Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΝΝΑ ΤΣΟΥΛΟΥΦΗ-ΛΑΓΙΟΥ | WOMAN CASE [ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ]

H Θεία ΒΜΧΡΦAΜ συναντά την Wendy OWilliams –– Συνεχίζοντας την αφήγηση – Ένα ρέκβιεμ για δυο γυναίκες που χάθηκαν

 


H θεία ΒΜΧΡΦAΜ βρίσκεται ενώπιον της Εύας, ή την παραμονή της καταστροφής

 

Κεφάλαιο 1ο

Το έργο ξεκίνησε με την προσπάθεια διαχείρισης μιας ανθρώπινης απώλειας… ίσως και πολλών από την άλλη. Ανθρώπων, ζώων, ζωών γενικά. Μέσα στο υπαρξιακό κενό, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Και φυσικά, με μια προσπάθεια να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε αυτές κι εκείνους γενικά, που πέρασαν από αυτή τη ζωή και μετά ταξίδεψαν για κάπου αλλού, ένας θεός, ή και μία θεά ξέρει για που. Και το γεγονός είναι ότι οι τέχνες πάντα βοηθούν  εμάς τους ανθρώπους. Και γνωρίζοντας ότι ο ανθρώπινος χρόνος είναι σχετικά λίγος πάνω στον πλανήτη, και δυστυχώς δεν επαναλαμβάνεται, πολλές και πολλοί από εμάς έχουμε την τάση, με νέες πράξεις να προσπαθούμε να «διορθώσουμε» τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Αν όχι να τα «διορθώσουμε», να διεκδικήσουμε από την πραγματικότητα μια ελάχιστη «αποζημίωση» για το κακό που έγινε. «Να μην επαναλάβουμε τα λάθη της προηγούμενης γενιάς, των παλιών γυναικών της μικροαστικής (και όχι μόνο) τάξης, να κάνουμε την εξέγερσή μας». Με μια τέτοια διάθεση λοιπόν έγινε αυτό το «έργο». Αποκατάσταση ενός συναισθήματος, μιας ιδέας και η δική μας συμμετοχή στο αιώνιο και το άφθαρτο. Μια προσπάθεια αλλαγής της αφήγησης δυο ζωών. Φαινομενικά. Διότι αυτό κάνει η τέχνη, δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Από την άλλη όμως επηρεάζει τις συνειδήσεις όσων την γεύονται. Αν είχα λοιπόν έναν κοσμικό ρόλο θα ήθελα να ήμουν «Η Επιδιορθώτρια του Χρόνου και των Πραγμάτων».

 

Και τί μας κάνει να θυμόμαστε (τις πιο πολλές φορές με πόνο), τί ενεργοποιεί την μνήμη, εκτός από ξεθωριασμένες φωτογραφίες; Όσον αφορά τη θεία τα αντικείμενα που έμειναν πίσω. Η θεία έφυγε από τη ζωή, αλλά η τσάντα της με τα γυαλιά της το σουτιέν της και τη στέκα της έμειναν εκεί να την περιμένουν να τα ξαναβάλει. Το ίδιο και τα 50 ζευγάρια υποδήματα, γοβάκια και παντοφλάκια… καθώς και οι ηλεκτρικές συσκευές που την βοηθούσαν να έχει ένα «καλύτερο βιοτικό επίπεδο»…

 

Κεφάλαιο 2ο…

Ακόμα κι αν την κάνουμε, ή την κάναμε την εξέγερσή μας, η βιολογία δεν μας αφήνει να αλλάξουμε και πολύ τη φάση μας όταν αρχίσουμε να γινόμαστε «θείτσες». Φυσικά και αναφέρομαι σε στερεότυπα μια πατριαρχικής, συντηρητικής και σχολαστικής κοινωνίας. Μήπως και ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού; Αναρωτιέμαι συνεχώς! Ακόμη λοιπόν κι αν περάσουμε, ή περνάμε την φάση της «Θείας» και γίνουμε κάποια στιγμή η θεία Β, η θεία Χ, η θεία Α, η θεία Μ και ούτω καθ’ εξής, ακόμη και τότε, ωραία θα είναι να έχουμε αγαπήσει τη φύση μας. Η φύση μας είναι ζωντανή! Είναι ακόμα επιθυμητική, λιβιδινική, σωματική, ζωντανή. Άσχετα αν το είθισται «θάβει» τις θείτσες μέσα στην εστία ενός λιγότερο, ή περισσότερο μικροαστικού «Κουκλόσπιτου».

 

Γι αυτό λοιπόν γίνεται αυτό εδώ τώρα! Και ο νοών νοείτω!

 

Κεφάλαιο 3ο

Ποια ήταν η Wendy Ο’ Williams; Ετούτη η γυναίκα έβαλε σαν στόχο της ζωής της την έκφραση της διαμαρτυρίας με τα τραγούδια της πάνω στη σκηνή, ως frontwoman στο trash-punk-metal συγκρότημα The Plasmatics. Κι αυτή επίσης παράτησε οικογένεια, σχολείο και παράδοση για μια ελεύθερη ζωή, ταξιδεύοντας και διακινδυνεύοντας, και αντίθετα με την πρώτη, άφησε πίσω της μια υπόκωφη εξεγερσιακή παρακαταθήκη για τις /τους επόμενες/ους. Αλλά πήρε πολλά ρίσκα, και πολλές φορές έγινε «Η jester που κάνει τον βασιλιά να γελά» (*Ως σύντροφος του Rod Swenson, σε αντιστοιχία με τον «τρελό», ή τον γελωτοποιό του Βασιλιά Ληρ). Πάντως σίγουρα «ξεντροπιάστηκε».

 

Κεφάλαιο 4ο

Τι κοινό μπορεί να έχει, λοιπόν, η Θεία ΒΜΧΡΦAΜ με την Wendy Ο’ Williams; Δύο σίγουρα: είναι και οι δύο νεκρές γυναίκες που απεχθάνονταν πολλά στον περίγυρό τους, μα αγαπούσαν και φρόντιζαν πολύ τους δικούς τους ανθρώπους ή/και τα ζώα, τον πλανήτη. Και σίγουρα δεν έζησαν όλη τους τη ζωή περιμένοντας τον θάνατο. Αλλά και οι δύο έζησαν σε μια κατάσταση αναμονής προς μιαν άλλη επίγεια ζωή, και ενώ η καθεμιά την αναζήτησε με τον δικό της μοναδικό τρόπο, μάλλον δεν την βρήκαν. Δεν εξέλιξαν όπως θα ήθελαν την προσωπική τους αφήγηση. Η Θεία ΒΜΧΡΦAΜ δεν το έκανε σίγουρα, αν και κάποια στιγμή προσπάθησε να το σκάσει από την παραδοσιακή οικογένεια, έως τη στιγμή που την γύρισαν με το ζόρι πίσω… Και μετά τί; Έζησε μια ωραία ήρεμη ζωή... Παρέμεινε κλεισμένη μέσα στην θαλπωρή της κουζίνας του «κουκλόσπιτού» της, απόλυτα εξαρτημένη από ένα απόντα-παρόντα σύζυγο και παιδιά, χωρίς προσωπικό εισόδημα, με πολύ ασθενές σώμα, ελπίζοντας όλη της την ζωή ότι θα την άλλαζε, ότι θα κατάφερνε να χειραφετηθεί, ώσπου έσβησε αργά, όχι πολύ μεγάλη. Ενώ, η Wendy έκανε ακριβώς το αντίθετο, απόλυτα απελευθερωμένη και χειραφετημένη αλλά και τελείως «τρελαμένη», μια αμερικάνα πανκ-μέταλ-ρόκερ περσόνα, της δεκαετίας των 80ς-90ς. Έκανε απολύτως ότι μπορούσε για να σπάσει τα στερεοτυπικά ταμπού που «σκότωσαν» και σκοτώνουν καθημερινά την Γυναίκα και την γυναικεία φύση, ακόμη και αυτήν την στιγμή, μέχρι το σημείο που δεν άντεξε την απλή καθημερινή ζωή και βρήκε σωστό, στα 48 της, να βάλει μια σακούλα στο κεφάλι της, και ταΐζοντας σκιουράκια στο κοντινό της δάσος, να τινάξει τα μυαλά της μ’ ένα όπλο.

