Σελίδες

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Συμβάν και δομή στον Μαρξ - Franco Berardi Bifo



Ο Μαρξ δεν μίλησε πολύ για την επανάσταση. Η έννοια της επανάστασης δεν έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας στο έργο του. Θα τολμούσα να πω ότι γι’ αυτόν η επανάσταση δεν αποτελεί καν έννοια: είναι ένα συμβάν που δύσκολα μπορεί να εννοιολογηθεί με δομικούς όρους. Για την επανάσταση ο Μαρξ μιλάει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848 και στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Αν και το Μανιφέστο είναι πιο γνωστό, το άλλο κείμενο είναι σημαντικό ως προς την ώριμη κρίση του για την εξέλιξη της πολιτικής ισχύος της εργατικής τάξης.

Αν και τα προηγούμενα έργα του ήταν ευρέως γνωστά και το όνομά του έχαιρε σεβασμού ανάμεσα στους εξεγερμένους της Κομμούνας, ο Μαρξ δεν επηρέασε άμεσα τα γεγονότα του 1871. Οι συνωμοτικές θεωρίες του Μπλανκί και οι αναρχικές ουτοπίες του Προυντόν ήταν πιο διαδεδομένες στην πολιτική διαμόρφωση των κομμουνάρων. Όμως αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία για τον Μαρξ: ήξερε ότι η πάλη των τάξεων είναι μάλλον ένα αυθόρμητο γίγνεσθαι παρά μια άμεσα συνειδητή διαδικασία και ήξερε επίσης ότι η πιθανή χειραφέτηση του ανθρώπινου χρόνου από τις αλυσίδες της μισθωτής εργασίας δεν εξαρτιόταν μονάχα από τη δομική δυναμική της κοινωνικής σύγκρουσης, αλλά και από την απροσδόκητη εμφάνιση συμβάντων

Το καθήκον που ο Μαρξ είχε αναθέσει στον εαυτό του ήταν η ερμηνεία των συμβάντων ως έκφραση μιας εγγενούς, που υπερέβαινε τη συνείδηση των συντελεστών τους και την ιδιόρρυθμη ποικιλία των γεγονότων. Παρά τον καθοριστικό ρόλο που απέδιδε ο Μαρξ στη δημιουργία και την καθοδήγηση της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, το προφίλ του δεν είναι τόσο αυτό ενός πολιτικού ηγέτη, κάποιου που θα καθοδηγήσει το κίνημα και θα στρέψει υπέρ του τα πλήθη των εξεγερμένων. Είναι μάλλον το προφίλ ενός ερμηνευτή των σημείων, που συνδέει την ανάπτυξη της εγγενούς δομής με την εξέλιξη της κοινωνικής υποκειμενικότητας.

Η ζωή του Μαρξ, όπως και το έργο του, κινούνται γύρω από δύο διαφορετικά και, ενίοτε, συγκλίνοντα καθήκοντα: το πρώτο είναι αυτό της κατασκευής ενός θεωρητικού οικοδομήματος, το δεύτερο αυτό της συμμετοχής στις ιστορικές συγκρούσεις της εποχής του, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πρώτες εκδηλώσεις ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού συντελεστή, της εργατικής τάξης. Τα θεωρητικά κείμενα στα οποία αφιέρωσε τη διανοητική του ενέργεια, ιδιαιτέρως το Κεφάλαιο και τα Grundrisse πέρα από τα νεανικά φιλοσοφικά κείμενα, πρέπει να διαβαστούν ως η προσπάθεια αποκάλυψης ιστορικών τάσεων προορισμένων να επικρατήσουν μακροπρόθεσμα, ενώ τα περιστασιακά του κείμενα γραμμένα στο πλαίσιο των γεγονότων πρέπει να διαβαστούν σε σχέση με τις διανοητικές και πολιτικές συζητήσεις της εποχής του.

Ο Μαρξ δεν ήταν μόνο ένας φιλόσοφος, αλλά, σε συνάφεια με τη δική του ενδέκατη θέση για τον Φώϋερμπαχ, ήταν επίσης ένας δημοσιογράφος, ένας πολιτικός οργανωτής και, κατά κάποιον τρόπο, ένας πολεμιστής, δηλαδή, ένας ακτιβιστής. Κάποια από τα βιβλία του είναι συλλογές άρθρων (το Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο είχε δημοσιευτεί πρώτα στη «Neue Rheinische Zeitung» το 1847), άλλα είναι λόγοι που είχε βγάλει μπροστά σε εργατικό κενό (το Μισθός, τιμή και κέρδος είναι η μετεγγραφή ενός λόγου που είχε βγάλει στη σύνοδο της Πρώτης Διεθνούς τον Ιούνη του 1865). Το κείμενο με τίτλο Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, δημοσιευμένο στο Λονδίνο στις 13 Ιούνη 1871, είναι ένα σύντομο ντοκουμέντο τριανταπέντε σελίδων, σύνοψη τριών λόγων του στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς σε τρεις διαφορετικές στιγμές. Γραμμένα αρχικά στα αγγλικά, αυτά τα κείμενα είναι εμπνευσμένα από τα γεγονότα που συνέβησαν στο Παρίσι ανάμεσα στο 1870 και το 1871: γεγονότα που το απόγειό τους ήταν η εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού. Η μπροσούρα περιλαμβάνει σκέψεις για τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο, για την εξέγερση του Παρισιού, για την προδοσία της κυβέρνησης Θιέρσου και πολλές άλλες λεπτομέρειες. Όμως οι βασικές σελίδες είναι αυτές που είναι αφιερωμένες στην εμπειρία της Κομμούνας: μια εκτίμηση της καινοτομίας της ως αυτόνομης εκδήλωσης της εργατικής τάξης ως πολιτικό υποκείμενο. Τα επόμενα χρόνια η πρώτη έκδοση της μπροσούρας μεταφράστηκε στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ρωσικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα ολλανδικά, στα φλαμανδικά, στα κροατικά, στα δανέζικα και στα πολωνικά, ενώ δημοσιεύθηκε και σε διάφορα περιοδικά.

Την απόλυτη καινοτομία της παρισινής εμπειρίας που θα κρατήσει κάτι λιγότερο από εκατό μέρες και θα σημάδευε βαθιά το πολιτικό φαντασιακό του επόμενου αιώνα, ο Μαρξ τη συνέλαβε διαυγώς. Αν και μεγάλο μέρος του κειμένου είναι επικεντρωμένο στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Μαρξ είναι το κοινωνικό περιεχόμενο της καθημερινής δραστηριότητας των κομμουνάρων, ιδιαιτέρως όσον αφορά τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της συλλογικής ζωής. Πράγματι, μέρα με τη μέρα, η Κομμούνα χαρακτηριζόταν από τη θέσπιση νόμων που έθεταν τις βάσεις για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της παραγωγής και της συλλογικής ζωής. Σε μια σελίδα του κειμένου του ο Μαρξ παρουσιάζει τα πρώτα βήματα της Κομούνας: «Η σημαία της Κομμούνας είναι η σημαία της παγκόσμιας ρεπούμπλικας». Την 1η του Απρίλη αποφασίστηκε ότι ο πιο υψηλός μισθός ενός υπαλλήλου της Κομμούνας, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των ίδιων των μελών της, δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει τα 6.000 φράγκα. Την επόμενη μέρα η Κομμούνα θέσπισε τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους και την κατάργηση όλων των ροών κρατικού χρήματος για σκοπούς θρησκευτικούς, όπως και τον μετασχηματισμό όλων των εκκλησιαστικών αγαθών σε εθνική κληρονομιά· ακολούθως, με το διάταγμα της 8ης Απρίλη, αποφασίστηκε να αφαιρεθούν από τα σχολεία όλα τα θρησκευτικά σύμβολα, εικόνες, ευαγγέλια, προσευχές, εν κατακλείδι «όλα αυτά που ανήκουν στο πεδίο της ατομικής συνείδησης» και σιγά-σιγά το μέτρο εφαρμόστηκε. Τη μέρα 5, σε απάντηση των τουφεκισμών, που καθημερινά συνέβαιναν σε βάρος των μαχητών της Κομμούνας που είχαν αιχμαλωτιστεί από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εξεδόθη ένα διάταγμα σχετικά με τη σύλληψη ομήρων, όμως ποτέ δεν έγινε πράξη. Στις 6 βγήκε έξω η γκιλοτίνα με τη βοήθεια του 137ου συντάγματος της Εθνοφρουράς και κάηκε δημοσίως μέσα στις ζητωκραυγές του πλήθους. Στις 12 η Κομμούνα αποφάσισε να ρίξει τη στήλη της νίκης στην πλατεία Βαντόμ, η οποία είχε ανεγερθεί μετά τον πόλεμο του 1809 με το υλικό των κανονιών που είχε πάρει ο Ναπολέων και αποτελούσε ένα σύμβολο του σωβινισμού και του μίσους ανάμεσα στους λαούς. Η υλοποίηση αυτής της απόφασης έγινε στις 16 του Μάη. Στις 16 Απρίλη η Κομμούνα παρήγγειλε την καταγραφή των εργοστασίων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους βιομηχάνους και προχώρησε στην επεξεργασία σχεδίων τόσο για τη λειτουργία τους από τους εργάτες που μέχρι τότε απασχολούνταν σε αυτά, ενωμένων τώρα σε συνεργατικές, όσο και για την οργάνωση αυτών των εταιριών σε μια μεγάλη ένωση. Στις 20 κατήργησε τη νυχτερινή εργασία στους φούρνους, όπως και την καταγραφή των εργατών που είχε θεσπίσει η Δεύτερη Αυτοκρατορία αποκλειστικά από υποκείμενα στα οποία είχε αναθέσει αυτό το έργο η αστυνομία, αυθεντικούς εκμεταλλευτές των εργατών. Η καταγραφή ανατέθηκε στους δήμους των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 Απρίλη θέσπισε την κατάργηση των ενεχυροδανειστηρίων, που δεν ήταν κάτι άλλο παρά η ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, σε αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και στην πίστωση. Στις 5 Μάη θέσπισε την κατεδάφιση του παρεκκλησιού που είχε ανεγερθεί στη μνήμη του εκτελεσμένου Λουδοβίκου 16ου.

Για πρώτη φορά στην ιστορία το πρόβλημα της εργασίας και πιο συγκεκριμένα η μείωση του χρόνου εργασίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της υπό διαμόρφωση προοδευτικής κουλτούρας. Ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην ιστορία η εξέλιξη της πάλης των τάξεων αντιμετώπισε συνειδητά το πρόβλημα του κράτους. Αυτά τα δύο επίπεδα, ο κοινωνικός μετασχηματισμός της σχέσης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του κράτους, εξετάστηκαν με διαφορετικό τρόπο. Το πρώτο επίπεδο αφορά τη δομική διάσταση που ο Μαρξ διερεύνησε στα θεωρητικά του κείμενα, δηλαδή τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο, την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους και την πιθανή χειραφέτηση της κοινωνικής ζωής από τη μισθωτή εργασία, κάτι που εγγράφεται στη γενικότερη εξέλιξη της γενικής νόησης. Το δεύτερο επίπεδο αφορά τη διάσταση του συμβάντος: η ατομική βούληση και η κοινωνική συναίνεση δεν μπορούν να αναχθούν σε δομικές δυναμικές. Αυτή η διάσταση ξεφεύγει από τη δομική ανάλυση και ανοίγει την πόρτα στην απρόβλεπτη σφαίρα της υποκειμενικής αυτονομίας.

Είκοσι χρόνια μετά την Κομούνα και εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Καρλ Μαρξ, στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του κειμένου Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε: «Στις 28 Μάη οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας υπέκυψαν στις υπέρτερες δυνάμεις στον λόφο της Μπελβίλ και μόλις δυο μέρες μετά, στις 30, ο Μαρξ διάβασε στο Γενικό Συμβούλιο το κείμενο στο οποίο η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού εκφραζόταν με λεπτομέρειες, σαφείς και πάνω απ’ όλα τόσο αληθινές, κάτι που δεν θα κατάφερνε πλέον να κάνει ολόκληρη η τεράστια βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το συμβάν». Σκεφτόμενος την εμπειρία της Κομμούνας ο Ένγκελς λέει ότι «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε εξ αρχής ότι η εργατική τάξη, μόλις φτάσει στην εξουσία, δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά με τον παλιό μηχανισμό του κράτους, ότι η εργατική τάξη, για να μην χάσει εκ νέου την εξουσία που μόλις κατέκτησε, από τη μια πλευρά πρέπει να εξαλείψει το σύνολο της παλιάς καταπιεστικής μηχανής, ήδη χρησιμοποιημένη εναντίον της, και από την άλλη πρέπει να εξασφαλιστεί απέναντι στους εκπροσώπους και τους υπαλλήλους της, ανακηρύσσοντάς τους χωρίς εξαιρέσεις ανά πάσα στιγμή ανακλητούς». Ο Ένγκελς θα θέσει το πρόβλημα που πιο μετά θα προσπαθήσει να λύσει ο Λένιν, είτε για το καλό είτε για το κακό: το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα σε δομή και συμβάν, ανάμεσα στη δυναμική που είναι εγγεγραμμένη στη γενική διαδικασία της παραγωγής (η οποία οδηγεί στη μείωση του χρόνου εργασίας και στη χειραφέτηση της κοινωνίας από τη μισθωτή εργασία) και τις απρόβλεπτες στροφές της κοινωνικής υποκειμενικότητας και της πολιτικής βούλησης. Ο Λένιν θα δώσει έμφαση στη μη καθορισμένη δράση της πολιτικής βούλησης και ο Γκράμσι, πράγματι, σε ένα άρθρο δημοσιευμένο στις 24 Νοέμβρη 1917 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Avanti», θα χαιρετήσει την μπολσεβίκικη επανάσταση ως μια επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο με τη διπλή έννοια του όρου. Ένα συμβάν που σπάει τη δομική αλυσίδα έτσι όπως την είχε εννοιολογήσει ο Μαρξ. Το συμβάν της Ρωσικής Επανάστασης, όπως το συμβάν της Κομμούνας του Παρισιού, δεν είναι προβλέψιμο καθώς δεν εντάσσεται στην αναγκαία διαδικασία της δομικής δυναμικής που είναι εγγεγραμμένη στη διαδικασία της παραγωγής. Επιπλέον ο Γκράμσι θέλει να πει ότι η Ρωσική Επανάσταση μπορεί να θεωρηθεί μια παραβίαση ή μια αναίρεση της πεποίθησης του Μαρξ ότι η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να συμβεί πρώτα στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Με τον ίδιο τρόπο η Κομούνα δεν είναι η εκδήλωση μιας εγγενούς τάσης, αλλά ένα συμβάν απρόβλεπτο Το συμβάν και η δομή δεν μπορούν να περιγραφούν με όρους μιας αναγκαίας, αμοιβαίας σύνδεσης. Η δομή δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κάθε συμβάν.

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Φραντς Μέρινγκ, την άνοιξη του 1871 η αστυνομία του Παρισιού κυκλοφόρησε μια αναφορά σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τους κομμουνάρους, ιδιαιτέρως σε σχέση με το ότι ήταν πιο επικεντρωμένοι στα πολιτικά παρά στα κοινωνικά ζητήματα. Αμέσως μετά ο Μαρξ απάντησε με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους «Times», όπου κατηγορούσε την αναφορά της αστυνομίας ως αυθάδη κατασκευή, ένα fake news για να καταλαβαινόμαστε. Ως ένα άτομο με ηθικά κίνητρα, ο πολιτικός αγωνιστής Μαρξ ένιωθε πως έπρεπε να συστρατευθεί πλήρως με την Κομμούνα του Παρισιού. Ωστόσο εκείνη η αναφορά της αστυνομίας δεν ήταν εντελώς άνευ νοήματος. Ένας ευφυής flic, που ίσως να είχε διαβάσει τα θεωρητικά κείμενα του Καρλ Μαρξ, μπορούσε ευλόγως να διαισθανθεί ότι ο αυστηρός φιλόσοφος δεν συμφωνούσε με τον πολιτικό συμβολισμό των κομμουνάρων και θα μπορούσε, συνεπώς, να αγνοήσει το συμβάν εν ονόματι των δομικών προβλέψεων της θεωρίας του. Ο Μαρξ, όμως, δεν ήταν ούτε ντετερμινιστής ούτε σκαιός δογματικός. Δεν πίστευε καθόλου ότι το ιστορικό συμβάν όφειλε να συμπίπτει με τη δομική ανάλυση και τις προβλέψεις του. Δεν ήταν ένας δογματικός, πιστός στην ιστορική αναγκαιότητα.

Στο βιβλίο Communal Luxury [στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις των Ξένων] η Κρίστιν Ρος σημειώνει ότι για τον Μαρξ «αυτό που μετρούσε περισσότερο σε σχέση με την Κομμούνα δεν ήταν τα ιδανικά που θα πραγμάτωνε, αλλά η ύπαρξη αυτού του ίδιου του πειράματος. Υπογράμμιζε το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι δεν είχαν ένα αφηρημένο μοντέλο της επερχόμενης κοινωνίας. Η Κομμούνα ήταν ένα εν λειτουργία εργαστήριο πολιτικών επινοήσεων […] τις μέρες της Κομμούνας το Παρίσι δεν ήθελε να είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας αλλά μια αυτόνομη συλλογικότητα εντός μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας των λαών». Γράφει, όντως, ο Μαρξ: «Η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Αυτή δεν είχε ωραίες και έτοιμες ουτοπίες να εισαγάγει par decret du people. Ήξερε ότι για να πραγματώσει τη χειραφέτησή της και μαζί της την πιο υψηλή μορφή προς την οποία τείνει ανεμπόδιστα η σημερινή κοινωνία λόγω των ίδιων των οικονομικών της παραγόντων, πρέπει να δώσει μακριούς αγώνες, ενταγμένους σε μια σειρά ιστορικών διαδικασιών που μεταμορφώνουν τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Η εργατική τάξη δεν έχει να πραγματώσει ιδανικά, αλλά να απελευθερώσει τα στοιχεία της νέας κοινωνίας τα οποία κυοφορεί η παλιά και σε πτώση αστική κοινωνία».

Στο βιβλίο La Commune, Histoires et souvenirs, η Λουίζ Μισέλ αφηγείται: «Μια νύχτα, δεν ξέρω κι εγώ πώς, κατάλαβα ότι είχαμε μόνο οι δυο μας στο χαράκωμα μπροστά στον σταθμό: ο πρώην Ζουάβος στρατιώτης κι εγώ, με δύο γεμάτα ντουφέκια […] ήμασταν απίστευτα τυχεροί που ο σταθμός δεν δέχτηκε επίθεση εκείνη την νύχτα […] ενώ κάναμε την υπηρεσία μας πηγαίνοντας μπρος-πίσω στο χαράκωμα, μου είπε κάτι: τι επίδραση έχει πάνω σου η ζωή που κάνουμε; Κι εγώ του είπα, λοιπόν, η επίδραση είναι ότι βλέπουμε μπροστά μας ένα λιμάνι στο οποίο πρέπει να φτάσουμε. Κι αυτός μου απάντησε: η επίδραση που νιώθω εγώ είναι αυτή κάποιου που διαβάζει ένα εικονογραφημένο βιβλίο περιπέτειας. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε μπρος-πίσω στο χαράκωμα, σιωπηλοί».

Σε αυτή τη σκηνή, σε αυτή τη σύντομη συζήτηση, μπορούμε να δούμε μια μεταφορά του μελλοντικού επαναστατικού κινήματος, που τον Εικοστό Αιώνα ήταν προορισμένο να ταρακουνήσει τον κόσμο. Μια παθιασμένη διανοούμενη περπατά μαζί με έναν στρατιώτη του Βατικανού που έχει λιποτακτήσει από τις γραμμές του φιλο-γαλλικού συνασπισμού για να ενωθεί με τη φρουρά εκείνου του παράξενου πειράματος, κάπως έξω από τον κόσμο, που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν: την Κομμούνα των εργαζομένων. Και αυτός διερωτάται: ποιο είναι το νόημα της εμπειρίας που βιώνουμε; Και αυτή απαντά όπως μια διανοούμενη, όπως μια πολιτική αγωνίστρια: είμαστε σε μια βάρκα και προσπαθούμε να φτάσουμε στο λιμάνι, για να βρούμε και να οικοδομήσουμε μια νέα γη, έναν νέο κόσμο. Ο Ζουάβος στρατιώτης κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και μετά απαντάει με ειλικρίνεια: όχι, όχι, για μένα είναι όπως το να διαβάζεις εκείνα τα εικονογραφημένα βιβλία που περιγράφουν ευφάνταστους και προκλητικούς τρόπους διαφυγής.

Σε εκείνον τον νυχτερινό διάλογο μπορούμε να βρούμε τους σπόρους δύο διαφορετικών προσεγγίσεων της ιστορίας, που διαπέρασαν τον Εικοστό Αιώνα. Τι είναι η ιστορία, η προσπάθεια να φτάσουμε σε ένα λιμάνι ή το μαγικό ταξίδι σε αναζήτηση κάποιου πράγματος που δεν περιμένουμε;

 

Κάποιες μέρες πριν, σε επίσκεψή μου στο εκλεκτό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Συναδέλφων για επαγγελματικούς λόγους, ο φίλτατος Τηλέμαχος έκανε την παρατήρηση, με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την Παρισινή Κομούνα, ότι δεν έχω εκδώσει ποτέ κάτι σχετικά με αυτό το ζήτημα. Κάτι που είναι αλήθεια, πέρα από ένα σκίτσο του Ταρντί με κομμουνάρους που είχα βάλει στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Βάλτερ Μπένγιαμιν Για μια κριτική της βίας, το μακρινό τώρα πια 2000. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα εν μέρει να επανορθώσω και να το κείμενο του Μπίφο, αλιευθέν από τον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Machina.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου