Nico Berti
Λενινιστικός και αναρχικός
βολονταρισμός
βολονταρισμός
Το κείμενο που ακολουθεί θέλει να αναδείξει ένα ουσιαστικό πρόβλημα στην αναρχική ανάγνωση του λενινισμού, με ένα πρίσμα ταυτοχρόνως θεωρητικό και ιστορικό. Σκοπεύουμε, εννοείται, να επισημάνουμε εδώ μερικά μονάχα θεμελιώδη ζητήματα, χωρίς να έχουμε την παραμικρή πρόθεση να εξαντλήσουμε το πρόβλημα, το οποίο για συγκεκριμένους λόγους, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι σύνθετο και βασανιστικό. Αυτού λεχθέντος, ερχόμαστε αμέσως στον πυρήνα του προβλήματος, δηλώνοντας ότι μια συζήτηση για τον λενινισμό περνά, πρώτα απ’ όλα, μέσα από το κρίσιμο και θεμελιώδες ζήτημα του επαναστατικού υποκειμενισμού. Ισχυριζόμαστε, πράγματι, ότι όλες οι αβυσσαλέες ιδεολογικές και στρατηγικές διαφορές που χωρίζουν τον αναρχισμό από τον λενινισμό, προέρχονται ακριβώς από ένα φαινομενικά κοινό στοιχείο: τον υποκειμενισμό, ακριβώς. Πρόκειται για μια μεθοδολογική προεισαγωγή, που μας φαίνεται ορθή τόσο από επιστημονική όσο και από ιδεολογική σκοπιά, εφόσον η ιδιαιτερότητα του λενινισμού αναφορικά με τη μαρξιστική θεωρία και παράδοση, έγκειται στο βολονταριστικό-επαναστατικό μπόλιασμα του πρώτου στη δεύτερη. Με άλλα λόγια, αν δεν βάλουμε στο κέντρο της συζήτησης τον βολονταρισμό, η ανάλυση τείνει να καταλήγει στη συνήθη αντιπαράθεση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού. Συνεπώς, είναι από τον υποκειμενισμό που πρέπει να ξεκινήσουμε και, για να είμαστε ακριβείς, από τον λενινιστικό υποκειμενισμό: θα προχωρήσουμε αμέσως στην αποσαφήνιση του προβληματισμού μας, επισημαίνοντας τα θεμελιώδη σημεία της λενινιστικής σκέψης και πρακτικής. Η αφετηρία του Λένιν είναι διπλή: από τη μια πλευρά ο Μαρξ, από την άλλη η Ρωσία. Ο Μαρξ, δηλαδή η αντικειμενική πλευρά της ιστορίας (από την ανάπτυξη του κεφαλαίου στη δημιουργία του προλεταριάτου και από εκεί στην επανάσταση) και η Ρωσία, δηλαδή η ανωμαλία αναφορικά με τη γραμμή που είχε υποδείξει ο Μαρξ (με την απουσία, εκεί, του καπιταλισμού). Το πρόβλημα του Λένιν είναι συνεπώς το πώς θα μπολιάσει την επαναστατική διαδικασία σε μια ιστορική κατάσταση την οποία ο μαρξισμός με τίποτα δεν μπορεί να θεωρήσει ευνοϊκή. Εξ ου η αποδοχή και η άμεση υιοθέτηση «μιας συγκεκριμένης οπτικής γωνίας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Λένιν) και εξ ου η αποδοχή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις και στην ίδια την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, όπου το βάρος και ο ρόλος της εργατικής τάξης ουσιαστικά σπάνιζαν, είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά. Ολόκληρη η πολυπλοκότητα της λενινιστικής σκέψης έγκειται έτσι στη λύση αυτού του προβλήματος, του προφανώς άλυτου: να υπάρξει δηλαδή μια μαρξιστική επανάσταση (γιατί για μια μαρξιστική επανάσταση πρόκειται) χωρίς τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που αυτή θέτει σαν απαραίτητες. Ο δρόμος που ακολουθεί ο Λένιν προκειμένου να πετύχει η επανάσταση, αντανακλά άψογα αυτή τη διπλή τάση, που από τη μια πλευρά προσαρμόζει συνεχώς το επαναστατικό σχέδιο στις συγκεκριμένες πτυχές ενός συγκεκριμένου πλαισίου, ενώ από την άλλη υποτάσσει διαρκώς την ανατρεπτική πρακτική στις σιδερένιες θηλιές της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Αλλά τι κάνει ο Λένιν προκειμένου να υποτάξει την τακτική στη στρατηγική και αυτή, με τη σειρά της, στην ιδεολογία; Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός. Εφόσον στη Ρωσία το επαναστατικό υποκείμενο που υποδεικνύει ο μαρξισμός είναι ουσιαστικά ανώριμο –είτε από πολιτική είτε από κοινωνική άποψη– χρειάζεται να δημιουργηθεί τεχνητά μια φιγούρα που θα το υποκαταστήσει και στην οποία θα ανατεθεί το καθήκον να διευρύνει εκείνες τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που, τη δεδομένη στιγμή, είναι μειοψηφικές και λανθάνουσες. Δηλαδή αυτή η φιγούρα πρέπει να εμφυσήσει στην εργατική τάξη μια τέτοια επαναστατική πνοή, ώστε αυτή να εναντιωθεί στην επέκταση της καπιταλιστικής κυριαρχίας, σύμφωνα με μια λογική εντελώς διαλεκτική και χεγκελιανή, που θέλει να βλέπει τους εργατικούς αγώνες σαν απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη του κεφαλαίου, η οποία, με τη σειρά της, είναι η περαιτέρω συνθήκη για την ανάπτυξη των ίδιων των εργατικών αγώνων. Ο κύκλος κρίση-ανάπτυξη-κρίση που συνέλαβε και θεωρητικοποίησε ο Μαρξ σε συνθήκες ώριμου καπιταλισμού έρχεται εδώ, στην ιδιαιτερότητα της αγροτικής Ρωσίας, να δημιουργηθεί τεχνητά μέσω της υποκειμενικής δράσης των δρώντων μειοψηφιών. Στη λενινιστική θεώρηση, όπου η ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο παρουσιάζεται σαν μια επαγωγική και εξαναγκαστική αντί για μια ενδογενής και «αυθόρμητη» δημιουργία, οι άνευ αξίας αγροτικές μάζες, βασικό πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, πρέπει να υποταχθούν στη δράση της εργατικής τάξης ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη δράση των «αντιπροσώπων της». Έτσι προκύπτει ένα ιεραρχικό continuum, που διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα στη φάση της κινητοποίησης και του αγώνα του (από τις αγροτικές μάζες στην εργατική τάξη, από την εργατική τάξη στην πρωτοπορία του και από αυτή στην κομματική ηγεσία). Συνεπώς η λενινιστική οργάνωση εμφανίζεται καταρχήν ελαχιστοποιημένη εσωτερικά, για να γιγαντωθεί κατόπιν εξωτερικά, ακολουθώντας μια χωρίς διακοπές ιεραρχική αλληλουχία. Όλα αυτά προκειμένου να αντιπροσωπεύσει και να εκφράσει την προϋποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργατικής τάξης: σαν να έχουμε, δηλαδή, μια προσποίηση θεατρικής παράστασης, που σαν σκοπό της έχει τον μετασχηματισμό της κωμωδίας σε πραγματικότητα. Το καθήκον της οργάνωσης είναι πράγματι ο μετασχηματισμός της συνολικής ιστορικής διαδικασίας από μια δεδομένη ιστορική κατάσταση, η πραγμάτωση του αντικειμενικού ντετερμινισμού της ιστορίας μέσω της υποκειμενικής δράσης μιας φιγούρας που υποκαθιστά την εργατική τάξη. Αυτός είναι ο λενινιστικός δρόμος για να οδηγηθεί και πάλι μια ανώμαλη κατάσταση (η αγροτική Ρωσία) σε μια αντικειμενική κατηγορία της ιστορίας (τη μαρξιστική επανάσταση), μιλάμε δηλαδή για το ιστορικό άλμα που θα επιτρέψει στην ιστορία να γίνει η ιστορία που οφείλει να είναι. Ωστόσο, η φιγούρα που υποκαθιστά την εργατική τάξη μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον μονάχα αν η ταξική της σύνθεση έχει να κάνει με μια φύση όχι οικονομική αλλά πολιτική, μονάχα, δηλαδή, αν η δύναμή της έγκειται, παραδόξως, στο ότι δεν είναι τάξη, στο ότι δεν φέρνει στο εσωτερικό της τα ταξικά χαρακτηριστικά. Η πρωτοπορία των «επαγγελματιών επαναστατών», οργανωμένη με τη μορφή κόμματος, εκφράζει συνεπώς τη θεμελιώδη διχοτομία της λενινιστικής επαναστατικής φιγούρας: ενώ η κοινωνική της σύνθεση είναι αναπόφευκτα μικροαστική, η πολιτική της σύνθεση προϋποτίθεται σαν εργατική. Εξ ου η έσχατη διχοτομία της συνολικής και επαναστατικής δράσης, που αναθέτει το καθήκον του οικονομικού αγώνα στην πραγματική εργατική τάξη, τη στιγμή κατά την οποία οι «επαγγελματίες επαναστάτες» αναλαμβάνουν τον μετασχηματισμό αυτού του οικονομικού αγώνα σε πολιτικό, σε έναν αγώνα, δηλαδή, για την εξουσία. Έτσι, στην ανίατη μαρξιστική διχοτομία ανάμεσα σε ταξικό αγώνα και ταξική συνείδηση, ανάμεσα σε ταξικό και επαναστατικό αγώνα, έρχεται να προστεθεί η διαίρεση ανάμεσα σε οικονομικό και πολιτικό αγώνα, ανάμεσα σε τάξη και κόμμα. Και παραμένει ανίατη η μαρξιστική διχοτομία αναφορικά με την ανάλυση της σχέσης δομής-υποδομής, καθώς αντανακλάται άριστα στη λενινιστική πρακτική (χωρίς τον φόβο μιας πιθανής διάψευσης), από τη στιγμή κατά την οποία οι επαγγελματίες επαναστάτες δεν μπορούν να συγκροτήσουν δομή, δηλαδή τάξη, αλλά μόνο υπερδομή, δηλαδή συνείδηση, εφόσον, όπως έχει γραφτεί στο Μανιφέστο και σε όλα τα ιερά κείμενα των δύο συνεταίρων, η έσχατη τάξη της ιστορίας είναι η εργατική τάξη. Η άφιξη στην εξουσία της σοσιαλιστικής ιντελιγκέντσιας έρχεται να βρει εδώ την τέλεια μυθοποίηση (και δικαιολόγηση) της μέσα στην ιδεολογική βεβαιότητά της, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία τίθενται οι πρακτικές και θεωρητικές βάσεις για τη δράση αυτής καθαυτής της ιντελιγκέντσιας ως πραγματικής κοινωνικής τάξης. Η λεγόμενη «δικτατορία του προλεταριάτου», σαν μια μεταβατική φάση και συνεπώς σαν η θεωρητικοποίηση των δύο χρονικών στιγμών της ιστορικής διαδικασίας –η μία ενεργή (κατάργηση του αστικού κράτους), η άλλη παθητική (εξαφάνιση του προλεταριακού κράτους)– είναι η φυσική λογική κατάληξη των πραγμάτων, που η πλήρης της έκφραση, όπως γνωρίζουν όλοι, εμφανίζεται στο κορυφαίο έργο του λενινιστικού οπορτουνισμού, δηλαδή στο μυθικό και μεταφυσικό Κράτος και Επανάσταση. Είναι εδώ, πράγματι, που ο Λένιν εφαρμόζει καλύτερα από οπουδήποτε αλλού το σχήμα του, δηλαδή την υποταγή του υποκειμενικού στο αντικειμενικό, του βολονταρισμού στον ντετερμινισμό. Το εφαρμόζει υιοθετώντας ακριβώς τη θεμελιώδη μαρξική διάκριση ανάμεσα σε κατάργηση και εξαφάνιση του κράτους, με την έννοια ότι η αταξική κοινωνία, ο κομμουνισμός, δεν πραγματώνεται από το επαναστατικό σχέδιο –αφού αυτό εμποδίζεται από την ανεπανόρθωτη ιεραρχικοποίηση που το διαπερνά– αλλά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το επαναστατικό σχέδιο τίθεται συνεπώς την υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εφόσον μονάχα αυτές, σύμφωνα με τους ορθόδοξους μαρξιστικούς κανόνες, μπορούν να οδηγήσουν στην ωρίμανση του κομμουνισμού. Το κράτος, ως τέτοιο, δεν μπορεί να καταργηθεί˙ μπορεί μονάχα να εξαφανιστεί μέσω της συνολικής διαδικασίας της απελευθέρωσης της εργατικής δύναμης και συνεπώς μέσω της