Σελίδες

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Paolo Virno


1. Μια υπόθεση παρακινδυνευμένη αλλά όχι ανώφελη. Η κριτική σκέψη μπορεί να βασιστεί, σήμερα, σε μια παράδοση ιδιαίτερης δυναμικής, κάθε άλλο παρά εξαντλημένη ή ελλειμματική. Δείχνει εξολοκλήρου τη ζωτικότητά της μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, τη στιγμή κατά την οποία η κοινωνία της θεαματικής επικοινωνίας έχει φτάσει στο απώγειό της. Πρόκειται, ίσως, για τη μοναδική πολιτική και φιλοσοφική παράδοση που είναι σε θέση να αναμετρηθεί με τον μεταφορντιστικό τρόπο παραγωγής, τις αλλαγές στη μορφή-κράτος, την ευτέλεια της «αδύναμης σκέψης», τον διαφωτισμό χωρίς τα φώτα των προοδευτικών. Ίσως. Αλλά πριν ακόμη επικαλεστούμε μια συγκεκριμένη γενεαλογία, αξίζει να σκεφτούμε λίγο σχετικά με τον όρο «παράδοση».
Ακόμη και στη δική μας περίπτωση ισχύει αυτό που είχε γράψει ο René Char κατά τη διάρκεια του παρτιζάνικου αγώνα: «Notre heritage n’est précédé d’aucun testament». Η κληρονομιά δεν μας μεταφέρθηκε με σαφήνεια από έναν ευσυνείδητο συμβολαιογράφο. Είναι διάσπαρτη, ανακατεμένη με κάθε είδους νόθο ή σαφώς αντινομικό υλικό, αόρατο με γυμνό μάτι. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα χρηματοκιβώτιο, ο θησαυρός του οποίου παραμένει ανέγγιχτος, αφού κανείς δεν θυμάται πια τον αναγκαίο συνδυασμό για να το ανοίξει. Η παράδοση θεσπίζεται μ’ ένα βλέμμα αναδρομικό. Η κληρονομιά υπάρχει μονάχα από τη στιγμή κατά την οποία διεκδικείται. Το χρηματοκιβώτιο αδειάζει από ένα πολύτιμο περιεχόμενο μονάχα όταν αρχίζει η διάρρηξή του. Χρειάζεται να δείξουμε τη σύγκλιση ή τη συμπληρωματικότητα θεωρητικών σκέψεων που, στην εποχή τους, έμοιαζαν σχεδόν ασυμβίβαστες. Και, αντιθέτως, είναι αναγκαίο να εισαγάγουμε τομές και διακρίσεις μεταξύ σκέψεων που, στο παρελθόν, έμοιαζαν συγγενικές ή συμβιωτικές.
Επιπλέον. Η ύπαρξη μιας παράδοσης δεν σημαίνει ότι πέφτει από τον ουρανό. Αντιθέτως, είναι μια χειρονομία σεμνότητας. Το αντίθετο της ματαιόδοξης στάσης εκείνου που πιστεύει πως θα επανιδρύσει το σύμπαν κάθε φορά που γράφει ένα βιβλίο (κάθε φορά που δεν έχει την επαρκή δύναμη χαρακτήρα για να μην το γράψει). Μια παράδοση τοποθετεί και, για αυτόν τον λόγο, περιορίζει και τακτοποιεί. Προσανατολίζει τη ματιά, επιλέγει ποια ερωτήματα θα τεθούν, εμποδίζει να δοθεί η εντύπωση της «τελευταίας λέξης» στην ανακάλυψη του ζεστού νερού. Με μια επισήμανση: αν και σαφώς τοποθετεί, η παράδοση προσέχει ωστόσο να διαφυλάξει εκείνους που την αναγνωρίζουν. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μάλιστα, τους καταδιώκει όπως οι τύψεις. Συνήθως περιορίζεται να τους δείξει την κατεύθυνση όπου αξίζει τον κόπο να εκτεθούν και προπάντων να ριψοκινδυνεύσουν.
2. Η παράδοση για την οποία μιλάμε ανάγεται χοντρικά στο 1960. Αποτελείται από βιβλία, περιοδικά, σύντομα δοκίμια που διατέμνουν την πρακτική δραστηριότητα σαν ένα σχόλιο στο περιθώριο. Αλλά στηρίζεται κυρίως στην ανώνυμη και αδιάκοπη δουλειά πνευματικών και πολιτικών μειοψηφιών που, χωρίς ούτε καν να το θέλουν, εγκαθιδρύουν συλλογικά έναν κανόνα της σύγχρονης κριτικής σκέψης και μετά, ακριβώς, τον μεταβιβάζουν, τον ερμηνεύουν, ενίοτε δε τον προδίδουν. Ο κατάλογος (ένας πρώτος και ανακριβής κατάλογος) είναι ο ακόλουθος: ο ιταλικός εργατισμός, από τα «Quaderni Rossi» μέχρι σήμερα· ο σιτουασιονισμός και πιο συγκεκριμένα εκείνη η προληπτική και οξεία κριτικής της μεταμοντέρνας κουλτούρας, μέσα από την Η Κοινωνία του Θεάματος του Guy Debord· οι μηχανισμοί γνώσης/εξουσίας του Foucault και η «μοριακή επανάσταση» των Deleuze-Guattari· οι θέσεις του Hans-Jürgen Krahl για τη μαζική διανοητική εργασία· ο ιστοριογραφικός στοχασμός του περιοδικού «Primo maggio»· η βαθύτητα του Alfred Sohn-Rethel σχετικά με την επιστήμη και την αφηρημένη γνώση. Σ’ όλα αυτά και σε πολλά άλλα που εδώ παραμελήσαμε, χρειάζεται να προσθέσουμε τουλάχιστον ένα εμπειρικό δεδομένο, ένα μπλοκ συμβάντων, που όμως, εξαιτίας της έντονης εμβληματικότητάς του, παρουσιάζεται, με την πάροδο των ετών, σαν ένα θεωρητικό ιερογλυφικό, που ακόμη δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί: το «κίνημα του ‘77», που προλέγει, αλλά με συγκρουσιακές μορφές, τον μεγάλο μεταφορντιστικό μετασχηματισμό, εισάγοντας στη σκηνή τις μορφές της μη εργατικής, διανοητικής, διαλείπουσας, αυτόνομης εργασίας.
Δεν αμφισβητείται, προσοχή, η θλιβερή αφομοίωση κάποιου τμήματος (αποσπασμένου επιπροσθέτως κατά τρόπο αρκετά αυθαίρετο) από μια, τώρα πια μακρινή, πολιτιστική και πολιτική εποχή. Η αγάπη ή η νοσταλγία για το παρελθόν μετρούν, εδώ, ελάχιστα. Υποστηρίζουμε μάλλον ότι η μόλις βιαστικά φτιαγμένη γενεαλογία, ισοδυναμεί μ’ ένα δίκτυο εννοιών αρκετά εκλεπτυσμένων και ικανών να πιάσουν την άκρη του μίτου της σημερινής τρέλας. Και υποστηρίζουμε επίσης ότι αυτός ο κατάλογος έργων και ημερών δεν ολοκληρώνεται από την όλο κενά σύνοψη των χρόνων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, αλλά, ας πούμε, πρόκειται για το μερικό εναντίον του συνόλου. Ο ιταλικός εργατισμός, αν και σίγουρα μπορεί να συνδιαλεχθεί άνετα με τις φρεσκοτυπωμένες μελέτες για τη δομική ανεργία του τέλους του 20ου αιώνα, έχει αντιθέτως τη μέγιστη των αποστάσεων από τον γκραμσισμό/τολιατισμό της εποχής του. Οι σιτουασιονιστές, ενώ προκαταλαμβάνουν (και με ελάχιστη λεπτότητα) τους Vattimo και Derrida, στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα κοινό με την πληθώρα των σύγχρονών τους τριτοκοσμικών. Κ.ο.κ.
Η παράδοση που αξίζει την προσοχή μας αρθρώνει υλικά εδώ και σαράντα χρόνια μια αιτιώδη σχέση μεγάλης αξίας: είμαστε κομμουνιστές επειδή βρισκόμαστε σε συγκρουσιακή ρήξη με τον υπαρκτό και ιδανικό σοσιαλισμό. Και καθίσταται αληθοφανές, μέχρι και αναγκαίο, ένα συμπέρασμα από πρώτη άποψη παράδοξο: είμαστε μαρξιστές, συνεπώς όχι «αριστεροί». Πρόκειται για μια παράδοση που μάντεψε την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων. Που έκοψε τις γέφυρες με την κουλτούρα και τις αξίες του «εργατικού κινήματος», προσπαθώντας έτσι να κατανοήσει τη σημασία των εργατικών αγώνων εναντίον της μισθωτής εργασίας. Που αναγνωρίζει με σαφήνεια την κλίση του καπιταλισμού στη «διαρκή επανάσταση», στις συνεχείς καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία και στις μορφές της ζωής, αποφεύγοντας έτσι να μείνει έκπληκτη ή να σκορπίσει εδώ κι εκεί τις στάχτες, τη στιγμή κατά την οποία η παραγωγή της υπεραξίας δεν περνά πλέον από το εργοστάσιο και η κυριαρχία δεν ταυτίζεται με το κράτος-έθνος.
Ενώ ο φωτογράφος ακόμη τραβούσε φωτογραφίες προορισμένες για το οικογενειακό άλμπουμ της Αριστεράς, καδράροντας όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικά τους απείθαρχους και τα μαύρα πρόβατα, οι άνδρες και οι γυναίκες που ασχολούνταν με το πλέξιμο των νημάτων της παράδοσής μας, ήδη έστρεφαν τα νώτα στον φακό, εγκαταλείποντας χωρίς θλίψη τη σκηνή. Κομμουνιστές, συνεπώς όχι αριστεροί Γι’ αυτό είναι ηλίθιο, και ακόμη και κάπως αισχρό, να μιλάμε για «εξτρεμισμό». Εξτρεμιστής είναι όποιος υπερβάλλει σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα σκέψης ή δράσης, αρπάζοντας από το λαιμό τα πιο συντηρητικά ομογάλακτα αδέλφια. Αυτή η γκρινιάρικη ή οξύθυμη συμπεριφορά, σαφώς σημαδεμένη από μνησικακία και κατωτερότητα, στ’ αλήθεια δεν ανήκει στην παράδοση την οποία συζητούμε. Εφόσον ξεκινά αρνούμενη μια για πάντα τη λατρεία της Εργασίας και του Κράτους που επιδεικνύει η Αριστερά, προτίθεται αμέσως να δώσει ένα διαφορετικό παράδειγμα. Δεν εξτρεμίζει, θεμελιώνει. Φυσικά, μια τέτοιου είδους θεμελίωση είναι γαρνιρισμένη με ήττες, quid pro quo, αδιέξοδα. Μόνο που τέτοιες ήττες, quid pro quo και αδιέξοδα δεν έχουν τίποτα κοινό με όσα προκάλεσαν την καταστροφή της Αριστεράς. Θα ήταν απρεπές να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο πώς επεξεργάστηκε κάποιος άλλος το πένθος, μολυσμένοι από τη μελαγχολία και την ανικανότητα που διακρίνουν, σήμερα, τους εμπόρους της εργατικής δύναμης και τους απολογητές του κράτους.
3. Είναι συνεπώς ορθό και πρόσβαρο να ανιχνεύσουμε το προφίλ (ατελές αν θέλετε, αλλά όχι αόριστο) μιας πολιτικής παράδοσης της οποίας την επικαιρότητα ίσως να μπορούμε να αντιληφθούμε μονάχα τώρα. Είναι όμως εξίσου ευκαιρία να απεικονίσουμε και μιαν άλλη γενεαλογία, πιο στενά φιλοσοφική. Για την ακρίβεια τη γενεαλογία της υλιστικής παράδοσης. Μιλάμε γι’ έναν υλισμό που δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, δεν είναι ούτε ενδιάμεσος ούτε μνησίκακος, αλλά μάλλον ικανός να δώσει την προοπτική ενός «ξεπεράσματος της μεταφυσικής», καθ’ όλα διαφορετικό από αυτό που πρόσφεραν οι μεταμοντέρνοι στοχαστές (εκείνοι το αποκαλούν χαϊδευτικά κοινό).
Αν δούμε τον ιταλικό 20ο αιώνα, είναι μονάχα οι απομονωμένοι που μας κρατούν συντροφιά, εκφέροντας κατά διαστήματα τα λιγότερο φθαρμένα λόγια και τις πιο κατανοητές έννοιες. Ο Galvano Della Volpe, του οποίου η λογική των ετερογενών δίνει την ευκαιρία προκειμένου να καθοριστούν τόσο οι δεσμοί όσο και οι ασυνέχειες μεταξύ αισθητής εμπειρίας και γλωσσολογικής νόησης: μια λογική μη γραμμική, απεναντίας ασύμμετρη, η οποία, σήμερα, μπορεί να επιφέρει σύγχυση στις αιθυλικές γιορτές της ιθαγενούς ερμηνευτικής, αλλά και να κριτικάρει συγκεκριμένες, πλέον πρόσφατες, γνωστικές προλήψεις. Ο Ernesto de Martino, που διέβλεψε στο «Εγώ σκέφτομαι» το ασταθές αποτέλεσμα μιας μακράς φυσικής ιστορίας, διαγιγνώσκοντας τις παραχωρήσεις (ή τις «πολιτιστικές αποκαλύψεις») στις οποίες παραμένει διαρκώς εκτεθειμένο. Στο έργο του, ο υλισμός βρίσκει συγκεκριμένα εργαλεία προκειμένου να αντιμετωπίσει κατά τρόπο σαφώς μη χλευαστικό τη θρησκευτική συμπεριφορά ή, αν προτιμάτε, την τελετουργική φύση του ανθρώπινου ζώου. Κι έπειτα έρχεται ο Sebastiano Timpanaro που δεν κουράζεται να επικαλείται το κοσμολογικό υπόβαθρο, οργανικό και ανόργανο, εναντίον του οποίου στρέφονται για προς στιγμή τόσο η ακρίβεια του φιλόλογου όσο η αναντίρρητη χειρονομία του επαναστάτη.
Η υλιστική παράδοση, αυτή που περικόπτει με μια δημιουργική και αρπακτική κίνηση, έχει έπειτα τα δικά της προφανή στηρίγματα σε συγγραφείς που έχουν διακρίνει στην προφορική γλώσσα το αυθεντικό βιολογικό γνώρισμα του είδους μας. Και που, ακριβώς γι’ αυτό, είναι πεισματικά συγκρατημένοι στους ιδιαίτερους νόμους, στη δύναμη και τα όρια που τους βάζουν, αρνούμενοι εν κατακλείδι να τους ανάγουν σε κάτι άλλο (ναι, μιλάμε για μια αναγωγή, που καλύπτεται με μια εντελώς αδιάφορη και «ιδεαλιστική» αμέλεια για τα φυσικά χαρακτηριστικά του Homo sapiens sapiens). Ο Saussure, o Wittgenstein, o Benveniste, o Chomsky, o Leroi-Gourhan: ιδού τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο μυαλό οποτεδήποτε θέλουμε να σκεφτούμε νηφάλια και κατάλληλα εκείνον τον σταθμό της εξελικτικής διαδικασίας που είναι ο ανθρώπινος οργανισμός.
Προχωρώντας αρκετά πέρα από τα συνήθη όρια, χρειάζεται να προσαρτήσουμε στο έδαφος ενός μη χωλαίνοντος υλισμού τους στοχασμούς της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας από τον Herder έως τον Gehlen, σχετικά με τον άνθρωπο ως απροσδιόριστο ζώο (ή, αλλά είναι το ίδιο, δυναμικό), φτωχό από εξειδικευμένα ένστικτα, στερούμενο ενός ομοιόμορφου και λεπτομερούς «περιβάλλοντος», χρονίως ευρισκόμενο σε νηπιακή κατάσταση. Μια προσάρτηση αρκετά ριψοκίνδυνη, αν θυμηθούμε αμέσως τις αντιδραστικές ενορμήσεις που είναι διάσπαρτες σ’ αυτή τη γραμμή σκέψης. Μια προσάρτηση, ωστόσο, επίκαιρη και ίσως αναγκαία, στην εποχή κατά την οποία ακριβώς αυτά τα περίοπτα χαρακτηριστικά του είδους μας επιδεικνύονται με τη μέγιστη σαφήνεια (και αξιοποιούνται) στο κοινωνικοιστορικό επίπεδο: αρκεί να σκεφτούμε την εκτίμηση την οποία απολαμβάνει η άποψη για την απεριόριστη «ευελιξία» της εργατικής δύναμης, την αξία που αποδίδεται στην ικανότητα αντίληψης των πιο αναπάντεχων αλλαγών, στο refrain για τη «διαρκή εκπαίδευση».
Τέλος, αλλά σίγουρα όχι ως προς τη σημασία του, χρειάζεται να αποδώσουμε φόρο τιμής σε όλες εκείνες τις φωνές, λίγο ενδιαφέρει αν είναι αδιάντροπες ή ταπεινές, που έχουν παραχωρήσει ένα απόλυτο θεωρητικό και πολιτικό πρωτείο στο ζήτημα της ηδονής. Οι νατουραλιστές και άθεοι φιλόσοφοι της Αναγέννησης, κατόπιν οι λιμπερτίνοι και οι αισθητιστές, αλλά και οι τουφεκισμένοι της Κομμούνας, δείχνουν ξεκάθαρα τον απαράβατο δεσμό που υπάρχει, ως προς τις αρχές, μεταξύ τελειότητας και ανέφικτου, μεταξύ της επιδίωξης της ευτυχίας και του ανεπανάληπτου του έμβιου ατόμου. Υπάρχει, σε σχέση μ’ αυτό, ένας ολόκληρος βλαστός σημαντικών σκέψεων, που αξίζει μια φιλόξενη υποδοχή.
4. Οι δύο γενεαλογίες, η πολιτική και η φιλοσοφική, έχουν, προφανώς, μια ευρύτητα αρκετά άνιση: αν η πρώτη μπορεί να καταγραφεί λεπτομερώς, η δεύτερη είναι ένα αίτημα ακόμη ανικανοποίητο. Όχι λιγότερο προφανείς, όμως, είναι οι μεταξύ τους συσχετισμοί και οι αμοιβαίες παραπομπές. Αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε ένα από αυτά τα σημεία επαφής.
Υπάρχουν φιλόσοφοι που περιφρονούν την ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας, γιατί, λένε, δεν προσφέρει μια «ριζοσπαστική» προσέγγιση στα προβλήματα της εποχής μας. Αυτοί πιστεύουν ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η συγκεκριμένη αναπαραγωγή της ζωής είναι υπόθεση είτε των συνδικαλιστών είτε των φανατικών της οικονομετρίας. Μια οξυδερκής παρατήρηση, δεν μπορούμε να πούμε: κρίνει, αν καταλαβαινόμαστε, αυτόν που υποστηρίζει ότι ο Heidegger, απασχολούμενος κάπως επίμονα με την τεχνική, συμπεριφέρεται σαν έμπειρος χημικός. Σκοτούρες της κουλτούρας, τίποτα περισσότερο. Χρειάζεται να κάνουμε υπομονή και να δούμε αυτό που έχει σημασία: ο μετασχηματισμός που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες στην κοινωνική παραγωγή, βρήκε το κλειδί για να καταλάβει τις σύγχρονες μορφές ζωής, την έξαρση που ακολούθησε την "επικοινωνιακή δράση", την αλλαγή στη συνθήκη της δημόσιας σφαίρας και του ήθους.
