Θυμόμαστε
με αυτό το κείμενο του Φράνκο Πιπέρνο, αφιερωμένο στο κίνημα του ’77, μια 12η
Μάρτη 44 χρόνια πριν, δηλαδή την «τρομερή ομορφιά» εκείνης της ημέρας της
εξέγερσης.
Όπως το ’68, το Κίνημα του ’77 γεννήθηκε στα πανεπιστήμια
–το επιβεβαιώνουν οι ειδήσεις εκείνης της εποχής. Όμως σε αντίθεση με ότι
συνέβη τον Μάρτη του ’68, τον Φλεβάρη του ’77, ήδη από τις αρχές του μήνα,
αναδύθηκε αμέσως ένα συλλογικό αίσθημα, που είχε συνεπάρει τα εξεγερμένα πλήθη,
κάτι σαν μια δημόσια δήλωση απόλυτης ξενότητας όχι μόνο σε σχέση με το σχολείο
και το πανεπιστήμιο, αλλά και σε σχέση με το επικρατούν πολιτικο-κοινωνικό
καθεστώς της χώρας· μια αυτονομία άνευ επιστροφής σε σχέση με τους κρατικούς
θεσμούς, η οποία είχε διεισδύσει στον κοινό νου και εκφραζόταν μέσω της
δηλωμένης αποφασιστικότητας να διαρραγεί το κρατικό μονοπώλιο της βίας
προκειμένου να ασκηθεί, με μια μορφή που επιτέλους είχε ανακαλυφθεί, η νόμιμη
άμυνα, μπορεί και μέσω της χρήσης των όπλων. Η εικαστική εικόνα αυτής της
αυτονομίας αποτυπώθηκε μια για πάντα στις φωτογραφίες του Τάνο Ντ’ Αμίκο, που
δείχνουν τον Πάολο και τον Ντάντο να πέφτουν πληγωμένοι στη Ρώμη στις 2
Φλεβάρη, στην πιάτσα Ιντιπεντέντσα· τραυματισμένοι στην προσπάθειά τους να
υπερασπίσουν τη φοιτητική πορεία από την επίθεση των χωροφυλάκων·
τραυματισμένοι αλλά ένοπλοι, με το πιστόλι ακόμη στο χέρι.
Η 2 Φλεβάρη είναι το προλεγόμενο συμβάν αυτού που θα συμβεί
στην συνέχεια στην πορεία εκείνης της αλησμόνητης χρονιάς: καμιά βδομάδα μετά,
στις 17 του ίδιου μήνα, ο Λάμα, γραμματέας της Cgil [συνδικάτου του ιταλικού κομμουνιστικού
κόμματος], θα εκδιωχθεί κακήν κακώς, μαζί με τη συνδικαλιστική περιφρούρηση,
από το πανεπιστήμιο της Ρώμης· και κάτι παραπάνω από έναν μήνα μετά, στις 12
Μάρτη, και πάλι στη Ρώμη, ιδού η ημέρα της «τρομερής ομορφιάς», όπου θα λάβει
χώρα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ιταλία, μια πραγματική γενική δοκιμή της
δύσκολης τέχνης της εξέγερσης. Το ’77 θα ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβρη εκείνης της
χρονιάς· κλείνοντας με τη «γλυκιά κατάκτηση» της Μπολώνιας, της πόλης όπου οι
ρεπουμπλικανικοί θεσμοί έμοιαζαν θεμελιωμένοι, εμβληματικά και χωρίς μισόλογα,
στον συμβιβασμό εργατών και κεφαλαίου.
Αν στις 17 Φλεβάρη, με την εκδίωξη του Λάμα, επήλθε η οριστική
ηθικο-πολιτική ρήξη ανάμεσα στην ανατρεπτική διαδικασία και την αριστερή
παράδοση, σε αυτή τη ρήξη συμπεριλαμβανόταν και ο ίδιος ο εργατισμός· στη Ρώμη,
στις 12 Μάρτη, σήμανε η συλλογική επανοικειοποίηση μιας λανθάνουσας δυναμικής:
της μαζικής βίας· ενώ στις 24 Σεπτέμβρη στην Μπολώνια, το Κίνημα έγινε,
μπορούμε να πούμε, θέατρο του ίδιου του εαυτού του· κατευθύνθηκε στην ενότητα των
διαφορετικοτήτων που υπήρχαν στο εσωτερικό του –από το Ράντιο Αλίτσε στην
οργανωμένη Αυτονομία, από τη σάτιρα στην τραγωδία, από τους Μητροπολιτικούς
Ινδιάνους στις Ερυθρές Ταξιαρχίες· κι έτσι μέτρησε το κοινωνικό του ρίζωμα· και
αν, τη μια στιγμή, αποκάλυψε τους εχθρούς του, την άλλη τους εξανάγκασε να
φανερωθούν, να λάβουν μέρος στο θέαμα.
Συμφέρει, λόγω της κρισιμότητας του ερωτήματος, να
ανασυνθέσουμε κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρήση βίας στην κοινωνική
σύγκρουση εκείνων των χρόνων.
Για το Κίνημα του ’77, ή τουλάχιστον για τη «γενική
βούληση» που υπήρχε από κάτω, η χρήση των όπλων ήταν σαν η διακήρυξη μιας
επανακτημένης «δυνατότητας»· μια συμβολική χειρονομία, εν κατακλείδι, για να
δείξει τον φορέα της εχθρότητας και για να δώσει μια εικόνα του κοινωνικού
μίσους από το οποίο τώρα πια διακατεχόταν η ηθική ζωή της χώρας.
Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά. Ξεκινώντας από τα μισά
της δεκαετίας του 1970 –όταν η οικονομική κρίση, η οποία είχε ξεκινήσει με την
ιλιγγιώδη άνοδο της τιμής του πετρελαίου, έδειχνε τις τελικές της συνέπειες, παλινορθώνοντας
το καθεστώς στο εργοστάσιο, δηλαδή την καπιταλιστική κυριαρχία στην παραγωγική
συνεργασία– ανάμεσα στα εξεγερμένα πλήθη συνέβη ένας διχασμός. Για τις ένοπλες
οργανώσεις (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Πρώτη Γραμμή κλπ, που, έστω και ως ξεχωριστή
διάσταση, αποτελούσαν αναμφισβήτητα μέρος του Κινήματος του ’77), το εκλεκτικό
πεδίο όπου θα ξεδίπλωναν τη δράση τους έγινε ακριβώς το στρατιωτικό· με την οργανωτική
μορφή που θα υιοθετούσαν να ήταν η γκεβαρική, δηλαδή «οι φωτιές του αστεακού
ανταρτοπολέμου».
Αντιθέτως, το Κίνημα, δηλαδή η «μεγάλη πλειοψηφία εκείνης
της δρώσας μειοψηφίας», ξεκινώντας από τα μισά της δεκαετίας του 1970,
συγκροτούνταν σιγά σιγά γύρω από μορφές ζωής, εναλλακτικές καθημερινές
πρακτικές που είχαν ριζώσει σε συγκεκριμένους τόπους της πόλης όπως οι
γειτονιές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία κλπ, όπου, εν γένει, η
βία είχε μαζικές διαστάσεις και σπανίως κατέφευγε στα όπλα και σχεδόν ποτέ στα
πυροβόλα όπλα. Εν συντομία, δεν προωθούνταν πλέον αιτήματα, δεν επιδιωκόταν η
παρέμβαση της δημοσίας χειρός· τώρα πια, αντιθέτως, το κράτος καλούνταν να μην
ανακατεύεται.
Έχουμε, πράγματι, όχι διεκδικήσεις αλλά πρακτικές
επανοικειοποίησης των δημόσιων αγαθών: καταλήψεις νοικιασμένων σπιτιών («το
σπίτι το παίρνεις, το νοίκι δεν πληρώνεις» έλεγε ένα σύνθημα εκείνων των
χρόνων), αυτομειώσεις των λογαριασμών, απαλλοτριώσεις αγαθών από τα σούπερ
μάρκετ, φροντίδα των χώρων και άμυνα έναντι της βιομηχανικής μόλυνσης κ.ο.κ.
Η πρακτική του Κινήματος δείχνει όλη την ανατρεπτική του δύναμη
ακριβώς γιατί το μέσο και ο σκοπός ταυτίζονται. Η άμεση δράση στοχεύει στην
ικανοποίηση «εδώ και τώρα» αναγκών και επιθυμιών· δεν ζητούνται νέα δικαιώματα,
αλλά ο στόχος είναι μάλλον η επανεμφάνιση συμπεριφορών που ήταν υπνώσει στην
κοινή μνήμη, η επίκληση, μέσω της επικαιροποίησής τους, παλιών συνηθειών.
Το Κίνημα του ’77 είχε σε αυτή την «αμεσότητα», για να
χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Μπογκντάνοφ, ένα διακριτικό χαρακτηριστικό που
το αντιπαρέθετε στη νεωτερική παράδοση, είτε καπιταλιστική είτε σοσιαλιστική.
Και η μία και η άλλη, πράγματι, ήταν εμποτισμένες, στον ίδιο βαθμό αμφότερες,
από το πνεύμα του Φάουστ, διακατέχονταν από μια βαθιά εμπιστοσύνη στην πρόοδο.
Μια παρηγορητική πίστη που εγκαταστάθηκε, φώλιασε, στον δυτικό κοινό νου,
εκδιώκοντας το θρησκευτικό συναίσθημα· δείχνοντας εμπιστοσύνη σε αυτό που δεν
υπήρχε ακόμη, στο καινούργιο που θα έρθει –λες και το μέλλον είχε μια
οντολογική διάσταση ανώτερη από το παρόν· ένας ολοκληρωμένος τρόπος ύπαρξης,
χωρίς τα χάσματα να επιδρούν «σε αυτό που ήδη υπάρχει ως αυτό που είναι».
Αυτή η παράδοξη αισιοδοξία της λογικής, αυτό το ξεπέρασμα
των ορίων, φτάνοντας πέρα από τον άνθρωπο, προς το μεταλλαγμένο, πέρα από το
είδος, που έθρεψε αυξανόμενες προσδοκίες για ανάγκες αδηφάγες και κίβδηλες,
είχε το σταθερό του θεμέλιο στην πρακτική της τοκογλυφίας, του τόκου, του
χρήματος που δημιουργεί χρήμα, του χρήματος ως προϊόντος. Εδώ, πράγματι, το
καλύτερο επιδιώκεται συστηματικά ως εχθρός του καλού.
Αντιστρόφως, στο Κίνημα του ’77 φαίνεται να λειτουργεί μια
άλλη αρχή της εξατομίκευσης· πιο συγκεκριμένα, μια προσωρινότητα, ένα αίσθημα
μετασχηματισμού, που διαφεύγει από τον φετιχισμό των εμπορευμάτων· και
πριμοδοτεί το είναι έναντι του παράγειν, την πολιτική έναντι της οικονομίας,
την επιλεγμένη ένεκα κλίσης δραστηριότητα έναντι της μισθωτής εργασίας.
Λόγω μιας τέτοιας προσωρινότητας, η εργατική τάξη χάνει
εκείνη την κεντρικότητα που τη συνείχε. Η κοινωνική σύγκρουση δεν έχει πλέον ως
επίκεντρό της το εργοστάσιο, το οποίοι, απεναντίας, μέσω της αυτοματοποίησης,
τείνει να εμφανίζεται άνευ νοήματος, σαν μια οδοντόκρεμα στην έρημο.
Είναι οι πόλεις και αυτές οι γειτονιές οι τόποι στους
οποίους ξεδιπλώνονται εκείνες οι κοινωνικές δεξιότητες, εν γένει ανθρώπινες,
όπως η κατοίκηση και η αυτοκυβέρνηση· όπου το «παρόν» είναι πέρα από τον χρόνο·
και κατά συνέπεια το άτομο λειτουργεί όχι για να πραγματώσει κάποια ουτοπία,
αλλά για να γίνει καθαυτό μέσω της δράσης του, δηλαδή αυτό που ήδη είναι· με
δυο λόγια, «κοινωνικό άτομο».
Όλοι ξέρουν ότι, τον Σεπτέμβρη, με τη μεγάλη συνέλευση στην
Μπολώνια, η παραβολή του Κινήματος θα φτάσει το απόγειο της· πράγματι, μετά από
κάποιους μήνες, την άνοιξη του ’78, οι έκτακτοι νόμοι, οι ασυνήθιστες εξουσίες
που δόθηκαν στις Εισαγγελίες, οι μαζικές συλλήψεις υπόπτων για «εξωτερική
συνδρομή στην τρομοκρατία», τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, οι
ειδικές φυλακές, η συμπεριφορά τύπου «ομερτά» των κομμάτων και των ΜΜΕ, όλα
αυτά και άλλα ακόμη θα συνεισφέρουν ώστε ένα μεγάλο φαινόμενο κοινωνικού
μετασχηματισμού να διαστρεβλωθεί, να αντιστραφεί, φτάνοντας να μοιάζει με μια
καρικατούρα του εαυτού του, ένα πρόβλημα δημόσιας τάξης.
Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: η ήττα του Κινήματος δεν
οφείλεται μόνο στις Εισαγγελίες· ή, καλύτερα, αυτές μοιράζονται τα εύσημα, αν
μπορούμε να το πούμε έτσι, με ποικίλα άλλα υποκείμενα. Συνεισέφερε σε πολύ
μεγάλο βαθμό το ΙΚΚ, το οποίο, με τη σκηνοθεσία του «διαβόητου Πεκιόλι» έγινε
μια υπηρεσία ρουφιανιάς και προσηλυτισμού των ορκισμένων λογοκριτών·
καθοριστικός ήταν έπειτα καο ο Κοσίγκα, ο οξύνους υπουργός της αστυνομίας, που
επέτρεψε τη συστηματική χρήση πυροβόλων όπλων στις επιχειρήσεις καταστολής· και
ανέβασε σε τέτοιο βαθμό το επίπεδο της βίας, φτάνοντας να πάρει σχεδόν τη μορφή
της κρατικής τρομοκρατίας.
Εξυπακούεται, αλλά πρέπει να το τονίσουμε για λόγους
πνευματικής εντιμότητας, ότι συνέκλιναν προς τη στρατιωτική σύγκρουση και οι
ίδιες οι ενέργειες των ανατρεπτικών ένοπλων σχηματισμών, με τις Ερυθρές
Ταξιαρχίες να έχουν τον πρώτο λόγο, οι οποίες, αφού ξεκίνησαν τη δράση τους κάνοντας
απαγωγές και στήνοντας ενέδρες, σιγά σιγά ολοένα και πιο εντυπωσιακές και
αιματηρές, έφτασαν να συλλάβουν και στη συνέχεια να σκοτώσουν, τον αξιότιμο
Άλντο Μόρο, τον «κυρίαρχο», το ίδιο το σύμβολο της θεσμικής ισορροπίας.
Επρόκειτο για ένα μοιραίο λάθος, αν και καθ’ όλα
προβλέψιμο· γεννημένο από την γκεβαρική ιδεολογία που έδινε τα πρωτεία στην
ένοπλη δράση της πρωτοπορίας έναντι της πολιτικής των πληθών· ένα είδος
πρωτογονισμού λατινοαμερικανικής προέλευσης, που όχι τυχαία θα αποκαλύψει
ολόκληρη την ευθραυστότητα ή, καλύτερα την ιδεολογική του αστάθεια ακριβώς στην
περίπτωση Μόρο· μια ταχεία στρατιωτική ενέργεια, μεγάλης εξειδίκευσης,
ακολούθησαν δύο μακριοί μήνες πολιτικής διαχείρισης, καταστροφικά παιδιάστικης,
των επιπτώσεων αυτής της ενέργειας.
Τα πράγματα, χονδρικά, έτσι πήγαν. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν
έχει σημασία αν οι πρωταγωνιστές της ήττας του Κινήματος του ’77 ήταν εκείνοι που
εν συντομία υποδείξαμε· στην πραγματικότητα η ήττα ήταν ήδη εγγεγραμμένη από τη
γέννησή του: η επανοικειοποίηση της μαζικής βίας λειτουργούσε έτσι ώστε η νίκη
να φαίνεται πιθανή ακόμη κι αν, στο πέρασμα του χρόνου, κάτι τέτοιο την
καθιστούσε άκρως απίθανη.
Άλλωστε η «γενική βούληση» του Κινήματος είχε προχωρήσει σε
μια τομή με τη σοσιαλιστική παράδοση· πράγματι, δεν ήθελε να νικήσει, δηλαδή να
κατακτήσει την κρατική μηχανή· αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να τη συντρίψει, να
την καταστρέψει.
Πράγματι, η ιδέα-δύναμη ήταν εκείνη να κάνει την επανάσταση
χωρίς να πάρει την εξουσία, μια επανάσταση των συμπεριφορών ή καλύτερα των
εθίμων, όπως θα έλεγε και ο Λεοπάρντι.
Κατά βάθος τι είναι ο κομμουνισμός εκτός από μια καλή ζωή,
με καλές συμπεριφορές ζωής;
Αλιεύθηκε από τον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Machina, 12 Mάρτη
2021. Αφιερώνεται στη μνήμη του Θεόφιλου Βανδώρου, που τόσο του άρεσε η ιταλική
«περιπέτεια» του ’70. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που πρότεινε και βάλαμε
στο εξώφυλλο ενός τεύχους των «Πειρατών της Ημισελήνου» μια φωτογραφία του Τάνο
Ντ’ Αμίκο από την εκδίωξη του Λάμα από το πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το τεύχος
αυτό βγήκε κατά τη διάρκεια της καμπάνιας απελευθέρωσης του Γιάννη Μπαλή τον
Νοέμβρη του 1990, που εκείνη την εποχή δικαζόταν στη Λαμία κατηγορούμενος για
επίθεση σε Ζητά κατά τη διάρκεια της μεγάλης πορείας διαμαρτυρίας για το
Τσέρνομπιλ το 1986. Μάλιστα το συγκεκριμένο τεύχος μόλις προλάβαμε και το
διανείμαμε στη μεγάλη συναυλία που έγινε στο Σπόρτιγκ, με τον Θεόφιλο και τους
άλλους «Πειρατές» να διπλώνουμε τα κομμένα φύλλα από το τυπογραφείο στο παρκέ
του γηπέδου!