 

Μπορούμε να βρούμε όλες τις αντιδιαμετρικές διαφορές μεταξύ τους. Σίγουρα, όμως, παραμένουν δύο νεκρές γυναίκες. Τί θα συνέβαινε αν αυτές οι δύο περνούσαν χρόνο μαζί; Ποια θα ήταν η στιχομυθία τους;

 

Κεφάλαιο 5ο

Η δράση που σχεδίασα για το project Woman Case είναι ένα «αφελές» εικαστικό σκηνοθέτημα. Είναι μια επιτελεστική πράξη πάνω σε έναν φανταστικό διάλογο, ανάμεσα σε δύο νεκρές γυναίκες. Ένας διάλογος ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά, φτιάχνοντας έναν μεταβατικό χώρο «λεκτικού παιχνιδιού» και αντικειμένων, μια χωρική και ηχητική εγκατάσταση. Ίσως ένα καθαρτήριο; Αναζητώντας το εδώ-και-τώρα, ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, στο μέσα και στο έξω, στο φαινόμενο και στο γίγνεσθαι, το έργο αυτό έρχεται να επανενεργοποιήσει, να φωτίσει και

ίσως να αλλάξει την αφήγηση της ζωής αυτών των δυο νεκρών γυναικών (ή/και όσων γυναικών μπορέσουν να αλλάξουν σημείο εστίασης). Όλα αυτά γίνονται μέσα από τον λόγο των δύο γυναικών, εκείνον που άφησαν και δεν άφησαν, αλλά κι εκείνο το λόγο που φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαν, και μπορούν να έχουν στην φανταστική μου ιστορία.

 

Αυτός ο διάλογος, ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε κάποια κομβικά τραύματα που οδηγούν τον γυναικείο πληθυσμό εδώ και τόσους αιώνες στη δυστυχία της καταπίεσης, της απαξίωσης και της λησμονιάς της πραγματικής άγριας φύσης του ανθρώπου. Η ντροπή, τα ταμπού, ο διαχωρισμός, το δέντρο της γνώσης, το πέπλο της παρθενίας, το τραύμα, και πολλά άλλα.

 

Κεφάλαιο 6ο

Όλο το εγχείρημα αναδεικνύει αντιθέσεις. Μέσα από αυτό δεν θέλησα, προφανώς, να κατασκευάσω απλώς ένα καλλιτεχνικό έργο πάνω στην γυναικεία γραφή, αλλά και να αποδείξω ότι μέσα από το ίδιο το έργο δημιουργείται ένας μεταβατικός χώρος, ένα πέρασμα. Ένα πέρασμα από το μέσα στο έξω, από το ιδιωτικό στο δημόσιο, από την απόλυτη ησυχία της γυναίκας που στοχάζεται, στη φασαρία του κόσμου, στη δράση της γυναίκας που αναλαμβάνει. Ένα πέρασμα που οδηγεί από την υποταγμένη και δέσμια ζωή που δεν έχει ομολογηθεί σε κανένα, στην ώθηση για εξέγερση και για απελευθέρωση. Μια καθημερινή γυναίκα που με το ζόρι έβγαλε το σχολείο και που δεν άφησε πίσω της καμιά απόδειξη σκέψης, έρχεται σε διάλογο με μια γυναίκα-δαίμονα. Και οι δύο γυναίκες ήταν χαμογελαστές μέδουσες, δύο μητιοέσσες*(γεμάτες με το πνεύμα της πρακτικής γνώσης), μέδουσες που μας χαμογελάν εδώ με σημασία, δείχνοντας μας τους κυνόδοντές τους μέσα από τον λόγο τους. Εδώ η αναλογία μεταξύ τους είναι προφανής. Και το παράδειγμά τους επίσης. Η πραγματική γραφή τους βέβαια είτε δεν υπάρχει, είτε είναι απλοϊκή. Με έναυσμα την Hélène Cixous, έρχομαι να «δανειστώ» τα πραγματικά ίχνη των δύο γυναικών και να φτιάξω ένα δικό μου φανταστικό «τεκμήριο-διάλογο» που διαδραματίζεται μεταξύ τους, φτιάχνοντας κ αυτόν τον μεταβατικό χώρο-καθαρτήριο, στον υπόγειο χώρο της έκθεσης. Εκεί μέσα προσπαθούμε να «ξεπλύνουμε τους φόβους, θα διακρίνουμε τις μορφές από το σκιώδες ημίφως και θα τις φωτίσουμε με φως ηλεκτρικό». Θα δούμε τι ήθελαν τελικά να πουν και να κάνουν. Η Wendy λέει: είναι η ζωή μου και θα κάνω αυτό που μ’ ευχαριστεί, και δεν σας πέφτει λόγος! Θα γκρεμίσω το μικροαστικό σπίτι, θα σπάσω τη TV με μια βαριοπούλα, θα βάλω εκρηκτικά στο αυτοκίνητο… θα μας απελευθερώσω από αυτήν την εικόνα που μας έχουν εγκλωβίσει.* (Πράξεις που διαδραματίστηκαν στις ζωντανές της παραστάσεις και στα βιντεοκλίπ της.)

 

-Θεία ΒΧΡΜΦΑΜ: Wendy οι στίχοι σου είναι πολύ απλοϊκοί και λίγο «trashy»…

-Wendy: Θεία ΒΧΡΜΦΑΜ, όλη σου η ζωή είναι σίγουρα πολύ πιο απλοϊκή από τη δική μου. Αγριεύω! [Im going wild]* (τίτλος μουσικού κομματιού)

-Θεία ΒΧΡΜΦΑΜ: Καταστρέφει το σπίτι…*(σκηνή από βιντεοκλίπ των Plasmatics)

-Wendy: Wendy O’ Rules! Posers fuck off! Butcher Baby they're Gonna Put You Away! *(τίτλος μουσικού κομματιού)



Για τη δράση χρησιμοποίησα: φωτογραφικό και βιντεοσκοπημένο αρχειακό υλικό, καθώς και στίχους από τραγούδια και συνεντεύξεις της
Wendy OWilliams (Chainshows, Shotguns and RocknRoll), αποσπάσματα από τα κείμενα της Hélène Cixous (Το γέλιο της Μέδουσσας) και της Toni Morisson (βιβλίο Η διεκδίκηση της Barbie, συνέντευξη στην Anne Koennen 1980); κομμάτια από ηλεκτρικές συσκευές (τηλεόραση, ποδόλουτρο για πεντικιούρ, ηλεκτρική βούρτσα για μπούκλες, ηλ. Σκούπα, μασαζομηχανή), καθρέπτη, γυναικείες τσάντες, 50 ζευγάρια υποδήματα, κούκλα θεάτρου σε φυσικό μέγεθος, γυναικεία ρούχα, 10 κιλά αλάτι (για την συντήρηση), 6 αυγά βραστά (για την αναπαραγωγή του όφεως), κ.άλ.