εξαφάνισης της εργασίας. Με άλλα λόγια, η εξαφάνιση του κράτους δεν είναι η θεμελιώδης συνθήκη της ανθρώπινης απελευθέρωσης, αλλά το σημείο άφιξης αυτής της ίδιας της απελευθέρωσης. Κοινωνία χωρίς τάξεις, κομμουνισμός, εξαφάνιση του κράτους, είναι προορισμοί πέρα από την επαναστατική διαδικασία, γενικές κατευθυντήριες γραμμές στο εσωτερικό ενός χρόνου που δεν γίνεται πλέον αντιληπτός ιστορικά. Έτσι η ιδεολογία αποκαλύπτεται σαν αυτό που είναι: ένα θεολογικό, χονδροειδές ανακάτωμα, στην υπηρεσία μιας νέας τάξης, δηλαδή αυτής των επαγγελματιών επαναστατών, που από την αρχή έχουν αναλάβει την καθοδήγηση ολόκληρης της επαναστατικής διαδικασίας. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να περάσουμε σε κάποιες γενικές σκέψεις. Η πρώτη, και η πιο σημαντική, αφορά το πραγματικό αντικείμενο ολόκληρης της λενινιστικής «επιστήμης». Το πραγματικό αντικείμενο αυτής της «επιστήμης» είναι ένα και μοναδικό: η κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον σκοπό πρέπει να υποταχθούν τα πάντα, χωρίς κανένα πρόσκομμα. Για να δικαιολογηθεί η ευκαμψία της λενινιστικής δράσης, της ευφυούς διαπλοκής τακτικής και στρατηγικής σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατάσταση, χρειάζεται ακριβώς να είναι πάντοτε παρούσα αυτή η κατηγορική επιταγή: η κατάκτηση της εξουσίας, η οποία συνιστά την πρώτη και πλέον σημαντική συνθήκη της προλεταριακής επανάστασης. Εξ ου και η προλεταριακή επανάσταση είναι πάντοτε, στη λενινιστική θεώρηση, μια πολιτική επανάσταση. Είναι αυτή, συνεπώς, η αληθινή έκφραση του υποκειμενισμού του. Καθώς δέχεται ότι υπάρχει μια (υποτίθεται) αντικειμενική και μιας κατεύθυνσης τάση στην ιστορία υπέρ της πλήρους ανάπτυξης του καπιταλισμού, η πολιτική επανάσταση αποκτά προτεραιότητα έναντι της κοινωνικής επανάστασης (ταξικός αγώνας, εξαφάνιση των τάξεων). Φτάνουμε συνεπώς, και εντελώς λογικά, στην πρώτη στάση αυτού του δρόμου, την οποία μπορούμε να διατυπώσουμε με τα ίδια τα λόγια του Λένιν: κρατικός καπιταλισμός-δικτατορία του προλεταριάτου. Καπιταλισμός, γιατί χρειάζεται να περάσουμε μέσα από αυτό το καθαρτήριο που είχε υποδείξει ο Μαρξ· κρατικός, γιατί η πολιτική επανάσταση προηγείται της κοινωνικής επανάστασης· δικτατορία του προλεταριάτου γιατί αυτή συνιστά τη φάση της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, από το κράτος στην εξαφάνιση του κράτους, από την πολιτική επανάσταση στην κοινωνική επανάσταση, από τον ταξικό αγώνα στην αταξική κοινωνία. Συνεπώς ο λενινιστικός υποκειμενισμός είναι ένας ψευδής υποκειμενισμός, που με τη σειρά του συνεπάγεται έναν ψευδή ρεαλισμό. Ολόκληρη η δημιουργική δράση του λενινισμού, πράγματι, υπόκειται διαρκώς σε μια a priori, υποτίθεται αντικειμενική τάση της ιστορίας. Αυτή του η αντίληψη τον εμποδίζει να έχει μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, αφού η μέθοδος της προσαρμογής σε μια συγκεκριμένη συνθήκη εξυπηρετεί, πάντοτε και μονάχα, τον μετασχηματισμό αυτής της δεδομένης συνθήκης σε μια προϋποτιθέμενη συνθήκη: ο λενινισμός, δηλαδή, είναι ανίατα δογματικός. Με αυτή την έννοια ικανοποιεί εκείνους τους ερμηνευτές του που διεκδικούν την καθολικότητα της μεθόδου του, αφού είναι ακριβώς αυτή η άκαμπτη