Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας - Giorgio Agamben


Ξεκινώντας από τον Οκτώβρη του 1915, μετά την είδηση για την έκρηξη του μεγάλου πολέμου, ο Καρλ Κράους άρχισε να γράφει «για ένα θέατρο του Άρη», το δράμα Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας, που δεν ήθελε να ανέβει στη σκηνή γιατί «οι θαμώνες των θεάτρων αυτού του κόσμου δεν θα το καταλάβουν». Το δράμα –ή, μάλλον, όπως διαβάζουμε στον υπότιτλο, «η τραγωδία σε πέντε πράξεις»–- ήταν  «αίμα από το αίμα τους και ουσία από την ουσία εκείνων των απίθανων, ακατανόητων και  απροσπέλαστων χρόνων από οποιαδήποτε επιμελή σκέψη, απρόσιτων σε οποιαδήποτε θύμηση και διατηρημένων μονάχα σε ένα ωμό όνειρο, εκείνων των χρόνων όπου οπερετικές φιγούρες απήγγειλαν την τραγωδία της ανθρωπότητας». Και στο Weltgericht, δημοσιευμένο μετά το τέλος του πολέμου, θα μιλήσει για τη δική του «μεγάλη εποχή», που είχε γνωρίσει «όταν ήταν πολύ μικρός και στην οποία θα επέστρεφε προκειμένου να ξαναγίνει μικρός αν του έμενε ακόμη χρόνος», μια εποχή που «συμβαίνει αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε και στην οποία πρέπει να συμβεί αυτό που δεν μπορούμε πλέον να φανταστούμε και το οποίο , αν το φανταστούμε πώς μπορεί να υπάρξει, δεν θα συμβεί».

Όπως κάθε λόγος αδυσώπητα διαυγής, η διάγνωση του Κράους ταιριάζει απόλυτα με την κατάσταση την οποία βιώνουμε. Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας είναι οι μέρες μας, αν είναι αλήθεια ότι κάθε μέρα είναι η τελευταία, εφόσον η εσχατολογία είναι, για όποιον είναι σε θέση να την καταλάβει, η κατ’ εξοχήν ιστορική συνθήκη. Ιδιαιτέρως σε ότι αφορά τον πόλεμο, μπορούμε να πούμε για την εποχή μας, όπως έκανε ο Κράους, ότι όντας «ανίκανη να ζήσει κάτι και να το αναπαραστήσει, δεν ταρακουνιέται ούτε από την ίδια της την κατάρρευση». Και δεν αληθεύει ίσως και σήμερα, όταν τα ψέματα για τον εν εξελίξει πόλεμο θέλουν να νομιμοποιήσουν κάθε μελλοντικό πόλεμο, «ότι το γεγονός πως θα γίνει  πόλεμος εμφανίζεται κατανοητό ακριβώς σε εκείνους που το σύνθημα “θα γίνει  πόλεμος” επέτρεψε και κάλυψε κάθε ντροπή»; Και είναι πιθανό ότι, όπως στην Αυστρία το 1919, και η Ευρώπη να μην επιβιώσει των ψεμάτων της και των ντροπών της, και τελικά θα μπορεί  μονάχα να επαναλάβει τα λόγια του Κάιζερ που κλείνουν το βιβλίο: Ich habe es nicht gewolt, «εγώ δεν το θέλησα».

11 Οκτώβρη 2025

Υ.Γ. (του μεταφραστή):  Την Τρίτη 21 Οκτώβρη, μάθαμε από ανάρτηση του συγκροτήματος Magic de Spell, τον θάνατο του Γιώργου Ψωμόπουλου. Οι σχετικές αναρτήσεις μίλησαν, ορθώς, για τη συμβολή του Γιώργου στην ελληνική ροκ σκηνή. Υπάρχει όμως και μια άλλη του πλευρά, στην οποία οφείλω να αναφερθώ. Τον Γιώργο τον γνώρισα το 1985 στις συνελεύσεις ενάντια στην καθιέρωση του Ενιαίου Αριθμού Ταυτότητας (ΕΚΑΜ), ενός δυστοπικού σχεδίου ηλεκτρονικού ελέγχου των ζωών μας, που αν και τότε ακυρώθηκε με τη συμβολή ενός μικρού αριθμού ατόμων που καταλάβαιναν πού θα οδηγούσε κάτι τέτοιο, τελικά καθιερώθηκε 40 χρόνια μετά, κυριολεκτικά χωρίς να ανοίξει μύτη. Στη συνέχεια συμπορευτήκαμε για λίγο στο ιστορικό κινηματικό περιοδικό “Convoy”, όπου συνέβαλε αποφασιστικά μέσα από μεταφράσεις και κείμενα εμφορούμενα από το πνεύμα της Σχολής της Φρανκφούρτης, την οποία τόσο εκτιμούσε ο Γιώργος, μια σκέψη στην οποία είχε εντρυφήσει ο αγαπημένος σύντροφος και φίλος από τα χρόνια του στη Γερμανία τη δεκαετία του ’70. Μια σκέψη ρηξικέλευθη, την οποία προωθούσε με πείσμα ο «θάμνος» μαζί με κάποιους άλλους, όπως η θαυμαστή παρέα των «Σημειώσεων» και ο άλλος εξαιρετικός άνθρωπος, που έφυγε κι αυτός, ο Γιώργος Μερτίκας με το περιοδικό του «Λεβιάθαν». Τότε τις μεταφράσεις και τα κείμενα του τα υπέγραφε σαν Γ.Ν. Ρουσσέας. Μεγάλο «τρελλοκομείο» ο Γιώργος, ακατάβλητος στη γραφή και φοβερή παρέα, πάντα γελαστός και ανοιχτός σε οποιαδήποτε πρόκληση. Τον έχασα με τα χρόνια, αλλά όποτε τον έβλεπα ήταν πάντοτε ίδιος και ευγενικός. Μάλωνε διαρκώς με τον Χρήστο Νάσιο, με τον  Γιώργο Κώτσου να προσπαθεί ακαταπόνητος να συμβιβάσει τις πολλές ψυχές του «Convoy». Θα μου (μας) λείψει, όπως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για να γίνει αυτός ο κόσμος όχι απλά πιο υποφερτός, αλλά καλύτερος.


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Γκίνια


Ο
Μιχάλης άναψε το τέταρτο τσιγάρο της μέρας. Στη φυλακή, που τα τσιγάρα ήταν δυσεύρετο είδος, είχε μάθει να καπνίζει μέχρι έξι τη μέρα. Το έκανε με έναν τελετουργικό τρόπο ανάλογο με το ωράριο που είχε επιβάλλει η διεύθυνση. Τώρα που ήταν έξω, αυτή τη συνήθεια την είχε κρατήσει. Δύο με τον μεσημεριανό καφέ, δύο με τον απογευματινό και άλλα δύο με το βραδινό του ποτάκι, συνήθως μπύρα, σπανίως κάνα κρασί, αλλά ποτέ Μαρτίνι Μπιάνκο και Καμπάρι Σόδα. Τα πούρα εννοείται πως τα είχε κόψει εδώ και πολλά χρόνια, αν τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν τέτοιες πολυτέλειες πριν τη φυλακή, τώρα τέτοιες απολαύσεις ήταν εντελώς απαγορευμένες. Όπως είχε κόψει και το πολύ φαγητό, περισσότερο τάιζε τις δύο γάτες του παρά έτρωγε ο ίδιος. Ο Μιχάλης ήταν μόνος, πληγωμένος και με προβλήματα υγείας. Τα ζωντανά του έδιναν ένα απάγκιο και ίσως έναν λόγο να ζει, έπρεπε κάποιος να τα φροντίζει. Του τα είχε αφήσει η μητέρα του, η οποία είχε πεθάνει, υπέργηρη, έναν χρόνο πριν και μέχρι να αποφυλακιστεί τα τάιζε μια γειτόνισσα.  Φοβόταν πολύ τι θα απογίνονταν χωρίς αυτόν. Ο Μιχάλης ήταν ένας αποτυχημένος, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά. Χωρισμένος με γυναίκες που δεν ήθελαν να τον βλέπουν στα μάτια τους και παιδιά που ναι μεν τον αγαπούσαν αλλά τον κρατούσαν σε απόσταση, ενώ επαγγελματικά, αν και γνώριζε άριστα την τυπογραφική τέχνη, δεν είχε καταφέρει να στήσει αυτή που λέμε «υγιή» επιχείρηση, έμπλεξε με την παραχάραξη και την πλαστογραφία, κι αυτό του στοίχισε ακριβά. 7 χρόνια φυλακή στην Κέρκυρα. Γάμησέ τα. Κι όλα αυτά γιατί έψαχνε τη «συνοικία το όνειρο», όπως του έλεγε πάντοτε ο παλιός του φίλος και ενίοτε συνεργάτης, ο Χρήστος.

 

Με τον Χρήστο είχαν γνωριστεί στο τυπογραφείο του, όταν ακόμη δούλευε «κανονικά», την πρώτη χρονιά της δεκαετίας του ’90. Από τους καλούς τυπογράφους του κέντρου, είχε μαγαζί στην Τσιμισκή, στα σύνορα Νεάπολης-Εξαρχείων. Ο Χρήστος τότε ξεκινούσε την εκδοτική του καριέρα, στον Μιχάλη τον είχε στείλει ένας κοινός τους γνωστός, βιβλιοδέτης το επάγγελμα, ο Μάκης. Αν και δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο Μιχάλης αποκαλούσε πάντοτε τον Χρήστο «μικρούλη». Ίσως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Μιχάλης ήταν ήδη φτασμένος τυπογράφος και ο Χρήστος μόλις τότε είχε αρχίσει να μαθαίνει τα μυστικά των γραφικών τεχνών, έχοντας ανοίξει και το δικό του ατελιέ. Ο Χρήστος ήξερε φωτοσύνθεση, σελιδοποίηση, φιλμ, μοντάζ, αλλά αγνοούσε τα μυστικά της τυπογραφίας, κάτι που ανέλαβε να του μάθει ο Μιχάλης. Και του το έμαθε πολύ καλά. Μετά από ένα διάστημα, μαζί «ανέβαιναν» στη μηχανή, φόρτωναν το χαρτί, έστρωναν τα μελάνια και, με τον Μιχάλη να φωνάζει «χέρια!», ξεκινούσε η εκτύπωση. Η φωνή «χέρια» ήταν η ειδοποίηση του μάστορα προς τους βοηθούς ότι η μηχανή αρχίζει να δουλεύει, οπότε έπρεπε να απομακρύνουν τα χέρια τους για να μη τα χάσουν. Είχε συμβεί κάτι τέτοιο μπροστά στον Μιχάλη, είχε δει να παίρνει η μηχανή το χέρι ενός βοηθού και δεν ήθελε να ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Ο Χρήστος τηρούσε ευλαβικά τις εντολές του Μιχάλη, σιγά σιγά έμαθε κι αυτός να τυπώνει κάποιες από τις μπροσούρες με αναρχικό περιεχόμενο του μικρού εκδοτικού του οίκου.

 

Ο Μιχάλης ήθελε να πιάσει την καλή και να ξεκόψει από ένα επάγγελμα που το αγαπούσε μεν, αλλά τον κούραζε πολύ. Έτρεχε σαν τον Βέγγο, δούλευε πολλές ώρες, αλλά ποτέ δεν του έμεναν λεφτά στην τσέπη, είτε γιατί τα σπαταλούσε ενίοτε βλακωδώς είτε γιατί οι απαιτήσεις από τις προσωπικές του επιλογές τού έτρωγαν πολλά. Και όταν λέμε βλακωδώς εννοούμε τις πολλές βόλτες, τα άπειρα ξενύχτια με χαμένους εκ των προτέρων έρωτες, που όμως τον πλήγωναν βαθιά τόσο συναισθηματικά όσο και υλικά, αλλά και τον τζόγο. Του άρεσαν τα χαρτιά του Μιχάλη, του άρεσε ο συνδυασμός τύχης και τεχνικής, αλλά επειδή δεν τηρούσε το ιταλικό ρητό «Στον έρωτα και στα χαρτιά πρέπει να ξέρεις πότε πρέπει να φεύγεις», συνεχώς έμενε ρέστος. Είχε κάνει δύο γάμους, είχε χωρίσει ισάριθμες φορές, είχε τρία παιδιά και πλήρωνε τις ανάλογες διατροφές. Πού να του φτάσουν τα λεφτά του Μιχάλη, που ναι μεν είχε πελατεία, αλλά όχι τόσο μεγάλη για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει. Κάποια βράδια κάθονταν με τον Χρήστο στο τυπογραφείο μετά τη δουλειά και πίναν μπύρες, και τότε άρχιζε τις ιστορίες για τους παλιούς μάστορες, τις τυπογραφικές μηχανές αλλά και τα ταξίδια που ήθελε να κάνει και δεν έκανε ποτέ. Ο Χρή-στος, πολύ πιο ορθολογικός και γνώστης των οικονομικών, του έκανε συγκεκριμένες προτάσεις για να βελτιώσει το εισόδημά του και να ανοίξει τον κύκλο των εργασιών του, ο Μιχάλης, όμως, άναβε ένα ακόμη τσιγάρο, Μάρλμπορο κάπνιζε τότε και του έλεγε: «Μικρούλη τα ξέρω κι εγώ αυτά, όμως δεν είμαι φτιαγμένος για τέτοια». Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, ο Μιχάλης μεγάλωνε, μεγάλωνε και ο Χρήστος, περνούσαν μέρες στο τυπογραφείο και πάντοτε κάθε Πάσχα στο σπίτι που έμενε ο Μιχάλης μαζί με τη μητέρα του και κάμποσες γάτες στις Κουκουβάουνες. Ήταν τόσο άκαμπτο το πασχαλιάτικο ραντεβού, που μια φορά ο Χρήστος είχε μαλώσει άσχημα με έναν μεγάλο του έρωτα που ήθελε να πάνε στη Ρώμη το Πάσχα επειδή τότε η κοπέλα είχε άδεια, και ο Χρήστος της είχε πει ότι κάτι τέτοιο αποκλειόταν, αφού κάθε Πάσχα το περνάει με τον Μιχάλη ψήνοντας και πίνοντας στη μικρή του αυλή, παρέα με τη μαμά του και τις γάτες.

 

Ο Χρήστος είχε μπλέξει με τα πολιτικά και μάλιστα με τους αναρχικούς, και από παράνομες ενέργειες κάτι ήξερε. Παράνομες όμως κλασικού αναρχικού τύπου, δηλαδή πέσιμο στους μπάτσους με καμιά μολότωφ, γκαζάκι στο μοτοσακό ενός φασίστα, ξυλίκι σε κανένα πρεζέμπορο κλπ. Στη δουλειά του ήταν άψογος, τιμολόγια πάντοτε εντάξει, συνεπής στις φορολογικές και συνταξιοδοτικές του υποχρεώσεις, ναι μεν βγάζουμε αναρχικά βιβλία αλλά όχι και να μας πάνε μέσα για φοροδιαφυγή! Δεν είχε ιδέα για τη σκοτεινή πλευρά του φίλου του τυπογράφου, που ήταν, τι άλλο, η πλαστογραφία και η παραχάραξη. Ο Μιχάλης δεν του είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό, κι όταν εκείνον τον μακρινό Οκτώβρη του ’97, του έκανε μια πρώτη νύξη, ο Χρήστος νόμιζε πως του έκανε πλάκα. Όμως ο Μιχάλης δεν έκανε καθόλου πλάκα και τα πράγματα σοβάρεψαν όταν του πρότεινε να κάνουν μια δουλειά με πλαστά εισιτήρια. Καθώς ο Χρήστος ήταν φιλματζής, θα μπορούσαν να φτιάξουν τα φιλμ στο ατελιέ του και μετά να τα τυπώσουν σε μια μικρή Roland που είχε ο Μιχάλης. Ο Χρήστος στην αρχή ήταν διστακτικός, αλλά μετά, σκεφτόμενος λαμβάνοντας υπόψη την παράδοση των αναρχικών στην πλαστογραφία αλλά και τις επείγουσες ανάγκες του φίλου του δέχθηκε. Το κόλπο έγινε και βγήκαν κάμποσα γκαφρά, όμως ο Χρήστος το μεγαλύτερο μέρος του μεριδίου του το έδωσε στον Μιχάλη, αυτός δεν είχε ανάγκη τα λεφτά, όσα έβγαζε από το ατελιέ και τα βιβλία του τού έφταναν και του περίσσευαν. Μετά έκαναν και κάποιες άλλες δουλειές, αλλά το όλο πράγμα σταμάτησε, για τον Χρήστο τουλάχιστον, όταν ένα απόγευμα έσκασαν στο τυπογραφείο δύο μπράβοι, που απαιτούσαν κάποια χρήματα που τους χρωστούσε ο Μιχάλης από μια παράνομη δουλειά που είχε κάνει με τους εντολοδόχους τους και δεν τους είχε αποδώσει τα οφειλόμενα. Μόλις τους είδε ο Μιχάλης να πλησιάζουν το μαγαζί, φώναξε στον Χρήστο «τώρα τρέχουμε» και πριν προλάβουν οι μπράβοι να μπουν μέσα με όλα τα κακά παρεπόμενα, οι δύο φίλοι βρέθηκαν να τρέχουν την Ιπποκράτους, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια πιτσαρία εκεί κοντά που την είχε ένας γνωστός του Μιχάλη. Τη γλίτωσαν εκείνη τη φορά, ο Μιχάλης έδωσε τα οφειλόμενα, αλλά ο Χρήστος αποφάσισε να κόψει αυτές τις παρτίδες με τον τυπογράφο-δάσκαλό του.

 

Με το γύρισμα του αιώνα, οι δύο φίλοι χάθηκαν. Ο Μιχάλης συνέχισε να βολοδέρνει ανάμεσα σε παρανομία και νομιμότητα, ο Χρήστος κάποια στιγμή έκλεισε το ατελιέ και έπιασε δουλειά σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο ως υπεύθυνος μιας φιλοσοφικής σειράς. Τα πασχαλιάτικα ραντεβού ξεχάστηκαν, ο Χρήστος τα ξαναθυμήθηκε ένα απόγευμα του Απρίλη του 2007 όταν ετοιμαζόταν να πάει στη Σίφνο να βρει την τότε αγαπημένη του και μετέπειτα γυναίκα του, και ξαφνικά στο τηλέφωνο που χτύπησε ήταν ο Μιχάλης. Του εξήγησε ότι δεν μπορούσε να ακυρώσει το ραντεβού, ήταν όλα κανονισμένα και το κορίτσι που τότε έψηνε θα θύμωνε πολύ αν δεν πήγαινε στο νησί, ο Μιχάλης κατάλαβε, θυμήθηκε και την προηγούμενη φορά που ο Χρήστος είχε τσακωθεί γι’ αυτό το περίφημο πασχαλιάτικο ραντεβού, του είπε ότι θα τα έλεγαν με την πρώτη ευκαιρία, αλλά αυτή η ευκαιρία δεν ήρθε ποτέ. Οι δύο φίλοι δεν ξαναβρέθηκαν έκτοτε, ο Μιχάλης σκεφτόταν πάντα τον «μικρούλη» και τι να απέγινε, ο Χρήστος σκεφτόταν επίσης πάντοτε τον «μέντορα» του και τι να είχε συμβεί στη ζωή του. Σε κόσμο που τον ρωτούσε πώς έμαθε τυπογραφία πάντοτε τον ανέφερε με αγάπη και στεναχωριόταν που δεν τον έβλεπε πλέον, αλλά κάπως έτσι τα είχε φέρει η ζωή.

 

Είχε πέσει το βράδυ και ο Μιχάλης άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια μπύρα Henninger. Η μάρκα του θύμιζε τα νιάτα του και γι’ αυτό επέμενε να την πίνει και τώρα. Τα ισχνά οικονομικά του δεν του επέτρεπαν έτσι κι αλλιώς ακριβότερες μάρκες, για δε Καμπάρι και Μαρτίνι, όπως είπαμε, ούτε λόγος. Αυτά τα ποτά, όπως και τα πούρα, του τα είχε μάθει ο Χρήστος, ο οποίος με τη σειρά του τα είχε μάθει στην Ιταλία. Ο Μιχάλης θυμήθηκε που ο Χρήστος πάντοτε του υπενθύμιζε πως πίνουμε ένα Μαρτίνι Μπιάνκο ή ένα Καμπάρι Σόδα πριν το φαγητό για να μας ανοίξει η όρεξη και μετά ένα Μαρτίνι Ρόσο ή μια Γκράπα για την χώνεψη. Μαζί με το δεύτερο ποτό ένα πούρο Ιτάλικο ή Γκαριμπάλντι και μετά όνειρα γλυκά και ασκανδάλιστα. Χάιδεψε τον «Γουργούρη», έναν από τους δύο γάτους του και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά μπύρα και καπνού. Και τότε του ήρθε για μια ακόμη φορά στο μυαλό ο Χρήστος και αμέσως σκέφτηκε να τον πάρει τηλέφωνο. Το είχε σκεφτεί και άλλες φορές και αυτή τη φορά το έκανε πράξη. Η ώρα ήταν 10, δεν ήξερε καν αν ο Χρήστος διατηρούσε ακόμη το ατελιέ του, φαινόταν μάλλον απίθανο ακόμη και να το είχε να βρισκόταν εκεί τέτοια ώρα, αλλά καθώς ήξερε το αλλοπρόσαλλο ωράριο του φίλου του, αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια. Και ως εκ θαύματος, ο Χρήστος απάντησε. Τα είπαν για κάμποση ώρα, ο Χρήστος δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι του είχε τηλεφωνήσει ο παλιός του φίλος, έδωσαν τις βασικές πληροφορίες της ζωής τους στα βιαστικά και ο Χρήστος έμεινε για κάμποσα δευτερόλεπτα σιωπηλός όταν ο Μιχάλης του είπε ότι μόλις είχε βγει από τη φυλακή μετά από 7 χρόνια. Κανόνισαν να τα πούνε από κοντά και έδωσαν ραντεβού σε ένα μπαρ στην Ξενοφώντος που λεγόταν Πομπιντού. Το μέρος το επέλεξε ο Χρήστος, εκεί τον είχε αποχαιρετίσει ένας πρόσφατος έρωτάς του και σκέφτηκε ότι θα είχε φάση να συναντήσει και πάλι τον παλιόφιλο του σε εκείνο το μέρος.

 

Το ραντεβού ήταν προγραμματισμένο για μια Τρίτη βράδυ του Οκτώβρη του 2025 στις 8. Ο Χρήστος είχε πάει ήδη από τις 7.30, η αδημονία του ήταν μεγάλη, μετά από 18 χρόνια θα ξανάβλεπε τον παλιό του φίλο. Ακριβώς στις 8 έφτασε και ο Μιχάλης, ο οποίος παρά την τρέλα του ήταν πάντοτε συνεπής στο ραντεβού με την ακρίβεια δευτερολέπτου, κάτι που ο Χρήστος το απέδιδε στη σχέση του με την τυπογραφία. Το είχε και ο ίδιος αυτό το «βίτσιο» και το απέδιδε στον ίδιο λόγο, οι χρόνοι πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα στην παράδοση της δουλειάς στον πελάτη.  Οι δύο παλιό-φιλοι έμειναν ακίνητοι για λίγα δευτερόλεπτα και μετά αγκαλιάστηκαν ένθερμα. Σχεδόν ταυτόχρονα έβαλαν τα κλάματα, η συγκίνησή τους ήταν μεγάλη, είχαν και οι δύο μεγαλώσει, ο Μιχάλης φαινόταν πιο καταβεβλημένος, τα 7 χρόνια στη «στενή» τον είχαν σημαδέψει ανεπανόρθωτα. Άλλωστε είχε βγει από εκεί λόγω του εμφράγματος που είχε υποστεί, η καρδιά του δεν είχε αντέξει τις τόσες ταλαιπωρίες. Ο Μιχάλης είπε στον Χρήστο, που τον ρώτησε σχετικά, ότι η μητέρα του είχε πεθάνει και μάλιστα δεν του είχαν δώσει άδεια να παραστεί στην κηδεία της λόγω μη επίδειξης μεταμέλειας, κι αυτό ήταν κάτι που το έφερε βαρέως. «Γαμώ τη δικαιοσύνη τους» είπε ο Χρήστος, ο Μιχάλης χαμογέλασε και του απάντησε «μια ζωή αναρχικός “μικρούλη”, μπράβο που δεν άλλαξες ιδέες». Ο Χρήστος του είπε κι αυτός τα δικά του, είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει, είχε κι έναν γιό που τώρα βρισκόταν στην εφηβεία. «Με ποια τον έκανες;» τον ρώτησε ο Μιχάλης και ο Χρήστος του είπε «με εκείνη που για χάρη της δεν ήρθα να γιορτάσουμε μαζί εκείνο του Πάσχα του 2007». «Τουλάχιστον άξιζε τον κόπο;» του είπε ο Μιχάλης κι ο Χρήστος του απάντησε «άξιζε και με το παραπάνω, ο κούκλος μας είναι η τρανή επιβεβαίωση. Απλώς μας σάρωσε το μέλλον Μιχάλη, όλα τα ωραία πράγματα κάπου τελειώνουν». «Πάλι με τις ατάκες σου ρε Χρήστο, δεν θα βαρεθείς ποτέ;». Ο Χρήστος χαμογέλασε και τον αγκάλιασε.

 

Ήπιαν Μαρτίνι Ρόσο, κάπνισαν τα πούρα των συντρόφων, τα Γκαριμπάλντι που κόβονται στη μέση για να τα μοιραστούν αυτοί που αγαπιούνται, είπαν πολλά εκείνο το βράδυ που δεν ήθελε κανείς να τελειώσει. Και όταν αποφάσισαν να χωριστούν, συνέβη το αναπάντεχο. Μια φίλη του Χρήστου που περνούσε τυχαία από την Ξενοφώντος τον είδε και ήρθε να του πει ένα γειά. Ήταν η Ειρήνη. Καμιά σαρανταριά χρονών, καστανή, αδύνατη, με δύο υπέροχα μάτια, γκριζογάλανα. Ο Μιχάλης την κοίταζε αποσβολωμένος. Πάντα του άρεσαν οι γυναίκες αν και είχε πολύ καιρό να πλαγιάσει με μία. Η κοπέλα ρώτησε τον Χρήστο ποιος ήταν ο φίλος του και εκείνος της είπε εν συντομία για τη σημασία που είχε για τη ζωή του. Εκείνη γέλασε και είπε με τη σειρά της ότι πολύ θα ήθελε να ξανασυναντηθούν και να τα πουν πιο αναλυτικά, είχε πολύ ενδιαφέρον η ιστορία τους, τώρα όμως βιαζόταν, έπρεπε να πάει να βρει κάποια φιλαράκια της, αλλά το να ξαναβρεθούν φάνηκε να το θεωρούσε δεδομένο. Όταν έφυγε ο Μιχάλης ρώτησε τον «μικρούλη» ποια ήταν η φίλη του. Ο Χρήστος του είπε ότι επρόκειτο για μια πολύ ωραία περιπέτειά τους μετά τον χωρισμό με τη γυναίκα του, είχαν περάσει ωραία, αλλά κάτι η διαφορά της ηλικίας, κάτι η διαφορά των αντιλήψεων ως προς τον τρόπο ζωής τους, έφερε το αναπόφευκτο τέλος. «Κρίμα ρε Χρήστο, ωραία τύπισσα φαίνεται, όμως κράτα τα καλά και άσε τα άλλα, όλα τα ωραία πράγματα έτσι κι αλλιώς πάντοτε τελειώνουν. Άλλωστε εμείς δεν είμαστε τζαμπατζήδες, πάντοτε πληρώνουμε το τίμημα, τίποτα ωραίο δεν είναι χωρίς κόστος». Ο Χρήστος πλήρωσε τον λογαριασμό, έδωσε και ένα εικοσάρικο στον φίλο του και κίνησαν να πάρουν το τελευταίο λεωφορείο. «Και το Μιτσουμπίσι σου τι έγινε ρε Μιχάλη;», τον ρώτησε ο Χρήστος, ενθυμούμενος το παλιό αμάξι του φίλου του, που πάντοτε τον πήγαινε σπίτι του όταν τέλειωναν τις περιπέτειες του καθώς ο ίδιος δεν οδηγούσε. «Παλιοσίδερα, φίλε μου, το κατέσχεσαν όταν με μπουζούριασαν, προϊόν εγκλήματος είπαν, κι ας το είχα πάρει κάμποσα χρόνια πριν».

 

Κανόνισαν να τα ξαναπούν, αυτή τη φορά παρέα με την Ειρήνη. Ο Χρήστος στεναχωριόταν που θα ξανάβλεπε την Ειρήνη, τον πλήγωνε ακόμη ο χωρισμός τους παρότι είχε περάσει πολύς καιρός και είχε μπλέξει και με άλλες ωραίες κυρίες, όμως βλέποντας τη χαρά του φίλου του, δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Και καλά έκανε, όπως αποδείχθηκε στη συνάντησή τους σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια. Ο Μιχάλης και η Ειρήνη έπιασαν αμέσως την κουβέντα και κάποια στιγμή ο Χρήστος άρχισε να νιώθει παρείσακτος. Όταν η Ειρήνη σηκώθηκε για να πάει τουαλέτα, ο Χρήστος έδωσε ένα πενηντάρι στον φίλο του, πλήρωσε τα ποτά και του είπε: «Κωλόγερε, δεν ξέχασες την άλλη τέχνη σου, το γοήτευσες το κορίτσι». «Άσε τις μαλακίες ρε Χρήστο, απλώς η Ειρήνη γουστάρει να ακούει ιστορίες από μπαρμπάδες, σιγά μην κοιτάξει ένα ραμολί όπως εγώ», αλλά έκοψαν αμέσως τη συζήτηση γιατί η Ειρήνη μόλις είχε επανέλθει. Ο Χρήστος είπε σαν δικαιολογία ότι έπρεπε να φύγει γιατί αύριο είχε να πάει με τον γιο του στο σχολείο για να μιλήσει με τον διευθυντή για κάποια θέματα του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, και κανόνισαν να μιλήσουν και πάλι αύριο. «Καθίστε εσείς, τα ποτά είναι πληρωμένα, αυτά και τα δύο επόμενα, βιάζομαι, έχω υποχρεώσεις εγώ» είπε γελώντας και τους αποχαιρέτισε. Καθώς κατηφόριζε την Μπενάκη για να πάρει το τρόλεϊ από την Πατησίων, ένιωσε ωραία για τον φίλο του, ζήλεψε λίγο που δεν έφυγε παρέα με την Ειρήνη όπως έκαναν παλιά, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα, ο φίλος του άξιζε να περάσει ακόμη λίγη ώρα με ένα όμορφο κορίτσι μετά από τόσα χρόνια στέρησης.

 

Το επόμενο μεσημέρι ο Μιχάλης τον πήρε τηλέφωνο. «Ρε συ» του είπε, «πέρασα υπέροχα με το κορίτσι, δεν μείναμε πολύ αφού έφυγες, αλλά τι να σου πω, μου έδειξε ένα παράξενο ενδιαφέρον». Τσίμπησε ο Χρήστος και του είπε «δηλαδή;». Και ο Μιχάλης του είπε ότι όχι μόνο η κοπέλα του είπε πόσο είχε απολαύσει την παρέα του, αλλά του ζήτησε και το τηλέφωνο του και μάλιστα έβαλε τα γέλια όταν ο Μιχάλης της είπε ότι δεν είχε κινητό και της έδωσε τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου στο σπίτι της μανούλας του που έμενε. «Και μάλιστα λατρεύει και τις γάτες, ενθουσιάστηκε όταν της είπα πως έχω κι εγώ δύο». Ο Χρήστος έβαλε τα γέλια και του είπε «πρόσεχε Μιχάλη, η Ειρήνη δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά». «Ναι, Χρήστο, εμένα θα κοιτάξει η κοπέλα ερωτικά μια τέτοια γυναίκα, απλώς της αρέσουν οι παλιές ιστορίες αυτό είναι όλο». Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο ανανεώνοντας το ραντεβού τους, ο Χρήστος σκέφτηκε ότι ωραία φάση θα ήταν να έμπλεκαν οι δυο τους, αν και του φαινόταν απίθανο, μια σαράντα με έναν εβδομηντάρη, εντελώς κουφό, όμως δεν είχε μπλέξει και μαζί του που είχε πατήσει τα εξήντα;

 

Και όπως όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή, έτσι ο Μιχάλης και η Ειρήνη έμπλεξαν τις ζωές τους. Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του, ξαφνικά η ζωή του είχε αποκτήσει και πάλι νόημα, η γκίνια είχε σπάσει, άρχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον, να ξαναπιάσει δουλειά, να φτιάξει και πάλι το σπίτι του, με τα πρώτα λεφτά να πάρει κι ένα αυτοκινητάκι να πηγαίνουν καμιά βόλτα. Όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για έναν πρώην φυλακισμένο τυπογράφο και μάλιστα για παραχάραξη. Οι πόρτες των παλιών του συναδέλφων έκλειναν γρήγορα μετά το πρώτο καλοσώρισμα, στο μεταξύ είχε αλλάξει και η τυπογραφία, ψηφιακή πλέον δεν είχε θέση για έναν σαν κι αυτόν που είχε μείνει στην παλιά αναλογική εποχή. Ο Μιχάλης είδε και αποείδε, δεν ήθελε να κάνει και τράκα από τον «μικρούλη» και η «συνοικία το όνειρο» ξανάρθε μπροστά του. Η μόνη λύση ήταν να απευθυνθεί στα παράνομα κυκλώματα και μάλιστα σε ανθρώπους που την κρίσιμη στιγμή τον είχαν πουλήσει για να τη βγάλουν καθαρή. Όταν το είπε στον Χρήστο, αυτός τον έπιασε από τον λαιμό, του είπε να αφήσει τις μαλακίες, αλλά ο Μιχάλης το είχε πάρει απόφαση. Ήθελε να περάσει κι άλλες ωραίες στιγμές με την Ειρήνη και τα γκαφρά ήταν απαραίτητα. Είπε στον Χρήστο να ηρεμήσει, απλώς το είχε σκεφτεί δεν θα το έκανε πράξη. Όμως το έκανε και όπως πάντα την πάτησε.

 

Η δουλειά δεν πήγε καλά, οι μπάτσοι που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα κατάλαβαν σχεδόν αμέσως ποιος είχε κάνει τη δουλειά, κι ένα βράδυ που ο Μιχάλης τάιζε τις γάτες της γειτονιάς, όταν είδε ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες να τριγυρνάει έξω από το σπίτι του, κατάλαβε ότι τα ψέματα είχαν τελειώσει. Αργά ή γρήγορα θα τον τσιμπούσαν και πάλι, με τη γνωστή κατάληξη. Μάζεψε γρήγορα τα ελάχιστα υπάρχοντά του, έβγαλε έξω τον «Γουργούρη» και τον «Ραβδούλη», γέμισε τα μπολάκια τους ξερή τροφή και τους φίλησε κλαίγοντας. Ήξερε ότι πλέον δύσκολα θα τους ξανάβλεπε. Πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στο κέντρο. Προηγουμένως είχε πάρει τηλέφωνο τον Χρήστο, ξέροντας το ρίσκο της κίνησής του, αλλά θέλοντας να τον δει για μια τελευταία φορά πριν την απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής του, του έδωσε ραντεβού στο Πομπιντού να πιουν ένα ποτάκι, λέγοντας του να ειδοποιήσει και την Ειρήνη για τη συνάντηση, γιατί έπρεπε να πάει σε μια δουλειά και επειδή αυτή έλειπε την ώρα που της τηλεφώνησε από το σπίτι, αν μπορούσε να την έπαιρνε αυτός τηλέφωνο. Το ραντεβού τους ήταν στις 10 το βράδυ. «Αν δεν έλθω», είπε στον Χρήστο, «να πιείτε το ποτό σας και να μη με περιμένετε, προφανώς δεν θα έχω τελειώσει μια εκτύπωση που έχω αναλάβει για λογαριασμό ενός παλιού μου συναδέλφου, που είναι άρρωστος». Ο Χρήστος παραξενεύτηκε με τα λεγόμενα του φίλου του, αλλά σκέφτηκε ότι ο Μιχάλης ήταν και μεγάλος άνθρωπος, το πνεύμα μεν ισχυρό αλλά η σαρξ αδύνατη. Πήρε τηλέφωνο την Ειρήνη και της είπε για τη συνάντηση, εκείνη παραξενεύτηκε που δεν την είχε ξαναπάρει ο ίδιος ο Μιχάλης για να τα κανονίσουν, όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, έχει μάθει και από τον Χρήστο για τις εμμονές των μεγάλων με τον χρόνο και αυτός, άλλωστε, δεν ήταν ένας από τους λόγους που είχαν χωρίσει;

 

Ο Χρήστος έφτασε πρώτος στο ραντεβού, πάντα το έκανε αυτό, δεν είχε συνηθίσει το κινητό τηλέφωνο που με μια κλήση ή ένα μήνυμα αλλάζουν οι σημερινοί άνθρωποι τον τόπο και την ώρα συνάντησής τους και μετά από λίγο έφτασε και η Ειρήνη. «Βρε παλιοκόριτσο, τι κάνεις με τον γερο-μπερμπάντη» της είπε γελώντας. «Όχι πολλά», απάντησε εκείνη, «αλλά πάντως καλά περνάω μαζί του όταν βρισκόμαστε». Ο Χρήστος, παλιά αναρχική καραβάνα, κατάλαβε αμέσως ότι κάποιοι από τους θαμώνες μύριζαν από μακριά πως ήταν ασφαλίτες, ενώ απέναντι από το μπαρ είχε σταθμεύσει κι ένα ασφαλίτικο. Επειδή η περιοχή ήταν καρά κέντρο, σκέφτηκε ότι ήταν κάτι το συνηθισμένο, στην οδό Ξενοφώντος είμαστε, σκέφτηκε μέσα του, αν δεν υπήρχαν ασφαλίτες θα ήταν το περίεργο. Παρήγγειλαν ένα πρώτο ποτό και είδε στο κινητό του ότι η ώρα ήταν ακριβώς 10. Εκείνη τη στιγμή είδε και τον Μιχάλη να πλησιάζει στο μπαρ, αλλά ταυτόχρονα είδε και τους ασφαλίτες στο μπαρ και άλλους δυο που στέκονταν έξω από το παρκαρισμένο αυτοκίνητο να κινούνται γρήγορα προς τον Μιχάλη. Αυτός, βλέποντας τους ασφαλίτες να τον πλησιάζουν, τους πέταξε την τσάντα τους, και με μια ταχύτητα που δεν ταίριαζε με την ηλικία του έτρεξε προς τη Φιλελλήνων.

 

Το θηρίο Τέσλα τον χτύπησε αμέσως μόλις βγήκε στον δρόμο. Ο Χρήστος είδε το σώμα του φίλου του να σηκώνεται στον αέρα και μετά να πέφτει με πάταγο στην άσφαλτο. Πρό-λαβε τους ασφαλίτες και έσκυψε πάνω από τον φίλο του. Η Ειρήνη ουρλιάζοντας έτρεξε πίσω του. Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον φίλο του και είδε το αίμα να κυλάει στο στόμα του. «Μιχάλη, Μιχάλη», ψιθύρισε χαμένος και άκουσε για τελευταία φορά τον φίλο του να του λέει: «Μικρούλη, κλείσε τη μηχανή, τυπώσαμε και το τελευταίο τυπογραφικό, τελειώσαμε για σήμερα, άντε πάμε σπίτι». Ξεψύχησε στα χέρια του, με την Ειρήνη να κλαίει ασταμάτητα από πάνω τους. Οι μπάτσοι ψυχροί τους περικύκλωσαν. «Στην άκρη» τους είπαν, «μπλέξατε σε λάθος έργο».

