Ο Νέγκρι στη Φρανκφούρτη
Η πολεμική ανάμεσα στην Κριτική Θεωρία και τον Αυτόνομο Μαρξισμό
Προκειμένου να εξερευνήσουμε την αλληλεπίδραση της Κριτικής Θεωρίας και του ιταλικού εργατισμού και μετα-εργατισμού, λαμβάνουμε υπόψη τις θεωρητικές συζητήσεις, λίγο-πολύ πολεμικού τύπου, ανάμεσα στον Νέγκρι και τη Σχολή της Φρανκφούρτης, με απώτερο στόχο την αποτίμηση της συμβολής του Νέγκρι σε αυτή τη σχολή. Πάνω απ’ όλα είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε από τις ιστορικές και πολιτικές ρίζες που μοιράζονται ο φρανκφουρτισμός και ο ιταλικός εργατισμός, εκείνες δηλαδή τις ετερόδοξες τάσεις (αντι-μαρξιστικές/λενινιστικές και αντιδογματι-κές) που εμφανίζονται στο πλαίσιο του δυτικού μαρξισμού. Αναφερόμαστε στην κοινή τους κριτική σε σχέση με την αποτυχία της σοβιετικής επανάστασης του 1917 να συγκροτήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα ξεπερνούσε τον κρατικό καπιταλισμό˙ στην απομάκρυνσή τους από τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα, είτε αυτά ήταν πρωτοποριακά, επαναστατικά ή μεταρρυθμιστικά με μια μαζική εκλογική υποστήριξη, αλλά και από τις αποστάσεις που κρατούσαν από τα συνδικαλιστικά κινήματα που συνόδευαν αυτά τα κόμματα και τα οποία δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν τη διεθνή εργατική τάξη ενάντια στους παγκόσμιους πολέμους, τη μαζική ανεργία, τον ιμπεριαλισμό και τον ναζιφασισμό. Το κίνημα των εργατικών συμβουλίων υπήρξε η αφετηρία και η βασική πολιτική αναφορά και για τα δύο αυτά ρεύματα˙ και πιο συγκεκριμένα, το Kapd (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και τα κείμενα των Κορς, Πάνεκουκ, Ρύλε και Μάτικ, επηρεασμένα από την καταδίκη εκ μέρους της Ρόζας Λούξεμπουργκ των εθνικιστικών τάσεων στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της 2ης Διεθνούς, τα οποία είχαν υποστηρίξει τον Μεγάλο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο του 1914-1918 και συνεπώς προδώσει τον διεθνισμό της εργατικής τάξης. Ωστόσο, είναι στην πρώτη γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Χορκχάιμερ, Μαρκούζε, Πόλοκ, Νόυμαν και Φρομ) και σε φιγούρες που συνδέονται με αυτή (πιο συγκεκριμένα ο Μπένγιαμιν και ο Ζον-Ρέτελ), ίσως οι πιο κομμουνιστές, οι οποίοι κατέφυγαν στην πανεπιστημιακή μελέτη προκειμένου να αναλύσουν την ήττα των επαναστάσεων μετά το 1918 και την άνοδο του φασισμού, που μοιάζει να βρίσκεται πλησιέστερα ο Νέγκρι, σε σχέση μάλιστα με τη λεγόμενη δεύτερη και τρίτη γενιά (τον Χάμπερμας και τους μαθητές του Ντούμπιελ και Χόνετ), σοσιαλδημοκρατικού, μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού, διατεθειμένη μέχρι να συγχωρήσει τον εθνικοσοσιαλισμό [1]
Πολιτική γενεαλογία και νέες υποκειμενικότητες
Ο ιταλικός εργατισμός αναδύθηκε μέσα από μια πιο σταδιακή στρατευμένη θεωρητική εξέλιξη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επηρεασμένος από τον συμβουλιακό κομμουνισμό, τον μπορντιγκισμό (περισσότερο από τον γκραμσισμό τον οποίο επέκρινε, αντιπαραθέτοντας σε αυτόν ως πρωταρχική πολιτική στρατηγική την αυτονομία της εργατικής τάξης έναντι της ηγεμονίας του κομμουνιστικού κόμματος), τον αιρετικό τροτσκισμό της τάσης Τζόνσον-Φόρεστ στις Ηνωμένες Πολιτείες (πιο συγκεκριμένα από τα γραπτά του ιστορικού των «μαύρων ιακωβίνων» Σ.Ρ.Λ. Τζέιμς και την μαρξίστρια-ανθρωπίστρια Ράια Ντουνέφσκαγια), τις θεμελιώδεις εμπειρίες της γαλλικής ετερόδοξης μαρξιστικής επιθεώρησης «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» υπό τη διεύθυνση του Καστοριάδη και από την Καταστασιακή Διεθνή, κυρίως από την έννοιά της για την «κοινωνία του θεάματος».
Το κείμενο για την έρευνα επηρεασμένο από την κοινωνιολογία της δράσης του βιβλίου The American Worker» [2] ήταν το πρώτο παράδειγμα επικαιροποίησης της «εργατικής έρευνας» του Μαρξ [3], χρησιμοποιώντας την κοινωνιολογική έρευνα ως εργαλείο οργάνωσης και πολιτικής συνειδητοποίησης για την ανάπτυξη της αυτοδιεύθυνσης και της αυτοοργάνωσης των εργατών βασικά έξω από τους επίσημους θεσμούς της αριστεράς, θεωρούμενους ως αφομοιωμένους από τον καπιταλισμό. Το υποκείμενο της συνέρευνας ήταν ο ανειδίκευτος φορντιστικός «εργάτης-μάζα», που η άρνηση εκ μέρους του της ταιηλοριστικής εργασίας και της απάνθρωπης αλυσίδας παραγωγής, είχε οδηγήσει σε μια έκρηξη της αντίστασης της εργατικής τάξης, μέσα και έξω από το εργοστάσιο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Αυτή η συμμετοχική παρατήρηση της αυτόνομης εργατικής αντίστασης μέσα στο φορντιστικό εργοστάσιο, αντιπαρατίθετο στην πεσιμιστική θεώρηση της Κριτικής Θεωρίας –ως προς αυτό όμοια με αυτή του ορθόδοξου μαρξισμού– που προωθούσαν ο Πόλοκ, ο Μπάραν και ο Σουήζυ, σύμφωνα με την οποία σε ένα φορντιστικό εργοστάσιο, δεσποτικό και ολοκληρωτικό, δεν υπήρχε χώρος για την ταξική πάλη [4].
Μια γαλλική εκδοχή του The American Worker δημοσιεύθηκε, ξεκινώντας από τη συνέρευνα των εργατών της Ρενώ, στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Το άρθρο μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον κοινωνικό ιστορικό Ντανίλο Μοντάλντι, εμπνέοντας τον Ρανιέρο Παντσιέρι και τον Ρομάνο Αλκουάτι για την έκδοση των «Κόκκινων Τετραδίων» στη βάση της συνέρευνας του διογκούμενου φαινομένου των άγριων απεργιών, των καταλήψεων των εργοστασίων και των εργατικών εξεγέρσεων, όπως αυτή στην Τζένοβα το 1960 και στο Τορίνο το 1962˙ επρόκειτο για εργατικούς αγώνες οργανωμένους αυτόνομα σε σχέση με τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς. Οι κύριοι πρωταγωνιστές τους ήταν εργάτες μετανάστες προερχόμενοι από τον Νότο, τυπικά όχι κομμουνιστές ή σοσιαλιστές όπως εκείνοι στον Βορρά, που ναι μεν ήταν υπερήφανοι για την αντιφαστική τους αγωνιστική κληρονομιά αλλά ήταν σχετικά αδρανείς απέναντι στην άνοδο της Χριστιανοδημοκρατίας μετά το 1945. Οι εσωτερικοί μετανάστες προέρχονταν από μια πολιτική κουλτούρα κυρίως καθολική και αντικομμουνιστική, κυρίαρχη στον ιταλικό Νότο. Πολλοί ήταν αγρότες, στους οποίους οι πιεστικές, βαρετές και βλαπτικές συνθήκες που επικρατούσαν στο υπερεκμηχανισμένο φορντιστικό εργοστάσιο, γίνονταν αμέσως αφόρητες.
Έτσι, ένα νέο εργατικό κίνημα σε ένα νέο εργοστάσιο έπρεπε να μελετηθεί και να κατανοηθεί, ενώ η αυτόνομη κινητοποίησή του έπρεπε να ενθαρρυνθεί. Από τότε χρονολογείται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ιταλικού εργατισμού και μετά του μετα-εργατισμού για τους αγώνες των μεταναστών. Θεωρούνταν κεντρικής σημασίας για το καπιταλιστικό σχέδιο της τεχνικής και πολιτικής ανασύνθεσης της εργατικής τάξης, κάτι που συνέβαλε στην εξήγηση του γιατί οι μετανάστες υπόκειντο σε ένα καθεστώς περιθωριοποίησης, διακρίσεων και υπερεκμετάλλευσης από το σύγχρονο κράτος και τη ρατσιστική δυτική κοινωνία. Αλλά και η Κριτική Θεωρία στη μαρκουζιανή της εκδοχή διέβλεπε τους «περιθωριοποιημένους» (αφροαμερικανούς και λατίνος, αποκλεισμένους ομοφυλόφιλους, υποταγμένες γυναίκες, αυτοπεριθωριο-ποιημένους φοιτητές της αντικουλτούρας) ως το πλέον γόνιμο έδαφος για έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα σε σχέση με την οργανωμένη εργατική τάξη, ναρκωμένη από την πολιτιστική βιομηχανία και ενσωματωμένη στο κράτος ευημερίας της καπιταλιστικής κοινωνίας [5]. Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι για τους ιταλούς εργατιστές η νέα εργατική τάξη των μεταναστών δεν ήταν τόσο ενσωματωμένη και υπνωτισμένη όπως φαινόταν. Ωστόσο, η θεώρηση της επαναστατικής υποκειμενικό-τητας στον εργατισμό και την Κριτική Θεωρία ήταν απολύτως διαφορετική και αντίθετη σε σχέση με εκείνη του ορθόδοξου μαρξισμού, που εκλάμβανε τους περιθωριοποιημένους σαν «λούμπεν», μικροαστούς, παράσιτα ή αντεπαναστάτες.
Η ριζοσπαστικοποίηση των αποκλίσεων
Πολύ σύντομα, τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των «Κόκκινων Τετραδίων» (Νέγκρι, Τρόντι και Αλκουάτι) διαχωρίστηκαν για να φτιάξουν μια πιο άμεσα πολιτική επιθεώρηση, την «Εργατική Τάξη». Ο Νέγκρι είχε εγκαταλείψει το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που στο μεταξύ, το 1963, συμμετείχε στη δημιουργία της πρώτης κυβέρνησης κεντροαριστεράς και Χριστιανικής Δημοκρατίας, σπάζοντάς έτσι τις σχέσεις με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου ο Τρόντι συνέχιζε να είναι μέλος. Η ένταση των αγώνων στα εργοστάσια, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στις γειτονιές αύξανε διαρκώς. Τελικά, στο «θερμό φθινόπωρο» των απεργιών και των καταλήψεων των εργοστασίων το 1969, συνέκλιναν το φοιτητικό κίνημα του 1968 και το ακόμη πιο δυνατό αυτόνομο εργατικό κίνημα. Ενώ ο Αντόρνο καλούσε την αστυνομία για να εκδιώξει τους φοιτητές που είχαν καταλάβει το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας στη Φρανκφούρτη, ο Νέγκρι –ήδη διανοούμενος αναφοράς και ένας από τους ηγέτες της νεολενινιστικής ομάδας Εργατική Εξουσία– συνέβαλε στη σφυρηλάτηση του πιο σημαντικού φοιτητικού και εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη.
Αυτό το κίνημα έφτασε μέχρι τη δεκαετία του 1970, σε αντίθεση με τα γαλλικά και γερμανικά κινήματα του 1968, στην αρχή πιο έντονα, που όμως δεν κράτησαν σε βάθος χρόνου. Τώρα πια η θεωρητική και πολιτική απόκλιση μεταξύ Φρανκφούρτης και Πάντοβας ήταν σημαντική και η έντονη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, με τη γέννηση της Εργατικής Αυτονομίας, με το κίνημα των νέων και των φοιτητών το Εβδομήντα Επτά και με τις πάνω από 200 ένοπλες οργανώσεις, οδήγησε στην κήρυξη κατάσταση εξαίρεσης και, το 1979, στη σύλληψη και τον εγκλεισμό στη φυλακή του Νέγκρι και μεγάλου μέρους της ιταλικής επαναστατικής διανόησης, κατηγορούμενης για τρομοκρατία.
Αυτή η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από αντίθετη σε σχέση με τη μετατροπή της γερμανικής Κριτικής Θεωρίας σε ένα σοσιαλδημοκρατικό διανοητικό κίνημα υπό την καθοδήγηση του Χάμπερμας, μετριοπαθούς μεταρρυθμιστή και μέχρι ανεκτικού έναντι του σχετικά πρόσφατου εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος· πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε, ότι το αμερικανικό παρακλάδι διατήρησε έναν μεγάλο ριζοσπαστισμό χάρη στο έργο του Μαρκούζε, που ενέπνευσε τα κοινωνικά κινήματα και την αντικουλτούρα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970.
Εξ ου και το ότι η σχέση του Νέγκρι με την Κριτική Θεωρία ήταν πάντοτε πολεμικού τύπου, τόσο, κυρίως, ενάντια στον πεσιμισμό της δεύτερης (για να μην πούμε για τον καταστροφισμό της) όσο και για την υπερβατική της αντίληψη για την εξουσία και την αποφασιστική της συνέχεια με τον ορθόδοξο μαρξισμό, αποδίδοντας ιστορική σημασία στο πλαίσιο της ταξικής πάλης στην νεκρή εργασία του κεφαλαίου σε σχέση με τη ζωντανή εργασία της προλεταριακής παραγωγής, βασισμένης στην κοινωνική συνεργασία. Πρόκειται για μια ολική ανατροπή της εργατίστικης θέσης έτσι όπως τη είχε επεξεργαστεί ο Τρόντι [6].
Ο Νέγκρι πάντοτε παραδεχόταν ότι είχε ένα όφελος απέναντι στη Σχολή της Φρανκφούρτης και τη γερμανική μαρξιστική σκέψη του 20ου αιώνα. Ωστόσο, αυτός και οι σύντροφοί του ανέπτυξαν πολύ διαφορετικές ιδέες, για να μην πούμε αντίθετες, σε σχέση με τον φρανκφουρτισμό και την άποψή του για τη δημοκρατία, για το κράτος, τη βία, για τον χρόνο και την προτεραιότητα της εμμένειας στην ερμηνεία τους της σκέψης του Μαρξ. Αυτές οι διαφορές έρχονταν σε σύγκρουση με τις καντιανές επιρροές της Κριτικής Θεωρίας, μέσω μιας συνεχούς διαλεκτικής ανταλλαγής τα τελευταία σαράντα χρόνια, που αναμφιβόλως θα μπορούσε να συμβάλει, έστω και εμμέσως, στην ανανέωση κάποιων πλευρών της Κριτικής Θεωρίας. Όμως δεν υπήρχαν ενδείξεις για το κατά πόσο τέτοιες κριτικές λήφθηκαν υπόψη από τους φρανκφουρτιανούς της δεύτερης και τρίτης γενιάς. Κρίνοντας από τις εν γένει εχθρικές αντιδράσεις απέναντι στις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις των Χαρντ και Νέγκρι από την πλευρά του Χιρς και του Χόλογούεϊ, δύο θεωρητικών του «ανοιχτού μαρξισμού» [7], επηρεασμένων από τη Σχολή της Φρανκφούρτης αν και δεν υπήρξαν ούτε μέλη ούτε συνεργάτες της, όλα αυτά μας οδηγούν να υποθέσουμε ότι μια τέτοια εκτίμηση δεν συνέβη.
Δύσκολες συνθέσεις
Από την άλλη πλευρά, μια νέα γενιά κριτικών θεωρητικών, όπως ο Μπάρνχαρτ, προσπάθησε να συνθέσει αυτά που θεωρούσε σαν τις πλέον σημαντικές πλευρές των μετα-εργατιστικών εννοιών του Νέγκρι («αυτοκρατορία», «πλήθος» και «κοινό») με τις αντιμοντερνιστικές ιδέες της Κριτικής Θεωρίας, ιδιαιτέρως της πρώτης γενιάς, σε σχέση με τα ζητήματα του χρόνου του πολιτικού μετασχηματισμού.
Οι Χαρντ και Νέγκρι εκφράζουν την εκτίμησή τους για τους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, ως μέρος «μιας μακράς “αντινεωτερικής” σκέψης που αντιτίθεται στην κυριαρχία» [8], ωστόσο εκλαμβάνουν την προσοχή τους για το μονοδιάστατο της ολοκληρωτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτός τόπου σε σχέση με μια ιστορική συνθήκη που απαιτεί την επανεξέταση των παραδόξων της πολλαπλότητας και της πληθυντικότητας. Για τους Χαρντ και Νέγκρι, ο Αντόρνο και τα άλλα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης μπορούν να είναι υποδειγματικοί στοχαστές της πειθαρχικής κοινωνίας, όμως στη μετάβαση μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στην «κοινωνία του ελέγχου», η επικαιρότητα της ανάλυσής τους ξεπεράστηκε. Ο αποκλεισμός του Αντόρνο και των συντρόφων του ως πιθανές πηγές για τη θεωρητικοποίηση του παρόντος, είναι μια απόφαση ενάντια στην εγελο-μαρξιστική παράδοση και ενάντια στην έμφαση αυτής της παράδοσης στην κατηγορία της άρνησης. Οι Νέγκρι και Χαρντ αρνούνται τη χεγκελιανή παράδοση και προσπαθούν, αντιθέτως, να βρουν τον προσανατολισμό τους ξεκινώντας από τον Σπινόζα, έναν φιλόσοφο τον οποίο για την ιδέα του περί μιας εμμενούς χρονικότητας, ελεύθερης από την άρνηση. Επαγωγικά, σε σχέση με αυτό που αποκαλούν χρόνο θετικά ανοιχτό και συντακτικό του Σπινόζα, οι Χαρντ και Νέγκρι προκάλεσαν έναν έντονα παραγωγικό αναπροσανατολισμό της σκέψης τόσο γύρω από τη χρονικότητα όσο και γύρω από τη σχέση μεταξύ χρονικότητας και ποιοτικής πολιτικής αλλαγής [9].
Αφού πρώτα υπερασπίστηκε την επικαιρότητα της θεωρίας της άρνησης του Αντόρνο και κριτίκαρε τις ελλείψεις που υπάρχουν στις θεωρίες των Χαρντ και Νέγκρι στα βιβλία τους Αυτοκρατορία και Πλήθος, ο Μπάρνχαρτ υπογραμμίζει μερικά κοινά σημεία ανάμεσα σε αυτούς τους φιλοσόφους σχετικά με το ζήτημα της υπερβατικότητας: «Είτε ο Νέγκρι είτε ο Αντόρνο βλέπουν να υπάρχει ένας ύποπτος συντηρητισμός πίσω από τις υπερβατικές μορφές του χρόνου και την υπερβατική παρόρμηση να παρουσιάζεται η χρονικότητα σαν ένα στοιχείο της υπό πρόκληση κοινωνικής και υποκειμενικής οργάνωσης» [10]. Ωστόσο, αυτοί «προτείνουν στρατηγικές ουσιαστικά διαφορετικές προκειμένου να κριτικάρουν τα υπερβατικά εμπόδια σε όλα τα κινήματα που στοχεύουν σε ένα μέλλον ποιοτικά διαφορετικό. […] Στο Εποχή για Επανάσταση [11] […] η εργατική τάξη είναι η πηγή κάθε καινοτομίας και ολόκληρης της παραγωγικής δυναμικής. Όχι μόνο προμηθεύει την εργασία που καθοδηγεί την καπιταλιστική παραγωγή, αλλά προμηθεύει και τις οργανωτικές δομές αυτής της παραγωγής και τις μορφές συνεργασίας που υπάρχουν σε αυτή. Σύμφωνα με τον Νέγκρι, η καπιταλιστική τάξη δεν οργανώνει την παραγωγή, αλλά περιορίζεται να της επιβάλλει μια δομή προσταγής. […] Το αποτέλεσμα είναι ότι η εργατική τάξη γεννά τις δικές της μορφές χρονικότητας» [12].
