Την Παρασκευή 29/10/2010 επισκέφτηκα το δημοφιλές βιβλιοπωλείο «Πολιτεία» στο κέντρο της Αθήνας προκειμένου να δω πώς πάνε τα βιβλία που οι εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα διακινούν και στο εν λόγω κατάστημα. Ήταν παραμονή της συναυλίας των Einsturzende Neuebauten σ’ ένα κλαμπ της Αθήνας, όπου θα πηγαίναμε μαζί με τον φίλτατο σύντροφο και φίλο Τ., ο οποίος τυχαίνει να εργάζεται στην «Πολιτεία». Εκεί είχα δύο εκπλήξεις, μια θετική και μια αρνητική. Η θετική ήταν ότι το βιβλιοπωλείο χρειαζόταν κι άλλα βιβλία και η αρνητική το βιβλίο που μου έδειξε ο Τ. με τίτλο «We are an image from the future» (υπότιτλος The Greek revolt of December 2008), εκδόσεις AK Press, με επιμέλεια έκδοσης A.G. Schwarz, Tasos Sagris και Void Network. Αρνητική γιατί ξαφνικά είδα μπροστά μου δύο άρθρα (;), συνέντευξη (;) ούτε κι εγώ ξέρω τι, τα οποία έφερναν την υπογραφή μου και την ιδιότητά μου (μία τέλος πάντων από τις αρκετές που θα μπορούσε να μου αποδώσει κανείς), Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδότης των εκδόσεων Ελευθεριακή Κουλτούρα. Έπεσα από τα σύννεφα, γιατί ποτέ δεν είχα γράψει ή πει κάτι που επρόκειτο να δημοσιευτεί σε βιβλίο και μάλιστα ξενόγλωσσο. Οι εκδόσεις AK Press μου είναι γνωστές, αλλά ποτέ δεν είχα επαφή μαζί τους, είτε για τη μετάφραση κάποιου βιβλίου τους στα ελληνικά είτε για τη μετάφραση κάποιων δικών μου κειμένων στην αγγλοσαξωνική. Όσον αφορά δε τους επιμελητές του βιβλίου, το μεν όνομα A.G. Schwarz δεν μου θύμιζε απολύτως τίποτα (τον μόνο A. Schwarz που γνωρίζω είναι ο Arturo Schwarz, εξαιρετικός ιταλός σύντροφος και άνθρωπος, γνωστός μελετητής της καμπαλά και της μοντέρνας τέχνης), για τους δε υπόλοιπους κατάλαβα ότι πρόκειται για το γνωστό στο ελληνικό φιλοθεάμων κοινό Κενό Δίκτυο και το επιφανές μέλος του κύριο Τάσο Σαγρή. Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη (και χειρότερη) όταν διάβασα αυτά που μου αποδίδονταν, καθώς απέχουν παρασάγγας από τις απόψεις που έχω διατυπώσει και δημοσίως, τόσο για την ιστορία του ιθαγενούς αναρχικού κινήματος όσο και για τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08 και την εκ μέρους μου ερμηνεία των συμβάντων. Είναι προφανές πως όποιος με ξέρει έστω και ελάχιστα, γνωρίζει ότι 1) όταν εκφράζω δημοσίως τη γνώμη μου είμαι άκρως προσεκτικός και 2) ότι μπορεί να λέω ή να γράφω πράγματα που πολλοί και πολλές μπορεί να διαφωνούν σε βαθμό που να μου κόψουν την καλημέρα (και κυρίως την καλησπέρα), αλλά μαλακίες δεν λέω και κυρίως δεν γράφω. Και με τη λέξη μαλακίες εννοώ υπερφίαλες γνωμοδοτήσεις, ιστορικές ανακρίβειες, φιλοσοφικούς ενατενισμούς και αναρχοειδείς ατάκες προς άγρα οπαδών. Προσπάθησα λοιπόν να σκεφτώ πώς οι εκδόσεις και οι επιμελητές τους απέδιδαν σε μένα τέτοια πράγματα. Και αίφνης θυμήθηκα την επίσκεψη που είχα δεχθεί περίπου ένα χρόνο πριν στο βιβλιοπωλείο που διαθέτω στα Εξαρχεία (μια άλλη ιδιότητά μου είναι κι αυτή του βιβλιοπώλη). Κάπου εκεί γύρω στον Νοέμβρη ήρθαν στο βιβλιοπωλείο ο κύριος Τάσος Σαγρής συνοδεύομενος (ή συνόδευε, δεν θυμάμαι ακριβώς) από έναν αμερικανό «κινηματικό» επ’ ονόματι Peter. Ο εν λόγω κύριος Peter (εκ των υστέρων σκέφτομαι μήπως πρέπει να τον ονομάσω «ήσυχο αμερικάνο» κατά το γνωστό, ομώνυμο μυθιστόρημα του Graham Green) έκανε περιοδεία στην Ελλάδα αναζητώντας υλικό για ένα βιβλίο που ετοίμαζε για τον Δεκέμβρη του 2008. Μου ζήτησε συνέντευξη κι εγώ (πάγια τακτική μου για τους γνωρίζοντες) αρνήθηκα, λέγοντάς του ότι μπορούσαμε να συζητήσουμε και να του πω κάποια πράγματα για την Ελλάδα και το ενθάδε αναρχικό κίνημα, αλλά συνέντευξη δεν δίνω, είναι θέμα αρχής, την οποία τηρώ ευλαβικά εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Ο Peter, παρόλα ταύτα, επέμενε να κρατήσει κάποιες σημειώσεις, τις οποίες κατέγραφε στον προσωπικό του υπολογιστή. Τον άφησα (μεγάλο σφάλμα μου όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων), πιστεύοντας πως ήθελε να γράψει ένα κείμενο σχετικά με την Ελλάδα και μάζευε γενικώς πληροφορίες. Είχαμε λοιπόν μια συζήτηση, την οποία παρακολουθούσε και ο κύριος Σαγρής. Αυτά και τέλος, χαιρετηθήκαμε κάποια στιγμή γιατί υπάρχουν και επαγγελματικές υποχρεώσεις για μας που δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να δουλεύουμε, και από τότε ούτε άκουσα ξανά ούτε είχα κάποια επικοινωνία με τον κύριο Peter. Συνάντησα όμως κάποια στιγμή μετά τον κύριο Σαγρή, έτσι όπως συναντά κανείς πολύ κόσμο αν περνάει πολλές ώρες από τη ζωή του στο «άβατο» των Εξαρχείων. Με πληροφόρησε ότι σκόπευε να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες για ένα μεγάλο ταξίδι και ότι αυτός και η παρέα του ετοιμάζουν ένα βιβλίο (αγγλόφωνο) για τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Του ευχήθηκα καλή τύχη τόσο στο ταξίδι όσο και στη συγγραφή του πονήματος. Τον Μάη του 2010 στη συνάντηση με τον George Katsiaficas που είχαμε στο βιβλιοπωλείο ο «Χώρος» της Ελευθεριακής Κουλτούρας, ο κύριος Σαγρής μου είπε ότι επέστρεψε από τις ΗΠΑ και ότι το βιβλίο που ετοίμαζε θα κυκλοφορούσε οσονούπω ή είχε ήδη κυκλοφορήσει, δεν θυμάμαι καλά. Του ευχήθηκα και πάλι καλή επιτυχία και το θέμα τελείωσε εκεί. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ένα γρήγορο flash back, άρχισαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, να με ζώνουν τα φίδια. Πρέπει να πω ότι όχι μόνο δεν έχω στενή γνωριμία με τον κύριο Σαγρή, αλλά ούτε καν διαθέτω κάποιο τηλέφωνό του, πράγμα που μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την αλληλογραφία που είχα με τον Michael Hardt όταν ήταν καλεσμένος από το B-Festival μέσω του Κενού Δικτύου, ο οποίος μου είχε ζητήσει εάν μπορούσα να βρω τους ανθρώπους του Κενού Δικτύου, προκειμένου να τον ενημερώσουν για την έλευση και την παραμονή του στην Αθήνα (επειδή μέχρι λίγο πριν την άφιξή του δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί τους), κι εγώ του είχα απαντήσει ότι θα κάνω μεν ότι μπορώ, αλλά η σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους είναι χαλαρή και δεν διαθέτω σταθερή βάση επικοινωνίας μαζί τους.
Τέλος πάντων, αναχώρησα από το βιβλιοπωλείο «Πολιτεία» και την επομένη, Σάββατο 29/10/2010 και μετά την εξαιρετική συναυλία που είχαμε παρακολουθήσει, κατέβαινα την Εμμ. Μπενάκη, όταν απέναντι από το ψητοπωλείο «Άγραφα» είδα τον κύριο Σαγρή να συνομιλεί με τον Γιάννη Ραουζαίο (σύντροφό του στο Κενό Δίκτυο) και άλλους δύο νέους. Έσπευσα να του ζητήσω τον λόγο. Τότε, ο κύριος Σαγρής, παριστάνοντας τον έκπληκτο για όσα του έλεγα (δηλαδή ότι ουδέποτε έγραψα ή είπα κάτι για το βιβλίο με τίτλο «We are an image from the future», ότι πώς δημοσιεύτηκαν πράγματα με το όνομά μου τα οποία δεν αναγνωρίζω σαν δικά μου, ότι δεν έχω ενημερωθεί κλπ) μου είπε λίγο-πολύ ότι το υλικό προέρχεται από εκείνη τη συζήτηση στο βιβλιοπωλείο, πως είχα δώσει τη συγκατάθεσή μου για να πραγματοποιηθεί και να δημοσιευθεί, ότι δεν θυμόμουν καλά και γιατί τέλος πάντως τσαντίζομαι. Στο επιχείρημά μου, ότι εντάξει, έστω πως δεν θυμάμαι καλά για τη συγκατάθεση ως προς τη συνέντευξη, πες μου σε παρακαλώ, γιατί δεν μου έστειλες το κείμενο να το ελέγξω και να σου δώσω την τελική μου έγκριση και γιατί δεν μου έχεις δώσει ή έστω δείξει το βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει τόσο καιρό (απόν προηγούμενο Μάιο παρακαλώ), ο κύριος Σαγρής το έπαιξε κατά το κοινώς λεγόμενο «κουκουρούκου», σε βαθμό μάλιστα που εκνεύρισε τον σύντροφό του Γιάννη Ραουζαίο, ο οποίος του τα έψαλλε δημοσίως για την «αβλεψία» του. Βάζω τη λέξη αβλεψία σε εισαγωγικά, γιατί αυτή είναι άποψη του Γιάννη Ραουζαίου όχι δική μου. Όταν μάλιστα του είπα ποια γιατί ο κύριος Peter χρησιμοποιεί το όνομα A.G. Schwarz, ο κύριος Σαγρής μου απάντησε ότι επειδή ο κύριος Peter φοβάται μήπως έχει πρόβλημα με τις αρχές χρησιμοποιεί ψευδώνυμο! Δηλαδή ο «ήσυχος αμερικάνος» μπορεί να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, αλλά εμένα μια χαρά με καρφώνει στις μυστικές και φανερές κρατικές υπηρεσίες της χώρας του, αποδίδοντάς μου λόγια που δεν έχω πει. Το «κουνέλι» ο κύριος Σαγρής. Επειδή είχα περάσει καλά το Σαββατόβραδο προτίμησα να σταματήσω την κουβέντα εκεί και του ζήτησα να με επισκεφτεί στο βιβλιοπωλείο για να δούμε τι μπορεί πλέον να γίνει με το επίμαχο βιβλίο και τη «συνεισφορά» μου σ’ αυτό. Ο κύριος Σαγρής πράγματι με επισκέφτηκε στο βιβλιοπωλείο μου συνοδευόμενος από τη φίλη του Σίσσυ (αγνοώ το επώνυμό της),ενώ κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ο Γιάννης Ραουζαίος, την Τετάρτη 3/11/2010. Ο κύριος Σαγρής επέμεινε στα επιχειρήματά του και μάλιστα με ενημέρωσε ότι το βιβλίο πάει για δεύτερη έκδοση και ότι πρόκειται να εκδοθεί και στα γερμανικά. Θα πρέπει να προσθέσω, ότι αφού του ανέπτυξα και πάλι τη δική μου επιχειρηματολογία περί του ζητήματος και τον ξαναρώτησα γιατί έστω δεν μου είχε δώσει μέχρι τότε ένα αντίτυπο, μου απάντησε ότι νόμιζε πως μου είχε δώσει! Εκεί βεβαίως γέλασαν κατά το κοινώς λεγόμενο και οι πέτρες! Δηλαδή ο κύριος Σαγρής «νόμιζε» ότι είχα δώσει αρχικώς συνέντευξη σ’ αυτόν και τον αμερικανό φίλο του, «νόμιζε» ότι είχα δώσει τη συγκατάθεσή μου για τη δημοσίευση μιας εντελώς ιδιωτικής συνομιλίας, νόμιζε ότι είχα ελέγξει το υλικό και είχα συμφωνήσει να δημοσιευτεί όπως τελικά δημοσιεύτηκε και τελικά «νόμιζε» ότι μου είχε δώσει και αντίτυπο! Πήγαινε κανονικά να με βγάλει τρελό, όχι ότι θα με πείραζε μια τέτοια ιδιότητα, αλλά τουλάχιστον να μου την απέδιδαν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, όχι ο κύριος Σαγρής! Τελικά και αφού του μίλησε και ο παρευρισκόμενος φίλος του πείστηκε να συνομιλήσει με τις εκδόσεις AK Press, να προβεί σε διορθωτική δήλωση για ότι μου αποδίδεται και βεβαίως να αφαιρεθεί οτιδήποτε με τη δική μου υπογραφή από τις μελλοντικές εκδόσεις του βιβλίου.
Στη συνέχεια μέσω της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ήρθα και εγώ σε επαφή με τις εκδόσεις ΑΚ Press, οι οποίες μέσω του εκπροσώπου τους Zach Blue ουσιαστικά μου επανέλαβαν την επιχειρηματολογία του κυρίου Σαγρή, συμπληρώνοντας ότι το γεγονός πως δεν μου έστειλαν να ελέγξω τη «συνεισφορά» μου ίσως να οφείλεται στο ελάχιστο περιθώριο χρόνου που είχαν για να κυκλοφορήσουν το βιβλίο (απίστευτο επιχείρημα για όσους γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς την εκδοτική διαδικασία) και ότι σε μελλοντική έκδοση είτε τα επίμαχα μέρη να αφαιρεθούν είτε να στείλω την άποψή μου για τα γεγονότα του Δεκέμβρη ’08 όπως ακριβώς θέλω και να δημοσιευτεί στη θέση των ήδη υπαρχόντων. Μου ζήτησαν συγγνώμη για το «μπέρδεμα» και μου πρότειναν να στείλω κάποιο κείμενο στο blog του εκδοτικού οίκου που να εξηγεί από την πλευρά μου τι ακριβώς συνέβη. Εγώ ανταπάντησα πως ο εκδοτικός οίκος πρέπει είτε να σταματήσει την κυκλοφορία του βιβλίου είτε αν αυτό είναι αδύνατο να βάλει μέσα ένα σημείωμα που να επισημαίνει ότι δεν έχω καμία σχέση με όσα μου αποδίδονται, όσον αφορά δε μελλοντική επανέκδοση του βιβλίου, δεν επιθυμώ καμία σχέση μαζί του, γιατί εκ των πραγμάτων απεδείχθη ότι το εγχείρημα στερείται σοβαρότητας. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, 5/12/2010, πάνω δηλαδή από έναν μήνα μετά την ανακάλυψη εκ μέρους μου της πλαστογραφίας, τίποτα απ’ όσα έχω ζητήσει δεν έχουν γίνει. Απλώς δημοσιεύτηκε στον δικτυακό τόπο του Κενού Δικτύου μια μικρή ανακοίνωση, που πιστή στην επιχειρηματολογία του κυρίου Σαγρή, μιλά για «παρανοήσεις» και «μεταφραστικά λάθη» που οδηγούν τους επιμελητές στην αφαίρεση των τμημάτων που με αφορούν στη μελλοντική επανέκδοση του βιβλίου. Να πω εδώ, ότι μια δημοσίευση εκ μέρους του Κενού Δικτύου που να αποκαθιστά την αλήθεια, τη ζήτησα ο ίδιος από τον Γιάννη Ραουζαίο, όταν τον συνάντησα ένα σαββατόβραδο έξω από το δημοφιλές μπαρ-καφέ Κazu. Βεβαίως αυτά που τελικά γράφτηκαν στην ανακοίνωση πόρρω απέχουν τόσο από την πραγματικότητα όσο και απ’ αυτό που εγώ θα μπορούσα να θεωρήσω σαν ικανοποιητική αποκατάσταση της αλήθειας.
Επειδή όμως το ζήτημα είναι άκρως σοβαρό, αναγκάζομαι να προβώ σε αυτή τη δημόσια διάψευση και διήγηση ολόκληρης της ιστορίας, τονίζοντας ότι ουδέποτε έγραψα ή είπα αυτά που μου αποδίδονται στην προαναφερθείσα έκδοση και να προχωρήσω στη δημοσίευση αυτού του κειμένου στο blog που διαθέτω στο διαδίκτυο, όπως και το Indymedia Athens. Και αυτό γιατί πρόκειται ξεκάθαρα για περίπτωση πλαστογραφίας και υποκλοπής ιδεών, που αν με ενοχλεί δεν είναι τόσο για το κάρφωμά μου στις υπηρεσίες ασφαλείας της υπερατλαντικής «συμμάχου», όσο για το ότι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα, θα διαβάσουν πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια (τη δική μου τουλάχιστον). Δεν ξέρω για ποιο λόγο ο κύριος Σαγρής και οι συνεπιμελητές του προέβησαν στη συγκεκριμένη πράξη. Κατά πόσο είναι προϊόν βλακείας, αμέλειας, κακοήθειας, πιθανόν και όλα αυτά μαζί, δεν το ξέρω. Πάντως αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η ρήση «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις» παραμένει πάντα επίκαιρη. Σε ότι με αφορά προσωπικά θα είμαι πιο προσεχτικός στο μέλλον. Σε ότι αφορά την ιστορία του κινήματος, το ελάχιστο που μπορώ να κάνω είναι να προβώ σ’ αυτή την καταρχάς ηλεκτρονική δημοσίευση. Στο προσεχές μέλλον προτίθεμαι να περιλάβω αυτό το σημείωμα στην επανέκδοση του βιβλίου για τον Α. Στίνα και την κολλεκτίβα Αρένα που είχε κυκλοφορήσει το 2005 από τις εκδόσεις Άρθρο 46, στο οποίο περιλαμβάνονται απόψεις μου για την ιστορία του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, όπου ξεκαθαρίζεται τι πραγματικά πιστεύω για διάφορα γεγονότα των απαρχών αυτού του κινήματος και όχι ότι παρουσιάζεται σαν τάχατες δικό μου στην έκδοση των κυρίων Schwarz, Sagris και σία. Επίσης αναφορικά με τον Δεκέμβρη του ’08 παραπέμπω σε άρθρα μου που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 12 του περιοδικού Πανοπτικόν του εκλεκτού φίλου και συντρόφου Κώστα Δεσποινιάδη, όπως και στο τεύχος 4 του περιοδικού Χουλιγκανιζατέρ του αδελφού, φίλου και συντρόφου Λεωνίδα Μαρσιανού.
Σελίδες
▼
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα Κατάλογος 1989-2010
1989
1. Δημήτρης Ρουσσόπουλος-Lucia Kowaluk-Jean-Guy Lagüe, Η Πόλη και η Ριζοσπαστική Κοινωνική Αλλαγή (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς – Λήδα Πομόνη).
2. Frank Harrison-John Clark-Stephen Schecter, Εξουσία και Άρνηση (μτφ. Π. Καλαμαράς-Λ. Πομόνη).
1990
3. Michael Ferber, Η Επιστημολογία της Αντίστασης (μτφ. Π. Καλαμαράς).
4. Marina Padovese-Fabio Santin, Η Ιστορική Σχέση Αναρχίας και Τέχνης (μτφ. Λ. Πομόνη).
1991
5. Lamberto Borgi-David Coven-Fransesco de Bartolomeis, Στο Νησί της Αλφαβήτου (μτφ. Λ. Πομόνη).
1992
6. Michel Foucault, Επίσκεψη στη Φυλακή Άττικα* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
7. Antonio Negri, Η Μηχανή του Χρόνου (μτφ. Π. Καλαμαράς).
8. Tomas Ibáñez, Για μια Ελευθεριακή Πολιτική Εξουσία (μτφ. Μαρλέν Λογοθέτη).
1993
9. Jean Baudrillard, Οι Μάζες (μτφ. Π. Καλαμαράς).
10. René Loureau, Ο Θεσμός υπό Άρνηση (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
11. Συλλογικό έργο, 501 Χρόνια Μετά, Οι Κοινωνικοί Αγώνες στις ΗΠΑ Σήμερα* (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
1994
12. Noam Chomsky, Η Εξέγερση των Ζαπατίστας (μτφ. Αχιλλέας Καλαμάρας).
13. Adam Cornford, Η Κατεργασία των Κοπράνων (μτφ. Π. Καλαμαράς).
14. Noam Chomsky, Ο Έλεγχος των ΜΜΕ (μτφ. Π. Καλαμαράς).
15. Edward Said, Η Γραφίδα και το Ξίφος (μτφ. Π. Καλαμαράς).
1995
16. Gianluca Lerici, Το Εργαστήρι του Καθηγητή Bad Trip (μτφ. Μ. Λογοθέτη-Α. Καλαμάρας).
17. Συλλογικό, 7 Μέρες TV. Οδηγός για να Καταστρέψετε την Τηλεόρασή σας (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
18. Συλλογικό, 2η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χρήστος Βούλης).
19. Etienne de La Boetie, Πραγματεία Περί της Εθελούσιας Δουλείας (μτφ. Π. Καλαμαράς).
20. Noam Chomsky, Τα ΜΜΕ σαν Καθρέφτης της Κοινωνίας (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
21. Kenneth Rexroth-Clifford Harper, Κτηνολογία (μτφ. Π. Καλαμαράς).
1996
22. Eduardo Colombo, Περί της Πόλεως και του Πληβειακού Χώρου (μτφ. Α. Καλαμάρας).
23. Miguel Garcia, Η Βαρκελώνη είναι Δική μας (μτφ. Π. Καλαμαράς).
24. Frank Harrison, Αναρχισμός και Οργάνωση (μτφ. Π. Καλαμαράς).
25. Arcole, Η Διαγώνιος των Αυτονομιών (μτφ. Εύη Παπακωνσταντίνου).
26. Nando Vitale, Τηλεφασισμός (μτφ. Ταμάρα Ρόκι).
27. Noam Chomsky, Η Επικαιρότητα του Αναρχισμού (μτφ. Λ. Πομόνη).
28. Συλλογικό, 3η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χ. Βούλης).
1997
29. Gilles Deleuze, Η Κοινωνία του Ελέγχου (μτφ. Π. Καλαμαράς).
30. Μιχαήλ Μπακούνιν, Απάντηση Ενός Διεθνιστή στον Τζουζέπε Ματσίνι (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
31. Marco Grispigni, Στο Κατώφλι του Νομαδισμού (μτφ. Π. Καλαμαράς).
32. Zygmunt Bauman, Ιστορική Μνήμη και Εργατικό Κίνημα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
33. Noam Chomsky, Πολιτικός Λόγος και Προπαγάνδα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
34. Eduardo Colombo, Αναρχισμός και Προλεταριακή Κουλτούρα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
35. Thomas McDonough, Η Περιπλάνηση και οι Σιτουασιονιστές (μτφ. Π. Καλαμαράς).
1998
36. Massimo Cacciari, Μητρόπολις (μτφ. Π. Καλαμαράς).
37. Συλλογικό, Μοριακότητες (Π. Καλαμαράς).
38. Paul Virilio, Από την Επανάσταση των Μεταφορών στην Επανάσταση των Μεταδόσεων (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
39. Συλλογικό, 4η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χ. Βούλης).
40. Todd Gitlin, ΜΜΕ και Κοινωνικά Κινήματα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
41. Kirckpatrick Sale, Λουδίτες: Η Εξέγερση Ενάντια στο Μέλλον (μτφ. Άρης Αναγνωστόπουλος-Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
42. Banlieus, Γνώση, Κοινωνική Παραγωγή, Μαζική Διανοητικότητα (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη-Ε. Παπακωνσταντίνου).
43. Αντρέας Γιαννακός, Οι Μαύροι Πρίγκηπες.
44. Tomas Pynchon, Είναι Σωστό να Είμαστε Λουδίτες; (μτφ. Π. Καλαμαράς).
45. Το Κόμικς του Κόκκινου Ποντικού (επιμ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
46. Guy Debord, Πανηγυρικός Β΄Τόμος (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
1999
47. Pierre Clastres, Ελευθερία, Δυστυχία, Ακατονόμαστο (μτφ. Π. Καλαμαράς).
48. Συλλογικό, 5η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χ. Βούλης).
49. Primo Moroni, Αυτοδιευθυνόμενα Κοινωνικά Κέντρα (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
50. Sante Notarnicola, Ενδιαφέρον Υλικό (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
51. Nico Berti, Πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά: Αναρχία (μτφ. Π. Καλαμαράς).
52. Giorgio Agamben, Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και η Βιοπολιτική (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
53. Antonio Negri-Aldo Bonomi, Πόλεμος και Παγκοσμιοποίηση (μτφ. Π. Καλαμαράς).
54. Συλλογικό, Ο Τυχαίος Θάνατος Ενός Αναρχικού. Η Υπόθεση Giuseppe Pinelli (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
2000
55. Συλλογικό, Μεταφορντισμός και Πολιτική (μτφ. Π. Καλαμαράς).
56. Noam Chomsky, Σημειώσεις για τον Αναρχισμό (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
57. Συλλογικό, 6η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χ. Βούλης).
58. Robert Paul Wolff, Προς Υπεράσπιση του Αναρχισμού* (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
59. Συλλογικό, Αναρχικοί και Εβραίοι (μτφ. Π. Καλαμαράς).
60. Antonio Negri, Η Απεραντοσύνη της Επικοινωνίας. Η Περατότητα της Επιθυμίας (μτφ. Π. Καλαμαράς).
61. Antonio Negri, Κοινωνικοί Αγώνες σ’ ένα Συστημικό Περιβάλλον (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2001
62. Paco Ignacio Taibo II, Τρεις Ιστορίες για Ζαπατίστας εκεί που δεν Υπάρχουν Ζαπατίστας* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
63. Saskia Sassen, Το Κράτος και η Παγκόσμια Πόλη (μτφ. Π. Καλαμαράς).
64. Toni Negri, Βιοπολιτική και Αντιεξουσία (μτφ. Π. Καλαμαράς).
65. Paolo Persichetti-Oreste Scalzone, Ο Ανομολόγητος Εχθρός (μτφ. Μ. Λογοθέτη).
66. Giorgio Agamben, Τι Είναι Ένας Λαός; (μτφ. Π. Καλαμαράς).
67. Immaterial Workers of the World, Εγώ θα σου Πω τι να Κάνεις; (μτφ. Π. Καλαμαράς).
68. Geronimo, Μπουρλότο και Φωτιά. Η Ιστορία των Γερμανών Αυτόνομων (μτφ. Βαλεντίνα Δερμιτζάκη-Χάρης Λαδής, επιμ. Μ. Λογοθέτη).
69. Antonio Negri-Michael Hardt, Η Εργασία του Διονύσου (μτφ. Π. Καλαμαράς).
70. Συλλογικό, 7η Επίσκεψη στο Νησί της Αλφαβήτου (επιμ. Χ. Βούλης).
2002
71. Συλλογικό, Γένοβα, Ιούλης 2001, «Αφέντες του Τίποτα, Υπηρέτες Κανενός» (επιμ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
72. Gilles Deleuze, Η Πράξη της Δημιουργίας – Ένστικτα και Θεσμοί (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
73. Paolo Virno, Δεξιοτεχνία και Επανάσταση (Π. Καλαμαράς).
74. Benedetto Vecchi, Κόκκινη Ζώνη (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
75. Michael Hardt-Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία (μτφ. Π. Καλαμαράς).
76. Walter Benjamin, Για μια Κριτική της Βίας (μτφ. Λεωνίδας Μαρσιανός).
77. Συλλογικό, Μιλώντας για τον Ένοπλο Αγώνα (μτφ. Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
78. Peter Both, Η Κατάδοση στον Σύγχρονο Κόσμο (μτφ. Άκης Ασπρογέρακας).
79. Giorgio Agamben, Η Μορφή της Ζωής (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
2003
80. Ανώνυμου, Ένας «Τρομοκράτης»* (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
81. Felix Guattari, Το Αίσθημα της Ευτυχίας Γίνεται Ανατρεπτικό Όταν Είναι Συλλογικό (μτφ. Ε. Παπακωνσταντίνου).
82. Judith Revel, Το Άλλο Πρόσωπο του Πολέμου (μτφ. Π. Καλαμαράς).
83. Renato Curcio, Πέρα από το Κατώφλι (μτφ. Π. Καλαμαράς).
84. Μαρλέν Λογοθέτη, Και Πολιτικό και Έγκλημα. Ο Αδύνατος Συνδυασμός.
85. Toni Negri, Το Πλήθος και η Μητρόπολη (μτφ. Π. Καλαμαράς).
86. Augusto Illuminati, Το Νέο Συντακτικό της Στράτευσης (μτφ. Π. Καλαμαράς).
87. Eduardo Colombo, Είμαι Αναρχικός! (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2004
88. Alice Becker-Ho – Guy Debord, Το Παιχνίδι του Πολέμου* (μτφ. Σωκράτης Παπάζογλου).
89. Roberto Calasso, Η Εκδοτική Δραστηριότητα ως Λογοτεχνικό Είδος (μτφ. Π. Καλαμαράς).
90. Συλλογικό, Η Ληστεία Τράπεζας* (μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς).
91. Συλλογικο, Περί Αναρχισμού και Βίας* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
92. Giorgio Agamben, Οι Γλώσσες και οι Λαοί (μτφ. Π. Καλαμαράς).
93. George Bataille, Η Ιερή Κοινωνιολογία του Σύγχρονου Κόσμου (μτφ. Π. Καλαμαράς).
94. Nanni Balestrini-Primo Moroni, Η Χρυσή Ορδή. Σύντομη Ιστορία της Εργατικής Αυτονομίας* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2005
95. Giorgio Agamben, Περί Φιλίας (μτφ. Π. Καλαμαράς).
96. Johannes Agnoli, Κράτος και Καταστολή της Ταξικής Σύγκρουση από το ’69 Μέχρι Σήμερα (Π. Καλαμαράς-Μ. Λογοθέτη).
2006
97. Συλλογικό, Ισπανία 1936. Πόλεμος και Επανάσταση (Π. Καλαμαράς).
98. Augusto Illuminati, Ο Χθόνιος Αντάρτης και ο Εικονικός Αντάρτης (μτφ. Π. Καλαμαράς).
99. Συλλογικό, Αναρχοφεμινισμός* (μτφ. Λύδια).
100. Erich Mühsam, Από το Καμπαρέ στα Οδοφράγματα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
101. Michel Foucault, Κινηματογράφος και Λαϊκή Μνήμη (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2007
102. Franco Berardi “Bifo”, Ποιο Είναι το Νόημα της Αυτονομίας Σήμερα*; (μτφ. Π. Καλαμαράς).
103. George Katsiaficas, Η Ανατροπή της Πολιτικής* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
104. Marco Philopat, Η Συμμορία Μπελίνι* (μτφ. Π. Καλαμαράς-Γ.Φ.).
105. Λώρενς της Αραβίας, Μεσοποταμία* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
106. Carl Einstein, Gestalt και Έννοια* (μτφ. Άννα Τσουλούφη).
107. Tomas Ibáñez-Manuel Castells, Ο Νεοαναρχισμός και η Σύγχρονη Κοινωνία* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
108. Toni Negri, Κινήματα, Συνδικάτα και Κυβέρνηση (μτφ. Π. Καλαμαράς).
109. Χρήστος Φιλιππίδης, Σώμα, Χώρος και Πολιτικές της Καθαριότητας*.
2008
110. Felix Guattari-Suely Rolnik, Μικροπολιτικές* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
111. Mike Davies, Εξυμνώντας τους Βαρβάρους (μτφ. Π. Καλαμαράς).
112. Richard Day, Το Τέλος της Ηγεμονίας* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2009
113. Toni Negri, Αναζητώντας την Commonwealth* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
114. Giorgio Agamben, Βία και Ελπίδα στο Τελευταίο Θέαμα (μτφ. Π. Καλαμαράς).
115. Paolo Virno, Η παράδοση της κριτικής σκέψης (μτφ. Π. Καλαμαράς).
116. Χρίστος Ηλιόπουλος, Οι Αναρχικές Πτυχές στο Έργο του Φρειδερίκου Νίτσε*.
117. Enrico Baj-Paul Virilio, Συζήτηση για τον Τρόμο στην Τέχνη* (μτφ. Π. Καλαμαράς – εισαγωγή Άννα Τσουλούφη-Λάγιου).
118. Antonio Negri, Goodbye Mr Socialism* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
2010
119. Michael Hardt, Το Κοινό στον Κομμουνισμό* (μτφ. Π. Καλαμαράς).
120. Gilles Deleuze, Η Φιλοσοφία του Noir * (μτφ. Π. Καλαμαράς).
Περιοδικό Αυτονοmediα, τεύχη 1-21 (1993-2007).
Περιοδικό Παρέγκλιση, τεύχος 1 (2010).
*Τα βιβλία που σημειώνονται με αστερίσκο κυκλοφορούν, ενώ τα υπόλοιπα είναι εξαντλημένα.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Paolo Virno
1. Μια υπόθεση παρακινδυνευμένη αλλά όχι ανώφελη. Η κριτική σκέψη μπορεί να βασιστεί, σήμερα, σε μια παράδοση ιδιαίτερης δυναμικής, κάθε άλλο παρά εξαντλημένη ή ελλειμματική. Δείχνει εξολοκλήρου τη ζωτικότητά της μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, τη στιγμή κατά την οποία η κοινωνία της θεαματικής επικοινωνίας έχει φτάσει στο απώγειό της. Πρόκειται, ίσως, για τη μοναδική πολιτική και φιλοσοφική παράδοση που είναι σε θέση να αναμετρηθεί με τον μεταφορντιστικό τρόπο παραγωγής, τις αλλαγές στη μορφή-κράτος, την ευτέλεια της «αδύναμης σκέψης», τον διαφωτισμό χωρίς τα φώτα των προοδευτικών. Ίσως. Αλλά πριν ακόμη επικαλεστούμε μια συγκεκριμένη γενεαλογία, αξίζει να σκεφτούμε λίγο σχετικά με τον όρο «παράδοση».
Ακόμη και στη δική μας περίπτωση ισχύει αυτό που είχε γράψει ο René Char κατά τη διάρκεια του παρτιζάνικου αγώνα: «Notre heritage n’est précédé d’aucun testament». Η κληρονομιά δεν μας μεταφέρθηκε με σαφήνεια από έναν ευσυνείδητο συμβολαιογράφο. Είναι διάσπαρτη, ανακατεμένη με κάθε είδους νόθο ή σαφώς αντινομικό υλικό, αόρατο με γυμνό μάτι. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα χρηματοκιβώτιο, ο θησαυρός του οποίου παραμένει ανέγγιχτος, αφού κανείς δεν θυμάται πια τον αναγκαίο συνδυασμό για να το ανοίξει. Η παράδοση θεσπίζεται μ’ ένα βλέμμα αναδρομικό. Η κληρονομιά υπάρχει μονάχα από τη στιγμή κατά την οποία διεκδικείται. Το χρηματοκιβώτιο αδειάζει από ένα πολύτιμο περιεχόμενο μονάχα όταν αρχίζει η διάρρηξή του. Χρειάζεται να δείξουμε τη σύγκλιση ή τη συμπληρωματικότητα θεωρητικών σκέψεων που, στην εποχή τους, έμοιαζαν σχεδόν ασυμβίβαστες. Και, αντιθέτως, είναι αναγκαίο να εισαγάγουμε τομές και διακρίσεις μεταξύ σκέψεων που, στο παρελθόν, έμοιαζαν συγγενικές ή συμβιωτικές.
Επιπλέον. Η ύπαρξη μιας παράδοσης δεν σημαίνει ότι πέφτει από τον ουρανό. Αντιθέτως, είναι μια χειρονομία σεμνότητας. Το αντίθετο της ματαιόδοξης στάσης εκείνου που πιστεύει πως θα επανιδρύσει το σύμπαν κάθε φορά που γράφει ένα βιβλίο (κάθε φορά που δεν έχει την επαρκή δύναμη χαρακτήρα για να μην το γράψει). Μια παράδοση τοποθετεί και, για αυτόν τον λόγο, περιορίζει και τακτοποιεί. Προσανατολίζει τη ματιά, επιλέγει ποια ερωτήματα θα τεθούν, εμποδίζει να δοθεί η εντύπωση της «τελευταίας λέξης» στην ανακάλυψη του ζεστού νερού. Με μια επισήμανση: αν και σαφώς τοποθετεί, η παράδοση προσέχει ωστόσο να διαφυλάξει εκείνους που την αναγνωρίζουν. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μάλιστα, τους καταδιώκει όπως οι τύψεις. Συνήθως περιορίζεται να τους δείξει την κατεύθυνση όπου αξίζει τον κόπο να εκτεθούν και προπάντων να ριψοκινδυνεύσουν.
2. Η παράδοση για την οποία μιλάμε ανάγεται χοντρικά στο 1960. Αποτελείται από βιβλία, περιοδικά, σύντομα δοκίμια που διατέμνουν την πρακτική δραστηριότητα σαν ένα σχόλιο στο περιθώριο. Αλλά στηρίζεται κυρίως στην ανώνυμη και αδιάκοπη δουλειά πνευματικών και πολιτικών μειοψηφιών που, χωρίς ούτε καν να το θέλουν, εγκαθιδρύουν συλλογικά έναν κανόνα της σύγχρονης κριτικής σκέψης και μετά, ακριβώς, τον μεταβιβάζουν, τον ερμηνεύουν, ενίοτε δε τον προδίδουν. Ο κατάλογος (ένας πρώτος και ανακριβής κατάλογος) είναι ο ακόλουθος: ο ιταλικός εργατισμός, από τα «Quaderni Rossi» μέχρι σήμερα· ο σιτουασιονισμός και πιο συγκεκριμένα εκείνη η προληπτική και οξεία κριτικής της μεταμοντέρνας κουλτούρας, μέσα από την Η Κοινωνία του Θεάματος του Guy Debord· οι μηχανισμοί γνώσης/εξουσίας του Foucault και η «μοριακή επανάσταση» των Deleuze-Guattari· οι θέσεις του Hans-Jürgen Krahl για τη μαζική διανοητική εργασία· ο ιστοριογραφικός στοχασμός του περιοδικού «Primo maggio»· η βαθύτητα του Alfred Sohn-Rethel σχετικά με την επιστήμη και την αφηρημένη γνώση. Σ’ όλα αυτά και σε πολλά άλλα που εδώ παραμελήσαμε, χρειάζεται να προσθέσουμε τουλάχιστον ένα εμπειρικό δεδομένο, ένα μπλοκ συμβάντων, που όμως, εξαιτίας της έντονης εμβληματικότητάς του, παρουσιάζεται, με την πάροδο των ετών, σαν ένα θεωρητικό ιερογλυφικό, που ακόμη δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί: το «κίνημα του ‘77», που προλέγει, αλλά με συγκρουσιακές μορφές, τον μεγάλο μεταφορντιστικό μετασχηματισμό, εισάγοντας στη σκηνή τις μορφές της μη εργατικής, διανοητικής, διαλείπουσας, αυτόνομης εργασίας.
Δεν αμφισβητείται, προσοχή, η θλιβερή αφομοίωση κάποιου τμήματος (αποσπασμένου επιπροσθέτως κατά τρόπο αρκετά αυθαίρετο) από μια, τώρα πια μακρινή, πολιτιστική και πολιτική εποχή. Η αγάπη ή η νοσταλγία για το παρελθόν μετρούν, εδώ, ελάχιστα. Υποστηρίζουμε μάλλον ότι η μόλις βιαστικά φτιαγμένη γενεαλογία, ισοδυναμεί μ’ ένα δίκτυο εννοιών αρκετά εκλεπτυσμένων και ικανών να πιάσουν την άκρη του μίτου της σημερινής τρέλας. Και υποστηρίζουμε επίσης ότι αυτός ο κατάλογος έργων και ημερών δεν ολοκληρώνεται από την όλο κενά σύνοψη των χρόνων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, αλλά, ας πούμε, πρόκειται για το μερικό εναντίον του συνόλου. Ο ιταλικός εργατισμός, αν και σίγουρα μπορεί να συνδιαλεχθεί άνετα με τις φρεσκοτυπωμένες μελέτες για τη δομική ανεργία του τέλους του 20ου αιώνα, έχει αντιθέτως τη μέγιστη των αποστάσεων από τον γκραμσισμό/τολιατισμό της εποχής του. Οι σιτουασιονιστές, ενώ προκαταλαμβάνουν (και με ελάχιστη λεπτότητα) τους Vattimo και Derrida, στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα κοινό με την πληθώρα των σύγχρονών τους τριτοκοσμικών. Κ.ο.κ.
Η παράδοση που αξίζει την προσοχή μας αρθρώνει υλικά εδώ και σαράντα χρόνια μια αιτιώδη σχέση μεγάλης αξίας: είμαστε κομμουνιστές επειδή βρισκόμαστε σε συγκρουσιακή ρήξη με τον υπαρκτό και ιδανικό σοσιαλισμό. Και καθίσταται αληθοφανές, μέχρι και αναγκαίο, ένα συμπέρασμα από πρώτη άποψη παράδοξο: είμαστε μαρξιστές, συνεπώς όχι «αριστεροί». Πρόκειται για μια παράδοση που μάντεψε την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων. Που έκοψε τις γέφυρες με την κουλτούρα και τις αξίες του «εργατικού κινήματος», προσπαθώντας έτσι να κατανοήσει τη σημασία των εργατικών αγώνων εναντίον της μισθωτής εργασίας. Που αναγνωρίζει με σαφήνεια την κλίση του καπιταλισμού στη «διαρκή επανάσταση», στις συνεχείς καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία και στις μορφές της ζωής, αποφεύγοντας έτσι να μείνει έκπληκτη ή να σκορπίσει εδώ κι εκεί τις στάχτες, τη στιγμή κατά την οποία η παραγωγή της υπεραξίας δεν περνά πλέον από το εργοστάσιο και η κυριαρχία δεν ταυτίζεται με το κράτος-έθνος.
Ενώ ο φωτογράφος ακόμη τραβούσε φωτογραφίες προορισμένες για το οικογενειακό άλμπουμ της Αριστεράς, καδράροντας όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικά τους απείθαρχους και τα μαύρα πρόβατα, οι άνδρες και οι γυναίκες που ασχολούνταν με το πλέξιμο των νημάτων της παράδοσής μας, ήδη έστρεφαν τα νώτα στον φακό, εγκαταλείποντας χωρίς θλίψη τη σκηνή. Κομμουνιστές, συνεπώς όχι αριστεροί Γι’ αυτό είναι ηλίθιο, και ακόμη και κάπως αισχρό, να μιλάμε για «εξτρεμισμό». Εξτρεμιστής είναι όποιος υπερβάλλει σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα σκέψης ή δράσης, αρπάζοντας από το λαιμό τα πιο συντηρητικά ομογάλακτα αδέλφια. Αυτή η γκρινιάρικη ή οξύθυμη συμπεριφορά, σαφώς σημαδεμένη από μνησικακία και κατωτερότητα, στ’ αλήθεια δεν ανήκει στην παράδοση την οποία συζητούμε. Εφόσον ξεκινά αρνούμενη μια για πάντα τη λατρεία της Εργασίας και του Κράτους που επιδεικνύει η Αριστερά, προτίθεται αμέσως να δώσει ένα διαφορετικό παράδειγμα. Δεν εξτρεμίζει, θεμελιώνει. Φυσικά, μια τέτοιου είδους θεμελίωση είναι γαρνιρισμένη με ήττες, quid pro quo, αδιέξοδα. Μόνο που τέτοιες ήττες, quid pro quo και αδιέξοδα δεν έχουν τίποτα κοινό με όσα προκάλεσαν την καταστροφή της Αριστεράς. Θα ήταν απρεπές να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο πώς επεξεργάστηκε κάποιος άλλος το πένθος, μολυσμένοι από τη μελαγχολία και την ανικανότητα που διακρίνουν, σήμερα, τους εμπόρους της εργατικής δύναμης και τους απολογητές του κράτους.
3. Είναι συνεπώς ορθό και πρόσβαρο να ανιχνεύσουμε το προφίλ (ατελές αν θέλετε, αλλά όχι αόριστο) μιας πολιτικής παράδοσης της οποίας την επικαιρότητα ίσως να μπορούμε να αντιληφθούμε μονάχα τώρα. Είναι όμως εξίσου ευκαιρία να απεικονίσουμε και μιαν άλλη γενεαλογία, πιο στενά φιλοσοφική. Για την ακρίβεια τη γενεαλογία της υλιστικής παράδοσης. Μιλάμε γι’ έναν υλισμό που δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, δεν είναι ούτε ενδιάμεσος ούτε μνησίκακος, αλλά μάλλον ικανός να δώσει την προοπτική ενός «ξεπεράσματος της μεταφυσικής», καθ’ όλα διαφορετικό από αυτό που πρόσφεραν οι μεταμοντέρνοι στοχαστές (εκείνοι το αποκαλούν χαϊδευτικά κοινό).
Αν δούμε τον ιταλικό 20ο αιώνα, είναι μονάχα οι απομονωμένοι που μας κρατούν συντροφιά, εκφέροντας κατά διαστήματα τα λιγότερο φθαρμένα λόγια και τις πιο κατανοητές έννοιες. Ο Galvano Della Volpe, του οποίου η λογική των ετερογενών δίνει την ευκαιρία προκειμένου να καθοριστούν τόσο οι δεσμοί όσο και οι ασυνέχειες μεταξύ αισθητής εμπειρίας και γλωσσολογικής νόησης: μια λογική μη γραμμική, απεναντίας ασύμμετρη, η οποία, σήμερα, μπορεί να επιφέρει σύγχυση στις αιθυλικές γιορτές της ιθαγενούς ερμηνευτικής, αλλά και να κριτικάρει συγκεκριμένες, πλέον πρόσφατες, γνωστικές προλήψεις. Ο Ernesto de Martino, που διέβλεψε στο «Εγώ σκέφτομαι» το ασταθές αποτέλεσμα μιας μακράς φυσικής ιστορίας, διαγιγνώσκοντας τις παραχωρήσεις (ή τις «πολιτιστικές αποκαλύψεις») στις οποίες παραμένει διαρκώς εκτεθειμένο. Στο έργο του, ο υλισμός βρίσκει συγκεκριμένα εργαλεία προκειμένου να αντιμετωπίσει κατά τρόπο σαφώς μη χλευαστικό τη θρησκευτική συμπεριφορά ή, αν προτιμάτε, την τελετουργική φύση του ανθρώπινου ζώου. Κι έπειτα έρχεται ο Sebastiano Timpanaro που δεν κουράζεται να επικαλείται το κοσμολογικό υπόβαθρο, οργανικό και ανόργανο, εναντίον του οποίου στρέφονται για προς στιγμή τόσο η ακρίβεια του φιλόλογου όσο η αναντίρρητη χειρονομία του επαναστάτη.
Η υλιστική παράδοση, αυτή που περικόπτει με μια δημιουργική και αρπακτική κίνηση, έχει έπειτα τα δικά της προφανή στηρίγματα σε συγγραφείς που έχουν διακρίνει στην προφορική γλώσσα το αυθεντικό βιολογικό γνώρισμα του είδους μας. Και που, ακριβώς γι’ αυτό, είναι πεισματικά συγκρατημένοι στους ιδιαίτερους νόμους, στη δύναμη και τα όρια που τους βάζουν, αρνούμενοι εν κατακλείδι να τους ανάγουν σε κάτι άλλο (ναι, μιλάμε για μια αναγωγή, που καλύπτεται με μια εντελώς αδιάφορη και «ιδεαλιστική» αμέλεια για τα φυσικά χαρακτηριστικά του Homo sapiens sapiens). Ο Saussure, o Wittgenstein, o Benveniste, o Chomsky, o Leroi-Gourhan: ιδού τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο μυαλό οποτεδήποτε θέλουμε να σκεφτούμε νηφάλια και κατάλληλα εκείνον τον σταθμό της εξελικτικής διαδικασίας που είναι ο ανθρώπινος οργανισμός.
Προχωρώντας αρκετά πέρα από τα συνήθη όρια, χρειάζεται να προσαρτήσουμε στο έδαφος ενός μη χωλαίνοντος υλισμού τους στοχασμούς της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας από τον Herder έως τον Gehlen, σχετικά με τον άνθρωπο ως απροσδιόριστο ζώο (ή, αλλά είναι το ίδιο, δυναμικό), φτωχό από εξειδικευμένα ένστικτα, στερούμενο ενός ομοιόμορφου και λεπτομερούς «περιβάλλοντος», χρονίως ευρισκόμενο σε νηπιακή κατάσταση. Μια προσάρτηση αρκετά ριψοκίνδυνη, αν θυμηθούμε αμέσως τις αντιδραστικές ενορμήσεις που είναι διάσπαρτες σ’ αυτή τη γραμμή σκέψης. Μια προσάρτηση, ωστόσο, επίκαιρη και ίσως αναγκαία, στην εποχή κατά την οποία ακριβώς αυτά τα περίοπτα χαρακτηριστικά του είδους μας επιδεικνύονται με τη μέγιστη σαφήνεια (και αξιοποιούνται) στο κοινωνικοιστορικό επίπεδο: αρκεί να σκεφτούμε την εκτίμηση την οποία απολαμβάνει η άποψη για την απεριόριστη «ευελιξία» της εργατικής δύναμης, την αξία που αποδίδεται στην ικανότητα αντίληψης των πιο αναπάντεχων αλλαγών, στο refrain για τη «διαρκή εκπαίδευση».
Τέλος, αλλά σίγουρα όχι ως προς τη σημασία του, χρειάζεται να αποδώσουμε φόρο τιμής σε όλες εκείνες τις φωνές, λίγο ενδιαφέρει αν είναι αδιάντροπες ή ταπεινές, που έχουν παραχωρήσει ένα απόλυτο θεωρητικό και πολιτικό πρωτείο στο ζήτημα της ηδονής. Οι νατουραλιστές και άθεοι φιλόσοφοι της Αναγέννησης, κατόπιν οι λιμπερτίνοι και οι αισθητιστές, αλλά και οι τουφεκισμένοι της Κομμούνας, δείχνουν ξεκάθαρα τον απαράβατο δεσμό που υπάρχει, ως προς τις αρχές, μεταξύ τελειότητας και ανέφικτου, μεταξύ της επιδίωξης της ευτυχίας και του ανεπανάληπτου του έμβιου ατόμου. Υπάρχει, σε σχέση μ’ αυτό, ένας ολόκληρος βλαστός σημαντικών σκέψεων, που αξίζει μια φιλόξενη υποδοχή.
4. Οι δύο γενεαλογίες, η πολιτική και η φιλοσοφική, έχουν, προφανώς, μια ευρύτητα αρκετά άνιση: αν η πρώτη μπορεί να καταγραφεί λεπτομερώς, η δεύτερη είναι ένα αίτημα ακόμη ανικανοποίητο. Όχι λιγότερο προφανείς, όμως, είναι οι μεταξύ τους συσχετισμοί και οι αμοιβαίες παραπομπές. Αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε ένα από αυτά τα σημεία επαφής.
Υπάρχουν φιλόσοφοι που περιφρονούν την ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας, γιατί, λένε, δεν προσφέρει μια «ριζοσπαστική» προσέγγιση στα προβλήματα της εποχής μας. Αυτοί πιστεύουν ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η συγκεκριμένη αναπαραγωγή της ζωής είναι υπόθεση είτε των συνδικαλιστών είτε των φανατικών της οικονομετρίας. Μια οξυδερκής παρατήρηση, δεν μπορούμε να πούμε: κρίνει, αν καταλαβαινόμαστε, αυτόν που υποστηρίζει ότι ο Heidegger, απασχολούμενος κάπως επίμονα με την τεχνική, συμπεριφέρεται σαν έμπειρος χημικός. Σκοτούρες της κουλτούρας, τίποτα περισσότερο. Χρειάζεται να κάνουμε υπομονή και να δούμε αυτό που έχει σημασία: ο μετασχηματισμός που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες στην κοινωνική παραγωγή, βρήκε το κλειδί για να καταλάβει τις σύγχρονες μορφές ζωής, την έξαρση που ακολούθησε την "επικοινωνιακή δράση", την αλλαγή στη συνθήκη της δημόσιας σφαίρας και του ήθους.
Παράδειγμα. Τη δεκαετία του ’60 –έτσι μας θυμίζει η καλή πολιτική παράδοση– ο εργατικός αγώνας στόχευε στην αποσύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων από την αύξηση της παραγωγικότητας. «Ο μισθός ως ανεξάρτητη μεταβλητή»: αυτή η τάση προσέλκυσε μεγάλο μίσος, αντίστοιχο μόνο μ’ εκείνο που έδειξε ο De Maistre, ενάμισι αιώνα πριν, για την «ανηθικότητα» των αβράκωτων. Ένα μίσος, άλλωστε, υπαγορευόμενο από συγκεκριμένους λόγους. Ο μισθός ο αποσυνδεδεμένος από την παραγωγικότητα χλευάζει οποιαδήποτε «θεωρία της δικαιοσύνης». Δεν πρόκειται πλέον για την παγίωση μιας «δίκαιης» τιμής του εμπορεύματος εργατική δύναμη: αυτό που αμφισβητείται (διογκώνοντας στο άπειρο αυτή την τιμή) είναι η ίδια η ύπαρξη ενός ξενοίκιαστου εμπορεύματος. Τη δεκαετία του ’70, η υπόθεση έγινε εντελώς σαφής με το αίτημα ενός εισοδήματος ανεξάρτητου από την εργασία. Αίτημα, ή καλύτερα απαίτηση, που σήμερα, σε μια εποχή δομικής ανεργίας, εμφανίζει έναν ασυνήθιστο και γαλήνιο ρεαλισμό. Ε λοιπόν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα ενός «δικαιώματος στο εισόδημα» (σ’ ένα εισόδημα αποσυνδεδεμένο από την εργασιακή επίδοση) έχει μια συμβολική αξία ανάλογη με την τριάδα του 1789: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Ίσως λιγότερο κομψή και δίχως άλλο άχρηστη για τη συγγραφή των στίχων ενός εθνικού ύμνου, αλλά ίδιας σημασίας ως εξέχων σταθμός του πολιτισμού.
Με μια αποφασιστική διαφορά: αυτό το τελευταίο δικαίωμα δεν προκύπτει στη βάση μιας χριστιανομπουρζουάδικης κουλτούρας, αλλά έχει ένα υλιστικό θεμέλιο. Είμαστε «ίσοι» καταρχήν απέναντι τον πατέρα θεό και κατόπιν ως δικαιικά υποκείμενα και πρωταγωνιστές της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Είμαστε «ελεύθεροι» γιατί η θέση του καθενός καθορίζεται μονάχα από τον αντικειμενικό οικονομικό μηχανισμό (όχι από ένα σύστημα προσωπικών εξαρτήσεων). Είμαστε «αδέλφια» εφόσον ανήκουμε στο ίδιο έθνος. Αλλά έχουμε το «δικαίωμα στο εισόδημα» γιατί υπάρχει ένα σώμα αισθαντικό, που θέλει να γευτεί τις ηδονές της ζωής σε μια εποχή κατά την οποία η δραστηριότητα κάτω από ένα αφεντικό έχει ένα κοινωνικό κόστος αδικαιολόγητο και παρασιτικό. Η σύγχρονη ζωντανή εργασία παύει να διαχειρίζεται τα κληροδοτήματα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, καθιστάμενη κυρίως νόμιμος κληρονόμος της υλιστικής παράδοσης. Μιας παράδοσης προς διερεύνηση, απογραφή και αναστοχασμό. Όπως ακριβώς συνέβη πριν από λίγο.
Το κείμενο του Πάολο Βίρνο πρωτοδημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Futuro Anteriore», νο 6, 1998.
Τρίτη 17 Αυγούστου 2010
Ποια είναι η νέα ατζέντα του πολιτικού μετασχηματισμού μετά την εξάντληση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, την ενδόρρηξη των «σοσιαλιστικών χωρώ» και την εφορμούσα παγκοσμιοποίηση; Ποια είναι η κατάσταση της υγείας των ποικιλόμορφων αριστερών του κόσμου; Προκειμένου να δώσει κάποιες απαντήσεις, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους φιλοσόφους εξετάζει τις κρίσιμες φάσεις που βρέθηκε να αντιμετωπίζει η αριστερά μετά το 1989: από τη γέννηση του ζαπατισμού μέχρι την εμφάνιση των κινημάτων για μια άλλη παγκοσμιοποίηση, από τις προφητικές απεργίες στο Παρίσι το 1995 μέχρι την εμφάνιση σ’ ολόκληρη την Ευρώπη της επισφάλειας ως τη νέα διάχυτη μορφή μισθωτής εργασίας. Goodbye Mr Socialism συνεπώς. Το παλιό αναδιανεμητικό μοντέλο παρασύρθηκε από το ρεύμα της ιστορίας. Τώρα πρέπει να αναζητηθούν νέα παραδείγματα που θα μπορέσουν να ξαναχαράξουν τον δρόμο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Το αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης ξαφνιάζει: η εξουσία είναι δομικά διαιρεμένη και, αν στα λόγια διακηρύττει την υπέρτατη κυριαρχία της, στην πραγματικότητα προσπαθεί συνεχώς να τιθασεύσει τις κεντρόφυγες ροπές που γεννιούνται από τη βάση της κοινωνίας. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ο μετασχηματισμός είναι ακόμη δυνατός, σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Ο Αντόνιο Νέγκρι (Πάντοβα 1933) είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους στοχαστές της θεωρίας για το κράτος, πάντοτε ενεργός στα κινήματα μετασχηματισμού της κοινωνίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Από το μεγάλο συγγραφικό του έργο θυμίζουμε την τριλογία του μαζί με τον Μάικλ Χάρντ, Empire (2002), Multitude (2004), Commonwealth (2009).
Ο Ραφ «Βάλβολα» Σέλσι (Μιλάνο 1957) ασχολείται με τη φιλοσοφία της επικοινωνίας. Ανάμεσα στα έργα του είναι και το Ribellione nella silicon valley (Shake 1997), No copyright (Shake 1994) και Cyber-punk. Antologia di testi politici (Shake 1990).
Παρέγκλιση 1η
Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010
Το κοινό στον κομμουνισμό
"...Μπορεί κανείς να πει, σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο, ότι ο νεοφιλελευθερισμός ορίζεται από τη μάχη της ατομικής ιδιοκτησίας όχι μόνο εναντίον της δημόσιας, αλλά επίσης, και ίσως πιο σημαντικά, εναντίον του κοινού. Εδώ είναι χρήσιμο να διακρίνουμε μεταξύ δύο τύπων του κοινού, που αμφότεροι είναι αντικείμενο των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών του κεφαλαίου (και αυτό μπορεί να χρησιμεύσει ως ένας αρχικός ορισμός του "κοινού"). Από τη μια πλευρά με τον όρο κοινό [common] αναφερόμαστε στη γη και όλους τους πόρους που συνδέονται μαζί της: έδαφος, δάση, νερό, αέρας, ορυκτά κ.ο.κ. Αυτό σχετίζεται στενά με την αγγλική χρήση του όρου "κοινά" [commons] κατά τον 17ο αιώνα (στον πληθυντικό δηλαδή). Από την άλλη πλευρά, το κοινό αναφέρεται επίσης, όπως έχω ήδη πει, στα αποτελέσματα της ανθρώπινης εργασίας και δημιουργικότητας όπως οι ιδέες, η γλώσσα, οι παθήσεις κλπ. Μπορούμε να σκεφτούμε το πρώτο σαν το "φυσικό" κοινό και το δεύτερο σαν το "τεχνητό" κοινό, αλλά στην πραγματικότητα τέτοιοι διαχωρισμοί μεταξύ φυσικού και τεχνητού γρήγορα καταρρέουν. Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός στοχεύει στην ιδιωτικοποίηση αμφότερων των μορφών του κοινού..."
Michael Hardt
Η Φιλοσοφία του Noir
"...Η καινοτομία, ως καρπός της λογοτεχνίας, έγκειτο κτρίως στο να μας διδάξει ότι η αστυνομική δραστηριότητα δεν έχει καμία σχέση με μια μεταφυσική ή επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας. Το εργαστήριο της αστυνομίας δεν προσομοιάζει στην επιστήμη περισσότερο απ' όσο τα τηλεφωνήματα των πληροφοριοδοτών, οι αναφορές της χωροφυλακής ή τα βασανιστήρια δεν προσομοιάζουν σε μια μεταφυσική συζήτηση. Ως γενικός κανόνας, διακρίνονται δυο περιπτώσεις: η επαγγελματική δολοφονία, για την οποία η αστυνομία γνωρίζει πολύ γρήγορα, λίγο πολύ, ποιος είναι ο ένοχος και η δολοφονία με σεξουαλικό υπόβαθρο, για την οποία ένοχος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Αλλά σε αμφότερες τις περιπτώσεις το πρόβλημα δεν τίθεται με όρους αλήθειας. Πρόκειται κυρίως για έναν απροσδόκητο συμψηφισμό λαθών: τσάκωμα του ενόχου, γνωστού αλλά χωρίς αποδείξεις, σε πεδία διαφορετικά από εκείνα της εγκληματικής του δραστηριότητας (έτσι έχουμε το αμερικανικό σχήμα του ατιμώρητου γκάνγκστερ, ο οποίος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για φορολογικές παραβάσεις) προσμονή ώστε ο ένοχος είτε να εκδηλωθεί είτε να ξαναρχίσει την εγκληματική του δραστηριότητα, προκαλώντας τον, υποχρεώνοντάς τον να εκδηλωθεί μέσα από μια παγίδα..."
Gilles Deleuze
Προς αναζήτηση της commonwealth
"Μπορούμε να μιλήσουμε για μια ταξική πάλη του πλήθους; Αν ναι, μπορούμε μόνο με όρους ήδη καθορισμένους από τη νέα μετάβαση. Δηλαδή με όρους κατάφασης, θετικούς, ως αναγνώριση μιας νέας οντολογικής δύναμης που οικοδομεί νέες "μορφές ζωής", ήτοι νέες οργανώσεις, νέους θεσμούς - και μ' αυτή την έννοια ανασυνθέτει την πολιτική διάσταση. Σ' αυτό το σημείο αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε πώς και γιατί το μητροπολιτικό έδαφος είναι αναγκαίο για την παραγωγή της υποκειμενικότητας. Γιατί η μητρόπολη; Γιατί η μητρόπολη είναι συνάντηση και ανταγωνισμός, παράγει και παράγεται, και πραγματικά θέτει το να παράγεις εναντίον του να παράγεσαι - σ' ένα καθορισμένο έδαφος, που αντιπροσωπεύει για το πλήθος εκείνο που ήταν για την τάξη το εργοστάσιο. Είναι προφανές ότι σ' αυτό το έδαφος θα χρειαστεί να επιμείνουμε επί μακρόν και να εμβαθύνουμε την έρευνα. Η μητροπολιτική οργάνωση απέχει πολύ από το να μπορεί να οριστεί ρητά, ωστόσο είναι σε σχέση μ' αυτή που χωροποιείται και καθορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο ο χρόνος του πλήθους."
Toni Negri
Η Ανατροπή της Πολιτικής (επανέκδοση)
Η ιστορία της Αυτονομίας (ή των αυτονομιών;) είναι η προσπάθεια των κοινωνικών κινημάτων του ανταγωνισμού από το '68 και μετά, να υπάρξει μια συλλογική απάντηση των νέων υποκειμένων των δυτικών μητροπόλεων (και όχι μόνο) στις εξελίξεις του ύστερου καπιταλισμού. Καταλήψεις στέγης και κοινή ζωή, ανοιχτές συνελεύσεις για τη συλλογική λήψη των αποφάσεων με ακύρωση της ιεραρχίας και της αντιπροσώπευσης, συγκρούσεις με την αστυνομία ως έμπρακτη διεκδίκηση του δικαιώματος στην αντίσταση απέναντι στην κρατική και εταιρική καταστολή, ανάδειξη του γυναικείου ζητήματος, κινηματικός αγώνας εναντίον της κούρσας των εξοπλισμών και της διάδοσης της πυρηνικής ενέργειας, αντικουλτούρα και συνεχής ρήξη με την κοινωνία των εμπορευμάτων και τη λογική της, αυτοοργάνωση, αλληλοσεβασμός και αλληλέγγύη, στο Βερολίνο, στη Ρώμη, στο Άμστερνταμ, στην Κοπεγχάγη, στη Ζυρίχη, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά του φαντάσματος που πλανήθηκε πάνω από την Ευρώπη από το '68 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 (για να δώσει κατόπιν τη σκυτάλη στα κινήματα που προέκυψαν μετά τα εμβληματικά γεγονότα στο Σηάτλ το 1999). Ο Τζώρτζ Κατσιαφίκας (μαθητής του Χέρμπερτ Μαρκούζε, εδώ και χρόνια ενεργός ακτιβιστής και καθηγητής ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Wentworth στη Βοστώνη) περιγράφει τις "περιπέτειες" ενός ρεύματος που σφράγισε την επαναστατική θεωρία και πρακτική, και του οποίου η επιρροή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Ασκώντας ταυτόχρονη κριτική σ' έναν δογματικό, αποστεωμένο, μίζερο μαρξισμό-λενινισμό και σ' έναν γερασμένο αναρχοσυνδικαλισμό, μακριά από σεχταριστικές λογικές και απόλυτη γνώση της αλήθειας, η Αυτονομία πιάνει ξανά τα νήματα των καλύτερων επαναστατικών παραδόσεων που βγήκαν από την 1η Διεθνή και προσπαθεί να υλοποιήσει (στο μέτρο του δυνατού) στο σήμερα το όνειρο του αύριο. Έστω μόνο γι' αυτό αξίζει κανείς να ρίξει μια ματιά στην πορεία της και το βιβλίο του Κατσιαφίκα (τόσο ιστορικό-περιγραφικό όσο και θεωρητικό) προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Όπως μάλιστα καταλαβαίνουν εύκολα οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες έχει τη σημασία του ότι ο Κατσιαφίκας δεν είναι απλώς ένας ακαδημαϊκός που έλκεται από μια γοητευτική ιστορία, αλλά ένας άνθρωπος που έχει ζήσει (και συνεχίζει να ζει) από τα μέσα αυτού του τύπου τα κινήματα. Κάτι, όμως, που δεν του απαγορεύει να είναι κριτικός (ενίοτε και επικριτικός) απέναντι και στα κακώς κείμενα αυτής της ιστορία. αφού το ζήτημα δεν είναι να βρούμε νέους "μύθους" για να υμνήσουμε, αλλά θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να αρθρώσουμε τα μικρά και μεγάλα μας όχι στην εξουσιαστική βαρβαρότητα, σε όλες της τις εκφάνσεις.
Οι αναρχικές πτυχές στο έργο του Φρειδερίκου Νίτσε (επανέκδοση)
"...ο Νίτσε δεν ήταν ένας κοινωνιολόγος αλλά ποιητής, επαναστάτης και καινοτόμος. Η αριστοκρατία του δεν είχε να κάνει μήτε με την καταγωγή μήτε με τα χρήματα. Ήταν αριστοκρατία του πνεύματος. Υπό αυτό το πρίσμα ο Νίτσε ήταν αναρχικός, και όλοι οι πραγματικοί αναρχικοί ήταν αριστοκράτες... Γίνεται [ο Νίτσε] δέκτης μομφών ως κάποιος που μισεί τους αδύναμους επειδή πίστευε στον Υπεράνθρωπο. Δεν περνά από το νου των υπερφίαλων ερμηνευτών αυτού του γιγάντιαίου μυαλού πως το όραμα για τον Υπεράνθρωπο απέβλεπε, συνάμα, και σε μια κοινωνία που δεν θα γεννά αδύναμους και σκλάβους..."
Emma Goldman
Η Ληστεία Τράπεζας (επανέκδοση)
Η ληστεία τράπεζας είναι χωρίς αμφιβολία το πιο ζηλευτό έγκλημα. Οι ληστές, είναι οι πιο αγαπητοί εγκληματίες και απολαμβάνουν τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Ανέκαθεν. Ξεκινώντας από την Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης και φτάνοντας στην άγρια αμερικανική Δύση, η ληστεία τράπεζας έχει μακρά ιστορία και πολλούς πρωταγωνιστές Από τους αδελφούς Ντάλτον, τους Μπόνι και Κλάιντ, τον Ντίλινγκερ μέχρι τον Μπριγκς, τον Μπονό, τον Ντουρούτι μέχρι τους Τουπαμάρος και τους Ερυθροταξιαρχίτες, οι αναρίθμητες επιθέσεις στα οχυρά του χρήματος δείχνουν ότι τα χρήματα αρέσουν σ' όλους. Σ' αυτό το βιβλίο διαβάζουμε για ξαλαφρωμένα χρηματοκιβώτια, επιθέσεις σε άμαξες, τρένα και χρηματαποστολές, λεηλατημένες τράπεζες. Για επαγγελματίες διαρρήκτες, άψογους ληστές οπαδούς του fair play, πεισμένους επαναστάτες, μέχρι και για γηραιές κυρίες που θέλουν να συμπληρώσουν τη σύνταξή τους. Για συστήματα ασφαλείας και συναγερμούς, οδούς διαφυγής και κρησφύγετα. Περισσότερο από την ιστορία ενός συγκεκριμένου εγκλήματος, το βιβλίο Η Ληστεία Τράπεζας πρέπει να διαβαστεί ως η ιστορία ενός ονείρου: να γίνει κανείς πλούσιος χωρίς να κουραστεί.