 

Μετά από δυο μέρες ήταν η κηδεία του Μιχάλη. Οι δυο τους δεν είχαν περαιτέρω προβλήματα με την αστυνομία, ήταν απλώς δυο φίλοι του θανόντος, δεν είχαν στοιχεία σε βάρος τους. Ο Μιχάλης στο τελευταίο του ταξίδι φορούσε τα παπούτσια που του είχε χαρίσει ο Χρήστος σε μια επίσκεψή του λίγες μέρες πριν στο ατελιέ του. Ελάχιστοι αυτοί που είχαν έρθει να αποχαιρετίσουν τον Μιχάλη, μεταξύ τους και κάποιοι παλιοί συνάδελφοι. Όταν έφυγαν από το νεκροταφείο, ο Χρήστος ρώτησε την Ειρήνη αν θα την ξανάβλεπε. Εκείνη του είπε ότι θα προτιμούσε πως όχι, δεν είχε νόημα τώρα όπως δεν είχε νόημα να τα ξαναπούν και όταν χώρισαν. Αποχαιρετίστηκαν με μια όχι και τόσο θερμή αγκαλιά. Ο Χρήστος δεν την ξαναείδε ποτέ, όπως ποτέ δεν ξαναπέρασε από την Ξενοφώντος και το μπαρ Πομπιντού.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς

Το δύσκολο βράδυ της 20ης Οκτώβρη 2025

 

Υ.Γ. Στο παιχνίδι των χαρτιών «Κούπες» το ζήτημα είναι ο παίκτης να πάρει όσο γίνεται λιγότερους πόντους ποινής, που είναι οι δεκατρείς κούπες και η ντάμα μπαστούνι, η οποία δίνει και τους περισσότερους, 50. Γι’ αυτό όσοι ξέρουν «Κούπες», όταν συμβεί σε κάποιον ένα αναπάντεχο, δυσάρεστο γεγονός, λένε «έφαγε την ντάμα μπαστούνι». Να πούμε ότι όποιος παίκτης πάρει όλους τους πόντους πάνω του, δεν γράφει κανέναν και φορτώνει με 150 όλους τους υπόλοιπους. Αυτό λέγεται «καπότο». Σε περίπτωση που κάποιος, χωρίς να έχει κανέναν πόντο με την πρώτη μοιρασιά, καταφέρει να τους πάρει όλους, μιλάμε για το «καπότο-φάντασμα». Ο γράφων έμαθε το συγκεκριμένο παιχνίδι σε καφενεία πέριξ της Νομικής όταν φοιτούσε στο ευαγές ίδρυμα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να το παίζει, δυστυχώς μόνο ηλεκτρονικά. 


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΕΝΑ ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΚΑΖΑΛΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ


Ένα δάκρυ που κυλάει

Το άγαλμα στην πλατεία

Η ζωή που διαλέγεις

Είναι το όνειρο μιας τρέλας

Έχει ήδη πέσει το βράδυ

Άρχισα να περπατάω

Ελπίζοντας να συναντήσω

Κάποια σαν και σένα

Λυπημένο, πολύ λυπημένο είναι αυτό το βράδυ

Αυτό το βράδυ, το μακρύ βράδυ

Βρήκα ένα πλοίο που σάλπαρε

Και ρώτησα που πήγαινε

Στο λιμάνι των ψευδαισθήσεων

Μου είπε εκείνος ο καπετάνιος

Γη, γη

Ίσως ψάχνω μια χίμαιρα,

Εκείνο το βράδυ, το αιώνιο βράδυ

Piero Ciampi, Livorno

 

Ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωί στο ξενοδοχείο Καζάλι στη Ρώμη. Λίγο παρακμιακό ξενοδοχείο, για να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, ήδη μόλις έφτασαν το είχε μετανιώσει που το επέλεξε. Μετά από πολύ καιρό με μια ωραία κυρία στη Ρώμη και πήγαν σε ένα τέτοιο μέρος. Τέλος πάντων, η κατάρα του booking. Το φως είχε αρχίσει να περνάει από τα πατζούρια, κοίταξε την ώρα στο παλιακό κινητό του. Εφτάμισι. Η Αθηνά κοιμόταν ήρεμη στο πλάι του. Έκανε ακόμη λίγη ψύχρα, αρχές Απρίλη ήταν. Του ήρθε να της δώσει ένα φιλί πριν σηκωθεί, όμως φοβήθηκε μήπως την ξυπνήσει και προτίμησε απλώς να τη σκεπάσει. Αποφάσισε να πάει για πρωινό μόνος του, πήρε και το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο από το ιστορικό αναρχικό βιβλιοπωλείο της Ρώμης, τη Libreria Anomalia. Ήταν οι αναμνήσεις μιας φιγούρας της μιλανέζικης αυτονομίας του ’70, του Μαουρίτσιο Γκίμπο Γκιμπερτίνι. Ο Δημήτρης ήταν ευτυχισμένος. Είχε περάσει δύσκολα τα τελευταία χρόνια. Ένα επώδυνο διαζύγιο, επιστροφή στο πατρικό του (οι γονείς του είχαν πια πεθάνει), το κίνημα σε ύφεση, τα παλιά συντρόφια μεγαλωμένα και χαμένα. Και να, ξαφνικά, άναψαν κάποια φώτα στη ζωή του, μια νέα γνωριμία με μια πολύ νεώτερη γυναίκα,  επαναφορά της όρεξης για την έκδοση νέων βιβλίων, παρότι είχε βγει πια στη σύνταξη, συμμετοχή στα τεκταινόμενα στο κατειλημμένο στέκι της γειτονιάς του. Σε αυτό ακριβώς το στέκι είχε γνωρίσει την Αθηνά, σε μια εκδήλωση για την υπεράσπιση των βουνών από τις ανεμογεννήτριες και μάλιστα μέσω ενός παλιού συντρόφου, του Παναγιώτη. Έπιασαν την κουβέντα και κάποια στιγμή, όταν αυτή έπρεπε να φύγει  για να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο, της πρότεινε να ανταλλάξουν τηλέφωνα, εκείνη έβαλε τα γέλια όταν της είπε ότι δεν θυμόταν το δικό του απέξω και έπρεπε να συμβουλευτεί το σημείωμα που το είχε γραμμένο. Ήταν στοιχειώδης η σχέση του Δημήτρη με την κινητή τηλεφωνία, καλά καλά δεν ήξερε να στέλνει μηνύματα. Πάντως, σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν του είχε κοστίσει, η Αθηνά ανταποκρίθηκε στο μήνυμά του, βγήκαν, τα είπαν, τα βρήκαν που λέμε. Αν και η κοπέλα είχε ενίοτε μια σκοτεινιά που ο Δημήτρης δεν ήξερε που οφειλόταν, αλλά όλοι οι άνθρωποι δεν έχουμε τις σκοτεινές πλευρές μας; Μάλιστα ο Δημήτρης πίστευε ότι όσο κοντά κι αν έρθουν δυο άνθρωποι, όχι μόνο εραστές αλλά και φίλοι ή συνεργάτες σε μια δουλειά ή σύντροφοι σε ένα πολιτικό εγχείρημα, πάντοτε θα έχουν ένα μυστικό που ποτέ δεν θα το εξομολογηθούν στους συνοδοιπόρους τους.

 

Καλημέρισε τον Πακιστανό ρεσεψιονίστ της πρωινής βάρδιας και πήγε στην τραπεζαρία του πρωινού. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα, εντυπωσιακό για τέτοια ώρα, όμως ο χώρος ήταν μικρός και οι ταξιδιώτες φαίνεται πως βιάζονταν να δουν την Αιώνια Πόλη. Σε ένα τραπέζι καθόταν μόνος του ένας τύπος, Ιταλός μάλλον, αλλά αν ήταν Ιταλός ήταν σίγουρα νότιος, το πρόδιδε η κοψιά και οι κινήσεις του. Τον ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει και εκείνος του απάντησε ευγενικά, «ναι, βεβαίως, ευχαρίστησή μου». Από τα βαριά ιταλικά του ο Δημήτρης κατάλαβε πως σίγουρα ήταν νότιος, δεν έμοιαζε με τουρίστα, είχε κάτι από εμπορικό αντιπρόσωπο ή, γέλασε μέσα του, με κάποιον που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει μια δύσκολη δουλειά, ένα φόνο ας πούμε και ο Δημήτρης το σταμάτησε εκεί, πολύ Σιμενόν διαβάζω τελευταία, σκέφτηκε. Πήγε να πάρει τον καπούτσο του από το μηχάνημα, πορτοκαλάδα, μέλι με βούτυρο. Καλή αρχή μέχρι να ξυπνήσει και η Αθηνά και να φάνει κάτι παραπάνω, αν και το μενού δεν ήταν και πολύ πλούσιο. Μαλακία επιλογή, ξανασκέφτηκε ο Δημήτρης, καλά που είχαν περάσει τόσο όμορφα το πρώτο τους βράδυ στη Ρώμη, μετά από μια τέτοια φάση θα είναι σίγουρα πιο ανεκτική χαμογέλασε μόνος του. Όταν κάθισε για να αρχίσει να πίνει τον καφέ του και να ψιλοδιαβάσει το βιβλίο του, είδε κάτι ασυνήθιστο μπροστά του. Ο συνδαιτημόνας του είχε πάρει τρεις καφέδες και μάλιστα διαφορετικούς! Έναν εσπρέσο στρέτο, έναν αμερικάνο και έναν καπούτσο, τοποθετημένους στη σειρά. Τον είδε να τους πίνει τελετουργικά, τον έναν μετά τον άλλο. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και του είπε ευγενικά «ευχαριστώ για την παρέα, να και η κυρία σας». Πράγματι, η Αθηνά είχε ξυπνήσει και είχε έρθει να τον βρει. Ο τύπος χαιρέτισε κι αυτή και έφυγε. Ο Δημήτρης είχε εντυπωσιαστεί από την κίνησή του, τρεις καφέδες στη σειρά και μάλιστα διαφορετικοί! Παράξενες συνήθειες έχουν κάποιοι άνθρωποι, σκέφτηκε, αλλά το ξέχασε αμέσως καθώς κάθισε απέναντι του η νέα του φίλη.

 

Η μέρα ήταν πολύ ωραία, πραγματικά ανοιξιάτικη, περιπλανήθηκαν στη Ρώμη για πολλές ώρες, έκαναν μια μικρή στάση το απόγευμα στο ξενοδοχείο και μετά νέες βόλτες, με τελική κατάληξη την αγαπημένη πλατεία του Δημήτρη, το Κάμπο ντε Φιόρι. Μπύρα στο ιστορικό τζαζ μπαρ απέναντι από το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο, μισοφέγγαρο στον ανοιχτό ουρανό, μια ωραία ρωμαϊκή νύχτα που δεν μπορούσαν να διαταράξουν οι φωνές της διπλανής παρέας. Αν υπάρχει ευτυχία, κάπως έτσι θα είναι σκέφτηκε ο Δημήτρης και άρχισε να λέει ιστορίες για τη δική του Ρώμη στην Αθηνά, που τον κοίταζε γοητευμένη. Γύρισαν περπατώντας στο ξενοδοχείο, δίπλα ακριβώς στον σταθμό Τέρμινι, ήταν και οι δύο πολλοί κουρασμένοι και κοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως.

 

Το επόμενο πρωί και πάλι ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίς. Τα ίδια με χθες στην τραπεζαρία. Σε ένα τραπέζι καθόταν μόνος του ο χθεσινός συνδαιτημόνας. Και πάλι είχε τρεις καφέδες μπροστά του, με την ίδια σειρά βαλμένους. Πήρε τον δικό του, τον καλημέρισε και αυτή τη φορά έπιασαν την κουβέντα χωρίς να συστηθούν. Ο τύπος του είπε ότι όντως ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος από το Μπάρι, χωρίς να διευκρινίσει τι ακριβώς αντιπροσώπευε και ο Δημήτρης του είπε πως ήταν από τα Πατήσια από την Αθήνα και ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ιταλία γι’ αυτό και μιλούσε ιταλικά. Όταν τον είδε να αρχίζει να πίνει τους καφέδες του, ο Δημήτρης δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε τι ακριβώς σήμαινε για εκείνον αυτή η ιεροτελεστία με τον καφέ. Και ο τύπος του είπε την ιστορία του.

 

«Έχω, λοιπόν, μια θεωρία, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος θέλει στη ζωή του τρία πράγματα που τα θεωρεί θεμελιώδη. Ας πούμε μια τέτοια τριάδα μπορεί να είναι του τύπου λεφτά-οικογένεια-ήσυχος θάνατος, μια άλλη του τύπου γρήγορο αυτοκίνητο-έντονη σεξουαλική ζωή-ανεξαρτησία, και πάει λέγοντας. Αν δεν έχουν κανένα από αυτά τα τρία πράγματα,  οι άνθρωποι νιώθουν δυστυχισμένοι, απογοητευμένοι, συντριμμένοι,  σίγουρα δεν είναι ικανοποιημένοι με τη ζωή τους. Αν τους λείπει ένα ή δύο από τα τρία, μπορεί να είναι ικανοποιημένοι εν μέρει, όμως πάντοτε αυτό που τους λείπει, και ενίοτε είναι το πιο σημαντικό,  τους τρώει καθημερινά και τους βασανίζει μέχρι να πεθάνουν, καθώς δεν παύουν να το αναζητούν μέχρι το τέλος, που, δυστυχώς, είναι και απρόβλεπτο πότε θα συμβεί». «Και οι καφέδες»; τον ρώτησε ο Δημήτρης. «Α, οι καφέδες, οι καφέδες αντιπροσωπεύουν ακριβώς αυτή την τριάδα, πίνεις τον πρώτο, τον δεύτερο και τέλος τον τρίτο. Όταν τελειώσεις κάνεις τον απολογισμό. Τους ευχαριστήθηκες και τους τρεις; Είσαι ικανοποιημένος και μπορείς μέχρι και να κόψεις τον καφέ και να αρχίσεις να πίνεις τσάι. Αν ευχαριστήθηκες τον ένα, σου μένουν άλλοι δύο που συνεχίζεις να τους πίνεις τις επόμενες μέρες μέχρι να τους ευχαριστηθείς κι αυτούς.  Αν κάποια στιγμή σου μείνει μόνο ένας, συνεχίζεις να τον πίνεις μέχρι να τον ευχαριστηθείς κι αυτόν και τότε έρχεται η στιγμή, όπως σου είπα και προηγουμένως, που κόβεις τον καφέ και αρχίζεις να πίνεις κάτι άλλο. Συνήθως, βέβαια, όπως σου είπα, σχεδόν πάντοτε μένει κάποιος καφές που δεν τον έχεις ευχαριστηθείς, γι’ αυτό και πάντοτε συνεχίζεις να τον πίνεις κάθε πρωί. Αυτό δείχνει», συνέχισε ο παράξενος συνδαιτημόνας, «δηλαδή το γεγονός ότι συνεχίζεις να πίνεις έναν καφέ κάθε πρωί,  πως πάντοτε σου λείπει κάτι που εσύ θεωρείς πολύ σημαντικό για τη ζωή σου και ψάχνεις εναγωνίως σε μια διαδικασία που μπορεί να συνεχιστεί μέχρι να έρθει το τέλος της ζωής σου. Επίπονη; Εμμονική; Δαπανηρή; Έτσι όμως έχουν τα πράγματα και αυτό θυμίζει λίγο έναν δικό σας αρχαίο μύθο, αυτόν του Σίσυφου». «Κι εσύ»;  τον ρώτησε ο Δημήτρης.  «Εγώ», του είπε ο τύπος και τον κοίταξε κάπως απλανώς, «είμαι εξήντα χρονών και ακόμη συνεχίζω να πίνω τρεις καφέδες το πρωί. Άρα δεν έχω ακόμη ικανοποιήσει τίποτα από την τριάδα πραγμάτων που για μένα είναι θεμελιώδη, έτσι ώστε να μπορώ να μπορέσω να πω ότι έζησα κάποια θεμελιώδη πράγματα που ήθελα, κι έτσι να κόψω έναν ή δυο από τους καφέδες». Ο Δημήτρης τον κοίταξε αμήχανα, δεν περίμενε να κάνει μια τέτοια κουβέντα σε ένα μέρος όπως η τραπεζαρία για το πρωινό σε ένα ξενοδοχείο και μάλιστα όπως ήταν αυτό το Καζάλι στη Ρώμη. Όμως δεν πρόλαβε να το καλοσκεφτεί, γιατί εμφανίστηκε η Αθηνά, με το ωραίο κίτρινο φορεματάκι της, τα γελαστά πρασινογάλαζα μάτια της και με εμφανή την καλή της διάθεση. Και πάλι ο τύπος χαιρέτισε ευγενικά, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε χωρίς να πει κάτι επιπλέον. Η Αθηνά  ρώτησε τον Δημήτρη τι έλεγαν και αυτός, χωρίς να ξέρει γιατί, δεν της είπε την αλήθεια, «κοινοτοπίες συζητούσαμε, τι δουλειά κάνουμε, τι ήρθε να κάνει ο καθένας στη Ρώμη, τέτοια πράγματα», κουβέντα για την παράξενη εξομολόγηση του τύπου. Και πάλι βόλταραν στην πόλη, επίσκεψη στο Τραστέβερε, κάνα δυο μουσεία, μεσημεριανός καφές, απόγευμα ξεκούραση στο ξενοδοχείο ,το βράδυ συναυλία σε μια ιστορική κατάληψη της πόλης, μετά επιστροφή στο ξενοδοχείο περπατώντας κατά μήκος της βία Τιμπουρτίνα και συζητώντας για τη Ρώμη του Παζολίνι, έναν σκηνοθέτη και συγγραφέα που τόσο αγαπούσε η Αθηνά. Το επόμενο πρωί ο τύπος δεν ήταν στην τραπεζαρία, ούτε και το μεθεπόμενο, προφανώς είχε φύγει και άλλωστε, μετά από τέσσερις μαγικές μέρες στη Ρώμη έφυγαν κι αυτοί.

 

Ο Δημήτρης πίσω στην Αθήνα ξανασκέφτηκε τα λόγια του τύπου. Ποια ήταν η θεμελιώδης τριάδα γι’ αυτόν; Εύκολη απάντηση: κινηματικές εκδόσεις-έρωτας-ταξίδια. Πόσο το είχε πετύχει; Σχεδόν απόλυτα. Είχε εκδώσει τα βιβλία που ήθελε, είχε και τον είχαν ερωτευτεί πολύ, από ταξίδια άλλο τίποτα. Εκείνη τη στιγμή, όταν μόλις είχαν επιστρέψει από τη Ρώμη, θα έλεγε ότι δεν θα χρειαζόταν πλέον να πίνει καν καφέ, αυτός τους τρεις καφέδες του τους είχε πιει και μάλιστα με το παραπάνω. Το γεγονός ότι συνέχιζε να πίνει έναν κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι, ήταν θέμα συνήθειας και δεν είχε καμία σχέση με το σχήμα του τύπου του ξενοδοχείου. Όμως η ζωή είναι παράξενη και εκεί που λες ότι είσαι ευτυχισμένος, κάτι έρχεται και τα ανατρέπει όλα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό ήταν ο αναπάντεχος χωρισμός του με την Αθηνά. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί ακριβώς έγινε, ή μπορεί και να μην ήθελε να το καταλάβει, αφού ο Δημήτρης είχε αυτό το πρόβλημα με τις σχέσεις που γούσταρε και τελικά, όπως συνήθως τα περισσότερα ωραία πράγματα στη ζωή,  τελείωναν και μάλιστα σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν να ήταν μια χαρά. Η Αθηνά του είπε σαν λόγο ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, ένιωθε ότι πρόδιδε και εκείνον και τον Δημήτρη αν θα συνέχιζαν να είναι μαζί, τον αποχαιρέτισε βουρκωμένη και δεν την ξανάδε πια.

 

Είχε περάσει πολύ καιρός από εκείνο το ταξίδι στη Ρώμη και ο Δημήτρης καθόταν στο αγαπημένο του στέκι στο Κολωνάκι, στο «Ντόλτσε» νυν «Φίλιον», έχοντας δώσει ραντεβού με τον αγαπημένο του φίλο τον Χρήστο για να τα πούνε για μια ακόμη φορά. Όπως πάντα τον περίμενε για να παραγγείλουν τον καφέ τους και στο μεταξύ κοίταζε ένα βιβλίο που μόλις είχε εκδώσει και θα το έδινε στον φιλαράκι του. Και τότε τον είδε. Στην αρχή αυτό που του τράβηξε την προσοχή στο απέναντι τραπέζι ήταν ότι ο σερβιτόρος άφησε τρεις καφέδες στο τραπέζι, παρότι εκεί καθόταν ένα μόνο άτομο. Στη συνέχεια είδε αυτό το άτομο να πίνει μόνο του και τους τρεις καφέδες, τον έναν μετά τον άλλο. Και μετά διαπίστωσε ότι αυτό το άτομο ήταν εκείνος ο τύπος που είχε συναντήσει στο ξενοδοχείο Καζάλι κάμποσα χρόνια πριν. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί, σηκώθηκε και τον πλησίασε. Άρχισε να του μιλάει ιταλικά και να του λέει για εκείνη την παλιά γνωριμία τους. Ο τύπος δεν έδειξε ξαφνιασμένος και μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς το αντίθετο. Επιτέλους συστήθηκαν και του Δημήτρη αμέσως του έκανε εντύπωση το όνομα του συνομιλητή του, Μαουρίτσιο, όπως το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου που του είχε χαρίσει τότε η Αθηνά. Όπως ήταν φυσικό, ο Δημήτρης τον ρώτησε τι έκανε στην Αθήνα. Ο Μαουρίτσιο του είπε ότι τον είχε στείλει η εταιρία του για κάποιες παραγγελίες, είχε ξανάρθει στην Ελλάδα, δεν ήταν η πρώτη φορά. Και αμέσως μετά τον ρώτησε: «Πόσους καφέδες πίνεις Δημήτρη;» Ο Δημήτρης τα έχασε, γιατί πάντοτε έναν καφέ έπινε, ποτέ δεν είχε υιοθετήσει τη στάση του συνομιλητή του. «Έναν», είπε, «έναν. Εσύ όμως συνεχίζεις να πίνεις τρεις». Ο Μαουρίτσιο γέλασε και του είπε: «Ναι, είμαι από τους άτυχους αυτής της ζωής, δεν κατάφερα να ευχαριστηθώ ούτε ένα από τα πράγματα που θεωρούσα θεμελιώδη στη ζωή μου. Κι εσύ;» Ο Δημήτρης έμεινε για λίγο σκεφτικός και του είπε: «Εγώ γενικά τα ευχαριστήθηκα τα πράγματα που θεωρούσα θεμελιώδη στη ζωή μου, δεν έχω παράπονο. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, σε σχέση με ένα θα ήθελα να το είχα απολαύσει περισσότερο». Ο Μαουρίτσιο του γέλασε και πάλι και του είπε: «Να μαντέψω;». «Για να δούμε» του απάντησε ο Δημήτρης. «Τον έρωτα» του είπε ο Μαουρίτσιο, «τον έρωτα δεν έχεις ευχαριστηθεί, γιατί μάλλον δεν έχεις ένα κορίτσι σαν κι αυτό που ήσουν τότε μαζί στη Ρώμη. Σε άφησε ε;». Ο Δημήτρης έμεινε και πάλι για λίγο άφωνος, απίστευτος ο συνομιλητής του. «Ναι», του είπε, «πράγματι έτσι έγινε και μετά, για να είμαι ειλικρινής δεν βρήκα κάτι εξίσου ενδιαφέρον, κι έτσι σήμερα είμαι μόνος μου». Ο Μαουρίτσιο, μάλλον αναπάντεχα σηκώθηκε και του είπε «Δυστυχώς πρέπει να φύγω ,έχω ένα επείγον ραντεβού και ήδη έχω καθυστερήσει, ίσως τα ξαναπούμε φίλε Έλληνα και σου εύχομαι την επόμενη φορά που θα βρεθούμε να πίνεις τσάι». Ο Δημήτρης γέλασε του έσφιξε το προτεταμένο του χέρι και με τη σειρά του τού είπε «χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα και εύχομαι και σένα τουλάχιστον να πίνεις έναν καφέ και όχι τρεις κάθε μέρα».

 

Ο Μαουρίτσιο απομακρύνθηκε και ο Δημήτρης ξανακάθισε στη θέση του. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Χρήστος. «Σε είδα από μακριά να χαιρετιέσαι με κάποιον, φίλος σου;». «Ναι φίλος από τα παλιά, πολύ παλιά θα έλεγα, ωραία ιστορία αλλά δεν είναι της παρούσης». Όταν επέστρεψε στο σπίτι του πήγε να ψάξει το παλιακό κινητό του. Τώρα πια είχε κι αυτός ένα σύγχρονο, η τεχνολογία τον είχε παρασύρει κι αυτόν. Το άνοιξε και είδε τα μηνύματα της Αθηνάς που τα είχε κρατήσει στη μνήμη του τηλεφώνου. Σε ένα από αυτά του έγραφε το μέρος που θα έπιναν τον μεσημεριανό καφέ τους και δεν ήταν άλλο από το «Ντόλτσε», νυν «Φίλιον». Συγκινήθηκε και αμέσως σκέφτηκε ότι αν και είχε κάνει τόσα πράγματα στη ζωή του σε σχέση με τους άλλους δύο καφέδες, τις εκδόσεις και τα ταξίδια, αυτόν τον καφέ, τον πιο σημαντικό στη ζωή του, δεν είχε σταματήσει να τον πίνει, σημάδι ότι δεν τον είχε ευχαριστηθεί. Αχάριστος; ίσως, όμως ποιος μπορεί να πει ποτέ πως πραγματικά τον έχει χορτάσει τον έρωτα ; Και αμέσως μετά σκέφτηκε ότι δεν είχε ρωτήσει τον Μαουρίτσιο ποια ήταν η δική του θεμελιώδης τριάδα στη ζωή. Όπως σκέφτηκε και τι να είχε απογίνει η Αθηνά και πόσους καφέδες θα έπινε εκείνη. Και μετά Θυμήθηκε ένα παλιό τραγουδάκι του Πιέρο Τσιάμπι για μια lυπημένη, πολύ λυπημένη αιώνια βραδιά. Όμως εκείνα τα βράδια στην αιώνια πόλη ήταν χαρούμενα, πολύ χαρούμενα βράδια. Κι αν τέλειωσαν, ποτέ δεν τα είχε ξεχάσει ούτε ποτέ θα τα ξεχνούσε. Ίσως μάλιστα ο δικός του καφές να μην είχε να κάνει τελικά με τον έρωτα. Αλλά με εκείνη την τρέλα που κάποιες στιγμές κάνει τους ανθρώπους να πηγαίνουν ενάντια στο ρεύμα, που, όπως έλεγε ο Φιτζέραλντ, μας γυρίζει πάντοτε στο παρελθόν και τους οδηγεί να βρίσκονται σε ένα μαγικό παρόν το οποίο, δυστυχώς, δεν προλαβαίνει να γίνει μέλλον.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς  

Πατήσια -Ξημερώματα της 17ης Οκτώβρη 2025

 

Υ.Γ. Στην είσοδο του νεκροταφείου Ζωγράφου, το πρωί της 9ης Οκτώβρη 2025, ο καλός φίλος Άγγελος με ρώτησε αν θυμάμαι το πώς τελειώνει η ταινία Τέλος εποχής: οι παλιές φίλες και φίλοι ξανασυναντώνται στην κηδεία ενός από την παρέα τους στα σχολικά τους χρόνια. Δηλαδή, η κηδεία του φίλου τους αποτελεί την αφορμή για να σημάνει για όλες/ους αυτές/ους το τέλος εποχής. Ποιας εποχής; Της εποχής της νεότητας, της ανεμελιάς, των προσδοκιών, των μεγάλων υποσχέσεων… Απάντησα στον Άγγελο,  βλέποντας το τεράστιο πλήθος που μαζευόταν για την κηδεία του Χρηστάρα και, κυρίως, βλέποντας την ηλικιακή και ενδυματολογική (!) σύνθεση αυτού του πλήθους, πως ναι, ο θάνατος του Χρήστου Σπήλιου είναι το τέλος μιας εποχής, που θα μπορούσε να μπορούσε να συνοψιστεί με το τρίπτυχο «ουσίες, συνουσίες και κόντρα σε όλες τις εξουσίες». Όχι πως αυτό το τρίπτυχο δεν υπάρχει και δεν εκφράζεται και σήμερα, όμως αυτό που εμβληματικά ενσάρκωσε ο Χρήστος είχε κάποια δικά του, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που είχαν να κάνουν και με τη γεωγραφία της μητρόπολης Αθήνα και ειδικότερα τα Εξάρχεια. Αν λέω λοιπόν ότι μιλάμε για τέλος εποχής, είναι ακριβώς γιατί πλέον τα Εξάρχεια του Χρήστου και πάμπολλων άλλων, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν υπάρχουν πια. Και δεν υπάρχουν όχι γιατί έχει καταστραφεί η πλατεία, έχουν κλείσει στέκια και εμβληματικά μαγαζιά, αλλά γιατί έχει χαθεί εκείνη η αύρα της περιοχής, που παρά τα προβλήματα που υπήρχαν και άλλοτε, της έδιναν μια ξεχωριστή ποιότητα. Μια ποιότητα που ενσάρκωναν ακριβώς άνθρωποι όπως ο Χρήστος, αεικίνητος με το μηχανάκι του, πάντα στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων και των διαδηλώσεων, να παρακολουθεί και να συμμετέχει ανελλιπώς στις ποικίλου είδους εκδηλώσεις και συνελεύσεις,  μόνιμος θαμώνας των «εντευκτηρίων» της περιοχής με κινηματικό άρωμα. Και ακριβώς επειδή ο Χρήστος ενσάρκωνε αυτή την ποιότητα, μαζεύτηκε τόσος κόσμος στον τελευταίο του αποχαιρετισμό, πετυχαίνοντας με τον θάνατό του ο Χρήστος να μαζέψει όλες τις φυλές της πλατείας Εξαρχείων: μπαχαλιακοί και σοβαροί εξεγερτικοί, αεκτζήδες, ολυμπιακοί και φίλαθλοι του Αστέρα Εξαρχείων, μαγαζάτορες, υπάλληλοι και πελάτες, μεγάλες/οι και μικρές/οι (με τις μεγαλύτερες ηλικίες να πλειοψηφούν, αλλά έκανε εντύπωση η παρουσία πολλών νεότερων ατόμων), διανοούμενοι και άνθρωποι περισσότερο της πράξης, αναρχικοί και κομμουνιστές. Είναι κρίμα που τόσοι άνθρωποι πέρασαν από αυτόν τον «χώρο» και την πλατεία του, και δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την οικειοποίηση της περιοχής από τις δυνάμεις του θεάματος. Μπορούσε να γίνει αλλιώς; Άνθρωποι σαν τον Χρηστάρα το πίστευαν και το πάλεψαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Άλλοι προτίμησαν να την κάνουν για άλλες πολιτείες (όχι και τόσο αναρχικές). Αρκετοί προσπάθησαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση και το κίνημα. Όμως η πλατεία χάθηκε και το τέλος εποχής ήρθε. Κρίμα και που ήταν ο θάνατος ενός ανθρώπου που το σηματοδότησε. Αλλά κάπως έτσι δεν τελειώνουν τα πράγματα; Οι καταλήψεις κλείνουν, ενίοτε χωρίς την επέμβαση των μπάτσων, οι ομάδες διαλύονται, σχεδόν πάντοτε από τις αξεπέραστες διχογνωμίες  των ατόμων που τις απαρτίζουν, φιλικές και ερωτικές σχέσεις τελειώνουν γιατί όλα τελικά έχουν ένας τέλος. Δύο ερωτήματα προκύπτουν τότε: Πρώτον, πώς χειρίζεσαι τον πόνο που προκαλεί ένα τέλος σε κάτι που αγάπησες πολύ και δεύτερον τι κάνεις μετά, συνεχίζεις η αναπολώντάς τα να κλαις; Ο Νέγκρι έλεγε ότι όποιος θυμάται δεν ζει και όποιος ζει δεν θυμάται. Οπότε όχι στη μνήμη που γίνεται θηλιά και θλίψη, και ναι στη ζωή που μπορεί να μην την αλλάξαμε αλλά τουλάχιστον δεν την εξευτελίσαμε. Το προηγούμενο βράδυ της κηδείας, μιλούσα για πολύ ώρα με την καλή μου φίλη Χριστίνα, παλιά καραβάνα της πλατείας και αυτή μου είπε ότι, έτσι, σαν όνειρο, θα ήθελε να δει όλες και όλους αυτές και αυτούς που πέρασαν από αυτή την πλατεία, ζωντανές/ους και νεκρές/ους να κατεβαίνουν ξαφνικά από τον λόφο του Στρέφη και να τη γεμίζουν, αυτή και όλους τους γύρω της δρόμους. Δεν ξέρω για τις νεκρές/ους, αλλά θα ήταν ωραίο να συνέβαινε με τους ζωντανούς/ες. Και ποιος ξέρει, ίσως τότε να ξανάτρεχαν οι μάγκες να πιάσουν τα γιοφύρια και οι μπάτσοι να μας έκλαναν τ’ αρχίδια.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Για τον Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι - Gianni Giovannelli


Το 1948 στην Ιταλία δεν υπήρχε το διαζύγιο· ο Μπρούνο Σανγκουϊνέτι, ο πατέρας του Τζανφράνκο ήταν παντρεμένος, αλλά όχι με την πραγματική συντρόφισσά του, την Τερέζα (Κίκι) Ματέι. Ωστόσο περίμεναν να γεννηθεί το πρώτο παιδί της σχέσης τους. Ο Μπρούνο ήταν ένα σημαντικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Τερέζα ήταν η πιο νέα αντιπρόσωπος στη Συντακτική Συνέλευση, πάντοτε στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εκείνα τα χρόνια μια σταθερή σχέση ανάμεσα σε μια νεαρή γυναίκα και έναν παντρεμένο λεγόταν στη γλώσσα των ποινικολόγων μπλέξιμο, ένα αδίκημα που τιμωρούνταν μέχρι έναν χρόνο εγκλεισμό (εκείνος) και μέχρι δύο χρόνια (εκείνη). Τα παιδιά αυτών των συνευρέσεων ονομάζονταν νόθα, απαγορευόταν η αναγνώρισή τους, όποιος το έκανε αντιμετώπιζε την επιβολή μιας ποινής, κατέληγε στη φυλακή. Για αυτόν τον λόγο το ζευγάρι πήγε να μείνει στη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία του σοβιετικού μπλοκ, πρόθυμη να τους μαζέψει για πολιτικούς λόγους.

Η εγκυμοσύνη προχωρούσε παρά τους ιταλικούς νόμους και τον Ιούλη δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Για να αποφύγουν τα γραφειοκρατικά προβλήματα, εξαιρέθηκαν η Ιταλία και η Ουγγαρία, και η επιλογή έπεσε στην Ελβετία. Νοίκιασαν ένα μικρό αεροσκάφος για να περάσουν το σιδηρούν παραπέτασμα. Όμως οι ουγγρικές αρχές έβαλαν έναν όρο για να επιτρέψουν την απογείωση, οι Σανγκουϊνέτι έπρεπε να πάρουν στον θάλαμο έναν ιδιαίτερο επιβάτη, έναν αποδεδειγμένα τρελό για να τον παραδώσουν στις ελβετικές αρχές. Του είχαν δώσει μια σύριγγα για να τον ηρεμήσουν στην περίπτωση που περνούσε μια κρίση. Το αεροπλάνο έφτασε στη Ζυρίχη χωρίς προβλήματα κατά τη διάρκεια της πτήσης· το παράξενο πλήρωμα εξετάστηκε από τους προσεκτικούς τελωνειακούς της Ομοσπονδίας, αλλά όλα πήγαν καλά. Η Τερέζα, ασυνήθιστα πνευματώδης γυναίκα, μου είπε ότι δήλωσαν κατά την προσγείωση τρεισήμισι τρελοί. Γνωρίζοντάς την είναι πιθανό να το είπε ακριβώς έτσι!

Το ήμισυ ήταν ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι· γεννήθηκε στις 16 Ιούλη στη Clinique de Chamblades, στο Πουλύ (Λωζάννη), εν μέσω των ταραχών που συγκλόνιζαν την Ιταλία μετά την απόπειρα εναντίον του Τολιάτι η οποία συνέβη δύο μέρες πριν, στις 14. Κάνα μήνα μετά μεταφέρθηκε λαθραία στην Ιταλία με ένα ουγγρικό διαβατήριο. Στη συνέχεια, ξέρουμε ότι η γραφειοκρατία έχει τις αποτυχίες της, αναγνωρίστηκε χάρη στις σοφές συμβουλές ικανών δικηγόρων. Αυτή η περιπετειώδης γέννηση ήταν  η πρώτη πράξη μιας ύπαρξης που κινούνταν, με συνέπεια, πάντοτε έξω από κάθε κανόνα και από κάθε εύλογη πρόβλεψη. Έπειτα ήρθε η Καταστασιακή Διεθνής, η φιλία με τον Γκυ Ντεμπόρ, η απέλαση από τη Γαλλία ως ανατρεπτικού, η δημοσίευση της  μεγάλης πλάκας με την υπογραφή Censor, που αποκάλυπτε προκαταβολικά εκείνο που θα ήταν στη συνέχεια ο ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα σε κομμουνιστές και χριστιανοδημοκράτες, υποκρινόμενος ότι κατείχε μεγάλη θέση στα παλάτια της εξουσίας  και κάνοντας να τσιμπήσουν όλοι οι ευφυείς δημοσιογράφοι, καθηγητές, κοινωνιολόγοι, που έγραψαν τόνους ανοησίες και έτσι κάλυψαν τη γελοιότητά τους, μέχρι που βγήκε η μπροσούρα Αποδείξεις για την ανυπαρξία του Censor παρουσιασμένες από τον ίδιο τον συγγραφέα. Και μετά τη διάλυση της Καταστασιακής Διεθνούς δεν έπαψε ποτέ να επικρίνει την εξουσία, την κοινωνία του θεάματος. Ο ιστότοπος Effimera έχει δημοσιεύσει κάποιες από τις παρεμβάσεις του, για τον πόλεμο στην Ουκρανία και για την αυξανόμενη επιβεβαίωση ενός νέου δεσποτισμού. Τα γραπτά του ήταν σπάνια, μελετημένα σε κάθε τους λεπτομέρεια, ουδέποτε κοινότοπα. Το προσωπικό του αρχείο υπάρχει, χάρη στη μεγάλη δουλειά του φίλου του Κέβιν Ρεπ, στην Beinecke Library, στο πανεπιστήμιου του Γέιλ. Είναι προσβάσιμο: σε εκείνα τα χαρτιά (φωτογραφίες, βιβλία, χειρόγραφα) υπάρχει η ιστορία του, η ζωή του.

Σε αυτά τα πενήντα χρόνια φιλίας, ξεκινούσαμε μαλώνοντας, μετά ακολουθούσαν συμφωνίες και ασυμφωνίες, όμως πάντοτε καταλήγαμε να σφίγγουμε περισσότερο τον δεσμό μας. Κάποτε μου είπε (παραθέτοντας τον Μονταίν) ότι ήταν φίλος μου επειδή αυτός ήταν αυτός και εγώ ήμουν εγώ. Θα μου λείψει και μάλιστα μου λείπει ήδη. Έφυγε τη νύχτα, σε ένα νοσοκομείο της Πράγας, την πόλη που είχε επιλέξει να ζει αφήνοντας το Μιλάνο, περίεργος για το πώς οι κοινότητες που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του υπαρκτού σοσιαλισμού θα συμπεριφέρονταν μετά την πτώση του Τείχους. Μακάρι να κοιμόταν, έτσι ώστε να μην έδωσε στην αρρώστια την ικανοποίηση ότι τον νίκησε. Από την άλλη μεριά το ξέρουμε: αυτό που έμεινε και θα μείνει από τους καταστασιακούς είναι ένας συνεκτικός εξτρεμισμός.

