Σε τι πράγμα είμαστε πιστοί, τι σημαίνει να πιστεύουμε; Να πιστεύουμε σε έναν κώδικα αξιών, σε ένα σύστημα ιδεών διατυπωμένων υπό μορφή ιδεολογία, ή το να έχουμε μια θρησκευτική ή πολιτική «πίστη»; Αν έτσι είχαν τα πράγματα, πιστότητα και πίστη θα ήταν μια θλιβερή ιστορία, τίποτ’ άλλο από ένας ζόφος, ένα δυσάρεστο καθήκον εκτέλεσης συνταγών, στο οποίο για κάποιο λόγο νιώθουμε προσδεμένοι και υποχρεωμένοι. Μια τέτοια πίστη δεν θα ήταν κάτι το ζωντανό, θα ήταν ένα νεκρό γράμμα όπως εκείνο που ο δικαστής ή ο μπάτσος θέλουν να εφαρμόσουν κατά την εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Η ιδέα ότι ο πιστός είναι ένα είδος λειτουργού της πίστης του είναι τόσο απεχθής ώστε μια κοπέλα, που είχε αντέξει τα βασανιστήρια και δεν μαρτύρησε τα ονόματα των συντρόφων της, σε εκείνους που εξυμνούσαν την πιστότητά της στις ιδέες της, απαντούσε απλά: «Δεν το έκανα γι’ αυτό, το έκανα από καπρίτσιο».
Τι ήθελε να πει η κοπέλα, τι είδους βίωση της πιστότητας
ήθελε να εκφράσει προφέροντας αυτά τα λόγια; Μια διερώτηση σχετικά με εκείνη
την κατ’ εξοχήν πίστη, που μέχρι καμιά δεκαετία πριν θεωρούνταν πως είναι η
θρησκευτική πίστη, μπορεί να μας προμηθεύσει ενδείξεις και συγκρίσεις
προκειμένου να δώσουμε μιαν απάντηση. Πολύ περισσότερο καθώς ακριβώς σε αυτό το
πλαίσιο η Εκκλησία, ξεκινώντας από τη Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.),
υποστηρίζει ότι πρέπει να παγιωθεί με μια σειρά δογμάτων, δηλαδή αληθινών προτάσεων,
το περιεχόμενο της πίστης, απέναντι στο οποίο κάθε διαφωνία συνιστά μια
καταδικαστέα αίρεση. Στην Επιστολή προς
Ρωμαίους ο Παύλος μοιάζει να μας λέει ακριβώς το αντίθετο. Αυτός συνδέει,
προπάντων, τη πίστη με τον λόγο («η πίστη έρχεται από το άκουσμα του λόγου του
Χριστού») και περιγράφει τη βίωση του λόγου που είναι υπό συζήτηση στην πίστη, μέσω
της άμεσης εγγύτητας στόματος και καρδιάς: «Πλησίον σου (εγγύς, στην κυριολεξία στα χέρια σου) είναι ο λόγος, στο στόμα και
στην καρδιά σου, αυτός είναι ο λόγος της πίστης… Με την καρδιά, πράγματι,
πιστεύεις στη δικαιοσύνη, με το στόμα την εκφέρεις για τη σωτηρία». Ο Παύλος
παραθέτει εδώ ένα χωρίο από το Δευτερονόμιο, στο οποίο καταφάσκεται
αυτή η ίδια εγγύτητα: «Ο λόγος είναι πάρα πολύ κοντά στο στόμα και την καρδιά
σου, και είναι με τα χέρια σου που τον ενεργοποιείς».
Η βίωση του λόγου που είναι υπό συζήτηση στην πίστη δεν
έχει να κάνει με τον δηλωτικό της χαρακτήρα, με την αντιστοίχησή της με τα
γεγονότα και τα εξωτερικά πράγματα: είναι, μάλλον, μια βίωση μιας εγγύτητας,
που εντοπίζεται στη βαθύτερη αντιστοιχία στόματος και καρδιάς. Το να ομολογείς
την πίστη σου δεν σημαίνει να προβαίνεις σε δηλώσεις γεγονικά αληθείς (ή
ψευδείς), όπως συμβαίνει σε μια δίκη. Δεν είμαστε πιστοί, όπως στη δήλωση πίστης
ή στον όρκο, σε μια σειρά εκφορών που αντιστοιχούν ή δεν αντιστοιχούν στα
γεγονότα. Είμαστε πιστοί σε μια βίωση του λόγου που τη νιώθουμε τόσο κοντινή
μας, ώστε δεν μας αφήνει χώρο για να τη χωρίσουμε από αυτό που λέγεται. Η πίστη
είναι, δηλαδή, πάνω απ’ όλα μια άλλη βίωση του λόγου σε σχέση με εκείνο που
πιστεύουμε ότι μας χρησιμεύει προκειμένου να επικοινωνήσουμε μηνύματα και
σημασίες, εξωτερικά ως προς αυτή. Σε αυτού του είδους τον λόγο είμαστε πιστοί
γιατί, στον βαθμό που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το στόμα από την καρδιά,
ζούμε σε αυτόν και αυτός ζει σε μας. Είναι μια τέτοια βίωση που έπρεπε να έχει
στο μυαλό της εκείνη η κοπέλα από τη Μπαρμπαριά, που όταν μια μέρα τη ρώτησαν
τι πράγμα τη συνέδεε τόσο δυνατά με έναν άνδρα που έλεγε πως την αγαπούσε και
με τον οποίο είχε ζήσει για ένα χρόνο σε μια καλύβα στα ρουμανικά βουνά,
απάντησε: «Δεν ήμουν πιστή σε αυτόν,
ήμουν πιστή στο χιόνι της Ρουμανίας».
30 Αυγούστου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου