Ήταν ηλιόλουστη μέρα η 10η Γενάρη
1991, μια από τις Αλκυονίδες της καινούργιας χρονιάς. Στα Προπύλαια ο κόσμος
είναι απίστευτα πολύς, επικρατεί μια γενική αμηχανία για το τι μέλλει γενέσθαι.
Η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από τους Οννεδίτες στην Πάτρα απαιτεί κάτι
παραπάνω από μια απλή πορεία στη συνηθισμένη (και τότε) διαδρομή
Προπύλαια-Σταδίου-Βουλή-Πανεπιστημίου-Προπύλαια. Με τα συντρόφια από την
Κεραμεικού και τους Πειρατές της Ημισελήνου τριγυρνάμε προσπαθώντας να αφουγκραστούμε
την κατάσταση. Ξαφνικά μπροστά μας ένα συνεργείο του Telecity, του τότε καναλιού του
Καρατζαφέρη, που θέλει να κάνει «ανεξάρτητη δημοσιογραφία». Οι νεότεροι και πιο
ευέξαπτοι της παρέας του δείχνουν τι σημαίνει «ανεξάρτητη αντι-πληροφόρηση». Ο κόσμος
αρχίζει να κινείται προς την Ομόνοια και συνεχίζει να είναι πάρα πολύς. Λίγο
μετά τα Προπύλαια ο Νίκος με ρωτάει αν βλέπω να γίνεται τίποτα, δεν μπορεί, ρε
γαμώτο, να είναι αυτή η απάντησή μας σε μια δολοφονία. Εκείνη τη στιγμή στρίβει
από την Ιπποκράτους ένα φορτηγάκι της Group4,
που πάλι κάποιοι ευέξαπτοι το ανατρέπουν και φουντουλώνουν. Οι επιβαίνοντες
διαφεύγουν τάχιστα. Έχουμε φτάσει πια στην Ομόνοια και η πορεία κάνει κύκλο
γύρω της. Τίποτα ακόμη. Αμηχανία και προσμονή. Τι κάνουμε; Ενώ το τμήμα της
πορείας που αποτελείται από φοιτητές και μαθητές προσκείμενους στην άκρα
αριστερά αρχίζει να διαλύεται, πολύς κόσμος αρχίζει να μαζεύεται στη
διασταύρωση Πανεπιστημίου και Πατησίων. Και ξαφνικά, χωρίς κάποιος να δώσει το
σύνθημα, χωρίς κάποιος να πάρει την πρωτοβουλία, το αυθόρμητο, αυτό το τόσο
δοξασμένο και φαντασιωμένο από τον «χώρο» αυθόρμητο, παίρνει μπροστά.
Εκατοντάδες άτομα «οπλισμένα» με πέτρες, ξύλα, μπουκάλια και ότι άλλο μπορεί να
μαζέψει κανείς από την περιοχή, αρχίζει να τρέχει προς την Κάνιγγος και τα
γραφεία της Νέας Δημοκρατίας που βρίσκονται στο τέρμα της οδού Χαλκονδύλη.
Αμέσως εμφανίζεται η αστυνομία που αρχίζει να ρίχνει δακρυγόνα. Και τότε μες
στον ήλιο του μεσημεριού, ξεκινάει μια τρομερή αντιπαράθεση που θα συνεχιστεί
για κάμποση ώρα, όταν οι διαδηλωτές προσωρινά υποχωρούν λόγω της υπέρτερης
δύναμης των άπειρων δακρυγόνων. Όμως τα πράγματα δεν σταματούν εκεί και στη
συνέχεια, από το απόγευμα και μετά, έχουμε τη μέχρι τότε μεγαλύτερη
μητροπολιτική σύγκρουση που έχει συμβεί στην Αθήνα από το 1974 και εντεύθεν.
Μια σύγκρουση, που δεν περιορίζεται στην περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο, κεντρικό
ορμητήριο των εξεγερμένων προλετάριων όπως πάντα, αλλά επεκτείνεται και σε
πολλές άλλες περιοχές κοντά στο κέντρο και κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες της
11ης Γενάρη. Τότε που μαθαίνουμε και τα καθέκαστα για την πυρκαγιά στο
Κάπα Μαρούση και τους τέσσερις νεκρούς στο εσωτερικό του, που για τις επίσημες
αρχές είναι αποτέλεσμα τρομοκρατικής επίθεσης, αλλά για την άλλη μπάντα είναι
σαφές ότι η φωτιά ξεκίνησε από τα δακρυγόνα που έριχναν τα ΜΑΤ στους διαδηλωτές
που ερχόντουσαν από τη Θεμιστοκλέους. Το πόσο εύκολα μπορούσαν να ανάψουν φωτιά
τα δακρυγόνα το είχαμε ήδη δει κάποιοι στη διασταύρωση Πατησίων και Σολωμού,
όταν κάηκε το εκεί γωνιακό περίπτερο από δακρυγόνο που σφηνώθηκε στην οροφή
του. Την επόμενη μέρα, 11η Γενάρη, κατά το απόγευμα, κόσμος αρχίζει
πάλι να μαζεύεται στο Πολυτεχνείο. Ήδη από το πρωί η παρέα μας έχει φροντίσει
να προμηθευτεί αντιασφυξιογόνες μάσκες από το Μοναστηράκι και για πρώτη φορά
στην ιστορία του ενθάδε ανταγωνιστικού κινήματος επιφυλάσσει μια δυσάρεστη
έκπληξη στις δυνάμεις καταστολής. Είμαι με τον Μιχάλη έξω από το Πολυτεχνείο
και ακουμπάμε σε μια μεγάλη σιδερένια κολόνα στην Πατησίων, στο τέλος της Τοσίτσα.
Γενικά, καθώς θεωρούμε ότι δεν πρέπει να είμαστε οι ας πούμε οργανωμένοι που
πρέπει να την πέσουμε πρώτοι, είμαστε και πάλι στην αναμονή. Και ξαφνικά από το
εσωτερικό της κολόνας αρχίζει να ακούγεται ο υπόκωφος θόρυβος από τα χτυπήματα
στις αντίστοιχες κολόνες κατά μήκος της Πατησίων. Αμέσως μαθαίνουμε ότι
χουλιγκάνια έχουν ξεκινήσει πέσιμο και πάλι στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας.
Πάμε! Η πρώτη σειρά των επιτιθέμενων από την Πατησίων προς την Κάνιγγος, φοράει
όλη μάσκες και δεν καταλαβαίνει τίποτα από τα δακρυγόνα! Η έκπληξη των ματάδων
τεράστια, αναγκάζονται να υποχωρήσουν κακήν κακώς προς την Κάνιγγος, αφού
δέχονται συνεχώς τα «απαραίτητα». Η δεύτερη μέρα των συγκρούσεων δεν είχε την
ένταση, τη σφοδρότητα και το χωρικό εύρος της πρώτης, αλλά όχι ότι έμεινε πίσω!
Βλέποντας τα πράγματα τριανταδύο χρόνια μετά, θα λέγαμε ότι οι συγκρούσεις
εκείνου του διήμερου έκλεισαν τον πρώτο κύκλο του «έρποντος Πολυτεχνείου», που
ξεκίνησε το 1975 και έφτασε μέχρι τις πρώτες μέρες του 1991. Θα ακολουθήσει ο
δεύτερος μεγάλος κύκλος, που ξεκινώντας από το Πολυτεχνείο του ’95, θα
κορυφωθεί τον Δεκέμβρη του 2008 και θα κλείσει την 12η Φλεβάρη 2012.
Η 10η Γενάρη έχει τη δική της σημασία, γιατί ήταν η πρώτη φορά που η
λογική του αυθόρμητου, που διακατείχε τον «χώρο», λειτούργησε. Δηλαδή ήταν η
πρώτη φορά από την μεταπολίτευση και πέρα, που η λογική πυροδοτούμε τις
καταστάσεις και αφήνουμε τα πράγματα να εξελιχθούν, πέτυχε στην πράξη. Και τον
Δεκέμβρη του 2008 μερικώς έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα, κυρίως στην περιφέρεια
των μητροπόλεων και στην επαρχία, αλλά ήταν μόνο στις 12 Φλεβάρη του 2012 που η
10η-11η Γενάρη 1991, ως λογική, επαληθεύθηκε. Όμως ήταν και
εκείνη τη μέρα, που όπως είπαμε, έκλεισε, κατά τη γνώμη μας, ο κύκλος του
«έρποντος Πολυτεχνείου», και καθώς και οι δυνάμεις καταστολής και τα αφεντικά
τους είχαν πάρει πλέον το μάθημά τους και αναβάθμισαν τη στρατιωτική παρουσία
και λειτουργία της αστυνομίας σε εντυπωσιακό βαθμό, τέτοιου είδους συγκρούσεις,
τουλάχιστον στο κέντρο και πέριξ του κέντρου της Αθήνας, δεν ξαναείδαμε. Ένα
μεγάλο ερώτημα είναι αν η μνήμη βοηθάει τους αγώνες του ανταγωνιστικού
κινήματος ή αποτελεί εμπόδιο, λειτουργώντας απλώς σαν μνημόσυνο του τύπου «και
διηγώντάς τα να κλαις», αφού, προς το παρόν, τέτοιες στιγμές δεν φαίνεται πως
θα ξαναζήσουμε σύντομα. Από την άλλη πετυχημένες συνταγές του παρελθόντος είναι
πολύ αμφίβολο αν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν στο παρόν και στο μέλλον, χωρίς
να οδηγήσουν σε σοβαρές ήττες. Πολύ δύσκολη η απάντηση, αφού η ιστορία είναι
πάντοτε έγκυος και εκεί που δεν το περιμένεις, γεννάει πανέμορφα παιδιά. Το
παρών σημείωμα, προφανώς, δεν σκοπεύει ούτε στη συντήρηση μιας μνήμης που
μοιάζει πια μακρινό παρελθόν ούτε στη δημιουργία ελπίδων του τύπου πού θα πάει,
όλο και κάτι θα συμβεί. Αποτελεί απλώς έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον
δολοφονημένο αγωνιστή Νίκο Τεμπονέρα, που την κρίσιμη στιγμή είπε το δικό του
όχι και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Παναγιώτης
Κ.