Βιβλιογραφία: Το γέλιο της Μέδουσσας, της Hélène Cixous, εκδόσεις Τοποβόρος / Η Διεκδίκηση της Barbie-Δοκίμια για Γυναικεία Γραφή, συλλογικό, σε επιμέλεια Χριστιάνας Λαμπρινίδη, εκδόσεις Κοχλίας / Η λευκή Θεά, του Robert Graves, εκδόσεις Κάκτος / Οι Πηγές του Νείλου, έρευνα για την καταγωγή της πατριαρχίας, της Rossella Di Leo, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα / Women in Rock, συλλογικό, σε επιμέλεια Barbara ODair, εκδόσεις Οξύ.

Σύνδεσμοι: https://plasmatics-com.3dcartstores.com/  https://en.wikipedia.org/wiki/Plasmatics / https://open.spotify.com/artist/4kf4d3tN0MZGpEP6BacY8j / https://www.discogs.com/artist/294222-Plasmatics-2 / https://underground-england.com/the-plasmatic/


Παραλειπόμενες σημειώσεις:

Η Μενεστρέλα (αοιδός, ή ραψωδός), η γραφή, η αρχή της αφήγησης, το γέλιο, το τέρας, η ντροπή, η Νιόβη, ο διαχωρισμός, το δέντρο της γνώσης, το πέπλο, τα ταμπού, οι απαγορεύσεις, η φιδίσια γυναίκα. Ο κώδικας ευγένειας, η επιδιόρθωση των υποκειμένων από αντικείμενα μετάβασης σε υποκείμενα, η κούκλα.

Αφήγηση-Απόγνωση-Μοναξιά / Συντήρηση-Παλιές δομές / Το κουκλόσπιτο

Τοτέμ από συσκευές / Περιήγηση σε γνωστά μέρη που αλλάζουν / Η Κυνηγός

Playlist με μουσικά κομμάτια που αλλάζουν / Το σερνόμενο πτώμα

Αξιακό δέντρο, ή δίπολο; Αρρενωπότητα-θηλύκοτητα γυναικεία γραφή-ανδρική γραφή, ντροπή=κάλυψη-αποκάλυψη, ξεντόπιασμα-θάρρος απόκτησης σταθερής θέσης στον τόπο-νεφέλωμα.

Παρθένος=προστασία / Παιδί=ασπίδα=τρόμος / Αθηνά+Τυφώνας / Wendy O’ Williams

Η έλλειψη ενσυναισθητικής πολιτικής «τυφλώνει». Η ενσυναισθητική αναγνώριση της αντίθεσης, μας βάζει στην θέση να την ονοματίσουμε. Μια προφορική εκφορά αναγνώρισης αυτής της αντίθεσης, έχει ως λόγο την πραγματολογική ακριβή θέση του υποκειμένου που την ονοματίζει. Η θέση αυτή βρίσκεται σ’ έναν κοινωνικό και συνάμα ιδιωτικό, μη φαντασιακό τόπο. Εκεί δηλαδή που μπορεί κάποια να δει από τα ψηλά της σπείρας, να εποπτεύσει την θέση της σε σχέση με τον τόπο εξέλιξης των δρώμενων της ζωής. Από εκεί ψηλά μπορούμε να διακρίνουμε τις εμπλεκόμενες μορφές που σχηματίζονται στο νου του υποκειμένου. Η εκφορά του λόγου που έχει πια σηματοδοτηθεί στην κοιλιά, βγαίνει από το διάφραγμα δυνατά!  

Το έργο "H Θεία ΒΜΧΡΦAΜ συναντά την Wendy O’ Williams –– Συνεχίζοντας την αφήγηση – Ένα ρέκβιεμ για δυο γυναίκες που χάθηκαν - H θεία ΒΜΧΡΦAΜ βρίσκεται ενώπιον της Εύας, ή την παραμονή της καταστροφής", είναι συγχρόνως, ένα εικαστικά σκηνοθετημένο αφήγημα, μια παραστατική δράση, ή και μια επιτελεστική διάλεξη, η οποία εμπεριέχει χωρική και ηχητική εγκατάσταση, αντικείμενα, κείμενα και στίχους, μουσική και αρχειακό υλικό, μετά από εικαστική έρευνα. Παρουσιάστηκε στις 26 Ιουνίου στον χώρο της ΑΣΚΤ, Circuits and Currents, στα Εξάρχεια στην Αθήνα, ανάμεσα σε 10 ακόμη τέτοιες δράσεις, μέσα στο πλαίσιο της έκθεσης/συμβάντος/εργαστηρίου Woman Case, σε διοργάνωση και επιμέλεια της Ελένης Τζιρτζιλάκη.

Υ.γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Η μητέρα μου, Αγγελική Μακαρόνα-Καλαμαρά έφυγε από αυτόν τον κόσμο στις 7/7/2017 σε ηλικία 90 ετών. Στην πάντοτε ζωντανή ανάμνησή της συμβάλει, με τις ιδιαιτερότητες αλλά και κάποια κοινά που έχουν τα αναφερόμενα πρόσωπα με τη μαμά μου, το παραπάνω έργο της Άννας Τσουλούφη-Λάγιου, η οποία και μόνο που μου δώρισε τον Ερρίκο αξίζει την αιώνια ευγνωμοσύνη μου.  


Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Το χιόνι στη Ρουμανία - Giorgio Agamben


Σε τι πράγμα είμαστε πιστοί, τι σημαίνει να πιστεύουμε; Να πιστεύουμε σε έναν κώδικα αξιών, σε ένα σύστημα ιδεών διατυπωμένων υπό μορφή ιδεολογία, ή το να έχουμε  μια θρησκευτική ή πολιτική «πίστη»; Αν έτσι είχαν τα πράγματα, πιστότητα και πίστη θα ήταν μια θλιβερή ιστορία, τίποτ’ άλλο από ένας ζόφος, ένα δυσάρεστο καθήκον εκτέλεσης συνταγών, στο οποίο για κάποιο λόγο νιώθουμε προσδεμένοι και υποχρεωμένοι. Μια τέτοια πίστη δεν θα ήταν κάτι το ζωντανό, θα ήταν ένα νεκρό γράμμα όπως εκείνο που ο δικαστής ή ο μπάτσος θέλουν να εφαρμόσουν κατά την εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Η ιδέα ότι ο πιστός είναι ένα είδος λειτουργού της πίστης του είναι τόσο απεχθής ώστε μια κοπέλα, που είχε αντέξει τα βασανιστήρια και δεν μαρτύρησε τα ονόματα των συντρόφων της, σε εκείνους που εξυμνούσαν την πιστότητά της στις ιδέες της, απαντούσε απλά: «Δεν το έκανα γι’ αυτό, το έκανα από καπρίτσιο».

Τι ήθελε να πει η κοπέλα, τι είδους βίωση της πιστότητας ήθελε να εκφράσει προφέροντας αυτά τα λόγια; Μια διερώτηση σχετικά με εκείνη την κατ’ εξοχήν πίστη, που μέχρι καμιά δεκαετία πριν θεωρούνταν πως είναι η θρησκευτική πίστη, μπορεί να μας προμηθεύσει ενδείξεις και συγκρίσεις προκειμένου να δώσουμε μιαν απάντηση. Πολύ περισσότερο καθώς ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο η Εκκλησία, ξεκινώντας από τη Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), υποστηρίζει ότι πρέπει να παγιωθεί με μια σειρά δογμάτων, δηλαδή αληθινών προτάσεων, το περιεχόμενο της πίστης, απέναντι στο οποίο κάθε διαφωνία συνιστά μια καταδικαστέα αίρεση. Στην Επιστολή προς Ρωμαίους ο Παύλος μοιάζει να μας λέει ακριβώς το αντίθετο. Αυτός συνδέει, προπάντων, τη πίστη με τον λόγο («η πίστη έρχεται από το άκουσμα του λόγου του Χριστού») και περιγράφει τη βίωση του λόγου που είναι υπό συζήτηση στην πίστη, μέσω της άμεσης εγγύτητας στόματος και καρδιάς: «Πλησίον σου (εγγύς, στην κυριολεξία στα χέρια σου) είναι ο λόγος, στο στόμα και στην καρδιά σου, αυτός είναι ο λόγος της πίστης… Με την καρδιά, πράγματι, πιστεύεις στη δικαιοσύνη, με το στόμα την εκφέρεις για τη σωτηρία». Ο Παύλος παραθέτει  εδώ ένα χωρίο από το Δευτερονόμιο, στο οποίο καταφάσκεται αυτή η ίδια εγγύτητα: «Ο λόγος είναι πάρα πολύ κοντά στο στόμα και την καρδιά σου, και είναι με τα χέρια σου που τον ενεργοποιείς».

Η βίωση του λόγου που είναι υπό συζήτηση στην πίστη δεν έχει να κάνει με τον δηλωτικό της χαρακτήρα, με την αντιστοίχησή της με τα γεγονότα και τα εξωτερικά πράγματα: είναι, μάλλον, μια βίωση μιας εγγύτητας, που εντοπίζεται στη βαθύτερη αντιστοιχία στόματος και καρδιάς. Το να ομολογείς την πίστη σου δεν σημαίνει να προβαίνεις σε δηλώσεις γεγονικά αληθείς (ή ψευδείς), όπως συμβαίνει σε μια δίκη. Δεν είμαστε πιστοί, όπως στη δήλωση πίστης ή στον όρκο, σε μια σειρά εκφορών που αντιστοιχούν ή δεν αντιστοιχούν στα γεγονότα. Είμαστε πιστοί σε μια βίωση του λόγου που τη νιώθουμε τόσο κοντινή μας, ώστε δεν μας αφήνει χώρο για να τη χωρίσουμε από αυτό που λέγεται. Η πίστη είναι, δηλαδή, πάνω απ’ όλα μια άλλη βίωση του λόγου σε σχέση με εκείνο που πιστεύουμε ότι μας χρησιμεύει προκειμένου να επικοινωνήσουμε μηνύματα και σημασίες, εξωτερικά ως προς αυτή. Σε αυτού του είδους τον λόγο είμαστε πιστοί γιατί, στον βαθμό που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το στόμα από την καρδιά, ζούμε σε αυτόν και αυτός ζει σε μας. Είναι μια τέτοια βίωση που έπρεπε να έχει στο μυαλό της εκείνη η κοπέλα από τη Μπαρμπαριά, που όταν μια μέρα τη ρώτησαν τι πράγμα τη συνέδεε τόσο δυνατά με έναν άνδρα που έλεγε πως την αγαπούσε και με τον οποίο είχε ζήσει για ένα χρόνο σε μια καλύβα στα ρουμανικά βουνά, απάντησε:  «Δεν ήμουν πιστή σε αυτόν, ήμουν πιστή στο χιόνι της Ρουμανίας».

30 Αυγούστου 2023

 

Υ.γ. Στις 7 Σεπτέμβρη 2023 πέθανε ο πατέρας μου, γεννημένος στις 15 Γενάρη 1928, δηλαδή πλήρης ημερών. Ένας συντηρητικός άνθρωπος, θρησκευόμενος, αφοσιωμένος, με τον δικό του τρόπο, ενίοτε κτητικό, στην οικογένειά του. Αλλά και που διέθετε μια τεράστια αίσθηση του δίκαιου, κάτι τον οποίο τον οδήγησε να ζει έτσι ώστε, όπως μου είπε κάποτε η γυναίκα ενός από τα αδέλφια του, ποτέ δεν έδωσε κάτι σε κάποιον που δεν το δικαιούνταν, αλλά και ποτέ δεν πήρε κάτι που δεν το δικαιούνταν ο ίδιος. Αγαπούσε λοιπόν το δίκαιο, αλλά δεν είχε αναπτυγμένο το αίσθημα της ελευθερίας, κάτι που ακριβώς τον κατέτασσε, εκ των πραγμάτων, στη συντηρητική πλευρά αυτού του κόσμου. Αφού μπορεί να υπάρχει δίκαιο χωρίς ελευθερία, αλλά σαφώς δεν υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη όταν δεν προάγει και δεν υποστηρίζει την ελευθερία (και είναι αυτό ακριβώς για το οποίο παλεύει η ριζοσπαστική πλευρά αυτού του κόσμου). Από την άλλη, αυτός ο συντηρητικός, δεξιός, άνθρωπος, μου έδωσε, στον βαθμό που μπορούσε, τη δυνατότητα να αγωνιστώ για τη δική μου ελευθερία και μάλιστα χωρίς να μου βάζει προϋποθέσεις. Κάτι που θα του το χρωστάω για πάντα. Και για να παραπέμψω με κάποιον τρόπο στο παραπάνω κείμενο του Αγκάμπεν, ποτέ δεν κατάλαβα σε τι πραγματικά πίστευε ο πατέρας μου. Ίσως στο τραγούδι των πουλιών που άκουγε στο ψυχορράγημά του, ανάμνηση των παιδικών του χρόνων στον αγαπημένο του Αγρίλη Μεσσηνίας.

Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

Το εργατίστικο στυλ



Μια συνέντευξη του Μάριο Τρόντι στην Ίντα Ντομινιγιάνι


Ερώτηση: Το Εργάτες και κεφάλαιο, που αυτές τις μέρες επανεκδόθηκε από το Derive Approdi, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία από τον Einaudi, έχει θεωρηθεί το λατρευτικό βιβλίο του εργατισμού. Μπορούμε, με λίγα λόγια, να προσπαθήσουμε να ανακεφαλαιώσουμε το μήνυμα και την αναστάτωση που προκάλεσε αυτό το βιβλίο;

Απάντηση: Πράγματι, το αποτέλεσμα υπερέβη κατά πολύ των προσδοκιών. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά απομονωμένη θέση, που, ωστόσο, έσπασε το τείχος της αδιαφορίας. Όλα οφείλονται στα μαγικά χρόνια του ’60. Το μήνυμα ήταν εκείνο που είχε τραγουδήσει ο Μπομπ Ντύλαν: οι καιροί αλλάζουν. Που σημαίνει: πρέπει να επαναστατικοποιήσουμε το βήμα της κοινωνικής έρευνας και της πολιτικής πρακτικής. Άλλωστε η γλώσσα, όπως είχε πει κάποιος, είναι το ον. Αυτό πρώτα απ’ όλα έκανε αυτό το βιβλίο, τα έσπασε με την παράδοση. Το Εργάτες και κεφάλαιο είναι η εποχή του δικού μου πολιτικού ρομαντισμού. Και οι ρομαντικοί ποιητές πάντοτε αρέσουν.

Ερώτηση: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1966, όταν τα δύο έντυπα του εργατισμού, τα «Κόκκινα Τετράδια» του Παντσιέρι και η «Εργατική Τάξη», είχαν ήδη κλείσει. Τι σχέση είχε το δικό σου κείμενο με τη συλλογική πορεία του εργατισμού;

Απάντηση: Το βιβλίο δεν θα υπήρχε χωρίς την εργατίστικη εμπειρία, κατατεθειμένη στο περιοδικό και την εφημερίδα. Στο βιβλίο υπήρχαν δοκίμια και άρθρα που προέρχονταν από εκεί και υπέστησαν κατόπιν μια θεωρητική επεξεργασία. Είναι η συνήθης κουκουβάγια της Αθηνάς που πετάει το σούρουπο.

Ερώτηση: Αναφορικά με τον ιταλικό εργατισμό και τις διάφορες εκφράσεις του, έχει επανέλθει σήμερα έντονο το ενδιαφέρον τόσο  στην Ιταλία και το εξωτερικό, και μάλιστα σε εντελώς διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Κοιτώντας πίσω, τι ήταν για σένα ο εργατισμός;

Απάντηση: Τρία πράγματα: ένα ρομάντσο πνευματικής διαμόρφωσης, ένα επεισόδιο της ιστορίας του εργατικού κινήματος, μια πολιτισμική επανάσταση ενάντια στην ορθόδοξη ιταλική και όχι μόνο μαρξιστική παράδοση. Όμως πάνω απ’ όλα, ήταν η εμπειρία και η πρακτική μιας ομάδας ατόμων ασυνήθιστης ανθρώπινης και πολιτικής ποιότητας, που κινούνταν με αποκλίνουσα συμφωνία, σφυρηλατημένη από έναν δεσμό ακατάλυτης φιλίας –όποιος κι αν ήταν ο δρόμος που ο καθένας από εμάς πήρε στη συνέχεια. Με μια κουβέντα, θα έλεγα ότι εκείνη η εμπειρία μας άφησε ένα απαράμιλλο «στυλ»: από τον τρόπο γραψίματος, που ακολουθούσε τον ρυθμό στο εργοστάσιο  και τον τρόπο σκέψης, έξω από τους κανόνες, σε μια κάπως «διαρκή κατάσταση πνευματικής εξαίρεσης». Σε επαφή με το εργοστάσιο και με το μοντέλο των εργατικών αγώνων, γεννιέται ένας νέος τύπος διανοουμένου, οργανικού όχι πλέον του κόμματος αλλά της τάξης, όπως κι ένας νέος τρόπος να κάνεις θεωρία, όχι βιβλίο προς βιβλίο αλλά σώμα προς σώμα με την ιστορία, προκειμένου να ανατραπεί η υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων. Μια πρακτική πολιτικής σκέψης ξένη, μη αναγώγιμη σε σχολές και παραδόσεις, η οποία, ωστόσο, γονιμοποίησε στη συνέχεια και μια γνωσιακή καινοτομία στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία, στην ιστοριογραφία.

Ερώτηση: Ποια ήταν τα πιο σκληρά σημεία της πολεμικής με την ιταλική κομμουνιστική παράδοση;

Απάντηση: Ο ιστορικισμός της γραμμής Ντε Σάνκτις-Λαμπριόλα-Κρότσε-Γκράμσι, ενισχυμένο σκυρόδεμα της τολιατικής διευθυντικής ομάδας του ΙΚΚ μεταπολεμικά και τη δεκαετία του ’50. Ο εθνο-λαϊκισμός που ο Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα αποδόμησε το ’64 –ήταν τριάντα χρονών– στο Συγγραφείς και λαός. Η ανάλυση του νεοκαπιταλισμού και του δεσμού εργοστάσιο-κοινωνία-πολιτική: ενώ ο εργάτης-μάζα, ο ταιηλορισμός, ο φορντισμός εισέβαλαν στη σκηνή, το ΙΚΚ είχε μείνει στάσιμο στη διάγνωση περί καθυστέρησης του ιταλικού καπιταλισμού. Και επίσης, η εργασιακή ρητορική, που την τινάξαμε στον αέρα με το σύνθημα περί «άρνησης της εργασίας», αλλά και η σωτηριολογική θέαση της εργατικής τάξης, που στο λεξικό του ΙΚΚ όφειλε να είναι πάντοτε «γενική τάξη», να δρα υπέρ των συμφερόντων όλων, να χειραφετηθεί η ίδια προκειμένου να χειραφετήσει την ανθρωπότητα, να σώσει τη χώρα, την ειρήνη, τον Τρίτο Κόσμο…

Ερώτηση: Αντιθέτως η «παγανιστική αγενής φυλή», σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό σου, έπρεπε να σώσει μόνο την ίδια… Τι ήταν η παγανιστική αγενής φυλή; Και δεν κινδυνεύατε να την κάνετε κι εσείς έναν σωτήριο μύθο, επαναπροτείνοντας μια φιλοσοφία της ιστορίας με το εργατικό Υποκείμενο στη θέση του χεγκελιανού Πνεύματος;

Απάντηση: Η παγανιστική αγενής τάξη ήταν εκείνη που μπροστά στα κάγκελα του εργοστασίου μας έπαιρνε από τα χέρια τα φυλλάδια και γελώντας ρωτούσε: «Τι είναι; Φράγκα;». Μισθός ενάντια στο κέρδος, να τι ήταν η τάξη. Όχι το γενικό συμφέρον, αλλά ένα μερικό συμφέρον, που ξεμασκάρευε τον μπουρζουάδικο οικουμενισμό και έβαζε σε κρίση τη γενική σχέση του κεφαλαίου: «Ο μισθός ως ανεξάρτητη μεταβλητή» δεν ήταν ένα οικονομικό σύνθημα, ήταν ένα πολιτικό σύνθημα, όπως έδειξε το ’69. Όμως πολύ πριν το θερμό φθινόπωρο, από τους αγώνες του ’62 στο Τορίνο, είχε ξεδιπλωθεί η εργατική επινοητικότητα ανταγωνιστικών πρακτικών στον καθημερινό πόλεμο θέσεων ενάντια στο αφεντικό: οι άγριες απεργίες, οι επιβραδύνσεις, τα σαμποτάζ της αλυσίδας συναρμολόγησης, η ανυπότακτη χρήση των ταιηλοριστικών χρόνων παραγωγής. Εκεί μάθαμε ότι στο κεφάλαιο που ήθελε να επεκτείνει το μοντέλο του εργοστασίου στην κοινωνία, εμείς απαντούσαμε επεκτείνοντας το μοντέλο της εργατικής ανυποταξίας στην πολιτική.

Ερώτηση: Μίλησες για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, που όλη η κομμουνιστική αναμνησιολογία, ακόμη και θέσεων διαφορετικών από τη δική σου –σκέφτομαι τα πρόσφατα βιβλία του Ινγκράο και της Ροσάντα– θεωρούν ως τα πλέον κρίσιμα της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας. Όμως εκείνα τα χρόνια σημαδεύτηκαν από δύο ημερομηνίες: πίσω τους υπήρχε το ’56 και μπροστά τους το ’68. Πού τοποθετείται η εργατίστικη εμπειρία ανάμεσα σε αυτές τις δύο ημερομηνίες;

Απάντηση: Το ’56 ήταν μια στρατηγική ημερομηνία: το άγαλμα του Στάλιν έπεσε στα κεφάλια μας και στα κεφάλια μας τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν. Οι όμορφοι και προοδευτικοί καιροί είχαν τελειώσει, ο κομμουνισμός δεν μας παρέπεμπε πλέον στο μέλλον, απαιτούσε την αυτοκριτική του παρόντος. Όμως ενώ οι περισσότεροι, μπροστά στα γεγονότα της Βουδαπέστης, ανακάλυπταν και πάλι την αξία των μπουρζουάδικων ελευθεριών, για μας τώρα πια άνοιγε ο ορίζοντας της κομμουνιστικής ελευθερίας. Βρίσκω, διανοητικά και πολιτικά, άχρηστες πολλές a posteriori αυτοκριτικές του σήμερα: για να κοπεί ο γόρδιος δεσμός, έπρεπε να ανοικοδομηθούν οι συνθήκες για μια επανάσταση στη νεοκαπιταλιστική δύση, προωθώντας τόσο το πεδίο της εργατικής σύγκρουσης όσο και της πολιτικής οργάνωσης, χωρίς να διαχωρίζεται η μία από την άλλη. Προσωπικά –όμως εδώ μιλάω για τον εαυτό μου, γιατί αυτό ήταν το επίδικο σημείο στο εσωτερικό του εργατισμού– ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορούσαμε εμείς να οργανώσουμε τους εργάτες για να τους εξαπολύσουμε, σκληρούς και αγνούς, ενάντια στο κεφάλαιο. Ενδιαμέσως υπήρχε ένα πολιτικό πέρασμα που δεν μπορούσαμε να πηδήξουμε –αν και το να είμαστε εργατιστές σήμαινε πάντοτε, τότε και μετά, το πήδημά του.

Ερώτηση: Ποιο ήταν αυτό το πέρασμα;

Απάντηση: Η διαμόρφωση, εντός της ταξικής εμπειρίας, μιας εναλλακτικής διευθυντικής ομάδας σε σχέση με την τολιατική, που θα ήξερε να παίξει εντός της «αταξίας» η οποία έμελλε να έρθει και εξερράγη το ‘68-’69. Η κρίση του μετα-τολιατικού ΙΚΚ, που θα εκδηλωνόταν στο ΧΙ συνέδριο του ’66, ίσως θα μπορούσε να ενθαρρύνει «τη μακρά πορεία εντός της οργάνωσης», που σε μένα φαινόταν απαραίτητη: ο Πρίγκιπας παρέμενε η τάξη, το πρωτείο παρέμενε στους αγώνες, όμως για να δοκιμάσουμε να τους δώσουμε μια νικηφόρα έκβαση ήταν αναγκαίο το εργαλείο του κόμματος. Όμως αυτή η πρόταση του «εντός και ενάντια» δεν πέρασε, κυριάρχησε εκείνη του «ή εντός ή εκτός»: μια λογική για το κίνημα, μια άλλη για το κόμμα. Με τις ήττες των χρόνων του ’70 και πέρα.

Ερώτηση: Αλλά ενδιαμέσως υπήρξε το εξηνταοκτώ, που άλλαξε όχι λίγα πράγματα, αναφορικά με το κόμμα και την οργάνωση… τι σχέση είχε ο εργατισμός με το εξηνταοκτώ;

Απάντηση: Σου απαντώ για λογαριασμό μου, με έναν τρόπο που πολλοί σύντροφοι του τότε αμφισβήτησαν έντονα, ανάμεσά τους κι εσύ. Ο εργατισμός ήταν ένας πρόλογος του ’68 και την ίδια στιγμή η προλεγόμενη κριτική του. Στην Ιταλία το ’68 έλαβε από το εργατικό ’69 έναν χαρακτήρα διαφορετικό και μεγαλύτερης διάρκειας απ’ ότι αλλού, αντικαπιταλιστικό και όχι μόνο αντιαυταρχικό. Εργάτες και κεφάλαιο βρέθηκαν υλικά οι μεν απέναντι στο δε: σε εκείνο το σημείο χρειαζόταν να μετατοπιστεί η εξουσία, όχι μόνο να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για μια ιστορική κανονικότητα: αν στο σεισμό που προκαλούν οι αγώνες δεν ανοίξει μια επαναστατική διαδικασία καθοδηγούμενη και οργανωμένη, που θα μετατοπίζει τον συσχετισμό δύναμης, η καπιταλιστική ανάπτυξη καταλήγει να χρησιμοποιεί τους εργατικούς αγώνες για τους σκοπούς της και ο ολόκληρος ο μηχανισμός της κυριαρχίας αποκαθίσταται εκδημοκρατισμένος. Ακριβώς αυτό συνέβη μετά το ’68. Από τους απελευθερωτικούς αγώνες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα έλειπε η ισχύς του οργανωμένου εργατικού κινήματος που δρούσε στο πρώτο χειραφετησιακό μισό του ίδιου αιώνα. Πολύ μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας των χρόνων του ’60 διαμορφώθηκε έξω και αναπτύχθηκε ενάντια στα κόμματα και τα συνδικάτα, λειτουργώντας υπέρ της επιτάχυνσης της κρίσης. Για να έρθει το ’77, όπου επήλθε ο οριστικός διαχωρισμός.

Ερώτηση: Αφού εκείνη η μορφή οργάνωσης δεν αντιστοιχούσε πλέον σε εκείνη την ορμή για ελευθερία… Αλλά ας επιστρέψουμε βλέποντας τα πράγματα με τα γυαλιά του τότε. Εν συντομία, το επίδικο σημείο στον εργατισμό ήταν η οργάνωση, το κόμμα, ο ρόλος του πολιτικού. Ας πάρουμε δύο εμβληματικές συνεισφορές, το εκδοτικό σημείωμα «Η εργατική τάξη χωρίς συμμάχους» του Τόνι Νέγκρι στην «Εργατική Τάξη» του ’64 και το δικό σου δοκίμιο «Για την αυτονομία του πολιτικού» (Feltrinelli) του ’77.

Απάντηση: Ο Τόνι Νέγκρι οφείλει πολλά στην εμπειρία της «Εργατικής Τάξης». Η ανάλυση και κατόπιν η κριτική του φορντιστικού-ταιηλορικού εργάτη, που ωρίμασε στο στρατηγικό εργαστήριο του Πόρτο Μαργκέρα, βρίσκεται στη βάση ολόκληρης της ερευνητικής του διαδρομής στη συνέχεια. Και στη θεωρία του περάσματος από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη, στα μισά της δεκαετίας του ’70, υπάρχει όλη η ευφυΐα του. Όμως το «εργάτες χωρίς συμμάχους» ήταν λάθος. Το σύστημα συμμαχιών που υποστήριζε το ΙΚΚ –εξαρτημένοι εργαζόμενοι-μεσαίες τάξεις-κόκκινη Εμίλια– αποδομήθηκε και αμφισβητήθηκε, αλλά χρειαζόταν να οικοδομηθεί ένα άλλο, με τις νέες επαγγελματικές φιγούρες που αναδύθηκαν στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, με τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση, τους πολιτειακούς μετασχηματισμούς και το πολιτισμικό άλμα στη χώρα· και να μετατοπιστεί πιο μετά ολόκληρο το πεδίο της πολιτικής από τη σύγκρουση στην αντιπροσώπευση. Ο εργατισμός των πρώτων χρόνων του ’60 αντελήφθη ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της πραγματικότητας. Βλέποντάς τη σήμερα, η «Εργατική Τάξη» μοιάζει πιο κοντινή στα «Κόκκινα Τετράδια» και πιο μακρινή από την Εργατική Εξουσία και από εκείνο που περιπλανήθηκε φτάνοντας στην Εργατική Αυτονομία: οι δύο πρώτες εμπειρίες ένιωθαν κριτικά εντός του εργατικού κινήματος, οι δεύτερες τοποθετήθηκαν ενάντια του. Όσον αφορά την αυτονομία του πολιτικού, που πολλοί σύντροφοι του τότε μέχρι και σήμερα μου την καταλογίζουν σαν μια απροσδόκητη στροφή, εγώ αντιλέγω ότι η θεωρητική της ανακάλυψη μου συνέβη εντός της πρακτικής εμπειρίας του εργατισμού, έστω κι αν η επεξεργασία της έγινε στη συνέχεια. Και θα ήθελα επισημάνω το γεγονός ότι μπροστά στην προδιαγραφή της ήττας, ο ρόλος και η αναγκαιότητα του πολιτικού μου φαίνονται ακόμη πιο ξεκάθαρες. Ωστόσο, αν εκείνο το «άλμα» στο πολιτικό δεν είχε γίνει, δεν θα είχε γίνει όχι τόσο ή όχι μόνο λόγω των ορίων εκείνου του πειράματός μας, αλλά λόγω των ορίων της εποχής: με τη δεκαετία του ’70 η εποχή της μεγάλης πολιτικής δεν ανοίγει, αλλά κλείνει.

Ερώτηση: Είναι μια γνωστή σου θέση από το βιβλίο Η πολιτική σε δύση και μετά. Όμως αν εκείνη η εποχή έχει κλείσει και ο εργατισμός εγγράφεται σε εκείνη την εποχή, τελικά τι μένει από τον εργατισμό;

Απάντηση: Μιλάω, όχι τυχαία, για ένα εργατίστικο «στυλ»: έναν νέο τρόπο να είμαστε διανοούμενοι, με μια σκέψη συνδεδεμένη με την πρακτική. Υπάρχει ένας πατέρας και μια μητέρα: ο πρώτος είναι η μεγάλη ιστορία του εργατικού κινήματος, η δεύτερη είναι η μεγάλη κουλτούρα της κρίσης του 20ου αιώνα. Μια θαυμάσια αντίφαση, βιωμένη. Το λέω ως εξής: να δοθεί φωνή σε εκείνους που είναι κάτω. Μια ανήσυχη διαδρομή: αλλά προκαλώ οποιονδήποτε να βρει μία έστω σκιά υποχώρησης.

Ερώτηση: Γιατί ο εργατισμός συνάντησε την κουλτούρα της κρίσης, καθιστώντάς την τον πολιτισμικό του ορίζοντα;

Απάντηση: Γιατί το εργατικό υποκείμενο, το τόσο κεντρικό, σε μας εμφανιζόταν σαν ένα κοινωνικό υποκείμενο που προερχόταν από την κρίση της παραδοσιακής πολιτικής του μορφής. Κι αυτό εγγραφόταν εντός μιας γενικότερης μεγάλης κρίσης των μορφών, που μετά τη ρήξη των πρωτοποριών στις αρχές του 20ου αιώνα, ποτέ πια δεν ανασυντέθηκε. Είναι του ’69, στο «Αντισχέδιο», το δοκίμιο του Κατσάρι «Για τη γέννηση της αρνητικής σκέψης», ένας ορίζοντας που εντεύθεν ποτέ δεν εγκαταλείψαμε. Και που οδηγεί σε ένα επόμενο πέρασμα, της καταστροφικής κριτικής της ιδεολογίας της ανασύστασης των πολιτικών κατηγοριών ως εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες. Πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς από την παγανιστική αγενή ράτσα φτάσαμε στην πολιτική θεολογία, όμως ο δεσμός υπάρχει και είναι ισχυρός. Και όσον αφορά εμένα, υπάρχει κι ένα νήμα συνέχειας μεταξύ του Εργάτες και κεφάλαιο και του Πολιτική και πεπρωμένο, το τελευταίο μου έργο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Sossella.

Ερώτηση: «Ο Λένιν στην Αγγλία» και «Ο Μαρξ στο Ντητρόιτ», δύο τίτλοι που δοξάστηκαν στο Εργάτες και κεφάλαιο. Πού θα στέλναμε σήμερα τον Λένιν και τον Μαρξ; Στα εργοστάσια στη Σαγκάη, στις ιταλικές συνεργατικές, στους ξένους-πολίτες των γαλλικών προαστίων, στα σούπερ μάρκετ της Wallmart στο Άρκανσας; Το υστερόγραφο του ’70 στη δεύτερη έκδοση του Εργάτες και κεφάλαιο ήταν προϊόν μιας πρόσκλησης να μάθουμε από τους αμερικανικούς εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του ’70, ενώ σήμερα είναι λες και έχεις στρέψει την τηλεκάμερα μόνο στην Ευρώπη, όπως ο Γούντι Άλλεν…

Απάντηση: Είναι ο κόσμος που καταγράφουν οι τηλεκάμερες. Σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει, περισσότερο λόγω αντικειμενικών λόγων παρά λόγω υποκειμενικών βουλήσεων. Όσο αυτές είναι γενναιόδωρες και αδύναμες τόσο εκείνοι είναι αλαζονικοί και δυνατοί. Υποστηρίζω ότι έχει χάσει την κεντρικότητά της η γεωπολιτική. Ο πολιτικός χώρος δεν είναι πια εκείνος των μικρών εθνών, αλλά αυτός των μεγάλων ηπείρων. Η αλήθεια είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνται αυτόν τον κόσμο που αλλάζει. Εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε συνηθίσει στην παρακμή, οι Αμερικανοί όχι. Δεν καταφέρνουν να τη σκεφτούν: αυτό εξηγεί τη διεθνή τους νεύρωση. Ναι, τον Μαρξ θα τον πήγαινα στην Κίνα και στην Ινδία. Τον Λένιν, αντιθέτως, το βλέπω εύκολα να καταπιάνεται με τα προβλήματα της πολιτικής οργάνωσης του προσωρινού εργαζόμενου. Μήπως δεν είναι αυτή η φιγούρα του μεταφορντιστικού εργάτη; Και πώς μεταφέρεις από τα έξω σε ένα call-center την πολιτική συνείδηση; Και σε ένα προάστιο την ιδέα ότι χρειάζεται να φτιαχτεί ένα συνδικάτο κι ένα κόμμα; Και σε ένα κέντρο προσωρινής κράτησης την πρακτική όχι της ενσωμάτωσης αλλά της ανυποταξίας; Συνεχίζει ο Μαρξ να είναι αυτός που μπορεί να μας κάνει να καταλαβαίνουμε ακόμη. Ο Λένιν, ως προς το να μας κάνει ακόμη να δρούμε, ακούγεται κάπως δύσκολο. Όμως υπάρχει πάντοτε εκείνη η μυστηριώδης στροφή στην πορεία του…


«il manifesto», 20 Ιούνη 2006

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

16 Αυγούστου 1989: Η εκκένωση του Λεονκαβάλο


Στις 16 Αυγούστου 1989 εκκενώθηκε και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε η κατάληψη Λεονκαβάλο 22, ιστορικό κοινωνικό κέντρο κατά κύριο λόγο της μιλανέζικης αυτονομίας, που λειτουργούσε στη γειτονιά Καζορέτο του Μιλάνου από το 1975. Απολογισμός 26 συλλήψεις και 55 προσαγωγές, μετά τη σκληρή αντίσταση των καταληψιών και των συμπαραστατών τους στις δυνάμεις της αστυνομίας και της χωροφυλακής. Η εκκένωση του Λεονκαβάλο, παρά τις προσδοκίες των κυρίαρχων, έδωσε το έναυσμα για μια σειρά καταλήψεων σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο τη δεκαετία που ακολούθησε, αποτυπωμένη στο περίφημο κίνημα των κοινωνικών κέντρων. Το Λεονκαβάλο μεταφέρθηκε σε άλλες καταλήψεις, όπου μετά από αλλεπάλληλες εκκενώσεις και αγώνες, εγκαταστάθηκε στο κτίριο της οδό Ουατώ, όπου παραμένει ενεργό μέχρι σήμερα, παρά τις συνεχείς απειλές και διώξεις. Βέβαια ο χαρακτήρας του έχει αλλάξει και πολλά στοιχεία του, που το είχαν καταστήσει σημείο αναφοράς για όλο το καταληψιακό ευρωπαϊκό κίνημα και αποτυπώθηκαν στο εμβληματικό τραγούδι των 99 Posse, έχουν πλέον χαθεί. Μένει όμως αναλλοίωτο ένα βασικό του δίδαγμα: ότι ο αγώνας δεν σταματάει με μια εκκένωση, συνεχίζεται προσπαθώντας να βρεθούν νέα ριζώματα στον μητροπολιτικό ιστό. Κατά πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να μεταφερθεί στα καθ’ ημάς, παραμένει ζητούμενο. Η αντίστοιχη δική μας Βίλλα Αμαλίας δεν συνέχισε τη διαδρομή της μετά την εκκένωση του 2012 και άλλα παρόμοια εγχειρήματα είχαν την ίδια τύχη, ιδίως μετά την άγρια κατασταλτική επίθεση της δεξιάς από το 2019 και εντεύθεν. Φωτεινή εξαίρεση η κατάληψη Ρόζα Νέρα στα Χανιά. Ελπίζοντας και προσδοκώντας μια επαναφορά του δικού μας καταληψιακού κύματος, οφείλουμε να συνεχίσουμε να θυμόμαστε την ιστορία μας, με την απαραίτητη κριτική ματιά και θεωρητική επεξεργασία. Ο καιρός έχει γυρίσματα κι αυτό που σήμερα φαίνεται αδύνατο, μπορεί αύριο να είναι κάτι περισσότερο από εφικτό. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, χρειάζεται τα υποκείμενα του αγώνα να εξερευνήσουν ποιες είναι σήμερα οι ανάγκες και οι επιθυμίες τους, και να αναζητούν τους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Άλλωστε, όπως είχε πει παλιά ο Αμερικανός κινηματικός Γκρέγκ Κάλβερτ, προοδευτικός είναι εκείνος που αγωνίζεται για τις ανάγκες των άλλων, ριζοσπάστης είναι αυτός που μάχεται για τις δικές του. Μέχρι τότε παραμένει πάντοτε επίκαιρη η ρήση ότι οι μοναδικοί χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν δόθηκαν.


 

Υ.γ. Στην καλή εφημερίδα Documento και συγκεκριμένα στο φύλλο της 6ης Αυγούστου 2023, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο της αρχαιολόγου κ. Μαρίας Ανδρεάκη-Βλαζάκη, επίτιμης γενικής διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τέως γγ ΥΠΠΟΑ, σχετικά με τις αρχαιολογικές ανασκαφές στον λόφο Καστέλλι των Χανίων, αλλά και τρία ιστορικά κτίρια-μνημεία που κινδυνεύουν να γίνουν πολυτελής ιδιωτική ξενοδοχειακή μονάδα. Είναι σαφές (όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα στο άρθρο στο σχετικό τμήμα του) ότι η κυρία αρχαιολόγος αναφέρεται στα κτίρια της κατάληψης Ρόζα Νέρα, μόνο που πουθενά στο άρθρο αυτή δεν αναφέρεται. Ενώ γράφεται ότι «η Κίνηση Πρωτοβουλία ενάντια στην ξενοδοχοποίηση των μνημείων στον λόφο Καστέλλι πρωτοστάτησε στη συλλογή πολλών χιλιάδων υπογραφών κατά της μετατροπής σε ξενοδοχειακή μονάδα του “πιο επισκέψιμου και αξιόλογου πυρήνα των Χανίων”» και στη συνέχεια αναφέρεται σε πλήθος φορέων που κατά της ξενοδοχοποίησης και υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα του συγκροτήματος, λέξη δεν αρθρώνει για το γεγονός ότι τα κτίρια τα διέσωσε από την παρακμή και την εγκατάλειψη η κατάληψη Ρόζα Νέρα (που η ιστορία της ξεκινά το 2004), η οποία είναι αυτή που όχι μόνο τα συντηρεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με τίμημα μεγάλο χρηματικό κόστος και σημαντικότατη δουλειά των μελών και φίλων της, αλλά είναι κι αυτή που επιτρέπει ακριβώς να έχει δημόσιο χαρακτήρα ο λόφος Καστέλλι, αφού εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση όλων των ενδιαφερομένων επισκεπτών. Καθώς το άρθρο έχει ως τίτλο «Ο ερευνητής τολμά, ανακαλύπτει, συγκινείται, αγωνίζεται», διερωτάται κανείς τι είδους ερευνητής (ερευνήτρια στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι αυτός που γράφει ένα δισέλιδο άρθρο σε μια εφημερίδα και δεν λέει τίποτα για μια κατάληψη που όχι μόνο κρατάει 19 χρόνια, αλλά συνεχίζει την πορεία της μετά από μια βίαιη εκκένωση και μια επανακατάληψη στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες κόσμου, ακριβώς της τοπικής κοινωνίας των Χανίων που θέλει αυτόν τον δημόσιο χαρακτήρα. Η double speak της κυρίας Βλαζάκη δεν μας εκπλήσσει, αφού συνηθίζεται στις περιπτώσεις εκκενώσεων χώρων του ανταγωνιστικού κινήματος. Όμως επειδή κατά πάσα πιθανότητα η κυρία αρχαιολόγος είναι αριστερή και μάλιστα ανήκει σε μια αριστερά που κόπτεται υπέρ των κοινωνικών κινημάτων, έχει ενδιαφέρον το πώς αντιλαμβάνεται την τόλμη, την ανακάλυψη, τη συγκίνηση, τον αγώνα. Πάντως καλό θα ήταν να ενημερωθεί η κυρία αρχαιολόγος ότι οι καταλήψεις και τα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα στην Ελλάδα (και βεβαίως όχι μόνο εδώ) είναι ακριβώς η επιτομή των δημόσιων εγχειρημάτων και ανοιγμάτων, όντας ενέργειες κατόπιν πρωτοβουλίας μελών του δήμου (δηλαδή των δημοτών κι όχι της δημοτικής αρχής, αφού ο δήμος δεν είναι μόνο ο δήμαρχος και οι παρατρεχάμενοι του, αλλά κυρίως και βασικά και η συνέλευση των πολιτών ως κυρίαρχο σώμα), τα οποία ως υπεύθυνοι πολίτες αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της ίδιας τους της ζωής, χωρίς να περιμένουν το κράτος, που τόσο αγαπά εξίσου η δεξιά και η αριστερά, να τους της κάνει καλύτερη (αφού, συνήθως, τους την κάνει χειρότερη). Και ακριβώς το επιχείρημα ότι μετά τις εκκενώσεις τα διάφορα κατειλημμένα κτίρια αποδίδονται σε δημόσια χρήση, είναι η δικαιολογία των κατασταλτικών μηχανισμών προκειμένου να μην ομολογήσουν την υποκείμενη αλήθεια: ότι δηλαδή οι καταλήψεις (στη συντριπτική πλειοψηφία τους αναρχικού/αντιεξουσιαστικού προσήμου) πρέπει να χτυπηθούν γιατί εκφράζουν και διακατέχονται από μιαν άλλη λογική από την κρατική, όντας οι σπόροι που βλασταίνουν μέσα στο χιόνι μιας αυτόνομης κοινότητας ισότητας και ελευθερίας...