Λοιμός σε αρχαία πόλη του Michiel Sweerts |
Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός πόλεμος ΙΙ, 53
Θα ήθελα να μοιραστώ με όποιον θα το ήθελε, ένα ερώτημα το οποίο για πάνω από έναν μήνα δεν έχω σταματήσει να το σκέφτομαι. Πώς μπόρεσε και συνέβη μια ολόκληρη χώρα, χωρίς να το καταλάβει, να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μια ασθένεια; Τα λόγια που χρησιμοποιώ για να διατυπώσω αυτό το ερώτημα υπήρξαν ένα προς ένα προσεκτικά αξιολογημένα. Η σκέψη γύρω από τον βαθμό παραίτησης από τις ηθικές και πολιτικές μας αρχές είναι, πράγματι, πολύ απλή: πρέπει να διερωτηθούμε ποιο είναι το όριο πέρα από το οποίο δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις απαρνηθούμε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης που θα θεωρήσει ότι αξίζει τον κόπο να σκεφτεί τα σημεία που ακολουθούν, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι –χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί ή να υποκρινόμαστε ότι δεν το έχουμε αντιληφθεί– ήδη έχουμε διαβεί το κατώφλι που χωρίζει την ανθρωπότητα από τη βαρβαρότητα.
1) Το πρώτο σημείο, ίσως το πιο σοβαρό, αφορά τα σώματα των πεθαμένων ατόμων. Πώς μπορέσαμε να δεχτούμε, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια, άτομα που υπήρξαν αγαπητά και γενικά ήταν ανθρώπινα όντα, όχι μόνο θα πεθάνουν μόνα τους, αλλά και –κάτι που δεν συνέβη ποτέ πριν στην ιστορία, από την Αντιγόνη μέχρι σήμερα– τα πτώματά τους να καούν χωρίς κηδεία;
2) Αποδεχτήκαμε επίσης χωρίς να προκαλέσουμε μεγάλα προβλήματα, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, να περιοριστεί σε βαθμό που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία της χώρας, ούτε κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων (η απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε επιβληθεί μόνο για λίγες ώρες) η ελευθερία μας κίνησης. Αποδεχτήκαμε στη συνέχεια, μονάχα στο όνομα ενός κινδύνου που δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, να αναστείλουμε εκ των πραγμάτων τις φιλικές και ερωτικές μας σχέσεις, καθώς ο πλησίον μας μετατράπηκε σε μια πιθανή πηγή μόλυνσης.
3) Αυτά μπόρεσαν να συμβούν –και εδώ φτάνουμε στη ρίζα του φαινομένου– γιατί διαχωρίσαμε την ενότητα τα ζωτικής μας εμπειρίας, που είναι πάντοτε αδιαχώριστη τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, από τη μια πλευρά σε μια ενότητα καθαρά βιολογική και από την άλλη σε μια ζωή συναισθηματική και πολιτισμική. Ο Ivan Illich έχει δείξει και ο David Cayley μας το θύμισε προσφάτως, τις ευθύνες της σύγχρονης ιατρικής για αυτόν τον διαχωρισμό, που θεωρείται πλέον δεδομένος και που, αντιθέτως, είναι η μεγαλύτερη των αφαιρέσεων. Γνωρίζω καλά ότι αυτή η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω των μηχανισμών της τεχνητής αναπνοής, που μπορεί να διατηρήσει ένα σώμα σε μια κατάσταση καθαρά φυτικής ζωής. Όμως αν αυτή η κατάσταση διευρυνθεί πέρα από κάποια χωρικά και χρονικά όρια που της προσιδιάζουν, όπως γίνεται προσπάθεια να συμβεί σήμερα και να καταστεί ένα είδος κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς, πέφτουμε σε αντιφάσεις από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος. Γνωρίζω ότι κάποιος θα βιαστεί να απαντήσει ότι πρόκειται για μια κατάσταση χρονικά περιορισμένη, που θα περάσει μόλις όλα γίνουν όπως πριν. Είναι στ’ αλήθεια κάτι που θα μπορούσα να το δεχθώ αν δεν ήμουν ανειλικρινής, από τη στιγμή που οι ίδιες οι αρχές οι οποίες κήρυξαν την κατάσταση ανάγκης, δεν παύουν να μας θυμίζουν ότι όταν αυτή η ανάγκη ξεπεραστεί, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες ντιρεκτίβες και ότι η «κοινωνική αποστασιοποίηση», όπως αποκαλείται με έναν ιδιαίτερο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή οργάνωσης της κοινωνίας. Και, ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό που, καλόπιστα ή κακόπιστα, έχουμε αποδεχτεί να υποστούμε, δεν μπορεί να ακυρωθεί.
Δεν μπορώ, σε αυτό το σημείο, αφού έχω αποδώσει ευθύνες στον καθένα από εμάς, να μην αναφερθώ σε εκείνους που έχουν το καθήκον να φροντίζουν για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Προπάντων η Εκκλησία, η οποία, γινόμενη θεραπαινίδα της επιστήμης, που τώρα πια έχει γίνει η πραγματική θρησκεία της εποχής μας, αρνήθηκε ριζικά τις πιο ουσιαστικές αρχές της. Η Εκκλησία, υπό έναν Πάπα που λέγεται Φραγκίσκος, ξέχασε ότι ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς. Ξέχασε ότι οι μάρτυρες μας διδάσκουν πως πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε μάλλον τη ζωή μας παρά την πίστη μας, και ότι το να απαρνηθούμε τον πλησίον σημαίνει να απαρνηθούμε την πίστη. Μια άλλη κατηγορία που έκανε πίσω ως προς τα καθήκοντά της είναι αυτή των νομικών. Έχουμε εδώ και καιρό συνηθίσει την απερίσκεπτη χρήση επειγόντων διαταγμάτων, μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά εκ των πραγμάτων τη νομοθετική εξουσία, εξαλείφοντας εκείνη την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που ορίζει τη δημοκρατία. Όμως σε αυτή την περίπτωση ξεπεράστηκε κάθε όριο και έχω την εντύπωση ότι τα λόγια του πρωθυπουργού και του επικεφαλής της πολιτικής προστασίας έχουν άμεσα, όπως έλεγε για τα δικά του ο Φύρερ, την ισχύ νόμου. Και δεν βλέπουν ότι, καταργημένου του χρονικού ορίου ισχύος των έκτακτων διαταγμάτων, οι περιορισμοί της ελευθερίας μπορούν, όπως έχει ανακοινωθεί, να διατηρηθούν. Με ποιους νομικούς μηχανισμούς; Με μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης; Είναι καθήκον των νομικών να εξακριβώσουν κατά πόσο τηρούνται οι συνταγματικές διατάξεις, όμως οι νομικοί σιωπούν. Quare silete juristae in munere vestro;
Ξέρω ότι θα σίγουρα θα υπάρξει κάποιος που θα απαντήσει ότι αυτή η μεγάλη θυσία γίνεται στο όνομα των ηθικών αρχών. Σε αυτόν θα ήθελα να θυμίσω ότι ο Άιχμαν, προφανώς ειλικρινής, δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι έκανε αυτό που έκανε κατά συνείδηση, υπακούοντας σε εκείνες που θεωρούσε διδαχές της καντιανής ηθικής. Ένας κανόνας που ισχυρίζεται ότι πρέπει να απαρνηθούμε το καλό για να το σώσουμε, είναι εξίσου ψευδής και αντιφατικός με εκείνον που, για να προστατεύσει την ελευθερία, επιβάλλει την απάρνησή της.
13 Απρίλη 2020
Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου