Μου είναι δύσκολο να περιγράψω με λίγα λόγια την Ανθή και
τον Γιώργο. Δύο ανθρώπους, που από το δικό τους μετερίζι τόσο η μία όσο και ο
άλλος, συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε η ζωή, η δική μου αλλά και τόσων πολλών άλλων,
να έχει ενδιαφέρον, γνώση, απόλαυση, προσδοκία, ελπίδα. Την Ανθή τη γνώρισα
μέσω του Χρήστου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο εκδοτικό και πολιτικό
εγχείρημα «Η Αρένα και οι μονομάχοι της», η σχέση μαζί της συνεχίστηκε μέσα από
την έκδοση του περιοδικού «Στο νησί της αλφαβήτου» και διατηρήθηκε ακέραια και
ζωντανή μέχρι σήμερα, με εμβληματικές τις συναντήσεις στο σπίτι του Χρήστου την
ημέρα των εκλογών. Μια ρουτίνα, αυτή η τελευταία, που ανανέωνε την πίστη μας
ότι παρά τα χαστούκια της ετερόνομης κοινωνία στην οποία ζούμε, εμείς
συνεχίζουμε να είμαστε αδιόρθωτα αντίπαλοί της, προσδοκώντας πάντοτε ότι, αφού
τελικά έχουμε αποδεδειγμένα δίκιο, άσχετα αν η υποταγμένη πλειοψηφία περί άλλων
τυρβάζει, κάποια στιγμή, δεν μπορεί, τα όνειρα και οι πρακτικές μας θα βρουν τη
δικαίωση που τους αξίζουν (και για την Ανθή τέτοια δικαίωση ήταν, π.χ., το
Μικρό Δέντρο στη Θεσσαλονίκη). Τον Γιώργο τον γνώρισα πάνω-κάτω την ίδια εποχή,
στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, καθώς η κοινή μας αγάπη για τα
ανταγωνιστικά κινήματα της δεύτερης πατρίδας μας, της Ιταλίας, μας έκανε
αδελφοποιτούς με την υπογραφή του αίματος που συνιστούσαν, κυρίως, οι
κινηματικές εκδόσεις γύρω από τον θαυμαστό κόσμο της εργατικής αυτονομίας. Ο
Γιώργος ήταν ένας από τους πρώτους που μοιραζόμουν τις σκέψεις για τα βιβλία
που έβγαιναν στη γείτονα χώρα σχετικά με τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, αλλά
και την ευρύτερη κριτική σκέψη και πρακτική γύρω από τον λεγόμενο χώρο της
μετα-αυτονομίας, ήταν πάντοτε, μετά από ένα ταξίδι μου εκεί, ένας από τους
πρώτους που θα συζητούσα για τα βιβλία που είχα φέρει, χωρίς να παραλείπουμε να
συζητάμε για τα βιβλία που είχε ανακαλύψει εκείνος. Και αυτό τόσο στα γραφεία
της «Βαβέλ» στη Γενναδίου όσο και στα άλλα της Ζωοδόχου Πηγής και Σόλωνος. Αν
και είχαμε χαθεί τα τελευταία κάμποσα χρόνια, πάντοτε σκεφτόμουν ότι κάποια
καινούργια έκδοση που ανακάλυπτα θα ενδιέφερε σίγουρα τον Γιώργο και πάντοτε
ήλπιζα ότι κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα συζητούσαμε γι’ αυτή. Τώρα πια ξέρω
ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, όπως ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα συζητήσω
με την Ανθή για τη μιζέρια των εκπαιδευτικών κύκλων και τους τρόπους να βγούμε
από αυτή, καθώς πλέον έχω και προσωπικό ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης στη ζωή μου
του Ερρίκου.
Περί απώλειας ο λόγος λοιπόν. Αυτής της καταληκτικής,
ανεπίστρεπτης, τελεσίδικης απώλειας που είναι ο θάνατος. Πάντοτε σκεφτόμουν ότι
η απώλεια, λόγω χωρισμού, ενός έρωτα, μιας φιλίας, μιας καλής επαγγελματικής
σχέσης έχει παρόλα αυτά κάτι το ελπιδοφόρο. Με την έννοια ότι η άλλη, ο άλλος,
συνεχίζει να υπάρχει, να κινείται, να πορεύεται και ίσως, κάποια στιγμή, είτε θα
τον δεις κάπου μακριά και θα του κάνεις ένα κρυφό νεύμα, είτε θα τον
συναντήσεις και θα ανταλλάξετε έστω και κοινοτοπίες. Θα πληγωθείς, θα
στενοχωρηθείς που πια δεν ήσασταν όπως κάποτε, αλλά τουλάχιστον υπάρχει, μπορεί
πια να είσαστε πολύ μακριά, αλλά και μόνο η φευγαλέα παρουσία του σου θυμίζει
ότι κάποτε κάνατε μαζί κάποια θαυμαστά πράγματα. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση
του θανάτου; Εδώ δεν υπάρχει χώρος ούτε για έναν υπαινιγμό σε εκείνο το
παρελθόν, ούτε για μια συγγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ, ούτε για μια ανασκευή
κάποιων πραγμάτων που δεν έγιναν όπως θα θέλαμε, ούτε για την υπενθύμιση
στιγμών που σημάδεψαν τη ζωή μας έστω και αν δεν είχαν την κατάληξη που σίγουρα
προσδοκούσαμε. Ο θάνατος είναι αυτό που κουβαλούμε σταθερά από μικρές και μικροί,
είμαστε τα μοναδικά έμβια όντα που ξέρουμε όπως ότι κι αν γίνει, ότι κι αν
κάνουμε, στο τέλος μας περιμένει για να μας τυλίξει το ξύλινο παλτό όπως μου
είπε κι ένα μεσημέρι αυτού του ίδιου Ιούλη η φίλτατη Θέκλα Τσελεπή, πάλι κατά
τη διάρκεια δικών μου σκέψεων περί της θλίψη του έρωτα. Αυτό είναι που δεν
μπορούμε να αντέξουμε οι άνθρωποι, αυτό είναι που μας κάνει είτε δημιουργικούς,
αγαπητικούς και μαχητικούς για μιαν άλλη προσωπική και κοινωνική ζωή, είτε
μνησίκακους, ωμούς και απεχθείς. Εμείς, η μικρή μας άθραυστη φυλή που έλεγε και
ο Τζούλιαν Μπεκ, είμαστε πάντοτε με τους πρώτους, αυτή είναι δική μας απάντηση
στο ατέρμονο σισύφειο μαρτύριο της ύπαρξης. Με σταθερές αξίες την ισοελευθερία,
την αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη, προσπαθούμε να ξορκίσουμε το άχθος του θανάτου
με την ομορφιά του έρωτα, της αμφισβήτησης, της κριτικής σκέψης και πράξης,
ενίοτε χάνουμε τον δρόμο, αλλά ο μπούσουλας της ελευθερίας πάντοτε μας δείχνει
τον δρόμο για το βορειοδυτικό πέρασμα. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο θάνατος που τόσο
απωθήσαμε, έρχεται να μας υπενθυμίσει τη «ματαιότητα» της ύπαρξής μας. Όμως,
μια ζωή όπως αυτή της Ανθής και του Γιώργου, δεν άξιζε πράγματι τον κόπο; Σαφώς
και τον άξιζε, άλλωστε τέτοιοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν αλλιώς, κι
αν είναι κάτι που σε όλη αυτή την ιστορία θα πρέπει να μας μείνει είναι ότι
σημασία δεν έχει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλά ότι έζησαν τη ζωή του με έναν
τρόπο που τους έκανε πολύτιμους και αξέχαστους. Όχι για λόγους ματαιοδοξίας
αλλά για λόγους ουσίας. Εγώ, και τόσες άλλοι και άλλες αυτές τις στιγμές, δεν
μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς την ύπαρξη ανθρώπων όπως η Ανθή και ο
Γιώργος. Και αυτό, σαφώς, τους κάνει αξέχαστους και πολύτιμους ακόμη και τώρα
που η απώλειά τους είναι οριστική και αμετάκλητη. Λυπάμαι πολύ που λόγοι
«ανωτέρας βίας» δεν μου επέτρεψαν να παραβρεθώ στο τελευταίο αντίο. Αλλά ίσως
είναι προτιμότερο να τους θυμάμαι, και θα τους θυμάμαι, μακριά από εκείνο το
σάβανο και εκείνες τις λέξεις, το χώμα, τα λουλούδια που συνοδεύουν τον
τελευταίο αποχαιρετισμό. Αρνούμαι να τους αποχαιρετίσω, ξέρω ότι δεν υπάρχει
στο «επανιδείν, όμως εγώ, ο πεισματικά υλιστής, τους λέω απλώς γειά, ξέρω ότι
δεν θα τους ξανασυναντήσω, αλλά το γεγονός ότι τους συνάντησα, ότι
συναντηθήκαμε, είναι για μένα μια τεράστια ανακούφιση, έκαναν τη ζωή μου πιο
όμορφη και γι’ αυτό όσο ζω θα τους ευγνωμονώ.
Παναγιώτης Καλαμαράς
Υ.γ. Θεώρησα πως μια φωτογραφία από το αντιφασιστικό Παρίσι είναι το καλύτερο κατευόδιο στα φιλαράκια μου (μας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου