ΤΟ «ΑΛΛΟ» ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ
ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ 2014, 12–6 μμ.
ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΑΠΕΙΛΗ • ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΡΧΕΙΑ • ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ
• ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ • ΟΥΑΠΙΤΙ • ΣΟΦΙΤΑ • ΣΤΑΣΕΙ ΕΚΠΙΠΤΟΝΤΕΣ •
ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ • ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ • ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ • FUTURA
Σελίδες
▼
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
Μιχαήλ Μπακούνιν Γράμματα από την Ιταλία
Στις ιλιγγιώδεις περιπλανήσεις του, είτε για να συμμετάσχει σε μια εξέγερση είτε για να διαφύγει μια σύλληψη, ο Μπακούνιν διέμενε για κάμποσο καιρό αρκετά συχνά στην Ιταλία, κυρίως τη δεκαετία του ’60 του 19ου αιώνα. Περισσότερο από την έλξη που του ασκούσαν οι ομορφιές της χώρας (είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Μπακούνιν για τη Νάπολη που υπεραγαπούσε και για τον καφέ της: «ο καφές για είναι καλός πρέπει να είναι μαύρος όπως η νύχτα, γλυκός όπως ο έρωτας και ζεστός όπως η κόλαση»), ο στόχος που επιδίωκε ήταν να εξάψει τη φαντασία των φτωχών ιταλικών μαζών για τη δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων και ελεύθερων. Ανάμεσα στη μια και την άλλη συνωμοσία, αποκαλύπτεται, ωστόσο, μέσα από διάφορα κείμενα αλλά και από γράμματα, που κάποια δημοσιεύουμε κι εδώ, ένας οξύς παρατηρητής των κακών μιας μόλις ενοποιημένης χώρας, η οποία υπέφερε τότε από τα ίδια περίπου προβλήματα που υποφέρει και σήμερα: έναν δημοσιονομικό μηχανισμό τόσο καταναγκαστικό όσο και αναποτελεσματικό, την άσκηση της εξουσίας από τους διαχειριστές των δημόσιων πραγμάτων για προσωπικό όφελος, την ύπαρξη μιας εκτεταμένης γραφειοκρατίας, τον άκρως παρεμβατικό ρόλο της εκκλησίας… Εν κατακλείδι, το άλλοτε αγανακτισμένο και άλλοτε ενθουσιώδες βλέμμα του ρώσου επαναστάτη φέρνει στο φως όχι μόνο μια Ιταλία που δεν δυσκολευόμαστε πολύ να αναγνωρίσουμε, αλλά δυστυχώς και πολλά από τα πράγματα τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν και για τη δική μας χώρα, κάτι που κάνει άκρως ενδιαφέρουσα την ανάγνωση αυτών των γραμμάτων. Γράμματα τα οποία, επιπλέον, δείχνουν και πολλά πράγματα για την προσωπικότητα ενός από τους βασικούς οραματιστές της αναρχίας, που το 2014 συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννησή του (μια επέτειο που ελπίζουμε να τιμά στο ελάχιστο και η ανά χείρας έκδοση).
Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Alain Badiou Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ κείμενα για την ελληνική κρίση
«… Επομένως, αναμφίβολα πρέπει να αντισταθούμε. Αλλά η λέξη αντίσταση, όπως γνωρίζετε, είναι μια λέξη διφορούμενη, διότι μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει την επιθυμία ανάκτησης παλαιότερων προνομίων, αποκατάστασης αλλοτινών ισορροπιών και συμβιβασμών. Είναι γεγονός ότι, όταν υπάρχει κάτι που θεωρούμε πολύτιμο, που ο λαός θεωρεί πολύτιμο, οφείλει να το προασπίσει. Όμως το πρόβλημα με το οποίο μας φέρνουν αντιμέτωπους οι αυτοκρατορικές πρακτικές της ζωνοποίησης είναι ότι οι γνώριμες μορφές δράσης –διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, συλλογές υπογραφών, συνελεύσεις και εν τέλει ακόμα και η εκλογή κομμάτων της «αριστεράς»– ανήκουν οριστικά σε μια προηγούμενη αυτοκρατορική εποχή. Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξετάσουμε από πολύ κοντά τις πραγματικές πολιτικές διαδικασίες που παράγουν κάτι νέο, όσο περιορισμένες και αν είναι αρχικά αυτές, και ειδικότερα, αν υπάρχουν, τις νέες μορφές οργάνωσης που θα είναι βιώσιμες, σταθερές, ικανές να ενώσουν μακροπρόθεσμα τις ευρείς λαϊκές μάζες. Ο στόχος είναι να καταλάβουμε τι καινούριο οφείλουμε να παραγάγουμε από τη μεριά μας, στον πολιτικό χώρο όπου μας καλούν οι πρωτοβουλίες της ολιγαρχίας που έχουμε απέναντί μας, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ πιο προχωρημένες από τις δικές μας. Να τονίσουμε σε αυτό το σημείο πως δεν μπορούμε να στηρίξουμε την οποιαδήποτε ελπίδα μας στον προηγούμενο πολιτικό καταμερισμό. Είδαμε επί το έργο, στη δεδομένη συγκυρία, άτομα που επικαλούνταν τη σοσιαλδημοκρατική κληρονομιά, τον Θαπατέρο στην Ισπανία ή τον Παπανδρέου στην Ελλάδα, και ξέρουμε για τι πράγματα είναι ικανοί. Στη Γαλλία επίσης, ας μην έχουμε καμία αυταπάτη για το τι θα συμβεί».■
Αναρχισμός και Συνδικαλισμός Errico Malatesta
Με αφορμή την έκδοση του κειμένου του Ερίκο Μαλατέστα «Αναρχισμός και Συνδικαλισμός», δημοσιεύουμε το κατωτέρω λήμμα του Francesco Codello, από το βιβλίο του Né obbedire Né comandare, ελευθεριακό λεξικό, εκδόσεις Elèuthera, Μιλάνο 2009.
ΕΡΓΑΣΙΑ
Οι ιδέες και οι πρακτικές του αναρχισμού ανέκαθεν συνδέονταν στενά με το ζήτημα της εργασίας. Από τις απαρχές του ελευθεριακού κινήματος, οι εργαζόμενοι υπήρξαν προνομιούχοι συνομιλητές του, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς του ήταν προσανατολισμένο στην απελευθέρωση των ανθρώπινων όντων από τη σκλαβιά της εργασίας. Η εξήγηση αυτής της προφανούς αντίφασης ανάγεται στην αντίληψη της εργασίας σαν εκμετάλλευση της ενεργητικότητας των ανδρών, των γυναικών, μέχρι και των παιδιών, προς όφελος μιας περιορισμένης και προνομιούχας ομάδας αφεντικών. Όμως η εργασία μπορεί να είναι κάτι απολύτως ξένο με αυτή τη λογική: όχι πλέον μια πηγή υποχρεωτικού εισοδήματος στο εσωτερικό μιας άνισης κοινωνικο-οικονομικής δομής, αλλά η μια ανθρώπινη δραστηριότητα δημιουργική και ικανοποιητική, που θα επιτρέπει την επαφή με τους άλλους. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να δείξουμε πώς οι αναρχικοί ασχολούνται κυρίως με την απελευθέρωση από μια εργασία που οι λίγοι εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Όμως είναι εξίσου σημαντικό να σταθούμε για λίγο στους τρόπους που έχουν προταθεί –από τον Κροπότκιν και τον Μπερνέρι πιο συγκεκριμένα– για να υπάρξει μια αντίληψη της εργασίας συμβατή με μια ελεύθερη κοινωνία. Υπάρχουν πάμπολλες σελίδες στη σοσιαλιστική και αναρχική λογοτεχνία του 19ου και του 20ου αιώνα, που περιγράφουν άκρως ρεαλιστικά τις σκληρές συνθήκες εργασίας (και ζωής) των εκμεταλλευόμενων μαζών, μια δραματική μαρτυρία του πώς αυτή η φυσική και αυθόρμητη ανθρώπινη δραστηριότητα έχει μεταμορφωθεί σε ποινή, πόνο, αποξένωση. Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν παρόμοιες περιγραφές, όχι μόνο στις πιο φτωχές χώρες αλλά και στις μοντέρνες και πολύπλοκες βιομηχανικές κοινωνίες. Το να δουλεύεις με επισφαλείς και ταπεινωτικές συνθήκες –όπως συμβαίνει σε έναν αυξανόμενο αριθμό ατόμων στα τηλεφωνικά κέντρα, τις μεγάλες αποθήκες, τις αγροτικές εργασίες, σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δεν έχουν τίποτα το συνεταιριστικό κλπ– συμβάλλει στη δημιουργία ενός αισθήματος μεγάλης δυσαρέσκειας και ακρωτηριασμού της ανθρώπινης εκφραστικότητας. «Η εργασία είναι πάντοτε κόπος. Το πρόβλημα έγκειται στο να δούμε πώς μπορεί να γίνει για όλους ένας ευχάριστος κόπος» υποστήριζε ο Κάμιλο Μπερνέρι [Il lavore attraente, 1936]. Όμως πότε μια οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται ευχάριστη; Όταν ανταποκρίνεται σε μια αυθόρμητη παρόρμηση. Από αυτό προκύπτουν δύο πράγματα: πρώτα απ’ όλα η διάρκεια της εργασίας πρέπει να είναι ανάλογη με τον κόπο (φυσικό ή πνευματικό) και επιπλέον ο καθένας/μια πρέπει να είναι ελεύθερος/η να κάνει εκείνη την παραγωγική δραστηριότητα για την οποία αισθάνεται εντονότερη κλίση.. Πράγματι «κάθε εργασία είναι τόσο περισσότερο κουραστική όσο είναι λιγότερο ικανοποιητική». Θα αρκούσαν αυτές οι σκέψεις για να καταλάβουμε την αναγκαιότητα ανατροπής του σημερινού εργασιακού συστήματος. Αν σκεφτούμε την άμεση εμπειρία μας, μπορούμε σίγουρα να βρούμε αναρίθμητα παραδείγματα τα οποία δείχνουν ότι αληθεύει αυτό που υποστήριζε ο Μπερνέρι. Γυρίστε σπίτι μετά από μια εξουθενωτική ημέρα εργασίας και κάντε μια δουλειά που σας προκαλεί ευχαρίστηση, ακόμη κι αν απαιτεί κόπο, για να δείτε πως ακόμη και η κούραση μπορεί να είναι ευχάριστη. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι είμαστε ελεύθεροι από κάθε επιβολή και έλεγχο, ελεύθεροι από τη μονοτονία της επανάληψης και, κυρίως, ελεύθεροι να σχεδιάζουμε και να αποφασίζουμε στη βάση των δικών μας ρυθμών και επιθυμιών. Όμως υπό αυτές τις συνθήκες ακόμη και η εργασία μπορεί να έχει μια ελκυστική διάσταση και να αποτελέσει προβολή της προσωπικότητάς μας. Μια άλλη απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να καταστεί η εργασία ευχάριστη είναι, για τον Κροπότκιν, εκείνη της ενοποίησης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας: «Εμείς υποστηρίζουμε ότι… κάθε ανθρώπινο ον, αδιακρίτως καταγωγής, πρέπει να λαμβάνει μια τέτοια εκπαίδευση που θα του επιτρέψει να ενώσει μια βαθιά επιστημονική προετοιμασία και μια βαθιά επαγγελματική προετοιμασία… Στον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε πνευματικούς και χειρώνακτες εργαζόμενους, αντιπαραθέτουμε την ένωση αμφότερων των τύπων δραστηριότητας και… υποστηρίζουμε την ενιαία εκπαίδευση ή πλήρη διδαχή, που συνεπάγεται την ήττα μιας τέτοιας βλαβερής διάκρισης» [Πιοτρ Κροπότκιν, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, 1889]. Προφανώς η απελευθέρωση της εργασίας από τους περιορισμούς και την εκμετάλλευση συνεπάγεται μια μακρά και σύνθετη διαδικασία, που ωστόσο δεν παραπέμπει κάθε αλλαγή σε μια υποθετική μελλοντική κοινωνία. Ανάμεσα στις αποπνικτικές συνθήκες της σημερινής κοινωνίας, αυτή η φυσική ανθρώπινη δραστηριότητα προσπαθεί συνεχώς να βρει χώρους για να επανοικειοποιηθεί τη δημιουργική και ελεύθερη διάστασή της. Η άσκηση στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό των ικανοτήτων μας και η οικοδόμηση περιβαλλόντων αυτονομίας, μπορούν να ανατρέψουν την κυρίαρχη σήμερα έννοια της εργασίας, επιτρέποντας την πλήρη βίωση μιας εμπειρίας απαραίτητης για την αυτοεκπλήρωσή μας. Αντιστρόφως, αν η σταθερή απασχόληση αντιπροσώπευε για πολλούς, κυρίως νέους, την προνομιούχα κατάληξη της εργασιακής δραστηριότητας, αυτή η κατάληξη σήμερα έχει γίνει μια αυταπάτη, δεδομένων των συνθηκών επισφάλειας στις οποίες ζούμε. Αυτό έχει προκαλέσει ένα είδος αστάθειας, ακόμη και ψυχολογικής, η οποία, πέρα από το να προκαλεί ματαίωση και κοινωνικό άγχος, δίνει στην ύπαρξη μια αίσθηση ρευστότητας. Ακριβώς γι’ αυτό η αναζήτηση μιας ανεξάρτητης εργασίας, σε αντίθεση με την εξαρτημένη, αντιπροσωπεύει για πολλούς μια ώριμη απόφαση, που τους βάζει σε μια διαδικασία εξόδου από τον διεφθαρμένο κύκλο του «δούλεψε, κατανάλωσε, σκάσε», ο οποίος βρίσκεται στη βάση αυτής της κοινωνίας. Μια από τις πιο διαδεδομένες υπαρξιακές επιλογές στα εναλλακτικά νεολαιίστικα κυκλώματα του δυτικού κόσμου, είναι ακριβώς η εθελουσία απόδραση από τον παραγωγικο-καταναλωτικό κύκλο. Η μισθωτή απασχόληση θεωρείται ως μια μορφή εκμετάλλευσης, ως μία στιγμή κατά την οποία ο προσωπικός χρόνος παραχωρείται για την ικανοποίηση συμφερόντων άλλων, ένα είδος εκπόρνευσης της ακεραιότητάς μας. Όλα αυτά ευνοούν μια άρνηση των παραδοσιακών μορφών εργασίας προς όφελος του πειραματισμού με νέες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης, όσο το δυνατόν περισσότερο αποκομμένες από τη λογική του χρήματος και του κέρδους, αλλά και υπέρ πιο αργών χρόνων, που ευνοούν την ελεύθερη δημιουργικότητα και τις συμποσιακές σχέσεις [Στέφανο Μπόνι, Vivere senza padroni, 2006]. Μια ριζοσπαστική επιλογή που εμφανίζεται σαν σωστή και λογική απάντηση στη σημερινή φανατική αντίληψη της εργασίας, προϊόν ενός κόσμου ναρκωμένου από την αποτελεσματικότητα. Σήμερα ακούγεται περισσότερο από ποτέ αληθινή η ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900): «Ζούμε σε μια εποχή υπερεργασίας και υποκουλτούρας· μια εποχή στην οποία τα άτομα δουλεύουν τόσο πολύ ώστε να γίνονται απολύτως ηλίθια [Όσκαρ Ουάιλντ, Ρήσεις και αφορισμοί, 1999].
ΕΡΓΑΣΙΑ
Οι ιδέες και οι πρακτικές του αναρχισμού ανέκαθεν συνδέονταν στενά με το ζήτημα της εργασίας. Από τις απαρχές του ελευθεριακού κινήματος, οι εργαζόμενοι υπήρξαν προνομιούχοι συνομιλητές του, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς του ήταν προσανατολισμένο στην απελευθέρωση των ανθρώπινων όντων από τη σκλαβιά της εργασίας. Η εξήγηση αυτής της προφανούς αντίφασης ανάγεται στην αντίληψη της εργασίας σαν εκμετάλλευση της ενεργητικότητας των ανδρών, των γυναικών, μέχρι και των παιδιών, προς όφελος μιας περιορισμένης και προνομιούχας ομάδας αφεντικών. Όμως η εργασία μπορεί να είναι κάτι απολύτως ξένο με αυτή τη λογική: όχι πλέον μια πηγή υποχρεωτικού εισοδήματος στο εσωτερικό μιας άνισης κοινωνικο-οικονομικής δομής, αλλά η μια ανθρώπινη δραστηριότητα δημιουργική και ικανοποιητική, που θα επιτρέπει την επαφή με τους άλλους. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να δείξουμε πώς οι αναρχικοί ασχολούνται κυρίως με την απελευθέρωση από μια εργασία που οι λίγοι εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Όμως είναι εξίσου σημαντικό να σταθούμε για λίγο στους τρόπους που έχουν προταθεί –από τον Κροπότκιν και τον Μπερνέρι πιο συγκεκριμένα– για να υπάρξει μια αντίληψη της εργασίας συμβατή με μια ελεύθερη κοινωνία. Υπάρχουν πάμπολλες σελίδες στη σοσιαλιστική και αναρχική λογοτεχνία του 19ου και του 20ου αιώνα, που περιγράφουν άκρως ρεαλιστικά τις σκληρές συνθήκες εργασίας (και ζωής) των εκμεταλλευόμενων μαζών, μια δραματική μαρτυρία του πώς αυτή η φυσική και αυθόρμητη ανθρώπινη δραστηριότητα έχει μεταμορφωθεί σε ποινή, πόνο, αποξένωση. Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν παρόμοιες περιγραφές, όχι μόνο στις πιο φτωχές χώρες αλλά και στις μοντέρνες και πολύπλοκες βιομηχανικές κοινωνίες. Το να δουλεύεις με επισφαλείς και ταπεινωτικές συνθήκες –όπως συμβαίνει σε έναν αυξανόμενο αριθμό ατόμων στα τηλεφωνικά κέντρα, τις μεγάλες αποθήκες, τις αγροτικές εργασίες, σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δεν έχουν τίποτα το συνεταιριστικό κλπ– συμβάλλει στη δημιουργία ενός αισθήματος μεγάλης δυσαρέσκειας και ακρωτηριασμού της ανθρώπινης εκφραστικότητας. «Η εργασία είναι πάντοτε κόπος. Το πρόβλημα έγκειται στο να δούμε πώς μπορεί να γίνει για όλους ένας ευχάριστος κόπος» υποστήριζε ο Κάμιλο Μπερνέρι [Il lavore attraente, 1936]. Όμως πότε μια οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται ευχάριστη; Όταν ανταποκρίνεται σε μια αυθόρμητη παρόρμηση. Από αυτό προκύπτουν δύο πράγματα: πρώτα απ’ όλα η διάρκεια της εργασίας πρέπει να είναι ανάλογη με τον κόπο (φυσικό ή πνευματικό) και επιπλέον ο καθένας/μια πρέπει να είναι ελεύθερος/η να κάνει εκείνη την παραγωγική δραστηριότητα για την οποία αισθάνεται εντονότερη κλίση.. Πράγματι «κάθε εργασία είναι τόσο περισσότερο κουραστική όσο είναι λιγότερο ικανοποιητική». Θα αρκούσαν αυτές οι σκέψεις για να καταλάβουμε την αναγκαιότητα ανατροπής του σημερινού εργασιακού συστήματος. Αν σκεφτούμε την άμεση εμπειρία μας, μπορούμε σίγουρα να βρούμε αναρίθμητα παραδείγματα τα οποία δείχνουν ότι αληθεύει αυτό που υποστήριζε ο Μπερνέρι. Γυρίστε σπίτι μετά από μια εξουθενωτική ημέρα εργασίας και κάντε μια δουλειά που σας προκαλεί ευχαρίστηση, ακόμη κι αν απαιτεί κόπο, για να δείτε πως ακόμη και η κούραση μπορεί να είναι ευχάριστη. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι είμαστε ελεύθεροι από κάθε επιβολή και έλεγχο, ελεύθεροι από τη μονοτονία της επανάληψης και, κυρίως, ελεύθεροι να σχεδιάζουμε και να αποφασίζουμε στη βάση των δικών μας ρυθμών και επιθυμιών. Όμως υπό αυτές τις συνθήκες ακόμη και η εργασία μπορεί να έχει μια ελκυστική διάσταση και να αποτελέσει προβολή της προσωπικότητάς μας. Μια άλλη απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να καταστεί η εργασία ευχάριστη είναι, για τον Κροπότκιν, εκείνη της ενοποίησης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας: «Εμείς υποστηρίζουμε ότι… κάθε ανθρώπινο ον, αδιακρίτως καταγωγής, πρέπει να λαμβάνει μια τέτοια εκπαίδευση που θα του επιτρέψει να ενώσει μια βαθιά επιστημονική προετοιμασία και μια βαθιά επαγγελματική προετοιμασία… Στον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε πνευματικούς και χειρώνακτες εργαζόμενους, αντιπαραθέτουμε την ένωση αμφότερων των τύπων δραστηριότητας και… υποστηρίζουμε την ενιαία εκπαίδευση ή πλήρη διδαχή, που συνεπάγεται την ήττα μιας τέτοιας βλαβερής διάκρισης» [Πιοτρ Κροπότκιν, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, 1889]. Προφανώς η απελευθέρωση της εργασίας από τους περιορισμούς και την εκμετάλλευση συνεπάγεται μια μακρά και σύνθετη διαδικασία, που ωστόσο δεν παραπέμπει κάθε αλλαγή σε μια υποθετική μελλοντική κοινωνία. Ανάμεσα στις αποπνικτικές συνθήκες της σημερινής κοινωνίας, αυτή η φυσική ανθρώπινη δραστηριότητα προσπαθεί συνεχώς να βρει χώρους για να επανοικειοποιηθεί τη δημιουργική και ελεύθερη διάστασή της. Η άσκηση στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό των ικανοτήτων μας και η οικοδόμηση περιβαλλόντων αυτονομίας, μπορούν να ανατρέψουν την κυρίαρχη σήμερα έννοια της εργασίας, επιτρέποντας την πλήρη βίωση μιας εμπειρίας απαραίτητης για την αυτοεκπλήρωσή μας. Αντιστρόφως, αν η σταθερή απασχόληση αντιπροσώπευε για πολλούς, κυρίως νέους, την προνομιούχα κατάληξη της εργασιακής δραστηριότητας, αυτή η κατάληξη σήμερα έχει γίνει μια αυταπάτη, δεδομένων των συνθηκών επισφάλειας στις οποίες ζούμε. Αυτό έχει προκαλέσει ένα είδος αστάθειας, ακόμη και ψυχολογικής, η οποία, πέρα από το να προκαλεί ματαίωση και κοινωνικό άγχος, δίνει στην ύπαρξη μια αίσθηση ρευστότητας. Ακριβώς γι’ αυτό η αναζήτηση μιας ανεξάρτητης εργασίας, σε αντίθεση με την εξαρτημένη, αντιπροσωπεύει για πολλούς μια ώριμη απόφαση, που τους βάζει σε μια διαδικασία εξόδου από τον διεφθαρμένο κύκλο του «δούλεψε, κατανάλωσε, σκάσε», ο οποίος βρίσκεται στη βάση αυτής της κοινωνίας. Μια από τις πιο διαδεδομένες υπαρξιακές επιλογές στα εναλλακτικά νεολαιίστικα κυκλώματα του δυτικού κόσμου, είναι ακριβώς η εθελουσία απόδραση από τον παραγωγικο-καταναλωτικό κύκλο. Η μισθωτή απασχόληση θεωρείται ως μια μορφή εκμετάλλευσης, ως μία στιγμή κατά την οποία ο προσωπικός χρόνος παραχωρείται για την ικανοποίηση συμφερόντων άλλων, ένα είδος εκπόρνευσης της ακεραιότητάς μας. Όλα αυτά ευνοούν μια άρνηση των παραδοσιακών μορφών εργασίας προς όφελος του πειραματισμού με νέες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης, όσο το δυνατόν περισσότερο αποκομμένες από τη λογική του χρήματος και του κέρδους, αλλά και υπέρ πιο αργών χρόνων, που ευνοούν την ελεύθερη δημιουργικότητα και τις συμποσιακές σχέσεις [Στέφανο Μπόνι, Vivere senza padroni, 2006]. Μια ριζοσπαστική επιλογή που εμφανίζεται σαν σωστή και λογική απάντηση στη σημερινή φανατική αντίληψη της εργασίας, προϊόν ενός κόσμου ναρκωμένου από την αποτελεσματικότητα. Σήμερα ακούγεται περισσότερο από ποτέ αληθινή η ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900): «Ζούμε σε μια εποχή υπερεργασίας και υποκουλτούρας· μια εποχή στην οποία τα άτομα δουλεύουν τόσο πολύ ώστε να γίνονται απολύτως ηλίθια [Όσκαρ Ουάιλντ, Ρήσεις και αφορισμοί, 1999].