Παράδειγμα. Τη δεκαετία του ’60 –έτσι μας θυμίζει η καλή πολιτική παράδοση– ο εργατικός αγώνας στόχευε στην αποσύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων από την αύξηση της παραγωγικότητας. «Ο μισθός ως ανεξάρτητη μεταβλητή»: αυτή η τάση προσέλκυσε μεγάλο μίσος, αντίστοιχο μόνο μ’ εκείνο που έδειξε ο De Maistre, ενάμισι αιώνα πριν, για την «ανηθικότητα» των αβράκωτων. Ένα μίσος, άλλωστε, υπαγορευόμενο από συγκεκριμένους λόγους. Ο μισθός ο αποσυνδεδεμένος από την παραγωγικότητα χλευάζει οποιαδήποτε «θεωρία της δικαιοσύνης». Δεν πρόκειται πλέον για την παγίωση μιας «δίκαιης» τιμής του εμπορεύματος εργατική δύναμη: αυτό που αμφισβητείται (διογκώνοντας στο άπειρο αυτή την τιμή) είναι η ίδια η ύπαρξη ενός ξενοίκιαστου εμπορεύματος. Τη δεκαετία του ’70, η υπόθεση έγινε εντελώς σαφής με το αίτημα ενός εισοδήματος ανεξάρτητου από την εργασία. Αίτημα, ή καλύτερα απαίτηση, που σήμερα, σε μια εποχή δομικής ανεργίας, εμφανίζει έναν ασυνήθιστο και γαλήνιο ρεαλισμό. Ε λοιπόν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα ενός «δικαιώματος στο εισόδημα» (σ’ ένα εισόδημα αποσυνδεδεμένο από την εργασιακή επίδοση) έχει μια συμβολική αξία ανάλογη με την τριάδα του 1789: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Ίσως λιγότερο κομψή και δίχως άλλο άχρηστη για τη συγγραφή των στίχων ενός εθνικού ύμνου, αλλά ίδιας σημασίας ως εξέχων σταθμός του πολιτισμού.
Με μια αποφασιστική διαφορά: αυτό το τελευταίο δικαίωμα δεν προκύπτει στη βάση μιας χριστιανομπουρζουάδικης κουλτούρας, αλλά έχει ένα υλιστικό θεμέλιο. Είμαστε «ίσοι» καταρχήν απέναντι τον πατέρα θεό και κατόπιν ως δικαιικά υποκείμενα και πρωταγωνιστές της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Είμαστε «ελεύθεροι» γιατί η θέση του καθενός καθορίζεται μονάχα από τον αντικειμενικό οικονομικό μηχανισμό (όχι από ένα σύστημα προσωπικών εξαρτήσεων). Είμαστε «αδέλφια» εφόσον ανήκουμε στο ίδιο έθνος. Αλλά έχουμε το «δικαίωμα στο εισόδημα» γιατί υπάρχει ένα σώμα αισθαντικό, που θέλει να γευτεί τις ηδονές της ζωής σε μια εποχή κατά την οποία η δραστηριότητα κάτω από ένα αφεντικό έχει ένα κοινωνικό κόστος αδικαιολόγητο και παρασιτικό. Η σύγχρονη ζωντανή εργασία παύει να διαχειρίζεται τα κληροδοτήματα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, καθιστάμενη κυρίως νόμιμος κληρονόμος της υλιστικής παράδοσης. Μιας παράδοσης προς διερεύνηση, απογραφή και αναστοχασμό. Όπως ακριβώς συνέβη πριν από λίγο.

Το κείμενο του Πάολο Βίρνο πρωτοδημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Futuro Anteriore», νο 6, 1998.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου