Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Το υπόλοιπο του τίποτα - Lanfranco Caminiti

Η γυναίκα που έρχεται για κάποια ώρα τη μέρα για να βοηθάει τη μαμά, ανησυχεί για τον σύντροφό της που έχει μια μικρή οικοδομική επιχείρηση μαζί με τον αδελφό του. Είναι άξιοι εργαζόμενοι –το ξέρω καλά γιατί αυτοί έφτιαξαν το σπίτι στο οποίο μένω– καλοπληρώνουν τους εργάτες τους και φτιάχνουν τα πάντα. Όμως η οικοδομή έχει σταματήσει εντελώς, δεν μπορεί κανείς να δουλέψει στα εργοτάξια και άλλωστε έχουν κλείσει και οι χονδρέμποροι οικοδομικών υλικών. Έτσι άφησαν τους εργάτες στο σπίτι.

Αυτός σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη στιγμή για να φτιάξει το σπίτι στο οποίο αργά ή γρήγορα θα μετακομίσουν –τώρα μένουν στο παλιό σπίτι της μαμάς του–, όμως του είπαν ότι δεν μπορεί να κάνει ούτε κι αυτό, καθώς δεν μπορεί να γυρνάει με το τρίκυκλο εδώ κι εκεί. Μπροστά από το σπίτι μου υπάρχουν τρία μαγαζιά –ένα ανθοπωλείο, ένα κομμωτήριο κι ένα μαγαζί οπτικών, όλα κλειστά. Ο ανθοπώλης κάνει και τον ξυλουργό, κι όταν βρίσκει δουλειά αφήνει τη γυναίκα του στο μαγαζί, όμως η οικοδομή έχει σταματήσει και συνεπώς δεν κάνει τίποτα. Ο οπτικός βρήκε έξτρα δουλειά στον βορρά και κάθε τόσο πήγαινε εκεί, με τη γυναίκα του να κρατάει το μαγαζί καθώς είναι και αυτή οπτικός –κάμποσο καιρό πριν προσπάθησαν επίσης να φτιάξουν ένα bed&breakfast, αλλά δεν τράβηξε· τώρα, αυτός έχει μείνει παγιδευμένες στον βορρά και αυτή είναι στο σπίτι. Για την κομμώτρια δεν ξέρω. Επιπλέον εδώ έχει κλείσει το μπαρ, το μαγαζί της «κυρίας χίλιες λίρες» είναι ανοιχτό αλλά δεν υπάρχει κανείς, ο φωτογράφος έχει κλείσει, αυτός με τις φιάλες γκαζιού είναι ανοιχτός: εδώ ακόμη αντιστέκεται η χρήση φιαλών γκαζιού –κυρίως ανάμεσα στους υπερήλικους και τα παλιά σπίτια, για τη σόμπα και συχνά και για την κουζίνα: κοστίζει 21 ευρώ μια μεσαία φιάλη των 15 λίτρων, όμως πιστεύω ότι το όριο της ήταν ακριβώς εκείνο το ευρώ, καθώς εσύ δίνεις κάτι παραπάνω για τον καφέ. Επίσης εδώ κάτω, το φαρμακείο είναι ανοιχτό, όμως ο ιδιοκτήτης του δεν είναι εκεί γιατί έχει προβλήματα υγείας και θα αρκούσε ένα κρύωμα για να τον ρίξει στο κρεβάτι, έτσι πήραν μια υπάλληλο, όμως δεν ξέρω για πόσο καιρό. Το μπαρ είναι κλειστό και τα κορίτσια που δουλεύουν παρτ τάιμ, βοηθώντας τα αδέλφια-ιδιοκτήτες, είναι στο σπίτι, αλλά και το υποδηματοπωλείο είναι κλειστό, το χαρτοπωλείο-είδη δώρων είναι κλειστό, με τις δύο υπαλλήλους να είναι επίσης στο σπίτι. 

Ακόμα περισσότερο εδώ κάτω, το ψαράδικο-κατεψυγμένα τρόφιμα έχει κλείσει και ο νεαρός που μόλις το είχε ανοίξει δεν φαίνεται πουθενά, ενώ έχει επίσης κλείσει ένα άλλο χαρτοπωλείο, όμως είναι ανοιχτό το μαγαζί με τα γαλακτομικά και τα τυριά, όντας σημείο διανομής, στο οποίο δουλεύουν τρεις κοπέλες σε δύο βάρδιες. Όμως η Φιόρε που πουλούσε στη γωνία καλάθια που έφτιαχνε η ίδια δεν υπάρχει πια, όπως ούτε η κυρία που πουλούσε μανιτάρια ή τα σαλιγκάρια τα οποία μάζευε η ίδια από την εξοχή όταν έβρεχε και τα ’στελνε ο θεός. 

Στη μικρή πλατεία, το μπαρ έχει κλείσει, όπως επίσης ένα μικρό μπακάλικο και ένα φωτογραφείο. Υπάρχει ένα άλλο μπακάλικο που λειτουργεί εδώ και κάνα μήνα, το οποίο, αντιθέτως, είναι ανοιχτό, και το λειτουργεί ένα νεαρό ζευγάρι. Στη γωνία, το μαγαζί με τα ρούχα έχει κλείσει. 

Στη λεωφόρο, έχει κλείσει το μαγαζί με ρούχα για νέους, εκείνο με τα εργαλεία ψαρέματος και το κοσμηματοπωλείο. Ο κοσμηματοπώλης αυτά τα χρόνια φάνηκε θαρραλέος, επένδυσε στην ανακαίνιση μαγαζιών που στη συνέχεια τα νοίκιαζε: μπορούσε να επιβιώσει με αυτό το εισόδημα, όμως τα μαγαζιά του έχουν όλα κλείσει και δεν ξέρω αν πληρώνουν το νοίκι. 

Στη μεγάλη πλατεία έκλεισε το μπαρ και το κουρείο, ενώ αντιστέκεται το καπνοπωλείο· μπροστά υπάρχει ένα φαρμακείο, που δουλεύει εναλλάξ μ’ ένα άλλο. Στο άνοιγμά της έκλεισε το πιο «in» μπαρ. Στον μεγάλο δρόμο είναι ανοιχτό ένα μαγαζί franchising απορρυπαντικών, όπου δουλεύουν τρεις κοπέλες ανά βάρδια, έχει κλείσει η ψησταριά που λειτουργούσε ένα νεαρό ζευγάρι και άνοιγε μόνο το βράδυ –προσπάθησαν να το λειτουργήσουν και τη μέρα αλλά δεν τράβηξε–, το ζαχαροπλαστείο, που λειτουργούσαν δύο κοπέλες κι ένα μαγαζί με οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Αντιστέκεται το σούπερ μάρκετ και, δίπλα, τα φρούτα και λαχανικά της «κυρίας ναι-ναι», που τη λένε έτσι γιατί αν έχει κάτι που της ζήτησες, σου απαντάει πάντοτε έτσι. Όμως έχει κλείσει ένα άλλο μπαρ, το κουρείο κι ένα περίπτερο, που του είπαν να μη βγάζει φωτοτυπίες (όμως το ποσοστό του leasing πρέπει να το πληρώνω, μου είπε) και αντί να πουλάει ένα μολύβι ή ένα τετράδιο και τέσσερις εφημερίδες προτιμάει να μένει σπίτι, με τα δύο του παιδιά. Ακόμη πιο κάτω έχουν κλείσει δύο μαγαζιά. 

Στη στροφή που οδηγεί έξω από το χωριό, έχει κλείσει το μαγαζί με τα δερμάτινα και τα αρώματα, το άλλο μαγαζί «με τα πάντα όλα», ένα άλλο ανθοπωλείο και το ιατρείο ενός παιδίατρου, αντιστέκεται το χασάπικο που έχει πολύ καλό κρέας και δουλεύουν εκεί άλλα δύο παιδιά. Πιο κάτω έχει κλείσει το μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας. Στο χωριό δεν τριγυρνάει πια κανείς και οι «δουλίτσες» δεν μπορούν να γίνουν: να πας στα χωράφια για δαμάσκηνα και κοπριά, να βάψεις προσόψεις και μπαλκόνια, να μεταφέρεις πράγματα, να επιδιορθώσεις έναν σωλήνα που έσπασε μέσα σ’ έναν τοίχο ή μια ηλεκτρική εγκατάσταση που χάλασε, όλα είναι μαύρα, όλα φευγάτα. Από την αγορά της Κυριακής όπου πήγαιναν οι πλανόδιοι πωλητές (και τις άλλες μέρες πήγαιναν κυκλικά στα γύρω χωριά) για να πουλήσουν ρούχα και σώβρακα, πιάτα και τηγάνια, ή οι μαύροι που πουλάνε κινητά και πλαστές τσάντες ή οι μπαγκλαντεσιανοί με τα μπιζού και τα βραχιόλια, και υπήρχαν τόσοι πάγκοι με φρούτα και λαχανικά και τυριά και λουκάνικα και σαλάμι, τίποτα. Εδώ, αν και όποτε περάσει η επιδημία, θα έχει μείνει το υπόλοιπο του τίποτα. 

Ο Λαφράνκο Καμινίτι, ιστορική φιγούρα της εργατικής αυτονομίας στον ιταλικό νότο, ζει στη Μεσίνα και είναι συνιδρυτής του περιοδικού Derive Approdi και των ομώνυμων εκδόσεων. Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο των εκδόσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου