Ο στοχασμός σε σχέση με την ιστορία και την
παράδοση που η Χάνα Άρεντ δημοσίευσε το 1964, έχει ως τίτλο, σαφώς όχι τυχαία, Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.
Επρόκειτο, για την εβραιο-γερμανίδα φιλόσοφο που για μια εικοσιπενταετία είχε βρει
καταφύγιο στη Νέα Υόρκη, για τη διερώτηση σχετικά με το κενό που δημιουργήθηκε
στην κουλτούρα της Δύσης ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, δηλαδή για τη
ρήξη, τώρα πια ανεπίστρεπτη, της συνέχειας που υπάρχει σε κάθε παράδοση. Γι’
αυτόν τον λόγο η εισαγωγή του βιβλίου ξεκινά με τον αφορισμό του Ρενέ Σαρ, héritage n’est précédé d’aucun testament. Έβαζε, δηλαδή, προς συζήτηση, το
κρίσιμο ιστορικό πρόβλημα της πρόσληψης μιας κληρονομιάς η οποία με κανέναν
τρόπο δεν μπορεί να μεταφερθεί.
Περίπου
είκοσι χρόνια πριν, ο Ερνστ Μπλοχ, εξόριστος στη Ζυρίχη, δημοσίευσε με τον
τίτλο Η κληρονομιά της εποχής μας τις σκέψεις του σχετικά με την
κληρονομιά που προσπαθούσε να ανακαλύψει στα υπόγεια και στις αποθήκες μιας αστικής
κουλτούρας τώρα πια σε αποσύνθεση («η εποχή μας βρίσκεται σε σήψη και
ταυτοχρόνως περνάει ωδίνες τοκετού», ήταν η φράση που άνοιγε την εισαγωγή στο
βιβλίο). Είναι δυνατόν μια κληρονομιά απρόσιτη ή ανέγγιχτη, που οι δύο
συγγραφείς, ο καθένας με τον τρόπο του, θεωρούσαν κάθε άλλο παρά απαρχαιωμένη
και η οποία μπορεί να αναδειχθεί μόνο μέσω μισοκρυμμένων, κακοτράχαλων και
σπειροειδών δρόμων, να μας αφορά, και μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ενίοτε μοιάζουμε να το
ξεχνάμε. Κι εμείς βιώνουμε ένα κενό και μια ρήξη ανάμεσα στο παρελθόν και το
μέλλον, κι εμείς εντός μιας κουλτούρας που αγωνιά θα πρέπει να αναζητήσουμε αν
όχι κάποιες ωδίνες, τουλάχιστον κάτι όπως ένα κομματάκι καλού το οποίο συνεχίζει
να επιβιώνει μέσα στην καταστροφή.
Μια
προκαταρκτική έρευνα για αυτή την έννοια την άκρως νομική –την κληρονομιά– η
οποία, όπως συχνά συμβαίνει στην κουλτούρα μας, εκτείνεται πέραν των γνωστικών
της ορίων εμπλέκοντας μέχρι την ίδια τη μοίρα της Δύσης, δεν θα ήταν, ωστόσο,
άχρηστη. Όπως οι μελέτες του μεγάλου ιστορικού του δικαίου –του Γιάν Τόμας–
έχουν δείξει με σαφήνεια, η λειτουργία της κληρονομιάς είναι να εξασφαλίζει το continuation dominii, δηλαδή τη συνέχεια της ιδιοκτησίας των αγαθών που περνούν από τον
πεθαμένο στον ζωντανό. Όλοι οι μηχανισμοί που έχει βρει το δίκαιο προκειμένου
να αναπληρώσει το κενό το οποίο υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί με τον θάνατο
του ιδιοκτήτη, δεν έχουν άλλο σκοπό από το να εξασφαλίζουν χωρίς διακοπές τη συνέχεια
της ιδιοκτησίας.
Τότε, ίσως
η κληρονομιά να μην είναι ο κατάλληλος όρος για να σκεφτούμε το πρόβλημα που
τόσο η Άρεντ όσο και ο Μπλοχ είχαν στο μυαλό τους. Από τη στιγμή που στην
πνευματική παράδοση ενός λαού κάτι όπως η ιδιοκτησία δεν έχει απλώς νόημα, σε
αυτό το περιβάλλον η κληρονομιά ως continuation dominii ούτε υπάρχει ούτε
μπορεί, με κάποιον τρόπο, να μας ενδιαφέρει. Η σύνδεση με το παρελθόν, η
συζήτηση με τους νεκρούς είναι, αντιθέτως, πιθανή, μόνο διαρρηγνύοντας τη
συνέχεια της ιδιοκτησίας και είναι στο διάλειμμα ανάμεσα σε παρελθόν και
μέλλον, στο οποίο πρέπει αναγκαστικά να τοποθετείται κάθε άτομο. Είμαστε κληρονόμοι
του τίποτα και πουθενά δεν έχουμε κληρονόμους, είναι μόνο υπό αυτόν τον όρο που
μπορούμε να ξαναπιάσουμε το νήμα της συζήτησης με το παρελθόν και τους νεκρούς.
