Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Μαύρες-Κόκκινες Σελιδες 2012

Πρόγραμμα:

17:30 

Abel Paz: Ταξίδι στο Παρελθόν, Εκδόσεις Κουρσάλ, Βιβλιοπαρουσίαση

18:30 

Εκδόσεις εντός των τειχών: Αυτοπαρουσίαση των εκδόσεων Ασύμμετρη Απειλή 


19:00 

"Η Εργατική Αυτονομία και η πρόσληψή της στο ελληνικό ανταγωνιστικό κίνημα", σκέψεις προς συζήτηση από τις Εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα 

20:00 

Max Hoelz... στην Κόκκινη Σημαία, Η Επανάσταση στη Γερμανία 1918-1921, Δαίμων του Τυπογραφείου 

Errico Malatesta, Δημοκρατία, φασισμός, Αναρχία, Ελευθεριακή Κουλτούρα 

Arditi del Popolo: ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στο φασισμό, 1921-1922, Ευτοπία 

Βιβλιοπαρουσιάσεις - Συζήτηση 

Ο μαχητικός αντιφασισμός τον Μεσοπόλεμο και η προβολή του στο σήμερα

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του Richard Day, «Το τέλος της ηγεμονίας...»

Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του Richard Day, «Το τέλος της ηγεμονίας, αναρχικές τάσεις στα νεότατα αναρχικά κινήματα», εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Nico Berti στη Rivista Anarchica στις αρχές της δεκαετίας του ’70, που δεν έχει πάψει να είναι άκρως επίκαιρο.


Nico Berti 
Λενινιστικός και αναρχικός 
βολονταρισμός 

Το κείμενο που ακολουθεί θέλει να αναδείξει ένα ουσιαστικό πρόβλημα στην αναρχική ανάγνωση του λενινισμού, με ένα πρίσμα ταυτοχρόνως θεωρητικό και ιστορικό. Σκοπεύουμε, εννοείται, να επισημάνουμε εδώ μερικά μονάχα θεμελιώδη ζητήματα, χωρίς να έχουμε την παραμικρή πρόθεση να εξαντλήσουμε το πρόβλημα, το οποίο για συγκεκριμένους λόγους, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι σύνθετο και βασανιστικό. Αυτού λεχθέντος, ερχόμαστε αμέσως στον πυρήνα του προβλήματος, δηλώνοντας ότι μια συζήτηση για τον λενινισμό περνά, πρώτα απ’ όλα, μέσα από το κρίσιμο και θεμελιώδες ζήτημα του επαναστατικού υποκειμενισμού. Ισχυριζόμαστε, πράγματι, ότι όλες οι αβυσσαλέες ιδεολογικές και στρατηγικές διαφορές που χωρίζουν τον αναρχισμό από τον λενινισμό, προέρχονται ακριβώς από ένα φαινομενικά κοινό στοιχείο: τον υποκειμενισμό, ακριβώς. Πρόκειται για μια μεθοδολογική προεισαγωγή, που μας φαίνεται ορθή τόσο από επιστημονική όσο και από ιδεολογική σκοπιά, εφόσον η ιδιαιτερότητα του λενινισμού αναφορικά με τη μαρξιστική θεωρία και παράδοση, έγκειται στο βολονταριστικό-επαναστατικό μπόλιασμα του πρώτου στη δεύτερη. Με άλλα λόγια, αν δεν βάλουμε στο κέντρο της συζήτησης τον βολονταρισμό, η ανάλυση τείνει να καταλήγει στη συνήθη αντιπαράθεση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού. Συνεπώς, είναι από τον υποκειμενισμό που πρέπει να ξεκινήσουμε και, για να είμαστε ακριβείς, από τον λενινιστικό υποκειμενισμό: θα προχωρήσουμε αμέσως στην αποσαφήνιση του προβληματισμού μας, επισημαίνοντας τα θεμελιώδη σημεία της λενινιστικής σκέψης και πρακτικής. Η αφετηρία του Λένιν είναι διπλή: από τη μια πλευρά ο Μαρξ, από την άλλη η Ρωσία. Ο Μαρξ, δηλαδή η αντικειμενική πλευρά της ιστορίας (από την ανάπτυξη του κεφαλαίου στη δημιουργία του προλεταριάτου και από εκεί στην επανάσταση) και η Ρωσία, δηλαδή η ανωμαλία αναφορικά με τη γραμμή που είχε υποδείξει ο Μαρξ (με την απουσία, εκεί, του καπιταλισμού). Το πρόβλημα του Λένιν είναι συνεπώς το πώς θα μπολιάσει την επαναστατική διαδικασία σε μια ιστορική κατάσταση την οποία ο μαρξισμός με τίποτα δεν μπορεί να θεωρήσει ευνοϊκή. Εξ ου η αποδοχή και η άμεση υιοθέτηση «μιας συγκεκριμένης οπτικής γωνίας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Λένιν) και εξ ου η αποδοχή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις και στην ίδια την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, όπου το βάρος και ο ρόλος της εργατικής τάξης ουσιαστικά σπάνιζαν, είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά. Ολόκληρη η πολυπλοκότητα της λενινιστικής σκέψης έγκειται έτσι στη λύση αυτού του προβλήματος, του προφανώς άλυτου: να υπάρξει δηλαδή μια μαρξιστική επανάσταση (γιατί για μια μαρξιστική επανάσταση πρόκειται) χωρίς τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που αυτή θέτει σαν απαραίτητες. Ο δρόμος που ακολουθεί ο Λένιν προκειμένου να πετύχει η επανάσταση, αντανακλά άψογα αυτή τη διπλή τάση, που από τη μια πλευρά προσαρμόζει συνεχώς το επαναστατικό σχέδιο στις συγκεκριμένες πτυχές ενός συγκεκριμένου πλαισίου, ενώ από την άλλη υποτάσσει διαρκώς την ανατρεπτική πρακτική στις σιδερένιες θηλιές της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Αλλά τι κάνει ο Λένιν προκειμένου να υποτάξει την τακτική στη στρατηγική και αυτή, με τη σειρά της, στην ιδεολογία; Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός. Εφόσον στη Ρωσία το επαναστατικό υποκείμενο που υποδεικνύει ο μαρξισμός είναι ουσιαστικά ανώριμο –είτε από πολιτική είτε από κοινωνική άποψη– χρειάζεται να δημιουργηθεί τεχνητά μια φιγούρα που θα το υποκαταστήσει και στην οποία θα ανατεθεί το καθήκον να διευρύνει εκείνες τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που, τη δεδομένη στιγμή, είναι μειοψηφικές και λανθάνουσες. Δηλαδή αυτή η φιγούρα πρέπει να εμφυσήσει στην εργατική τάξη μια τέτοια επαναστατική πνοή, ώστε αυτή να εναντιωθεί στην επέκταση της καπιταλιστικής κυριαρχίας, σύμφωνα με μια λογική εντελώς διαλεκτική και χεγκελιανή, που θέλει να βλέπει τους εργατικούς αγώνες σαν απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη του κεφαλαίου, η οποία, με τη σειρά της, είναι η περαιτέρω συνθήκη για την ανάπτυξη των ίδιων των εργατικών αγώνων. Ο κύκλος κρίση-ανάπτυξη-κρίση που συνέλαβε και θεωρητικοποίησε ο Μαρξ σε συνθήκες ώριμου καπιταλισμού έρχεται εδώ, στην ιδιαιτερότητα της αγροτικής Ρωσίας, να δημιουργηθεί τεχνητά μέσω της υποκειμενικής δράσης των δρώντων μειοψηφιών. Στη λενινιστική θεώρηση, όπου η ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο παρουσιάζεται σαν μια επαγωγική και εξαναγκαστική αντί για μια ενδογενής και «αυθόρμητη» δημιουργία, οι άνευ αξίας αγροτικές μάζες, βασικό πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, πρέπει να υποταχθούν στη δράση της εργατικής τάξης ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη δράση των «αντιπροσώπων της». Έτσι προκύπτει ένα ιεραρχικό continuum, που διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα στη φάση της κινητοποίησης και του αγώνα του (από τις αγροτικές μάζες στην εργατική τάξη, από την εργατική τάξη στην πρωτοπορία του και από αυτή στην κομματική ηγεσία). Συνεπώς η λενινιστική οργάνωση εμφανίζεται καταρχήν ελαχιστοποιημένη εσωτερικά, για να γιγαντωθεί κατόπιν εξωτερικά, ακολουθώντας μια χωρίς διακοπές ιεραρχική αλληλουχία. Όλα αυτά προκειμένου να αντιπροσωπεύσει και να εκφράσει την προϋποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργατικής τάξης: σαν να έχουμε, δηλαδή, μια προσποίηση θεατρικής παράστασης, που σαν σκοπό της έχει τον μετασχηματισμό της κωμωδίας σε πραγματικότητα. Το καθήκον της οργάνωσης είναι πράγματι ο μετασχηματισμός της συνολικής ιστορικής διαδικασίας από μια δεδομένη ιστορική κατάσταση, η πραγμάτωση του αντικειμενικού ντετερμινισμού της ιστορίας μέσω της υποκειμενικής δράσης μιας φιγούρας που υποκαθιστά την εργατική τάξη. Αυτός είναι ο λενινιστικός δρόμος για να οδηγηθεί και πάλι μια ανώμαλη κατάσταση (η αγροτική Ρωσία) σε μια αντικειμενική κατηγορία της ιστορίας (τη μαρξιστική επανάσταση), μιλάμε δηλαδή για το ιστορικό άλμα που θα επιτρέψει στην ιστορία να γίνει η ιστορία που οφείλει να είναι. Ωστόσο, η φιγούρα που υποκαθιστά την εργατική τάξη μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον μονάχα αν η ταξική της σύνθεση έχει να κάνει με μια φύση όχι οικονομική αλλά πολιτική, μονάχα, δηλαδή, αν η δύναμή της έγκειται, παραδόξως, στο ότι δεν είναι τάξη, στο ότι δεν φέρνει στο εσωτερικό της τα ταξικά χαρακτηριστικά. Η πρωτοπορία των «επαγγελματιών επαναστατών», οργανωμένη με τη μορφή κόμματος, εκφράζει συνεπώς τη θεμελιώδη διχοτομία της λενινιστικής επαναστατικής φιγούρας: ενώ η κοινωνική της σύνθεση είναι αναπόφευκτα μικροαστική, η πολιτική της σύνθεση προϋποτίθεται σαν εργατική. Εξ ου η έσχατη διχοτομία της συνολικής και επαναστατικής δράσης, που αναθέτει το καθήκον του οικονομικού αγώνα στην πραγματική εργατική τάξη, τη στιγμή κατά την οποία οι «επαγγελματίες επαναστάτες» αναλαμβάνουν τον μετασχηματισμό αυτού του οικονομικού αγώνα σε πολιτικό, σε έναν αγώνα, δηλαδή, για την εξουσία. Έτσι, στην ανίατη μαρξιστική διχοτομία ανάμεσα σε ταξικό αγώνα και ταξική συνείδηση, ανάμεσα σε ταξικό και επαναστατικό αγώνα, έρχεται να προστεθεί η διαίρεση ανάμεσα σε οικονομικό και πολιτικό αγώνα, ανάμεσα σε τάξη και κόμμα. Και παραμένει ανίατη η μαρξιστική διχοτομία αναφορικά με την ανάλυση της σχέσης δομής-υποδομής, καθώς αντανακλάται άριστα στη λενινιστική πρακτική (χωρίς τον φόβο μιας πιθανής διάψευσης), από τη στιγμή κατά την οποία οι επαγγελματίες επαναστάτες δεν μπορούν να συγκροτήσουν δομή, δηλαδή τάξη, αλλά μόνο υπερδομή, δηλαδή συνείδηση, εφόσον, όπως έχει γραφτεί στο Μανιφέστο και σε όλα τα ιερά κείμενα των δύο συνεταίρων, η έσχατη τάξη της ιστορίας είναι η εργατική τάξη. Η άφιξη στην εξουσία της σοσιαλιστικής ιντελιγκέντσιας έρχεται να βρει εδώ την τέλεια μυθοποίηση (και δικαιολόγηση) της μέσα στην ιδεολογική βεβαιότητά της, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία τίθενται οι πρακτικές και θεωρητικές βάσεις για τη δράση αυτής καθαυτής της ιντελιγκέντσιας ως πραγματικής κοινωνικής τάξης. Η λεγόμενη «δικτατορία του προλεταριάτου», σαν μια μεταβατική φάση και συνεπώς σαν η θεωρητικοποίηση των δύο χρονικών στιγμών της ιστορικής διαδικασίας –η μία ενεργή (κατάργηση του αστικού κράτους), η άλλη παθητική (εξαφάνιση του προλεταριακού κράτους)– είναι η φυσική λογική κατάληξη των πραγμάτων, που η πλήρης της έκφραση, όπως γνωρίζουν όλοι, εμφανίζεται στο κορυφαίο έργο του λενινιστικού οπορτουνισμού, δηλαδή στο μυθικό και μεταφυσικό Κράτος και Επανάσταση. Είναι εδώ, πράγματι, που ο Λένιν εφαρμόζει καλύτερα από οπουδήποτε αλλού το σχήμα του, δηλαδή την υποταγή του υποκειμενικού στο αντικειμενικό, του βολονταρισμού στον ντετερμινισμό. Το εφαρμόζει υιοθετώντας ακριβώς τη θεμελιώδη μαρξική διάκριση ανάμεσα σε κατάργηση και εξαφάνιση του κράτους, με την έννοια ότι η αταξική κοινωνία, ο κομμουνισμός, δεν πραγματώνεται από το επαναστατικό σχέδιο –αφού αυτό εμποδίζεται από την ανεπανόρθωτη ιεραρχικοποίηση που το διαπερνά– αλλά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το επαναστατικό σχέδιο τίθεται συνεπώς την υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εφόσον μονάχα αυτές, σύμφωνα με τους ορθόδοξους μαρξιστικούς κανόνες, μπορούν να οδηγήσουν στην ωρίμανση του κομμουνισμού. Το κράτος, ως τέτοιο, δεν μπορεί να καταργηθεί˙ μπορεί μονάχα να εξαφανιστεί μέσω της συνολικής διαδικασίας της απελευθέρωσης της εργατικής δύναμης και συνεπώς μέσω της εξαφάνισης της εργασίας. Με άλλα λόγια, η εξαφάνιση του κράτους δεν είναι η θεμελιώδης συνθήκη της ανθρώπινης απελευθέρωσης, αλλά το σημείο άφιξης αυτής της ίδιας της απελευθέρωσης. Κοινωνία χωρίς τάξεις, κομμουνισμός, εξαφάνιση του κράτους, είναι προορισμοί πέρα από την επαναστατική διαδικασία, γενικές κατευθυντήριες γραμμές στο εσωτερικό ενός χρόνου που δεν γίνεται πλέον αντιληπτός ιστορικά. Έτσι η ιδεολογία αποκαλύπτεται σαν αυτό που είναι: ένα θεολογικό, χονδροειδές ανακάτωμα, στην υπηρεσία μιας νέας τάξης, δηλαδή αυτής των επαγγελματιών επαναστατών, που από την αρχή έχουν αναλάβει την καθοδήγηση ολόκληρης της επαναστατικής διαδικασίας. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να περάσουμε σε κάποιες γενικές σκέψεις. Η πρώτη, και η πιο σημαντική, αφορά το πραγματικό αντικείμενο ολόκληρης της λενινιστικής «επιστήμης». Το πραγματικό αντικείμενο αυτής της «επιστήμης» είναι ένα και μοναδικό: η κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον σκοπό πρέπει να υποταχθούν τα πάντα, χωρίς κανένα πρόσκομμα. Για να δικαιολογηθεί η ευκαμψία της λενινιστικής δράσης, της ευφυούς διαπλοκής τακτικής και στρατηγικής σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατάσταση, χρειάζεται ακριβώς να είναι πάντοτε παρούσα αυτή η κατηγορική επιταγή: η κατάκτηση της εξουσίας, η οποία συνιστά την πρώτη και πλέον σημαντική συνθήκη της προλεταριακής επανάστασης. Εξ ου και η προλεταριακή επανάσταση είναι πάντοτε, στη λενινιστική θεώρηση, μια πολιτική επανάσταση. Είναι αυτή, συνεπώς, η αληθινή έκφραση του υποκειμενισμού του. Καθώς δέχεται ότι υπάρχει μια (υποτίθεται) αντικειμενική και μιας κατεύθυνσης τάση στην ιστορία υπέρ της πλήρους ανάπτυξης του καπιταλισμού, η πολιτική επανάσταση αποκτά προτεραιότητα έναντι της κοινωνικής επανάστασης (ταξικός αγώνας, εξαφάνιση των τάξεων). Φτάνουμε συνεπώς, και εντελώς λογικά, στην πρώτη στάση αυτού του δρόμου, την οποία μπορούμε να διατυπώσουμε με τα ίδια τα λόγια του Λένιν: κρατικός καπιταλισμός-δικτατορία του προλεταριάτου. Καπιταλισμός, γιατί χρειάζεται να περάσουμε μέσα από αυτό το καθαρτήριο που είχε υποδείξει ο Μαρξ· κρατικός, γιατί η πολιτική επανάσταση προηγείται της κοινωνικής επανάστασης· δικτατορία του προλεταριάτου γιατί αυτή συνιστά τη φάση της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, από το κράτος στην εξαφάνιση του κράτους, από την πολιτική επανάσταση στην κοινωνική επανάσταση, από τον ταξικό αγώνα στην αταξική κοινωνία. Συνεπώς ο λενινιστικός υποκειμενισμός είναι ένας ψευδής υποκειμενισμός, που με τη σειρά του συνεπάγεται έναν ψευδή ρεαλισμό. Ολόκληρη η δημιουργική δράση του λενινισμού, πράγματι, υπόκειται διαρκώς σε μια a priori, υποτίθεται αντικειμενική τάση της ιστορίας. Αυτή του η αντίληψη τον εμποδίζει να έχει μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, αφού η μέθοδος της προσαρμογής σε μια συγκεκριμένη συνθήκη εξυπηρετεί, πάντοτε και μονάχα, τον μετασχηματισμό αυτής της δεδομένης συνθήκης σε μια προϋποτιθέμενη συνθήκη: ο λενινισμός, δηλαδή, είναι ανίατα δογματικός. Με αυτή την έννοια ικανοποιεί εκείνους τους ερμηνευτές του που διεκδικούν την καθολικότητα της μεθόδου του, αφού είναι ακριβώς αυτή η άκαμπτη σχηματοποίησή του –που συνιστά ουσιαστικά την ίδια του τη φύση– η οποία δικαιολογεί την υποτίθεται παντοτινή εφαρμοστικότητά του. Στην πραγματικότητα, η επαναστατική θεωρία του Λένιν αναδείχθηκε στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, που ολοκληρώθηκε με τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση του ευρωκεντρισμού. Όμως ενώ κάτι τέτοιο χρησιμεύει στο να προσδιορίσουμε ιστορικά τον λενινισμό, στο να τον τοποθετήσουμε ιστορικά στο χωροχρονικό του πλαίσιο, δεν βοηθά στην κατανόηση και την ερμηνεία της θεωρητικής του διάρκειας. Έφυγε ο Λένιν αλλά έμεινε ο λενινισμός. Είναι αλήθεια, ότι η λενινιστική επαναστατική θεωρία παρουσιάζεται κυρίως σαν κριτική θεωρία του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, σαν ασιατικοποίηση και ανατολικοποίηση του μαρξισμού, σαν ιδεολογικό και στρατηγικό υπόδειγμα για την επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας τριτοκοσμικής μορφής, σαν ένα άλμα δηλαδή πάνω από την αστικο-καπιταλιστική φάση και τις αντίστοιχες δημοκρατικο-κοινοβουλευτικές δομές, που θα συμβεί χάρη στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης˙ αλλά είναι αλήθεια, επίσης, ότι η ισχύς της θεωρίας της κατάρρευσης που θα ξεκινήσει από τους πιο αδύναμους κρίκους (στη συγκεκριμένη περίπτωση τη Ρωσία), εξαρτάται καθαρά από τις συμπτώσεις. Από επιστημονική άποψη, η θεωρία που βλέπει τον πόλεμο για το μοίρασμα των αγορών σαν την αναπόφευκτη έκβαση της αντικειμενικής αδυναμίας του καπιταλισμού να ανεβάσει το επίπεδο ζωής των εργαζόμενων μαζών, διευρύνοντας έτσι την εσωτερική αγορά κάθε χώρας με τέτοιον τρόπο ώστε να καταστεί ικανή να απορροφήσει μια ολοένα και αυξανόμενη παραγωγή, δεν αξίζει την υπερβολική σκέψη που της έχει αφιερωθεί. Πρόκειται, πράγματι, για μια επανάληψη των λαϊκιστικών θεματικών, που είχαν δη βρει την καλύτερη ανασκευή τους στα νεανικά γραπτά του ίδιου του Λένιν. Στην πραγματικότητα, αυτή η θεωρία δεν μπορεί να κατέχει στην επιστημολογική δομή της λενινιστικής σκέψης την ίδια θέση που κατέχει το οργανωτικό τέχνασμα των «επαγγελματιών επαναστατών». Ενώ η θεωρία της κατάρρευσης καταγράφει κάτι που συμβαίνει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη θέληση ή έστω σαν αποτέλεσμα μιας μακράς μέσευσης ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της ιστορικής πραγματικότητας, το οργανωτικό τέχνασμα των «επαγγελματιών επαναστατών» θεωρείται εφαρμόσιμο και δυνάμενο να επαναληφθεί, στον μέγιστο βαθμό, σε κάθε δεδομένη συνθήκη. Η πρώτη, δηλαδή, είναι μια θεωρία συνδεδεμένη με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, των οποίων είναι μια πιστή έκφραση, ενώ το δεύτερο, αντιθέτως, στερείται αυτού του χρονολογικού βάρους. Με άλλα λόγια, αν και η μεν και το δε παρουσιάζουν την ίδια εξωτερικότητα –οι «επαγγελματίες επαναστάτες» είναι η συνείδηση που έρχεται από τα έξω στην εργατική τάξη, όπως η κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και ο πόλεμος είναι γεγονότα τα οποία, αν και ευνοούν την επαναστατική έκρηξη, συμβαίνουν πέρα από τη θέληση και τις δυνατότητες της εργατικής ταξικής πάλης, αφού κι αυτά έρχονται από τα έξω –μόνο η θεωρία του οργανωτικού τεχνάσματος, εφόσον έχει να κάνει άμεσα με τη θέληση, μπορεί να επαναλαμβάνεται αδιακρίτως παντού. Όπως βλέπουμε, ο πυρήνας του λενινισμού είναι πάντοτε ο υποκειμενισμός (τον οποίο όμως έχουμε διακριβώσει ως λανθασμένο βολονταρισμό). Αν, συνεπώς, η θεωρία της οργάνωσης συνιστά την πραγματική ουσία του λενινισμού (το πάθος που θεοποιεί το κόμμα, μέσω της μυθικής βεβαιότητας για το ακατανίκητό του), αν, δηλαδή, είναι αυτή η πραγματική επαναστατική θεωρία του Λένιν, τότε οφείλουμε να πούμε ότι ο λενινισμός είναι ενδογενώς και σε βάθος αυταρχικός. Αυταρχικός όμως όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά με πολύ πιο ουσιαστικό και τρομερό τρόπο, αφού ανατρέχει σε μια ολοκληρωτική αντίληψη για την ίδια την πραγματικότητα. Την ερμηνεία για κάτι τέτοιο νομίζουμε ότι τη δώσαμε προηγουμένως. Δεν πρόκειται, πράγματι, μόνο για μια ακραία ιεραρχική αντίληψη της επαναστατικής οργάνωσης, έτσι όπως ισχυρίζονταν στην εποχή του οι σοσιαλδημοκράτες, οι λουξεμπουργκιστές και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές, αλλά για τη θέληση καθυπόταξης, μέσω της επαναστατικής διαδικασίας, ολόκληρης της ιστορικής φάσης, τόσο της παρούσας όσο και της μελλοντικής. Πρόκειται δηλαδή για τον μετασχηματισμό μιας δεδομένης ιστορικής διαδικασίας σε μια προϋποτιθέμενη ιστορική διαδικασία, ξεκινώντας ακριβώς, όπως επισημάναμε προηγουμένως, από μια χεγκελομαρξιστική ιδέα. Στην πραγματικότητα, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την κολοσσιαία αντεπαναστατική ανατροπή που ξεκίνησε ο Λένιν και συνέχισε ο Στάλιν, αν δεν ξεκινήσουμε από αυτή τη διαλεκτική ιδέα, από αυτή τη γιγαντιαία μεταφυσική; Τι ήταν πρώτα η ΝΕΠ και κατόπιν η εξαναγκαστική εκβιομηχάνιση (εξόντωση εκατομμυρίων αγροτών), αν όχι η ενεργοποίηση των μαρξιστικών κειμένων που υποστηρίζουν τον αντικειμενικά επαναστατικό και προωθητικό ρόλο του βιομηχανικού καπιταλισμού και του βιομηχανισμού tout-court, σαν εκείνες τις μοναδικές ιστορικές διαδικασίες που είναι σε θέση να διαμορφώσουν και να ομογενοποιήσουν μια εργατική τάξη η οποία μέχρι τότε, στη Ρωσία, υπήρξε περισσότερο στα κεφάλια των μαρξιστών παρά στην κοινωνική πραγματικότητα; Τι ήταν η σχεδιοποίηση από τα πάνω και η επακόλουθη γραφειοκρατικοποίηση, αν όχι η πραγματοποίηση της μαρξιστικής ντιρεκτίβας –ήδη θεωρητικοποιημένη στο Μανιφέστο– που αναθέτει σαφώς στην οικονομική συγκεντροποίηση το θεμελιώδες καθήκον πραγματοποίησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέχρι το σημείο όπου θα είναι δυνατή η απελευθέρωση από τις ανάγκες; Τι ήταν η Κροστάνδη, η εξόντωση των μαχνοβιτών και εκατοντάδων χιλιάδων επαναστατών αν όχι η εφαρμογή, σύμφωνα με την πιο διαυγή χεγκελιανή θεώρηση, μιας διαλεκτικής που επιζητά ένα πανίσχυρο κράτος, αφού, μαζί με την ιδέα περί ξεπεράσματος του καπιταλισμού, υπάρχει η αντίληψη ότι όσο πιο υψηλός και ώριμος είναι ο βαθμός της ανάπτυξής του τόσο πιο ταχεία θα είναι η εξαφάνισή του; Είναι δύσκολο συνεπώς να ανασκευαστεί η ιδέα ότι ο λενινισμός ήταν και είναι η υπέρτατη έκφραση του επαναστατικού ολοκληρωτισμού και γι’ αυτό βρισκόταν και βρίσκεται, προφανώς, σε ριζική και αμείωτη αντίθεση με την επαναστατική αντίληψη των αναρχικών.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΠΑΤΙΣΤΙ: ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ, ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣ ΣΗΜΕΙΟ

