Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Glory days



Είχα προγραμματίσει να ταξιδέψω στη Ρώμη μεταξύ 7ης και 9ης Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 2021, αλλά όντας ανεμβολίαστος και πληροφορηθείς την επικείμενη σκλήρυνση των μέτρων στη γείτονα εις βάρος ανθρώπων όπως εγώ, αποφάσισα να επισπεύσω το ταξίδι, μπας και προλάβω κάποια πράγματα, δηλαδή την επίσκεψη σε βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, καφέ, ή τη χρήση των μαζικών μέσων μεταφοράς χωρίς την επίδειξη rapid test, που έτσι κι αλλιώς ήμουν υποχρεωμένος να έχω κάνει για να μπορέσω να ταξιδέψω, αλλά μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου δεν χρειαζόταν να το επιδεικνύω σε κάθε μου είσοδο στους προαναφερθέντες χώρους. Βεβαίως θα έχανα την έκθεση βιβλίου Piu libri piu liberi, που ήταν ο βασικός μου λόγος επίσκεψης στη Ρώμη, αλλά από το ολότελα… (δεν το συνεχίζω για ευνόητους λόγους). Προκειμένου να πραγματοποιήσω το ταξίδι μου, πέρα από τα κλασικά ταξιδιωτικά έγγραφα (διαβατήριο, ταυτότητα…) χρειαζόταν να υποβληθώ σε rapid test, τόσο για την είσοδο μου στην Ιταλία όσο και για την επάνοδο μου στην Ελλάδα, αλλά και να διαθέτω το περίφημο EU Digital Passenger Locator Form (dPLF), δηλαδή ένα έγγραφο εφοδιασμένο με έναν μοναδικό κωδικό, όπου πέρα από τις πληροφορίες για την πτήση μου προς και από Ιταλία, θα αναγράφονταν το κινητό μου τηλέφωνο, ο αριθμός της αστυνομικής μου ταυτότητας, το e-mail μου, η σταθερή μου διεύθυνση στην Ελλάδα, η προσωρινή μου διεύθυνση στη χώρα επίσκεψης, τα πλήρη στοιχεία ενός ατόμου για έκτακτη ενημέρωση σε περίπτωση προβλήματος, αλλά και η δήλωσή μου ότι τα αναγραφόμενα στοιχεία είναι σωστά. Ως ευυπόληπτος πολίτης, πριν την αναχώρησή μου προέβην στον απαραίτητο ιατρικό έλεγχο, ενώ είχα έτοιμα και όλα τα απαραίτητα έγγραφα για το ταξίδι μου. Και μάλιστα διπλοτυπωμένα, αφού το κινητό τηλέφωνο που διαθέτω είναι μόνο για τηλεφωνικές κλήσεις, λήψη περιορισμένου αριθμού φωτογραφιών και την  πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω e-banking, κι έτσι δεν έχω τη δυνατότητα επίδειξης αυτών των εγγράφων και των αντίστοιχων κωδικών τους μέσω της τηλεφωνικής συσκευής.

Στην Ιταλία, λίγο-πολύ, έκανα όσα είχα προγραμματίσει, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, δηλαδή συνεχείς βροχοπτώσεις, που ενίοτε ήταν τόσο έντονες ώστε να γίνεται πολύ δύσκολη μέχρι και αδύνατη η μετακίνηση, τουλάχιστον με τα πόδια (και αν δεν περπατήσεις στη Ρώμη πού θα περπατήσεις;). Πέρα από τα βιβλιοπωλεία, το αρνητικό rapid test μου έδινε τη δυνατότητα να επισκεφτώ και εκθέσεις, κι έτσι πήγα σε μια μικρή αναδρομική έκθεση του φλωρεντινού Βινίτσο Μπέρτι (ζωγράφου και σχεδιαστή κόμικς, από τις κορυφαίες φιγούρες του ιταλικού astrattismo) και σε άλλη μία του μιλανέζου Μπρούνο Μουνάρι (τεράστιου σχεδιαστή, μέχρι και παιδικών, μαθησιακών και μη αντικειμένων), όπου πέρα από την επίδειξη του rapid test, υπεβλήθη και σε θερμομετρικό έλεγχο μέσω μιας οθόνης στην οποία έβλεπα την εικόνα μου και προφανώς ήταν συνδεδεμένη με θερμόμετρο. Λόγω του κρύου, στην αρχή σκέφτηκα ότι μπορεί να είχα υποθερμία και συνεπώς πρόβλημα εισόδου, όμως τελικά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και μπόρεσα να δω και τις δύο μικρές, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες, εκθέσεις. Και επειδή αναφέρθηκα στη βροχή, πριν πάω στην έκθεση του Μπέρτι σκέφτηκα να πιω τον μεσημεριανό καφέ μου στη βία Βένετο που είναι κοντά στον χώρο της έκθεσης, όταν ξέσπασε μια απίστευτη μπόρα και να ’μαι εγώ να πίνω καφέ και να καπνίζω το τοσκάνο μου υπό την προστασία μιας μεγάλης ομπρέλας με τη συμπαθέστατη και λίαν εξυπηρετική γκαρσόνα να με κοιτάζει κάπως περίεργα για την επιλογή μου (δηλαδή να κάθομαι έξω και να διαβάζω αμέριμνος το τελευταίο πόνημα του Πάολο Βίρνο Περί αδυναμίας, πίνοντας και καπνίζοντας, ενώ γύρω μου γινόταν κυριολεκτικά βρόχινος χαμός). Το βράδυ της Τετάρτης 1ης Δεκεμβρίου στον κατειλημμένο χώρο ESC atelier στο Σαν Λορέντσο που απειλείται με εκκένωση, γινόταν η παρουσίαση του πολύ ενδιαφέροντος συλλογικού βιβλίου Umanità a perdere. Sindemia e reristenze, έκδοση του Osservatorio sulla Repressione, στην οποία επίσης παραβρέθηκα μετά την απόλαυση μιας πίτσας με προσούτο και ρόκα (παραβιάζοντας τους διατροφικούς μου κανόνες) στη καλύτερη πιτσαρία (κατά τη γνώμη μου) της Ρώμης, τη Formula 1 (επίσης στο Σαν Λορέντσο).

Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, έσπευσα να κάνω το απαραίτητο rapid test για την επάνοδό μου στην Ελλάδα. Μετά από εξονυχιστικό έλεγχο των εγγράφων στο αεροδρόμιο της Ρώμης, επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο, όπου λίγο πριν την προσγείωση ανακοινώθηκε ότι κάποιοι-ες από τους επιβάτες θα περνούσαν δειγματοληπτικό έλεγχο για κορονοϊό. Από τη μικρή μου πείρα όσον αφορά τέτοιου τύπου ελέγχους, θεώρησα ότι μπορεί να περνούσα ή και να μην περνούσα μια ανάλογη διαδικασία, αλλά καλού-κακού είχα έτοιμο προς επίδειξη το rapid test μου (εννοείται αρνητικό). Όμως πλησιάζοντας στο σημείο ελέγχου, τα εντεταλμένα όργανα της τάξης ζητούσαν την επίδειξη όχι του rapid test, πιστοποιητικού νόσησης ή εμβολιασμού, αλλά του PLF και μάλιστα από όλους τους επιβάτες, όχι δειγματοληπτικά. Και τότε, ως εκ θαύματος, το μηχάνημα του οργάνου της τάξης, αφού τοποθετήθηκε πάνω στον μοναδικό κωδικό (Unique Code) που φέρει αυτό το έγγραφο, έβγαλε ένα κόκκινο φως και αμέσως παραπέμφθηκα για έλεγχο μέσω και πάλι rapid test. Επαναλαμβάνω για όσες-ους δεν το κατάλαβαν, ότι δεν ελέγχθηκα βάσει του rapid test, του πιστοποιητικού νόσησης ή εμβολιασμού, αλλά βάσει του PLF και του Unique Code. Οδηγήθηκα στον χώρο του τεστ, όπου η ευγενική υπάλληλος, αφού το έκανε, μου ανακοίνωσε ότι το αποτέλεσμα θα το λάμβανα αργότερα στο κινητό μου. Επειδή στο αεροδρόμιο με ανέμεναν η πολυαγαπημένη μου Άννα και ο λατρευτός μου Ερρίκος, υπέστην αγογγύστως τη διαδικασία και έσπευσα στην έξοδο και στην αγκαλιά τους. Καμιά ώρα μετά, έλαβα μήνυμα με την αρνητικότητα του τεστ στο οποίο είχα υποβληθεί. Την επομένη, επικοινώνησα με τας αρμοδίους αρχάς, προκειμένου να λάβω τη διήμερη δυνατότητα κυκλοφορίας στους «απαγορευμένους τόπους» που εξασφαλίζει το αρνητικό test και τότε έμαθα ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, αφού δεν είχα πληρώσει γι’ αυτό. Το γεγονός δηλαδή ότι υπεβλήθην σε υποχρεωτικό έλεγχο και ότι πληρώνω εδώ και τριάντα τρία χρόνια τις ασφαλιστικές μου εισφορές (που καλύπτουν και το υγειονομικό κόστος εξετάσεων και περίθαλψης) αλλά και τους φόρους που αναλογούν στην επαγγελματική μου δραστηριότητα, δεν είχε καμία σημασία.

