Δεν θυμάμαι πώς μοιράστηκαν τα δωμάτια στην κατάληψη στέγης
Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι τα συντρόφια μου
έδωσαν ένα από τα καλύτερα (και μεγαλύτερα), το ανατολικομεσημβρινό επί της
Κεραμεικού στον 1ο όροφο. Δίπλα μου, δεξιά, ήταν το δωμάτιο του Φάνη
και αριστερά εκείνο του Σωκράτη (στο οποίο με είχε φιλοξενήσει το πρώτο
διάστημα της παραμονής μου στην κατάληψη, μέχρι να ετοιμαστεί το δικό «μου»).
Ακριβώς δίπλα από τον Σωκράτη, ήταν αυτό της Ντίνας και του Μιχάλη, του πιο
«επεισοδιακού» ζεύγους του κατειλημμένου σπιτιού. Η «Κεραμεικού» υπήρξε
εμβληματική στο κίνημα της αυτο-οργανωμένης στέγασης στην Αθήνα, στις αρχές της
δεκαετίας του 1990. Εμβληματική λόγω της λογικής που έβγαζε προς τα έξω, όχι
μόνο ως κατάληψη στέγης αλλά και ως ένα ιδιότυπο αυτοδιευθυνόμενο κοινωνικό
κέντρο, τόπος συνεύρεσης και συμβίωσης όχι μόνο των μελών του αλλά και πολλών
φίλων, όλων των φύλων, που το επισκέπτονταν σε τακτική βάση, διοργανώνοντας
μάλιστα εκεί κάποια κορυφαία γιορταστικά συμβάντα, όπως, για παράδειγμα, τα
πρωτοχρονιάτικα πάρτι του 1991 και του 1992, από τα οποία είχε περάσει μεγάλο
μέρος της τότε «κινηματικής» Αθήνας. Όμως καθώς η συλλογική λογική τέτοιου
είδους μητροπολιτικών εστιών αντίστασης και αμφισβήτησης της υπάρχουσας
κατάστασης των πραγμάτων είναι αλληλένδετη με την ατομική λογική των
υποκειμένων που τις συγκροτούν, συνδιαμορφώνουν και συν-προβάλουν, εξίσου
εμβληματικές ήταν και οι προσωπικότητες που έτυχε (;) να ζήσουν σε εκείνο το
σπίτι στην «παρεκκλίνουσα» πλευρά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Ανάμεσά
τους, σαφώς, ο Μιχάλης. Πατησιώτης, πρώην χουλιγκάνος του Ολυμπιακού, με την ΧΤ
Γιαμάχα του, το πέτσινο μπουφάν, τα ολσταράκια παντός καιρού, πάντοτε πρώτη
γραμμή στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις του «χώρου», πλήρως ενημερωμένος σε
σχέση με τα μουσικά πράγματα του καιρού του (δεν άφηνε εύκολα τη θέση του στα
ντεκ, ιδίως σε εκείνα τα πρωτοχρονιάτικα πάρτι που προαναφέραμε), διαβαστερός
(με ιδιαίτερη κλίση στην πολιτική επιστημονική φαντασία και τα κόμικς),
ικανότατος χειρωνάκτης (με αποδεδειγμένες ικανότητες στις εφαρμοσμένες γραφικές
τέχνες) αλλά και επαρκώς σκεπτόμενος (αξέχαστα τα κείμενά του στο περιοδικό «Οι
πειρατές της ημισελήνου», που αν και φτιαχνόταν μέσα στην κατάληψη, δεν ήταν
περιοδικό της κατάληψης), μιλάμε, δηλαδή, για μια κλασική φιγούρα είτε της
λεγόμενης «άγριας νεολαίας» είτε του (πιο επίκαιρου ως όρος) «σχιζοειδούς
μητροπολιτικού προλεταριάτου». Όντας ικανότατος μάγειρας, ήταν εγγύηση όταν
είχε βάρδια στη συλλογική κουζίνα του σπιτιού, αλλά και πάντοτε πρόθυμος (αρκεί
να ξυπνούσε εγκαίρως!) να συμμετάσχει στις απαραίτητες επισκευαστικές εργασίες
της κατάληψης, αρκούντως ριψοκίνδυνος για να αναλάβει μερικές από τις πιο
επικίνδυνες σε ένα σπίτι που χρονολογούνταν από τον 19ο αιώνα. Ακάματος
περιπλανητής, δεν υπήρχε βόλτα της «ατρόμητης» παρέας μας στη μητρόπολη που να
μη συμμετείχε (είτε μηχανοκίνητη είτε με τα πόδια), η παρουσία του ήταν πάντοτε
επιθυμητή (αλλά και απαραίτητη) στις εξορμήσεις των μελών της κατάληψης είτε
για ντου σε συναυλίες στο «Ρόδον», είτε για την κλασική βόλτα Κεραμεικού-Φυλής
και Φερρών-Βίλλα Αμαλίας-μπαρότσαρκα στα Εξάρχεια και το Θησείο-φαγητό τα
ξημερώματα στην πλατεία Κουμουνδούρου, είτε στις αντιναζιστικές περιπολίες, είτε
στα πάρτυ στου Στρέφη, είτε στις κινηματικές αφισοκολλήσεις, είτε στην έμπρακτη
αλληλεγγύη στις καταπιεζόμενες/ους «με όλα τα απαραίτητα». Η νύχτα ήταν το
φυσικό περιβάλλον του Μιχάλη αλλά ίσως και όλων μας, το πρωί μας φαινόταν κάπως
αδιάφορο, είτε δουλεύαμε (όπως συνέβαινε με τις περισσότερες/ους) είτε όχι. Η
πραγματική μέρα ξεκινούσε πάντοτε από το απόγευμα και μετά, όταν όλες και όλοι
είχαμε επιστρέψει στο σπίτι και ετοιμαζόμασταν για τις νυχτερινές τσάρκες
παντός τύπου. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία αν κάποια/ος έλειπε για κάποια δυσάρεστη
αιτία από τα άτυπα ραντεβού μας, με τη μεγαλύτερη στενοχώρια που θυμάμαι να ήταν
αυτή του μισο-άδειου σπιτιού λόγω των συλλήψεων των 33 αφισοκολλητών μετά τα
γεγονότα στο Πολυτεχνείο το 1991 (που ανάμεσά τους ήταν ο Μιχάλης και κάμποσα άλλα
μέλη της κατάληψης), ενώ μια από τις μεγάλες χαρές ήταν η εβδομαδιαία σαββατιάτικη
συνέλευση του σπιτιού στο μεγάλο σαλόνι του 1ου ορόφου, που παρά τις
αντιγνωμίες, τους μικροτσακωμούς και τις διαφωνίες επί παντός επιστητού, στο
τέλος μετατρεπόταν σε μια μεγάλη αγκαλιά με κανονίσματα και προπόσεις. Η μικρή
μας φυλή μας φαινόταν αύθραυστη, ποτέ δεν πιστέψαμε ότι θα έρθει κάποια στιγμή
που θα χαθούμε και, στην πραγματικότητα, δεν χαθήκαμε ποτέ. Ακόμη κι αν τώρα
πια λείπουν οριστικά ο Αποστόλης, ο Κωστής, ο Μιχάλης… Λείπουν όμως; Κάποια
βράδια που με πιάνει νοσταλγία για τα παλιά, ιδίως όταν βρίσκομαι στο «οχυρό»
μου, Πανεπιστημίου 64 (που για ένα σοβαρό διάστημα ήταν και οχυρό του Μιχάλη),
μου ’ρχεται να κάνω μια βόλτα μέχρι το σπίτι της Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου, έτσι,
για να πετύχω τον Μιχάλη να παρκάρει τη μηχανή του στην αυλή του σπιτιού και να
τον πάρω, μαζί με όσα από τα άλλα συντρόφια είναι διαθέσιμα, για να κάνουμε κάποια
από τις παλιές μας βόλτες. Το αλλαγμένο περιβάλλον με προσγειώνει απότομα, λίγο
πριν φτάσω το σπίτι ανακρούω πρύμναν. «Ε, μούσια, έχασες τον δρόμο», ακούω μια
βροντερή φωνή πίσω μου, γειά σου Μιχάλη, σύντροφε του δρόμου σύντροφε για πάντα,
όσα είπαμε παλιά ισχύουν.
Παναγιώτης Καλαμαράς
Υ.γ Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, αφιερωμένο στη
μνήμη του αδελφού και συντρόφου Μιχάλη Μπαξεβάνη, είναι του φίλτατου Γιώργου Νικολαΐδη από το
Χημείο του 1985.