Αυτή η νέα εκδοχή των δικών μας Friendly Asked Questions (FAQ) σχετικά με την υπόθεση Μπατίστι, ήδη διαβασμένες από εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες και αναγνώστριες και μεταφρασμένες σε αρκετές γλώσσες, έρχεται σε μια στιγμή συλλογικής υστερίας, που στην Ιταλία είχαμε να τη δούμε από την εποχή της πλατείας Φοντάνα και την ενοχοποίηση του Πιέτρο Βαλπρέντα. Ο Μπατίστι βρίσκεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, κι ενώ γράφουμε αυτά, σε μια βραζιλιάνικη φυλακή [τώρα πια, το 2012, ο Μπατίστι ζει ελεύθερος στη Βραζιλία, μετά την οριστική άρνηση της χώρας να τον εκδώσει στην Ιταλία, σ.τ.Σ.]. Πήρε πολιτικό άσυλο στη Βραζιλία μετά από παρέμβαση του υπουργού δικαιοσύνης Τάρσο Τζένρο, με τη συνυπογραφή του προέδρου Λούλα. Ο ιταλικός τύπος, μπροστά σε μια ουσιαστικά αδιάφορη κοινή γνώμη, προχώρησε στο λυντσάρισμα του Μπατίστι, ο οποίος παρουσιάστηκε σαν το τέρας, ο στυγερός δολοφόνος, ο serial killer. Η Βραζιλία περιγράφεται (για παράδειγμα από τον Φραντσέσκο Μέρλο στη «Repubblica» της 15ης Γενάρη 2009) σαν μια δημοκρατία οπερέτα, κατοικούμενη από έναν πληθυσμό περίπου πιθήκων. Μέχρι ο πρόεδρος της δημοκρατίας Ναπολιτάνο, που δεν διακρίνεται για την κινητικότητά του, κινητοποιήθηκε υπέρ του αιτήματος έκδοσης του εγκληματία του αιώνα. Ακολουθούμενος βεβαίως από το Δημοκρατικό Κόμμα του Βάλτερ Βελτρόνι, σε πλήρη αρμονία με τις πιο αντιδραστικές συνιστώσες της κυβέρνησης και της υποτιθέμενης «αντιπολίτευσης». Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια μανία ποτέ δεν επιδείχθηκε απέναντι, για παράδειγμα, στον Ντέλφο Ζόρζι, όταν τον υποπτεύονταν για συναυτουργό στη σφαγή της πλατείας Φοντάνα και είχε διαφύγει στην Ιαπωνία. Για να μη μιλήσουμε για τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας, που από τη δεκαετία του ’70 μέχρι την Τζένοβα το 2001, ευθύνονται για τις δολοφονίες πάνω από 100 αγωνιστών της αριστεράς, τα οποία αθωώθηκαν άπαντα από εξυπηρετικούς δικαστές και τους πολιτικούς συνεργούς τους. Ή για τους υπεύθυνους της σφαγής στο Τσιρτσέο, ένας από τους οποίους κατάφερε να μεταναστεύσει με το ιταλικό του διαβατήριο στην τσέπη. Χρειάστηκε να επικαιροποιήσουμε τις FAQ μας, κάτω και από το φως μιας έμμεσης απάντησης του αντιεισαγγελέα του Μιλάνου Αρμάντο Σπατάρο, η οποία εμφανίστηκε στην «Corriere della Sera» στις 23 Γενάρη 2009, στη στήλη των γραμμάτων. Καθώς επίσης και λόγω ενός άρθρου στο οποίο υπήρχε συνέντευξη του μετανιωμένου Πιέτρο Μούτι, μέγιστου κατηγόρου του Μπατίστι («ειδικό στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα» προκειμένου να μεταφέρει στους άλλους τις ευθύνες του, τον χαρακτηρίζει μια απόφαση που αναφέρεται παρακάτω· και που να δείτε και τα καλύτερα), δημοσιευμένου στο «Panorama» στις 25 Γενάρη 2009. Πιστεύουμε ότι μια ήρεμη ανάγνωση όσων ακολουθούν θα προκαλέσει, σε όποιον έχει καλή την πίστη, πολλές αμφιβολίες για την πραγματική ενοχή του Μπατίστι. Ωστόσο, εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να δείξουμε ότι ο Μπατίστι είναι αθώος. Κυρίως μας ενδιαφέρει να καταγγείλουμε τις διαστρεβλώσεις που προκάλεσε η λεγόμενη «έκτακτη ανάγκη», τη δεκαετία του ’70, στις ιταλικές δικαστικές διαδικασίες, θεμελιωμένες, όπως την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, σε «μετανοήσεις», πραγματικές ή ψευδείς [βλ. I. Mereu, Storia dell’intolleranza in Europa. Sorvegliare e punier, l’Inquisizione come modello di violenza legale, Bompiani, 1988. Γιατί συνελήφθη ο Μπατίστι το 1979; Συνελήφθη στο πλαίσιο των συλλήψεων μελών της Αυτόνομης Συλλογικότητας της Μπαρόνα (μια γειτονιά του Μιλάνου) μετά τον φόνο, στις 16 Φλεβάρη 1979, του χρυσοχόου Λουίτζι Πιέτρο Τορετζάνι. Γιατί δολοφονήθηκε ο χρυσοχόος Τορετζάνι; Γιατί, στις 22 Γενάρη 1979, μαζί μ’ έναν γνωστό του επίσης οπλισμένο, σκότωσε τον Οράτσιο Νταϊντόνε, έναν από τους δύο ληστές που εισέβαλαν στο εστιατόριο «Il Transatlantico», στο οποίο διασκέδαζαν με μεγάλη παρέα. Ένας πελάτης, ο Βιντσέντσο Κονσόλι, πέθανε από την ανταλλαγή των πυροβολισμών, ένας άλλος τραυματίστηκε. Αυτός που σκότωσε τον Τορετζάνι ήθελε να χτυπήσει εκείνους, που εκείνη την περίοδο, «απέδιδαν μόνοι τους δικαιοσύνη». Ο Τσέζαρε Μπατίστι συμμετείχε στην έφοδο στο «Transantlantico»; Όχι. Κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο. Επρόκειτο για ένα επεισόδιο του κοινού ποινικού δικαίου. Ο Τσέζαρε Μπατίστι συμμετείχε στoφόνο του Τορετζάνι; Όχι. Ακόμη και αυτή η υπόθεση –που διατυπώθηκε αρχικά- έπειτα αποκλείστηκε παντελώς. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να τον εμπλέξουν, όπως συνέβη αργότερα, στον φόνο του χασάπη Λίνο Σαμπαντίν, που συνέβη την ίδια μέρα, 16 Φλεβάρη 1979, στην περιοχή του Ούντινε, σχεδόν την ίδια ώρα. Ωστόσο υπάρχει η εντύπωση ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι τραυμάτισε ένα από τα θετά παιδιά του Τορετζάνι, τον Αλμπέρτο, ο οποίος από τότε έμεινε παράλυτος. Έχει επιβεβαιωθεί ότι ο Αλμπέρτο Τορετζάνι τραυματίστηκε κατά λάθος από τον πατέρα του, στην ανταλλαγή πυροβολισμών με τους επιτιθέμενους. Τα ΜΜΕ επιμένουν να υποδεικνύουν τον Τσέζαρε Μπατίστι σαν τον δολοφόνο του Τορετζάνι, λέγοντας ότι ήταν αυτός που τραυμάτισε τον Αλμπέρτο και τον οδήγησε στην αναπηρική καρέκλα. Ο Αλμπέρτο δεν επανόρθωσε ποτέ, ούτε καν χάριν της ακρίβειας. Ούτε επανόρθωσε ποτέ ο Σπατάρο. Γιατί; Αυτό είναι ανεξήγητο. Οι πραγματικοί δολοφόνοι (Σεμπαστιάνο Μασάλα, Σάντε Φατόνε, Γκαμπριέλε Γκριμάλντι και Τζουζέπε Μεμέο) συνελήφθησαν λίγο μετά την ενέδρα και εξέτισαν ποινές λίγο πολύ μεγάλες. Ο εισαγγελέας Αρμάντο Σπατάρο στην «Corriere della Sera» της 23ης Γενάρη 2008, είπε ότι ο Μπατίστι «καταδίκασε» τον Λουίτζι Πιέτρο Τορετζάνι επειδή αντέδρασε ενόπλως στη ληστεία που υφίστατο ο ίδιος. Και αυτό είναι ανεξήγητο. Η δυναμική των γεγονότων είναι πολύ διαφορετική, ο ίδιος ο Σπατάρο το εξήγησε σε άλλες περιπτώσεις: ο Τορετζάνι και ένας φίλος του άνοιξαν πυρ, με περίστροφο μεγάλου διαμετρήματος, εναντίον εκείνων που λήστευαν το ρεστοράν «Transatlantico» στο οποίο έτρωγαν με φίλους. Γιατί λοιπόν ο Τσέζαρε Μπατίστι συνδέεται με τη δολοφονία Τορετζάνι; Πάνω απ’ όλα γιατί, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, συμμετείχε στην ομάδα που ανέλαβε την ευθύνη της ενέργειας, τους Ένοπλους Προλετάριους για τον Κομμουνισμό (ΕΠΚ). Η ίδια ομάδα ανέλαβε την ευθύνη για τον Σαμπαντίν. Ποιοι ήταν οι ΕΠΚ; Μια από τις πολλές ένοπλες ομάδες που ξεπήδησαν, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, από το λεγόμενο κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας και αφιερώθηκαν σε εκείνο που αποκαλούνταν «διάχυτη παρανομία»: από «απαλλοτριώσεις» (τράπεζες, σούπερ μάρκετ) μέχρι αντίποινα στις εταιρείες που οργάνωναν τη μαύρη εργασία και, σπανιότερα, μέχρι τραυματισμούς και δολοφονίες. Οι ΕΠΚ έμοιαζαν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες; Όχι. Όπως όλες οι αυτόνομες ομάδες δεν στόχευαν ούτε στη δημιουργία ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος, ούτε στην άμεση ανατροπή της εξουσίας. Προσπαθούσαν κυρίως να αναλάβουν τον έλεγχο του εδάφους, αλλάζοντας τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ των υποτελών τάξεων και πιο συγκεκριμένα των νεανικών συνιστωσών τους. Αυτό το σχέδιο, όπως και να το κρίνει κανείς (είναι σαφές ότι δεν λειτούργησε) δεν συμφωνούσε με εκείνο των ΕΤ. Ο εισαγγελέας Σπατάρο είπε ότι οι συμμετέχοντες στους ΕΠΚ δεν ξεπέρασαν τους τριάντα. Τα εντάλματα για συμμετοχή στους ΕΠΚ ήταν τουλάχιστον 60. Στην πλειοψηφία τους αφορούσαν νεαρούς εργάτες. Ακολουθούσαν οι άνεργοι και οι καθηγητές. Οι φοιτητές ήταν μονάχα τρεις. Ωστόσο η υπογραφή ΕΠΚ χρησιμοποιήθηκε και από άλλες ομαδοποιήσεις. Τριάντα ή εξήντα δεν έχει μεγάλη σημασία. Κι όμως έχει. Αλλάζουν οι πιθανότητες συμμετοχής στις γενικές επιλογές της οργάνωσης, όπως επίσης και στις ενέργειες που προκύπτουν από αυτές τις επιλογές. Να έχουμε υπόψη ότι ενώ οι ληστείες που αποδίδονται στους ΕΠΚ είναι δεκάδες, οι φόνοι είναι τέσσερις. Η συμμετοχή σε μια από αυτές γίνεται πολύ λιγότερο πιθανή αν διπλασιαστεί ο αριθμός των συμμετεχόντων. Ο Τσέζαρε Μπατίστι ήταν ο επικεφαλής των ΕΠΚ ή έστω κάποιους από τους αρχηγούς; Όχι. Αυτό είναι ξεκάθαρα μια επινόηση των δημοσιογράφων. Ούτε από τις δίκες ούτε από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι μπορεί να θεωρηθεί αρχηγός. Άλλωστε, δεν είχε ένα παρελθόν –ως πρώην κλεφτάκος και συμμορίτης της επαρχίας, χωρίς ιδεολογική παιδεία– που θα του επέτρεπε να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο. Ήταν ένας αγωνιστής ανάμεσα στους πολλούς. Ωστόσο στην προδικαστική διαδικασία ο Μπατίστι θεωρήθηκε σαν ένας από τους «οργανωτές» του φόνου του Τορετζάνι. Δια της επαγωγικής μεθόδου. Σύμφωνα με τον διαχωρισμένο Αρίγκο Καβαλίνα, συμμετείχε σε συνελεύσεις στις οποίες συζητήθηκε μια τέτοια ενέργεια, χωρίς να φέρει αντίρρηση. Μόνο με την είσοδο στη σκηνή του μετανιωμένου Μούτι –αφού ο Μπατίστι, καταδικασμένος σε δωδεκάμισι χρόνια φυλακή, δραπέτευσε από τη φυλακή και διέφυγε στο Μεξικό– οριστικοποιήθηκε η κατηγορία, αλλά για μια ακόμη φορά μέσω της επαγωγικής μεθόδου. Εφόσον ο Μπατίστι κατηγορήθηκε από τον Μούτι ότι είχε παίξει ρόλο στην προετοιμασία του φόνου του Σαμπαντίν και εφόσον οι ενέργειες εναντίον του Τορετζάνι και του Σαμπαντίν εμφορούνταν σαφώς από την ίδια λογική (χτύπημα των καταστηματαρχών που είχαν σκοτώσει ληστές), ιδού, ο Μπατίστι πρέπει αναγκαστικά να είναι ανάμεσα στους «οργανωτές» της ενέδρας στον Τορετζάνι, αν και δεν συμμετείχε προσωπικά. Ωστόσο, από όλα τα εγκλήματα που αποδίδονται στον Μπατίστι, το πιο σοβαρό είναι αυτό της υπόθεσης Τορετζάνι. Ίσως επειδή προσφερόταν για μια πιο «θεαματική» χρήση από τα υπόλοιπα (βλέπε την ενασχόληση των ΜΜΕ με τον Αλμπέρτο Τορετζάνι, ο οποίος δεν είναι ακόμη έτοιμος, για λόγους μπορεί και κατανοητούς, να αποκαλύψει ποιος τον τραυμάτισε). Ή ίσως –δεδομένου ποιος μας κυβερνά και τις δηλώσεις κάνα χρόνο πριν του υπουργού Καστέλι σχετικά με το ζήτημα της αυτοπροστασίας των καταστηματαρχών– επειδή ήταν το επεισόδιο που απηχούσε καλύτερα στον ψυχισμό των ψηφοφόρων των κυβερνώντων κομμάτων. Πάντως, όποιος υπερασπίζεται τον Μπατίστι συχνά παίζει το χαρτί της «συγχρονικότητας» μεταξύ της υπόθεσης Τορετζάνι και αυτής του Σαμπαντίν, ενώ ο Μπατίστι είχε κατηγορηθεί ότι «οργάνωσε» την πρώτη και «εκτέλεσε» τη δεύτερη. Αυτό οφείλεται στην αμφισημία του ίδιου του πρώτου αιτήματος έκδοσης του Μπατίστι (1991), στις αντιφατικές πληροφορίες των εφημερίδων (ο αριθμός και ο χαρακτήρας των αδικημάτων ποικίλλει από έντυπο σε έντυπο) και στη σιωπή όσων γνωρίζουν. Να μην ξεχνάμε ότι ο Αρμάντο Σπατάρο έδωσε λεπτομέρειες για την υπόθεση –πιο σωστά, έναν συγκεκριμένο αριθμό λεπτομερειών– μονάχα μετά την εκστρατεία υπέρ του Μπατίστι, η οποία άρχισε να αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν η ανάκριση και η δίκη. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιταλική κυβέρνηση έπρεπε να υποβάλει στις γαλλικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν σχετικά με το νέο αίτημα έκδοσης του Τσέζαρε Μπατίστι, 800 σελίδες ντοκουμέντων. Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το δικαστικό υλικό ήταν γεμάτο κενά. Κατά μείζονα λόγο αυτό παρουσίαζε κενά για όποιον ήθελε να εμποδίσει την έκδοση του Μπατίστι. Η συγχρονικότητα ανάμεσα στην υπόθεση Σαμπαντίν και εκείνη του Τορετζάνι αναδεικνύει μια μοναδικού τύπου κατασκευή. Μα έπρεπε να αποδειχτεί ότι ο Μπατίστι συμμετείχε ενεργώς στη δολοφονία του Σαμπαντίν. Αρχικά, ο μετανιωμένος Μούτι κατηγόρησε τον Μπατίστι ότι είχε πυροβολήσει τον χασάπη. Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο αγωνιστής των ΕΠΚ Ντιέγκο Τζακομίν διαχωρίστηκε και αποκάλυψε ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον μαγαζάτορα. Δεν είπε άλλα ονόματα. Ένας συνένοχος, που δεν τον ανέφερε ο Μούτι, καταδικάστηκε σε ισόβια. Ζει σήμερα στη Γαλλία. Ωστόσο, η δικαστική διαδικασία για τον Τσέζαρε Μπατίστι και τους άλλους κατηγορούμενους της υπόθεσης Τορετζάνι ήταν κανονική. Όχι, δεν ήταν, και είναι πολύ εύκολο να το αποδείξουμε. Γιατί η δικαστική διαδικασία για την υπόθεση Τορετζάνι, που αργότερα συμπεριέλαβε ολόκληρη την ιστορία των ΕΠΚ, δεν ήταν κανονική; Για να ακριβολογήσουμε: δεν ήταν κανονική εκτός αν την εξετάσουμε στο πλαίσιο των παραβιάσεων της νομιμότητας που εισήγαγε η λεγόμενη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Σύμφωνα με τους όρους της γενικής νομοθεσίας, η διαδικασία παραβιάστηκε κατά τρεις τουλάχιστον τρόπους: με την καταφυγή σε βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών στη φάση της ανάκρισης [η χρήση των βασανιστηρίων στις ανακρίσεις των τρομοκρατών της αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τη δεκαετία του ’80 τεκμηριώνεται ανάγλυφα στον τόμο Le torture affiorate, σειρά Progetto Memoria, εκδ. Sensibili alle foglie, 1998, σ.τ.Σ.], με τη χρήση καταθέσεων ανηλίκων ή ατόμων με πνευματικές διαταραχές, αλλά και με τον πολλαπλασιασμό των κατηγοριών βάσει των δηλώσεων ενός μετανιωμένου μειωμένης αξιοπιστίας. Αλλά υπήρχαν και άλλοι ελάσσονες τρόποι. Οι δικαστές βασάνισαν τους κατηγορούμενους; Όχι. Ήταν η αστυνομία που τους βασάνισε. Υπήρξαν δεκατρείς καταγγελίες: οκτώ προέρχονταν από τους συλληφθέντες και πέντε από τους συγγενείς τους. Δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ασυνήθιστο σε μια ανάκριση τέτοιου τύπου. Οι δικαστές περιορίστηκαν να ακούσουν τις καταγγελίες και μετά τις αρχειοθέτησαν. Μπορεί να τις αρχειοθέτησαν γιατί δεν επρόκειτο για πραγματικά βασανιστήρια, αλλά για απλές πιέσεις, λιγάκι πιο έντονες, στους κατηγορούμενους. Μια από τις πιο συχνές καταγγελίες ήταν αυτή που αφορούσε τη βίαιη κατάποση νερού από τον ανακρινόμενο μέσω ενός σωλήνα, ενώ ένας αστυνομικός τον χτυπούσε με γονατιές στο στομάχι. Έπειτα όλοι κατήγγειλαν πως αναγκάστηκαν να γδυθούν και μετά τους τύλιξαν με κουβέρτες ώστε να μη μείνουν σημάδια από τα χτυπήματα με γροθιές ή με τα ρόπαλα. Μέχρι που τους έδεσαν σ’ ένα τραπέζι ή σε έναν πάγκο. Το ότι οι δικαστές δεν προχώρησαν στην εξέταση των καταγγελιών μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις πως όλα αυτά συνέβησαν στ’ αλήθεια. Στην πραγματικότητα ο αντιεισαγγελέας Αλφόνσο Μάρα, επιφορτισμένος με τον καθήκον να αναφέρεται στον ανακριτή Μαουρίτσιο Γρίγκο, αφού μετέτρεψε τα αδικήματα των ανδρών της ασφάλειας από «βλάβες» σε «αμυχές» λόγω της απουσίας διαρκών σημαδιών στο σώμα (στην Ιταλία δεν υπήρχε το αδίκημα του βασανισμού και δεν υπάρχει ούτε σήμερα), συμπέρανε ότι ο καταλογισμός των αμυχών δεν μπορούσε να προχωρήσει, δεδομένου ότι οι αστυνομικοί, μοναδικοί μάρτυρες, δεν τις επιβεβαίωναν. Από την πλευρά του ο δικαστής Κοράντο Καρνεβάλι, υπεύθυνος για τη δίκη Τορετζάνι, εισηγήθηκε ότι οι καταγγελίες για βασανιστήρια ήταν μια μέθοδος που υιοθέτησαν οι κατηγορούμενοι για να απονομιμοποιήσουν ολόκληρη την έρευνα. Δεν μας λέει κάτι ότι ο Καρνεβάλι είχε άδικο. Τουλάχιστον ένα επεισόδιο δεν συμφωνεί με τη θέση του. Στις 25 Φλεβάρη 1979, ο κατηγορούμενος Σισίνιο Μπίτι κατήγγειλε στον αντιεισαγγελέα Αρμάντο Σπατάρο τα βασανιστήρια που υπέστη και ανακάλεσε τις ομολογίες που είχε κάνει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Ανάμεσα στ’ άλλα, αφηγήθηκε ότι ένας αστυνομικός, χτυπώντας τον με ένα ρόπαλο, του ζήτησε να καταγγείλει κάποιον Άντζελο· αυτόν που κατήγγειλε ήταν ο μοναδικός Άντζελο που γνώριζε, κάποιον Άντζελο Φράνκο. Η ανασκευή του Μπίτι δεν έγινε πιστευτή και ο Άντζελο Φράνκο, ένας εργάτης, συνελήφθη για συμμετοχή στην υπόθεση Τορετζάνι. Μόνο που μερικές μέρες αργότερα υποχρεώθηκαν να τον αφήσουν: με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να είχε συμμετάσχει στην ενέδρα. Συνεπώς η ανασκευή του Μπίτι ήταν ειλικρινής και άρα, κατά πάσα πιθανότητα, και η βία με την οποία είχε αποσπαστεί η ψευδής ομολογία. Ο Σισίνο Μπίτι είχε μόνιμες βλάβες στα τύμπανα των αυτιών του. Μόνος τους τις προκάλεσε; Όμως η κακομεταχείριση στη φάση της ανάκρισης δεν αθωώνει τον Τσέζαρε Μπατίστι. Όχι, όμως δίνει μια ιδέα για το τι τύπου διαδικασία ακολουθήθηκε. Το να την πούμε «κανονική» είναι τουλάχιστον συζητήσιμο. Ανάμεσα στις καταθέσεις εναντίον των κατηγορουμένων φιγουράρει επίσης αυτή μιας δεκαπεντάχρονης, της Ρίτα Βιτράνι, που κλήθηκε να καταθέσει εναντίον του θείου της· οι αντιφάσεις και οι αφέλειες της δεν τους έκανε να σκεφτούν πως ήταν ψυχολογικά ασταθής («στα όρια της τρέλας», δήλωσαν οι πραγματογνώμονες).[Στο «Panorama» της 25ης Γενάρη ο δημοσιογράφος Αμαντόρι, που πήρε συνέντευξη από την οικογένεια, αμφισβήτησε τη σταθερότητα της μνήμης της Ρίτα Βετράνι. Οι αναφορές των πραγματογνωμόνων, ελάχιστα αμφισβητούμενες, υπάρχουν στο βιβλίο L. Grimaldi, Processo all’istruttoria, Milano Libri, Μιλάνο 1981, σ.τ.Σ.]. Υπάρχει επίσης μια άλλη κατάθεση, του Βάλτερ Αντρεάτα, που αμέσως πέφτει σε αντιφάσεις και χαρακτηρίστηκε «ανισόρροπος» και θύμα μιας βαριάς καταθλιπτικής κρίσης από αυτούς τους ίδιους του πραγματογνώμονες του δικαστηρίου. Αναγνωρίζοντας το ασταθές πλαίσιο της έρευνας, πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Περίπου μια παραδοχή της ενοχής, ακόμη κι αν, πριν σιωπήσει, δήλωσε αθώος. Μπορεί σήμερα να φαίνεται έτσι, αλλά όχι τότε. Και μάλιστα αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη την εποχή, οι αγωνιστές των ένοπλων ομάδων, όταν συλλαμβάνονταν δήλωναν πολιτικοί κρατούμενοι και αρνούνταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους γιατί δεν αναγνώριζαν την «αστική δικαιοσύνη». Ο Μπατίστι αρνήθηκε γιατί όπως δήλωσε αμφισβητούσε την αξιοπιστία της διαδικασίας. Αν αφήσουμε στην άκρη τις βιαιότητες και τις ελάχιστα αξιόπιστες καταθέσεις κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, η δίκη διεξήχθη δίκαια. Όχι ακριβώς. Κατηγορούμενοι για ελάσσονα αδικήματα έλαβαν δυσανάλογα βαριές ποινές. Ο ήδη αναφερμένος Μπίτι, αν και αθωώθηκε για κάθε αδίκημα, καταδικάστηκε σε τρεισήμισι χρόνια φυλακή επειδή τον άκουσαν να επιδοκιμάζει, σε δημόσιο χώρο, την ενέργεια εναντίον του Τορετζάνι. Υπέπεσε στη λεγόμενη «ηθική συνέργεια» σε φόνο, κατηγορία άμεσα προερχόμενη από την Ιερά Εξέταση. Ο ήδη αναφερμένος Άντζελο Φράνκο, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθη εκ νέου, αυτή τη φορά για ένοπλη οργάνωση και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. Και αυτό παρά την απουσία άλλων αδικημάτων, μόνο και μόνο γιατί σύχναζε στην αυτόνομη συλλογικότητα της Μπαρόνα. Σύμφωνα με τον Λουτσάνο Βιολάντε, μια κάποια «σκληρότητα» ήταν απαραίτητη προκειμένου να σβήσει η τρομοκρατία. Και ο Αρμάντο Σπατάρο υποστηρίζει ότι, για αυτόν τον σκοπό, ο επιβαρυντικός όρος περί «τρομοκρατικής σκοπιμότητας», που διπλασίαζε τις ποινές, αποδείχθηκε ένα αποφασιστικό όπλο. Κατέστρεψε επίσης τις ζωές πολλών νέων ανθρώπων, συλληφθέντων με κατηγορίες που επρόκειτο να επιβαρυνθούν εκθετικά κατά τη διάρκεια της κράτησης, παρά την απουσία αιματηρών γεγονότων. Αυτό δεν ισχύει για τον Τσέζαρε Μπατίστι, καταδικασμένο σε ισόβια για συμμετοχή σε δύο φόνους και φυσική αυτουργία σε άλλους δύο. Για τις υποθέσεις Τορετζάνι και Σαμπαντίν τα είπαμε. Πάμε τώρα στις υποθέσεις Σαντόρο και Καμπάνια. Ο Μούτι κατηγόρησε τον Μπατίστι σαν τον δολοφόνο του Σαντόρο, αλλά μετά το αποδεικτικό υλικό τον υποχρέωσε να παραδεχτεί ότι ήταν αυτός ο δολοφόνος. Η δολοφονία του αστυνομικού Καμπάνια συνέβη μετά τη διάλυση των ΕΠΚ και την πραγματοποίησε μια ομαδούλα γειτονιάς. Ο δολοφόνος λέγεται Τζουζέπε Μεμέο, ομολόγησε ο ίδιος. Πυροβόλησε με το ίδιο πιστόλι που σκότωσε τον Τορετζάνι. Ο Μούτι τα λέει για να τα πει. Ο Μεμέο είχε έναν ξανθό συνεργάτη, ψηλό, γύρω στο 1.90. Ο Μπατίστι; Θα αναφερθούμε σε αυτό σε λίγο. Στο τέλος της εκδίκασης σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης ο Μπατίστι, συλληφθείς αρχικά για ελάσσονα αδικήματα (κατοχή όπλων, που άλλωστε, όπως απεδείχθη, δεν πυροβόλησαν ποτέ), βρέθηκε καταδικασμένος σε δωδεκάμισι χρόνια φυλακή. Η καταδίκη σε ισόβια ήρθε πέντε χρόνια μετά την απόδραση του από τη φυλακή. Αλλά εδώ ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τους «μετανιωμένους» και, κυρίως, για τον βασικό μετανιωμένο που τον κατηγόρησε. Μετά θα εξετάσουμε τα τρία άλλα αδικήματα. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι ένας «μετανιωμένος». Αν αναφερόμαστε στις ομάδες της άκρας αριστεράς, έτσι αποκαλούνται εκείνοι οι κατηγορούμενοι για αδικήματα σχετιζόμενα με τις ένοπλες ομάδες, οι οποίοι, ως αντάλλαγμα τη μείωση των ποινών τους, απαρνήθηκαν την εμπειρία τους και δέχτηκαν να καταγγείλουν τους συντρόφους τους, συμβάλλοντας στη σύλληψή τους και στη διάλυση της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο υπήρχε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά καθιερώθηκε στο δικαιικό σύστημα πρώτα με τον «νόμο Κοσίγκα» της 6.1.1980, ν. 15, κι έπειτα με τον «νόμο για τους μετανιωμένους» της 29.5.1982, ν. 304. Δείχνει τους εγγενείς κινδύνους αυτού του μηχανισμού του είτε πριν είτε μετά από αυτές τις ημερομηνίες. Ποιοι είναι αυτοί οι «κίνδυνοι»; Η λογική του νόμου είναι ότι ο «μετανιωμένος» μπορούσε να υπολογίζει σε τόσο μεγαλύτερη μείωση της ποινής του όσο πιο υψηλός ήταν ο αριθμός των ατόμων που κατήγγειλε· αυτός, όταν εξαντλούνταν το απόθεμα των πληροφοριών που κατείχε, ωθούνταν να περάσει σε εικασίες και κουβέντες που είχε ακούσει εδώ και εκεί. Επιπλέον, η αναδρομικότητα του νόμου προέτρεπε σε καταδόσεις χωρίς διακρίσεις ακόμη και αν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τα γεγονότα, όταν τώρα πια ήταν αδύνατον να υπάρξουν υλικές επαληθεύσεις. Υπάρχουν παραδείγματα αυτών των χείριστων αποτελεσμάτων; Η πιο κραυγαλέα περίπτωση ήταν αυτή του Κάρλο Φιορόνι ο οποίος, απειλούμενος με ισόβια λόγω της κατακράτησης των λύτρων για έναν φίλο του που πέθανε κατά τη διάρκεια της ενέργειας, κατηγόρησε για συνενοχή τον Τόνι Νέγκρι, τον Ορέστε Σκαλτσόνε και άλλες προσωπικότητες της οργάνωσης Εργατική Εξουσία, μειώνοντας την ποινή του. Αλλά και άλλοι μετανιωμένοι, όπως ο Μάρκο Μπαρμπόνε (σήμερα συνεργάτης εφημερίδων της δεξιάς), ο Αντόνιο Σαβάστα, ο Πιέτρο Μούτι, ο Μικέλε Βισκάρντι κ.α, συνέχισαν για χρόνια να σκαλίζουν τη μνήμη τους και να δίνουν ονόματα. Κάθε καταγγελία ακολουθούσαν συλλήψεις, σε τέτοιο βαθμό που η κράτηση έγινε όπλο πίεσης για να υπάρξουν περαιτέρω μετάνοιες. Δυστυχώς αυτό θα προκαλέσει σκάνδαλο μόνο σε δεύτερο χρόνο, όταν η λογική της μετάνοιας, εφαρμοσμένη στην κοινή εγκληματικότητα, είχε ως αποτέλεσμα την υπόθεση Τόρτορα και άλλες λιγότερο γνωστές. Ο Πιέτρο Μούτι ήταν ο κύριος κατήγορος του Τσέζαρε Μπατίστι. Γιατί; Ήταν, σύμφωνα με την ίδια την ομολογία του, ο ιδρυτής των ΕΠΚ. Θα φιγουράρει ανάμεσα στους κατηγορούμενος για την υπόθεση Τορετζάνι αν και φυγόδικος, και η κατηγορούσα αρχή θα ζητήσει γι’ αυτόν καταδίκη 8 ετών. Συνελήφθη το 1982 (αφότου είχε ήδη δραπετεύσει ο Μπατίστι), μετά τη διαφυγή από τη φυλακή του Ροβίγκο, στις 4 Γενάρη εκείνης της χρονιάς, μερικών αγωνιστριών της Πρώτης Γραμμής. Ο Μούτι ήταν ανάμεσα στους οργανωτές της απόδρασης. Ήταν στο ίδιο κελί με τον Μπατίστι, όταν αμφότεροι βρίσκονταν στη φυλακή για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου και υπεύθυνος για την πολιτικοποίησή του (έναν ρόλο που περιέργως διεκδίκησε ο διαχωρισμένος Αρίγκο Καβαλίνα). Για ποια αδικήματα ο Μούτι, μόλις μετάνιωσε, κατηγόρησε τον Μπατίστι; Αφήνοντας στην άκρη κάποια ελάσσονα αδικήματα, για τρεις δολοφονίες. Ο Μπατίστι (με έναν συνεργό και τον ίδιο τον Μούτι, που αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί την παρουσία του) σκότωσε ο ίδιος, στις 6 Ιούνη 1978, τον ανθυπασπιστή των συνοδών μεταφοράς κρατουμένων Αντόνιο Σαντόρο, που οι ΕΠΚ κατηγορούσαν για κακομεταχείριση των κρατουμένων. Ότι σκότωσε ο ίδιος στο Μιλάνο, στις 19 Απρίλη 1979, το στέλεχος των Digos Αντρέα Καμπάνια, που είχε συμμετάσχει άμεσα στις συλλήψεις σχετικά με την υπόθεση Τορετζάνι. Μεταξύ των δύο αδικημάτων είχε συμμετάσχει, χωρίς να πυροβολήσει άμεσα αλλά έχοντας, ωστόσο, ρόλο κάλυψης, στον ήδη αναφερθέντα φόνο του χασάπη Λίνο Σαμπαντίν. Θα συζητήσουμε για όλα αυτά. Ο φόνος του Σαμπαντίν είναι μια υπόθεση για την οποία γίνεται η μεγαλύτερη κουβέντα. Σε μια συνέντευξη στην ομάδα της γαλλικής ακροδεξιάς «Block Identitaire» ο γιός του Λίνο Σαμπαντίν, Αντριάνο, δήλωσε ότι οι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν συνεργάτες του ληστή τον οποίο εκείνοι είχαν σκοτώσει. Ή η απάντησή του μεταφράστηκε λάθος ή είπε κάτι το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά. Καλύτερα να αφήσουμε στην άκρη τις δηλώσεις συγγενών των θυμάτων, των οποίων η λειτουργία, στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, ήταν ουσιαστικά θεαματική. Ο Τσέζαρε Μπατίστι είναι ένοχος ή αθώος για τους τρεις φόνους για τους οποίους τον κατηγορεί ο Μούτι; Αυτός δηλώνει αθώος, ακόμη κι αν έκανε λάθος επιλογή ως προς τη βία στην οποία, ενεπλάκη τόσο αυτός όσο και τόσοι άλλοι νέοι. Ωστόσο εδώ το ζήτημα δεν είναι να αποδείξουμε την αθωότητα ή όχι του Μπατίστι. Είναι αντιθέτως το να δούμε κατά πόσο η ενοχή του αποδείχτηκε ποτέ πραγματικά, ή κατά πόσο, προκειμένου να αποδειχτεί κάτι τέτοιο, η δικαστική διαδικασία που οδήγησε στη καταδίκη του μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Σε αντίθετη περίπτωση δεν εξηγείται η οργή με την οποία η ιταλική κυβέρνηση, με την υποστήριξη διαπρεπών ονομάτων της αντιπολίτευσης, προσπάθησε να εκδοθεί ο Μπατίστι πρώτα από τη Γαλλία και μετά από τη Βραζιλία. Πέρα από τις καταγγελίες του Μούτι, υπάρχουν άλλες αποδείξεις σε βάρος του Μπατίστι για τις υποθέσεις Σαντόρο, Σαμπαντίν (ακόμη και σε ρόλο κάλυψης) και Καμπάνια; Όχι. Όταν οι δικαστές μιλούν σήμερα για «αποδείξεις», αναφέρονται στη διασταύρωση στοιχείων που έκαναν οι ίδιοι από τις δηλώσεις των διάφορων μετανιωμένων (του Μούτι και άλλων λιγότερο σημαντικών) και τις ενδείξεις που έδωσαν άμεσα οι «διαχωρισμένοι» τύπου Καβαλίνα. Ο Αρμάντο Σπατάρο συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υπάρχουν επαληθευμένες αποδείξεις. Συνεχίζει να λέει κάτι τέτοιο, αλλά δεν τις παρουσιάζει ποτέ αυτές τις αποδείξεις . Τι εννοείται με τον «διαχωρισμένο»; Είναι αυτός που παίρνει τις αποστάσεις του από την ένοπλη οργάνωση στην οποία συμμετείχε και ομολογεί αδικήματα που τον αφορούν, χωρίς όμως να κατηγορήσει άλλους. Αυτό σημαίνει μια μείωση της ποινής, προφανώς μικρότερη από τη μείωση που αφορά έναν μετανιωμένο. Με ποια έννοια ένας μετανιωμένος μπορεί να δώσει έμμεσα ενδείξεις; Για παράδειγμα αν βεβαιώσει ότι δεν συμμετείχε σε μια συνέλευση γιατί ήταν αντίθετος σε μια δεδομένη ενέργεια που σχεδιαζόταν εκεί, χωρίς όμως να λέει ποιοι παρευρίσκονταν. Αν στο μεταξύ ένας μετανιωμένος πει ότι συμμετείχε ο Χ σε εκείνη τη συνέλευση, τότε αυτομάτως ο Χ γίνεται ένας από τους οργανωτές. Τι είναι αυτό που δεν ισχύει σε αυτή τη λογική; Το γεγονός ότι είτε η άμεση κατηγορία του μετανιωμένου είτε οι ενδείξεις του διαχωρισμένου, προέρχονται από υποκείμενα δελεασμένα από την υπόσχεση ελάφρυνσης της δικής τους ποινής. Η άποψή τους, αν λείπουν οι επαληθεύσεις, γίνεται δεκτή από τον δικαστή, που την επιλέγει ανάμεσα σε διάφορες άλλες πιθανότητες. Επιπλέον είναι ο μετανιωμένος, δηλαδή εκείνος που έχει το μεγαλύτερο κίνητρο, που παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Όλα αυτά σε άλλες χώρες (μη ολοκληρωτικές) θα γίνονταν αποδεκτά στην ανακριτική διαδικασία και στη φάση της αρχικής συζήτησης με τον κατηγορούμενο. Ποτέ δεν θα γίνονταν αποδεκτά με αξία αποδεικτική στη φάση της δίκης. Στην Ιταλία όμως αυτό είναι που συνέβη. Στην υπόθεση Μπατίστι έλειπαν άλλες επαληθεύσεις; Υπήρξαν απλώς κάποιες καταθέσεις που ο ίδιος ο δικαστής Αρμάντο Σπατάρο δεν θεώρησε σημαντικές. Ωστόσο λέγεται ότι «οι εξομολογήσεις του Μούτι (…) επιβεβαιώνονται από πολλές μαρτυρίες και περαιτέρω δηλώσεις άλλων πρώην τρομοκρατών» («Il Corriere della Sera», 23 Γενάρη 2009). Πρόκειται πάντοτε για τους Μούτι και Καβαλίνα. Όσον αφορά τις καταθέσεις, αρκεί να πούμε ότι ο αυτουργός του φόνου του Σαντόρο είχε μούσι (και εδώ ο Μούτι μιλά για ένα μούσι ψεύτικο), ήταν ξανθός (ο Μπατίστι μπορεί να είχε βάψει τα μαλλιά του) και ήταν ψηλός, κοντά 1.90 (αυτό πια πάει πολύ: ο Μπατίστι είναι ελάχιστα ψηλότερος από το 1.60). Ώστε ο μετανιωμένος Πιέτρο Μούτι δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αξιόπιστος; Υπάρχουν λόγοι που μπορούν να τον εντάξουν στον μηχανισμό «όσα περισσότερο πεις τόσο λιγότερο θα μείνεις στη φυλακή»; Αυτό προκύπτει από τη διαδικασία που κατέληξε στην οριστική ποινή του από τον Άρειο Πάγο το 1993. Διαβάζουμε: «Αυτός ο μετανιωμένος είναι ειδικός στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα σε βάρος των διαφόρων συνεργών του, όπως όταν ενέπλεξε τον Μπατίστι στη ληστεία της οδού Φούλβιο Τέστι για να σώσει τον Φαλκόνε (…) ή ακόμη όταν έβαλε τον Λαβάτζα και τον Μπεργκαμίν στη θέση του Μάρκο Μασάλα σε δύο ληστείες στη Βερόνα». Και πιο κάτω: «Άλλωστε, ο Πιέτρο Μούτι χρησιμοποιεί το όπλο του ψεύδους και προς όφελός του, όταν αρνείται πως είχε συμμετάσχει, όντας κάτοχος οπλισμού, στον τραυματισμό του Ροσανίγκο ή στη δολοφονία Σαντόρο· για την οποία άλλωστε κατηγορήθηκε από την ασφάλεια του Μιλάνου και τους καραμπινιέρους του Ούντινε. Να γιατί η ομολογία του δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθόρμητη». Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Μούτι, ένοχος για φόνους και ληστείες, πέρασε μόνο οκτώ χρόνια στη φυλακή. Ένα πλεονέκτημα που μοιράστηκε με τον αυτουργό της δολοφονίας του Βάλτερ Τομπάτζι (και σε εκείνη την περίπτωση, για την οποία υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, ο ανακριτής ήταν ο Αρμάντο Σπατάρο) με τον πολυδολοφόνο Μικέλε Βισκάρντι και πολλούς άλλους μετανιωμένους. Υπάρχουν άλλοι λόγοι για να αμφιβάλουμε για την ειλικρίνεια του Μούτι; Ναι, οι κατηγορίες του Πιέτρο Μούτι δεν αφορούσαν μόνο τον Μπατίστι και τους ΕΠΚ, αλλά στράφηκαν παντού, ακόμη και στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πλέον διαβόητη αφορά την PLO του Γιάσερ Αραφάτ, η οποία θα προμήθευε όπλα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Μούτι «τρία ντουφέκια ΑΚ47, 20 χειροβομβίδες χειρός, δύο πολυβόλα FAL, τρία περίστροφα, μια καραμπίνα με διόπτρα, 30 κιλά εκρηκτικά και 10.000 πυροκροτητές» (όχι και πολλά πράγματα, πέρα από τον αριθμό των πυροκροτητών· το μόνο που λείπει είναι ότι ο Αραφάτ του παρέδωσε ένα πιστόλι πεπιεσμένου αέρα). Ο εισαγγελέας Κάρλο Μαστελόνι θα προσθέσει, στη βάση αυτής της πολύτιμης αποκάλυψης, έναν φάκελο για την «βενετσιάνικη έρευνά» του σχετικά με τις σχέσεις ιταλών και παλαιστινίων τρομοκρατών, και θα φτάσει να καλέσει για ανάκριση μέχρι και τον ίδιο τον Γιάσερ Αραφάτ. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να βάλει στο αρχείο ολόκληρη την υπόθεση, αφού ο μεν Αραφάτ δεν εμφανίστηκε τα δε υπόλοιπα στοιχεία ξεφούσκωσαν. Σε τι έχουν να κάνουν τα παραπάνω με τα όπλα που προέρχονταν από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τα οποία παζάρευε το 1979 ο Μαουρίτσιο Φολίνι, τον οποίο ο Αρμάντο Σπατάρο λέει ότι ήταν μέλος των ΕΠΚ; Αυτός ο Φολίνι ήταν έμπορος όπλων και, σύμφωνα με μερικούς, σοβιετικός κατάσκοπος. Μπήκε στον χορό από τον Μούτι, αλλά σχετικά με άλλες ομάδες, θολώνοντας μάλλον τα νερά. Πόσο μάλλον που οι αποκαλύψεις του Μούτι άρχισαν να τείνουν στο παραλήρημα. Ο Μούτι δεν ήταν αξιόπιστος σε άλλες έρευνες, όμως τίποτα δεν μας λέει πως, τουλάχιστον σχετικά με τους ΕΠΚ, δεν είπε την αλήθεια. Τίποτα δεν μας το λέει, πράγματι, εκτός από μια λεπτομέρεια. Το 1993 ο Άρειος Πάγος αθώωσε έναν συγκατηγορούμενο του Μπατίστι (στην υπόθεση Σαντόρο), τον οποίο επίσης είχε κατηγορήσει ο Μούτι. Μιλάμε για το 1993. Για δέκα χρόνια οι δικαστές είχαν πιστέψει τις κατηγορίες ενός μετανιωμένου. Αυτό τα λέει όλα. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη του Τσέζαρε Μπατίστι χαρακτηρίστηκε από ανωμαλίες και βασίστηκε σε ελάχιστα αξιόπιστες καταθέσεις μετανιωμένων, είναι σίγουρο ότι ο Μπατίστι μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του στους επόμενους δικαστικούς βαθμούς. Δεν είναι έτσι, τουλάχιστον όσον αφορά την έφεση του 1986, που άλλαξε την απόφαση σε πρώτο βαθμό και τον καταδίκασε σε ισόβια. Τότε ο Μπατίστι βρισκόταν στο Μεξικό και αγνοούσε ότι συνέβαινε σε βάρος του στην Ιταλία. Ο δικαστής Αρμάντο Σπατάρο είπε ότι ήταν ζήτημα του Μπατίστι που δεν υπεράσπισε τον εαυτό του σε όλους τους βαθμούς της δικαστικής κρίσης, αφού κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας δεν συμμετείχε στις διαδικασίες της ιταλικής δικαιοσύνης, ενώ θα μπορούσε να το κάνω μέσω δικηγόρου που θα είχε ορίσει ο ίδιος. Αυτό ισχύει μόνο για την περίοδο κατά την οποία ο Μπατίστι βρισκόταν στη Γαλλία και ουσιαστικά ισχύει για τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο που συνέβη το 1991. Δεν ισχύει για τη δίκη το 1986, που κατέληξε στην ποινή που αναφέραμε στις 24 του Ιούνη εκείνης της χρονιάς. Εκείνη την εποχή ο Μπατίστι δεν είχε επαφή με τον δικηγόρο του, τον οποίο πλήρωνε η οικογένειά του, ούτε άλλωστε με την ίδια την οικογένειά του. Αυτό το λέει ο ίδιος. Το λέει επίσης ο δικηγόρος Τζουζέπε Πελάτσα από το Μιλάνο, ο οποίος είχε αναλάβει την υπεράσπισή του, αλλά το λέει και η οικογένειά του. Αλλά βεβαίως πρόκειται για μερικές μαρτυρίες. Παραμένει το γεγονός ότι ο Μπατίστι δεν είχε καμία απευθείας αντιπαράθεση με τον μετανιωμένο Μούτι που τον κατηγόρησε. Διέφυγε από τη φυλάκιση, σύμφωνοι˙ όμως παραμένει το αντικειμενικό γεγονός ότι δεν μπορούσε να παρέμβει σε μια διαδικασία που μετέτρεψε την ποινή του από δώδεκα χρόνια φυλακή σε δύο φορές ισόβια (κανείς άλλος κατηγορούμενος σε αυτή τη δίκη δεν είχε παρόμοια καταδίκη, συμπεριλαμβανομένων των δολοφόνων του Τορετζάνι), ενώ του αποδόθηκε η φυσική αυτουργία σε δύο φόνους, η συμμετοχή σε άλλες δύο, κάποιοι τραυματισμοί και καμιά εβδομηνταριά ληστείες (δηλαδή ολόκληρη η δραστηριότητα των ΕΠΚ). Αυτό ήταν και είναι αποδεκτό για την ιταλική νομοθεσία, αλλά δεν είναι για τη νομοθεσία άλλων χωρών που, εμποδίζοντας την καταδίκη ερήμην, επιβάλλει την επανάληψη της δίκης όταν συλληφθεί ο φυγόδικος. Όμως ο Μπατίστι υπέγραψε το πληρεξούσιο που ανέθετε την υπόθεσή του στους δικηγόρους του, οι οποίοι τον εκπροσώπησαν ενώ αυτός φυγοδικούσε. Φάνηκε ευρέως, ακόμη και από εμπειρογνώμονες που επιλέχθηκαν από το παρισινό δικαστήριο, ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε (έστω και για καλό σκοπό). Το πληρεξούσιο συντάχθηκε το 1981 και είχε κενό στη θέση της υπογραφής. Ο Μπατίστι υποστηρίζει την αθωότητά του, πέρα από ελάσσονα περιστατικά που αποδίδονται στους ΕΠΚ, χωρίς να παρουσιάζει κάποια απόδειξη. Μα ο Μπατίστι δεν οφείλει να αποδείξει τίποτα! Η υποχρέωση της απόδειξης βαρύνει αυτούς που τον κατηγορούν. Όσον αφορά την ουσία της ερώτησης, ας προσπαθήσουμε να ανακεφαλαιώσουμε: 1) έχουμε μια δικαστική έρευνα που περιλαμβάνει ομολογίες αποσπασμένες με βίαιες μεθόδους˙ 2) έχουμε μια σειρά καταθέσεων από άτομα ανίκανα για κάτι τέτοιο είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω νοητικής κατάστασης˙ 3) έχουμε μια ποινή υπερβολικά αυστηρή˙ 4) έχουμε μια επιβάρυνση αυτής της ποινής, που οφείλεται στην καθυστερημένη εμφάνιση ενός «μετανιωμένου», ο οποίος προβαίνει σε κατηγορίες ολοένα και περισσότερο σοβαρές και γενικευμένες. Και όλα αυτά σε ένα κανονιστικό πλαίσιο επιβαρυντικό και με στόχο την ταχεία κατάπνιξη μιας κοινωνικής αναταραχής ευρέως φάσματος, που ξεπερνούσε τις ατομικές περιπτώσεις. Αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της αριστεράς υποστήριξε έναν δικαστή όπως ο Αρμάντο Σπατάρο, όπως και την έκδοση και του Μπατίστι. Αυτό είναι πρόβλημα της αριστεράς. Ισχύει άλλωστε και για άλλους δικαστές, όχι μόνο για τον Σπατάρο, οι οποίοι ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της καταστολής των κινημάτων τη δεκαετία του ’70 και τα πρώτα χρόνια αυτής του ’80, αρκεί να σκεφτούμε τις υποθέσεις του Αντριάνο Σόφρι και της Σίλβια Μπαραλντίνι. Φανταζόμαστε –ή μάλλον ελπίζουμε– πως ουκ ολίγοι εκπρόσωποι της «αριστεράς» (ας την πούμε έτσι) θα έμεναν ολίγον τι συγχυσμένοι αν γνώριζαν όλα αυτά. Για να μη μιλήσουμε για την «ξαφνική αδιαθεσία» στην οποία απέδωσε τον θάνατο του Τζουζέπε Πινέλι ο Τζεράρντο ντ’Αμπρόζιο. Ή για τον εξοστρακισμό της σφαίρας που σκότωσε τον Κάρλο Τζουλιάνι πάνω σε μια ιπτάμενη πέτρα. Η δυσφήμηση των δικαστών έχει σαν αντίβαρο τον καθαγιασμό τους. Να σημειώσουμε ότι ο Τσέζαρε Μπατίστι δεν έδειξε ποτέ σημάδια μετάνοιας. Το σύγχρονο δίκαιο –το έχουμε ήδη πει– καταστέλλει την παράνομη συμπεριφορά και αγνοεί τις ατομική συνείδηση. Αξιώνει κάθε είδους μετάνοια, όπως ο Τορκουεμάδα ή ο Βισίνσκι. Η απόρριψη εκ μέρους του Μπατίστι της υπόθεσης του ένοπλου αγώνα παρουσιάζεται στα μυθιστορήματά του Le cargo sentimental και Ma cavale, που δεν έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά. Όντας συγγραφέας, εκφράζεται μέσω της συγγραφής. Ενθουσιάστηκε όταν, στη Γαλλία, αφέθηκε προς στιγμή ελεύθερος. Θα το έκανε οποιοσδήποτε. Σαν τέλειος κακός, διέφυγε την έκδοση και πήγε στη Βραζιλία, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ζει στην Κοπακαμπάνα. Όποιος γνωρίζει την Κοπακαμπάνα, ξέρει ότι πέρα από την παραλία και τα ξενοδοχεία, υπάρχουν λαϊκές γειτονιές. Εκεί μένει ο Μπατίστι. Αλλά επιτέλους τέλος με αυτές τις μαλακίες. Ο Μπατίστι ήταν ότι γουστάρετε, εκτός από ένα πράγμα: δεν υπήρξε ποτέ πλούσιος. Δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής στα σαλόνια όπως λένε τα παραμύθια του «Panorama». Ήταν θυρωρός της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε. Πήγαινε μια στις τόσες για καφέ στο μπαρ που είχαν μετανάστες κάτω από το σπίτι του. Ο Αρμάντο Σπατάρο λέει, στο άρθρο της εφημερίδας στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ότι ο Μπατίστι δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός εγκληματίας, αλλά ένας εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, με ροπή στο χρήμα. Ο Σπατάρο αναφέρεται στη διαδρομή του Μπατίστι πριν την πολιτικοποίησή του, όταν ήταν ένας απλός παράνομος της επαρχίας. Καμία από τις ενέργειες που του αποδίδονται σαν «τρομοκράτη», πραγματικές ή ψεύτικες, δεν είχε σαν σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό. Ο Μπατίστι ήταν μέλος των ένοπλων συνιστωσών εκείνης που αποκαλούνταν «εργατική αυτονομία». Το ξέρουν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Σπατάρο. Η άρνηση της πολιτικής φύσης των πράξεών του προκειμένου να δεχτεί η βραζιλιάνικη κυβέρνηση να τον εκδώσει, είναι το πιο κολοσσιαίο ψέμα στην υπόθεση Μπατίστι. Ένας κοινός εγκληματίας δεν ομολογεί την ένταξή του στους «Ένοπλους Προλετάριους για τον Κομμουνισμό». Άλλωστε, οι φασίστες, οι παραφασίστες, οι μεταφασίστες της σημερινής Ιταλίας τονίζουν συνεχώς σαν επιβαρυντικό στοιχείο την «κομμουνιστική» του άποψη. Ενώ οι τέως κομμουνιστές εκδηλώνουν απέναντι στον Μπατίστι έναν αντίστοιχο τρόμο, δεδομένου ότι ενσαρκώνει τις ιδέες που έχουν απαρνηθεί. Δεν υπήρξε ποτέ από την εποχή του Βαλπρέντα και μέχρι σήμερα, πιο «πολιτική» υπόθεση. Δεν μπορεί να λυθεί έτσι, με μια σύλληψη, ένα πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο. Ακριβώς. Δεν μπορεί να λυθεί έτσι το γενικότερο πρόβλημα της εξόδου, για τα καλά, από το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με τις δικαστικές πλάνες που εισήγαγε στην ιταλική τάξη πραγμάτων. Αλλά αυτό μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο άλλων FAQ, που δεν εξετάσαμε στην παρούσα περίπτωση. Όσον αφορά τους κατήγορους, που κραυγάζουν με όλη τη δύναμη της φωνής τους «δώστε μας τον δολοφόνο!», ας ρίξουν μια ματιά στα δικά τους χέρια. Είναι γεμάτα αίμα. Έχουν χειροκροτήσει λίγο απ’ όλα, ξεκινώντας από τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου και φτάνοντας στις σφαγές στον Λίβανο και την Γκάζα. Έχουν κοκκινίσει τα χέρια τους από το χειροκρότημα των «ανθρωπιστικών αποστολών», που καταλήγουν σε σφαγές. Έχουν ανοίξει τον δρόμο στην κοινωνική εξαφάνιση αδύναμων υποκειμένων, στην αγορά εργασίας. Πραγματικά σήμερα, οι «εχθροί της ανθρωπότητας» αποκαλούνται Μπατίστι ή Πετρέλα; Δημοσιεύτηκε στον δικτυακό τόπο Carmillaonline, στις 30/1/2009.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ο Τελευταίος Πυροβολισμός - Cesare Battisti

Η υπαρξιακή διαδρομή ενός «κοινού εγκληματία» μέσα σε μια ένοπλη ομάδα του χώρου της εργατικής αυτονομίας στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η μοίρα ενός τμήματος μιας γενιάς εγκλωβισμένης στη φωτιά του ένοπλου αγώνα. Μια αφήγηση χωρίς ιδεολογικές δικαιολογίες, μ’ έναν ρυθμό επιταχυνόμενο και εναλλασσόμενο όπως ταιριάζει στα καλύτερα noir της δράσης. Ένα σπιράλ κινήσεων, ολοένα και πιο απελπισμένων, εξηγεί τους λόγους για επιλογές τόσο ριζικές, ώστε τελικά να γίνεται αποδεκτός μέχρι και ο θάνατος εδώ και τώρα. Ένα μυθιστόρημα ξερό και κοφτερό, χρήσιμο προκειμένου να καταλάβουμε τις αιτίες της πολύ σημαντικής αλλά και ταυτόχρονα πικρής κοινωνικής ρήξης που συνέβη στην Ιταλία (και όχι μόνο) εκείνη την τρομερή δεκαετία. Ο Τσέζαρε Μπατίστι, μαχητής των Ένοπλων Προλετάριων για τον Κομμουνισμό, συνελήφθη το 1979. Μετά από δύο χρόνια, με μια θεαματική επιχείρηση των συντρόφων του, απέδρασε από τη φυλακή. Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια. Περιπλανήθηκε σε Μεξικό και Παρίσι και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους συγγραφείς noir, ενώ παράλληλα έκανε διάφορες άλλες δουλειές. Όταν η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να τον εκδώσει στην Ιταλία, κατέφυγε στη Βραζιλία, όπου μετά από δίχρονη φυλάκιση, πήρε πολιτικό άσυλο, γεγονός που διατάραξε σοβαρά τις ιταλοβραζιλιανικές σχέσεις. Σήμερα ζει ελεύθερος στη Βραζιλία, πάντοτε ενεργός στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και ονειρευόμενος μια καλύτερη ζωή για όλες και όλους.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Σχετικά με αυτό που μπορούμε να μην κάνουμε

Giorgio Agamben
Ο Ντελέζ όρισε κάποτε το έργο της εξουσίας σαν αυτό που διαχωρίζει τους ανθρώπους από ότι μπορούν να κάνουν, δηλαδή από τη δύναμή τους. Οι ενεργητικές δυνάμεις εμποδίζονται στην άσκησή τους είτε επειδή στερούνται των υλικών συνθηκών που θα τις καταστήσουν δυνατές είτε επειδή μια απαγόρευση καθιστά αυτή την άσκηση αδύνατη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η εξουσία –και αυτή είναι η πιο καταπιεστική και κτηνώδης μορφή της– διαχωρίζει τους ανθρώπους από τη δύναμή τους και, με αυτόν τον τρόπο, τους καθιστά αδύναμους. Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη και πιο δόλια ενέργεια της εξουσίας, που δεν δρα άμεσα σε αυτό που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι –στη δύναμή τους– αλλά στην αδυναμία τους, δηλαδή σε αυτό που δεν μπορούν να κάνουν ή, καλύτερα μπορούν να μην κάνουν. Ότι η δύναμη είναι πάντοτε εκ της συστάσεώς της και αδυναμία, ότι κάθε μπορώ να κάνω είναι πάντοτε και ένα μπορώ να μην κάνω, είναι η αποφασιστική κατάκτηση της θεωρίας της δύναμης στον Αριστοτέλη, την οποία αναπτύσσει στο βιβλίο ΙΧ στα Μετά τα Φυσικά. «Η αδυναμία», γράφει, «είναι η στέρηση της δύναμης. Κάθε δύναμη είναι αδυναμία του ίδιου και σε σχέση με το ίδιο [του οποίου είναι δύναμη]» (Μετ/ 1046α, 29-31]. «Αδυναμία» δεν σημαίνει εδώ μονάχα απουσία δύναμης, να μην μπορώ να κάνω, αλλά επίσης και κυρίως «μπορώ να μην κάνω», μπορώ να μην ασκήσω τη δύναμή μου. Και είναι ακριβώς αυτή η ιδιαίτερη αμφιθυμία κάθε δύναμης (που είναι πάντοτε δύναμη του είναι και του μη είναι, του να κάνεις και να μην κάνεις), που απεναντίας ορίζει την ανθρώπινη δύναμη. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι το έμβιο ον το οποίο, υφιστάμενο μέσα από τη δύναμη, μπορεί να κάνει τόσο ένα πράγμα όσο και το αντίθετό του, μπορεί να κάνει και να μην κάνει. Αυτό τον εκθέτει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έμβιο ον, στον κίνδυνο του σφάλματος αλλά, ταυτοχρόνως, του επιτρέπει να συσσωρεύει και να διευθύνει ελεύθερα τις ικανότητές του, να τις μετα-σχηματίζει σε «δεξιότητες». Εφόσον δεν είναι μονάχα ο βαθμός του τι που μπορεί να κάνει κάποιος, αλλά επίσης και προπάντων η δυνατότητά του να μην το κάνει, αυτό το οποίο ορίζει την ακτίνα της δράσης του. Ενώ η φωτιά μπορεί μονάχα να κάψει και τα άλλα έμβια όντα έχουν μονάχα την ιδιαίτερη δύναμή τους, μπορούν δηλαδή να έχουν μόνο αυτή ή την άλλη συμπεριφορά εγγεγραμμένη στη βιολογική τους κλίση, ο άνθρωπος είναι το ζώο που μπορεί να έχει τη δική του αδυναμία. Είναι σε αυτή την άλλη και πιο σκοτεινή πλευρά της δύναμης που προτιμά σήμερα να δρα η εξουσία, η οποία ορίζεται με ειρωνικό τρόπο «δημοκρατική». Αυτή χωρίζει τους ανθρώπους όχι μόνο και όχι τόσο από αυτό που μπορούν να κάνουν, αλλά κυρίως και προπάντων από αυτό που μπορούν να μην κάνουν. Χωρισμένος από την αδυναμία του, στερημένος από την εμπειρία αυτού που μπορεί να μην κάνει, ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρείται ικανός για τα πάντα και επαναλαμβάνει εύθυμα «δεν υπάρχει πρόβλημα» και ανεύθυνα «θα γίνει», ακριβώς όταν, αντιθέτως, θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται ότι παραδίδεται σε πρωτάκουστο βαθμό σε δυνάμεις και διαδικασίες επί των οποίων έχει χάσει κάθε έλεγχο. Έχει καταστεί τυφλός όχι απέναντι στις ικανότητές του, αλλά στις ανικανότητές του, όχι σε αυτό που μπορεί να κάνει, αλλά σε αυτό που δεν μπορεί ή μπορεί να μην κάνει. Εξ ου η οριστική σύγχυση, στην εποχή μας, των κλίσεων και των επαγγελμάτων, των επαγγελματικών ταυτοτήτων και των κοινωνικών ρόλων, ο καθένας από τους οποίους αποπροσωποποιείται μέσω της θρασείας εμφάνισης και της αβεβαιότητας της παράστασής της. Η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ή να είναι αδιακρίτως οποιοδήποτε πράγμα, η υποψία ότι όχι μόνο ο γιατρός που με εξετάζει μπορεί αύριο να είναι ένας βιντεοκαλλιτέχνης, αλλά μέχρι και ο δήμιος που με δολοφονεί μπορεί στην πραγματικότητα, όπως συνέβη στη Δίκη του Κάφκα, να είναι ένας τραγουδιστής, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της γνώσης ότι οι πάντες απλώς υπόκεινται σε εκείνη την ευελιξία που σήμερα είναι η πρώτη ιδιότητα την οποία απαιτεί από τον καθένα μας η αγορά. Τίποτα δεν μας κάνει τόσο φτωχούς και τόσο λίγο ελεύθερους όσο αυτή η αποστέρηση της δύναμης. Εκείνος που διαχωρίζεται από αυτό που μπορεί να κάνει, μπορεί, ωστόσο, ακόμη να αντισταθεί, μπορεί ακόμη να μην κάνει. Αντιθέτως εκείνος που διαχωρίζεται από την αδυναμία του, χάνει, προπάντων, την ικανότητα να αντιστέκεται. Και όπως συνήθως συμβαίνει μονάχα η καυτή γνώση αυτού που δεν μπορούμε να είμαστε είναι η εγγύηση της αλήθειας αυτού που είμαστε, έτσι είναι μονάχα η διαυγής θεώρηση αυτού που δεν μπορούμε ή μπορούμε να μην κάνουμε που δίνει αξία στην πράξη μας.■ Το ανωτέρω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Nudità, εκδόσεις nottetempo, 2009.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Fernando Savater ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ INDIGNADOS


Το πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο των λεγόμενων indignados [αγανακτισμένων στα ισπανικά, σ.τ.Μ.] είναι μια από τις μεγαλύτερες καινοτομίες των τελευταίων χρόνων στην ισπανική δημόσια σφαίρα και έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και σε άλλες χώρες. Τον Μάρτη του 2011 εκατοντάδες και ενίοτε χιλιάδες άτομα, στην πλειοψηφία τους νεαρής ηλικίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν τις πλατείες διάφορων ισπανικών πόλεων –ξεκινώντας από την εμβληματική Puerta del Sol της Μαδρίτης–, προκειμένου να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην πολιτική κατάσταση και στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την οικονομική κρίση, με τις περικοπές των δημοσίων δαπανών κ.ο.κ. Το όνομα indignados προέρχεται από την μπροσούρα του Stéphane Hessel Αγανακτείστε!, που αποτέλεσε ένα είδος μανιφέστου του κινήματος, ευρέως διαδεδομένο και συζητημένο. Οι indignados είναι ένα φαινόμενο σύνθετο που εξελίχθηκε με την πάροδο των μηνών και παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πλευρές σε ότι αφορά τη δυσκολία αλλά και την αναγκαιότητα άρθρωσης μιας ριζοσπαστικής πρότασης αλλαγής στις δημοκρατίες μας.Οι πιο άμεσοι λόγοι που προκάλεσαν την κινητοποίηση των indignados είναι ξεκάθαροι: η Ισπανία είναι η ευρωπαϊκή χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (20%), κυρίως ανάμεσα στους νέους (πάνω από 40%). Δεδομένου ότι η εκπαίδευση σε αυτή τη χώρα είναι πολύ ακριβή και η επαγγελματική ακόμη περισσότερο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση βραχυπρόθεσμα. Για να εμποδιστεί μια παρέμβαση της Ευρώπης στην ισπανική οικονομία ανάλογη με αυτή που θεωρήθηκε αναγκαία στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Θαπατέρο επέβαλλε περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και κατέστησε πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας. Ο αγανακτισμένος κόσμος που κατέλαβε τις πλατείες ισχυρίζεται ότι τέτοια μέτρα ρίχνουν το κοινωνικό κόστος της κρίσης σε αυτούς που είναι οι λιγότερο υπεύθυνοι, δηλαδή στους εργαζόμενους, ενώ οι τράπεζες και οι μεγάλες πολυεθνικές λαμβάνουν κάθε είδους βοήθεια προκειμένου να ξανασταθούν στα πόδια τους και να βγουν αλώβητες από την καταστροφή.
Έτσι, η πρώτη διαπίστωση στην οποία μπορεί να προχωρήσει κανείς είναι ότι οι indignados κινητοποιήθηκαν προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, αν και αργότερα προσέδωσαν ένα θεωρητικό άρωμα στις προτάσεις τους, επικαλούμενοι ιδανικά λίγο πολύ ευγενή. Εδώ δεν βλέπω τίποτα κακό: εγώ, όπως και άλλοι, πιστεύω ότι υπάρχουν συμφέροντα παντελώς νόμιμα και ιδανικά εξαίρετα. Πριν την κρίση πολλοί ισπανοί, κυρίως νέοι, υπερηφανεύονταν επειδή δεν ήταν πολιτικοποιημένοι και μάλιστα μέχρι που απεχθάνονταν την πολιτική. Η πολιτική τάξη ήταν η ίδια που έχουμε σήμερα, οι μισθοί ίδιοι, ίδιος και ο εκλογικός νόμος, όμοιος ο ρόλος των συνδικάτων και των αφεντικών, η εκπαίδευση εξίσου ακριβή… αλλά πολλοί νέοι και αρκετοί μεγαλύτεροι δεν έβρισκαν σε όλα αυτά κάποιον επιτακτικό λόγο προκειμένου να ασχοληθούν με την πολιτική. Απεναντίας, τη θεωρούσαν μια βαρετή ενασχόληση, ελιτίστικη, σχεδόν απεχθή. Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεχόταν τις κριτικές πολλών, αλλά και τη συγκατάβαση όχι λίγων: πολλοί αποδέχονταν ευχαρίστως τη χρέωση στις τράπεζες προκειμένου να αυξήσουν την καταναλωτική τους δυνατότητα, η κερδοσκοπία των ακινήτων ήταν στην ημερησία διάταξη και όχι μόνο ανάμεσα στους πλουτοκράτες, ενώ στις τουριστικές περιοχές οι πιο νέοι άφηναν τις σπουδές για να δουλέψουν στα μέρη που σύχναζαν οι ξένοι, δηλαδή εκεί όπου ήταν καλές οι προοπτικές κέρδους. Και αυτές οι συνθήκες, φαινομενικά ευνοϊκές αλλά με πολλά ύποπτα χαρακτηριστικά, δεν προκαλούσαν την αγανάκτηση σχεδόν κανενός.
Η οικονομική κρίση και η ανεξέλεγκτη πλημμυρίδα της ανεργίας απομάκρυναν τον κόσμο από την αυταπάτη της αφθονίας με μηδενικό κόστος. Ένα από τα πλέον εμβληματικά συνθήματα των indignados, όταν τελικά κινητοποιήθηκαν, είχε να κάνει με τους πολιτικούς: «Δεν μας αντιπροσωπεύουν». Αυτό το καλοπροαίρετο και πομπώδες σύνθημα ακούγεται παράφωνο για δύο τουλάχιστον λόγους. Κατά πρώτο λόγο, η πολιτική αντιπροσώπευση είναι ένα θεσμικό ζήτημα, δεν έχει να κάνει με μια ανοιχτή ταύτιση με εκείνους που εκλέχθηκαν για να αναλάβουν τα δημόσια βάρη. Το πρόβλημα των πολιτικών είναι ακριβώς ότι μας αντιπροσωπεύουν, ακόμη και όταν δεν απολαμβάνουν της συμπάθειας μας, με την έννοια ότι από τη στιγμή κατά την οποία εκλέγονται, μπορούν να πάρουν ή να μην πάρουν αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν τη ζωή μας. Είναι συνεπώς σημαντικό να επιλέξουμε σωστά, να τους στείλουμε σπίτι τους αν αποδειχτούν ανίκανοι και να προσπαθήσουμε να βρούμε πιο ελπιδοφόρες εναλλακτικές από εκείνες που έχουμε σήμερα. Κατά δεύτερο λόγο, οι ισπανοί πολιτικοί που αρχικά αρνούνταν την κρίση, κατόπιν προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν τις διαστάσεις της και κατέληξαν να μην ξέρουν πώς να τη διαχειριστούν, αντιπροσωπεύουν μάλλον καλά την πολιτική μυωπία, την αναζήτηση άμεσων και χωρίς προσπάθεια αντισταθμιστικών λύσεων και την αδιαφορία για εναλλακτικές απέναντι στο στάτους κβο (oι οποίες απαιτούν μια ενεργή ένα-σχόληση), που χαρακτήριζαν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών οι οποίοι σήμερα υποφέρουν από τις συνέπειες εκείνης της νωθρότητας και αγανακτούν.
Ένα άλλο από τα πιο σημαντικά συνθήματα των indignados ζητούσε μια «πραγματική δημοκρατία». Λοιπόν, ακόμη και αυτό το αίτημα μας αφήνει αμήχανους. Γιατί είναι ακριβώς η πραγματική δημοκρατία (όπως κάποτε ο υπαρκτός σοσιαλισμός στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) αυτή την οποία έχουμε, αυτή που μας κάνει να αγανακτούμε και αυτή η πραγματική δημοκρατία είναι σε αντίθεση με μια «ιδανική» δημοκρατία που θα αντιπροσώπευε χωρίς αμφισημίες και χειραγωγήσεις τους πιο ευγενείς λαϊκούς πόθους… αλλά που δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία (δεν υπήρξε ούτε στην Αθήνα, φυσικά) χωρίς εμπόδια, περιορισμούς και αντιδημοκρατικές πλεκτάνες. Όσο περισσότερο είναι μια δημοκρατία πραγματική τόσο λιγότερο είναι ιδεατή και τόσο περισσότερο αντανακλά τις αντιφάσεις και τις καταχρήσεις μιας κοινωνίας. Να προσθέσω και κάτι ακόμη: αντανακλά την εσωτερική αντίφαση που υπάρχει στον καθένα από εμάς ανάμεσα στο άγχος για δικαιοσύνη που θέλουμε να μας χαρακτηρίζει και τη διαρκή λαχτάρα για άδικα προνόμια ή πλεονεκτήματα. Ή την αντίφαση ανάμεσα στους πραγματικούς και ειλικρινείς πολιτικούς που λέμε ότι θέλουμε και τους συμπαθητικούς δημαγωγούς που στην πραγματικότητα ψηφίζουμε. Ποιον θα ψηφίζαμε, έναν πολιτικό καθόλα ειλικρινή που θα ομολογούσε τα όρια και τις αμφιβολίες του ή κάποιον που θα μας ζητούσε να θυσιαστούμε για το κοινό καλό εις βάρος του προσωπικού μας συμφέροντος;
Η πραγματική και πραγματιστική δημοκρατία ξεκινά κυρίως με την κατανόηση ότι είμαστε όλοι πολιτικοί και ότι καμία αντιπροσώπευση, όσο πετυχημένη και τίμια κι αν είναι, δεν μας απαλλάσσει από το να ενδιαφερόμαστε για τα δημόσια πράγματα, να εξετάζουμε τα προβλήματα και να συνεργαζόμαστε ενεργητικά για την εξεύρεση λύσεων. Κάποιοι από τους ισπανούς indignados μοιάζουν αγνοί σ’ έναν κόσμο φιλοδοξιών και λαθών. Καμιά πραγματική δημοκρατία δεν μπορεί να αποδεχτεί έναν μανιχαϊσμό τόσο ιδιοτελή και βολικό. Αληθεύει σαφώς, όπως είπαν στην Puerta del Sol και στις άλλες πλατείες, ότι είναι αναγκαίο να υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στη δημοκρατία, στη σεχταριστική σκλήρυνση των κομμάτων, στις ανεξέλεγκτες αγορές υπέρ της αδηφάγου καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, για την αποτελεσματική θεσμοποίηση μιας δικαιοσύνης που δεν θα συμβιβάζεται με τα κόμματα, για ένα ποιοτικό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης και για τόσα άλλα πράγματα. Αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι δυνατό εφόσον η κριτική της πολιτικής συνεχίζει να είναι μια κριτική των πολιτικών χωρίς μια αυτοκριτική των πολιτών. Η αγανάκτηση δεν αρκεί. Όπως έλεγε ο Σπινόζα, το σημαντικό δεν είναι να μισείς ή να χειροκροτείς, να γελάς ή να κλαις, αλλά να καταλαβαίνεις. Περισσότερο Σπινόζα και λιγότερο Hessel, παρακαλώ.

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιταλική επιθεώρηση «MicroMega», τεύχος 8, 2011.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Επανάσταση;


«Η θεσμική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο μέσω αυτού που θεσμίζει και το θεσμισμένο περιορίζει αναγκαστικά τις άπειρες δυνατότητες της ανθρώπ-ινης δράσης στα όρια του εγκαθιδρυμένου. Επίσης, η επανάσταση δεν θα γίνει από τις υποκειμενικότητες των φωτισμένων συνειδήσεων, αλλά χρειάζεται η συλλογική δράση, η έγερση των μαζών, η εξέγερση. Και η εξέγερση θα βρίσκει πάντοτε μπροστά της την ισχύ της θεσμισμένης τάξης, που διαμορφώνει την ιεραρχική κοινωνία, την ισχύ του κράτους. Συνεπώς η επανάσταση δεν είναι μονάχα μια ιδέα, είναι και ένα γεγονός, ένα συμβάν ενταγμένο στην ιστορία. Το συμβάν αντιστοιχεί στις συνθήκες της κοινωνίας που το παράγει. Τα ιστορικά γεγονότα δεν αναπαράγονται ποτέ με τον ίδιο τρόπο, ούτε καν από τις ίδιες συνθήκες. Και το επαναστατικό φαινόμενο είναι πάντοτε πολλαπλό, διαφορετικές εστίες εξέγερσης συγκλίνουν για να μετασχηματιστεί ένα καθεστώς σε μια εικόνα του παρελθόντος: στο παλιό καθεστώς».

Εντουάρντο Κολόμπο

«Για μένα ο αναρχισμός είναι παιδί της νεωτερικότητας οπότε, με το πλήρωμα του χρόνου, θα εξαφανιστεί μαζί της. Όμως αυτή μου η πεποίθηση μακράν απέχει από το να διακατέχεται από απαισιοδοξία. Περιμένοντας το προσεχές του τέλος, ο αναρχισμός ωφελεί τα μέγιστα εφόσον τον καλλιεργούμε όπως καλλιεργούμε ένα φυτό, η ομορφιά του οποίου προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη βεβαιότητα ότι θα πραγματωθεί πλήρως στο παρόν, εφόσον αυτό είναι ο μοναδικός του ορίζοντας».

Τόμας Ιμπάνιεθ

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΕΞΕΓΕΡΤΙΚΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ - Marcello Tari