Όμως το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι αυτό, αλλά το ότι το έγγραφο το οποίο με οδήγησε σε περαιτέρω έλεγχο δεν ήταν η γνησιότητα ή μη του υγειονομικού μου εγγράφου, αλλά το ταξιδιωτικό έγγραφο PLF. Στο οποίο, απ’ ότι φαίνεται, αναγραφόταν ήδη ότι οφείλω να υποβληθώ έτσι κι αλλιώς σε έλεγχο. Επειδή είμαι ανεμβολίαστος; Ή για κάποιον άλλο λόγο; Το αφήνω στην κρίση του καθενός και της καθεμιάς. Και επειδή έχει τύχει να εκδώσω τόσο το κείμενο του Ζυλ Ντελέζ για την Κοινωνία του Ελέγχου όσο και τα κείμενα του Τζόρτζο Αγκάμπεν για την πολιτική αντιμετώπιση της πανδημίας εκ μέρους των κρατούντων, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι το δυστοπικό σενάριο περί διακρίσεως των πολιτών ανάλογα με την ιατρική τους κατάσταση έχει ήδη ενεργοποιηθεί. Πάσα αντίρρηση δεκτή, αλλά μένει να αποδειχτεί. Εγώ απλώς παραθέτω τη δική μου εμπειρία σε σχέση μάλιστα με έναν από τους θεμελιώδεις κανόνες του φιλελεύθερου δικαίου, δηλαδή το δικαίωμα απρόσκοπτης και ελεύθερης μετακίνησης εφόσον ο πολίτης δεν έχει ενταχθεί, για διάφορους λόγους, κυρίως ποινικής αλλά και πολιτικής φύσης, σε οποιαδήποτε μορφή απαγόρευσης ή προληπτικού ελέγχου των κινήσεών του.

Και κάτι τελευταίο. Στη Ρώμη έμαθα ότι όντας εξηντάρης, πρέπει να εμβολιαστώ, αλλιώς, πέρα από τις ήδη εφαρμοζόμενες απαγορεύσεις, με περιμένει, σε περίπτωση άρνησης, διοικητικό πρόστιμο 100 ευρώ μηνιαίως. Οπότε, και σε άλλα με υγεία!

 

Παναγιώτης Καλαμαράς            


Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Η εποχή του καλαμαριού; - Franco Berardi “Bifo”



Όταν ένας ιός άρχισε να διαδίδεται στην ανθρώπινη βιόσφαιρα και, μεταλλασσόμενος ταχέως σε πληροφο-ιό, να μολύνει μήνα με τον μήνα την ψυχόσφαιρα, αρχικά σκεφτήκαμε ότι η νεοφιλελεύθερη εποχή πλησίαζε στο τέλος της. Οι άνθρωποι καλούνταν να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εχθρό στον οποίο η ιδιωτικοποίηση της υγείας είχε ανοίξει τις πόρτες και κάτι τέτοιο προϋπόθετε μια κάποια αλληλεγγύη. Επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση. Όταν εμφανίστηκε στη σκηνή το εμβόλιο, εξαφανίστηκε η αδελφοσύνη και η κυρίαρχη φυλή οικειοποιήθηκε τον σωτήριο ορρό. Το εμβόλιο που σε μας, τους ανθρώπους του βορρά, επιβλήθηκε σαν άδεια πρόσβασης στα εστιατόρια και τη δουλειά, στον νότο του κόσμου, ωστόσο, το αρνούνται σε όποιον δεν έχει τα χρήματα για να το πληρώσει.

Οι μεγάλες φαρμακολογικές εταιρείες, υποστηριζόμενες από τη δυτική πολιτική τάξη, πολλαπλασίασαν τα κέρδη τους χάρη στην αρπαγή ενός κοινού αγαθού που χρηματο-δοτήθηκε από τα κράτη, παρήχθη από μισθωτούς εργαζόμενους στην έρευνα και απαλλοτριώθηκε παρανόμως από τις χρηματιστικές εταιρείες που κατέχουν τις μετοχές της Big Farma. Άρχισε τότε η αντιπαράθεση για ποιος θα μπορούσε να εμβολιαστεί με μία, δύο και στη συνέχεια τρεις, τέσσερις δόσεις ενός ορρού, που σαφώς μειώνει τη θνησιμότητα του ιού, αλλά δεν μας απελευθερώνει από τον τρόμο που εδώ και ενάμισι χρόνο διαχέεται σε τεράστιες δόσεις καθημερινά από το σύνολο της βιοπολιτικής εξουσίας. Μολονότι στην Ιταλία οι ασθενείς στις μονάδες εντατικής θεραπείας είναι σχεδόν μηδενικοί, η διάδοση του ιού πολύ μειωμένη και οι νεκροί από τον Covid μόνο λίγες δεκάδες την ημέρα, ο μεντιακός θόρυβος του ιού καλύπτει κάθε άλλο ήχο. Η μηχανή της παραγωγής του πανικού δεν σταματάει ούτε ένα λεπτό.

Η εκστρατεία του πανικού έχει πιθανώς σώσει τη ζωή πολλών υπερηλίκων, δεν το αρνούμαι. Όμως πόσους νέοι σκοτώνει, πόσους θα σκοτώσει τα επόμενα χρόνια, η εκστρατεία του πανικού; Και προπάντων, σε πείσμα όσων περίμεναν ότι το κοινωνικό συμφέρον θα υπερτερούσε του ιδιωτικού, η νεοφιλελεύθερη εξουσία μπήγει τα δόντια της στο ζωντανό και πονεμένο σώμα μιας ανθρωπότητας ανίκανης να επιδείξει αλληλεγγύη, αυτονομία, εξεγερτικότητα: το Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης είναι η τελική επίθεση ενάντια στα δικαιώματα της εργασίας, η απόλυτη ελαστικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Μια ανθρωπότητα τρομοκρατημένη και άψυχη: ιδού το όνειρο των νεοφιλελεύθερων δουλοκτητών, που ο ιός έκανε πραγματικότητα. Γι’ αυτό οι σειρήνες του πανικού δεν σταματούν να ηχούν, κρατώντας μας σε μια κατάσταση αμοιβαίας δυσπιστίας και φόβου.

Σήμερα, όμως, μια απειλητική μάζα εξεγείρεται απέναντι στην υγειονομική πειθαρχία. Οι λιμενεργάτες στην Τζένοβα και το Τριέστε, οι εργαζόμενοι στις μεταφορές, ένας μεγάλος αριθμός διδασκόντων και υγειονομικών, αρνούνται το σωτήριο εμβόλιο. Είναι όλοι τους φασίστες; Οι δεκάδες χιλιάδες που κατεβαίνουν στον δρόμο κάθε εβδομάδα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον εμβολιαστικό εκβιασμό είναι όλοι τους φασίστες; Εγώ πιστεύω πως όχι. Όμως τότε πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι απορρίπτουν την επιστημονική ορθολογικότητα; Και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι επιμένουν πεισματωδώς να υποκύψουν, με τον κίνδυνο να μολύνουν τους συμπολίτες τους;

Ότι απορρίπτουν την επιστημονική ορθολογικότητα δεν είναι άλλωστε κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι η επιστήμη, με τις τεχνικές εφαρμογές της, χρησιμοποιείται συστηματικά από την οικονομική και στρατιωτική εξουσία για να υποτάσσει, να εκμεταλλεύεται, να δολοφονεί. Άλλωστε, όποιος έχει διαβάσει τον Μισέλ Φουκώ ή τον Ιβάν Ίλιτς, θα έπρεπε να είχε μάθει να δυσπιστεί απέναντι στην απόλυτη πίστη στο επιστημονικό δόγμα. Η κουλτούρα no vax αντιπαραθέτει στον επιστημονικό δογματισμό έναν θεαματικό δογματισμό, που συχνά μοιάζει ακατανόητος, όμως τα λογικά επιχειρήματα μοιάζουν να μην αγγίζουν τη συνωμοσιολογική προκατάληψη που αποδίδει στο εμβόλιο μια κακή ισχύ. Ας το καταλάβουμε: είναι άχρηστο να αντιπαραθέτουμε στον συνωμοσιολογικό ανορθολογισμό τα καθησυχαστικά κηρύγματα του τεχνικού λόγου. Πρέπει, αντιθέτως, να ερμηνεύσουμε την αντίσταση στο εμβόλιο ως ένα σύμπτωμα: το σύμπτωμα ενός ανήμπορου πόνου, που προσπαθεί να πάρει εκδίκηση για την ταπείνωσή του.

Ένα μέρος του πληθυσμού ταυτίζει, κατανοητά, τη λογική και την τεχνική με τη βία της τεχνο-χρηματιστικής εξουσίας. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο προειδοποιούσαν το 1941: «Αν ο σύγχρονος Λόγος δεν είναι ικανός να δει τη σκοτεινή πλευρά των αποτελεσμάτων του ίδιου του Λόγου, είναι προορισμένος να καλυφθεί από το σκοτάδι». Η παντοδυναμία του τεχνικού Λόγου είναι μια προκατάληψη του Διαφωτισμού, κάτι που προκαλεί την οργή των αδυνάμων, εκείνων που ταπεινώνονται από την παντοδυναμία του κεφαλαίου παντρεμένου με την τεχνική. Στην αντίσταση απέναντι στο εμβόλιο πρέπει να δούμε ένα είδος κοινωνικής εκδίκησης για τις δεκαετίες συνεχούς φτωχοποίησης, αυξανόμενης ανισότητας, αλαζονείας της χρηματιστικής εξουσίας.

Τους μήνες του lockdown του 2020 (που στη μνήμη μου έρχονται τώρα σαν μια ευτυχισμένη περίοδος σιωπής, με τη συμπόνια να έμοιαζε να επικρατεί του μίσους), ένιωσα ευφορία βλέποντας στο Netflix τα επεισόδια της σειράς La Casa de Papel: μια ομάδα συμπαθητικών ληστών, ενωμένων με μια συνενοχική φιλία, παίρνουν από το εθνικό ισπανικό νομισματοκοπείο εκατομμύρια ευρώ και τα ρίχνουν από τον αέρα στα μαδριλένικα πλήθη. Πέρασε λίγο περισσότερο από ένας χρόνος και την τελευταία περίοδο την περνάω κοιτώντας τα βράδια τα πρώτα πέντε επεισόδια (από τα εννέα) του Squid Game, μιας σειράς που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ θεαματικότητας παντού στον κόσμο. Η ιστορία είναι ανατριχιαστική, αλλά όσο και αν φαίνεται εκτός πραγματικότητας και ακραία, μοιάζει σαν η καλύτερη μεταφορά της κοινωνίας μετά από σαράντα χρόνια επιχειρηματικής ελευθερίας. Στα παιχνίδια του καλαμαριού, εκείνοι που νικάνε συσσωρεύουν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες χρήματος, που πέφτει από ψηλά. Εκείνοι που χάνουν εξαλείφονται με μια σφαίρα στο κεφάλι. Καμία φιλία, καμία συνενοχή, μονάχα η ισορροπία της βίας κυριαρχεί στις κοινωνικές σχέσεις αυτού του παιχνιδιού.

Τι συνέβη αυτόν τον ενάμισι χρόνο; Και πού οδηγούμαστε στην αρχή αυτού του χειμώνα; Αύξηση των τιμών της ενέργειας, πείνα στην Αγγλία, πυρηνικά υποβρύχια στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανθρακωρυχεία που ξαναρχίζουν να δουλεύουν στην Κίνα, γιατί αφού πρώτα τα έκλεισαν, κατάλαβαν ότι δεν τους αρκεί η υπάρχουσα ενέργεια για τη μεγέθυνση. Η οικονομική μεγέθυνση τελείωσε. Ο καπιταλισμός είναι ένα πτώμα. Όμως εμείς είμαστε μέσα σε αυτό το πτώμα και δεν ξέρουμε πώς να βγούμε. Περιμένω με άγχος να δω πώς θα τελειώσει το Squid Game.

 

Δημοσιεύθηκε στον ιταλικό ιστότοπο Operaviva magazine, στις 16 Οκτώβρη 2021.

 

Υ.γ. [του μεταφραστή] Τη στιγμή που δημοσιεύεται εδώ το κείμενο του «Μπίφο», τα πράγματα όσον αφορά την πανδημία και τα παρεπόμενά της, σαφώς έχουν χειροτερεύσει. Όσον αφορά το Παιχνίδι του Καλαμαριού, χάρη στους καλούς φίλους Άννυ και Γιάννη, είχα την τύχη να το δω ολόκληρο, οπότε ξέρω και πώς τελείωσε. Πολύ καλή σειρά, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, ελπίζοντας μόνο ότι δεν θα συμβεί με αυτή ότι και με τη La Casa de Papel: δηλαδή, λόγω της μεγάλης επιτυχίας, να ακολουθήσουν και συνέχειες της, που το μόνο που κάνουν είναι να αποδυναμώνουν το αρχικό νόημα και να το κάνουν απλώς ακόμη πιο εμπορεύσιμο και θεαματικό, δηλαδή ακίνδυνο. Κάτι που άλλωστε συμβαίνει με όλες τις συνέχειες, είτε στον κινηματογράφο είτε στην τηλεόραση, έτσι δεν είναι; Πάντως, για όποια-ον ενδιαφέρεται και γνωρίζει αγγλικά, υπάρχει μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Χουάνγκ Ντονγκ-Χιούκ στον Guardian στις 26 Οκτώβρη, που ξεκαθαρίζει αρκετά πράγματα και δείχνει και την πολιτική λογική του δημιουργού.   


Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Giorgio Agamben - Παρέμβαση στη Γερουσία, 7 Οκτώβρη 2021



Θα σταθώ μονάχα σε δύο σημεία, στα οποία θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή των μελών του κοινοβουλίου που θα πρέπει να ψηφίσουν για τη μετατροπή του διατάγματος σε νόμο.

Το πρώτο είναι η προφανής –υπογραμμίζω, προφανής– αντιφατικότητα του υπό συζήτηση διατάγματος. Γνωρίζετε ότι η κυβέρνηση με το συγκεκριμένο διάταγμα (επονομαζόμενο και «ποινική ασπίδα») νο 44 του 2021, που τώρα πάει να μετατραπεί σε νόμο, εξαιρείται κάθε ευθύνης για τις βλάβες που προκαλούνται από τα εμβόλια. Το πόσο σοβαρές μπορεί να είναι αυτές οι βλάβες προκύπτει από το γεγονός ότι το άρθρο 3 του διατάγματος μνημονεύει επακριβώς τα άρθρα 589 και 590 του ποινικού κώδικα, τα οποία αναφέρονται στην ανθρωποκτονία εξ αμελείας και στις βλάβες εξ αμελείας.

Όπως έχουν επισημάνει αξιοσέβαστοι νομικοί, το κράτος, αν και δεν νιώθει την ανάγκη να αναλάβει την ευθύνη για ένα εμβόλιο που δεν έχει ολοκληρώσει την πειραματική του φάση, προσπαθεί, ωστόσο, να υποχρεώσει με κάθε μέσο τους πολίτες να εμβολιαστούν, αποκλείοντάς τους, σε διαφορετική περίπτωση, από την κοινωνική ζωή και φτάνοντας τώρα, με το διάταγμα που καλείστε να ψηφίσετε, να τους στερεί ακόμη και τη δυνατότητα εργασίας.

Είναι δυνατόν να φανταστούμε μια κατάσταση νομικά και ηθικά πιο ανώμαλη; Πώς μπορεί το κράτος να κατηγορεί για ανευθυνότητα όποιον επιλέγει να μην εμβολιαστεί όταν είναι το ίδιο το κράτος που πρώτο αποποιείται τυπικά κάθε ευθύνη σε σχέση με τις πιθανές σοβαρές συνέπειες –θυμηθείτε την αναφορά στα άρθρα 589 και 590 του ποινικού κώδικα– του εμβολίου;

Θα ήθελα τα μέλη του κοινοβουλίου να σκεφτούν αυτή την αντίφαση, που κατά τη γνώμη μου σκιαγραφεί μια πραγματική νομική τερατωδία.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας δεν αφορά το ιατρικό πρόβλημα του εμβολίου, αλλά το πολιτικό του Greenpass, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με πρώτο (έχουμε κάνει στο παρελθόν εμβόλια κάθε τύπου, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να επιδεικνύουμε ένα πιστοποιητικό για κάθε μας κίνηση). Επιστήμονες και γιατροί έχουν πει ότι το Greenpass δεν έχει καθαυτό καμία ιατρική σημασία, αλλά χρησιμεύει στο να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να εμβολιαστούν. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω ότι πρέπει και μπορούμε να υποστηρίξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή το εμβόλιο είναι στην πραγματικότητα ένα μέσο για να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να έχουν ένα Greenpass, δηλαδή έναν μηχανισμό που επιτρέπει τον έλεγχο και την ανίχνευση, σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό, των κινήσεών τους.

Οι πολιτειολόγοι γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι οι κοινωνίες μας έχουν περάσει από το μοντέλο που συνηθιζόταν να αποκαλείται «κοινωνία της πειθαρχίας» σε αυτό της «κοινωνίας του ελέγχου», θεμελιωμένου στον, ουσιαστικά απεριόριστο, ψηφιακό έλεγχο των ατομικών συμπεριφορών, που γίνονται έτσι μετρήσιμες μέσω ενός αλγορίθμου. Τώρα πια έχουμε συνηθίσει αυτούς τους μηχανισμούς ελέγχου, όμως μέχρι ποιού σημείου είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε αυτό στο οποίο μας ωθεί ο συγκεκριμένος έλεγχος; Είναι δυνατόν οι πολίτες μιας κοινωνίας, που υποτίθεται πως είναι δημοκρατική, να βρεθούν σε μια κατάσταση χειρότερη από εκείνη των πολιτών της Σοβιετικής Ένωσης του Στάλιν; Γνωρίζετε ότι οι σοβιετικοί πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να δείχνουν την «propiska» για να μετακινηθούν από τη μια περιοχή στην άλλη, όμως εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε ακόμη και για να πάμε στον κινηματογράφο ή στο εστιατόριο –και τώρα, κάτι πολύ πιο σοβαρό, για να πάμε στον τόπο της εργασίας μας. Και πώς είναι δυνατό να δεχτούμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιταλίας μετά τους φασιστικούς νόμους του 1938 που αφορούσαν τους μη άριους πολίτες, δημιουργούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, που υφίστανται περιορισμούς οι οποίοι, από αυστηρά νομική άποψη –υπογραμμίζω νομική–, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτούς που καθιερώνονταν με εκείνους τους δυσοίωνους νόμους;

Όλα μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα διατάγματα-νόμοι που ακολουθούν το ένα το άλλο λες και εκπορεύονται από ένα μόνο άτομο, εντάσσονται σε μια πολύ ύπουλη διαδικασία μετασχηματισμού των θεσμών και των παραδειγμάτων κυβέρνησης, στον βαθμό που συμβαίνει, όπως στον φασισμό, χωρίς να αλλάζει το κείμενο του συντάγματος. Το μοντέλο, που με αυτόν τον τρόπο και σταδιακά ακυρώνεται και εξαλείφεται, είναι αυτό των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών με τα δικαιώματα και τις συνταγματικές εγγυήσεις τους, καθώς μπαίνει στη θέση του ένα παράδειγμα κυβέρνησης στο οποίο, στο όνομα της βιοασφάλειας και του ελέγχου, οι ατομικές ελευθερίες προορίζονται να υποστούν αυξανόμενους περιορισμούς.

Η αποκλειστική επικέντρωση της προσοχής στις μολύνσεις και στην υγεία, εμποδίζει, πράγματι, να αντιληφθούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που συμβαίνει στην πολιτική σφαίρα, αλλά και να κατανοήσουμε πώς, όπως οι ίδιες οι κυβερνήσεις δεν κουράζονται να μας θυμίζουν, η ασφάλεια και η επείγουσα κατάσταση δεν είναι προσωρινά φαινόμενα, αλλά συνιστούν τη νέα μορφή της κυβερνησιμότητας.

Υπό αυτή την προοπτική είναι περισσότερο από ποτέ επείγον τα μέλη του κοινοβουλίου να σκεφτούν με τη μέγιστη προσοχή τον σε εξέλιξη μετασχηματισμό, ο οποίος, μακροπρόθεσμα πρόκειται να αφαιρέσει από το κοινοβούλιο τις εξουσίες του, περιορίζοντάς το, όπως συμβαίνει τώρα, στην έγκριση, στο όνομα της βιοσφάλειας, διαταγμάτων που εκπορεύονται από οργανώσεις και άτομα που λίγη σχέση έχουν με το κοινοβούλιο.

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Μια κοινότητα μέσα στην κοινωνία - Giorgio Agamben



Η Ιταλία, ως πολιτικό εργαστήριο της Δύσης, στο οποίο τυγχάνουν προκαταβολικά επεξεργασίας οι στρατηγικές των κυρίαρχων δυνάμεων στην πιο ακραία τους μορφή, είναι σήμερα μια χώρα ανθρωπίνως και πολιτικώς υπό διάλυση, στην οποία μια τυραννίδα χωρίς ενδοιασμούς και καθόλα αποφασισμένη, έχει συμμαχήσει με μια μάζα κατειλημμένη από έναν ψευδοθρησκευτικό τρόμο, έτοιμη να θυσιάσει όχι μόνο εκείνες που κάποτε αποκαλούνταν συνταγματικές ελευθερίες, αλλά και κάθε είδους θέρμη στις ανθρώπινες σχέσεις. Πράγματι, το να πιστεύεις ότι το green pass σημαίνει την επιστροφή στην κανονικότητα είναι στ’ αλήθεια αφελές. Έτσι όπως επιβάλλεται ήδη ένα τρίτο εμβόλιο, θα εισαχθούν νέα και θα κηρυχτούν νέες καταστάσεις ανάγκης και νέες κόκκινες ζώνες, στον βαθμό που η κυβέρνηση και οι εξουσίες που αυτή εκφράζει τις κρίνουν χρήσιμες. Και αυτοί που θα πληρώσουν το κόστος θα είναι in primis ακριβώς εκείνοι που υπάκουσαν απερίσκεπτα. Σε αυτές τις συνθήκες, χωρίς να εγκαταλείπεται κάθε πιθανό εργαλείο άμεσης αντίστασης, οφείλουν οι διαφωνούντες να σκεφτούν και να δημιουργήσουν κάτι όπως μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, μια κοινότητα των φίλων και των πλησίον μέσα σε μια κοινωνία όπου απουσιάζει η φιλία και επικρατεί η απόσταση. Οι μορφές αυτής της νέας παρανομίας, που θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αυτόνομες από τους θεσμούς, θα υπόκεινται κατά καιρούς σε σκέψεις και πειραματισμούς, όμως μόνο αυτές θα είναι σε θέση να εγγυηθούν την ανθρώπινη επιβίωση σε έναν κόσμο που έχει αφιερωθεί σε μια λίγο-πολύ ενσυνείδητη αυτοκαταστροφή.

17 Σεπτέμβρη 2021

 

Η ελληνική μετάφραση του ανωτέρω κειμένου του Τζόρτζο Αγκάμπεν, που δημοσιεύθηκε στη στήλη του «Una voce» στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Γιώργου Βλασσόπουλου, εμβληματικής φιγούρας του ελληνικού αναρχικού χώρου από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, συνιδρυτή της «Αναρχικής Αρχειοθήκης» και της μηνιαίας εφημερίδας «Διαδρομή Ελευθερίας».

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

Δεν συζητάμε τους εμβολιασμούς αλλά την πολιτική χρήση του Green Pass - Giorgio Agamben


Αυτό που προκαλεί εντύπωση στις συζητήσεις για το green pass και το εμβόλιο είναι ότι, όπως συμβαίνει όταν μια χώρα διολισθαίνει χωρίς να το καταλαβαίνει στον φόβο και στη μισαλλοδοξία –και αναμφιβόλως αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία–, οι θεωρούμενες σαν αντίθετες απόψεις όχι μόνο δεν παίρνονται υπόψη στα σοβαρά, αλλά τυγχάνουν μιας βιαστικής άρνησης, όταν δεν γίνονται, καθαρά και ξάστερα, αντικείμενο σαρκασμών και προσβολών. Θα λέγαμε ότι το εμβόλιο έχει γίνει ένα θρησκευτικό σύμβολο το οποίο, όπως σε κάθε πίστη, χρησιμεύει ως το διακριτικό σύμβολο φίλων και εχθρών, σωσμένων και καταδικασμένων. Πώς μπορούμε να θεωρήσουμε σαν επιστημονική και όχι θρησκευτική μια θέση που αρνείται την εξέταση διαφορετικών θέσεων;

Γι’ αυτό είναι σημαντικό, πρώτα απ’ όλα, να ξεκαθαρίσουμε ότι το πρόβλημα για μένα δεν είναι το εμβόλιο, όπως στις προηγούμενες παρεμβάσεις μου δεν ήταν η πανδημία, αλλά η πολιτική χρήση που τους γίνεται, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο, ήδη από τον αρχή, τυγχάνουν χειρισμού από τους κυβερνώντες.

Στους φόβους που εκφράστηκαν στο κείμενο που υπέγραψα εγώ και ο Μάσιμο Κατσάρι, κάποιος απρόσεκτα αντέταξε ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε, «γιατί ζούμε σε δημοκρατία». Πώς είναι δυνατό να μην καταλαβαίνει ότι μια χώρα που τώρα πια εδώ και σχεδόν δύο χρόνια βρίσκεται σε κατάσταση εξαίρεσης και στην οποία αποφάσεις που συμπιέζουν σοβαρά τις ατομικές ελευθερίες εισάγονται μέσω διαταγμάτων (είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα μέντια μιλούν το δίχως άλλο για «διάταγμα Ντράγκι», λες και εκπορεύεται από ένα και μοναδικό άτομο), δεν είναι πλέον, εκ των πραγμάτων, μια δημοκρατία; Πώς είναι δυνατόν η αποκλειστική επικέντρωση στις μολύνσεις και στην υγεία να μας εμποδίζει να αντιληφθούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που συμβαίνει στην πολιτική σφαίρα, στην οποία, όπως συνέβη με τον φασισμό, μια ριζική αλλαγή μπορεί να επέλθει εκ των πραγμάτων χωρίς να αλλάζει το κείμενο του Συντάγματος; Και δεν θα έπρεπε να σκεφτούμε το γεγονός ότι στις προβλέψεις εξαίρεσης και στα μέτρα που από καιρού εις καιρόν παίρνονται, δεν υπάρχει μια καταληκτική ημερομηνία, αλλά πως αυτά ανανεώνονται ακατάπαυστα, δηλώνοντας σχεδόν, όπως οι κυβερνήσεις δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν, ότι τίποτα δεν θα είναι πλέον όπως πριν και πως συγκεκριμένες ελευθερίες και συγκεκριμένες βασικές δομές της κοινωνικής ζωής στις οποίες είχαμε συνηθίσει, καταργούνται επ’ αόριστον; Αν είναι όντως αλήθεια ότι αυτός ο μετασχηματισμός –και η αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας ως αποτέλεσμά του– είναι ήδη εδώ και καιρό σε εξέλιξη, δεν θα ήταν εξαιτίας αυτού του γεγονότος πολύ περισσότερο επείγον να σταθούμε και να αποτιμήσουμε, όσο προλαβαίνουμε, τις ακραίες επιπτώσεις; Έχει ειπωθεί ότι το μοντέλο που μας κυβερνά δεν είναι πλέον η κοινωνία της πειθαρχίας αλλά η κοινωνία του ελέγχου, όμως μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να δεχτούμε αυτός ο έλεγχος να μας συμπιέζει;

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πρέπει να θέσουμε το πολιτικό πρόβλημα του green pass, χωρίς να το συγχέουμε με το ιατρικό πρόβλημα του εμβολίου, με το οποίο δεν συνδέεται απαραίτητα (έχουμε κάνει στο παρελθόν εμβόλια κάθε τύπου, χωρίς ποτέ κάτι τέτοιο να προχωρά στη διάκριση των πολιτών σε δύο κατηγορίες). Το πρόβλημα δεν είναι, πράγματι, μόνο αυτό, αν και σοβαρότατο, της διάκρισης μιας κατηγορίας πολιτών σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας: είναι επίσης κι αυτό, που σαφώς βρίσκεται περισσότερο από το άλλο στο βάθος της σκέψης των κυβερνήσεων, του τριχοειδούς και απεριόριστου ελέγχου που αυτός ο έλεγχος συνεπάγεται για τους ανοήτως υπερηφανεύομενους κατόχους του «πράσινου πιστοποιητικού». Πώς είναι δυνατόν –ρωτάμε για μια ακόμη φορά– να μην αντιλαμβάνονται ότι όντας υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν το διαβατήριό τους ακόμη και όταν πηγαίνουν στον κινηματογράφο ή το εστιατόριο, θα ελέγχονται σε κάθε τους βήμα;

Στο κείμενό μας επικαλεστήκαμε την αναλογία με την «προπίσκα», δηλαδή το διαβατήριο που οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης όφειλαν να δείχνουν προκειμένου να μετακινηθούν από το ένα μέρος στο άλλο. Έχουμε εδώ την ευκαιρία να διακριβώσουμε, αφού δυστυχώς μοιάζει αναγκαίο, τι είναι μια δικαιο-πολιτική αναλογία. Μας επέπληξαν δίχως κανέναν ότι εισάγουμε μια αναλογία ανάμεσα στη διάκριση που προκύπτει από το green pass και στις διώξεις των εβραίων. Πρέπει να τονίσουμε μια για πάντα ότι μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να εξισώσει τα δύο φαινόμενα, που προφανώς είναι εντελώς διαφορετικά. Όμως δεν είναι λιγότερος ανόητος όποιος αρνείται να εξετάσει την καθαρά δικαιική αναλογία –εγώ έχω σπουδάσει νομικά– ανάμεσα σε δύο κανόνες, τον φασιστικό για τους εβραίους και αυτόν για τη θέσπιση του green pass. Ίσως δεν είναι άχρηστο να πούμε ότι αμφότεροι οι κανόνες εισήχθησαν μέσω διαταγμάτων και ότι αμφότεροι, για όποιον δεν έχει μια αντίληψη απλώς θετικιστική του δικαίου, είναι απαράδεκτοι, γιατί –ανεξάρτητα από τους προβαλλόμενους λόγους– οδηγούν αναγκαστικά στη διάκριση μιας κατηγορίας ανθρωπίνων όντων, κάτι απέναντι στο οποίο ένας εβραίος θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητος.

Για μια ακόμη φορά όλα αυτά τα μέτρα, για όποιον διαθέτει μια ελάχιστη πολιτική φαντασία, εντάσσονται στο πλαίσιο του Μεγάλου Μετασχηματισμού που οι κυβερνήσεις των κοινωνιών μοιάζουν να έχουν στο μυαλό τους –δεχόμενος, αντιθέτως, ότι δεν πρόκειται, όπως είναι πιθανό, για την τυφλή πορεία μιας τεχνολογικής μηχανής, που τώρα πια έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πολλά χρόνια πριν μια επιτροπή της γαλλικής κυβέρνησης με κάλεσε να πω τη γνώμη μου για τη θέσπιση μιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας, που περιείχε ένα τσιπ με όλα τα βιολογικά δεδομένα ενός ατόμου, όπως και κάθε άλλη πιθανή πληροφορία γι’ αυτό. Μου φαίνεται προφανές ότι το πράσινο πιστοποιητικό είναι το πρώτο βήμα για αυτή την ταυτότητα, η εισαγωγή της οποίας είχε για κάποιον λόγο αναβληθεί.

Σε ένα τελευταίο πράγμα θα ήθελα να στρέψω την προσοχή όποιου θέλει να συζητήσει χωρίς να προσβάλλει. Τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν δώσουν στη ζωή λόγους και αιτιολογήσεις, που κάθε φορά παίρνουν τη μορφή των θρησκειών, των μύθων, των πολιτικών πεποιθήσεων, των φιλοσοφιών και των ιδεωδών κάθε είδους. Αυτές οι αιτιολογήσεις μοιάζουν σήμερα –τουλάχιστον στο πιο πλούσιο και τεχνολογικοποιημένο τμήμα της ανθρωπότητας– να αμβλύνονται και οι άνθρωποι να βρίσκονται, ίσως για πρώτη φορά, μπροστά στην καθαρή βιολογική τους επιβίωση, την οποία, απ’ ότι φαίνεται, είναι ανίκανοι να αποδεχτούν. Μόνο αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί, αντί να δέχονται το απλό, γλυκό δεδομένο να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, νιώθουν την ανάγκη να εγκαθιδρύσουν έναν αδυσώπητο υγειονομικό τρόμο, στον οποίο η ζωή χωρίς πλέον ιδεατές αιτιολογήσεις, απειλείται και τιμωρείται κάθε στιγμή από ασθένειες και θάνατο. Έτσι όπως δεν έχει νόημα να θυσιαστεί η ελευθερία στο όνομα της ελευθερίας, έτσι δεν είναι δυνατό να απαρνηθούμε, στο όνομα της γυμνής ζωής, αυτό που κάνει τη ζωή άξια να τη ζει κανείς.

«La Stampa», 30/7/2021

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Σε σχέση με το διάταγμα για το «green pass» - Giorgio Agamben & Massimo Cacciari


Η διάκριση μιας κατηγορίας ατόμων, που αυτομάτως γίνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, είναι καθαυτή ένα σοβαρότατο γεγονός, οι συνέπειες του οποίου μπορεί να είναι δραματικές για τη δημοκρατική ζωή. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε το λεγόμενο green pass με μια ασυνείδητη ελαφρότητα. Κάθε δεσποτικό καθεστώς λειτουργεί πάντοτε μέσω πρακτικών διάκρισης, αρχικά πιθανώς περιορισμένων και στη συνέχεια διευρυνόμενων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην Κίνα δηλώνουν πως θέλουν να συνεχίσουν τις ανιχνεύσεις και τους ελέγχους και μετά το τέλος της πανδημίας. Και αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε το «εσωτερικό διαβατήριο», το οποίο οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να επιδεικνύουν στις αρχές σε κάθε τους μετακίνηση. Όταν άλλωστε ένα πολιτικό πρόσωπο  φτάνει να απευθυνθεί σε όποιον δεν έχει εμβολιαστεί χρησιμοποιώντας μια φασιστική αργκό, όπως «θα τους καθαρίσουμε με το green pass», πρέπει στ’ αλήθεια να φοβόμαστε ότι ήδη βρισκόμαστε πέρα από κάθε συνταγματική εγγύηση.

Αλίμονο αν το εμβόλιο μετατραπεί σε ένα είδος πολιτικο-θρησκευτικού συμβόλου. Κάτι τέτοιο δεν θα σήμαινε μόνο μια μη ανεκτή αντιδημοκρατική παρέκκλιση, αλλά θα ερχόταν σε αντίθεση και με τις ίδιες τις επιστημονικές αποδείξεις. Κανείς δεν καλεί σε μη εμβολιασμό! Ένα πράγμα είναι να υποστηρίζεις τη χρησιμότητα του εμβολίου, άλλο, εντελώς διαφορετικό, να σιωπάς για το γεγονός ότι μέχρι τώρα βρισκόμαστε σε μια φάση «μαζικού πειραματισμού» και ότι σε πολλές, θεμελιώδεις πλευρές του προβλήματος, η επιστημονική συζήτηση είναι καθ’ όλα ανοιχτή. Η Επίσημη Εφημερίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Ιούνη το διατυπώνει με σαφήνεια: «Είναι αναγκαίο να αποφύγουμε την άμεση ή έμμεση διάκριση ατόμων που δεν έχουν εμβολιαστεί, ακόμη και εκείνων που επέλεξαν να μην εμβολιαστούν». Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ο εμβολιασμένος όχι μόνο μπορεί να μολύνει, αλλά μπορεί ακόμη και να νοσήσει: στην Αγγλία στα 117 νέα κρούσματα, τα 50 είχαν λάβει τη διπλή δόση. Στο Ισραήλ υπολογίζεται ότι το εμβόλιο καλύπτει κατά 64% αυτόν που το έχει κάνει. Οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν δηλώσει επισήμως ότι δεν είναι δυνατόν να προβλεφτούν οι μακροπρόθεσμες βλάβες του εμβολίου, καθώς δεν είχαν τον χρόνο να πραγματοποιήσουν όλα τα τεστ γενοτοξικότητας και καρκινογένεσης. Το «Nature» υπολόγισε ότι θα είναι φυσιολογικό ένα 15% του πληθυσμού να μην κάνει το εμβόλιο. Συνεπώς μέχρι πόσο θα μείνουμε με το pass;

Όλοι απειλούνται από πρακτικές διακρίσεων. Παραδόξως, εκείνοι που έχουν «πιστοποιηθεί» με το green pass περισσότερο από τους μη εμβολιασμένους (που η καθεστωτική προπαγάνδα τους θέλει «εχθρούς της επιστήμης» και πιθανώς ασκητές πρακτικών μαγείας), από τη στιγμή που όλα τους τα βήματα θα ελέγχονται, χωρίς ποτέ να μάθουν πώς και από ποιον. Η ανάγκη διακρίσεων είναι τόσο παλιά όσο η κοινωνία και ήταν ήδη σαφώς παρούσα και στη δική μας, όμως το να την κάνουμε σήμερα νόμο είναι κάτι που η δημοκρατική συνείδηση δεν μπορεί να δεχτεί και ενάντια σε κάτι τέτοιο πρέπει να αντιδράσει άμεσα.

 26 Ιούλη 2021      


Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Ανώνυμου - Η μνήμη είναι η ικανότητα να ξεχνάς



Το déjà-vu, ως γνωστόν, είναι η αίσθηση της επανάληψης ενός γεγονότος ή μιας εμπειρίας ήδη βιωμένων. Στην ταινία Matrix, σημαίνει, για τους πρωταγωνιστές της, ένα καμπανάκι συναγερμού, μια ατέλεια, που μακράν από το να παρέχει τη δυνατότητα μιας σύγκρουσης με το σύστημα, προϋποτίθεται από το ίδιο το σύστημα. Η ταινία είναι του 1999, δύο χρόνια πριν την Τζένοβα, το όνομα ακριβώς μια πόλης με το οποίο εδώ και είκοσι χρόνια αναφερόμαστε σε ένα πολιτικό γεγονός. Έτσι λοιπόν, αυτές τις μέρες περνά πολλές φορές μπροστά από τα μάτια μας, όπως και από εκείνα του Νίο, ο ίδιος μαύρος γάτος. Όταν υπάρχει αναφορά σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, το απατηλό αιλουροειδές  εμφανίζεται εδώ κι εκεί, δίνοντάς μας την εντύπωση μιας αιώνιας αφύπνισης του παρελθόντος, είτε του δικού μας είτε αυτού που έζησαν άλλοι. Μια χρονομηχανή, αυτοδιευθυνόμενη προφανώς, προσομοιάζει σήμερα ένα countdown των ημερών ανάλογο με εκείνο προς τη σύγκρουση με τους G8. Εντείνονται οι προετοιμασίες για το ταξίδι των ζαπατίστας στην Ευρώπη, λες και από το 1994 μέχρι σήμερα, από τη μια και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν άλλαξε τίποτα. Η αλληλοβοήθεια και ο εθελοντισμός καταλαμβάνουν κεφάλια και χέρια, και να ο γάτος που τεντώνει την ουρά της στον 19ο αιώνα και στις επονείδιστες καθολικές ρίζες. Το μόνο που μας λείπει είναι μια επιστροφή του Ανιολέτο… Εμείς που νομίζαμε ότι είμαστε ο ιός του συστήματος, βρισκόμαστε σήμερα να υπερασπιζόμαστε τα εμβόλια.

Είναι σαφές, αυτό συμβαίνει λόγω της αγάπης μας για τον ουρανό, εκείνον στον οποίο κάναμε έφοδο και εκείνον που ακόμα δεν έχει πέσει πάνω μας. Όποιος νομίζει ότι θα διαβάσει τη νιοστή μεταμοντέρνα φλυαρία για την ομορφιά του νέου και για την ανάγκη ρευστοποίησης της μνήμης, έχει κάνει λάθος στο περιοδικό, στο άρθρο και στον «συγγραφέα». Το αντίθετο συμβαίνει. Το παρελθόν είναι τόσο σημαντικό ώστε δεν μπορούμε να το εμπιστευτούμε στους νοσταλγούς, σε αυτούς, δηλαδή, που βρίσκουν παρηγοριά στην απόσταση από ένα σκατένιο παρόν. Θα πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε, πολιτικά, για τη σημασία της μνήμης. Το να δοξάζουμε μακρινές νίκες είναι σαν να αυνανιζόμαστε μπροστά στο youporn ή να εκφράζουμε τη γνώμη μας στο facebook (συγχωρείστε μας τη σύγκριση, είναι σαφές ότι η πρώτη δραστηριότητα μπορεί τουλάχιστον να μας δώσει μια κάποια ευχαρίστηση). Άλλωστε, το να θρηνούμε για τις σφαγές και για τις τραγωδίες που υπέστημεν, το μόνο που κάνει είναι να ανταμείβει έναν διεστραμμένο, θυματοποιητικό ναρκισσισμό, συνεπώς είναι ένδειξη μαζοχισμού το να θέλουμε να τους βάλουμε να πληρώσουν για εκείνες τις σφαγές και εκείνες τις τραγωδίες. Προσπερνάμε το γεγονός ότι αν εμείς κηρύττουμε τον πόλεμο, εκείνοι, οι άλλοι, τον διεξάγουν πραγματικά. Ωστόσο, πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι ένας νέος ή μια νέα μπορούν σήμερα να θέλουν να αγωνιστούν βάσει της χριστιανικής άποψης περί μαρτυρίου; Δεν θα ήταν πολύ πιο πρόσφορο να πούμε πώς όντως εξελίχθηκαν τα πράγματα, να προσπαθήσουμε να τα κατανοήσουμε, αντί να παραθέτουμε απλώς ημερομηνίες; Και, πάνω απ’ όλα, να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια εντελώς ανεξερεύνητη δύναμη, που  πρέπει να ανακαλυφθεί από όλους μαζί;

Εν συντομία,  το μπενγιαμινικό άλμα της τίγρης δεν μπορεί να συγχέεται με ένα δείπνο παλιών συντρόφων από το λύκειο. Ω, μα το ξέρεις ότι δεν γέρασες καθόλου; Και εσένα, πώς τα πάνε τα παιδιά, ο σκύλος; Για κοίτα πώς περνάει ο καιρός, λες και ήταν χθες. Και εσύ,  θυμάσαι την καθηγήτρια, όταν σχεδιάζαμε…., όοοχι, έχει πεθάνει, μα τι λες τώρα; Και ούτω κάθε εξής, επ’ άπειρον: τι θλίψη, συντρόφισσες και σύντροφοι, κι εδώ αναφερόμαστε στους πολιτικούς, όχι στους σχολικούς συντρόφους. Η αναθύμηση της ιστορίας μας χρησιμεύει, αντιθέτως, για να αναλύουμε τα ερωτήματα που αυτή η ιστορία μας θέτει, για να πάρουμε εκδίκηση για αυτά που δεν καταφέραμε να κάνουμε, για να καταλάβουμε τα όρια των αποτυχιών μας. Το νέο δεν υπάρχει, το ξέρουμε καλά: είναι απλώς η διαφορετική και ευμετάβλητη σύνθεση, ρήξη και ανασύνθεση στοιχείων που επανακαθορίζονται και επανεπινοούνται συνεχώς. Η επιτάχυνση του νέου και η νοσταλγική αναβίωση κινούνται, σε παράλληλες τροχιές, στην ίδια κατεύθυνση: εκείνη της φυγής από την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει σε ένα μετρίου επιπέδου καρναβάλι ή στην καταφυγή σε ένα καταστροφικό ναρκωτικό. Μόλις τελειώσει η αμφιλεγόμενη επίδραση, επιστρέφουμε στην καθημερινή κατάθλιψη.

Και κάτι τελευταίο. Υπάρχουν πολλά συνθήματα στις «κινηματικές» φυλές που δεν θα καταλάβω ποτέ, με ένα ανάμεσά τους να κατέχει μια υψηλή θέση στο hit paradeν της ανακούφισης της αδυναμίας: είχαμε δίκιο. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τι σημαίνει αυτό; Ήδη η χρήση του παρατατικού κάτι λέει: έτσι είχαν τα πράγματα και έτσι θα έχουν πάντοτε, και μόνο που μπορούμε να το λέμε μας προσφέρει μια κάποια ικανοποίηση. Ουάου. Λες και το δίκιο είναι ένα οικουμενικό ζήτημα, λες και υπάρχει ένα δικαστήριο της Ανθρωπότητας και της Ιστορίας, αμερόληπτο και αντικειμενικό, που διακρίνει πάντοτε το σωστό από το λάθος. Όχι, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Το δίκιο συνδέεται πάντοτε με τη μια πλευρά ενάντια σε μια άλλη. Ποτέ δεν υπάρχει απόλυτο δίκιο, το δίκιο υπάρχει πάντοτε μέσα από μια σαφώς μονομερή οπτική γωνία. Και, πάντοτε, υπάρχει ένα δίκιο ενάντια σε ένα άλλο. Ανάμεσα στα δύο, αυτό που αποφασίζει είναι η ισχύς.

Ίσως, όμως, εκείνο το σύνθημα να είναι χρήσιμο στην αποκάλυψη του προβλήματος. Οι «New York Times» το είχαν καταλάβει ήδη από το 2003, όταν είχαν ονοματίσει το αντιπολεμικό κίνημα «δεύτερη παγκόσμια υπερδύναμη». Μια υπερδύναμη αδύναμη, με τόσα δίκια αλλά χωρίς ισχύ, με μεγάλη ανησυχία για τις μελλοντικές γενιές (πώς γίνεται να μάχεσαι για ένα κόσμο που δεν γνωρίζεις και που δεν ξέρεις αν καν θα υπάρξει;) και μικρή ανησυχία για το γεγονός ότι η παρούσα γενιά φέρνει άνω-κάτω τον κόσμο. Εγκλωβιστήκαμε στο κίνημα γνώμης: και από εκείνο το κλουβί από καουτσούκ και πυρίτιο, που τώρα πια έχει χαθεί στον γκροτέσκο κοινοτιστικό ατομικισμό των social network, δεν μπορούμε πλέον να βγούμε. Έτσι, μετά τη θεμελιώδη συζήτηση για τη γονυκλισία στο άκουσμα του εθνικού ύμνου και το άγαλμα με το γουρούνι, ανάμεσα σε ένα post υπέρ της εξόδου από την κυβέρνηση του Σαλβίνι και ένα συλλυπητήριο post για τη Ραφαέλα Καρά, εν αναμονή μιας selfie με μακαρόνια και μύδια σε κάποια τοπική παραλία, αυτή την εποχή του χρόνου για κάνα δυο μέρες ουρλιάζουμε στους δικούς μας πίνακες ανακοινώσεων: είχαμε δίκιο! Και είχαμε δίκιο που θέλαμε να σώσουμε το ανθρώπινο είδος από τη μόλυνση και την προσεχή καταστροφή –ποια θα είναι αυτή δεν ξέρουμε, δεδομένου ότι η πραγματική καταστροφή έχει ήδη συμβεί. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι εκείνο που πηγαίνει καλά για το ανθρώπινο είδος, πάει καλά για εκείνους που είναι τα αφεντικά του γενικού συμφέροντος. Και να που εκείνα, τα αφεντικά, ή οι γελωτοποιοί τους όπως ο Κοταρέλι ή ο Τρεμόντι, μας λένε: μπράβο, είχατε δίκιο. Να ποια είναι η αποτυχία για την οποία πρέπει να σκεφτούμε: μας δίνουν δίκιο εκείνοι που θα έπρεπε να είχαμε κρεμάσει σε έναν φανοστάτη. Κάτι που σημαίνει ότι εκείνο το δίκιο δεν ήταν αρκετά απειλητικό.

Να τελειώνουμε με αυτόν τον γαμημένο μαύρο γάτο, συντρόφισσες και σύντροφοι. Είναι ακριβώς επειδή η πραγματικότητα μας αηδιάζει που πρέπει να την αντιπαλέψουμε κοιτώντας το τρομερό της πρόσωπο, μαχόμενοι συνεχώς ενάντια σε εκείνο το μέρος του εαυτού μας που είναι ενεργά συνένοχο αυτής της πραγματικότητας, ευχαριστημένο και ικανοποιημένο. Να είμαστε άνδρες και γυναίκες σε αυτή την εποχή, ενάντια σε αυτή την εποχή, όχι αυτής της εποχής. Η μοναδική μνήμη που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είναι αυτή που έχει να κάνει με την επιλογή, τις ιεραρχήσεις, τις προτιμήσεις. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, είναι μια παγίδα που μας έχει στήσει σήμερα η οθόνη: όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται για πάνω από δύο φορές, η φάρσα δίνει τη θέση της στον πιθηκισμό.

 

Δημοσιεύτηκε στις 15 Ιούλη στο ιταλικό κινηματικό διαδικτυακό περιοδικό «Machina».

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

«ΕΧΩ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ» Ή ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ (ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ) ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ

Επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στην ομιλία της στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών είπε και τα εξής: «Η έμπνευση για τα ελληνικά συντάγματα προερχόταν από τη Γαλλική Επανάσταση και την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, από τους πατέρες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, από τον Τζον Στιούαρτ Μιλλ, τον Τοκβίλ, αλλά και τον Τζέφερσον. Στη βιβλιοθήκη της Χίου σώζεται η ιστορική αλληλογραφία του Τζέφερσον με τον Αδαμάντιο Κοραή, πρωτοπόρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού». Καθώς ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ γεννήθηκε το 1806 και ο Τοκβίλ το 1805, άρα ο μεν πρώτος ήταν 15 ετών το 1821 ο δε δεύτερος 16 και καθώς από τη γνωστή τους βιβλιογραφία δεν υπήρχε κάποιο έργο τους δημοσιευμένο εκείνη την περίοδο, αναρωτιέται κανείς μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ελληνικό θαύμα. Δηλαδή οι επαναστατημένοι Έλληνες εμπνεύστηκαν από μια σκέψη που δεν είχε υπάρξει ακόμη, από δύο διανοητές (πολύ αγαπητούς στον φιλελευθερισμό) που την περίοδο των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων (αυτό της Επιδαύρου το 1822 και το επόμενο του Άστρους το 1823) ήταν έφηβοι. Ίσως βέβαια να πήρε από τη σκέψη τους αυτό της Τροιζήνας (1827), αν και το πρώτο βιβλίο του Μιλλ δημοσιεύθηκε το 1843 του δε Τοκβίλ το 1833. Οπότε αν δεν πρόκειται για ένα ελληνικό θαύμα, τι μπορεί να συνέβη; Μάλλον, για όσους θεωρούν τη μηχανή του χρόνου απλώς λογοτεχνικό εφεύρημα, έχουμε εδώ ένα  λάθος της Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είτε μη γνωρίζοντας τη βιογραφία και βιβλιογραφία των δύο στοχαστών, είτε μες τη ζέση της να αναδείξει την ισχύ του φιλελευθερισμού, τουλάχιστον σε διανοητικό επίπεδο, περιέπεσε σε αυτό το σφάλμα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην ομιλία της, η κυρία Πρόεδρος, που αποδεδειγμένα είναι διαπρεπής νομικός όντας και τέως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αναφέρθηκε σε κάποιον φιλελεύθερο που όχι μόνο επηρέασε πνευματικά ένα από τα πρώτα ελληνικά συντάγματα αλλά το συνέγραψε κιόλας. Βεβαίως αναφερόμαστε στον Ιταλό Βιτσέντσο Γκαλίνα, ο οποίος όμως, εκτός από φιλελεύθερος, είχε κι ένα σοβαρό ελάττωμα: ήταν καρμπονάρος, δηλαδή αναρχοκομμουνιστής σύμφωνα με τα μέτρα του ελληνικού φιλελευθερισμού. Οπότε καλύτερα να μένει στη λησμονιά ακόμη και στην Ελλάδα του 2021, η οποία πάντως συνεχίζει να τιμά τον Βύρωνα (ως προς τη φιλελληνική πλευρά του βεβαίως, γιατί ως προς κάποιες άλλες…), ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Γκαλίνα στην Ελλάδα το 1821 (όπως και ο τρίτος της παρέας, ο επίσης Ιταλός και καρμπονάρος Πιέτρο Γκάμπα). Το ελληνικό κράτος, πέρα από ένα αργυρό νόμισμα που του έδωσε το 1835, αγνόησε παντελώς τον Γκαλίνα, ούτε καν ένας δρόμος (απ’ όσο ξέρουμε) δεν έχει πάρει το όνομά του, κάτι που πάντως έκανε το ιταλικό κράτος, ονομάζοντας προς τιμήν του έναν δρόμο στη γενέτειρα του Γκαλίνα πόλη της Ραβέννας.

Όμως το 1971, όταν γιορτάζονταν τα 150 χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία και εν μέσω μιας άλλης εθνοσωτηρίου επαναστάσεως, πήγε να συμβεί ένα άλλο ελληνικό θαύμα και αυτό θα ήταν η κατάκτηση του κυπέλλου πρωταθλητριών από την ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το 1971 ήμουν δέκα χρονών και πήγαινα δημοτικό στο 101ο στα Πατήσια. Είχα μυηθεί στα του ποδοσφαίρου από έναν θείο μου από την πλευρά της μητέρας μου, τον φίλτατο θείο Μήτσο, φιλελεύθερο από τη Λακωνία αλλά χωρίς ενεργό συμμετοχή στις αγριότητες των ομοϊδεατών στην κατοχή και στον εμφύλιο . Τα πρώτα παιχνίδια ποδοσφαίρου που είδα στη ζωή μου ήταν στην τηλεόραση του θείου Μήτσου και επρόκειτο για παιχνίδια του παγκοσμίου κυπέλλου στο Μεξικό το 1970, με τον θρίαμβο της Βραζιλίας. Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Ζέρσον και δευτερευόντως Πελέ, που στα δικά μου μάτια δεν ήταν τόσο θεαματικός (αν και λίαν αποτελεσματικός). Ακόμη θυμάμαι την επέλαση του Ζαϊριζίνιο από τα δεξιά και το γκολ στο 1-0 επί της Αγγλίας, όπως και τον κρύο ιδρώτα που με έλουσε όταν ο Μπονινσένια ισοφάρισε σε 1-1 στον τελικό με την Ιταλία.  Ο θείος Μήτσος ήταν και παναθηναϊκός, οπότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πώς κόλλησα το σαράκι του βαζελόφρονος. Επιπλέον τρεις από τους αγαπημένους μου συμμαθητές στο 101ο, ο Χρήστος, ο Μάνος και ο Παύλος, ήταν κι αυτοί παναθηναϊκοί, οπότε… Στις 28 Απριλίου 1971 λοιπόν, ημέρα Τετάρτη, είναι η ρεβάνς του ημιτελικού με τον Ερυθρό Αστέρα. Το παιχνίδι θα γινόταν το μεσημέρι και ήταν ο επαναληπτικός του πρώτου αγώνα που είχε λήξει με 4-1 υπέρ της γιουγκοσλαβικής ομάδας του Ερυθρού Αστέρα. Αν και άπαντες περιμέναμε ότι η εθνική κυβέρνηση θα κήρυττε αργία κι έτσι θα μπορούσαμε να δούμε το παιχνίδι, κάτι τέτοιο δεν έγινε, κι έτσι βρεθήκαμε μες στο μεσημέρι στο σχολείο, καθώς ήμασταν απογευματινοί, να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι γίνεται από ραδιόφωνα που έπαιζαν δυνατά, από δασκάλους που είχαν ανοίξει κρυφά το τρανζιστοράκι, από τις φωνές στα γύρω σπίτια κλπ. Κάθε γκολ του Παναθηναϊκού πανηγυριζόταν δεόντως και εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι συνέβη με τη λήξη του αγώνα. 3-0 και ο Παναθηναϊκός στον τελικό, ένα βήμα πριν από ένα θαύμα εφάμιλλο στα δικά μας μάτια με την εθνική ανάσταση 150 χρόνια πριν.

Η ημέρα του τελικού στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου ήταν η Τετάρτη 2 Ιούνη 1971. Όπως δηλαδή και φέτος, ακριβώς 50 χρόνια πριν. Καθώς ο Παναθηναϊκός φορούσε την καταπράσινη εμφάνιση με την οποία είχε χάσει στο Βελιγράδι, η πρώτη σκέψη μου εκείνο το βραδάκι ήταν πως επρόκειτο για άτυχη επιλογή και κανονικά θα έπρεπε η ομάδα να φοράει την εμφάνιση της πρόκρισης, δηλαδή άσπρη φανέλα, πράσινο σορτσάκι και πράσινες κάλτσες. Το τελικό αποτέλεσμα, 2-0 υπέρ του ολλανδικού Άγιαξ, επιβεβαίωσε την άσχημη διαίσθησή μου. Βέβαια, λόγω της ανωτερότητας του Άγιαξ, όποια φανέλα κι να φορούσε σε εκείνο το παιχνίδι ο Παναθηναϊκός, μάλλον θα έχανε, αλλά στο δικό μου μυαλό, που τότε είχε αρχίσει να έχει τις πρώτες μεταφυσικές του ανησυχίες, ήταν μια καλή δικαιολογία για την ήττα. Η λύπη του θείου Μήτσου, της μητέρας μου, που κι αυτή είχε γίνει αίφνης φανατική παναθηναϊκός και τέτοια έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως και η δική μου και των φίλων μου την επομένη ημέρα στο σχολείο, ήταν σχεδόν αβάστακτη! Κάναμε πολλά χρόνια να ξεπεράσουμε αυτό το συμβάν και σε ότι με αφορά, για πολύ καιρό μισούσα τον Άγιαξ και το ολλανδικό ποδόσφαιρο εν γένει και έπρεπε να μάθω κάμποσα πράγματα τόσο για τον Άγιαξ όσο και για κάποιους ολλανδούς ποδοσφαιριστές ειδικότερα, για να αλλάξω γνώμη. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι ένα ελληνικό θαύμα δεν ολοκληρώθηκε, οι «φίλιες» δυνάμεις δεν έσωσαν την επανάσταση και, για την ειρωνεία του πράγματος, ήταν και πάλι ο Άγιαξ που στέρησε το 1996 την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό της διοργάνωσης του τσάμπιονς λιγκ εκείνης της χρονιάς, πάλι δηλαδή ένα ελληνικό θαύμα που δεν ολοκληρώθηκε (αμάν πια!).

 

Υ.Γ. Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στους παντοτινούς φίλους και αδελφούς μου Γιώργο, Μάνο, Παύλο και Χρήστο, με τους οποίους όταν βρίσκομαι ακόμη και σήμερα, μοιάζει λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από εκείνα τα ένδοξα παιδικά και εφηβικά χρόνια, πρώτα στο 101ο δημοτικό σχολείο και μετά στο 22ο γυμνάσιο και λύκειο, πάντοτε στα Πατήσια. Έχοντας τελειώσει το λύκειο στην Γκράβα, καμιά φορά όταν πηγαίνω τον Ερρίκο στο δικό του δημοτικό σχολείο, το 132ο, μου φαίνεται ότι από κάπου θα ξεπροβάλλουν οι φίλοι μου για να βολτάρουμε, να παίξουμε μπάλα, να μιλήσουμε για τα όμορφα πράγματα της νιότης. Όμως από κάποια γωνιά θα φανεί και ο άλλος αγαπημένος φίλος και αδελφός μου, ο Ερωτόκριτος (από τα γυμνασιακά αυτός χρόνια), άλλος παθιασμένος παναθηναϊκός και συγγραφέας ενός ωραίου βιβλίου νουάρ που είχα την τύχη και την τιμή να εκδώσω στην Ελευθεριακή Κουλτούρα. Εκείνος που δύσκολα θα φανεί (αλλά ποτέ δεν ξέρεις!) είναι ένας άλλος σύντροφος και αδελφός παναθηναϊκός, ο Σωκράτης, που όντας «εξόριστος» στα Χανιά, παρακολουθεί την ομάδα μόνο δικτυακά, απολαμβάνοντας στο πρόσωπο του Ήφαιστου τη νέα «βαζελογενιά».

 

Παναγιώτης Καλαμαράς