σχηματοποίησή του –που συνιστά ουσιαστικά την ίδια του τη φύση– η οποία δικαιολογεί την υποτίθεται παντοτινή εφαρμοστικότητά του. Στην πραγματικότητα, η επαναστατική θεωρία του Λένιν αναδείχθηκε στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, που ολοκληρώθηκε με τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση του ευρωκεντρισμού. Όμως ενώ κάτι τέτοιο χρησιμεύει στο να προσδιορίσουμε ιστορικά τον λενινισμό, στο να τον τοποθετήσουμε ιστορικά στο χωροχρονικό του πλαίσιο, δεν βοηθά στην κατανόηση και την ερμηνεία της θεωρητικής του διάρκειας. Έφυγε ο Λένιν αλλά έμεινε ο λενινισμός. Είναι αλήθεια, ότι η λενινιστική επαναστατική θεωρία παρουσιάζεται κυρίως σαν κριτική θεωρία του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, σαν ασιατικοποίηση και ανατολικοποίηση του μαρξισμού, σαν ιδεολογικό και στρατηγικό υπόδειγμα για την επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας τριτοκοσμικής μορφής, σαν ένα άλμα δηλαδή πάνω από την αστικο-καπιταλιστική φάση και τις αντίστοιχες δημοκρατικο-κοινοβουλευτικές δομές, που θα συμβεί χάρη στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης˙ αλλά είναι αλήθεια, επίσης, ότι η ισχύς της θεωρίας της κατάρρευσης που θα ξεκινήσει από τους πιο αδύναμους κρίκους (στη συγκεκριμένη περίπτωση τη Ρωσία), εξαρτάται καθαρά από τις συμπτώσεις. Από επιστημονική άποψη, η θεωρία που βλέπει τον πόλεμο για το μοίρασμα των αγορών σαν την αναπόφευκτη έκβαση της αντικειμενικής αδυναμίας του καπιταλισμού να ανεβάσει το επίπεδο ζωής των εργαζόμενων μαζών, διευρύνοντας έτσι την εσωτερική αγορά κάθε χώρας με τέτοιον τρόπο ώστε να καταστεί ικανή να απορροφήσει μια ολοένα και αυξανόμενη παραγωγή, δεν αξίζει την υπερβολική σκέψη που της έχει αφιερωθεί. Πρόκειται, πράγματι, για μια επανάληψη των λαϊκιστικών θεματικών, που είχαν δη βρει την καλύτερη ανασκευή τους στα νεανικά γραπτά του ίδιου του Λένιν. Στην πραγματικότητα, αυτή η θεωρία δεν μπορεί να κατέχει στην επιστημολογική δομή της λενινιστικής σκέψης την ίδια θέση που κατέχει το οργανωτικό τέχνασμα των «επαγγελματιών επαναστατών». Ενώ η θεωρία της κατάρρευσης καταγράφει κάτι που συμβαίνει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη θέληση ή έστω σαν αποτέλεσμα μιας μακράς μέσευσης ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της ιστορικής πραγματικότητας, το οργανωτικό τέχνασμα των «επαγγελματιών επαναστατών» θεωρείται εφαρμόσιμο και δυνάμενο να επαναληφθεί, στον μέγιστο βαθμό, σε κάθε δεδομένη συνθήκη. Η πρώτη, δηλαδή, είναι μια θεωρία συνδεδεμένη με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, των οποίων είναι μια πιστή έκφραση, ενώ το δεύτερο, αντιθέτως, στερείται αυτού του χρονολογικού βάρους. Με άλλα λόγια, αν και η μεν και το δε παρουσιάζουν την ίδια εξωτερικότητα –οι «επαγγελματίες επαναστάτες» είναι η συνείδηση που έρχεται από τα έξω στην εργατική τάξη, όπως η κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και ο πόλεμος είναι γεγονότα τα οποία, αν και ευνοούν την επαναστατική έκρηξη, συμβαίνουν πέρα από τη θέληση και τις δυνατότητες της εργατικής ταξικής πάλης, αφού κι αυτά έρχονται από τα έξω –μόνο η θεωρία του οργανωτικού τεχνάσματος, εφόσον έχει να κάνει άμεσα με τη θέληση, μπορεί να επαναλαμβάνεται αδιακρίτως παντού. Όπως βλέπουμε, ο πυρήνας του λενινισμού είναι πάντοτε ο υποκειμενισμός (τον οποίο όμως έχουμε διακριβώσει ως λανθασμένο βολονταρισμό). Αν, συνεπώς, η θεωρία της οργάνωσης συνιστά την πραγματική ουσία του λενινισμού (το πάθος που θεοποιεί το κόμμα, μέσω της μυθικής βεβαιότητας για το ακατανίκητό του), αν, δηλαδή, είναι αυτή η πραγματική επαναστατική θεωρία του Λένιν, τότε οφείλουμε να πούμε ότι ο λενινισμός είναι ενδογενώς και σε βάθος αυταρχικός. Αυταρχικός όμως όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά με πολύ πιο ουσιαστικό και τρομερό τρόπο, αφού ανατρέχει σε μια ολοκληρωτική αντίληψη για την ίδια την πραγματικότητα. Την ερμηνεία για κάτι τέτοιο νομίζουμε ότι τη δώσαμε προηγουμένως. Δεν πρόκειται, πράγματι, μόνο για μια ακραία ιεραρχική αντίληψη της επαναστατικής οργάνωσης, έτσι όπως ισχυρίζονταν στην εποχή του οι σοσιαλδημοκράτες, οι λουξεμπουργκιστές και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές, αλλά για τη θέληση καθυπόταξης, μέσω της επαναστατικής διαδικασίας, ολόκληρης της ιστορικής φάσης, τόσο της παρούσας όσο και της μελλοντικής. Πρόκειται δηλαδή για τον μετασχηματισμό μιας δεδομένης ιστορικής διαδικασίας σε μια προϋποτιθέμενη ιστορική διαδικασία, ξεκινώντας ακριβώς, όπως επισημάναμε προηγουμένως, από μια χεγκελομαρξιστική ιδέα. Στην πραγματικότητα, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την κολοσσιαία αντεπαναστατική ανατροπή που ξεκίνησε ο Λένιν και συνέχισε ο Στάλιν, αν δεν ξεκινήσουμε από αυτή τη διαλεκτική ιδέα, από αυτή τη γιγαντιαία μεταφυσική; Τι ήταν πρώτα η ΝΕΠ και κατόπιν η εξαναγκαστική εκβιομηχάνιση (εξόντωση εκατομμυρίων αγροτών), αν όχι η ενεργοποίηση των μαρξιστικών κειμένων που υποστηρίζουν τον αντικειμενικά επαναστατικό και προωθητικό ρόλο του βιομηχανικού καπιταλισμού και του βιομηχανισμού tout-court, σαν εκείνες τις μοναδικές ιστορικές διαδικασίες που είναι σε θέση να διαμορφώσουν και να ομογενοποιήσουν μια εργατική τάξη η οποία μέχρι τότε, στη Ρωσία, υπήρξε περισσότερο στα κεφάλια των μαρξιστών παρά στην κοινωνική πραγματικότητα; Τι ήταν η σχεδιοποίηση από τα πάνω και η επακόλουθη γραφειοκρατικοποίηση, αν όχι η πραγματοποίηση της μαρξιστικής ντιρεκτίβας –ήδη θεωρητικοποιημένη στο Μανιφέστο– που αναθέτει σαφώς στην οικονομική συγκεντροποίηση το θεμελιώδες καθήκον πραγματοποίησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέχρι το σημείο όπου θα είναι δυνατή η απελευθέρωση από τις ανάγκες; Τι ήταν η Κροστάνδη, η εξόντωση των μαχνοβιτών και εκατοντάδων χιλιάδων επαναστατών αν όχι η εφαρμογή, σύμφωνα με την πιο διαυγή χεγκελιανή θεώρηση, μιας διαλεκτικής που επιζητά ένα πανίσχυρο κράτος, αφού, μαζί με την ιδέα περί ξεπεράσματος του καπιταλισμού, υπάρχει η αντίληψη ότι όσο πιο υψηλός και ώριμος είναι ο βαθμός της ανάπτυξής του τόσο πιο ταχεία θα είναι η εξαφάνισή του; Είναι δύσκολο συνεπώς να ανασκευαστεί η ιδέα ότι ο λενινισμός ήταν και είναι η υπέρτατη έκφραση του επαναστατικού ολοκληρωτισμού και γι’ αυτό βρισκόταν και βρίσκεται, προφανώς, σε ριζική και αμείωτη αντίθεση με την επαναστατική αντίληψη των αναρχικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου