Για να σκεφτούμε την αναρχία σήμερα, θα χρησίμευε, ωστόσο,
να τη θέταμε σε μιαν άλλη προοπτική και να διερευνούσαμε μάλλον τον τρόπο με
τον οποίο την αντιλαμβανόταν ο Ένγκελς, όταν κατηγορούσε τους αναρχικούς ότι
θέλουν να αντικαταστήσουν το κράτος με τη διαχείρισή του. Σε αυτή την κατηγορία
κρυβόταν, πράγματι, ένα κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα, που ούτε οι μαρξιστές ούτε,
ίσως, οι ίδιοι οι αναρχικοί δεν είχαν θέσει σωστά. Ένα πρόβλημα που καθίσταται
τόσο πιο επείγον στον βαθμό που παρευρισκόμαστε σήμερα στην προσπάθεια να
υλοποιηθεί με κάποιον τρόπο παρωδιακά εκείνο που για τον Ένγκελς ήταν ο
δηλωμένος σκοπός της αναρχίας και μάλιστα όχι τόσο η απλή αντικατάσταση του
κράτους με τη διαχείρισή του, όσο, μάλλον, η ταύτιση κράτους και διαχείρισης σε
ένα είδος Λεβιάθαν, που φοράει την καλοπροαίρετη μάσκα της διαχείρισης.
Συμβαίνει αυτό που θεωρητικοποίησαν ο Sunstein και ο
Vermuele σε ένα
βιβλίο τους (το Law
and
Leviathan,
Redeeming the
Administrative State), όπου η governance, δηλαδή η άσκηση της
κυβέρνησης, ξεπερνώντας και μολύνοντας τις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική,
εκτελεστική, νομική, ασκεί στο όνομα της διαχείρισης και με έναν διακριτικό
τρόπο τις λειτουργίες και τις εξουσίες που ανατίθενται σε αυτή.
Τι είναι η διαχείριση [amministrazione]; Ο Minister, από τον οποίο προέρχεται
αυτός ο όρος, είναι ο υπηρέτης ή ο βοηθός σε αντίθεση με τον magister, τον αφέντη, τον κάτοχο της
εξουσίας. Η λέξη προέρχεται από τη ρίζα *men, που σημαίνει τη μείωση και τη μικρότητα.
Ο minister είναι
για τον magister ότι
το minus στο magis, το λίγο σε σχέση με το περισσότερο, το
μικρό σε σχέση με το μεγάλο, αυτό που μικραίνει σε σχέση με αυτό που μεγαλώνει.
Η ιδέα της αναρχίας συνίσταται, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ένγκελς, στην
προσπάθεια να σκεφτούμε ένα minister
χωρίς
έναν magister, έναν
υπηρέτη χωρίς έναν αφέντη. Προσπάθεια σαφώς ενδιαφέρουσα, από τη στιγμή που
μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συνιστά πλεονέκτημα στο να παίξει με αυτόν τον
τρόπο ο υπηρέτης απέναντι στον αφέντη, το λίγο απέναντι στο πολύ, αλλά και να
σκεφτούμε μια κοινωνία στην οποία άπαντες θα είναι ministri και κανείς
magister ή
αρχηγός. Είναι, σε κάποιον βαθμό, αυτό που έκανε ο Χέγκελ, δείχνοντας στη
διαβόητη διαλεκτική του ότι ο υπηρέτης καταλήγει να κυριαρχεί στο αφεντικό του.
Και είναι άλλωστε αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δύο φιγούρες-κλειδιά της δυτικής
πολιτικής παραμένουν με αυτόν τον τρόπο συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια
ακούραστη σχέση, από την οποία είναι
αδύνατον, άπαξ δια παντός, να διαφύγουν.
Μια ριζική ιδέα της αναρχίας δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να
διαφεύγει από την ασταμάτητη διαλεκτική σχέση μεταξύ υπηρέτη και δούλου, minister και magister, βασισμένη αποφασιστικά στην
απόσταση που τους χωρίζει. Το tertium που
εμφανίζεται σε αυτή τη διέξοδο, δεν θα είναι πια ούτε η διαχείριση ούτε το κράτος,
ούτε το minus ούτε το
magis: είναι, μάλλον, η
ύπαρξη ανάμεσά τους κάτι σαν διαφορά, η οποία εκφράζει την αδυναμία σύμπτωσής
τους. Η αναρχία είναι δηλαδή, πάνω απ’ όλα, η ριζική άρνηση όχι τόσο του
κράτους ούτε απλώς της διαχείρισης, όσο ριζική άρνηση της απαίτησης της εξουσίας
να ταυτίζει κράτος και διαχείριση στην κυβέρνηση των ανθρώπων. Είναι ενάντια σε
αυτή την απαίτηση που μάχεται ο αναρχικός, στο όνομα, σε τελική ανάλυση,
εκείνης της ακυβερνησίας που είναι το σημείο διαφυγής κάθε ανθρώπινης
κοινότητας.
Δημοσιεύθηκε στη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον δικτυακό
τόπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet στις
26 Φλεβάρη 2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου