Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ηθική, πολιτική και κωμωδία - Giorgio Agamben


Χρειάζεται να σκεφτούμε για το ιδιαίτερο γεγονός πως τα δύο αξιώματα που προσπάθησαν να ορίσουν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια το ηθικό και πολιτικό καθεστώς του ανθρώπου στη μοντερνικότητα, προέρχονται από την κωμωδία. Το Homo homini lupus [ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος] –μεντεσές της δυτικής πολιτικής– υπάρχει στον Πλαύτο (Asinaria, στ. 495, όπου, αστειευόμενος, μας προειδοποιεί να προσέχουμε εκείνον που δεν ξέρει ποιος είναι ο άλλος άνθρωπος), ενώ το homo sum, umani nihil a me alienum purto [είμαι άνθρωπος και τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο], ίσως η πιο χαρούμενη διατύπωση του θεμελίου κάθε ηθικής, βρίσκεται στον Τερέντιο (Heautontim, στ. 77). Δεν προκαλεί μικρότερη έκπληξη το γεγονός ότι ο ορισμός της αρχής του δικαίου «στον καθένα ότι δικαιούται» (suum cuique tribuere), θεωρούνταν από τους αρχαίους ως ο πλέον κατάλληλος ορισμός αυτού που διακυβεύεται στην κωμωδία, κάτι το οποίο ο Τερέντιος το υποστηρίζει ανεπιφύλακτα, δηλαδή πως κωμικό είναι κατ’ εξοχήν  το να assignare unicuique personae quod proprium est (αποδίδεις στον καθένα αυτό που του αρμόζει). Αν αποδίδουμε στον κάθε άνθρωπο τον χαρακτήρα που τον ορίζει, αυτός γίνεται γελοίος. Ή, γενικότερα, κάθε προσπάθεια ορισμού του ανθρώπινου, καταλήγει αναγκαστικά σε κωμωδία. Είναι αυτό που συμβαίνει με τη γελοιογραφία, στην οποία η προσπάθεια σύλληψης με κάθε κόστος της ανθρωπινότητας του κάθε ατόμου μεταμορφώνεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σε κοροϊδία, μας κάνει, ακριβώς, να γελάμε. Ο Πλάτωνας κάτι τέτοιο πρέπει να είχε στον νου του όταν πήρε ως πρότυπα των προσώπων στους διαλόγους του τους σαφώς κωμικούς μίμους  που υπάρχουν στα έργα του Σώφρονος και του Επίχαρμου. «Γνώθι σ’ αυτόν» είναι η αντιθετική αρχή σε κάθε τραγική αλαζονεία και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα παιχνίδι και σε ένα αστείο, αν κι αυτά μπορούν να είναι, και είναι, κάτι το απολύτως σοβαρό. Το ανθρώπινο, πράγματι, δεν είναι μια ουσία της οποίας μπορούμε να βάλουμε άπαξ δια παντός τα όρια –είναι, κυρίως, μια διαδικασία πάντοτε εν εξελίξει, στην οποία ο άνθρωπος δεν παύει να είναι μη άνθρωπος και ζώο, και, ταυτοχρόνως, να γίνεται άνθρωπος και να μιλά. Γι’ αυτό, ενώ η τραγωδία εκφράζει αυτό που δεν είναι ανθρώπινο και, στο σημείο στο οποίο ο ήρωας συνειδητοποιεί απότομα και πικρά τη μη ανθρωπινότητά του, οδηγείται στην αλαλία, η persona, δηλαδή η κωμική μάσκα, δίνει στο γέλιο τη μοναδική δυνατότητα να εκφέρει αυτό που δεν είναι πια και, ωστόσο, παραμένει ανθρώπινο. Και ενάντια στην ακατάπαυστη, μισητή προσπάθεια της Δύσης να αναθέσει στην τραγωδία τον ορισμό της ηθικής και της πολιτικής, χρειάζεται κάθε φορά να θυμόμαστε ότι η διαμονή του ανθρώπου στη γη είναι μια κωμωδία –ίσως όχι θεϊκή, αλλά που προδίδει, μέσω του γέλιου, τη μυστική, ευπειθή αλληλεγγύη της με την ιδέα της ευτυχίας.

11 Μάρτη 2024

 

Αλιευθέν από τη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Luigi Russolo, Ιταλού φουτουριστή που δεν συντάχθηκε με τον φασισμό, όπως έκαναν, δυστυχώς, άλλοι ομότεχνοί του.


Ενώ - Giorgio Agamben


Για να απελευθερώσουμε τη σκέψη μας από τις παγίδες που την εμποδίζουν να πετάξει, είναι καλό, πάνω απ’ όλα, να τη συνηθίσουμε να μην σκέφτεται πια με ουσιαστικά (τα οποία, όπως το ίδιο το όνομά τους απερίφραστα προδίδει, εγκλωβίζονται σε εκείνη την «ουσία», που η προαιώνια παράδοση πίστεψε ότι μπορεί να συλλάβει το είναι της), αλλά, μάλλον (όπως πρότεινε κάποτε να κάνουμε ο Γουίλιαμ Τζέιμς ), με προθέσεις και επιρρήματα. Ότι η σκέψη, το ίδιο το μυαλό [mente] έχει, μπορούμε να πούμε, έναν μη ουσιαστικό αλλά επιρρηματικό χαρακτήρα, μας θυμίζει το ιδιαίτερο γεγονός ότι στη γλώσσα μας [την ιταλική, σ.τ.μ.], για να φτιάξουμε ένα επίρρημα, αρκεί να προσθέσουμε σε ένα επίθετο τη συλλαβή «mente»: amorosamente, crudelmente, meravigliosamente [ερωτικώς, αγρίως, υπέροχα]. Το όνομα –το ουσιαστικό– είναι ποσοτικό και επιβλητικό, το ρήμα είναι ποιοτικό και ανάλαφρο: κι αν βρεθούμε σε δυσκολία, νιώσουμε άβολα, δεν θα πρόκειται σίγουρα για ένα «τι πράγμα», αλλά για ένα «πώς», για ένα επίρρημα και όχι για ένα ουσιαστικό. Το «τι να κάνουμε;» παραλύει και εγκλωβίζει, μόνο το «πώς το κάνουμε;» ανοίγει μια οδό διαφυγής.

Έτσι, για να συλλογιστούμε τον χρόνο, κάτι που ανέκαθεν βασάνιζε το μυαλό των φιλοσόφων, τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το να εμπιστευτούμε –όπως κάνουν οι ποιητές– τα επιρρήματα: «πάντοτε», «ποτέ», «ήδη», «αμέσως», «ακόμη» και, ίσως το πιο μυστηριώδες από όλα, «ενώ». Το «ενώ» (από το λατινικό dum interim) δεν αναφέρεται σε ένα χρονικό σημείο [tempo], αλλά σε κάτι που υπάρχει «ανάμεσα σε κάποια χρονικά σημεία» [frattempo], δηλαδή στην παράξενη ταυτοχρονία δύο πράξεων ή δύο χρονικών σημείων. Το ισοδύναμό του στις ρηματικές εκφράσεις είναι το γερούνδιο, το οποίο δεν είναι, ακριβώς, ούτε ρήμα ούτε όνομα, αλλά υποθέτει ένα ρήμα ή ένα όνομα, τα οποία συνοδεύει: «αλλά πηγαίνει και καθώς πηγαίνει ακούει» λέει ο Βιργίλιος στον Δάντη, ενώ όλοι θυμόμαστε το Romagna του Πάσκολι, «η χώρα όπου, πηγαίνοντας, μας συνοδεύει/η γαλάζια εικόνα του Σαν Μαρίνο». Ας αναλογιστούμε αυτή την ιδιαίτερη στιγμή, την οποία μπορούμε να σκεφτούμε μόνο μέσω ενός επιρρήματος και ενός γερούνδιου: δεν πρόκειται για ένα μετρήσιμο διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία, και μάλιστα δεν πρόκειται καν για ακριβώς ένα χρονικό σημείο, αλλά σχεδόν για έναν άυλο τόπο στον οποίο κατά κάποιο τρόπο διαμένουμε, σε ένα είδος παραιτημένης και παρεμπίπτουσας διαχρονικότητας. Η πραγματική σκέψη δεν είναι εκείνη που συνάγει και συμπεραίνει σύμφωνα με ένα πριν και ένα μετά: όχι «σκέφτομαι άρα υπάρχω», αλλά, πιο νηφάλια, «ενώ σκέφτομαι, υπάρχω». Και ο χρόνος στον οποίο ζούμε δεν είναι η αφηρημένη και αγχώδης φυγή από άπιαστες στιγμές: είναι αυτό το απλό, ακίνητο «ενώ», στο οποίο πάντοτε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, βρισκόμαστε –η δική μας μικρή αιωνιότητα, που κανένα καταβεβλημένο ρολόι δεν μπορεί ποτέ να μετρήσει.

14 Μάρτη 2024

 

Αλιευθέν από τη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Gianfranco Baruchello.


Η δαμόκλειος σπάθη - Giorgio Agamben


Είναι καλό να μην ξεχνάμε τον θρύλο του Δαμοκλή, που αφηγείται ο Κικέρων στις Τουσκουλανές Διατριβές. Μια μέρα, ο Δαμοκλής, ένας αυλικός του Διονυσίου, τυράννου των Συρακουσών, τον εξυμνούσε «για τα πλούτη του, το μεγαλείο της δύναμής του, τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού του». «Δαμοκλή», του απάντησε ο τύραννος, «αφού σου αρέσει αυτή η ζωή, θα ήθελα να σου δώσω μια γεύση της, απολαμβάνοντας κι εσύ τις χαρές μου». Τον έβαλε να καθίσει σε έναν καναπέ φορώντας μια καλοκεντημένη εσάρπα, τοποθέτησε μπροστά του κάμποσα πολύτιμα σκεύη και έβαλε στην υπηρεσία του νέους ασυνήθιστης ομορφιάς, έτοιμους να εκπληρώσουν κάθε του επιθυμία. Ο Δαμοκλής ένιωθε ευτυχισμένος, έως του αντιλήφθηκε ότι από την οροφή κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του ένα αιχμηρό σπαθί, το οποίο συγκρατούσαν απλώς τρίχες αλόγου. Αμέσως ο απρόσεκτος εγκωμιαστής απαρνήθηκε τα πλούτη και την εξουσία, και παρακάλεσε τον Διονύσιο να τον αφήσει να φύγει, γιατί δεν ήθελε πια να είναι πλούσιος με αυτόν τον τρόπο.

Σήμερα βλέπουμε ότι το σπαθί πάνω από τα κεφάλια των τυράννων είναι έτοιμο να πέσει, οι τρίχες που το συγκρατούν πάνω από το κεφάλι του Ζελένσκι έχουν τώρα πια ξεφτίσει και φθαρεί,  και ίσως αύριο και εκείνα τα σπαθιά που επικρέμονται πάνω από τα κεφάλια των συνενόχων ή των εχθρών του, μπορεί να πέσουν. Όμως για μας δεν είναι αυτό το μάθημα που πρέπει να πάρουμε από εκείνον τον θρύλο. Δεν αρκεί να απέχουμε από τους επαίνους που όλοι επιφυλάσσουν στους τυράννους, χρειάζεται επίσης να θυμόμαστε ότι έγκειται σε μας, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, αν όχι να τους κόψουμε το κεφάλι, τουλάχιστον να φθείρουμε και να διαβρώσουμε τις τρίχες που ακόμη κρατούν το σπαθί το οποίο κρέμεται από πάνω του. Το νήμα με το οποίο είναι πιασμένο το σπαθί –δεν πρέπει να κουραστούμε να του το δείχνουμε, αν και ο πρώτος που το ξέρει είναι ο ίδιος ο τύραννος– είναι λεπτό και μόνο η συναίνεση και ο φόβος των πολλών το εμποδίζει να κοπεί.

21 Φλεβάρη 2024

         

Αλιευθέν από τη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet


Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Η δύση της Δύσης; - Giorgio Agamben



Στα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί σε αυτή τη στήλη, μπαίνει συχνά το ζήτημα του τέλους της Δύσης. Σε σχέση με αυτό, καλό είναι να μην υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Δεν πρόκειται για την καρτερική –μολονότι διαυγή και πικρή– ενατένιση μιας δύσης που ο Σπένγκλερ και οι άλλοι ψευδοπροφήτες είχαν αναγγείλει εδώ και πολύ καιρό. Εκείνους δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά εκείνη η δύση, της οποίας ήταν, κατά βάθος, συνένοχοι και μέχρι που την ευχαριστιούνταν, αφού στα σακίδια και στα χρηματοκιβώτια του πνεύματός τους δεν είχε απομείνει ακριβώς τίποτα, οπότε αυτή ήταν, μπορούμε να πούμε, ο μοναδικός τους πλούτος, τον οποίο δεν ήθελαν, με οποιοδήποτε τίμημα, να αποχωριστούν. Γι’ αυτό ο Σπένγκλερ μπόρεσε να γράψει το 1917 ότι «η μοναδική επιθυμία που έχω είναι αυτό το βιβλίο να μπορέσει να σταθεί δίπλα, χωρίς να είναι εντελώς ανάξιο, των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Γερμανίας».

Για μας, αντιθέτως, ο θάνατος της Δύσης είναι η ευτυχής ουτοπία, κάτι όπως η μετακινούμενη άμμος της ερήμου, της οποίας την ελπίδα τη χρειαζόμαστε όχι για να βρούμε εκεί κάποια τροφή, αλλά για να σταθούμε πάνω της, προσμένοντας να τη ρίξουμε, με την πρώτη ευκαιρία, στα μάτια των εχθρών μας. Ο θάνατος της Δύσης δεν μας στερεί, ακριβώς, τίποτα ζωντανό και ουσιαστικό, συνεπώς η νοσταλγία είναι έξω από κάθε συζήτηση. Και η ελπίδα μας ενδιαφέρει μόνο ως ο δρόμος που μας πάει σε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζουμε, αφού το έχουμε ανέκαθεν και δεν είμαστε διατεθειμένοι να το απαρνηθούμε. Αυτή είναι η κάθετη ακτίνα φωτός, που έρχεται από τον ομοιόμορφο, ζοφερό ορίζοντα της Δύσης. Εδώ πεθαίνει μόνο όποιος είναι ήδη νεκρός, ζει μόνο όποιος είναι ήδη ζωντανός.

 

19 Φλεβάρη 2024

Αλιευθέν από τη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1930 ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Roberto Rup Paolini


Τον Νοέμβρη του 1990, ο Ζεράρ Γκρανέλ, ένα από τα πιο διαυγή μυαλά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας αυτών των χρόνων, έδωσε στη New School for Social Research της Νέας Υόρκης μια διάλεξη της οποίας ο τίτλος, σαφώς ενδεικτικός, δεν παρέλειψε να προκαλέσει τις σκανδαλισμένες αντιδράσεις κάποιων ορθοφρονούντων: «Τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 είναι μπροστά μας». Αν και η ανάλυση του Γκρανέλ ήταν σαφώς φιλοσοφική, οι πολιτικές της επιπτώσεις έγιναν αμέσως αντιληπτές από τη στιγμή κατά την οποία αυτό που αποτελούσε το αντικείμενο της διερώτησής του, παρά τη φαινομενικά ανώδυνη χρονολογική παραπομπή, ήταν, απλά και ξεκάθαρα, ο φασισμός στην Ιταλία, ο ναζισμός στη Γερμανία και ο σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή οι τρεις ριζοσπαστικές πολιτικές απόπειρες «καταστροφής και αντικατάστασης με μια “νέα τάξη”, εκείνου του πράγματος το οποίο μέχρι τότε αναγνωριζόταν ως Ευρώπη». Ο Γκρανέλ ευλόγως υποστήριξε ότι η πνευματική και πολιτική ευρωπαϊκή τάξη στάθηκε τόσο τυφλή  μπροστά σε εκείνη την τριπλή καινοτομία όσο στέκεται –τη δεκαετία του 1990, αλλά και σήμερα– μπροστά στην ανησυχητική, αν και με διαφορετικό τρόπο, επανεμφάνισή της. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο Λεόν Μπλουμ, ηγέτης των Γάλλων σοσιαλιστών, είχε μπορέσει να δηλώσει, σχολιάζοντας τις γερμανικές εκλογές του Ιούλη του 1932, πως σε σχέση με τους αντιπροσώπους της παλιάς Γερμανίας, «ο Χίτλερ είναι το σύμβολο του πνεύματος της αλλαγής, της ανανέωσης και της επανάστασης», και ότι μια νίκη του φον Σλάιχερ θα του προξενούσε «μεγαλύτερη θλίψη από εκείνη του Χίτλερ». Και πώς να κρίνουμε την πολιτική οξυδέρκεια του Ζωρζ Μπατάιγ και του Αντρέ Μπρετόν, οι οποίοι, μπροστά στις διαμαρτυρίες για τη γερμανική κατοχή της Ρηνανίας, μπόρεσαν να γράψουν χωρίς να ντρέπονται: «Προτιμάμε, σε κάθε περίπτωση, την αντιδιπλωματική κτηνωδία του Χίτλερ, πιο ειρηνική εκ των πραγμάτων, από τη σαλιάρικη υπερδιέγερση των διπλωματών και των πολιτικών». Η κεντρική θέση αυτού του δοκιμίου, του οποίου προτείνω ενθέρμως την ανάγνωση, είναι ότι προκειμένου να οριστεί η εν εξελίξει ιστορική διαδικασία, τόσο της δεκαετίας του 1930 όσο και της δεκαετίας του 1990 στην οποία γράφτηκε το συγκεκριμένο δοκίμιο, αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί το πρωτείο στο αόριστο σε σχέση με το τετελεσμένο, επ’ ονόματι μιας εξέλιξης που επιδιώκει, εντελώς χωρίς όρια, την κατάργηση σε κάθε πλαίσιο –οικονομικό, επιστημονικό, πολιτισμικό– των ηθικών, πολιτικών και θρησκευτικών εμποδίων τα οποία μέχρι σήμερα, με κάποιον τρόπο, την περιόριζαν. Και, ταυτοχρόνως, επίσης μέσω των παραδειγμάτων του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού, ο Γκρανέλ έδειξε πώς μια παρόμοια διαδικασία απειροστικότητας και ολικής κινητοποίησης κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.

Χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της σαφώς πειστικής ανάλυσης, αυτό που προπάντων με ενδιαφέρει να επισημάνω εδώ, είναι οι αναλογίες σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Το ότι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 του 20ου αιώνα είναι ακόμη μπροστά μας δεν σημαίνει ότι σκοπεύουμε να ξαναδούμε σήμερα, με την ίδια μορφή, τα υπό συζήτηση ανώμαλα γεγονότα. Σημαίνει, μάλλον, αυτό που ο Μπορντίγκα ήθελε να εκφράσει όταν έγραψε, μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, πως οι νικητές θα είναι οι εκτελεστές της διαθήκης των ηττημένων. Παντού οι κυβερνώντες, ασχέτως χρώματος και τοποθέτησης, δρουν ως εκτελεστές εκείνης της διαθήκης, την οποία έχουν αποδεχτεί χωρίς τα χρέη της. Παντού βλέπουμε να συνεχίζεται τυφλά η ίδια απεριόριστη διαδικασία παραγωγικής μεγέθυνσης και τεχνολογικής ανάπτυξης που ο Γκρανέλ κατήγγειλε, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη, αναχθείσα απλώς στη βιολογική της βάση, μοιάζει να απαρνείται κάθε άλλη έμπνευση που δεν έχει να κάνει με τη γυμνή ζωή και, φαίνεται διατεθειμένη να θυσιάσει χωρίς επιφυλάξεις, όπως είδαμε τα τελευταία τρία χρόνια, την πολιτική της ύπαρξη. Με τη διαφορά, ίσως, ότι τα σημάδια της τύφλωσης, της απουσίας σκέψης και μιας πιθανής, επικείμενης αυτοκαταστροφής (την οποία επικαλούνταν ο Γκρενέλ), έχουν ιλιγγιωδώς πολλαπλασιαστεί. Όλα αυτά μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι μπαίνουμε –τουλάχιστον στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης– στην ακραία φάση μιας διαδικασίας που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε με βεβαιότητα το τέλος, της οποίας, όμως, οι συνέπειες, αν η γνώση των ορίων δεν σταθεί ικανή να μας αφυπνίσει, θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.

 

15 Γενάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Sergio Bianchi


Με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε πραγματικά την κοινωνία και την κουλτούρα εντός των οποίων ζούμε; Οι μεταρρυθμίσεις, μέχρι και οι επαναστάσεις, αν και μεταμορφώνουν τους θεσμούς και τους νόμους, τις σχέσεις παραγωγής και τα αντικείμενα, δεν αμφισβητούν εκείνα τα βαθύτερα στρώματα που διαμορφώνουν την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και τα οποία θα πρέπει να προσεγγίσουμε προκειμένου η αλλαγή να είναι πραγματικά ριζική. Ωστόσο, εμείς έχουμε καθημερινά την εμπειρία κάποιου πράγματος που υπάρχει με διαφορετικό τρόπο από όλα τα άλλα πράγματα και τους θεσμούς που μας περιβάλλουν, αλλά που όλα τα επηρεάζει και τα καθορίζει: αυτό είναι η γλώσσα. Ασχολούμαστε, πρωτίστως, με πράγματα γνωστά, κι όμως συνεχίζουμε να μιλάμε στον αέρα και, όπως συχνά συμβαίνει, χωρίς ποτέ να αναρωτιόμαστε τι κάνουμε όταν μιλάμε. Με αυτόν τον τρόπο είναι ακριβώς η αρχική μας εμπειρία της γλώσσας που παραμένει πεισματικά κρυμμένη και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, είναι αυτή η αδιαφανής ζώνη, μέσα και έξω από εμάς, που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και δρούμε. Η φιλοσοφία και οι γνώσεις της Δύσης, αντιμέτωπες με αυτό το πρόβλημα, πίστεψαν ότι θα  το λύσουν υποθέτοντας πως αυτό που κάνουμε όταν μιλάμε, είναι ότι ενεργοποιούμε ένα γλωσσικό σύστημα, ότι, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η γλώσσα είναι μια γραμματική, ένα λεξικό και ένα σύνολο κανόνων, προκειμένου να συντεθούν τα ονόματα και οι λέξεις σε έναν λόγο. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο καθένας γνωρίζει πως αν πρέπει κάθε φορά να επιλέγουμε συνειδητά τις λέξεις ενός λεξικού και να φτιάχνουμε από αυτές, άλλο τόσο συνειδητά, μια φράση, εμείς δεν θα μπορούμε με κανέναν τρόπο να μιλάμε. Εν τούτοις, στην πορεία της προαιώνιας διαδικασίας επεξεργασίας και διδασκαλίας, το γλωσσικό σύστημα-γραμματική έχει διεισδύσει μέσα μας και έχει γίνει ο ισχυρός μηχανισμός μέσω του οποίου η Δύση έχει επιβάλει τη γνώση και την επιστήμη της σε όλον τον πλανήτη. Ένας μεγάλος γλωσσολόγος έγραψε κάποτε ότι κάθε αιώνας έχει τη γραμματική της φιλοσοφίας του: θα ήταν άλλο τόσο σωστό, και ίσως πιο αληθινό, το αντίθετο, ότι δηλαδή κάθε αιώνας έχει τη φιλοσοφία της γραμματικής του, ότι ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνουμε τη γλωσσική μας εμπειρία σε ένα γλωσσικό σύστημα και σε μια γραμματική καθορίζει μοιραία και τις συνάψεις της σκέψης μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η διδασκαλία της γραμματικής γίνεται στο δημοτικό: το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθει ένα παιδί είναι πως αυτό που κάνει όταν μιλάει έχει μια συγκεκριμένη δομή και ότι αυτή η τάξη [ordine] πρέπει να συμμορφώνεται με τη σκέψη του. Συνεπώς είναι μόνο στον βαθμό στον οποίο καταφέρνουμε να αμφισβητήσουμε αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή, που ένας πραγματικός μετασχηματισμός της κουλτούρας μπορεί να είναι δυνατός. Οφείλουμε να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε εξ υπαρχής τι κάνουμε όταν μιλάμε πέφτοντας σε εκείνη την αδιαφανή ζώνη και να διερωτηθούμε όχι για τη γραμματική και το λεξικό, αλλά για τη χρήση που κάνουμε του σώματος και της φωνής μας, ενώ οι λέξεις μοιάζουν να βγαίνουν σχεδόν μόνες τους από τα χείλη μας. Θα δούμε, τότε, ότι σε αυτή την εμπειρία υπάρχει ένα άνοιγμα στον κόσμο και στις σχέσεις μας με τους ομοίους μας, και πως, τουλάχιστον, η εμπειρία της γλώσσας είναι, με αυτή την έννοια, η πιο ριζική πολιτική εμπειρία.

 

16 Φλεβάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodibet

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Ο Μιχάλης και (στην) η κατάληψη Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου



Δεν θυμάμαι πώς μοιράστηκαν τα δωμάτια στην κατάληψη στέγης Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι τα συντρόφια μου έδωσαν ένα από τα καλύτερα (και μεγαλύτερα), το ανατολικομεσημβρινό επί της Κεραμεικού στον 1ο όροφο. Δίπλα μου, δεξιά, ήταν το δωμάτιο του Φάνη και αριστερά εκείνο του Σωκράτη (στο οποίο με είχε φιλοξενήσει το πρώτο διάστημα της παραμονής μου στην κατάληψη, μέχρι να ετοιμαστεί το δικό «μου»). Ακριβώς δίπλα από τον Σωκράτη, ήταν αυτό της Ντίνας και του Μιχάλη, του πιο «επεισοδιακού» ζεύγους του κατειλημμένου σπιτιού. Η «Κεραμεικού» υπήρξε εμβληματική στο κίνημα της αυτο-οργανωμένης στέγασης στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εμβληματική λόγω της λογικής που έβγαζε προς τα έξω, όχι μόνο ως κατάληψη στέγης αλλά και ως ένα ιδιότυπο αυτοδιευθυνόμενο κοινωνικό κέντρο, τόπος συνεύρεσης και συμβίωσης όχι μόνο των μελών του αλλά και πολλών φίλων, όλων των φύλων, που το επισκέπτονταν σε τακτική βάση, διοργανώνοντας μάλιστα εκεί κάποια κορυφαία γιορταστικά συμβάντα, όπως, για παράδειγμα, τα πρωτοχρονιάτικα πάρτι του 1991 και του 1992, από τα οποία είχε περάσει μεγάλο μέρος της τότε «κινηματικής» Αθήνας. Όμως καθώς η συλλογική λογική τέτοιου είδους μητροπολιτικών εστιών αντίστασης και αμφισβήτησης της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων είναι αλληλένδετη με την ατομική λογική των υποκειμένων που τις συγκροτούν, συνδιαμορφώνουν και συν-προβάλουν, εξίσου εμβληματικές ήταν και οι προσωπικότητες που έτυχε (;) να ζήσουν σε εκείνο το σπίτι στην «παρεκκλίνουσα» πλευρά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Ανάμεσά τους, σαφώς, ο Μιχάλης. Πατησιώτης, πρώην χουλιγκάνος του Ολυμπιακού, με την ΧΤ Γιαμάχα του, το πέτσινο μπουφάν, τα ολσταράκια παντός καιρού, πάντοτε πρώτη γραμμή στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις του «χώρου», πλήρως ενημερωμένος σε σχέση με τα μουσικά πράγματα του καιρού του (δεν άφηνε εύκολα τη θέση του στα ντεκ, ιδίως σε εκείνα τα πρωτοχρονιάτικα πάρτι που προαναφέραμε), διαβαστερός (με ιδιαίτερη κλίση στην πολιτική επιστημονική φαντασία και τα κόμικς), ικανότατος χειρωνάκτης (με αποδεδειγμένες ικανότητες στις εφαρμοσμένες γραφικές τέχνες) αλλά και επαρκώς σκεπτόμενος (αξέχαστα τα κείμενά του στο περιοδικό «Οι πειρατές της ημισελήνου», που αν και φτιαχνόταν μέσα στην κατάληψη, δεν ήταν περιοδικό της κατάληψης), μιλάμε, δηλαδή, για μια κλασική φιγούρα είτε της λεγόμενης «άγριας νεολαίας» είτε του (πιο επίκαιρου ως όρος) «σχιζοειδούς μητροπολιτικού προλεταριάτου». Όντας ικανότατος μάγειρας, ήταν εγγύηση όταν είχε βάρδια στη συλλογική κουζίνα του σπιτιού, αλλά και πάντοτε πρόθυμος (αρκεί να ξυπνούσε εγκαίρως!) να συμμετάσχει στις απαραίτητες επισκευαστικές εργασίες της κατάληψης, αρκούντως ριψοκίνδυνος για να αναλάβει μερικές από τις πιο επικίνδυνες σε ένα σπίτι που χρονολογούνταν από τον 19ο αιώνα. Ακάματος περιπλανητής, δεν υπήρχε βόλτα της «ατρόμητης» παρέας μας στη μητρόπολη που να μη συμμετείχε (είτε μηχανοκίνητη είτε με τα πόδια), η παρουσία του ήταν πάντοτε επιθυμητή (αλλά και απαραίτητη) στις εξορμήσεις των μελών της κατάληψης είτε για ντου σε συναυλίες στο «Ρόδον», είτε για την κλασική βόλτα Κεραμεικού-Φυλής και Φερρών-Βίλλα Αμαλίας-μπαρότσαρκα στα Εξάρχεια και το Θησείο-φαγητό τα ξημερώματα στην πλατεία Κουμουνδούρου, είτε στις αντιναζιστικές περιπολίες, είτε στα πάρτυ στου Στρέφη, είτε στις κινηματικές αφισοκολλήσεις, είτε στην έμπρακτη αλληλεγγύη στις καταπιεζόμενες/ους «με όλα τα απαραίτητα». Η νύχτα ήταν το φυσικό περιβάλλον του Μιχάλη αλλά ίσως και όλων μας, το πρωί μας φαινόταν κάπως αδιάφορο, είτε δουλεύαμε (όπως συνέβαινε με τις περισσότερες/ους) είτε όχι. Η πραγματική μέρα ξεκινούσε πάντοτε από το απόγευμα και μετά, όταν όλες και όλοι είχαμε επιστρέψει στο σπίτι και ετοιμαζόμασταν για τις νυχτερινές τσάρκες παντός τύπου. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία αν κάποια/ος έλειπε για κάποια δυσάρεστη αιτία από τα άτυπα ραντεβού μας, με τη μεγαλύτερη στενοχώρια που θυμάμαι να ήταν αυτή του μισο-άδειου σπιτιού λόγω των συλλήψεων των 33 αφισοκολλητών μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο το 1991 (που ανάμεσά τους ήταν ο Μιχάλης και κάμποσα άλλα μέλη της κατάληψης), ενώ μια από τις μεγάλες χαρές ήταν η εβδομαδιαία σαββατιάτικη συνέλευση του σπιτιού στο μεγάλο σαλόνι του 1ου ορόφου, που παρά τις αντιγνωμίες, τους μικροτσακωμούς και τις διαφωνίες επί παντός επιστητού, στο τέλος μετατρεπόταν σε μια μεγάλη αγκαλιά με κανονίσματα και προπόσεις. Η μικρή μας φυλή μας φαινόταν αύθραυστη, ποτέ δεν πιστέψαμε ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα χαθούμε και, στην πραγματικότητα, δεν χαθήκαμε ποτέ. Ακόμη κι αν τώρα πια λείπουν οριστικά ο Αποστόλης, ο Κωστής, ο Μιχάλης… Λείπουν όμως; Κάποια βράδια που με πιάνει νοσταλγία για τα παλιά, ιδίως όταν βρίσκομαι στο «οχυρό» μου, Πανεπιστημίου 64 (που για ένα σοβαρό διάστημα ήταν και οχυρό του Μιχάλη), μου ’ρχεται να κάνω μια βόλτα μέχρι το σπίτι της Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου, έτσι, για να πετύχω τον Μιχάλη να παρκάρει τη μηχανή του στην αυλή του σπιτιού και να τον πάρω, μαζί με όσα από τα άλλα συντρόφια είναι διαθέσιμα, για να κάνουμε κάποια από τις παλιές μας βόλτες. Το αλλαγμένο περιβάλλον με προσγειώνει απότομα, λίγο πριν φτάσω το σπίτι ανακρούω πρύμναν. «Ε, μούσια, έχασες τον δρόμο», ακούω μια βροντερή φωνή πίσω μου, γειά σου Μιχάλη, σύντροφε του δρόμου σύντροφε για πάντα, όσα  είπαμε παλιά ισχύουν.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς

Υ.γ Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού και συντρόφου Μιχάλη Μπαξεβάνη,  είναι του φίλτατου Γιώργου Νικολαΐδη από το Χημείο του 1985.