Ο Ερωτόκριτος Καλογερίδης ήξερε καλά πως αυτό το καλοκαίρι
θα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στη ζωή του, αφού για πρώτη φορά θα το περνούσε
μόνος του με τον γιό του τον Αίαντα. Καλοκαίρια μόνος του είχε περάσει κάμποσα
ο Ερωτόκριτος, στα εξήντα του και με δεδομένο ότι είχε αρχίσει να ταξιδεύει από
τα 18 του, μπορούσε να μετρήσει τουλάχιστον έξη τέτοια, σίγουρα μια όχι και
τόσο απογοητευτική επίδοση. Βέβαια, όταν έλεγε μόνος του εννοούσε χωρίς
ερωμένη, αφού πάντοτε στις διακοπές είχε φίλους γύρω του και μάλιστα πιστούς
και άκρως ενδιαφέροντες. Ότι αυτό το καλοκαίρι θα ζούσε κάτι πρωτόγνωρο είχε
την έννοια πως όχι μόνο δεν είχε μαζί του ερωμένη, αλλά δεν είχε ούτε και
σύζυγο, όμως είχε έναν γιό που είχε ακριβώς αποκτήσει με την τέως σύζυγό του
(και παρότι το παιδί ήταν τώρα πια δέκα χρονών, υπήρχαν στιγμές που ακόμη δεν
πίστευε ότι είχε γίνει πατέρας). Αν και για πολύ κόσμο αυτό είναι πλέον κάτι το
συνηθισμένο, για τον Ερωτόκριτο ήταν εντελώς περίεργο και του προκαλούσε, ήδη
από το ξεκίνημα του ταξιδιού, μια κάποια αμηχανία. Ένα ταξίδι που όμως,
τουλάχιστον τυπικά, κι αυτό δεν το έκανε μόνος του, καθώς πέρα από τον Αίαντα, θα
ταξίδευε στο Βαθύ Γυθείου μαζί με τον κολλητό φίλο του Αίαντα, τον Άρη και τη
μητέρα του Φωτεινή, που ήταν παντρεμένη τον Αριστοτέλη και τα περνούσε μια
χαρά, απλώς αυτός ήταν υποχρεωμένος να δουλέψει για τη λεγόμενη «σεζόν», οπότε
για να μη χάσει τα μπάνια το παιδί τους, αποφάσισαν να πάνε με αυτή τη σύνθεση
στο συγκεκριμένο μέρος, καθώς γνωρίζονταν από χρόνια και είχαν περάσει πολλά
μαζί.
Όταν ο Ερωτόκριτος έφτασε στο νοικιαζόμενο δωμάτιο που είχε
κλείσει τηλεφωνικώς, χωρίς δηλαδή να ακολουθήσει τη γνωστή μέθοδο του booking, αμέσως ένιωσε ότι αυτή του η
επιλογή τον γύριζε πολλά χρόνια πίσω, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80,
όταν πρωτοέκανε μόνος του, δηλαδή χωρίς τους γονείς του, διακοπές στην
Κεφαλονιά, μένοντας στην πανσιόν «Δελφίνι». Το κτιριακό συγκρότημα που
βρισκόταν το δωμάτιο του ήταν φτιαγμένο σίγουρα εκείνη την εποχή και το πέρασμα
του χρόνου δεν το είχε αγγίξει, προφανώς οι ιδιοκτήτες του είχαν αρκεστεί στην
αρχική ιδέα και κατασκευή και όλα τα επόμενα χρόνια δεν είχαν προχωρήσει σε
κάποιου είδους ανακαίνιση. Το μόνο καινούργιο που υπήρχε μέσα ήταν η τηλεόραση,
ενώ ακόμη και το ψυγείο ήταν ίδιο με εκείνο της ΙΖΟΛΑ που είχε στο πατρικό του.
«Ωραία ξεκινάμε», σκέφτηκε ο Ερωτόκριτος, πάλι από την αρχή, σε έναν χώρο που
του θύμιζε έντονα εκείνο το άλλο ξεκίνημά του, το πέρασμα στη δεκαετία των
είκοσι, σίγουρα την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της ζωής του κάθε ανθρώπου. Όταν
μάλιστα άνοιξε και την ξύλινη μπαλκονόπορτα και είδε μπροστά του έναν ωραίο
κήπο και λίγο παρακάτω τη θάλασσα, η ανάμνηση εκείνου του δωματίου στην
Κεφαλονιά έγινε ακόμη εντονότερη.
Όμως ο Ερωτόκριτος δεν ήταν και στην καλύτερη ψυχική
διάθεση αυτή την εποχή. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχε χωρίσει από την
κατά τον νόμο σύζυγό του, ακόμη λιγότερος είχε περάσει από έναν μετασυζυγικό
τρελό αλλά τελειωμένο έρωτα, αμέσως μόλις βγήκε στο μπαλκόνι τις σκέφτηκε
αμφότερες, τι ωραία θα ήταν να περνούσε μαζί τους και μάλιστα σε ένα τέτοιο
δωμάτιο μια βδομάδα διακοπών, δηλαδή τι ωραία θα ήταν αν βρισκόταν εκεί με την
πρώην σύζυγό του όταν τα είχαν πρωτοφτιάξει και τι ωραία θα ήταν αν βρισκόταν
με την προσφάτως χαμένη ερωμένη του, που πραγματικά τον είχε βγάλει από τη
συζυγική ρουτίνα. «Τι να κάνουμε», σκέφτηκε, «κοινοτοπία, αλλά η ζωή, ενίοτε,
δεν μας τα φέρνει όπως θέλουμε». Στο
δωμάτιο θα έμενε μόνος του, αφού η Φωτεινή με τα παιδιά θα έμενε στο παραδίπλα
κάμπινγκ, που προσφερόταν πολύ για διακοπές κοντά στη φύση, καθώς πέρα από τη
θάλασσα υπήρχε κι ένα παρακείμενο ποτάμι, στο οποίο τα πιτσιρίκια θα έπαιζαν
ασύστολα. Ο Ερωτόκριτος δεν τα πολυγούσταρε τα κάμπινγκ, τα έβλεπε μόνο ως λύση
έκτακτης ανάγκης, αυτού του άρεσαν οι άνετες διακοπές, δωμάτιο, μπάνιο,
διάβασμα, σεξ, ξενύχτι, επιστροφή, ξεκούραση. Είχε φάει πολλά λεφτά για την
ικανοποίηση αυτής του της επιθυμίας, αλλά δεν το είχε μετανιώσει ποτέ. Για
εκείνον αυτές ήταν οι τέλειες διακοπές.
Αλλά το δωμάτιο του είχε κάνει εντύπωση και για έναν άλλο
λόγο. Ο Ερωτόκριτος ήταν πιστός θαυμαστής του Γιάννη Μαρή, κι αυτό το δωμάτιο
ήταν λες και ήταν βγαλμένο από τα μυθιστορήματα του αγαπημένου του συγγραφέα.
Μια καμπάνα σε λουτρόπολη, με περίεργους γείτονες και παράξενες ιστορίες.
Βέβαια οι πρώτοι γείτονες που είδε και καλημέρισε ο Ερωτόκριτος δεν ήταν και
τόσο περίεργοι, μια Ουκρανή σαρανταπεντάρα και άκρως καλοστεκούμενη, κι ένας
Έλληνας εργολάβος πολυκατοικιών, λαϊκός και συμπαθέστατος τύπος. Αμέσως ο
Ερωτόκριτος σκέφτηκε δύο πράγματα: Πώς θα ήταν αν η Ουκρανή είχε και μια φίλη
που θα ήθελε να σκοτώσει τη μοναξιά της με έναν συμπαθητικό Έλληνα κύριο και,
δεύτερον, πως δεν θα ήταν παράξενο αν σε έναν τέτοιο σκηνικό δεν συνέβαινε κάτι
το συνταρακτικό αλά Γιάννη Μαρή, όπως ένας απροσδόκητος φόνος!
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε το κουδούνισμα του
τηλεφώνου. Η Φωτεινή είχε φτάσει στο κάμπινγκ με τα παιδιά και έστηνε τη σκηνή.
Του έδωσε ραντεβού σε μισή ώρα σε μια παρακείμενη ταβέρνα για φαγητό, καθώς
είχε αρχίσει να βραδιάζει και τα παιδιά, όπως κι αυτή, πεινούσαν. Ο Ερωτόκριτος
συμφώνησε, αν και τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά την ερωτική του απογοήτευση,
μάλλον είχε κόψει το φαγητό. Πάντοτε το πάθαινε αυτό και του έβγαινε σε καλό,
καθώς είχε πάντοτε τα παραπανίσια κιλάκια του, οπότε μια δίαιτα τον προετοίμαζε
και σωματικά για την επόμενη ερωτική περιπέτεια. Από την άλλη ήταν μια καλή
ευκαιρία να κάνει μια πρώτη ανίχνευση του μέρους, για το οποίο είχε ακούσει
πολλά καλά λόγια από την πρώην γυναίκα του, αλλά ήθελε να έχει και τη δική του
γνώμη. Οπότε θα πήγαινε παραλιακά μέχρι το κάμπινγκ, θα έπαιρνε τους άλλους και
όλοι μαζί θα πήγαιναν φαγητό στη μοναδική ταβέρνα του μέρους. Ήταν μια καλή
ευκαιρία, δηλαδή, να κάνει μια πρώτη ανίχνευση του μέρους, τόσο ως προς τη
χωροταξία και τους δημόσιους χώρους του όσο και ως προς τη σύνθεση του κόσμου.
Πέρα λοιπόν από το κάμπινγκ και το απαραίτητο μπαρ του,
υπήρχε ένα άλλο μπαρ, πιο mainstream θα
έλεγε κάποιος, που είχε τοποθετήσει και μια τεράστια τηλεόραση για τη θέαση των
Ολυμπιακών Αγώνων από τους ενδιαφερόμενους θαμώνες, όπως και η κλασική ταβέρνα που
βρίσκει κανείς σε τέτοια μέρη. Η πρώτη εντύπωση από τη σύντομη περιήγησή του
ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή που είχε σχηματίσει ο Ερωτόκριτος όταν πρωτοαντίκρυσε
το δωμάτιο του. Το μέρος ήταν σαν να είχε μείνει κολλημένο στη δεκαετία του
’80, ήταν λες και ο χρόνος δεν είχε περάσει από πάνω του και μάλιστα αυτό ίσχυε
και για τις πρώτες φάτσες που συνάντησε. Ήταν κυρίως μεγάλοι άνθρωποι, όχι
απαραίτητα στην ηλικία του Ερωτόκριτου, που φαινόταν ότι ερχόντουσαν σε αυτό το
μέρος για χρόνια. Νεαρόκοσμος υπήρχε, αλλά όχι πολύς. Για έναν περίεργο λόγο το
μέρος του θύμιζε την Αιγιάλη της δεκαετίας του ’80, μόνο που τα τότε «φρικιά»,
όπως και ο ίδιος άλλωστε, είχαν πλέον μεγαλώσει. Είχε το ενδιαφέρον του, αλλά
του Ερωτόκριτου του έφερε και μια κάποια μελαγχολία, από την οποία τον έβγαλαν
αμέσως τα γέλια των παιδιών, που είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν και να περνάνε
καλά.
Κάθισαν και μέχρι να έρθει το φαγητό τα παιδιά
απομακρύνθηκαν για να παίξουν στην παραλία. Η Φωτεινή ήξερες μέσες άκρες τα
τελευταία τεκταινόμενα στη ζωή του Ερωτόκριτου, όμως δεν ήταν αδιάκριτη και
περίμενε εκείνον να ξεκινήσει την κουβέντα, ο οποίος, βέβαια, δεν άργησε να
πάρει μπρος, καθώς ένιωθε ακόμη έντονη την ανάγκη να εξιστορεί τις περιπέτειες
του, ήταν ένας είδος λύτρωσης γι’ αυτόν. Έτσι της μίλησε για το τέλος της συζυγικής
του σχέσης, της είπε για τον τρελό αλλά σύντομο έρωτα με μια κοπέλα που είχε
γνωριστεί τυχαία, της ανέφερε το άγχος και την περιέργεια που είχε για την
καινούργια του ζωή από τον Σεπτέμβρη και μετά, και άλλα πολλά. Η Φωτεινή τον
άκουγε με προσοχή και όποτε τον διέκοπτε το έκανε με μαεστρία, οδηγώντας τον σε
περαιτέρω εξομολογήσεις, που έκαναν τον Ερωτόκριτο να αισθάνεται διαρκώς και
καλύτερα. Το φαγητό ήρθε, ήρθαν και τα παιδιά, και άρχισαν όλοι, πλην του
Ερωτόκριτου να τρώνε με όρεξη. Κάτι τσίμπαγε κι αυτός, αλλά το μυαλό του ήταν
μακριά, είχε κολλήσει σε εκείνο το πολύ μακρινό πλέον καλοκαίρι του 1980, στην
Κεφαλονιά, στην πανσιόν «Δελφίνι». Αλλά και στον Γιάννη Μαρή.
Ο Ερωτόκριτος είχε από την πλευρά του πατέρα του έναν θείο
που ήταν μπάτσος. Περίεργος μπάτσος θα έλεγε κανείς, αφού το τελευταίο που τον
ενδιέφερε ήταν η τήρηση της τάξεως. Μπον βιβέρ για την εποχή του, τού άρεσαν τα
αυτοκίνητα, οι γυναίκες, τα ταξίδια, δεν είχε παιδιά και αυτό τον διευκόλυνε να
επιδίδεται με υπερβολή στα άλλα. Τα τελευταία χρόνια της «καριέρας» του στην
αστυνομία, που συνέπεσαν με τα τέλη της δεκαετίας του ’70, για να συμπληρώνει
τον μισθό του, δούλευε security
στην
«Απογευματινή», στα γραφεία της στην οδό Φειδίου. Οπότε ερχόταν στο πατρικό του
Ερωτόκριτου για να δει τον πατέρα και αδελφό του, αλλά και τα ανίψια του,
πάντοτε κουβαλούσε μαζί του βιβλία που τα έδινε στον Ερωτόκριτο, αφού ήξερε το
πάθος του για το διάβασμα. Βιβλία που τα έδινε ο Γιάννης Μαρής, στον οποίο τα
έδιναν οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής για βιβλιοκριτική και βιβλιοπαρουσίαση
ακριβώς στην «Απογευματινή». Το ωραίο στην ιστορία ήταν και άρεσε συχνά στον
Ερωτόκριτο να το λέει, πως δεν ήταν οι γονείς του που τον μύησαν στην κριτική
σκέψη και πράξη, αλλά ο θείος του ο μπάτσος!, αφού μπορεί να φανταστεί κανείς
τι βιβλία έστελναν στον Γιάννη Μαρή εκείνη την εποχή της μεταπολίτευσης. Μαζί
με αυτά ο Ερωτόκριτος διάβασε και πάρα πολλά του ίδιου του Μαρή, με τα
ταξιδιωτικο-αστυνομικά να τον συναρπάζουν λίαν ιδιαιτέρως. Από τότε έβαζε τον
εαυτό του στη θέση του ήρωα και σκεφτόταν πως θα ήταν αν συνέβαινε και σε
εκείνον κάτι ανάλογο. Κάτι που, βεβαίως, δεν περίμενε ότι θα του συμβεί τώρα
στα εξήντα του και με τη ζωή του αναστατωμένη μεν προς το παρόν, αλλά όχι και
τόσο ανήσυχη όπως ας πούμε στα είκοσί του.
Τέλειωσαν το φαγητό τους και η Φωτεινή με τα παιδιά κίνησαν
για τη σκηνή, καθώς ήταν πολύ κουρασμένοι. Εκείνος επέστρεψε στο δωμάτιο να
περάσει την πρώτη του νύχτα, μόλις άνοιξε την πόρτα ένιωσε πως είχε υπερένταση
και για να του περάσει αποφάσισε να πιει μια τελευταία μπύρα, να καπνίσει ένα
τοσκάνο και, επιτέλους, να διαβάσει. Επιτέλους, γιατί τον τελευταίο καιρό, με
την ένταση που τον διαπερνούσε, είχε κόψει, ποιος αυτός;, το διάβασμα, δεν μπορούσε
με τίποτα να συγκεντρωθεί στις τυπωμένες σελίδες, το μυαλό του έτρεχε συνεχώς
αλλού και κυρίως στην Αντωνία, τη σύντομη αλλά τόσο όμορφη ερωτική του
περιπέτεια. Βγήκε στο μπαλκόνι και πριν προλάβει να ανοίξει το φως, τον
καλησπέρισε από δίπλα του η όμορφη Ουκρανή με τα σπαστά της ελληνικά. Ο
Ερωτόκριτος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, είπε μέσα του «τυχερός ο εργολάβος» και
ξεκίνησε να καπνίζει, να πίνει μπύρα και να διαβάζει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο
που είχε αγοράσει στο πρόσφατο ταξίδι φυγής στο Μιλάνο, «Η κρίση της αφήγησης»
λεγόταν, του Γερμανο-κορεάτη φιλόσοφου Μπιουνγκ Τσιουλ Χαν. «Σκέψου να αρχίσουν
το σεξ» είπε μέσα του, αλλά από το διπλανό δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα,
απόλυτη ησυχία. Όταν τέλειωσε πούρο, μπύρα και τα δύο πρώτα κεφάλαια του
βιβλίου, τα μάτια του έκλειναν. Η πρώτη του μέρα στο Βαθύ είχε τελειώσει,
κουρασμένος καθώς ήταν, κοιμήθηκε βαθιά.
Τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα συνέβαιναν τη δεύτερη μέρα.
Η μέρα ξεκίνησε τυπικά, υποτυπώδες πρωινό, πορτοκαλάδα, καφές, η απαραίτητη
γυμναστική με τα λάστιχα, άραγμα στο μπαλκόνι και συνέχιση της ανάγνωσης. Ο
Ερωτόκριτος σκέφτηκε ότι αφού είχε αρχίσει και πάλι να διαβάζει, τα πράγματα
είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε έναν καλό δρόμο. «Άμα πετύχω και καμιά ωραία
κυρία, μοναχική ψυχή όπως εγώ, μπορεί και να πάνε πρίμα». Είδε την Ουκρανή και
τον εργολάβο να κατεβαίνουν στη θάλασσα και καλημερίστηκαν ευγενικά. Ο
Ερωτόκριτος, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, είχε σκεφτεί ότι το δωμάτιο και το
όλο σκηνικό προσφερόταν για ένα έγκλημα αλά Μαρή και το ζεύγος του φάνηκε το
πλέον κατάλληλο για μια τέτοια ιστορία, αλλά αμέσως έδιωξε αυτές του τις
σκέψεις, «μην γκαντεμιάσω τους ανθρώπους, μια χαρά φαίνονται να περνάνε». Το
τηλέφωνο χτύπησε, ήταν η Φωτεινή που έπαιρνε πρωινό με τα παιδιά στο μπαρ του
κάμπινγκ. Ο Ερωτόκριτος της είπε ότι σε λίγα λεπτά θα ήταν εκεί. Έβαλε το μαγιό
του μπας και έκανε κάνα μπάνιο, πήρε τα απαραίτητα συμπράγκαλα, πετσέτα,
βιβλίο, γυαλιά ηλίου, καπέλο, πορτοφόλι, έριξε μια τελευταία ματιά στα μηνύματα
ελπίζοντας πως θα του είχε στείλει κάποιο μήνυμα η Αντωνία, αλλά που τέτοια
τύχη, κλείδωσε και έφυγε.
Το μπαρ του κάμπινγκ είχε κάμποσο καιρό, στο παρακείμενο
ποτάμι έπαιζαν ένα σωρό παιδιά, ανάμεσά τους ο Αίαντας και ο Άρης. Ο
Ερωτόκριτος χαιρέτισε από μακριά τον Αίαντα, που του έριξε ένα γλυκό χαμόγελο
και συνέχισε να παίζει με τον φίλο του. «Σε λίγο ούτε που θα μου μιλάει ο
μάγκας», σκέφτηκε, αλλά δεν τον πείραζε κάτι τέτοιο, τα παιδιά θέλουν παιδιά,
όσο πιο γρήγορα απογαλακτιστούν τόσο το καλύτερο για όλους, αν και είχε μια
πολύ καλή σχέση με τον Αίαντα, πάντα πίστευε και υποστήριζε πως τα παιδιά δεν
πρέπει να έχουν φίλους τους γονείς τους, πρέπει να κάνουν φίλους, αυτό είναι το
ωραίο, απολαυστικό και ελπιδοφόρο στη ζωή. Κάθισε με τη Φωτεινή για να πιει
έναν δεύτερο καφέ και τότε την είδε. Η κοπέλα στο μπαρ ήταν ίδια η Αντωνία, η
ίδια κατατομή προσώπου, τα χρώματα, η σωματοδομή, το γενικότερο στυλ. «Πάει,
βλέπω φαντάσματα», σκέφτηκε, έστρεψε αλλού το βλέμμα του αλλά ξαναγύρισε στην
κοπέλα, η Φωτεινή κατάλαβε την αναστάτωσή του και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Της
είπε την αλήθεια και μάλιστα της τόνισε ότι αν ήθελε να πάρει μια ιδέα για τη
γυναίκα που του είχε πάρει τα μυαλά, μπορούσε να την έχει από εκείνη που
βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά τους.
Επειδή κατάλαβε ότι η κοπέλα κάποια στιγμή τον κοίταξε
απορημένη, πιθανότατα διερωτώμενη γιατί αυτός ο τύπος την κοιτούσε τόσο έντονα,
όταν πήγε να πάρει τον καφέ του της ζήτησε συγγνώμη αν την είχε ενοχλήσει, «μου
θυμίζεις έντονα ένα αγαπημένο μου πρόσωπο» της είπε, της ζήτησε και πάλι
συγγνώμη, και ξαναγύρισε στο τραπέζι του. «Κουφά πράγματα», σκέφτηκε από μέσα
και ξεκίνησε μια κοινότοπη κουβέντα για το μέρος, το κάμπινγκ, τα παιδιά κλπ.
Ώσπου, σε κάποια στιγμή, ένιωσε τα αγαπημένα του μαύρα γυαλιά Σέρτζο Τακίνι να
χαλαρώνουν από τη μια πλευρά, είχε λασκάρει μια βίδα και έπρεπε να τη σφίξει
για να μη διαλυθούν. Γνωστό το πρόβλημα, γνωστή και η λύση, έπρεπε να βρει ένα
αιχμηρό όργανο, ένα κατσαβίδι για να σφίξει τη βίδα, και αφού κατσαβίδι δεν
είχε, έπρεπε να πάρει ένα μαχαίρι με αιχμηρή μύτη για να κάνει τη δουλειά.
«Καλή ευκαιρία για να ξαναμιλήσω στην τύπισσα», σκέφτηκε και όντως πήγε και της
ζήτησε ένα αιχμηρό μαχαίρι. Εκείνη τον κοίταξε περίεργα και τον ρώτησε τι το
θέλει. Ο Ερωτόκριτος έκανε συχνά αστεία, οπότε της είπε ότι το ήθελε για να
σκοτώσει τη γυναίκα που καθόταν μαζί του, εκείνη τον κοίταξε απορημένη, του
είπε ότι μαχαίρι δεν του δίνει, με τις γυναικοκτονίες που συνέβαιναν τελευταία
σίγουρα θα της πέρασε από το μυαλό ότι ο τύπος είναι τρελός μπορεί και να το
εννοεί, ο Ερωτόκριτος κατάλαβε ότι το αστείο δεν ήταν πετυχημένο, της εξήγησε
αμέσως τι ήθελε το μαχαίρι και εκείνη, γελώντας πια και αυτή με τη σειρά της,
πήγε και του το έφερε. Ο Ερωτόκριτος έσφιξε τη βίδα και επέστρεψε στο τραπέζι
του.
Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ωραία, μπάνιο στη θάλασσα, το ποτάμι
που να το πλησιάσει, ήταν παγωμένο, συζήτηση με κάποιους άλλους φίλους από τα
παλιά που παραθέριζαν και εκείνοι εκεί, κουβεντούλα με τη Φωτεινή, παιχνίδι με
τον Αίαντα για να μην ξεχνάει και τις πατρικές του υποχρεώσεις, επιστροφή στο δωμάτιο
όλοι μαζί για να κάνουν το απαραίτητο μπάνιο, φαγητό στην ταβέρνα και μια
τελευταία μπύρα και πάλι στο μπαρ του κάμπινγκ. Η ώρα είχε περάσει, καληνύχτισε
τη Φωτεινή, τα παιδιά και κάποιους από τους φίλους που κι αυτοί ετοιμάζονταν
για τη νυχτερινή κατάκλιση και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς μόλις είχε
τελειώσει η πανσέληνος, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, τα λίγα φώτα του
διευκόλυναν την επιστροφή. Άρχισε να ανεβαίνει τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν στο
δωμάτιο του και τότε είδε πως η πόρτα του διπλανού δωματίου ήταν ανοιχτή, όμως
από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα, δεν φαινόταν να υπάρχει κανείς.
«Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα» λένε οι Αγγλοσάξωνες και ο
Ερωτόκριτος αγνοώντας τη σοφή ρήση, κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Και
έμεινε ξερός. Πάνω στο κρεβάτι, ξαπλωμένη ανάσκελα, η Ουκρανή ήταν γεμάτη στα
αίματα, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στήθος. Ο Ερωτόκριτος δεν μπορούσε να το
πιστέψει, ανοιγόκλεισε τα μάτια λες και ήθελε να ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο,
όμως το θέαμα δεν άλλαξε, η Ουκρανή μισόγυμνη, μέσα στα αίματα και με ένα
μαχαίρι καρφωμένο στο στήθος. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να πάει μέσα να δει τι
έχει συμβεί και αυτό έκανε, άνοιξε την πόρτα και πήγε προς το κρεβάτι. Η
Ουκρανή ήταν νεκρή, το κατάλαβε αμέσως, ασυναίσθητα άγγιξε το μαχαίρι,
τραβήχτηκε απότομα και ξαναβγήκε έξω. Τι να κάνει; Το αυτονόητο. Πήρε αμέσως
τηλέφωνο την οικοδέσποινα και όταν ξαφνιασμένη εκείνη τον ρώτησε τι συμβαίνει,
εκείνος, μπερδεύοντας τα λόγια του της είπε τι είχε συμβεί. Καθώς μιλούσε
δυνατά, ξύπνησε ένα ζευγάρι που έμενε στο παραδίπλα δωμάτιο και όλοι μαζί
περίμεναν την οικοδέσποινα που δεν άργησε να φτάσει. Βεβαίως, μετά από κάμποση
ώρα έφτασαν και οι μπάτσοι.
Ο Ερωτόκριτος κάθισε στο πίσω μπαλκόνι του δωματίου του,
αμήχανος και έκπληκτος. «Ρε συ», σκέφτηκε, «το είπα και έγινε, ο Γιάννης Μαρής
στο Βαθύ Γυθείου». Σε λίγο έφτασε και ένα νοσοκομειακό, πήραν το πτώμα και στο
δωμάτιο έμεινε ένας μπάτσος να το φιλάει μέχρι να έρθει συνεργείο σήμανσης από
τη Σπάρτη. Στο μεταξύ όλοι οι ένοικοι είχαν βγει από τα δωμάτια τους, είχε πια
ξημερώσει όταν επήλθε μια κάποια ησυχία. Ο Ερωτόκριτος είχε αποκοιμηθεί στην
καρέκλα του και τον ξύπνησε η φασαρία από τον ερχομό της σήμανσης, παντού
μπάτσοι, κι ένας εισαγγελέας, που καθώς ήταν ο Ερωτόκριτος ήταν ο πρώτος που
είχε βρει το πτώμα, έπρεπε να τον ακολουθήσει στο Γύθειο για να δώσει κατάθεση.
Ο Ερωτόκριτος πήρε τη Φωτεινή να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, εκείνη έμεινε
άλαλη, στην αρχή νόμιζε ότι της έκανε πλάκα, αλλά μετά κατάλαβε ότι τα πράγματα
ήταν πολύ σοβαρά. Του είπε να μην ανησυχεί, θα έμενε με τα παιδιά στα οποία,
βεβαίως, δεν θα έλεγε τίποτα και θα τον περίμενε να επιστρέψει. Ο Ερωτόκριτος
μπήκε στο περιπολικό μαζί με τον εισαγγελέα και σε λίγο βρέθηκε στο τμήμα του
Γυθείου.
Έδωσε μια τυπική ανάκριση, και ο ίδιος προσπαθούσε να
καταλάβει πού ήταν η αλήθεια και πού το ψέμα, όμως το γεγονός παρέμενε: είχε
βρει ένα πτώμα στο διπλανό του δωμάτιο. Ένας μπάτσος τον έβαλε να υπογράψει την
κατάθεσή του και μετά, με ένα μπατσικό με συμβατικές πινακίδες επέστρεψε στο
Βαθύ. Πήγε κατευθείαν στο μπαρ του κάμπινγκ όπου τον περίμεναν η Φωτεινή και
κάμποσος κόσμος, ξαφνικά ο Ερωτόκριτος είχε γίνει το επίκεντρο του
ενδιαφέροντος. Παρατήρησε ότι η κοπέλα στο μπαρ τον κοιτούσε κάπως παράξενα
όταν της ζήτησε έναν καφέ, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, το θεώρησε φυσιολογικό,
δεν συναντάς εύκολα έναν αυτόπτη μάρτυρα ενός εγκλήματος σε ένα ήσυχο
τουριστικό θέρετρο. Οι φίλοι του τού έκαναν και τη σχετική πλάκα, μέχρι εκείνη
τη στιγμή ο Ερωτόκριτος είχε βρεθεί σε αστυνομικό τμήμα λόγω της ένταξής του
στον αναρχικό «χώρο», κάτι πολύ διαφορετικό από το είναι μάρτυρας σε έναν φόνο.
Ο Ερωτόκριτος από τη μια ήταν συγκλονισμένος με ότι είχε συμβεί, από την άλλη
σκεφτόταν ότι το παράξενο καλοκαίρι που ζούσε έπαιρνε και μιαν άλλη τροπή, αντί
για γνωριμία με μια ωραία κυρία που θα του έφτιαχνε τη διάθεση, είχε γνωρίσει
τον θάνατο. Η μέρα κύλησε χωρίς άλλα απρόοπτα, οι πληροφορίες ήταν
συγκεχυμένες, όταν επέστρεψε στο δωμάτιο το βράδυ, ένας βλοσυρός βλαχόμπατσος
τον καλησπέρισε ψυχρά, ήταν σκοπιά έξω από το διπλανό δωμάτιο που ήταν αναστατωμένο
από τη δουλειά της σήμανσης, παντού η γνωστή άσπρη σκόνη για τα αποτυπώματα.
Έπεσε ξερός για ύπνο, ουσιαστικά δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, καλά καλά δεν
πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του και να πλύνει τα δόντια του.
Τον ξύπνησε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξε το ρολόι
του. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι. Άνοιξε και είδε μπροστά του δύο κλασικές
μπατσόφατσες, ο ένας φορούσε στολή, ο άλλος με πολιτικά. Τον ρώτησαν πώς
λέγεται και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο Γύθειο. Ρώτησε γιατί και
εκείνοι του απάντησαν ότι έπρεπε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση. Ζήτησε χρόνο
να ετοιμαστεί, έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Φωτεινή για να την ενημερώσει ότι θα
έλειπε για λίγο. Του έκανε εντύπωση ότι οι μπάτσοι δεν τον άφησαν να ντυθεί και
να τηλεφωνήσει μόνος του, ενώ από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα είδε να στέκεται
κι ένας ακόμη μπάτσος με στολή κάτω από το μπαλκόνι του. Του Ερωτόκριτου δεν
του άρεσε το σκηνικό, έμπειρος από ιστορίες με μπάτσους, αμέσως κατάλαβε ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά. Όπως του είχε διδάξει ο έτερος αδελφός του πατέρα του,
παλιός ελασίτης με μεγάλες περιπέτειες στη διάρκεια του εμφυλίου, δεν είπε
τίποτα, όσα λιγότερα λες με τους μπάτσους τόσο καλύτερα, τους ακολούθησε ήσυχα στο
περιπολικό. Σε λίγη ώρα έφταναν και πάλι στο τμήμα του Γυθείου, όπου τον
οδήγησαν σε ένα δωμάτιο και τον άφησαν για λίγη ώρα μόνο του.
Πρώτος μπήκε ο μπάτσος με τη στολή. «Γιατί ρε μαλάκα τη
σκότωσες την κοπέλα, δεν σου κάθισε να τη γαμήσεις κι εσύ τη σκότωσες;». Ο
Ερωτόκριτος έμεινε άναυδος, όμως κράτησε την ψυχραιμία του, μέτρησε από μέσα
του μέχρι το δέκα και είπε: «Δεν καταλαβαίνω τι λες», αμέσως στον ενικό για να
του δείξει ότι δεν τον φοβάται, επίσης παλιό κόλπο του θείου του, «την κοπέλα
τη βρήκα νεκρή, σας το είπα, ούτε καν τη γνώριζα, απλώς είχαμε ανταλλάξει μια
καλημέρα και μια καλησπέρα». Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του
και μπήκε ο άλλος μπάτσος με τα πολιτικά. «Κύριε Καλογερίδη», του είπε, «θέλετε
καφέ, τσιγάρο, να τα πούμε λιγάκι με την ησυχία μας». Ο Ερωτόκριτος ακολούθησε την
τρίτη συμβουλή του θείου του, «ποτέ μην πίνεις καφέ και μην καπνίζεις σε μια
ανάκριση, είναι κλασικό κόλπο των μπάτσων, ο καφές και ο καπνός διευκολύνουν τη
συζήτηση, άσε που αν σου έρθει κατούρημα οι μπάτσοι δεν σε αφήνουν να πας στην
τουαλέτα, σου σπάνε τα νεύρα κι έτσι γίνεσαι ευάλωτος στις ορέξεις τους». Είπε
ήρεμα ότι δεν καταλαβαίνει γιατί τον κατηγορούν και ο «ευγενικός» μπάτσος του
το ξεφούρνισε: «Θα κατηγορηθείτε για φόνο κύριε Καλογρίδη, τα αποτυπώματά σας
βρέθηκαν τόσο στο δωμάτιο όσο, κυρίως, στο μαχαίρι του φόνου. Εξάλλου υπάρχει
μαρτυρία ότι ζητήσατε μαχαίρι στο μπαρ και είπατε ότι το θέλατε για να
σκοτώσετε κάποιαν». Ο Ερωτόκριτος πάλι τα έχασε, αλλά και πάλι δεν άφησε να
φανεί. Σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά το αστείο του μπορεί να αποδεικνυόταν τραγικό,
απ’ ότι φαινόταν τον περίμενε μεγάλη ταλαιπωρία. Ζήτησε να επικοινωνήσει με
Φωτεινή, καθώς στο μέρος δεν ήταν μόνος του, συνόδευε το παιδί του και ο
ένστολος μπάτσος του απάντησε επιθετικά «αυτό μαλάκα να το σκεφτόσουν πριν φας
την τύπισσα», όμως αμέσως ο άλλος επενέβη και του είπε «κάντε το κύριε
Καλογερίδη, όπως καταλαβαίνετε θα μείνετε σήμερα εδώ». Αμέσως τον ρώτησε αν
θέλει να επικοινωνήσει και με έναν δικηγόρο, όμως ο Ερωτόκριτος δεν τσίμπησε, δεν
ήθελε να δείξει ότι φοβάται, ζήτησε απλώς να μιλήσει με τη Φωτεινή και να της
εξηγήσει το πρόβλημα, είπε «πως δεν ένιωθε προς το παρόν την ανάγκη να
επικοινωνήσει με δικηγόρο, το ζήτημα θα λυθεί ταχέως, πρόκειται για
παρεξήγηση».
Τον άφησαν και πάλι μόνο του και τότε ο Ερωτόκριτος μπόρεσε
να βάλει σε κάποια τάξη τις σκέψεις του. Είχε κάνει ένα αστείο και τώρα
βρισκόταν αντιμέτωπος με την κατηγορία του φόνου. Από την άλλη η Ουκρανή δεν
ήταν μόνη της, υπήρχε και ο εργολάβος που είχε εξαφανιστεί, ή, τουλάχιστον,
αυτός δεν τον είχε δει πουθενά. Γιατί οι υποψίες να βάραιναν αυτόν και όχι
εκείνον; Αμέσως το μυαλό του πήγε στο γεγονός ότι όντας σεσημασμένος αναρχικός,
άλλο που δεν ήθελαν οι μπάτσοι να τον βάλουν σε περιπέτειες. «Τα καθίκια»,
σκέφτηκε, «αφού δεν μπορούσαν τόσα χρόνια να με δέσουν με πολιτικές κατηγορίες,
να τώρα που πάνε να με τυλίξουν με έναν φόνο». Εκείνη τη στιγμή η πόρτα
ξανάνοιξε και ο μπάτσος με τα πολιτικά μπήκε μέσα. «Διάβασα τον φάκελο σας
κύριε Καλογερίδη, είστε ενδιαφέρουσα περίπτωση. Από μικρός στους αναρχικούς,
καταλήψεις, φασαρίες, βιβλία, ομιλίες, ενδιαφέρουσα περίπτωση, έχω δουλέψει
στην αντιτρομοκρατική για χρόνια, ξέρω για σας, ειλικρινά το μόνο που δεν
περίμενα από έναν τύπο όπως εσείς να σκοτώνατε για την καύλα σας». Ο
Ερωτόκριτος τον κοίταξε στα μάτια, μολονότι ο μπάτσος φορούσε μαύρα γυαλιά
μπορούσε να διακρίνει το βλέμμα του, κατάλαβε ότι δεν ήταν τόσο σίγουρος για
την κατηγορία που του απέδιδε. «Κύριε αστυνόμε», του είπε, «φασίστα ή μπάτσο
μπορεί να σκότωνα και δεν θα είχα τύψεις συνειδήσεως γι’ αυτό, θα πλήρωνα το
τίμημα της επιλογής μου, αλλά να σκοτώσω μια γυναίκα, άγνωστη, που μάλιστα
είναι και με τον εραστή της είναι τελείως εκτός της πραγματικότητάς μου, το
καταλαβαίνετε κι εσείς. Παρεμπιπτόντως, πού είναι ο εραστής, Τον πιάσατε ή όχι
ακόμη;». Ο μπάτσος γέλασε και έβγαλε τα γυαλιά του. «Από την Αθήνα μου είπαν
ότι είστε ένας πολύ ευφυής άνθρωπος και το διαπίστωσα κι εγώ. Είστε ελεύθερος
κύριες Καλογερίδη, αν και πολύ θα ήθελα να σας κρατούσα και να σας χαλούσα τις
διακοπές. Πολλά μας έχετε κάνει εσείς και το σινάφι σας, μια κάποια ταλαιπωρία
μπορεί και να σας έβαζε μυαλό. Ο εραστής είναι ο δολοφόνος, συνελήφθη
περιπλανώμενος στον αυτοκινητόδρομο Βαθύ-Γύθειο, ομολόγησε ότι την σκότωσε με
ένα μαχαίρι που είχε πάρει από το μπαρ του κάμπινγκ, επειδή τη ζήλευε και
πίστευε ότι τα είχε φτιάξει με τον συνεταίρο του. Κοινότυπη περίπτωση, αλλά κι
εσείς να κόψετε τα πολλά αστεία γιατί μπορεί να σας βγουν κάποτε ξινά».
Ο Ερωτόκριτος σηκώθηκε να φύγει και ζήτησε να τον πάνε πίσω
με ένα περιπολικό. Ο μπάτσος γέλασε και πάλι και του είπε «κύριε Καλογερίδη,
έχετε επανειλημμένως φωνάξει το γνωστό σύνθημα που όλους σας ενώνει και ζητάτε
εξυπηρέτηση από την αστυνομία, υπάρχουν και ταξί στο Γύθειο». Ο Ερωτόκριτος δεν
είπε τίποτα, ούτε καν χαιρέτισε, βγήκε στην αποβάθρα και κάθισε για λίγο να
ρεμβάζει τη θάλασσα. Πήρε τη Φωτεινή και της είπε ότι όλα είχαν τελειώσει, όλα
καλά, θα επέστρεφε σε λίγο, επρόκειτο για μια μεγάλη παρεξήγηση. Πήγε σε ένα
παρακείμενο μπαρ, παρήγγειλε καφέ και άναψε ένα τοσκάνο, που ευτυχώς είχε μαζί
του. Αμέσως σκέφτηκε την Αντωνία. Ούτε την πρώην γυναίκα του, ούτε τον Αίαντα,
ούτε τον Γιάννη Μαρή. Αν δεν είχε γνωρίσει την Αντωνία, δεν θα εντυπωσιαζόταν
από τη γυναίκα στο μπαρ, δεν θα έψαχνε τρόπο να της πιάσει κουβέντα πέρα από
τις συνηθισμένες ατάκες, δεν, δεν, δεν… Τον πλησίασε ένας μαύρος που πουλούσε
διάφορα μπιχλιμπίδια, αποφάσισε να πάρει έναν φακό γιατί δεν είχε μαζί του
κάποιον. «Με αυτόν θα ρίξω φως στο επόμενο μυστήριο που θα μου συμβεί στο Βαθύ,
δεν μπορεί, κάτι άλλο θα γίνει». Όμως, τίποτα άλλο δεν συνέβη τελικά. Οι μέρες
πέρασαν, συνηθισμένες διακοπές ενός χωρισμένου πατέρα με τον γιό και τις
φίλες/του, κάποιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις, βόλτες στο διπλανό κάμπινγκ και
φαγητό σε ένα ωραίο χωριό της περιοχής, μπάνιο, μοναχικό ποτάκι στο μπαρ, τέλειωσε
και το βιβλίο του, κλασικά πράγματα. Πριν φύγει ζήτησε από την κοπέλα στο μπαρ
τη διεύθυνσή της για να της στείλει το επόμενο βιβλίο του που θα έβγαινε στον
Σεπτέμβρη και καθώς σε αυτό περιεχόταν η ιστορία του με την Αντωνία, της είπε
πως διαβάζοντάς το θα καταλάβαινε καλύτερα πως είχαν ξεκινήσει όλα αυτά. Η
κοπέλα δέχθηκε αμήχανη, ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε πως θα είπε μέσα της «ένας ακόμη
τρελός χωρισμένος στο κάμπινγκ», όμως από την άλλη μπορεί και να είπε «ρε
ιστορίες που έχουν οι άνθρωποι και πού μπορεί να τους οδηγήσουν».
Στον δρόμο της επιστροφής, όταν σταμάτησαν για καφέ και τα
παιδιά είχαν πάει να παίξουν κάπως μακριά η Φωτεινή του είπε: «Πρέπει να την
αγάπησες πολύ την Αντωνία». Και ο Ερωτόκριτος της απάντησε: «Πιο πολύ αγάπησα
την περιπέτεια και μάλιστα την αστυνομική. Ίσως γι’ αυτό να έγινα αναρχικός.
Αφού τους μπάτσους τους μίσησα από μικρός και η κλασική παραβατικότητα δεν με
ενέπνεε, τι μου έμενε να γίνω εκτός από αναρχικός; Βέβαια το να κατηγορηθώ για
γυναικοκτόνος είναι μεγάλη ξεφτίλα, αλλά αφού η ιστορία αυτή τελείωσε ανέξοδα,
το μόνο που μένει είναι να τη γράψω, μπας και αισθανθώ κι εγώ για λίγο Γιάννης
Μαρής». Η Φωτεινή χαμογέλασε, σκέφτηκε πόσο ρομαντικός ήταν κατά βάθος ο φίλος
της και απάντησε στο τηλέφωνο στη μαμά του Αίαντα που τη ρωτούσε σε πόση ώρα θα
έφταναν στην Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος σκέφτηκε ότι η πρώην γυναίκα του δεν είχε
πάρει εκείνον στον τηλέφωνο να τον ρωτήσει σχετικά, κατάλαβε ότι όλα είχαν
τελειώσει, τον περίμενε ένας μοναχικός Σεπτέμβρης, τουλάχιστον από ερωτική
παρέα, αφού από τις άλλες είχε μπόλικη, έσβησε στο τασάκι το τοσκάνο του,
άλλαξε γυαλιά επειδή είχε αρχίσει να βραδιάζει και ασυναίσθητα ήλεγξε τις βίδες
τους. Όλες στη θέση τους. «Πάμε για άλλα» είπε και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο
αγκαλιάζοντας τον Αίαντα που είχε τρέξει χαρούμενα προς το μέρος του.
Παναγιώτης Καλαμαράς
13/8/2024, στο γραφείο
της Πανεπιστημίου 64
Υ.γ. Αφιερωμένο στη μνήμη του Χ.Π.. Σοφία, αναρχικού ποιητή
και ζωγράφου, μια ακόμη απώλεια σε αυτό το ζοφερό καλοκαίρι, η κλάση μας όλο
και αραιώνει. Ο Μπάμπης ήταν πιστός επισκέπτης στο βιβλιοπωλείο της Ερεσσού,
εξερευνούσε προσεκτικά τις νέες εκδόσεις και πάντοτε έφευγε με κάποιο βιβλίο ή
έντυπο. Συνέχισα να τον βλέπω σποραδικά, κυρίως τον συναντούσα στο Εναλλακτικό
Βιβλιοπωλείο της Θεμιστοκλέους, έδρα των εκδόσεων Κουκίδα, όπου είχε εκδώσει
κάμποσα πονήματά του, αλλά και σε διάφορες διαδηλώσεις. Ο Μπάμπης εκτός από
ποιητής, ήταν και καλός ζωγράφος, όπως και ένας ευφυής αναρχικός, που διέθετε
την απαραίτητη κριτική ματιά, οδηγό πάντοτε για σοβαρές συζητήσεις. Φαινόταν
μοναχικός, αλλά ήταν επικοινωνιακός και ευγενικός, όπως πολλές και πολλοί από τη
γενιά μας. Η φιγούρα του, η περσόνα του, θα μας λείψει.