Συνήθως, το άνοιγμα ενός παράθυρου είναι
ένα κάλεσμα στον έξω κόσμο για να μπει, σε έναν βαθμό, στον ιδιωτικό μας χώρο,
σπίτι, γραφείο, κατάστημα, εργαστήριο… Επίσης και το άνοιγμα μιας πόρτας είναι
κάτι ανάλογο, ένα κατώφλι που το περνάμε για να βγούμε έξω, στον δημόσιο χώρο,
για να συναντήσουμε φίλες και φίλους, για να πάμε στη δουλειά, στη διαδήλωση,
στη διασκέδαση… Το κλείσιμο του παραθύρου και της πόρτας είναι η επιστροφή στην
ιδιωτικότητά μας, κάποιες φορές πικρή και επώδυνη, άλλοτε, ευτυχής και
ανακουφιστική. Στις 25 Αυγούστου 2023 οι δυνάμεις καταστολής ακύρωσαν, για μια
ακόμη φορά, τόσο τη λειτουργία των παραθύρων όσο και αυτή της πόρτας στο
Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων. Τα παράθυρα κλειστά και η πόρτα
σφραγισμένη με τσιμέντο. Κανείς δεν μπαίνει και κανείς δεν βγαίνει, τίποτα δεν
ανοίγει και όλα κλείνουν. Ο ιδιωτικός χώρος, που με ένα άνοιγμα μετατρέπεται σε
δημόσιο και λειτουργεί πλέον ως τέτοιος, πεμπτουσία των αυτοδιευθυνόμενων
κοινωνικών κέντρων παντού στον κόσμο, με το τσιμέντωμα των παραθύρων και της
πόρτας ακυρώνεται τόσο ως ιδιωτικός όσο και ως δημόσιος, μετατρεπόμενος σε ένα
περίκλειστο κέλυφος στα χέρια ανθρώπων που το μόνο το οποίο ονειρεύονται είναι
μικρές και μεγάλες φυλακές. Να όμως, που καμιά φορά τα πράγματα δεν
εξελίσσονται έτσι όπως θέλουν μικρά και μεγάλα αφεντικά, η παρέγκλιση του
Επίκουρου και του Λουκρήτιου εμφανίζεται και πάλι, τα παράθυρα ανοίγουν, η
τσιμεντένια πόρτα καταρρέει και το κτίριο ξαναγίνεται δημόσιος χώρος, με ένα κατώφλι-πέρασμα
για επιθυμίες, απολαύσεις, ματαιώσεις, αρνήσεις, αποτυχίες, χαρές, πίκρες, για
όλα αυτά δηλαδή που περιλαμβάνει η πραγματική ζωή. Στις 9 Δεκέμβρη 2023, κι ενώ
το παράθυρο του εκκενωμένου στεκιού Νάξου και Κρασσά ανοίγει και πάλι, ξαφνικά
στις 3 το μεσημέρι, ένα σμήνος ελεύθερων πουλιών της μητρόπολης εισχωρεί και
πάλι στο σφραγισμένο κτίριο. Το παράθυρο ξανακλείνει με την είσοδο και του
τελευταίου πουλιού και το σκηνικό μεταφέρεται πλέον στην ταράτσα, όπου οι
καταληψίες εκτοξεύουν το δικό τους σινιάλο ελευθερίας στην παγωμένη μητρόπολη.
Μέσα σε λίγα λεπτά καταφθάνει η «χρυσή ορδή» των αλληλέγγυων αλλά και, επίσης
σε σύντομο χρονικό διάστημα, η πολεμική μηχανή των κρατούντων, που επιτίθεται
ανελέητα στους ελεύθερους νομάδες. Κατ’ αρχήν φαίνεται να επικρατεί, ο κόσμος
δέρνεται, συλλαμβάνεται, σκορπίζεται. Όμως το σμήνος των πουλιών κρατάει τη
θέση του, το ανακαταληφθέν κτίριο δεν παραδίδεται. Η ορδή ξαναμαζεύεται έστω
και αποδυναμωμένη, οι κάτοικοι της γειτονιάς έχουν ανοίξει τις πόρτες των
σπιτιών και των μαγαζιών τους και έχουν δείξει μια (ανέλπιστη;) έμπρακτη
αλληλεγγύη στους καταδιωκόμενους, φωνάζουν από τα μπαλκόνια, κατεβαίνουν στον
δρόμο, παίρνουν ανοιχτά τη θέση των αμφισβητιών αυτής της παθητικο-σαπισμένης
κοινωνίας, τους τονώνουν το ηθικό, τους περιποιούνται τα τραυματισμένα σώματα,
σφαλίζουν τις πόρτες τους για να μην μπουν οι κρανοφόροι βίαιοι με την εγγύηση
του κράτους και, έτσι, απογοητεύουν τα σιδερένια πρόσωπα που νόμιζαν ότι θα
έχουν και στο ψυχολογικό επίπεδο το πάνω χέρι. Στις 18.00 περίπου η πολεμική
μηχανή του κράτους ξαφνικά αποσύρεται αφού βλέπει πως τα πράγματα δεν
εξελίσσονται όπως θα ήθελε, η γειτονιά απελευθερώνεται, η πρώτη μάχη κερδήθηκε.
Το παράθυρο του στεκιού ξανανοίγει και ο κόσμος αρχίζει να μπαίνει στο
απελευθερωμένο κτίριο. Ο αυτοδιευθυνόμενος κοινωνικός-δημόσιος χώρος, ελεύθερος
και οικειοποιημένος και πάλι, υπερνικάει την ιδιωτικότητα της πλήξης και της
ιδιοτέλειας, μέσα στο σκοτάδι άνθρωποι αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε,
δακρύζουν, όχι πια από τα δακρυγόνα, αλλά από τη συγκίνηση που φέρνει η
συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη. Ο χορός της «χρυσής ορδής» ξεκινάει
και πάλι, μαζί με τα γελαστά πρόσωπα του σμήνους των πουλιών της απελευθέρωσης
και κρατάει μέχρι αργά το βράδυ. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 10 Δεκέμβρη, τα κινηματικά
συνεργεία δουλεύουν ακούραστα, καθαρίζουν τα πεζοδρόμια και τα λαβωμένα από τα
δακρυγόνα αυτοκίνητα των περιοίκων, τακτοποιούν τον χώρο, ανάβουν τον ξυλόφορνο
στην αυλή (που τις πίτσες του είχαμε τιμήσει δεόντως ένα βράδυ, λίγες μέρες
πριν την κατασταλτική επίθεση της αστυνομίας και των εργολάβων), εστία τροφής
και θαλπωρής, η παλιά σιδερένια πόρτα ξανανοίγει, όντας επιδιορθωμένη και αποκαταστημένη,
οι τσιμεντόλιθοι του αποκλεισμού εναποτίθενται στη γωνία Νάξου και Κρασσά, να
θυμίζουν την αποτυχία των αφεντικών να πάρουν έναν ακόμη χώρο ελευθερίας. Το
βράδυ τα ανοιχτά παράθυρα και η ανοιχτή πόρτα καλωσορίζουν το πλήθος των
συντροφισσών και των συντρόφων που έρχονται να γιορτάσουν την ανακατάληψη.
Παντού ευτυχισμένα πρόσωπα, ζεστές αγκαλιές, ποτά και καλούδια, ατέλειωτο τραγούδι
από την ορχήστρα, σφιγμένες γροθιές, συνθήματα… Το κατώφλι περνιέται και
ξαναπερνιέται, κουφάλες δεν τελειώσαμε και να που επιβεβαιώνεται για μια ακόμη
φορά ο Τζούλιαν Μπεκ όταν έλεγε ότι μικρή μας φυλή τελικά είναι αύθραυστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου