Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Γειά σου μικρό-μεγάλο ανθρωπάκι - Σάντε Νοταρνικόλα (1938-2021)



Τον Σάντε Νοταρνικόλα τον γνώρισα στην Μπολώνια το 1995. Ήμουν τότε φιλοξενούμενος του Αχιλλέα Καλαμάρα (αγαπητού φίλου και εξαίρετου μεταφραστή του Νάνι Μπαλεστρίνι), κι ένα βράδυ ο Αχιλλέας μου πρότεινε να πάμε σ’ ένα κινηματικό στέκι, το μπαρ «Πατσάνκα», που το είχε ένας σύντροφος ο οποίος μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Εκεί με έκπληξη έμαθα ότι επρόκειτο για τον «μυθικό» Σάντε Νοταρνικόλα, που στην Ελλάδα τον είχαμε γνωρίσει από το βιβλίο του Η αδύνατη απόδραση. Πιάσαμε την κουβέντα και του είπα πως τον ήξερα τόσο από τη συγκεκριμένη έκδοση όσο και από τη γενικότερη ιστορία του στο ανταγωνιστικό κίνημα της γενέθλιας χώρας του. Ο Σάντε δεν ήξερε ότι το βιβλίο του είχε εκδοθεί στα ελληνικά (δείγμα της ποιότητας του Έλληνα εκδότη του) και του υποσχέθηκα ότι μόλις επέστρεφα στην Ελλάδα θα φρόντιζα να του σταλούν μερικά αντίτυπα. Πράγμα που έγινε. Στη συνέχεια, όποτε επισκεπτόμουν την Μπολώνια δεν παρέλειπα να πάω στο νέο μπαρ που είχε ανοίξει ο Σάντε, το Μουτένιε, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στη βία ντελ Πρατέλο 44. Εκεί γνώρισα άλλες ιστορικές μορφές του ιταλικού ανταγωνιστικού κινήματος αλλά, μέσω του Σάντε, και κάποια πρώην μέλη ένοπλων οργανώσεων της δεκαετίας του ’70. Ο Σάντε κάποια στιγμή με είχε ρωτήσει γιατί ενδιαφερόμουν να γνωρίσω και να κουβεντιάσω, όντας αναρχικός, με «σταλινικούς» σαν κι αυτόν και τους φίλους του, κι εγώ του είχα απαντήσει ότι η έμφυτη περιέργειά μου δεν μου επέτρεπε να μην αδράξω την ευκαιρία να συναντήσω ανθρώπους, που παρά τις πολιτικές και θεωρητικές διαφορές μας, ήταν αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της «άλλης» Ιταλίας. Πρέπει επίσης να πω ότι ο Σάντε ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο και μάλιστα ήταν οπαδός της Γιουβέντους των Ανιέλι! Ένα βράδυ, αυτός και η τότε συντρόφισσα του Σεβερίνα, μας είχαν καλέσει, εμένα και τη συνεκδότρια του περιοδικού Αυτονοmediα Μαρλέν Λογοθέτη, να φάμε στο σπίτι τους. Επ’ ευκαιρία θα βλέπαμε και ένα ματς για το Τσάμπιονς Λιγκ μεταξύ Γιουβέντους και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η Γιουβέντους δεν πήγαινε τότε καλά στο ιταλικό πρωτάθλημα και ο Σάντε στην παρατήρησή μου ότι η Γιουβέντους δεν είχε φροντίσει να κάνει καλές μετεγγραφές το προηγούμενο καλοκαίρι, είχε απαντήσει ότι η Γιουβέντους πάντοτε κάνει τις καλύτερες μετεγγραφές, δηλαδή τους διαιτητές! Πάντως και το συγκεκριμένο παιχνίδι το έχασε με 3-2 η Γιουβέντους, αν και είχε προηγηθεί με 2-0, προς μεγάλη απογοήτευση του Σάντε. Ήταν η μακρινή τώρα πια άνοιξη του 1999 και μόλις είχαμε εκδώσει το βιβλίο του Σάντε Ενδιαφέρον Υλικό στις εκδόσεις για μια Ελευθεριακή Κουλτούρα (που είχαμε τυπώσει με τον δάσκαλό μου στις γραφικές τέχνες Άρη Στεργίου, από τον οποίο επίσης ορφάνεψα το 2017). Συνεχίσαμε να έχουμε επαφή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και μετά χαθήκαμε, αφού κι εγώ δεν ξαναεπισκέφτηκα την Μπολώνια. Νέα του μάθαινα από τον Αχιλλέα, ο οποίος, δυστυχώς, με ενημέρωσε και για τον θάνατό του, χθες 22 του Μάρτη. Ευγενέστατος, αεικίνητος, πάντοτε χαμογελαστός και δίπλα στις συντρόφισσες και τους συντρόφους του, ένας άνθρωπος που τίμησε την έννοια άνθρωπος. Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ciao Sante, un abbraccio

 

Παναγιώτης Καλαμαράς 23/3/2021

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Συμβάν και δομή στον Μαρξ - Franco Berardi Bifo



Ο Μαρξ δεν μίλησε πολύ για την επανάσταση. Η έννοια της επανάστασης δεν έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας στο έργο του. Θα τολμούσα να πω ότι γι’ αυτόν η επανάσταση δεν αποτελεί καν έννοια: είναι ένα συμβάν που δύσκολα μπορεί να εννοιολογηθεί με δομικούς όρους. Για την επανάσταση ο Μαρξ μιλάει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1848 και στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Αν και το Μανιφέστο είναι πιο γνωστό, το άλλο κείμενο είναι σημαντικό ως προς την ώριμη κρίση του για την εξέλιξη της πολιτικής ισχύος της εργατικής τάξης.

Αν και τα προηγούμενα έργα του ήταν ευρέως γνωστά και το όνομά του έχαιρε σεβασμού ανάμεσα στους εξεγερμένους της Κομμούνας, ο Μαρξ δεν επηρέασε άμεσα τα γεγονότα του 1871. Οι συνωμοτικές θεωρίες του Μπλανκί και οι αναρχικές ουτοπίες του Προυντόν ήταν πιο διαδεδομένες στην πολιτική διαμόρφωση των κομμουνάρων. Όμως αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία για τον Μαρξ: ήξερε ότι η πάλη των τάξεων είναι μάλλον ένα αυθόρμητο γίγνεσθαι παρά μια άμεσα συνειδητή διαδικασία και ήξερε επίσης ότι η πιθανή χειραφέτηση του ανθρώπινου χρόνου από τις αλυσίδες της μισθωτής εργασίας δεν εξαρτιόταν μονάχα από τη δομική δυναμική της κοινωνικής σύγκρουσης, αλλά και από την απροσδόκητη εμφάνιση συμβάντων

Το καθήκον που ο Μαρξ είχε αναθέσει στον εαυτό του ήταν η ερμηνεία των συμβάντων ως έκφραση μιας εγγενούς, που υπερέβαινε τη συνείδηση των συντελεστών τους και την ιδιόρρυθμη ποικιλία των γεγονότων. Παρά τον καθοριστικό ρόλο που απέδιδε ο Μαρξ στη δημιουργία και την καθοδήγηση της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, το προφίλ του δεν είναι τόσο αυτό ενός πολιτικού ηγέτη, κάποιου που θα καθοδηγήσει το κίνημα και θα στρέψει υπέρ του τα πλήθη των εξεγερμένων. Είναι μάλλον το προφίλ ενός ερμηνευτή των σημείων, που συνδέει την ανάπτυξη της εγγενούς δομής με την εξέλιξη της κοινωνικής υποκειμενικότητας.

Η ζωή του Μαρξ, όπως και το έργο του, κινούνται γύρω από δύο διαφορετικά και, ενίοτε, συγκλίνοντα καθήκοντα: το πρώτο είναι αυτό της κατασκευής ενός θεωρητικού οικοδομήματος, το δεύτερο αυτό της συμμετοχής στις ιστορικές συγκρούσεις της εποχής του, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πρώτες εκδηλώσεις ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού συντελεστή, της εργατικής τάξης. Τα θεωρητικά κείμενα στα οποία αφιέρωσε τη διανοητική του ενέργεια, ιδιαιτέρως το Κεφάλαιο και τα Grundrisse πέρα από τα νεανικά φιλοσοφικά κείμενα, πρέπει να διαβαστούν ως η προσπάθεια αποκάλυψης ιστορικών τάσεων προορισμένων να επικρατήσουν μακροπρόθεσμα, ενώ τα περιστασιακά του κείμενα γραμμένα στο πλαίσιο των γεγονότων πρέπει να διαβαστούν σε σχέση με τις διανοητικές και πολιτικές συζητήσεις της εποχής του.

Ο Μαρξ δεν ήταν μόνο ένας φιλόσοφος, αλλά, σε συνάφεια με τη δική του ενδέκατη θέση για τον Φώϋερμπαχ, ήταν επίσης ένας δημοσιογράφος, ένας πολιτικός οργανωτής και, κατά κάποιον τρόπο, ένας πολεμιστής, δηλαδή, ένας ακτιβιστής. Κάποια από τα βιβλία του είναι συλλογές άρθρων (το Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο είχε δημοσιευτεί πρώτα στη «Neue Rheinische Zeitung» το 1847), άλλα είναι λόγοι που είχε βγάλει μπροστά σε εργατικό κενό (το Μισθός, τιμή και κέρδος είναι η μετεγγραφή ενός λόγου που είχε βγάλει στη σύνοδο της Πρώτης Διεθνούς τον Ιούνη του 1865). Το κείμενο με τίτλο Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, δημοσιευμένο στο Λονδίνο στις 13 Ιούνη 1871, είναι ένα σύντομο ντοκουμέντο τριανταπέντε σελίδων, σύνοψη τριών λόγων του στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς σε τρεις διαφορετικές στιγμές. Γραμμένα αρχικά στα αγγλικά, αυτά τα κείμενα είναι εμπνευσμένα από τα γεγονότα που συνέβησαν στο Παρίσι ανάμεσα στο 1870 και το 1871: γεγονότα που το απόγειό τους ήταν η εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού. Η μπροσούρα περιλαμβάνει σκέψεις για τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο, για την εξέγερση του Παρισιού, για την προδοσία της κυβέρνησης Θιέρσου και πολλές άλλες λεπτομέρειες. Όμως οι βασικές σελίδες είναι αυτές που είναι αφιερωμένες στην εμπειρία της Κομμούνας: μια εκτίμηση της καινοτομίας της ως αυτόνομης εκδήλωσης της εργατικής τάξης ως πολιτικό υποκείμενο. Τα επόμενα χρόνια η πρώτη έκδοση της μπροσούρας μεταφράστηκε στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ρωσικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα ολλανδικά, στα φλαμανδικά, στα κροατικά, στα δανέζικα και στα πολωνικά, ενώ δημοσιεύθηκε και σε διάφορα περιοδικά.

Την απόλυτη καινοτομία της παρισινής εμπειρίας που θα κρατήσει κάτι λιγότερο από εκατό μέρες και θα σημάδευε βαθιά το πολιτικό φαντασιακό του επόμενου αιώνα, ο Μαρξ τη συνέλαβε διαυγώς. Αν και μεγάλο μέρος του κειμένου είναι επικεντρωμένο στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Μαρξ είναι το κοινωνικό περιεχόμενο της καθημερινής δραστηριότητας των κομμουνάρων, ιδιαιτέρως όσον αφορά τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της συλλογικής ζωής. Πράγματι, μέρα με τη μέρα, η Κομμούνα χαρακτηριζόταν από τη θέσπιση νόμων που έθεταν τις βάσεις για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της παραγωγής και της συλλογικής ζωής. Σε μια σελίδα του κειμένου του ο Μαρξ παρουσιάζει τα πρώτα βήματα της Κομούνας: «Η σημαία της Κομμούνας είναι η σημαία της παγκόσμιας ρεπούμπλικας». Την 1η του Απρίλη αποφασίστηκε ότι ο πιο υψηλός μισθός ενός υπαλλήλου της Κομμούνας, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των ίδιων των μελών της, δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει τα 6.000 φράγκα. Την επόμενη μέρα η Κομμούνα θέσπισε τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους και την κατάργηση όλων των ροών κρατικού χρήματος για σκοπούς θρησκευτικούς, όπως και τον μετασχηματισμό όλων των εκκλησιαστικών αγαθών σε εθνική κληρονομιά· ακολούθως, με το διάταγμα της 8ης Απρίλη, αποφασίστηκε να αφαιρεθούν από τα σχολεία όλα τα θρησκευτικά σύμβολα, εικόνες, ευαγγέλια, προσευχές, εν κατακλείδι «όλα αυτά που ανήκουν στο πεδίο της ατομικής συνείδησης» και σιγά-σιγά το μέτρο εφαρμόστηκε. Τη μέρα 5, σε απάντηση των τουφεκισμών, που καθημερινά συνέβαιναν σε βάρος των μαχητών της Κομμούνας που είχαν αιχμαλωτιστεί από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εξεδόθη ένα διάταγμα σχετικά με τη σύλληψη ομήρων, όμως ποτέ δεν έγινε πράξη. Στις 6 βγήκε έξω η γκιλοτίνα με τη βοήθεια του 137ου συντάγματος της Εθνοφρουράς και κάηκε δημοσίως μέσα στις ζητωκραυγές του πλήθους. Στις 12 η Κομμούνα αποφάσισε να ρίξει τη στήλη της νίκης στην πλατεία Βαντόμ, η οποία είχε ανεγερθεί μετά τον πόλεμο του 1809 με το υλικό των κανονιών που είχε πάρει ο Ναπολέων και αποτελούσε ένα σύμβολο του σωβινισμού και του μίσους ανάμεσα στους λαούς. Η υλοποίηση αυτής της απόφασης έγινε στις 16 του Μάη. Στις 16 Απρίλη η Κομμούνα παρήγγειλε την καταγραφή των εργοστασίων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους βιομηχάνους και προχώρησε στην επεξεργασία σχεδίων τόσο για τη λειτουργία τους από τους εργάτες που μέχρι τότε απασχολούνταν σε αυτά, ενωμένων τώρα σε συνεργατικές, όσο και για την οργάνωση αυτών των εταιριών σε μια μεγάλη ένωση. Στις 20 κατήργησε τη νυχτερινή εργασία στους φούρνους, όπως και την καταγραφή των εργατών που είχε θεσπίσει η Δεύτερη Αυτοκρατορία αποκλειστικά από υποκείμενα στα οποία είχε αναθέσει αυτό το έργο η αστυνομία, αυθεντικούς εκμεταλλευτές των εργατών. Η καταγραφή ανατέθηκε στους δήμους των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 Απρίλη θέσπισε την κατάργηση των ενεχυροδανειστηρίων, που δεν ήταν κάτι άλλο παρά η ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, σε αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και στην πίστωση. Στις 5 Μάη θέσπισε την κατεδάφιση του παρεκκλησιού που είχε ανεγερθεί στη μνήμη του εκτελεσμένου Λουδοβίκου 16ου.

Για πρώτη φορά στην ιστορία το πρόβλημα της εργασίας και πιο συγκεκριμένα η μείωση του χρόνου εργασίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της υπό διαμόρφωση προοδευτικής κουλτούρας. Ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην ιστορία η εξέλιξη της πάλης των τάξεων αντιμετώπισε συνειδητά το πρόβλημα του κράτους. Αυτά τα δύο επίπεδα, ο κοινωνικός μετασχηματισμός της σχέσης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του κράτους, εξετάστηκαν με διαφορετικό τρόπο. Το πρώτο επίπεδο αφορά τη δομική διάσταση που ο Μαρξ διερεύνησε στα θεωρητικά του κείμενα, δηλαδή τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο, την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους και την πιθανή χειραφέτηση της κοινωνικής ζωής από τη μισθωτή εργασία, κάτι που εγγράφεται στη γενικότερη εξέλιξη της γενικής νόησης. Το δεύτερο επίπεδο αφορά τη διάσταση του συμβάντος: η ατομική βούληση και η κοινωνική συναίνεση δεν μπορούν να αναχθούν σε δομικές δυναμικές. Αυτή η διάσταση ξεφεύγει από τη δομική ανάλυση και ανοίγει την πόρτα στην απρόβλεπτη σφαίρα της υποκειμενικής αυτονομίας.

Είκοσι χρόνια μετά την Κομούνα και εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Καρλ Μαρξ, στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του κειμένου Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε: «Στις 28 Μάη οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας υπέκυψαν στις υπέρτερες δυνάμεις στον λόφο της Μπελβίλ και μόλις δυο μέρες μετά, στις 30, ο Μαρξ διάβασε στο Γενικό Συμβούλιο το κείμενο στο οποίο η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού εκφραζόταν με λεπτομέρειες, σαφείς και πάνω απ’ όλα τόσο αληθινές, κάτι που δεν θα κατάφερνε πλέον να κάνει ολόκληρη η τεράστια βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το συμβάν». Σκεφτόμενος την εμπειρία της Κομμούνας ο Ένγκελς λέει ότι «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε εξ αρχής ότι η εργατική τάξη, μόλις φτάσει στην εξουσία, δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά με τον παλιό μηχανισμό του κράτους, ότι η εργατική τάξη, για να μην χάσει εκ νέου την εξουσία που μόλις κατέκτησε, από τη μια πλευρά πρέπει να εξαλείψει το σύνολο της παλιάς καταπιεστικής μηχανής, ήδη χρησιμοποιημένη εναντίον της, και από την άλλη πρέπει να εξασφαλιστεί απέναντι στους εκπροσώπους και τους υπαλλήλους της, ανακηρύσσοντάς τους χωρίς εξαιρέσεις ανά πάσα στιγμή ανακλητούς». Ο Ένγκελς θα θέσει το πρόβλημα που πιο μετά θα προσπαθήσει να λύσει ο Λένιν, είτε για το καλό είτε για το κακό: το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα σε δομή και συμβάν, ανάμεσα στη δυναμική που είναι εγγεγραμμένη στη γενική διαδικασία της παραγωγής (η οποία οδηγεί στη μείωση του χρόνου εργασίας και στη χειραφέτηση της κοινωνίας από τη μισθωτή εργασία) και τις απρόβλεπτες στροφές της κοινωνικής υποκειμενικότητας και της πολιτικής βούλησης. Ο Λένιν θα δώσει έμφαση στη μη καθορισμένη δράση της πολιτικής βούλησης και ο Γκράμσι, πράγματι, σε ένα άρθρο δημοσιευμένο στις 24 Νοέμβρη 1917 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Avanti», θα χαιρετήσει την μπολσεβίκικη επανάσταση ως μια επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο με τη διπλή έννοια του όρου. Ένα συμβάν που σπάει τη δομική αλυσίδα έτσι όπως την είχε εννοιολογήσει ο Μαρξ. Το συμβάν της Ρωσικής Επανάστασης, όπως το συμβάν της Κομμούνας του Παρισιού, δεν είναι προβλέψιμο καθώς δεν εντάσσεται στην αναγκαία διαδικασία της δομικής δυναμικής που είναι εγγεγραμμένη στη διαδικασία της παραγωγής. Επιπλέον ο Γκράμσι θέλει να πει ότι η Ρωσική Επανάσταση μπορεί να θεωρηθεί μια παραβίαση ή μια αναίρεση της πεποίθησης του Μαρξ ότι η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να συμβεί πρώτα στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Με τον ίδιο τρόπο η Κομούνα δεν είναι η εκδήλωση μιας εγγενούς τάσης, αλλά ένα συμβάν απρόβλεπτο Το συμβάν και η δομή δεν μπορούν να περιγραφούν με όρους μιας αναγκαίας, αμοιβαίας σύνδεσης. Η δομή δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κάθε συμβάν.

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Φραντς Μέρινγκ, την άνοιξη του 1871 η αστυνομία του Παρισιού κυκλοφόρησε μια αναφορά σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τους κομμουνάρους, ιδιαιτέρως σε σχέση με το ότι ήταν πιο επικεντρωμένοι στα πολιτικά παρά στα κοινωνικά ζητήματα. Αμέσως μετά ο Μαρξ απάντησε με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους «Times», όπου κατηγορούσε την αναφορά της αστυνομίας ως αυθάδη κατασκευή, ένα fake news για να καταλαβαινόμαστε. Ως ένα άτομο με ηθικά κίνητρα, ο πολιτικός αγωνιστής Μαρξ ένιωθε πως έπρεπε να συστρατευθεί πλήρως με την Κομμούνα του Παρισιού. Ωστόσο εκείνη η αναφορά της αστυνομίας δεν ήταν εντελώς άνευ νοήματος. Ένας ευφυής flic, που ίσως να είχε διαβάσει τα θεωρητικά κείμενα του Καρλ Μαρξ, μπορούσε ευλόγως να διαισθανθεί ότι ο αυστηρός φιλόσοφος δεν συμφωνούσε με τον πολιτικό συμβολισμό των κομμουνάρων και θα μπορούσε, συνεπώς, να αγνοήσει το συμβάν εν ονόματι των δομικών προβλέψεων της θεωρίας του. Ο Μαρξ, όμως, δεν ήταν ούτε ντετερμινιστής ούτε σκαιός δογματικός. Δεν πίστευε καθόλου ότι το ιστορικό συμβάν όφειλε να συμπίπτει με τη δομική ανάλυση και τις προβλέψεις του. Δεν ήταν ένας δογματικός, πιστός στην ιστορική αναγκαιότητα.

Στο βιβλίο Communal Luxury [στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις των Ξένων] η Κρίστιν Ρος σημειώνει ότι για τον Μαρξ «αυτό που μετρούσε περισσότερο σε σχέση με την Κομμούνα δεν ήταν τα ιδανικά που θα πραγμάτωνε, αλλά η ύπαρξη αυτού του ίδιου του πειράματος. Υπογράμμιζε το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι δεν είχαν ένα αφηρημένο μοντέλο της επερχόμενης κοινωνίας. Η Κομμούνα ήταν ένα εν λειτουργία εργαστήριο πολιτικών επινοήσεων […] τις μέρες της Κομμούνας το Παρίσι δεν ήθελε να είναι η πρωτεύουσα της Γαλλίας αλλά μια αυτόνομη συλλογικότητα εντός μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας των λαών». Γράφει, όντως, ο Μαρξ: «Η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Αυτή δεν είχε ωραίες και έτοιμες ουτοπίες να εισαγάγει par decret du people. Ήξερε ότι για να πραγματώσει τη χειραφέτησή της και μαζί της την πιο υψηλή μορφή προς την οποία τείνει ανεμπόδιστα η σημερινή κοινωνία λόγω των ίδιων των οικονομικών της παραγόντων, πρέπει να δώσει μακριούς αγώνες, ενταγμένους σε μια σειρά ιστορικών διαδικασιών που μεταμορφώνουν τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Η εργατική τάξη δεν έχει να πραγματώσει ιδανικά, αλλά να απελευθερώσει τα στοιχεία της νέας κοινωνίας τα οποία κυοφορεί η παλιά και σε πτώση αστική κοινωνία».

Στο βιβλίο La Commune, Histoires et souvenirs, η Λουίζ Μισέλ αφηγείται: «Μια νύχτα, δεν ξέρω κι εγώ πώς, κατάλαβα ότι είχαμε μόνο οι δυο μας στο χαράκωμα μπροστά στον σταθμό: ο πρώην Ζουάβος στρατιώτης κι εγώ, με δύο γεμάτα ντουφέκια […] ήμασταν απίστευτα τυχεροί που ο σταθμός δεν δέχτηκε επίθεση εκείνη την νύχτα […] ενώ κάναμε την υπηρεσία μας πηγαίνοντας μπρος-πίσω στο χαράκωμα, μου είπε κάτι: τι επίδραση έχει πάνω σου η ζωή που κάνουμε; Κι εγώ του είπα, λοιπόν, η επίδραση είναι ότι βλέπουμε μπροστά μας ένα λιμάνι στο οποίο πρέπει να φτάσουμε. Κι αυτός μου απάντησε: η επίδραση που νιώθω εγώ είναι αυτή κάποιου που διαβάζει ένα εικονογραφημένο βιβλίο περιπέτειας. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε μπρος-πίσω στο χαράκωμα, σιωπηλοί».

Σε αυτή τη σκηνή, σε αυτή τη σύντομη συζήτηση, μπορούμε να δούμε μια μεταφορά του μελλοντικού επαναστατικού κινήματος, που τον Εικοστό Αιώνα ήταν προορισμένο να ταρακουνήσει τον κόσμο. Μια παθιασμένη διανοούμενη περπατά μαζί με έναν στρατιώτη του Βατικανού που έχει λιποτακτήσει από τις γραμμές του φιλο-γαλλικού συνασπισμού για να ενωθεί με τη φρουρά εκείνου του παράξενου πειράματος, κάπως έξω από τον κόσμο, που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν: την Κομμούνα των εργαζομένων. Και αυτός διερωτάται: ποιο είναι το νόημα της εμπειρίας που βιώνουμε; Και αυτή απαντά όπως μια διανοούμενη, όπως μια πολιτική αγωνίστρια: είμαστε σε μια βάρκα και προσπαθούμε να φτάσουμε στο λιμάνι, για να βρούμε και να οικοδομήσουμε μια νέα γη, έναν νέο κόσμο. Ο Ζουάβος στρατιώτης κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και μετά απαντάει με ειλικρίνεια: όχι, όχι, για μένα είναι όπως το να διαβάζεις εκείνα τα εικονογραφημένα βιβλία που περιγράφουν ευφάνταστους και προκλητικούς τρόπους διαφυγής.

Σε εκείνον τον νυχτερινό διάλογο μπορούμε να βρούμε τους σπόρους δύο διαφορετικών προσεγγίσεων της ιστορίας, που διαπέρασαν τον Εικοστό Αιώνα. Τι είναι η ιστορία, η προσπάθεια να φτάσουμε σε ένα λιμάνι ή το μαγικό ταξίδι σε αναζήτηση κάποιου πράγματος που δεν περιμένουμε;

 

Κάποιες μέρες πριν, σε επίσκεψή μου στο εκλεκτό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Συναδέλφων για επαγγελματικούς λόγους, ο φίλτατος Τηλέμαχος έκανε την παρατήρηση, με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την Παρισινή Κομούνα, ότι δεν έχω εκδώσει ποτέ κάτι σχετικά με αυτό το ζήτημα. Κάτι που είναι αλήθεια, πέρα από ένα σκίτσο του Ταρντί με κομμουνάρους που είχα βάλει στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Βάλτερ Μπένγιαμιν Για μια κριτική της βίας, το μακρινό τώρα πια 2000. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα εν μέρει να επανορθώσω και να το κείμενο του Μπίφο, αλιευθέν από τον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Machina.    


Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

H δυσφορία της εξατομίκευσης: σημειώσεις για το κίνημα του ’77 - Franco Piperno

Θυμόμαστε με αυτό το κείμενο του Φράνκο Πιπέρνο, αφιερωμένο στο κίνημα του ’77, μια 12η Μάρτη 44 χρόνια πριν, δηλαδή την «τρομερή ομορφιά» εκείνης της ημέρας της εξέγερσης.



Όπως το ’68, το Κίνημα του ’77 γεννήθηκε στα πανεπιστήμια –το επιβεβαιώνουν οι ειδήσεις εκείνης της εποχής. Όμως σε αντίθεση με ότι συνέβη τον Μάρτη του ’68, τον Φλεβάρη του ’77, ήδη από τις αρχές του μήνα, αναδύθηκε αμέσως ένα συλλογικό αίσθημα, που είχε συνεπάρει τα εξεγερμένα πλήθη, κάτι σαν μια δημόσια δήλωση απόλυτης ξενότητας όχι μόνο σε σχέση με το σχολείο και το πανεπιστήμιο, αλλά και σε σχέση με το επικρατούν πολιτικο-κοινωνικό καθεστώς της χώρας· μια αυτονομία άνευ επιστροφής σε σχέση με τους κρατικούς θεσμούς, η οποία είχε διεισδύσει στον κοινό νου και εκφραζόταν μέσω της δηλωμένης αποφασιστικότητας να διαρραγεί το κρατικό μονοπώλιο της βίας προκειμένου να ασκηθεί, με μια μορφή που επιτέλους είχε ανακαλυφθεί, η νόμιμη άμυνα, μπορεί και μέσω της χρήσης των όπλων. Η εικαστική εικόνα αυτής της αυτονομίας αποτυπώθηκε μια για πάντα στις φωτογραφίες του Τάνο Ντ’ Αμίκο, που δείχνουν τον Πάολο και τον Ντάντο να πέφτουν πληγωμένοι στη Ρώμη στις 2 Φλεβάρη, στην πιάτσα Ιντιπεντέντσα· τραυματισμένοι στην προσπάθειά τους να υπερασπίσουν τη φοιτητική πορεία από την επίθεση των χωροφυλάκων· τραυματισμένοι αλλά ένοπλοι, με το πιστόλι ακόμη στο χέρι.

Η 2 Φλεβάρη είναι το προλεγόμενο συμβάν αυτού που θα συμβεί στην συνέχεια στην πορεία εκείνης της αλησμόνητης χρονιάς: καμιά βδομάδα μετά, στις 17 του ίδιου μήνα, ο Λάμα, γραμματέας της Cgil [συνδικάτου του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος], θα εκδιωχθεί κακήν κακώς, μαζί με τη συνδικαλιστική περιφρούρηση, από το πανεπιστήμιο της Ρώμης· και κάτι παραπάνω από έναν μήνα μετά, στις 12 Μάρτη, και πάλι στη Ρώμη, ιδού η ημέρα της «τρομερής ομορφιάς», όπου θα λάβει χώρα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ιταλία, μια πραγματική γενική δοκιμή της δύσκολης τέχνης της εξέγερσης. Το ’77 θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς· κλείνοντας με τη «γλυκιά κατάκτηση» της Μπολώνιας, της πόλης όπου οι ρεπουμπλικανικοί θεσμοί έμοιαζαν θεμελιωμένοι, εμβληματικά και χωρίς μισόλογα, στον συμβιβασμό εργατών και κεφαλαίου.

Αν στις 17 Φλεβάρη, με την εκδίωξη του Λάμα, επήλθε η οριστική ηθικο-πολιτική ρήξη ανάμεσα στην ανατρεπτική διαδικασία και την αριστερή παράδοση, σε αυτή τη ρήξη συμπεριλαμβανόταν και ο ίδιος ο εργατισμός· στη Ρώμη, στις 12 Μάρτη, σήμανε η συλλογική επανοικειοποίηση μιας λανθάνουσας δυναμικής: της μαζικής βίας· ενώ στις 24 Σεπτέμβρη στην Μπολώνια, το Κίνημα έγινε, μπορούμε να πούμε, θέατρο του ίδιου του εαυτού του· κατευθύνθηκε στην ενότητα των διαφορετικοτήτων που υπήρχαν στο εσωτερικό του –από το Ράντιο Αλίτσε στην οργανωμένη Αυτονομία, από τη σάτιρα στην τραγωδία, από τους Μητροπολιτικούς Ινδιάνους στις Ερυθρές Ταξιαρχίες· κι έτσι μέτρησε το κοινωνικό του ρίζωμα· και αν, τη μια στιγμή, αποκάλυψε τους εχθρούς του, την άλλη τους εξανάγκασε να φανερωθούν, να λάβουν μέρος στο θέαμα.

Συμφέρει, λόγω της κρισιμότητας του ερωτήματος, να ανασυνθέσουμε κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρήση βίας στην κοινωνική σύγκρουση εκείνων των χρόνων.

Για το Κίνημα του ’77, ή τουλάχιστον για τη «γενική βούληση» που υπήρχε από κάτω, η χρήση των όπλων ήταν σαν η διακήρυξη μιας επανακτημένης «δυνατότητας»· μια συμβολική χειρονομία, εν κατακλείδι, για να δείξει τον φορέα της εχθρότητας και για να δώσει μια εικόνα του κοινωνικού μίσους από το οποίο τώρα πια διακατεχόταν η ηθική ζωή της χώρας.

Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά. Ξεκινώντας από τα μισά της δεκαετίας του 1970 –όταν η οικονομική κρίση, η οποία είχε ξεκινήσει με την ιλιγγιώδη άνοδο της τιμής του πετρελαίου, έδειχνε τις τελικές της συνέπειες, παλινορθώνοντας το καθεστώς στο εργοστάσιο, δηλαδή την καπιταλιστική κυριαρχία στην παραγωγική συνεργασία– ανάμεσα στα εξεγερμένα πλήθη συνέβη ένας διχασμός. Για τις ένοπλες οργανώσεις (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Πρώτη Γραμμή κλπ, που, έστω και ως ξεχωριστή διάσταση, αποτελούσαν αναμφισβήτητα μέρος του Κινήματος του ’77), το εκλεκτικό πεδίο όπου θα ξεδίπλωναν τη δράση τους έγινε ακριβώς το στρατιωτικό· με την οργανωτική μορφή που θα υιοθετούσαν να ήταν η γκεβαρική, δηλαδή «οι φωτιές του αστεακού ανταρτοπολέμου».

Αντιθέτως, το Κίνημα, δηλαδή η «μεγάλη πλειοψηφία εκείνης της δρώσας μειοψηφίας», ξεκινώντας από τα μισά της δεκαετίας του 1970, συγκροτούνταν σιγά σιγά γύρω από μορφές ζωής, εναλλακτικές καθημερινές πρακτικές που είχαν ριζώσει σε συγκεκριμένους τόπους της πόλης όπως οι γειτονιές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία κλπ, όπου, εν γένει, η βία είχε μαζικές διαστάσεις και σπανίως κατέφευγε στα όπλα και σχεδόν ποτέ στα πυροβόλα όπλα. Εν συντομία, δεν προωθούνταν πλέον αιτήματα, δεν επιδιωκόταν η παρέμβαση της δημοσίας χειρός· τώρα πια, αντιθέτως, το κράτος καλούνταν να μην ανακατεύεται.

Έχουμε, πράγματι, όχι διεκδικήσεις αλλά πρακτικές επανοικειοποίησης των δημόσιων αγαθών: καταλήψεις νοικιασμένων σπιτιών («το σπίτι το παίρνεις, το νοίκι δεν πληρώνεις» έλεγε ένα σύνθημα εκείνων των χρόνων), αυτομειώσεις των λογαριασμών, απαλλοτριώσεις αγαθών από τα σούπερ μάρκετ, φροντίδα των χώρων και άμυνα έναντι της βιομηχανικής μόλυνσης κ.ο.κ.

Η πρακτική του Κινήματος δείχνει όλη την ανατρεπτική του δύναμη ακριβώς γιατί το μέσο και ο σκοπός ταυτίζονται. Η άμεση δράση στοχεύει στην ικανοποίηση «εδώ και τώρα» αναγκών και επιθυμιών· δεν ζητούνται νέα δικαιώματα, αλλά ο στόχος είναι μάλλον η επανεμφάνιση συμπεριφορών που ήταν υπνώσει στην κοινή μνήμη, η επίκληση, μέσω της επικαιροποίησής τους, παλιών συνηθειών.

Το Κίνημα του ’77 είχε σε αυτή την «αμεσότητα», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Μπογκντάνοφ, ένα διακριτικό χαρακτηριστικό που το αντιπαρέθετε στη νεωτερική παράδοση, είτε καπιταλιστική είτε σοσιαλιστική. Και η μία και η άλλη, πράγματι, ήταν εμποτισμένες, στον ίδιο βαθμό αμφότερες, από το πνεύμα του Φάουστ, διακατέχονταν από μια βαθιά εμπιστοσύνη στην πρόοδο. Μια παρηγορητική πίστη που εγκαταστάθηκε, φώλιασε, στον δυτικό κοινό νου, εκδιώκοντας το θρησκευτικό συναίσθημα· δείχνοντας εμπιστοσύνη σε αυτό που δεν υπήρχε ακόμη, στο καινούργιο που θα έρθει –λες και το μέλλον είχε μια οντολογική διάσταση ανώτερη από το παρόν· ένας ολοκληρωμένος τρόπος ύπαρξης, χωρίς τα χάσματα να επιδρούν «σε αυτό που ήδη υπάρχει ως αυτό που είναι».

Αυτή η παράδοξη αισιοδοξία της λογικής, αυτό το ξεπέρασμα των ορίων, φτάνοντας πέρα από τον άνθρωπο, προς το μεταλλαγμένο, πέρα από το είδος, που έθρεψε αυξανόμενες προσδοκίες για ανάγκες αδηφάγες και κίβδηλες, είχε το σταθερό του θεμέλιο στην πρακτική της τοκογλυφίας, του τόκου, του χρήματος που δημιουργεί χρήμα, του χρήματος ως προϊόντος. Εδώ, πράγματι, το καλύτερο επιδιώκεται συστηματικά ως εχθρός του καλού.

Αντιστρόφως, στο Κίνημα του ’77 φαίνεται να λειτουργεί μια άλλη αρχή της εξατομίκευσης· πιο συγκεκριμένα, μια προσωρινότητα, ένα αίσθημα μετασχηματισμού, που διαφεύγει από τον φετιχισμό των εμπορευμάτων· και πριμοδοτεί το είναι έναντι του παράγειν, την πολιτική έναντι της οικονομίας, την επιλεγμένη ένεκα κλίσης δραστηριότητα έναντι της μισθωτής εργασίας.

Λόγω μιας τέτοιας προσωρινότητας, η εργατική τάξη χάνει εκείνη την κεντρικότητα που τη συνείχε. Η κοινωνική σύγκρουση δεν έχει πλέον ως επίκεντρό της το εργοστάσιο, το οποίοι, απεναντίας, μέσω της αυτοματοποίησης, τείνει να εμφανίζεται άνευ νοήματος, σαν μια οδοντόκρεμα στην έρημο.

Είναι οι πόλεις και αυτές οι γειτονιές οι τόποι στους οποίους ξεδιπλώνονται εκείνες οι κοινωνικές δεξιότητες, εν γένει ανθρώπινες, όπως η κατοίκηση και η αυτοκυβέρνηση· όπου το «παρόν» είναι πέρα από τον χρόνο· και κατά συνέπεια το άτομο λειτουργεί όχι για να πραγματώσει κάποια ουτοπία, αλλά για να γίνει καθαυτό μέσω της δράσης του, δηλαδή αυτό που ήδη είναι· με δυο λόγια, «κοινωνικό άτομο».

Όλοι ξέρουν ότι, τον Σεπτέμβρη, με τη μεγάλη συνέλευση στην Μπολώνια, η παραβολή του Κινήματος θα φτάσει το απόγειο της· πράγματι, μετά από κάποιους μήνες, την άνοιξη του ’78, οι έκτακτοι νόμοι, οι ασυνήθιστες εξουσίες που δόθηκαν στις Εισαγγελίες, οι μαζικές συλλήψεις υπόπτων για «εξωτερική συνδρομή στην τρομοκρατία», τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, οι ειδικές φυλακές, η συμπεριφορά τύπου «ομερτά» των κομμάτων και των ΜΜΕ, όλα αυτά και άλλα ακόμη θα συνεισφέρουν ώστε ένα μεγάλο φαινόμενο κοινωνικού μετασχηματισμού να διαστρεβλωθεί, να αντιστραφεί, φτάνοντας να μοιάζει με μια καρικατούρα του εαυτού του, ένα πρόβλημα δημόσιας τάξης.

Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: η ήττα του Κινήματος δεν οφείλεται μόνο στις Εισαγγελίες· ή, καλύτερα, αυτές μοιράζονται τα εύσημα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, με ποικίλα άλλα υποκείμενα. Συνεισέφερε σε πολύ μεγάλο βαθμό το ΙΚΚ, το οποίο, με τη σκηνοθεσία του «διαβόητου Πεκιόλι» έγινε μια υπηρεσία ρουφιανιάς και προσηλυτισμού των ορκισμένων λογοκριτών· καθοριστικός ήταν έπειτα καο ο Κοσίγκα, ο οξύνους υπουργός της αστυνομίας, που επέτρεψε τη συστηματική χρήση πυροβόλων όπλων στις επιχειρήσεις καταστολής· και ανέβασε σε τέτοιο βαθμό το επίπεδο της βίας, φτάνοντας να πάρει σχεδόν τη μορφή της κρατικής τρομοκρατίας.

Εξυπακούεται, αλλά πρέπει να το τονίσουμε για λόγους πνευματικής εντιμότητας, ότι συνέκλιναν προς τη στρατιωτική σύγκρουση και οι ίδιες οι ενέργειες των ανατρεπτικών ένοπλων σχηματισμών, με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες να έχουν τον πρώτο λόγο, οι οποίες, αφού ξεκίνησαν τη δράση τους κάνοντας απαγωγές και στήνοντας ενέδρες, σιγά σιγά ολοένα και πιο εντυπωσιακές και αιματηρές, έφτασαν να συλλάβουν και στη συνέχεια να σκοτώσουν, τον αξιότιμο Άλντο Μόρο, τον «κυρίαρχο», το ίδιο το σύμβολο της θεσμικής ισορροπίας.

Επρόκειτο για ένα μοιραίο λάθος, αν και καθ’ όλα προβλέψιμο· γεννημένο από την γκεβαρική ιδεολογία που έδινε τα πρωτεία στην ένοπλη δράση της πρωτοπορίας έναντι της πολιτικής των πληθών· ένα είδος πρωτογονισμού λατινοαμερικανικής προέλευσης, που όχι τυχαία θα αποκαλύψει ολόκληρη την ευθραυστότητα ή, καλύτερα την ιδεολογική του αστάθεια ακριβώς στην περίπτωση Μόρο· μια ταχεία στρατιωτική ενέργεια, μεγάλης εξειδίκευσης, ακολούθησαν δύο μακριοί μήνες πολιτικής διαχείρισης, καταστροφικά παιδιάστικης, των επιπτώσεων αυτής της ενέργειας.

Τα πράγματα, χονδρικά, έτσι πήγαν. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν έχει σημασία αν οι πρωταγωνιστές της ήττας του Κινήματος του ’77 ήταν εκείνοι που εν συντομία υποδείξαμε· στην πραγματικότητα η ήττα ήταν ήδη εγγεγραμμένη από τη γέννησή του: η επανοικειοποίηση της μαζικής βίας λειτουργούσε έτσι ώστε η νίκη να φαίνεται πιθανή ακόμη κι αν, στο πέρασμα του χρόνου, κάτι τέτοιο την καθιστούσε άκρως απίθανη.

Άλλωστε η «γενική βούληση» του Κινήματος είχε προχωρήσει σε μια τομή με τη σοσιαλιστική παράδοση· πράγματι, δεν ήθελε να νικήσει, δηλαδή να κατακτήσει την κρατική μηχανή· αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να τη συντρίψει, να την καταστρέψει.

Πράγματι, η ιδέα-δύναμη ήταν εκείνη να κάνει την επανάσταση χωρίς να πάρει την εξουσία, μια επανάσταση των συμπεριφορών ή καλύτερα των εθίμων, όπως θα έλεγε και ο Λεοπάρντι.

Κατά βάθος τι είναι ο κομμουνισμός εκτός από μια καλή ζωή, με καλές συμπεριφορές ζωής;

 

Αλιεύθηκε από τον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Machina, 12 Mάρτη 2021. Αφιερώνεται στη μνήμη του Θεόφιλου Βανδώρου, που τόσο του άρεσε η ιταλική «περιπέτεια» του ’70. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που πρότεινε και βάλαμε στο εξώφυλλο ενός τεύχους των «Πειρατών της Ημισελήνου» μια φωτογραφία του Τάνο Ντ’ Αμίκο από την εκδίωξη του Λάμα από το πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το τεύχος αυτό βγήκε κατά τη διάρκεια της καμπάνιας απελευθέρωσης του Γιάννη Μπαλή τον Νοέμβρη του 1990, που εκείνη την εποχή δικαζόταν στη Λαμία κατηγορούμενος για επίθεση σε Ζητά κατά τη διάρκεια της μεγάλης πορείας διαμαρτυρίας για το Τσέρνομπιλ το 1986. Μάλιστα το συγκεκριμένο τεύχος μόλις προλάβαμε και το διανείμαμε στη μεγάλη συναυλία που έγινε στο Σπόρτιγκ, με τον Θεόφιλο και τους άλλους «Πειρατές» να διπλώνουμε τα κομμένα φύλλα από το τυπογραφείο στο παρκέ του γηπέδου! 

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Αντίο φίλε…



Σήμερα 11 Μάρτη 2021, πέθανε ο Θεόφιλος Βανδώρος, κλάσης 1960. Με τον Θεόφιλο γνωρίστηκα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1990, μετά την οριστική αθώωση του δολοφόνου του Μιχάλη Καλτεζά, Μελίστα. Μου είχε τραβήξει την προσοχή λόγω της θεατρικής του εμφάνισης στις συνελεύσεις της κατάληψης και της αρτιότητας του λόγου του (ένα μείγμα σιτουασιονισμού και καστοριαδισμού), που έδειχνε ιδιαίτερη παιδεία και δυνατότητα αντίληψης των πραγμάτων (αν και με αρκετά από αυτά που έλεγε διαφωνούσα). Όταν επρόκειτο να «επισκεφτούν» την κατάληψη Δαπίτες, είχε την εξαιρετική ιδέα να τους υποδεχτούμε στρώνοντας στην είσοδο της Στουρνάρη το κόκκινο χαλί της πρυτανείας και προσφέροντάς τους άνθη, προσκαλώντάς τους να εισέλθουν «ειρηνικώς» στο ευαγές ίδρυμα. Οι Δαπίτες βεβαίως διέκριναν τους ακροβολισμένους καταληψίες σε όλο το μήκος της Στουρνάρη αλλά και στις στέγες του Πολυτεχνείου έχοντας «όλα τα απαραίτητα», και κατανοώντας ότι μια τέτοια επίσκεψη δεν θα ήταν σίγουρα ανέμελη εκδρομή στη Μύκονο, αφού παρέλαβαν τα άνθη διαλύθηκαν ησύχως, όπως πιθανά θα έλεγε μια ανακοίνωση της αστυνομίας τους. Στη συνέχεια γίναμε φιλαράκια με τον Θεόφιλο, ο οποίος, πέρα από τη συμμετοχή του στην πρώτη κατάληψη της Βίλλας Αμαλίας, ήταν από τους συνδημιουργούς του περιοδικού «Οι Πειρατές της Ημισελήνου», γράφοντας τα κείμενά του στην αγαπημένη του μικρή κόκκινη γραφομηχανή. Μετά τα γεγονότα του Γενάρη του 1991, ο Θεόφιλος, λόγω και κάποιων διαφωνιών με κάποια από τα υπόλοιπα μέλη των «Πειρατών», αποχώρησε και σιγά-σιγά οι δρόμοι μας χάθηκαν. Πέρα από κάποιες περιστασιακές ή τυχαίες επαφές, ουσιαστικά τον ξαναβρήκα τα τελευταία χρόνια, μετά την επανέμφανισή του στον «χώρο», μέσα από τις γραμμές της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Αθήνας και του περιοδικού Βαβυλωνία, κυρίως σε εκδηλώσεις στο «Νοσότρος». Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην κηδεία του Νίκου Σπυρόπουλου των «Σπυριδούλα» τον Ιούνη του 2020, αρκετά καταπονημένο. Το πρωί διάβασα ότι μας την «έκανε». Θα τον θυμάμαι πάντα με αγάπη, όπως θα θυμάμαι πάντοτε τη μητέρα μου να μου λέει για τον ευγενέστατο φίλο μου που με είχε πάρει στο τηλέφωνο στο πατρικό μου (στο οποίο είχα προσωρινά επανέλθει εκείνη την περίοδο, μέχρι τη μετάβασή μου στην κατάληψη Κεραμεικού και Μυλλέρου τον Οκτώβρη του 1990). Σαν ελάχιστο φόρο τιμής δημοσιεύω το τελευταίο του κείμενο στους «Πειρατές της Ημισελήνου», στο τεύχος που κυκλοφόρησε μετά τα γεγονότα του Γενάρη του 1991.

Και ξαφνικά οι λίγοι του «γνωστού χώρου» έγιναν πολλοί. Οι «τρελαμένοι» έπαψαν να είναι εξαίρεση και κατέρριψαν τον κανόνα. Η γενικευμένη εξέγερση ξεκίνησε. Η φωτιά εξαγνίζει την πόλη και η αισθητική εκδικείται τους βιαστές της. Οι προβοκάτορες κατέκλυσαν τους δρόμους. Τα κακοπληρωμένα ΜΑΤ ανεξέλεγκτα χρησιμοποιούν αέρια για να σωθούν και τρελαίνονται και καίνε και σκοτώνουν και μερικοί γδύνονται και παραιτούνται. ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ και υπονομεύουμε την εξουσία. Τώρα δεν σπάμε απλώς βιτρίνες ΤΩΡΑ ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ. Τον Γενάρη του ’90 ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΡΑΣΕ. Οι μαθητές το αντιλήφθηκαν πρώτοι και το λουλούδι ΑΝΘΙΣΕ. Τα ψωμιά της εξουσίας τελειώσανε. Ο πόλεμος δεν γίνεται στον Κόλπο… Ο πόλεμος είναι διάχυτος… Το κράτος στραγγαλίζει την κοινωνία και τώρα ήρθε η ώρα της απάντησης. ΚΡΕΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (θα κρατήσουμε μερικούς για το μουσείο των εξαμβλωμάτων). Εξαθλιωμένοι και εργαζόμενοι ήρθε η ώρα να γίνετε σχιζομητροπολιτικοί προλετάριοι. Το κράτος είναι εχθρικό, μοχθηρό και φοβισμένο. Μόνο η ΕΠΙΘΕΣΗ και η ΟΛΟΣΧΕΡΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ του απομένει. Στους δρόμους και τις γειτονιές χτυπήστε τον καταστροφικό μηχανισμό. Κάψτε τους φραγμούς…

Η ΠΟΛΗ ΚΑΙΓΕΤΑΙ, Η ΠΟΛΗ ΚΑΥΛΩΝΕΙ, Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ.

Υ.Γ. Το σύνθημα «έγχρωμη tv, ασπρόμαυρη ζωή» ήταν δικής του έμπνευσης.

Παναγιώτης Καλαμαράς

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Κείμενα σχετικά με την πανδημία - Τζόρτζο Αγκάμπεν



Κομμουνιστικός καπιταλισμός

 

Ο καπιταλισμός που τείνει να παγιωθεί σε πλανητική κλίμακα, δεν είναι ο καπιταλισμός με τη μορφή που είχε προσλάβει στη Δύση· είναι, μάλλον, ο καπιταλισμός στην κομμουνιστική εκδοχή του, που ενώνει μια ταχύτατη ανάπτυξη της παραγωγής με ένα ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς. Αυτό είναι το ιστορικό νόημα του καθοδηγητικού ρόλου που ανέλαβε η Κίνα όχι μόνο στην οικονομία, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά επίσης, όπως έδειξε γλαφυρά η πολιτική χρήση της πανδημίας, ως παράδειγμα κυβέρνησης των ανθρώπων. Ότι τα καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν στις λεγόμενες κομμουνιστικές χώρες ήταν μια ιδιαίτερη μορφή του καπιταλισμού, ειδικά προσαρμοσμένη σε χώρες οικονομικά καθυστερημένες και ως εκ τούτου εμφανιζόμενη ως κρατικός καπιταλισμός ήταν απολύτως γνωστό σε όποιον ξέρει να διαβάζει την ιστορία: το εντελώς απροσδόκητο γεγονός ήταν, αντιθέτως, το ότι αυτή η μορφή του καπιταλισμού, που έμοιαζε να είχε εξαντλήσει το καθήκον της και συνεπώς να έχει καταστεί απαρχαιωμένη, προοριζόταν να γίνει, σε έναν σχηματισμό τεχνολογικά ενήμερο, η κυρίαρχη αρχή [principio] στη σημερινή φάση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Είναι πιθανόν, πράγματι, να παρευρισκόμαστε σε μια σύγκρουση ανάμεσα στον δυτικό καπιταλισμό, που συμβίωνε με ένα κράτος δικαίου και την αστική δημοκρατία, και τον νέο κομμουνιστικό καπιταλισμό, σύγκρουση από την οποία μοιάζει να βγαίνει νικητής ο τελευταίος. Αυτό που είναι βέβαιο, ωστόσο, είναι το ότι το νέο καθεστώς ενώνει στο πρόσωπό του την πλέον απάνθρωπη όψη του καπιταλισμού με εκείνη την πλέον φρικώδη του κρατικού καπιταλισμού, παντρεύοντας την ακραία αποξένωση στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους με έναν κοινωνικό έλεγχο άνευ προηγουμένου.

 

15 Δεκέμβρη 2020 

 

 

Η φιλοσοφία της επαφής

 

Δύο σώματα έρχονται σε επαφή όταν αγγίζονται. Όμως τι σημαίνει αγγίζομαι; Τι είναι μια επαφή; Ο Τζόρτζο Κόλι έχει δώσει έναν πετυχημένο ορισμό λέγοντας ότι δύο σημεία είναι σε επαφή όταν χωρίζονται μονάχα από ένα κενό αναπαράστασης. Η επαφή δεν είναι ένα σημείο επαφής, που καθαυτό δεν μπορεί να υπάρχει, αφού κάθε συνεχής ποσότητα μπορεί να διαιρείται. Δύο όντα λέμε ότι έρχονται σε επαφή όταν ανάμεσά τους δεν μπορεί να παρεισφρήσει οτιδήποτε ενδιάμεσο, όταν αυτά, δηλαδή, είναι άμεσα. Αν ανάμεσα σε δύο πράγματα υπάρχει μια σχέση αναπαράστασης (για παράδειγμα: υποκείμενο-αντικείμενο, ο σύζυγος-η σύζυγος, αφεντικό-σκλάβος, απόσταση-εγγύτητα), αυτά δεν λέμε ότι είναι σε επαφή: όμως αν κάθε αναπαράσταση αμβλύνεται, αν ανάμεσα τους δεν υπάρχει τίποτα, τότε και μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για επαφή. Αυτό μπορούμε επίσης να το εκφράσουμε λέγοντας ότι η επαφή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, ότι για την υπό συζήτηση σχέση δεν είναι δυνατόν να έχουμε μια αναπαράσταση –ή, όπως γράφει ο Κόλι, ότι «συνεπώς η επαφή είναι η ένδειξη ενός αναπαραστατικού τίποτα, ενός μεταφυσικού ενδιάμεσου». Το μειονέκτημα αυτού του ορισμού είναι ότι καθώς πρέπει να καταφύγει σε εκφράσεις ξεκάθαρα αρνητικές, όπως «τίποτα» και «μη αναπαραστατικό», κινδυνεύει να χαθεί στον μυστικισμό. Ο ίδιος ο Κόλι επισημαίνει το γεγονός ότι μπορούμε να μιλάμε για άμεση επαφή μόνο κατά προσέγγιση, ότι η αναπαράσταση δεν μπορεί ποτέ να εξαλειφθεί. Ενάντια σε κάθε κίνδυνο αφαίρεσης, θα είναι τότε χρήσιμο να επιστρέψουμε στην αφετηρία και να διερωτηθούμε εκ νέου τι σημαίνει «αγγίζω» -να διερωτηθούμε συνεπώς για εκείνη την πιο ταπεινή και γήινη των αισθήσεων που είναι η αφή.

Για την ιδιαίτερη φύση της αφής, που τη διαφοροποιεί από τις άλλες αισθήσεις, είχε στοχαστεί ο Αριστοτέλης. Για κάθε αίσθηση υπάρχει ένα ενδιάμεσο (μεταξύ), που παίζει αποφασιστικό ρόλο: για την όραση το ενδιάμεσο είναι το διάφανο, που φωτίζεται από το χρώμα και επιδρά στα μάτια· για την ακοή είναι ο αέρας, που καθώς κινείται από ένα σώμα που βγάζει ήχους, φτάνει στο αυτί. Αυτό που διακρίνει την αφή από τις άλλες αισθήσεις είναι ότι εμείς αντιλαμβανόμαστε το απτό όχι «γιατί το ενδιάμεσο ασκεί μια δράση πάνω μας, αλλά μαζί (άμα) με το ενδιάμεσο». Αυτό το ενδιάμεσο, που δεν είναι εξωτερικό ως προς εμάς, αλλά βρίσκεται μέσα μας, είναι η σάρκα (σαρξ). Όμως κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αυτό που αγγίζεται δεν είναι μόνο το εξωτερικό αντικείμενο, αλλά και η σάρκα που κινείται η συγκινείται –ότι, με άλλα λόγια, στην επαφή αγγίζουμε την ίδια μας την ευαισθησία, επηρεαζόμαστε από την ίδια μας τη δεκτικότητα. Ενώ στην όραση δεν μπορούμε να δούμε τα μάτια μας και στην ακοή δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ικανότητά μας να ακούμε, στη αφή αγγίζουμε την ίδια μας την ικανότητα να αγγίζουμε και να μας αγγίζουν. Η επαφή με το άλλο σώμα είναι, δηλαδή, συγχρονισμός και προπάντων επαφή με εμάς τους ίδιους. Η αφή, που μοιάζει κατώτερη από τις άλλες αισθήσεις είναι, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο η πρώτιστη, επειδή είναι σε αυτή που γεννάται κάτι όπως το υποκείμενο, όταν στην όραση και τις άλλες αισθήσεις κατά κάποιον τρόπο προϋποτίθεται αφηρημένα. Έχουμε για πρώτη φορά μια εμπειρία του ίδιου μας του εαυτού όταν, αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, αγγίζουμε συγχρόνως τη δική μας σάρκα. Αν, όπως διεστραμμένα επιδιώκεται σήμερα να συμβεί, καταργηθεί κάθε επαφή, αν όλα και όλοι κρατιούνται σε απόσταση, τότε θα χάσουμε όχι μόνο την εμπειρία των άλλων σωμάτων αλλά, κυρίως, κάθε άμεση εμπειρία του ίδιου μας του εαυτού, θα χάσουμε δηλαδή απλά και καθαρά την ίδια μας τη σάρκα.

 5 Γενάρη 2021

 

 

Μια προφητεία του Λίχτενμπεργκ

 

«Ο κόσμος μας θα γίνει σε τέτοιο βαθμό πολιτισμένος, ώστε θα είναι γελοίο να πιστεύεις στον Θεό, όπως σήμερα είναι γελοίο να πιστεύεις στα φαντάσματα. Έπειτα, μετά από κάμποσο καιρό, ο κόσμος θα γίνει ακόμη πιο πολιτισμένος. Και θα συνεχίσει να κινείται ολοένα και πιο βιαστικά σε μια διαδικασία που θα τον φέρει στην ύψιστη κορυφή του πολιτισμού. Αγγίζοντας το απόγειο, για μια ακόμη φορά η κρίση των ειδικών θα αντιστραφεί και η γνώση θα φτάσει στην ακραία μεταμόρφωσή της. Τότε –και αυτό θα είναι πραγματικά το τέλος– θα πιστεύουμε μονάχα στα φαντάσματα».

 

Για την αντιγραφή, Τζόρτζο Αγκάμπεν, 20 Γενάρη 2021

 

 

Τι χρώμα έχει η νύχτα;

 

Το σταθερό κριτήριο της κυβέρνησης για να προσδιορίζει το χρώμα της ζωής μας είναι 50 κρούσματα στους 100.000 την εβδομάδα. Από στατιστικής πλευράς πρόκειται ένα ποσοστό κινδύνου άκρως χαμηλού, μιλάμε για 0,5 τοις χιλίοις. Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι, για έναν κίνδυνο που παραμένει χαμηλός ακόμη και σε ορίζοντα ενός ολόκληρου χρόνου, να αποδέχονται την απάρνηση όχι μόνο της ελευθερίας τους, αλλά και όλων αυτών που καθιστά τη ζωή άξια να τη ζει κανείς; Την επαφή με τα άλλα ανθρώπινα όντα, το βλέμμα που ρίχνει στα πρόσωπά τους, τη μνήμη και τις γιορτές που γιόρταζαν χαρούμενα μαζί; Φρουρέ, τι χρώμα έχει η νύχτα;

 

25 Γενάρη 2021

 

 

Η αυθαιρεσία και η αναγκαιότητα

 

Το ερώτημα αν οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν συνειδητά την πανδημία για να κηρύξουν μια κατάσταση εξαίρεσης που ενισχύει τις εξουσίες τους πέρα από κάθε όριο ή αν αυτές δεν έχουν άλλη επιλογή από την κατάσταση ανάγκης, μπαίνει με λάθος τρόπο. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, όπως σε κάθε αποφασιστικής σημασίας ιστορική κρίση, είναι ότι και τα δύο πράγματα ισχύουν αμφότερα: η χρήση της κατάστασης εξαίρεσης ως στρατήγημα και η αδυναμία να υπάρξει μια διακυβέρνηση που δεν θα ασκείται μέσω αυτής, συμπίπτουν. Ο κυρίαρχος, δρώντας με έναν απολύτως αυθαίρετο τρόπο, είναι την ίδια στιγμή υποχρεωμένος να λαμβάνει συνεχώς αποφάσεις κατ’ εξαίρεση, κάτι, που σε τελική ανάλυση, είναι ίδιον της φύσης του. Η εποχή η οποία ζούμε, δηλαδή, είναι αυτή όπου στη μη νομιμότητα των εξουσιών που κυβερνούν τη γη ρίχνεται άπλετο φως: εφόσον αυτές έχουν χάσει κάθε δυνατότητα να εμφανίζονται σαν μια αναγνωρίσιμη συμβολική τάξη, είναι υποχρεωμένες να αναστέλλουν τον νόμο και τις συνταγματικές αρχές που θα μπορούσαν να τον προσδιορίσουν. Η κατάσταση εξαίρεσης γίνεται, με αυτή την έννοια, η φυσιολογική συνθήκη και όποιος κυβερνά δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να κυβερνήσει αλλιώς. Είναι πιθανό η κατάσταση εξαίρεσης τυπικά να ανακληθεί: όμως μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας όπως αυτή που υπάρχει σήμερα, απέναντι στην οποία παύει κάθε μορφή αντιπολίτευσης, είναι η τέλεια συνέχεια της κατάστασης εξαίρεσης. Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωσή μας για την οριστική δύση της εποχής των αστικών δημοκρατιών επιβεβαιώνεται. Μένει να δούμε μέχρι πότε η αναστολή της πολιτικής και η έκτακτη ανάγκη ως παράδειγμα διακυβέρνησης θα μπορούν να διαρκούν χωρίς να προσλάβουν μια μορφή διαφορετική από τον υγειονομικό τρόμο βάσει του οποίου έχουν μέχρι τώρα θεμελιωθεί.

 

12 Φλεβάρη 2021

 

 

Ο πόλεμος και η ειρήνη

 

Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τη θέση, πολλές φορές επαναλαμβανόμενη από τις κυβερνήσεις, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα και κάθε έθνος βρίσκονται σήμερα σε συνθήκες πολέμου. Εξ αυτού προκύπτει ότι μια παρόμοια θέση χρησιμεύει για τη νομιμοποίηση της κατάστασης εξαίρεσης που περιλαμβάνει τους πλέον δραστικούς περιορισμούς της ελευθερίας κίνησης αλλά και γελοίες εκφράσεις όπως «απαγόρευση κυκλοφορίας», σε διαφορετική περίπτωση δύσκολα δικαιολογήσιμες. Ο δεσμός που δένει τις κυβερνητικές εξουσίες και τον πόλεμο είναι, όμως, πιο βαθύς και ουσιαστικός. Πρόκειται για το γεγονός ότι ο πόλεμος είναι κάτι το οποίο δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να επικαλούνται επί μακρόν. Στο μυθιστόρημά του ο Τολστόϊ αντιπαραθέτει την ειρήνη, στην οποία οι άνθρωποι ακολουθούν λίγο-πολύ ελεύθερα τις επιθυμίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, και που τους φαίνεται ως η μοναδική πραγματικότητα, με την αφαίρεση και το ψεύδος του πολέμου, στον οποίο όλα μοιάζουν να κινούνται βάσει μιας αδυσώπητης αναγκαιότητας. Και στο φρέσκο του στο δημοτικό μέγαρο της Σιένα, ο Λορεντσέτι αναπαριστά μια πόλη εν ειρήνη, στην οποία οι κάτοικοι κινούνται ελεύθερα σύμφωνα με τις ενασχολήσεις και το κέφι τους, ενώ σε πρώτο επίπεδο χορεύουν κοπέλες πιασμένες χέρι-χέρι. Μολονότι το φρέσκο είχε παραδοσιακά τον τίτλο Η καλή κυβέρνηση, μια παρόμοια κατάσταση, συντιθέμενη από μικρά καθημερινά συμβάντα της κοινής ζωής και των επιθυμιών του καθενός, για την εξουσία σημαίνει, στην πραγματικότητα, ακυβερνησία. Αν και μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς και ελέγχους κάθε μορφής, αυτή όντως τείνει εκ φύσεως να διαφεύγει των υπολογισμών, των σχεδιασμών και των κανόνων –ή, τουλάχιστον, αυτός είναι ο κρυφός φόβος της εξουσίας. Αυτό μπορούμε να το εκφράσουμε λέγοντας επίσης ότι η ιστορία, χωρίς την οποία η εξουσία δεν είναι σε τελική ανάλυση σκεπτέα, είναι άμεσα συνυφασμένη με τον πόλεμο, ενώ η ζωή εν ειρήνη είναι εξ ορισμού χωρίς ιστορία. Τιτλοφορώντας Ιστορία το μυθιστόρημά της, στο οποίο η πορεία κάποιων απλών δημιουργημάτων αντιπαρατίθεται στους πολέμους και τα καταστροφικά γεγονότα που σάρωσαν τα δημόσια πράγματα τον 20οι αιώνα, η Έλσα Μοράντε είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό της.

   Γι’ αυτό οι εξουσίες που θέλουν να κυβερνήσουν τον κόσμο πρέπει αργά ή γρήγορα να διεξάγουν έναν πόλεμο, χωρίς να έχει σημασία αν προσομοιάζει στην πραγματικότητα ή στην ακρίβεια. Και εφόσον σε συνθήκες ειρήνης η ζωή των ανθρώπων τείνει να διαφεύγει κάθε ιστορικής διάστασης, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο πόλεμος στον ιό σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας ιστορικής εποχής, στην οποία τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Και πολλοί, ανάμεσα σε αυτούς που κλείνουν τα μάτια για να μη βλέπουν την κατάσταση μη ελευθερίας στην οποία έχουν περιπέσει, την αποδέχονται ακριβώς γιατί είναι πεισμένοι, όχι χωρίς μια κάποια υπερηφάνεια, ότι εισερχόμαστε –μετά από σχεδόν εβδομήντα χρόνια ειρηνικής ζωής, δηλαδή χωρίς ιστορία– σε μια νέα εποχή.

Ακόμη κι αν, όπως μέχρι τώρα είναι πολύ εμφανές, ότι θα πρόκειται για μια εποχή δουλείας και θυσιών, στην οποία όλα αυτά που καθιστούν τη ζωή άξια να τη ζει κανείς θα πρέπει να υποστούν περικοπές και περιορισμούς, αυτοί υπερθεματίζουν σε μεγάλο βαθμό, γιατί πιστεύουν ηλιθιωδώς ότι έχουν βρει με αυτόν τον τρόπο εκείνο το νόημα στη ζωή τους που είχαν χάσει ασυνείδητα στην ειρήνη.

Είναι πιθανό, ωστόσο, ότι ο πόλεμος στον ιό, που έμοιαζε ένας ιδανικός μηχανισμός [dispositivo], που οι κυβερνήσεις μπορούσαν να υιοθετούν και να κατευθύνουν ανάλογα με τις απαιτήσεις τους πολύ πιο εύκολα από ότι σε έναν πραγματικό πόλεμο, να καταλήξει, όπως κάθε πόλεμος, με το να τους ξεφύγει από τα χέρια. Και, ίσως, σε εκείνο το σημείο, αν δεν θα είναι πολύ αργά, οι άνθρωποι να αναζητήσουν εκ νέου εκείνη την ειρήνη της ακυβερνησίας που τόσο απρόσεκτα εγκατέλειψαν.

 

23 Φλεβάρη 2021   

 

Μια ατμόσφαιρα βαριά, αδιαφανής και πνιγηρή…

 

«Μια ατμόσφαιρα βαριά, αδιαφανής και πνιγηρή έχει απλωθεί πάνω στη χώρα, οι άνθρωποι είναι θλιμμένοι και ανικανοποίητοι, και, ωστόσο, είναι διατεθειμένοι να υποστούν οτιδήποτε χωρίς να διαμαρτύρονται και χωρίς να εκπλήσσονται. Είναι η χαρακτηριστική κατάσταση των περιόδων της τυραννίας. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια, που οι επιφανειακοί παρατηρητές εκλαμβάνουν σαν σημάδι ευθραυστότητας της εξουσίας, στην πραγματικότητα σημαίνει το εντελώς αντίθετο. Μια δυσαρέσκεια υπόκωφη και διάχυτη είναι συμβατή με μια σχεδόν άνευ όρων υποταγή για δεκάδες χρόνια· όταν στο αίσθημα της δυστυχίας ενώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, με την απουσία ελπίδας, οι άνθρωποι υπακούουν μέχρις ότου ένα εξωτερικό χτύπημα έρθει για να αποκαταστήσει την ελπίδα τους».

Σιμόν Βέιγ, 1940 

 

«Το αίσθημα της ασφάλειας έχει αλλάξει βαθιά. Δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό, από τη στιγμή που δεν μπορεί να υπάρξει ασφάλεια για τον άνθρωπο σε αυτή τη γη και η ανάγκη για ασφάλεια, πέρα από ένα συγκεκριμένο όριο, είναι μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση που εξαπατά τους πάντες και κάνει τα μυαλά αδύνατα, υπερφίαλα και ανοήτως ανικανοποίητα· το βλέπουμε καλά σε περιόδους ευημερίας και το βλέπουμε επίσης σε εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες που πιστεύουν σήμερα ότι είναι ασφαλείς. Όμως η ολική απουσία ασφάλειας, κυρίως όταν η καταστροφή που τρέμουμε φαίνεται να υπερβαίνει τα αποθέματα ευφυΐας και θάρρους που διαθέτουμε, δεν είναι λιγότερο βλαπτική. Έχουμε δει στο παρελθόν πώς οι οικονομικές κρίσεις αφαιρούν από τους νέους κάθε ελπίδα ότι μπορούν να ενταχθούν πλήρως στις γραμμές της κοινωνίας, βγάζοντας τα προς το ζην και καταφέρνοντας να θρέψουν μια οικογένεια. Βλέπουμε τώρα μια ολόκληρη γενιά νέων να βρίσκεται στον ίδιο αδιέξοδο… Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, ο τύπος, το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος είναι τόσο ισχυρά ώστε να επηρεάζουν την ψυχική κατάσταση ενός ολόκληρου λαού. Σαφώς η ζωή συνεχίζει να αμύνεται, προστατευόμενη από το ένστικτο και από κάποιας μορφής άγνοιας· ωστόσο, ο φόβος που διαχέεται από τις μεγάλες συλλογικές καταστροφές, αναμενόμενες παθητικά όπως μια πλημμύρα ή έναν σεισμό, καλλιεργεί ολοένα και περισσότερο το αίσθημα ότι ο καθένας μπορεί να έχει το μέλλον που του αρμόζει».

Σιμόν Βέιγ, 1939

 

Για την αντιγραφή, Τζόρτζο Αγκάμπεν 2 Μάρτη 2021