λογικής στον παλιό σύντροφο των αγώνων και
ολόκληρη η μετέπειτα σκέψη του ερμηνεύεται μέσω της κατηγορίας για προδοσία ή,
έστω, μιας αδικαιολόγητης απόσυρσης.
Ο Μπαλιμπάρ, στο δικό του
κείμενο, ασχολείται, αντιθέτως, με την προσπάθεια να καταλάβει τις διάφορες
αρθρώσεις της τροντικής σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, ο Γάλλος φιλόσοφος
επικεντρώνεται στο ζήτημα, το τόσο αγαπητό στον Τρόντι, της αντίθεσης μεταξύ
πολιτικού και ιστορίας, που είναι ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του πρωτείου
του πολιτικού. Για τον μαρξιστικό λόγο, λέει ο Μπαλιμπάρ, η ιστορία «είναι το
μονοπάτι του εξορθολογισμού του πραγματικού και της πραγμάτωσης του ορθολογικού»
(η «αισιοδοξία του λόγου» του Νέγκρι δεν είναι ίσως μέρος αυτής της παράδοσης
της σκέψης;), «αυτή η διαδικασία είναι η ιστορία όχι η πολιτική», «υιοθετεί,
κανονικοποιεί και “συνοψίζει”, συνεπώς μεταμορφώνει την πολιτική», περνώντας από
την «προοδευτική κοινωνικοποίηση του κράτους» στην «υποταγή του κράτους στην
οικονομική διαδικασία […] κάτι που συνεπάγεται την αποπολιτικοποίηση». Ορθώς ο
Μπαλιμπάρ τοποθετεί τον Τρόντι στην πλευρά της εξαίρεσης του πολιτικού ενάντια
στην πορεία της ιστορίας. Συνεπώς, σε αυτή την αντι-ιστορική προοπτική, η
οργανωμένη πάλη των τάξεων θα είναι «είτε η μορφή ενός ανταγωνισμού κοινωνικά
(πολιτισμικά, ιδεολογικά) καθορισμένου […] είτε η αρχή, θα τολμούσα να πω απόλυτη, που ξεπερνά πάντοτε την
ιστορικότητα, επιβάλλοντάς της μια έξοδο από αυτήν την ίδια». Με τροντικούς όρους, μέσα και έξω, όμως χωρίς
το έξω δεν υφίσταται εκείνο το μέσα, χωρίς να καταλήγει απορροφημένο.
Ο Τρόντι, στο δικό του
απαντητικό κείμενο, επιβεβαιώνει τη θέση του Μπαλιμπάρ, εξηγώντας τη σημασία
του μύθου, του συμβόλου: τον 20ο αιώνα, η πάλη των τάξεων στη Δύση
ωθείται στα άκρα γιατί σε εκείνη την εναλλακτική δυνατότητα παρέχει συμβολική
αναπαράσταση ο μύθος της ΕΣΣΔ, αδιάφορο ποια ήταν τα όρια της πραγματικής
εμπειρίας. Όχι τυχαία, προσθέτει ο Τρόντι, αφού πρώτα αποδυναμωθεί και μετά
εξαφανιστεί εκείνη η συμβολική δύναμη, φτάνει η Παλινόρθωση.
Ο Τρόντι επιστρέφει μετά σε
ένα άλλο από τα προσφιλή του θέματα: την κριτική της πολιτικής δημοκρατίας. Η
ουδετεροποίηση του πολιτικού, για την οποία μίλησε και ο Μπαλιμπάρ, συμβαίνει
μέσω των δημοκρατικών συστημάτων στα οποία ζούμε. Είναι η τάση μιας μακράς
ιστορίας –ιδού, εκ νέου, οι «εχθρικές» κανονικότητες της ιστορίας– που
καταλήγει στη σταθεροποίηση του «καπιταλιστικού οικονομικο-κοινωνικού
σχηματισμού», με αποτέλεσμα «η κάθετη σχέση της πολιτικής να αντικαθίσταται από
την οριζόντια σχέση της αγοράς».
Και δεν είναι αλήθεια,
απαντώντας στον Νέγκρι, ότι ο Τρόντι έπαψε να μελετάει την ταξική σύνθεση, το
κάνει, αλλά με τον δικό του τρόπο: κοινωνική ανομία, αστική νοοτροπία
«εσωτερικευμένη, μαζικοποιημένη, φυσιολογικοποιημένη», αποκαλυψιακές προσμονές
στερούμενες εσχατολογίας (για να τις δούμε αρκεί να σκεφτούμε τον μεγάλο αριθμό
αμερικανικών ταινιών που σε σχέση με αυτό οργανώνουν τη μαζική ψυχαγωγία). Σε
αυτό το πλαίσιο, «η κοινωνική αντίφαση», που διατηρείται, «δεν διαφεύγει μιας
πιθανής κρίσης της κοινωνίας». Πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι
διεκδικήσεις πάντοτε εγγενείς σε κάθε περίπτωση, ανίκανες όμως να κάνουν το
ποιοτικό άλμα στο πολιτικό (αν με το πολιτικό εννοούμε κάτι «σοβαρό», που
ανακαλεί την υπαρξιακή αντίθεση μεταξύ φίλου και εχθρού).
Παραδόξως, υπάρχει ένα
σημείο στο οποίο ο Νέγκρι και ο Τρόντι συναντώνται. Οι εκμεταλλευόμενοι, λόγω
του ανθρωπολογικού πεσιμισμού της τροντικής οπτικής γωνίας, ή επειδή,
αντιθέτως, κατέχουν ήδη μια έμφυτη επαναστατική δυνατότητα για τον Νέγκρι,
αρνούνται την απατηλή διάσταση της πολιτικής σαν τυπική πολιτική αναπαράσταση.
Κάθε μέσο μοιάζει απατηλό και βολονταριστικό. Η κρίση του πολιτικού δεν μπορεί,
συνεπώς, να χρεωθεί απλώς στον οπορτουνισμό ή στην ανεπάρκεια (που, ωστόσο,
υπάρχει) των ηγετών των κομμάτων της «αριστεράς», αδιάφορων ή ανίκανων να
οργανώσουν και να ενώσουν τον κατακερματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων έτσι
ώστε να ξεπεραστεί, ακριβώς με τα εργαλεία της αυτονομίας του πολιτικού, το
τρέχον impasse. Χρειάζεται, αντιθέτως, να πάμε πιο βαθιά.
Αξίζει να επισημανθεί ένα
σημείο που μας προσφέρει ο Μπαλιμπάρ, ο οποίος, σε σχέση δηλαδή με την αντίθεση
πολιτικής-ιστορίας, αναφέρει μια σμιτιανή ιδέα, «ένα σημείο ύψιστης αναλυτικής
επινόησης», παρουσιασμένη το 1923 στο βιβλίο Η ιστορικο-πνευματική συνθήκη του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού. Για
τον Σμιτ, η πάλη των τάξεων κινείται σε ένα διπλό επίπεδο: κοινωνική σύγκρουση
και, ταυτοχρόνως, πάλη μεταξύ «μύθων». Ο «μύθος» επιτρέπει στην κοινωνική πάλη
να διαρρηγνύει, να διαφεύγει την απορρόφηση, να διακόπτει την πορεία της
ιστορίας. Σε σχέση με αυτό το «απόλυτο», όπως λέγαμε πριν, είναι που ο
Μπαλιμπάρ ερμηνεύει την τροντική αυτονομία του πολιτικού. Σε εκείνο το κείμενο
ο Σμιτ, αναφερόμενος στον «μύθο» της γενικής απεργίας του Σορέλ, υποστήριζε ότι
«τώρα πια είναι λιγότερο σημαντική η πραγματική σημασία που έχει σήμερα η
γενική απεργία σε σχέση με την πίστη που έχει σε αυτήν το προλεταριάτο, σε
σχέση με τις ενέργειες και τις θυσίες που το ενθουσιάζουν», και, επιπλέον, «ο
μηχανισμός της παραγωγής που έχει δημιουργηθεί στην καπιταλιστική εποχή έχει
καθαυτός μια ορθολογική νομιμότητα και το θάρρος για τη διάρρηξή της μπορεί
σίγουρα να προκύψει μόνο από έναν μύθο». Ίσως η εργατική άρνηση, η άρνηση της
συνεργασίας προκειμένου να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός (μια άρνηση που ήταν η
πραγματική ιδιαιτερότητα του εργατισμού) και μέσω της οποίας η τάξη θα
κατακτούσε, ακριβώς, την πολιτική της αυτονομία, ήταν η πρόσληψη ενός «μύθου»,
εμφανιζόμενου μεν με νέες μορφές, αλλά απηχώντας τη διαίσθηση του Σμιτ. Ο μύθος, ο οποίος ενσαρκώνεται στην ανυποταξία
και τη σύγκρουση, όντως θα συνεπαγόταν, μαζί με την οργάνωση, το κάθετο πέρασμα
στο πολιτικό.
Και τελικά έρχεται η
συμφιλίωση. Στο τέλος αυτής της συνάντησης στο Παρίσι, ο Νέγκρι, χαιρετώντας
τον Τρόντι, του λέει αστειευόμενο: «Αγαπητέ Μάριο, να θυμάσαι ότι σε θεωρώ πάντοτε
απαρχή αυτής της “εγκληματικής” οργάνωσης». Η αναφορά έχει να κάνει προφανώς με
τις θλιβερότητες και τα δικαστικά θεωρήματα της δεκαετίας του ’70, βάσει των
οποίων ο Νέγκρι θα πληρώσει ένα άδικο τίμημα. Αυτή η φράση περικλείει στοργή
και νοσταλγία. Αγαπητέ Νέγκρι, αν το πλήθος διαρρήξει την τάξη του κεφαλαίου,
είναι σίγουρο πως ο Τρόντι θα είναι μαζί σου.
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στον ιταλικό κινηματικό
ιστότοπο «Machina»,
στις 7 Ιούνη 2022
υ.γ. [του
μεταφραστή] Στις 18 Μάη ταξίδεψα στο Μιλάνο μαζί με τον φίλτατο συμμαθητή και
σύντροφο Χρήστο, και στην πρώτη επίσκεψή μας στο ιστορικό βιβλιοπωλείο Libraccio στο
ναβίλιο Γκράντε, βρήκα το άρτι εκδοθέν βιβλίο στο οποίο είναι αφιερωμένο η
βιβλιοκριτική του Αντρέα Τσερούτι. Εξαιρετικό πόνημα, του οποίου την ανάγνωση
απόλαυσα πίνοντας καφέ και καπνίζοντας τοσκάνο είτε στους Δημόσιους Κήπους του
Μιλάνου είτε σε ένα παλιό στέκι στο ναβίλιο Παβέζε, κοντά στην ιστορική
κατάληψη Cox 18. Επισκεπτόμενος
μετά από κάμποσο καιρό ένα Μιλάνο που έχει αλλάξει (και αλλάζει) ραγδαία μέσω
ενός εντατικού «εξευγενισμού», δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη κατά πόσο αυτά
που συζητούν το βιβλίο οι Νέγκρι, Τρόντι και Μπαλιμπάρ έχουν κάποια σημασία
σήμερα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από ένα απολαυστικό και σε κάποιες
στιγμές αναπάντεχο σε συναντήσεις ταξίδι, μπορώ να πω πως ναι, έχουν σημασία
και μάλιστα μεγάλη. Αρκεί να μην έχει συμβιβαστεί κανείς με την υπάρχουσα κατάσταση
πραγμάτων και να επιθυμεί (λιγότερο ή περισσότερο διακαώς) όχι μόνο να την
καταλάβει, αλλά και να την αλλάξει.