Από την άλλη πλευρά, «ο Αντόρνο στα Μinima Moralia [13], υπογραμμίζει την έντονη διασύνδεση ζωντανής και νεκρής εργασίας: Τόσο μεγαλύτερη είναι η οργανική σύνθεση οποιασδήποτε μορφής του κεφαλαίου όσο μεγαλύτερη είναι η κυριαρχία των εργαλείων, των μηχανών και των άλλων τεχνικών μηχανισμών, δηλαδή πραγμάτων φτιαγμένων με τις προτεραίες προσπάθειες της ζωντανής εργασίας. […] Από την πλευρά του Νέγκρι, αυτή η διατύπωση εντάσσεται στον πεσιμισμό που δεν παρέχει στο υποκείμενο της ζωντανής εργασίας επαρκή αυτονομία […] Η αφιέρωση του Αντόρνο στην αρνητική σκέψη έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Χέγκελ και τον Μαρξ, τον οδηγεί να βλέπει τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο ως σχηματισμούς που συλλαμβάνουν ή λειαίνουν την παραγωγική ενεργητικότητα του πλήθους. Στην προσπάθειά του να βάλει στην άκρη τον Αντόρνο, ο Νέγκρι επικεντρώνεται στην παραγωγικότητα και τη χωρίς όρια δημιουργικότητα των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων. Πρόκειται για μια θετική αλλαγή, όμως αυτό που εξαφανίζεται με την κίνηση του Νέγκρι είναι, πέρα από τον Αντόρνο, η προσοχή στην ιδιαίτερη μορφή των κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους αυτές ζουν [14].
Η θεωρία μέσα στη στράτευση και η φιλοσοφία πάνω από τα ερείπια
Ένα από τα πρώτα πεδία ασυμφωνίας μεταξύ του Νέγκρι και της Σχολής της Φρανκφούρτης αφορούσε το ζήτημα της μορφής-Κράτος. Ο Νέγκρι επέκρινε τις σκέψεις για την εμφάνιση ενός νεωτερικού καπιταλιστικού εθνικού κράτους, ολοένα και πιο γραφειοκρατικού και εξορθολογισμένου, ενίοτε ουδέτερου, απασχολούμενο με τη δημοκρατική του νομιμοποίηση, πολιτικά αυτόνομο και όχι αναγκαστικά υπέρ της αγοράς (υπό τον κεϋνσιανισμό). Ενάντια σε αυτή τη νομιμοποιητική θεώρηση του κράτους, ο Νέγκρι υποστήριζε ότι η προτεραιότητα του κράτου-σχέδιο παρέμενε ο έλεγχος και η πειθάρχηση του φορντιστικού «εργάτη-μάζα», με την επιβολή ενός άξονα καταστολή-ενσωμάτωση, ενώ η συνεχής τεχνική και πολιτική ανασύνθεση αυτής της τάξης θα οδηγούσε στην εξαφάνισή της και στην αντικατάστασή της από τον «κοινωνικό εργάτη», ευέλικτη φιγούρα του μετα-φορντισμού [15].
Πριν προχωρήσει στην κριτική του Χάμπερμας και του Όφφε, δύο εκ των μεγαλύτερων μορφών της δεύτερης γενιάς, ο Νέγκρι αναγνωρίζει τη σημαντική συμβολή της Σχολής της Φρανκφούρτη στην προώθηση ενός «δομικού ορισμού του κράτους». Ενώ ο Όφφε είναι πιο κριτικός από τον Χάμπερμας σε σχέση με τον γραφειοκρατικό, ολοκληρωτικό, ορθολογικο-εργαλειακό χαρακτήρα του νεωτερικού κράτους, συμμερίζεται την έμφαση του δεύτερου στην πολιτική αυτονομία του κράτους και στη σημασία της δραστηριότητάς του για μια αυτονομιμοποίηση μέσω του δημοκρατικού διαλόγου· είναι η βάση της θεωρίας της επικοινωνιακής δράσης [16] και της κατάφασης, είτε ενάντια στον Αντόρνο είτε ενάντια στον Νέγκρι, του γεγονότος ότι δεν χάθηκαν όλα με τη νεωτερικότητα [17]. Ο Νέγκρι, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η κύρια λειτουργία του κράτους δεν είναι αυτή του να δρα σαν μια σχετικά ουδέτερη σφαίρα εξουσίας για τη μεσολάβηση και τον συντονισμό των διαφορετικών τάσεων και συμφερόντων στο εσωτερικό του κεφαλαίου, αλλά ως ένα «κράτος-σχέδιο», επιφορτισμένο με το καθήκον της συνεχούς τεχνικής και πολιτικής ανασύνθεσης της εργατικής τάξης, με τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορεί να ελέγχει την ανησυχητική υποκειμενικότητα και να τη χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του.
Ο Νέγκρι ανέλυσε στη συνέχεια το πέρασμα από το κεϋνσιανό-φορντιστικό «κράτος-σχέδιο» στο νεοφιλελεύθερο/μεταφορντιστικό «κράτος-κρίση», που διαχειρίζεται τον γνωσιακό και επισφαλή «κοινωνικό εργάτη» μέσω της χειραγώγησης της διαρκούς οικονομικής κρίσης, πριν περάσει στη μετα-εθνική μορφή της «αυτοκρατορίας», δηλαδή έναν οικουμενικό κυρίαρχο απεδαφικοποιημένο, που προσπαθεί να ελέγξει το «πλήθος» (όχι πλέον την εργατική τάξη ή το προλεταριάτο, πολύ λιγότερο τον λαό) μέσω φουκωϊκών στρατηγικών «βιοπολιτικής» διακυβέρνησης, κυρίως μέσω του πολέμου σε όλες του τις μορφές.
Συμπερασματικά, ο Νέγκρι θεωρεί τη Σχολή της Φρανκφούρτης ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αναφοράς για την ανάπτυξη της γενικής του θεωρίας, λόγω της κοινής τους καταγωγής από τον συμβουλιακό κομμουνισμό και τον ετερόδοξο μαρξισμό:
«Ο Μαρξ Χορκχάιμερ και ο Τέοντορ Αντόρνο, μαζί με άλλους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης […] αποτέλεσαν μια στροφή στην ιστορία του μαρξισμού. Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ θεματικοποίησαν τη διάλυση της εννοιολογικής διαφοράς ανάμεσα σε δομή και υπερδομή, ανέλυσαν τη λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών άσκησης της εξουσίας […] έδειξαν το πώς πραγματοποιήθηκε η πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας υπό την προσταγή του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν μια «φαινομενολογοποίηση» της κριτικής, δηλαδή μια μετατόπιση του τρόπου κατανόησης της σχέσης ανάμεσα στην κριτική και τα αντικείμενά της ως ένας υλικός μηχανισμός εσωτερικός στη συλλογική διάσταση των σωμάτων –ένα πέρασμα, με άλλα λόγια, από το υπερβατικό επίπεδο σε αυτό της εμμένειας. Αυτές οι καινοτομίες είναι ενδεικτικές μιας προοπτικής μάλλον ξένης ως προς τον μαρξισμό: της οπτικής γωνίας των σωμάτων. Η συμβολή αυτής της στροφής στον Αλτουσέρ και στη Σχολή της Φρανκφούρτης είναι ωστόσο μερική, εφόσον είμαστε πεισμένοι ότι η ουσία αυτού του περάσματος, που είναι σημαντικό σε αυτούς τους συγγραφείς μόνο σε ένα ενστικτώδες επίπεδο, συνέβη στο εσωτερικό μιας θεωρητικής κληρονομιάς επεξεργασμένης από τη στράτευση και τον πολιτικό ακτιβισμό» [18].
Μια άλλη κεντρική αναφορά υπήρξε για τον Νέγκρι ο μεταδομισμός των Φουκώ, Ντελέζ και Γκουαταρί, όπου βρίσκουμε επίσης μια κάποια συγγένεια με την άρνηση της νεωτερικότητας εκ μέρους του Αντόρνο Ωστόσο, η αυτονομία ως θεωρητικό κίνημα έδινε πάντοτε προτεραιότητα στην έμπρακτη πολιτική, με τον ίδιο τον Νέγκρι να υφίσταται τις συνέπειες της επαναστατικής του στράτευσης με τη φυλάκιση και την εξορία, ενώ η Κριτική Θεωρία, σχεδόν μόνη απ’ όλες τις μαρξιστικές τάσεις, πετώντας όπως ο Angelus Novus του Μπένγιαμιν [19] και με το βλέμμα στραμμένο στα ερείπια της ιστορίας, παρέμεινε στο περιθώριο της άμεσης πολιτικής δραστηριοποίησης. Σαφώς, αυτή η έμφαση στη θεωρία αντί στην πρακτική, δεν βλάπτει απαραιτήτως την εγκυρότητα των προσεγγίσεων της Σχολής της Φρανκφούρτης, τουλάχιστον με φιλοσοφικούς όρους, όμως δεν συμφιλιώνεται εύκολα με τη άρνηση της καθαρής φιλοσοφίας που πρότεινε ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φώϋερμπαχ και στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, ούτε με την προσέγγιση για την προώθηση της ταξικής πάλης μέσω της πράξης, κάτι που δεν δίστασε να επισημάνει ένας επικριτής της Κριτικής Θεωρίας όπως ο Λούκατς.
Σημειώσεις
[1] S. Gandler, Fragmentos de Frankfurt: Ensayos sobre la Teoría crítica, Siglo XXI, Ciudad de México 2009.
[2] P. Romano, The American Worker, Facing Reality Publishing Company, Detroit 1946.
[3] K. Marx, Η εργατική έρευνα.
[4] H. Cleaver, Reading Capital Politically, University of Texas Press, Austin 1979.
[5] H. Marcuse, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, εκδόσεις Παπαζήση.
[6] M. Tronti, Operai e capitale, Einaudi, Torino 1966 [DeriveApprodi, Roma 2006].
[7] J. Holloway – W. Bonefeld – R. Gunn – K. Psychopedis, επιμ., «Open Marxism», τομ. ΙΙΙ: Emancipating Marx, Pluto Books, London 1995.
[8] M. Hardt – A. Negri, Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta.
[9] B. Barnhart, Between immanence and transcendence: theorizing the time of transformative politics, in A.J. Drake, επιμ., New Essays on the Frankfurt School of Critical Theory, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle 2009, σ. 2.
[10] ΄Όπ.π.,σp. 5.
[11] A. Negri, Time for Revolution, Continuum, New York 2003.
[12] Barnhart, Between immanence and transcendence, σ.5.
[13] T. Adorno, Minima Moralia, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
[14] Barnhart, Between immanence and transcendence, σ 9.
[15] A. Negri, La forma Stato. Per la critica dell’economia politica della Costituzione, Feltrinelli, Milano 1977.
[16] J. Habermas, Θεωρία της επικοινωνιακής δράσης.
[17] J. Harbermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
[18] M. Hardt – A. Negri, Comune. Oltre il privato e il pubblico, ιταλ.μτφ. Rizzoli, Milano 2010, pp. 35-36; T. Adorno – M. Horkheimer, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού, εκδόσεις Ύψιλον.
[19] W. Benjamin, Angelus Novus 1962.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου