Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Ελευθερία και ανασφάλεια - Giorgio Agamben


Ο Τζων Μπάρκλεϋ, στο προφητικό του μυθιστόρημα Argenis (1621), όρισε ως εξής το παράδειγμα της ασφάλειας που, πιο μετά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προοδευτικά θα υιοθετήσουν: «Ή δίνεις στους ανθρώπους την ελευθερία τους ή τους προσφέρεις την ασφάλεια, για χάρη της οποίας θα εγκαταλείψουν την ελευθερία». Η ελευθερία και η ασφάλεια είναι, δηλαδή, δύο αντίθετα παραδείγματα κυβέρνησης, ανάμεσα στα οποία το κράτος πρέπει, κάθε φορά, να κάνει την επιλογή του. Αν θέλει να υποσχεθεί στους υπηκόους του την ασφάλεια, ο κυρίαρχος πρέπει να θυσιάσει την ελευθερία τους και, αντιστρόφως, αν θέλει την ελευθερία, πρέπει να θυσιάσει την ασφάλειά τους. Όμως ήταν ο Μισέλ Φουκώ που έδειξε πώς πρέπει να εννοείται η ασφάλεια (η sureté publique) την οποία οι φυσιοκρατικές κυβερνήσεις, ξεκινώντας από εκείνη του Κενέ, ήταν οι πρώτες που ενέταξαν σαφώς στα καθήκοντά τους, στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Δεν επρόκειτο –τότε όπως και σήμερα– για την αποτροπή των καταστροφών, που στην Ευρώπη εκείνων των χρόνων ήταν ουσιαστικά οι λιμοί, αλλά στο να αφήσουν αυτές να συμβούν, προκειμένου, αμέσως μετά, να παρέμβουν ώστε να τις κατευθύνουν στην πιο χρήσιμη κατεύθυνση για τις ίδιες. Η λέξη κατεύθυνση ξαναβρίσκει εδώ την ετυμολογική της σημασία, δηλαδή αυτή που έχει να κάνει με το «κυβερνάν»: ένας καλός καπετάνιος (κυβερνήτης) δεν μπορεί να αποφύγει τις θύελλες, αλλά, όταν αυτές έρχονται, πρέπει να είναι σε θέση να κυβερνήσει το πλοίο του σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής. Ουσιώδης, υπό αυτή την προοπτική, ήταν η διάδοση μεταξύ των πολιτών ενός συναισθήματος ασφάλειας, μέσω της πίστης ότι η κυβέρνηση επαγρυπνεί για την ηρεμία και το μέλλον τους. Αυτό στο οποίο παρευρισκόμαστε σήμερα είναι η ακραία διαστρέβλωση αυτού του παραδείγματος και, ταυτοχρόνως, η σαφής αντιστροφή του. Πρωταρχικό καθήκον των κυβερνήσεων μοιάζει να έχει γίνει η τριχοειδής διάδοση μεταξύ των πολιτών ενός συναισθήματος ανασφάλειας, μέχρι και πανικού, που συμπίπτοντας με την ακραία συμπίεση των ελευθεριών τους, βρίσκει ακριβώς σε αυτή την ανασφάλεια τη δικαιολόγησή της. Σήμερα, τα αντιθετικά παραδείγματα δεν είναι η ελευθερία και η ασφάλεια, αλλά, σύμφωνα με τον ορισμό του Μπάρκλεϋ, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό που επικρατεί είναι το «δώσε στους ανθρώπους την ανασφάλεια, κι αυτοί θα απαρνηθούν την ελευθερία». Δεν είναι πλέον αναγκαίο, λοιπόν, οι κυβερνήσεις να δείχνουν ικανές να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις καταστροφές: η ανασφάλεια και η έκτακτη ανάγκη, που συνιστούν τώρα το μοναδικό θεμέλιο της δικαιολόγησής τους, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαλειφθούν, αλλά –όπως βλέπουμε σήμερα με την αντικατάσταση του πολέμου ενάντια στον ιό με αυτόν μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας– απλώς να αρθρωθούν σύμφωνα με συγκλίνουσες, αλλά κάθε φορά διαφορετικές, τροπικότητες. Μια κυβέρνηση αυτού του τύπου είναι ουσιαστικά αναρχική, με την έννοια ότι δεν έχει οποιαδήποτε αρχή στην οποία να προσφεύγει, αν όχι αυτής της έκτακτης ανάγκης που αυτή η ίδια παράγει και συντηρεί. Είναι πιθανό, ωστόσο, η κυβερνητική διαλεκτική μεταξύ αναρχίας και έκτακτης ανάγκης να φτάνει σε ένα κατώφλι, πέρα από το οποίο κανείς καπετάνιος δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει το πλοίο και οι άνθρωποι, μπροστά στο τώρα πια αναπόφευκτο ναυάγιο, να πρέπει να κάτσουν να ξανασκεφτούν την ελευθερία που τόσο απρόσεκτα θυσίασαν.

8 Δεκέμβρη 2022

 

Αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

 

Υ.Γ. Στις 20 Δεκέμβρη 2012, δηλαδή ακριβώς δέκα χρόνια πριν, επρόκειτο να γίνει στην ΑΣΟΕΕ η δεύτερη συνάντηση εκδόσεων ανατρεπτικού περιεχομένου «Μαύρες-Κόκκινες Σελίδες». Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας η αστυνομία εισέβαλε στη Βίλλα Αμαλίας και αφού συνέλαβε τους παρευρισκόμενους-ες, την εκκένωσε και τη σφράγισε, προκειμένου να σταματήσει να υπάρχει το «καθεστώς ανομίας» που επικρατούσε εκεί. Οι τότε διοργανωτές των «Μαύρων-Κόκκινων Σελίδων», αποφασίσαμε, μέσα στην τρομερή ένταση των γεγονότων, να μην αναβάλλουμε την εκδήλωση, αλλά να την εντάξουμε στον πρώτο κύκλο αντιδράσεων για το συμβάν. Ενώ στον χώρο εκδηλώσεων της ΑΣΟΕΕ γινόντουσαν οι προγραμματισμένες συζητήσεις και η έκθεση βιβλίου, σε διπλανή αίθουσα λάμβανε χώρα η συνέλευση αλληλεγγύης και αντίστασης. Μετά το τέλος των «Σελίδων», συγκροτήθηκε αυθόρμητη πορεία, που έφτασε μέχρι τις παρυφές της Βίλλας, ερχόμενη αντιμέτωπη με πολυάριθμες και πάνοπλες δυνάμεις καταστολής. Εκείνη τη μέρα, για πολλούς-ες από εμάς, έκλεισε ένας κύκλος που είχε ξεκινήσει από τις φοιτητικές καταλήψεις του 1979, αναζωπυρώθηκε με το Χημείο και το Πολυτεχνείο του 1985, διευρύνθηκε και ρίζωσε με το Πολυτεχνείο του 1990 και τον «ανθό της ελληνικής νεολαίας», κι έφτασε στο απόγειό του με τα Δεκεμβριανά του 2008. Ένα κίνημα «νομαδικό» που έγινε «γεωργικό», έβλεπε να χάνει το «μεγάλο σπίτι» και να ξαναβρίσκεται, περιπλανώμενο, στην έρημο της μητρόπολης. Η ρομαντική-ηρωϊκή ανακατάληψη της Βίλας στις 9 Γενάρη 2013, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των μπάτσων, έριξε την αυλαία σε ένα εγχείρημα μιας έμπρακτης λογικής που ξέρει μεν να φτιάχνει, αλλά αδυνατεί να διατηρήσει ή να ξαναφτιάξει μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις της κρατικής καταστολής (σε συνδυασμό με τη μεγαλειώδη πορεία των πάνω από 10.000 ατόμων στις 12 Γενάρη για συμπαράσταση στους συλληφθέντες-είσες). Κάτι που αποδείχθηκε και στη συνέχεια, φτάνοντας μέχρι το σήμερα, με μια σειρά άλλων κατειλημμένων χώρων, που είχαν την ίδια τύχη με τη Βίλλα. Όμως, μήπως είναι σε αυτό που τελικά βρίσκεται η άγρια ομορφιά τέτοιου είδους κινηματικών εγχειρημάτων αλά ελληνικά, βγαλμένη ακριβώς από τον επαναστατικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα; Η ιστορία της Βίλας Αμαλίας δεν έχει γραφτεί μέχρι σήμερα. Παραμένει στον χώρο του προφορικού μύθου, στη σφαίρα των προσωπικών βιωμάτων, στο «πέρασα κι εγώ από εκεί». Κινδυνεύει έτσι να χαθεί μια πολύτιμη εμπειρία, παιδευτική για το παρόν και το μέλλον. Από την άλλη, για να αποτυπωθεί η ιστορία χρειάζεται μια κάποια ενηλικίωση. Όμως η εξέγερση ανέκαθεν αρνείται αυτή την ενηλικίωση και χωρίς να πέφτει στον παλιμπαιδισμό, συνιστά μια άλλη πτυχή της παιδικότητας, που χαρακτηρίζεται από απουσία σκοπιμότητας και δόλο προθέσεων, ενώ διαθέτει μπόλικη αγνότητα, ειλικρίνεια και πάθος.  Ο «χώρος», στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι πρώτα απ’ όλα ζήτημα ενσυναίσθησης. «Τρελοί κι ευτυχισμένοι» που έλεγε και εκείνο το παλιό σύνθημα. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει το βάθος που είχαν ανάλογες περιπτώσεις στη Δυτική Ευρώπη ή στις Αμερικές. Αλλά έχει, έτσι, μια συνέχεια, που αρκεί να ήταν κάποιος-α στην πορεία μνήμης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στις  6 Δεκέμβρη τρέχοντος έτους, για να την αντιληφθεί.