Το καλό, πράγματι, είναι εξ ορισμού αδέσποτο και δεν επιδέχεται οικειοποίησης,
και η πεισματώδης προσπάθεια αποθησαύρισης της ιδιοκτησίας της παράδοσης ορίζει
εκείνη την εξουσία την οποία αρνούμαστε σε κάθε πλαίσιο, στην πολιτική όπως και
στην ποίηση, στη φιλοσοφία όπως και στη θρησκεία, στα σχολεία όπως στους ναούς
και τα δικαστήρια.
31 Ιούλη 2023
υ.γ. Ι του
μεταφραστή: οι καταλήψεις χώρων είτε για λόγους στέγασης είτε για τη δημιουργία
αυτοδιευθυνόμενων κοινωνικών χώρων πολιτικής και κουλτούρας (σε κάποιες
περιπτώσεις ίσχυσαν και τα δύο) είναι η κληρονομιά που το
αναρχικό/αντιεξουσιαστικό/αυτόνομο κίνημα της γενιάς μου (δηλαδή εκείνης που τη
δεκαετία του ’80 έβαλε τις βάσεις γι’ αυτό που σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως
τέτοιο) θέλησε να αφήσει στις επερχόμενες γενιές, οι οποίες, αυτή την
κληρονομιά την τίμησαν δεόντως. Σήμερα, η δεξιά κυριαρχία, με μοχλό το τυπικό
σύνταγμα και τις υπέρτερες (σε εξοπλισμό και άνευ όρων χρήση της βίας)
αστυνομικές (πραιτωριανού τύπου) δυνάμεις, αυτήν ακριβώς την κληρονομιά θέλει
να ξεριζώσει και να αφανίσει. Εναπόκειται σε όλους/ες μας να ακυρώσουμε αυτό το
τυπικό σύνταγμα και να επιβάλλουμε το υλικό σύνταγμα της ισότητας, ελευθερίας
και αλληλεγγύης. Έργο δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, όπως δείχνουν προσπάθειες
σαν αυτή της κατάληψης «Ζιζάνια», στην οδό Φυλής και Φερών στην Αθήνα, ακριβώς
σε έναν χώρο που από το 1991 δίνει μιαν άτυπη σκυτάλη σε διαδοχικά καταληψιακά
εγχειρήματα. Και μια επισήμανση: η εικόνα που συνοδεύει τα κείμενα του Τζόρτζο
Αγκάμπεν είναι του Γιάκοπο Ρομπούστι ή Τιντορέτο και αφορά την απελευθέρωση
ενός σκλάβου από τον Άγιο Μάρκο, προστάτη της Βενετίας.
Γι’ αυτό που πλησιάζει
Ο Καβάφης,
ως προοίμιο σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του, μετεγγράφει μια φράση του
Φιλόστρατου, που λέει: «Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί, πλήρεις
και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων. Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται». Οι σοφοί αφήνουν στους θεούς –ή
στους ειδικούς– τη πρόβλεψη του μέλλοντος, που είναι πάντοτε μακρινό και υπό
κατεργασία, και στους δημοσιογράφους τη γνώση –γενικά πολύ μπερδεμένη– του
παρόντος: μόνο αυτό που πλησιάζει, μόνο το επικείμενο τους αφορά και τους
αγγίζει.
Η
αποφασιστική στιγμή, αυτή που πραγματικά μας ενδιαφέρει και μας συγκινεί, δεν
είναι εκείνη κατά την οποία προβλέπουμε ένα μελλοντικό γεγονός, τοποθετημένο σε
κάποιο συγκεκριμένο χρονολογικό σημείο, όσο σοβαρό κι αν μπορεί να είναι (ίσως
ακόμη και το τέλος του κόσμου, που οι άνθρωποι δεν έχουν πάψει να
προαναγγέλλουν και μέχρι να του δίνουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία), αλλά,
μάλλον, αυτή που αντιλαμβανόμαστε ότι
κάτι πλησιάζει.
«Η
βασιλεία πλησιάζει (ήγγικεν)» αναγγέλλει ο Μπατίστα σχετικά με τον
ερχομό του Μεσσία. Το ελληνικό ρήμα εγγίζω προέρχεται από την αρχαία
ονομασία του χεριού και δείχνει κάτι που μπορεί να φέρει ένα χέρι, που μπορεί
σχεδόν να το αγγίξουμε. Όλα αυτά που μας κινητοποιούν και μας συγκινούν έχουν τη
μορφή του πλησιάσματος, αυτού που γίνεται κοντινό.
Η εγγύτητα
που εδώ διερευνούμε δεν είναι, όμως, αντικειμενικά μετρήσιμη, δεν είναι απλώς
κάτι το οποίο είναι λιγότερο μακρινό μέσα στον χρονολογικό χρόνο. Αν ήταν έτσι,
θα επρόκειτο πάντοτε για μια μορφή του μέλλοντος, εκείνου που οι σοφοί δεν
θέλουν ή δεν μπορούν να νιώσουν. Το κοντινό είναι μάλλον κάτι το οποίο έχουμε
φέρει κοντά μας, που έχει καταστεί κοντινό. Η σκέψη είναι η ικανότητα να καθιστούμε
κάτι κοντινό, το να σκεφτόμαστε κάτι –δεν έχει σημασία αν είναι λίγο ή πολύ
μακρινό στον χρόνο– σημαίνει να το καθιστούμε κοντινό, να το πλησιάζουμε. Η
εγγύτητα δεν είναι ένα μέτρο του χρόνου, αλλά ο μετασχηματισμός του, δεν έχει
να κάνει με τους αιώνες ή με τις ημέρες, αλλά με μια ξενότητα και μια αλλαγή στην
εμπειρία της διάρκειας.
Έναν
τέτοιο μη υπολογίσιμο και, ωστόσο, πάντοτε προσεχή χρόνο, οι Έλληνες τον
διέκριναν από τον χρόνο, τον χρόνο που μπορεί να μετρηθεί και να
υπολογιστεί, λέγοντάς τον καιρό, και τον αναπαριστούσαν σαν ένα παιδί
που τρέχει έχοντας φτερά στα πόδια του και το οποίο μπορεί να πιαστεί μονάχα
από το τσουλούφι που πέφτει στο μέτωπό του. Γι’ αυτό οι Λατίνοι τον έλεγαν occasio, «τη σύντομη ευκαιρία των πραγμάτων·
αν αδράξεις την ευκαιρία, την κρατάς, αλλά αν τη χάσεις, ούτε ο Δίας δεν μπορεί
να σου την ξαναδώσει», Στους φαρισαίους
που ζητούν από τον Ιησού «ένα σημάδι από τον ουρανό», αυτός απαντάει θυμωμένος,
«είστε ικανοί να κρίνετε τι σημαίνουν τα σημάδια της βροχής ή της νηνεμίας,
όμως τα σημάδια του καιρού, των κοντινών χρόνων, δεν μπορείτε να τα
δείτε». Και όταν ο Παύλος θέλει να ορίσει τη μεταμόρφωση της μεσσιανικής ζωής,
γράφει: «Ο χρόνος, ο καιρός, είναι συντομευμένος, έχει συσταλεί» (το
ρήμα που χρησιμοποιεί σκιαγραφεί τόσο την υστέρηση της βούλησης όσο και τη
συστολή των μελών ενός ζώου πριν πηδήξει).
Καθώς
είναι ακριβώς αυτό για το οποίο, σε τελική ανάλυση, πρόκειται, τόσο στη ζωή όσο
και στη σκέψη και στην πολιτική: να ξέρεις να καταλάβεις τα σημάδια αυτού που
πλησιάζει, αυτού που δεν είναι πια χρόνος, αλλά τώρα πια μόνο μια ευκαιρία, μια
αντίληψη του επείγοντος και της εγγύτητας, που απαιτούν μια αποφασιστική κίνηση
ή μια δράση. Η πραγματική πολιτική είναι η σφαίρα αυτής της πρεμούρας και αυτής
της ιδιαίτερης εγγύτητας, κι είναι έτσι που πρέπει να βλέπουμε τον πόλεμο στην
Ουκρανία ή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ: δεν πρόκειται για κάτι που βρίσκεται σε μια
λίγο-πολύ μεγάλη απόσταση, αλλά για κάτι που πλησιάζει, που δεν σταματά να
είναι κοντινό. Για έναν καιρό, δηλαδή, σύμφωνα με μια ρήση του
Ιπποκράτη, «για κάτι στο οποίο υπάρχει λίγος χρόνος, λίγος μετρήσιμος
χρόνος»: αλλά είναι ακριβώς αυτό το μικρό κομμάτι χρόνου που πρέπει να είμαστε
ικανοί να αδράξουμε.
25 Σεπτέμβρη 2023
υ.γ. ΙΙ
του μεταφραστή: Ο αναρχικός χώρος στην Ελλάδα άδραξε τον καιρό και τον
αξιοποίησε μόνο μία φορά στη μεταπολιτευτική του ιστορία: εκείνον τον Δεκέμβρη
του 2008 αλλά και τον Γενάρη του 2009. Τον άδραξε επίσης, αλλά εν μέρει όπως
αποδείχτηκε τελικά, το διάστημα των λεγόμενων αντιμνημονιακών αγώνων 2010-2012,
με καταληκτική ημερομηνία εκείνη την απίστευτη νύχτα της 12/2/2012. Αυτό
ακριβώς προσπαθεί να συντρίψει σήμερα η δεξιά παλινόρθωση της κυριαρχίας και
γι’ αυτό χτυπάει αλύπητα τα μελίσσια του κοινωνικού ανταγωνισμού. Μήπως πρέπει
να ξαναφτιαχτούν οι μικρές ορδές της ουτοπίας, που αποτέλεσαν τον προάγγελο και
τον φορέα ότι πιο ενδιαφέροντος παρήγαγε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από
το 1974 μέχρι σήμερα; Ίδωμεν.
Η πολιτική συνείδηση σήμερα
Τι
καθορίζει σήμερα την πολιτική συνείδηση; Ένα πανούργο πάντρεμα απάρνησης και
ελπίδας. Όταν ο Θεός του τον διέταξε να θυσιάσει τον Ισαάκ στο όρος Μορία, ο
Αβραάμ απαρνήθηκε χωρίς αντίρρηση τον γιό του και, ωστόσο –τουλάχιστον έτσι
υποθέτει ο Κίργκεγκωρ στο Φόβος και Τρόμο – κάπου στην καρδιά του
συνέχισε να πιστεύει (η πίστη, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μια μορφή ελπίδας)
ότι ο Θεός δεν θα έπρεπε να του πάρει τον Ισαάκ, τον οποίο, εν τούτοις, είχε
για πάντα απαρνηθεί. Έτσι, στην ακραία συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε, ένα
διαυγές μυαλό δεν μπορεί παρά να αφήσει στην άκρη τα προγράμματα, τα σχέδια,
μέχρι και την ιδέα για μια πιθανή κοινή πολιτική ευτυχία ανάμεσα στους
ανθρώπους και, ωστόσο, την ίδια στιγμή κατά την οποία απαρνείται κάτι τέτοιο,
πρέπει να ελπίζει αλάνθαστα σε αυτό που πρέπει να κάνει.
Απάρνηση
και ελπίδα, ιδέα και απογοήτευση, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα συγκλίνουν
σε ένα μόνο πρόσωπο, διαψευδόμενοι και επαληθευόμενοι αλληλοδιαδόχως. Μόνο μια
ελπίδα η οποία, εκκενώνοντας το πεδίο από τις απατηλές βεβαιότητες των δογμάτων
και των ιδεολογιών, των εκκλησιών και των κομμάτων, στρέφεται με όλες της τις
δυνάμεις σε ότι μόλις δήλωσε αδύνατο, μπορεί να βρει την έξοδο διαφυγής από την
πολιορκία των δεδομένων και, χτυπώντας την κυριαρχία στα αδύναμα σημεία της, να
πετύχει τελικά το απροσδόκητο. Όπως στην πόλη και στη δημόσια σφαίρα, έτσι και
στο λυκόφως της ιδιωτικής ύπαρξης είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει και να
ελπίζει μόνο σε εκείνη την ευτυχία την οποία ήξερε να απαρνηθεί.
10 Οκτώβρη 2023
Για τα πλεονεκτήματα που έχει το να μην
ακουγόμαστε
Ανεπίκαιρος
είναι προπάντων εκείνος ο λόγος που απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να τον προσλάβει. Όμως είναι ακριβώς αυτό που καθορίζει το
εύρος του. Αν ένα βιβλίο που αφορά μόνο τους μυημένους αναγνώστες είναι μικρού
ενδιαφέροντος και δεν επιβιώνει πέραν του κοινού στο οποίο απευθύνεται, η αξία
ενός έργου αποτιμάται, αντιθέτως, μόνο από την απερισκεψία που προκαλεί σε
εκείνους οι οποίοι δεν μπορούν να το αποδεχθούν. Προφητεία είναι το όνομα αυτής
της ιδιαίτερης απερισκεψίας, προορισμένης να παραμείνει ανείπωτη και ανέγγιχτη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί μια μέρα –προς το παρόν μακρινή– να
αναγνωριστεί: ένα έργο μένει ζωντανό μόνο στον βαθμό που υπάρχουν αναγνώστες οι
οποίοι δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Η αγιοποίηση, που καθιστά υποχρεωτική την
αποδοχή του, είναι πράγματι η κατ’ εξοχήν μορφή της εκπτώχευσής του. Μόνο όταν
διατηρεί μέσα στον χρόνο ένα μέρος ανεπικαιρότητας, το έργο μπορεί να βρει τους
αυθεντικούς του αναγνώστες, δηλαδή εκείνους που οφείλουν να εξαλείψουν την
αδιαφορία ή την αποστροφή των άλλων. Η τέχνη της συγγραφής δεν συνίσταται,
συνεπώς, μονάχα, όπως έχει υποτεθεί, στην απόκρυψη ή στη μη εκφορά των αληθειών
τις οποίες κυρίως περιέχει, όσο, προπάντων, στην ικανότητα επιλογής του κοινού
που δεν μπορεί να το προσλάβει. Προκύπτει εξ αυτού ότι μια τέτοια επιλογή δεν
είναι προϊόν ενός υπολογισμού ή ενός σχεδίου, αλλά μονάχα μια γλώσσα που δεν
συνεισφέρει τίποτα στην επικαιρότητα –δηλαδή στους κανόνες που ορίζουν αυτό που
μπορεί να λεχθεί, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο λέγεται. Όσο κι αν είναι
σαφής και δεδομένος –ή, όπως συχνά συμβαίνει, σκοτεινός και ασαφής–, είναι, σε
κάθε περίπτωση, προφητικός εκείνος ο λόγος του οποίου η αποτελεσματικότητα
έγκειται ακριβώς στη λειτουργία του να παραμένει μη ακουσθείς.
13 Οκτώβρη 2023
Όταν το ψευδές γίνεται αληθές
Μου είπαν
ότι στο Facebook υπάρχουν ένα ή περισσότερα προφίλ με
το όνομα και τη φωτογραφία μου, στα οποία δημοσιεύονται κείμενα, φωτογραφίες
και ανταλλάσσονται –αν και δεν ξέρω τι σημαίνει κάτι τέτοιο– φιλίες. Αυτά τα
προφίλ είναι ψευδή, κι εγώ δεν είμαι με κανέναν τρόπος υπεύθυνος γι’ αυτά.
Είναι και
αυτά, με τον δικό τους τρόπο, μέρος μιας προσπάθειας που γίνεται εδώ και καιρό
αλλά έχει επιταχυνθεί άνευ ορίων τα τελευταία τρία χρόνια, να αλλάξει η συνθήκη
του αληθούς και του ψευδούς στις ανθρώπινες σχέσεις. Και σε αυτή την περίπτωση,
ωστόσο, η αντίθεση μεταξύ ενός συνειδητού σχεδίου και των αποτελεσμάτων του,
δείχνει πως όποιος σήμερα πιστεύει ότι θα κυβερνήσει τον κόσμο, δεν ξέρει πλέον
τι κάνει. Όπως ήδη έχουμε υποθέσει σε αυτή τη στήλη, αν η αντικατάσταση του
αληθούς από το ψευδές γίνεται ολοκληρωτική, όποιος ψεύδεται δεν ξέρει πλέον ότι
ψεύδεται και αλήθεια και ψεύδος, καλοπιστία και κακοπιστία μπερδεύονται στο
μυαλό του, μέχρι να γίνουν δυσδιάκριτα. Αυτό σημαίνει ότι το ψεύδος ξεφεύγει
από τον έλεγχό του και μπορεί να στραφεί, πρωτίστως, ενάντια στον ίδιο,
υποχρεώνοντάς τον να δράσει ενάντια στα συμφέροντά του, φτάνοντας τελικά μέχρι
την αυτοκαταστροφή του. Δεν είναι σίγουρα εύκολο να καταλάβουμε με ποιον τρόπο
είναι δυνατόν να επικοινωνούν μεταξύ τους άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι πλέον σε
θέση να διακρίνουν το ψευδές από το αληθές. Οφείλουμε, ωστόσο, χωρίς να
τρέφουμε αυταπάτες, να το προσπαθούμε με επιμονή.