Υ.Γ. Στις 5 Οκτώβρη στον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Effimera ο Τζάνι Τζοβανέλι αποχαιρέτισε τον φίλο του Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι, πασίγνωστο και στους ελληνικούς κινηματικούς κύκλους και μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυρίως, πολύ επιδραστικό. Αυτό το βροχερό απόγευμα, εδώ στη μητρόπολη Αθήνα, αποχαιρετούμε κι εμείς μια ακόμη φιγούρα που μας συνόδεψε στην κινηματική μας νιότη αλλά και στη συνέχεια στη φάση της ωριμότητάς μας (μάλλον ηλικιακής παρά ψυχολογικής). Καθώς σιγά-σιγά φεύγουν από τη ζωή τέτοιες φιγούρες κι εγώ, όπως έγραψα και σε μια άλλη περίπτωση, αισθάνομαι πλέον μια παράξενη ορφάνια που πάει πέρα από την απώλεια των φυσικών γονέων, θα ήθελα να θυμίσω σε όλους και όλους μας ότι ο εξτρεμισμός δεν είναι μόνο προϊόν λογικής αλλά κυρίως έκφραση οργής και επειδή όπως λένε και στην πατρίδα του Σανγκουϊνέτι, «οι λύκοι όταν γεράσουν βάζουν νόμους», εμείς θα συνεχίσουμε να μη βάζουμε, να πηγαίνουμε against all odds που λένε οι Αγγλοσάξονες, ακόμη και αν ξέρουμε πως θα το πληρώσουμε ακριβά (και τελικά, πάντοτε το πληρώνουμε). Και αυτό ισχύει για όλες τις πλευρές της ζωής μας, τις επαγγελματικές, τις πολιτικές, τις φιλικές και, μπορεί και περισσότερο από τις άλλες, τις ερωτικές. Γιατί ο εξτρεμισμός είναι το δίδυμο αδελφάκι του έρωτα, δηλαδή της ζωής ενάντια στον θάνατο.  

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Νόμισμα και μνήμη - Giorgio Agamben


Το νόμισμα [moneta], ο λατινικός όρος από τον οποίο προέρχεται ο δικός μας, έρχεται από το moneo, «θυμάμαι, σκέφτομαι» και αρχικά ήταν η μετάφραση του ελληνικού Μνημοσύνη, που σημαίνει «μνήμη». Έτσι το νόμισμα έγινε στη Ρώμη το όνομα του ναού όπου γιορταζόταν η θεά μνήμη και κοβόταν το νόμισμα. Είναι ξεκινώντας από αυτόν τον ετυμολογικό δεσμό μεταξύ νομίσματος και μνήμης που πρέπει  να δούμε σήμερα το ξαναφούντωμα των συζητήσεων για την κατάργηση του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος και την επαναφορά της κάθε χώρας στο παραδοσιακό της νόμισμα. Κάτω από το επείγον «νομισματικό» ζήτημα υπάρχει ένα όχι λιγότερο επείγον ζήτημα της μνήμης, δηλαδή όχι κάτι λιγότερο από την εκ νέου ανακάλυψη της ξεχωριστής μνήμης κάθε ευρωπαϊκού κράτους τα οποία,  παραιτούμενα της κυριαρχίας επί του νομίσματός τους, χωρίς να το καταλάβουν, κατήργησαν, κατά κάποιο τρόπο, την κληρονομιά των αναμνήσεών τους. Αν το νόμισμα είναι προπάντων ο τόπος της μνήμης, αν στο νόμισμα, καθώς μπορεί να πληρώσει για όλα και να μπει στη θέση όλων, είναι ο φορέας, για το άτομο και τη συλλογικότητα, της μνήμης του παρελθόντος και των νεκρών, τότε δεν μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στη ρήξη της σχέσης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος που ορίζει την εποχή μας, αναδύεται αναπόφευκτα ως επείγον το νομισματικό πρόβλημα. Όταν ένας διάσημος οικονομολόγος δηλώνει ότι ο μόνος τρόπος που έχει η Γαλλία (όπως, ίσως, κάθε ευρωπαϊκή χώρα) να βγει από την κρίση της είναι να ξαναποκτήσει την κυριαρχία του δικού της νομίσματος, αυτό που στην πραγματικότητα  προτείνει σε εκείνη τη χώρα είναι να ξαναβρεί τη σχέση με τη μνήμη της. Η κρίση της ευρωπαϊκής κοινότητας και του νομίσματός της, που είναι πια προ των θυρών, είναι μια κρίση της μνήμης και η μνήμη –είναι καλό να μην το ξεχνάμε– είναι για κάθε χώρα ένας  τόπος κατ’ εξοχήν πολιτικός. Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς μνήμη, αλλά μια ευρωπαϊκή μνήμη είναι τόσο ανακόλουθη όσο το ενιαίο της νόμισμα.

23 Σεπτέμβρη 2025

Υ.Γ. (του Παναγιώτη Καλαμαρά) Στις 19-20 Σεπτέμβρη συμμετείχα στο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Ιωαννίνων και στις 23-24 του ίδιου μήνα στο αντίστοιχο στη Θεσσαλονίκη. Πήρα μέρος (ως ομιλητής) σε δύο συζητήσεις που στην ουσία αφορούσαν την κινηματική μνήμη και τις δυνατότητες εξόδου από τον ζόφο που ζούμε σήμερα, με αφορμή δύο κόμικς και μια συλλογή κειμένων από το παρελθόν. Η ελπίδα, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται όχι τόσο σε αυτά που είπαμε σε εκείνες τις βραδιές, όσο στην αγαπητική και συντροφική ατμόσφαιρα που επικρατούσε κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών και στις κουβέντες στο περιθώριο, που πάντοτε γίνονται σε τέτοια event. Αν και έμεινε κενή η θέση του πέτρινου συνδαιτημόνα που μας πάντοτε μας δείχνει το δρόμο προς ένα άλλο, ελπιδοφόρο, μέλλον και μόνο το γεγονός ότι η μικρή μας φυλή παραμένει άθραυστη (αν και πολλαπλώς ραγισμένη), μας κάνει να προχωράμε στην αναζήτηση του βορειοδυτικού περάσματος, αταλάντευτα άθεοι, απάτριδες και αναρχικοί.       


Πού βρισκόμαστε; - Giorgio Agamben


Στην κόλαση. Κάθε συζήτηση που δεν ξεκινά από αυτή τη γνώση, απλώς στερείται βάσης. Οι κύκλοι στους οποίους βρισκόμαστε δεν είναι τοποθετημένοι κάθετα, αλλά είναι διάσπαρτοι στον κόσμο. Οπουδήποτε οι άνθρωποι συνενώνονται, δημιουργούν κόλαση. Οι κύκλοι και οι λάκκοι είναι παντού γύρω μας, κι εμείς αναγνωρίζουμε, όπως στα caprichos του Γκόγια, τα τέρατα και τους διαβόλους που τους κυβερνούν

Τι μπορούμε να κάνουμε σε αυτή την κόλαση; Όχι τόσο και όχι μόνο, όπως έλεγε ο Ίταλο, να φυλάμε ένα κομμάτι του καλού, εκείνο που στην κόλαση δεν είναι κόλαση. Αφού κι αυτό, όλο ή εν μέρει, είναι μολυσμένο –σε κάθε περίπτωση no te escaparas. Μάλλον σταμάτα, σιώπησε, παρατήρησε και, τη σωστή στιγμή, σκίσε την κουρτίνα των ψεμάτων πίσω από την οποία αναπαύεται η κόλαση. Γιατί η ίδια η κόλαση είναι ένα ψέμα, το ψέμα των ψεμάτων, που εμποδίζει το πέρασμα στη μη κόλαση, στο ευτυχισμένά, απλά, αναρχικά υπαρκτόν.  Στο ουδέποτε υπαρκτό που η κόλαση κάθε φορά καλύπτει με το δικό της υπαρκτό, λες και δεν υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα ύπαρξης έξω από τους λάκκους και τους κύκλους στους οποίους ήδη σε έχουν εγγράψει υποχρεωτικά. Να είσαι εσύ το σημείο, το κατώφλι στο οποίο το υπαρκτό εξασθενεί, στο οποίο αναβλύζει συνεχώς το πιθανό, η μοναδική αληθινή πραγματικότητα. Η σκέψη δεν συνίσταται στην υλοποίηση του πιθανού, όπως σε καλούν οι δαίμονες να κάνεις, αλλά στο να καταστεί πιθανό το πραγματικό, στο να βρεθεί μια διέξοδος στο αναπόφευκτο των δεδομένων που η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθεί να επιβάλλει σε κάθε πλαίσιο –και προπάντων στην πολιτική. Ενώ στα κολασμένα ουρλιαχτά που ακούγονται γύρω σου όλοι προσπαθούν να πραγματώσουν διαβολικά, τεχνικά και με οποιοδήποτε κόστος το πιθανό, για σένα κάθε υπαρκτό, κάθε πράγμα, κάθε λεπίδα χόρτου, αν τα αντιληφθείς στην αλήθειά τους, γίνονται εκ νέου, σιωπηλά, διαυγώς, πιθανά.

15 Σεπτέμβρη 2025

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΙΑ ΤΙΣ ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Giorgio Agamben


Ένας καλός ορισμός της πολιτικής εξουσίας είναι αυτός που τη χαρακτηρίζει ως την τέχνη να βάζει τους ανθρώπους σε ψεύτικες σχέσεις. Αυτό και τίποτα άλλο κάνει προπάντων η εξουσία για να μπορεί να κυβερνάει όπως θέλει. Μόλις αφεθούν να μπουν σε έμμεσες σχέσεις τις οποίες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, οι άνθρωποι είναι εν τοις πράγμασι χειραγωγίσιμοι και κατευθυνόμενοι ανάλογα με την ευχαρίστηση της. Αν αυτοί πιστεύουν τόσο εύκολα στα ψέματα που τους προτείνονται, αυτό οφείλεται στο ότι είναι βασικά  ψεύτικες οι σχέσεις στις οποίες, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ήδη βρίσκονται. Η πρώτη κίνηση μιας πολιτικής στρατηγικής άξιας αυτού του ονόματος έχει να κάνει προπάντων με την αναζήτηση μιας διεξόδου από τις ψεύτικες σχέσεις στις οποίες βάζει η εξουσία τους ανθρώπους για να μπορεί να τους κυβερνάει. Όμως αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο, γιατί μια ψεύτικη σχέση είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο δεν διαφαίνεται μια διέξοδος. Κάτι όπως μια διέξοδος γίνεται δυνατό μόνο αν καταλάβουμε ότι μια ψεύτικη σχέση είναι η ίδια η μορφή της εξουσίας, ότι το να βρίσκεσαι σε μια ψεύτικη σχέση σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια σχέση εξουσίας. Ότι ψεύτικη, δηλαδή, δεν είναι μια σχέση στην οποία λέμε ψέματα, αλλά μια σχέση στην οποία λείπει η συνείδηση του ουσιαστικά πολιτικού χαρακτήρα της. Το να αντιληφθούμε ότι οι σχέσεις που είναι προφανώς βαθιές και ιδιωτικές ή εκείνες που τεχνικά ή κοινωνικά είναι καθορισμένες, είναι στην πραγματικότητα πάντοτε πολιτικές, το να αντιληφθούμε, δηλαδή, ότι είμαστε από την αρχή σε μια ψεύτικη σχέση, καθιστά αυτή τη γνώση τον μοναδικό δρόμο για να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο μας να τη βιώνουμε.

1η Σεπτέμβρη 2025

Υ.Γ. (του μεταφραστή). Το 2025 ο Τζόρτζο Αγκάμπεν κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του με τίτλο Φιλίες. Σε αυτό ο ιταλός διανοητής παρουσιάζει μερικές/ους από τις αγαπημένες/ους του φίλες/ους, δείχνοντας ακριβώς ποιες είναι οι μη ψεύτικες σχέσεις. Μου το χάρισε η Δήμητρα στο Μιλάνο τον Ιούνη του 2025 και το απήλαυσα διαβάζοντάς το στον κήπο του ξενοδοχείου που μας φιλοξένησε σε εκείνο το απίστευτα όμορφο ταξίδι μας. Και καθώς αυτό το καλοκαίρι μίλησα επανειλημμένως με δικές/ους μου αγαπημένες/ους φίλες/ους για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ακριβώς με τις ψεύτικες σχέσεις στις οποίες μας υποβάλλει συνειδητά η εξουσία, νομίζω ότι το κειμενάκι του Αγκάμπεν συνεισφέρει τα μάλα στην κατανόηση αυτού του τόσο σοβαρού προβλήματος.  

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Η παντοδύναμη αστυνομία - Joseph Roth


Μετά από δύο μέρες ο θυρωρός του ρωμαϊκού ξενοδοχείου μου έγινε αντιπαθής. Η επαγγελματική του εγκαρδιότητα ανακατευόταν με εκείνη την κακοκρυμμένη περιέργεια, που προδίδει τον μέτριο πληροφοριοδότη. Εκείνον που δεν είναι γεννημένος για να υπηρετεί την αστυνομία. Δούλευε εδώ και είκοσι χρόνια –μου το είπε ο ίδιος– στον ξενοδοχειακό κλάδο και ήταν ήδη θυρωρός ξενοδοχείου σε μια εποχή που στην Ιταλία κάθε ξένος ήταν απλώς φιλοξενούμενος και όχι αντικείμενο υποψιών εκ μέρους των αρχών. Ο ξένος καταλαβαίνει την αλλαγή του καθεστώτος πρώτα απ’ όλα από τον θυρωρό. Μετά το καλωσόρισμα, του ζητάει αμέσως το διαβατήριο. Ομολογώ ότι τρέφω μια βαθιά δυσπιστία απέναντι στα κράτη που στα ξενοδοχεία πρέπει να δίνεις το διαβατήριο σου (υπάρχουν ταξιδιώτες που κάτι τέτοιο τους είναι εντελώς αδιάφορο). Όλη η παραδοσιακή φιλοξενία μιας χώρας που εδώ και πολλά χρόνια ζει από τον τουρισμό, χωρίς τον οποίο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, δεν θα μπορέσει να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη, μου φαίνεται ύποπτη όταν το προσωπικό του ξενοδοχείου αρχίζει να επιτελεί τις λειτουργίες των αρχών και μου παίρνει, έστω και για μια μέρα, το διαβατήριο, δηλαδή την ελευθερία κίνησής μου.

Όμως ο θυρωρός του ξενοδοχείου έκανε και κάτι παραπάνω. Όταν του ζήτησα γραμματό-σημα, βιάστηκε να διαβάσει το όνομα του αποδέκτη της επιστολής μου και, ανησυχώντας  δήθεν μη μου χαλάσει  την άνεση, με εμπόδισε να κάνω εκείνο το μοναδικό βήμα προς την τρύπα του ταχυδρομικού κουτιού. Επέμενε να στείλει ο ίδιος την επιστολή. Κατά συνέπεια  η ανταπόκρισή μου καθυστέρησε να φτάσει μια δυο μέρες απ’ ότι θα χρειαζόταν κανονικά.

Έχει παράξενους φίλους ο θυρωρός του ξενοδοχείου.  Στο πόστο του συναντά κάνα δυο φορές τη μέρα δύο με τρία άτομα που σίγουρα δεν ανήκουν στους φιλοξενούμενους του ξενοδοχείου. Άνθρωποι περίεργοι, που αμέσως πέφτουν σε μια εύγλωττη σιωπή όταν του δίνω το κλειδί. Καθώς απομακρύνομαι, νιώθω το βλέμμα τους στον αυχένα μου. Κάποια στιγμή  συνάντησα στο μπαρ έναν άνδρα που μισή ώρα πριν τον είχα δει να μιλάει με τον θυρωρό. Γνωριζόμαστε! Αλαλά! Το ξέρω, υπάρχουν ξένοι που μπροστά στα ερείπια ξεχνούν την ύπαρξη πληροφοριοδοτών. Αλλά η ευαισθησία μου, έμπειρη και μαθημένη από την παραμονή μου σε αστυνομικά κράτη –δηλαδή σε κράτη που έχουν μια τρομερή αστυνο-μία– δεν αφήνει να αποσπαστεί η προσοχή μου από εκείνη την κυκλοφορία σπιούνων λόγω της  οποιαδήποτε έλξης μπορεί να ασκούν τα αρχαία σε έναν τουρίστα.

Όταν πήγα να βρω τον κύριο τον οποίο μου είχε γνωρίσει ο φίλος μου από το Μιλάνο, ο θυρωρός του μας παρατήρησε προσεκτικά. Εκείνος ο άνδρας, ένας έμπορος, πιστός καθολικός, για μια συγκεκριμένη περίοδο ήταν ύποπτος για την αστυνομία. Όταν φύγαμε μαζί από το σπίτι, χαιρέτισε γελώντας και με υπερβολική ευγένεια τον θυρωρό, στον οποίο ενίοτε δίνει κάποιες συμβουλές. «Επικίνδυνος άνθρωπος», μου είπε ο φίλος μου, «μπορεί να με κακολογήσει ανά πάσα στιγμή». «Για τι πράγμα;». «Ποιος ξέρει;».

Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει για ποιο λόγο μπορεί να γίνει κανείς ύποπτος στα μάτια ενός θυρωρού, έμπιστου της αστυνομίας. Ο πολίτης ζει συνεχώς με τον φόβο ότι θα καταστεί ύποπτος. Χρειάζεται σε αυτό το σημείο να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ολική αδυναμία του πολίτη στη σημερινή Ιταλία.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Μουσολίνι (26 Μάη 1927) στη φασιστική Ιταλία υπάρχουν 60.000 καραμπινιέροι και 15.000 αστυνομικοί. 5.000 αστυνομικοί στη Ρώμη, 10.000 στρατιωτικοί στο ταχυδρομείο, στον τηλέγραφο και στον σιδηρόδρομο. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι τελωνοφύλακες και οι 30.000 εθελοντές της φασιστικής πολιτο-φυλακής, επιφορτισμένοι με την εθνική ασφάλεια.

Θα αρκούσε η ύπαρξη αυτών των ένοπλων δυνάμεων για να περιοριστεί η ατομική ελευθερία των ιταλών πολιτών. Όμως υπάρχουν και οι φασιστικοί νόμοι, που την έχουν καταργήσει ολοκληρωτικά.

Ο Ιταλός δεν μπορεί να ταξιδέψει στην ίδια του τη χώρα αν δεν του έχουν δώσει οι αστυνομικές αρχές  του τόπου κατοικίας του το προβλεπόμενο έγγραφο. Δεν υπάρχει ξενοδοχείο που να μπορεί να τον φιλοξενήσει. Δεν μπορεί καν να πάει σε ένα νοσοκομείο. Η μετανάστευση είναι πρακτικά αδύνατη. Οι αρχές δεν δίνουν διαβατήρια για το εξωτερικό. 22 χιλιάδες λίρες πρόστιμο και ελάχιστη ποινή τρία χρόνια φυλάκιση για όποιον προσπαθήσει να περάσει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο.

Επιπλέον στην Ιταλία υπάρχει η έννοια  του «κακόφημου» πολίτη. Ένας πολίτης τέτοιου τύπου δεν έχει πια καμία ατομική ελευθερία.  Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι τον έχουν υπό αυστηρή επιτήρηση. Του έχουν καθορίσει τις ώρες που μπορεί να βγαίνει από το σπίτι του. Μια επιτροπή της αστυνομίας μπορεί να του επιβάλλει τον τόπο διαμονής του –στην Ιταλία ή στις αποικίες. Μόνο η αστυνομία αποφασίζει για το πώς θα περάσει τη μέρα του, για την εργασία του, για τον ύπνο του, για τις βόλτες του, για την ανάπαυσή του. Η εξήγηση του Μουσολίνι για αυτά τα μέτρα είναι: «Απομακρύνουμε αυτά τα άτομα από τη φυ-σιολογική ζωή ακριβώς όπως οι γιατροί απομονώνουν τους αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες».

Και μένοντας στη μεταφορά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο δικτάτορας, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι είναι αρκετή η απομόνωση των άρρωστων από αντιφασισμό, ενώ οι υγιείς μπορούν να κάνουν ότι θέλουν! Αλαλά! Δεν μπορούν! Κάθε δημόσια εκδήλωση –είτε είναι για επιστημονικούς, αθλητικούς ή αναμφίβολα για ωφέλιμους  λόγους– πρέπει να δηλώνεται στην αστυνομία τουλάχιστον έναν μήνα πριν. Αυτή εγκρίνει τον τόπο και την ώρα διεξαγωγής της, ενώ μπορεί μέχρι να απαγορεύσει την εκδήλωση. Μια επιτροπή  τη βοηθά για να λάβει την απόφασή της. Και ποιος συμμετέχει σε αυτή την επιτροπή; Ο γραμματέας της φασιστικής επιτροπής της ενδιαφερόμενης περιοχής και, μαζί με τον «άρχοντα» της πόλης, ο διοικητής της φρουράς. Καθηγητές, επαγγελματίες, δάσκαλοι διαφόρων εκπαιδευτικών βαθμίδων δεν μπορούν να φτιάξουν ενώσεις –ούτε καν για επιστημονικούς σκοπούς (στην τσαρική Ρωσία και στη σημερινή Ρωσία δεν υπήρξε και δεν υπάρχει ένας τέτοιου είδους νόμος). Ούτε καν ένας εορτασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άδεια της αστυνομίας. Η αστυνομία έχει το δικαίωμα να καθορίζει την ώρα και τον τόπο μιας δημόσιας εκδήλωσης. Και είναι εύκολο να φανταστούμε ότι η αστυνομία, εκεί όπου για συγκεκριμένους λόγους δεν θέλει ή δεν μπορεί να την απαγορέψει, βάζει μια ώρα και έναν τόπο τέτοιους ώστε η εκδήλωση είτε να είναι αδύνατη είτε αναποτελεσματική. Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, γιατί ο φίλος μου φοβάται τον θυρωρό του. Ο θυρωρός, μέσω της αστυνομικής δράσης του, έχει γίνει ένα είδος διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Ο νόμος αναγνωρίζει πολίτες «τους οποίους η κοινή γνώμη θεωρεί κακόφημους» και καθώς οι εκτελεστές αυτού του νόμου δεν μπορούν να μπουν στα σπίτια και να ακούσουν και να επιβεβαιώσουν τις αιτίες αυτής της κακοφημίας, εμπιστεύονται τους καταδότες. Από την εποχή του Μέτερνιχ οι θυρωροί είναι τα μάτια και τα αυτιά της αστυνομίας.

Ο ιταλός πολίτης φοβάται τον εφημεριδοπώλη στη γωνία, τον καπνοπώλη και τον κομμωτή, τον θυρωρό και τον ζητιάνο, τον διπλανό του στο τραμ και τον οδηγό του οχήματος. Και ο εφημεριδοπώλης στη γωνία, ο καπνοπώλης και ο κομμωτής, ο θυρωρός και ο ζητιάνος, ο διπλανός στο τραμ και ο οδηγός του οχήματος, φοβούνται ο ένας τον άλλο. Όταν επρόκειτο να έρθει ο Νόμπιλε [ο Ουμπέρτο Νόμπιλε ήταν επιφανής ιταλός αεροπόρος και εξε-ρευνητής σ.τ.μ.] ζήτησα από τον μιλανέζο φίλο μου, χωρίς να περιμένω μια σοβαρή απάντηση αλλά μόνο για να σπάσω τη σκοτεινή του εμπιστευτικότητα, «τι πιστεύεις για τον Νόμπιλε;», κι αυτός μου απάντησε αμέσως «εγώ δεν ενδιαφέρομαι για την πολιτική». «Εννοείς για τον Βόρειο Πόλο;». «Όχι», επέμεινε, «για την πολιτική» και ανοίγοντας την εφημερίδα του βυθίστηκε σε μια αναφορά για τους ελιγμούς του εξερευνητή.

Στο μεταξύ ξεφυλλίζω τους Λόγους του Μουσολίνι και το βλέμμα μου πέφτει στις παρακάτω φράσεις: «Πρέπει να είσαστε πεπεισμένοι ότι σε ένα φασιστικό κράτος όλοι οι υπουργοί και όλοι οι γραμματείς δεν είναι παρά στρατιώτες. Πηγαίνουν όπου ο επικεφαλής τους διατάζει να πάνε και σταματούν αν εγώ τους διατάξω να σταματήσουν». Σηκώνω τα μάτια και βλέπω μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία. Δύο τραπέζια πιο κει, με τη γραβάτα του με τις λευκές και κόκκινες ρίγες να κρέμεται στον λαιμό του, με το κεφάλι γερμένο στην προσπάθειά του να ακούσει καλύτερα, ένα ελαφρύ μπαστούνι στο διπλανό κάθισμα, ακουμπώντας στο μπράτσο της ένα χέρι με αστραφτερά ροζ νύχια και με ένα μοχθηρό χαμόγελο –το θεωρεί υποχρεωτικό– στα χείλη, ποιος;, ο φίλος του ξενοδοχείου. Άκουσε ότι συζητούσαμε σε μια ξένη γλώσσα. Τι σημαντική στιγμή! Για δυόμισι λίρες θα δώσει πληροφορίες στην αστυνομία. Αλαλά!

(Frankfurter Zeitung, 11/11/1928)

Υ.Γ. (του μεταφραστή): Ο Γιόζεφ Ροτ ταξίδεψε στην ΕΣΔΔ, στη Γαλλία και στην Ιταλία το 1928 ως ανταποκριτής της γερμανικής φιλελεύθερης εφημερίδας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Frankfurter Zeitung η οποία, ωστόσο, λογόκρινε τα κείμενα του, προς μεγάλη απογοήτευση και πικρία του Ροτ. Τι έχει αλλάξει σήμερα στην Ιταλία, με τη κρυπτονεοφασιστική κυβέρνηση Μελόνι; Αφήνουμε την αναγνώστρια και τον αναγνώστη να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η εκκένωση του ιστορικού κοινωνικού κέντρου Λεονκαβάλο για δεύτερη φορά μέσα σε πενήντα χρόνια και πάλι τις «ήσυχες μέρες» του Αυγούστου, δίνει ένα ακόμη στίγμα της νεοφασιστικής εκδικητικότητας όταν βρεθεί στην εξουσία. Ελπίζοντας ότι και αυτή τη φορά τα συντρόφια στο Μιλάνο θα δώσουν την αρμόζουσα απάντηση, δεν μπορώ παρά να συγκρίνω (τηρουμένων πάντοτε των κινηματικών αναλογιών) αυτή την εκκένωση με εκείνη της Βίλλας Αμαλίας δεκατρία χρόνια πριν, εννοώντας κυρίως τον συμβολικό της χαρακτήρα για τα κινήματα του κοινωνικού ανταγωνισμού.