Ξεκινώντας από τη μέση
Θεωρούνταν ότι λέξεις όπως εξέγερση, επανάσταση, αναρχία και κομμουνισμός είχαν για πάντα αποσυρθεί στο αναιμικό «αντισυστημικό» περιβάλλον και δεν τους έμενε, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να επανέρχονται απλώς κάθε φθινόπωρο, με την έναρξη του κινηματικού τελετουργικού. Αλλά σήμερα, με την παρουσία διάχυτων εξεγερτικών κινημάτων, είναι ακριβώς οι κινηματικοί που βρίσκονται στη μειοψηφία. Κάποιοι είναι στη δύσκολη αναζήτηση μιας νέας αντιπροσώπευσης, αν όχι μιας κυβερνητικής αφήγησης που θα στηριχτεί στην ικανότητα αντίστασης μιας όχι καλά ορισμένης «μεσαίας τάξης», ενώ οι κύκλοι του ριζοσπαστισμού βρίσκονται να έχουν χάσει την ταυτότητά τους, δομημένη ακριβώς από την απουσία της εξέγερσης. Παραμένει το γεγονός ότι πράγματι είναι αδύνατο να μην αναγνωριστεί, με την ψυχρή αλληλουχία της, η εξεγερτική αλυσίδα που από την εξέγερση των γαλλικών προαστίων το 2005 φτάνει μέχρι τις ταραχές του τελευταίου αγγλικού Αυγούστου. Ενδιαμέσως –είναι αυτού του τύπου οι ιστορικές συνέχειες που δείχνουν τι σημαίνει να ξεκινάς από τη μέση– υπήρξε η έκρηξη στην Κοπεγχάγη, η εναντίωση στον CPE, ο ατέλειωτος ελληνικός ξεσηκωμός, το αντάρτικο στην Καμπανία, οι εξεγέρσεις στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, το μπλοκάρισμα των διυλιστηρίων στη Γαλλία, η ρωμαϊκή 14η Δεκέμβρη, η μάχη της 3ης Ιούλη στη Βαλ ντι Σούζα και τόσα άλλα θραύσματα –μια γιορτή, μια συνάντηση, μια φράση– που απηχούν το ένα το άλλο, διαταράσσοντας επιτέλους τη μελαγχολική αυτοκρατορική συμφωνία, η οποία μέχρι πριν λίγο καιρό ξανάρχιζε ίδια και απαράλλακτη, πάντοτε από την αρχή, βασισμένη στην ανία ενός κόσμου χωρίς μορφή. Η μορφή, πράγματι, ορίζεται όχι από τον συμβιβασμό, αλλά από τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ανταγωνιζόμενες αρχές, έλεγε ο γερο-Λούκατς. Και η μορφή ήρθε, επιτέλους. Μπορούμε συνεπώς να επαναλάβουμε, επιτείνοντας την πόλωση: η κοινή μορφή προέρχεται από μια διαρκή επεξεργασία της τοπικής σύγκρουσης ανάμεσα σε μορφές της ζωής. Κάθε επαναπροσδιορισμός των αισθαντικοτήτων κινείται γύρω από αυτή τη ρήξη της νευροπαθητικής κυκλικότητας των «κοινωνικών κινημάτων». Αν καταφέρνουμε σήμερα να νιώθουμε την εποχή σαν μια αλήθεια, δηλαδή σαν ένα γεγονός που βιώνουμε από κοινού, το οφείλουμε συνεπώς σε αυτόν τον εξεγερτικό ρυθμό που διαγράφει μια μορφή μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Χρόνος και μορφή έχουν την όψη ενός πολέμου για τον προσδιορισμό της ίδιας της ζωής, εφόσον διεξάγεται σε κάθε μήκος και πλάτος ως μια εξέγερση εναντίον αυτού του εχθρικού, καθότι ακατοίκητου, περιβάλλοντος, που συγκεκριμενοποιείται στη διεισδυτική θετικότητα της μητρόπολης. Αλλά και ότι, οριζόμενος με αυτόν τον τρόπο, αποχαιρετά επίσης τους πλέον πολυποίκιλους ορισμούς του πολέμου, που από κάθε πλευρά ανάγουν τα πάντα σε ένα στρατιωτικό ζήτημα. Μια νέα εξεγερτική δυναμική: σχηματισμός μη στρατιωτικών μηχανών του πολέμου, συνεπώς αδύνατον να αφομοιωθούν από την κρατική σφαίρα της αντιπροσώπευσης, αλλά και από την άμορφη εκφραστικότητα της Αυτοκρατορίας. Είναι αλήθεια, το επαναλαμβάνουμε, πρόκειται για θραύσματα: πώς θα μπορούσαν να μην είναι όλες αυτές οι στιγμές, τα πράγματα, τα σώματα, τα συναισθήματα που κυκλοφορούν και αναδύονται εναντίον μιας κυριαρχίας που θέλει να είναι ολότητα; Τα θραύσματα αναζητούν το κοινό και όχι την ολότητα, την οποία αντιθέτως θέλουν να καταστρέψουν. Η κοινωνία, με αυτή την έννοια, είναι μια υποκρισία που ως τέτοια αυτοκαταγγέλλεται, ενώ μια ασταμάτητη βροχή «περιθωριακών» φαινομένων παρασύρει κάθε αρχή που κρατάει αδιάβροχο τον πολιτισμό. Θραύσματα και θραύσματα και ακόμη μια φορά θραύσματα που απηχούν σε κάθε πλευρά του κόσμου μία κρίση η οποία, εκτός από οικονομική, είναι κυρίως μεταφυσική. Δεν θα είναι βεβαίως αιτήματα του τύπου «εναλλακτική διακυβέρνηση» ή «ενιαία ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική» που θα ενώσει αυτό που δεν μπορεί να ενωθεί. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το ζην με τα θραύσματα, πράγματι, που καθιστά μεσσιανική την εποχή μας και που το ζήτημα του κομμουνισμού εμφανίζεται στην ανυπέρβλητη επικαιρότητά του.

Κριτική του σχήματος πολιτική εναντίον αντιπολιτικής
Η άνοδος του εξεγερτικού κύματος, στην πραγματικότητα, ήταν αντιληπτή λόγω της λάμψης της, μόλις πριν την καπιταλιστική αντεπίθεση του 2008. Ο καπιταλισμός προσπάθησε να προφυλαχθεί δοκιμάζοντας να παράγει και να διαχειριστεί την κρίση με τον μοναδικό τρόπο που εφεξής του ανήκει αποκλειστικά, δηλαδή με έναν τρόπο αποκαλυψιακό και μηδενιστικό. Η πολιτική απέμεινε συνθλιμμένη από αυτόν τον γενικευμένο επαναπροσδιορισμό της σύγκρουσης. Η επαναπρόταση σε αυτές τις συνθήκες τη λιτανεία της μεσολάβησης, της αναδίπλωσης στους θεσμούς, της νιοστής διαχειριστικότητας της διαμαρτυρίας, είναι το σύνδρομο ενός πολύ συγκεκριμένου πράγματος, δηλαδή της αντίστασης που οι πολιτικές τάξεις επιδεικνύουν έναντι μιας έμπρακτης κριτικής της πολιτικής, που δεν σταματά να βαθαίνει: αυτό είναι, σαφώς, μέρος του πολέμου που διεξάγεται. Η κριτική της πολιτικής δεν σημαίνει αντιπολιτική, αυτό το μικροαστικό συναίσθημα που στην πράξη έχει ως αποτέλεσμα να επιβιώνει η πολιτική η οποία στα λόγια είναι περιφρονητέα. Η αντιπολιτική είναι μια πολιτική που θέλει να απομακρύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράταξη της τάξης και εκείνη της εξέγερσης, να εξορκίσει τη σύγκρουση ανάμεσα σε εχθρικές αισθαντικότητες, ποντάροντας στο δίκαιο, στον οικουμενισμό και στην αγανάκτηση των πολιτών, και συνεπώς στη συνεχή αναβολή του πολέμου. Κάνοντας κάτι τέτοιο καταφέρνει απλώς να δίνει λιγάκι οξυγόνο σε εκείνη την πολιτική που δικαίως όλοι οι λαοί οι οποίοι εξεγείρονται, μισούν. Η εξέγερση, όπως και η άμεση κριτική που εξαπολύει, καθιστά προφανές το γεγονός ότι η πολιτική τώρα πια δεν βρίσκεται στο επίκεντρο και αυτή που εκλαμβάνεται ως τέτοια χρησιμεύει μονάχα για να κρύβει την απουσία της. Το ίδιο ισχύει για τη δημοκρατία. Είπαμε στην αρχή ότι πρόκειται για μια μοναδική αλληλουχία, χωρική και χρονική, η οποία σιγά σιγά σκιαγραφείται σαν αποσυντακτική ακολουθία. Αρνούμαστε εδώ την υποτιθέμενη συντακτική, αν όχι σαφώς συνταγματική, αρετή των σημερινών εξεγέρσεων: κοιτώντας καλύτερα το συντακτικό παιχνίδι, κατά τρόπο πλέον σαφή στην περιοχή των βορειοαφρικανικών χωρών, βλέπουμε να χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση των λαών που εξεγείρονται εναντίον της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, για την απομάκρυνση των ισχυρών. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για τραγούδια που απαιτούν να υπάρχει πάντοτε μια ομοιοκαταληξία ανάμεσα σε σύνταγμα και υποκείμενο, δύο έννοιες νεκρές. Αρνούμαστε επίσης την ευφορία όποιου ενθουσιάζεται με τη χειρονομία καθεαυτή και δι’ εαυτή: έχουμε τα πάντα ανάγκη εκτός από μια ιδεολογία του ξεσηκωμού. Υπάρχει στην πραγματικότητα ένα κοινό ελάττωμα ανάμεσα στον ριζοσπαστικό ρεφορμισμό και στον εξεγερτισμό, που συνίσταται στο να βρίσκουν στην εξέγερση την απόδειξη των ιδεολογικών τους υποθέσεων, δηλαδή να βλέπουν σε αυτή την επιβεβαίωση των συλλογισμών που είχαν κάνει προτού τα γεγονότα αρχίσουν να τους διαψεύδουν. Και συνεπώς, την επαύριο μιας εξέγερσης, οφείλουμε να παρευρισκόμαστε αδιαφοροποίητα στη συζήτηση για τις συνέπειές της. Αν για τους μεν οι εξεγέρσεις πρέπει να σημαίνουν μια επίκληση για ένα νέο welfare ή για μια νέα εκλογική στροφή, για τους δε έχουν την έννοια ενός είδους μυστικιστικής έγκρισης της απουσίας στρατηγικής που τους διακρίνει. Αν οι δεύτεροι είναι αλλεργικοί απέναντι στα μεγάλα μαζικά κινήματα, οι πρώτοι είναι αλλεργικοί απέναντι σε οτιδήποτε κάνει να λάμψει το γεγονός ότι ναι, η επανάσταση είναι δυνατή. Τέλος, το παράπονο εκείνων που δεν καταφέρνουν να δουν οποιαδήποτε «προοπτική» σε αυτές τις χωρίς ειρμό καταστροφές, κλείνει τον κύκλο της αγωνιστικής αδυναμίας. Ζητείται από την εξέγερση, εφόσον εμφανιστεί, να παραμείνει, να αποκτήσει μια χρονικότητα, όμως η προσπάθεια να ανευρεθεί ένα πριν και ένα μετά από την εξέγερση, σημαίνει λογικά ότι αναζητείται μια απόδραση από αυτή τη χρονικότητα. Η γονιμότητα μια πράξης, έλεγε κάποιος, βρίσκεται στο εσωτερικό αυτής της ίδιας της πράξης. Είναι οι κακές πράξεις που συνήθως αποτιμώνται βάσει των «συνεπειών» τους. Αν υιοθετήσουμε αυτή την οπτική γωνία απέναντι στην πλατεία Ταχρίρ, στα καμένα μαγαζιά ή στους ρωμαίους rioters, υπάρχει ένας μονάχα ορθός τρόπος να τοποθετηθούμε και αυτός είναι να μείνουμε πιστοί στη φαινομενικότητά τους. Δεν ωφελεί να θέλουμε να δούμε πέρα ή πίσω από αυτή ή να κάνουμε τους μάντεις: αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στις πέντε αισθήσεις διαλέγουμε την αφή. Πώς λειτουργούν αυτές οι εξεγέρσεις; Κάθε μία προσπαθεί να αποδιαρθρώσει βιαίως θεσμούς που αντιλαμβάνεται άμεσα ως εχθρικούς και είναι σε θέση, λόγω της ιστορικής συγκυρίας, να το κάνει καταστροφικά με μεγάλη ευκολία: εκεί είναι η δεσποτική-πατερναλιστική εξουσία, εδώ το εμπόρευμα και οι ναοί του, εκεί κάτω η οικονομία και οι ροές της, εδώ πέρα ένα μεγάλο έργο, εκεί είναι η πολιτική, εδώ είναι η κοινωνία καθαυτή που πρέπει να δεχθεί επίθεση. Η εγκατάλειψη των θεσμών, του ενός μετά τον άλλο, αυτή είναι η έννοια της πορείας της εξέγερσης. Οποιαδήποτε εξέγερση έχει καθαυτή, όπως έχει πρακτικά αποδείξει, τη δική της προοπτική. Αν υπάρχει μία κοινή σταθερά, που επανέρχεται σε όλες τις εξεγέρσεις, αυτή συνίσταται στην απέχθεια των λαών απέναντι στον μοναδικό κυβερνητικό μηχανισμό με τον οποίο βρίσκονται, παντού, σταθερά αντιμέτωποι: την αστυνομία. Είναι αυτή εκ των πραγμάτων που αποτελεί σήμερα τη μοναδική υλική φρουρά της κυβερνητικής εξουσίας της νεωτερικότητας. Ωστόσο, αυτή η αποσυντακτική ικανότητα, ίσως ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε φορά με μία μόνο θεσμική πλευρά, μοιάζει να μη γίνεται αποσυντακτική δύναμη της αυτοκρατορικής εξουσίας, δηλαδή να μετατραπεί σε επανάσταση. Θα χρειαστεί ίσως να κάνουν τη διαδρομή τους όλες οι εξεγέρσεις, να αποδιαθρωθεί κάθε είδους θεσμός, να απενεργοποιηθούν οι μυριάδες μητροπολιτικοί μηχανισμοί, προκειμένου να φτάσουμε σε αυτή τη δύναμη;

Θραύσματα του κομμουνισμού
Για κάποιες απόψεις τα συμβάντα έχουν δείξει και μάλιστα με μεγάλη καθαρότητα 1) ότι η εξουσία δεν βρίσκεται πλέον στο κοινοβούλιο ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο της πολιτικής, αλλά ότι αυτή έχει ενσωματωθεί στις υποδομές που την περιβάλλουν, στις εταιρίες και στους μηχανισμούς που διαχειρίζονται την καθημερινή ζωή, συνεπώς όντας τοπική είναι διάχυτη, ακριβώς όπως τοπικές είναι οι μορφές της ζωής˙ 2) ότι ο χειρισμός των αισθαντικοτήτων που κάνει η αυτοκρατορία παγκοσμίως μέσω του τεράστιου δικτύου των επικοινωνιακών μηχανισμών, μπορεί να αμφισβητηθεί και τελικά να αποδιαρθρωθεί όχι τόσο, κοινότοπα, μέσω της εναλλακτικής χρήσης αυτών των ίδιων μηχανισμών, αλλά με τη συγκρότηση τοπικά ενός εδάφους που τείνει να αποσκιρτήσει, εγκαινιάζοντας έτσι έναν ατέλειωτο πειραματισμό˙ 3) ότι αν αληθεύει πως η μητρόπολη είναι εκ των πραγμάτων η συγκέντρωση των μηχανισμών ελέγχου και παραγωγής, τώρα πια αδιαχώριστων μεταξύ τους, τότε είναι προφανές γιατί η εξέγερση κινείται σήμερα ανάμεσα στην άρνηση και την αποσκίρτηση, ανάμεσα στην καταστροφή και την έξοδο από τη μητρόπολη, έτσι όπως η ανατρεπτική δραστηριότητα του προηγούμενου αιώνα είχε να κάνει με το εργοστάσιο˙ 4) ότι η υπαρξιακή συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε από κοινού να ζούμε, δεν μπορεί να οριστεί μέσω της θέσης που καταλαμβάνουμε στην αγορά, στην κατανάλωση ή στην εργασία, αλλά πρέπει να προσεγγιστεί ξεκινώντας από τη συνθήκη αποστέρησης που μοιραζόμαστε στο επίπεδο της ίδιας της ζωής, της γλώσσας μέχρι και των ονείρων: δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στην πολιτική οικονομία μια άλλη πολιτική οικονομία, σε αντιστάθμισμα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στην οικονομία μια σταθερή πολιτική του κατοικείν, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία βλέπουμε με μεγάλη σαφήνεια να εκδηλώνεται στη Βαλ ντι Σούζα, όμως δεν είναι καθόλου δύσκολο να εμφανιστεί και στις κατειλημμένες πλατείες της ευρωμεσογείου ή σε κάποιο κοντινό μας παράδειγμα συμβίωσης. Για όποιον θέλει να οργανωθεί αυτή την περίοδο υπάρχουν συνεπώς δύο τουλάχιστον διαστάσεις, ξεκινώντας από τις οποίες μια τέτοια οργάνωση είναι δυνατή είτε τοπικά, μέσω της οικοδόμησης των υλικών και πνευματικών συνθηκών της αποσκίρτησης –κομμούνες, κόκκινες βάσεις, μαύρες τρύπες στη μητρόπολη– είτε παγκόσμια, μέσω της οικοδόμησης εκείνου του νέου διεθνισμού στον οποίο τα σκόρπια θραύσματα αποκτούν μια σωστή στρατηγική διάσταση. Ίσως σήμερα ο κομμουνισμός να μη σημαίνει τίποτ’ άλλο από την τέχνη της διευθέτησης αυτών των εξεγερτικών θραυσμάτων σε ένα επαναστατικό γίγνεσθαι.