Επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του
1821, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στην
ομιλία της στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών είπε και τα εξής: «Η έμπνευση
για τα ελληνικά συντάγματα προερχόταν από τη Γαλλική Επανάσταση και την
Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, από τους πατέρες του ευρωπαϊκού
Διαφωτισμού, από τον Τζον Στιούαρτ Μιλλ, τον Τοκβίλ, αλλά και τον Τζέφερσον.
Στη βιβλιοθήκη της Χίου σώζεται η ιστορική αλληλογραφία του Τζέφερσον με τον Αδαμάντιο
Κοραή, πρωτοπόρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού». Καθώς ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ
γεννήθηκε το 1806 και ο Τοκβίλ το 1805, άρα ο μεν πρώτος ήταν 15 ετών το 1821 ο
δε δεύτερος 16 και καθώς από τη γνωστή τους βιβλιογραφία δεν υπήρχε κάποιο έργο
τους δημοσιευμένο εκείνη την περίοδο, αναρωτιέται κανείς μήπως βρισκόμαστε
μπροστά σε ένα ελληνικό θαύμα. Δηλαδή οι επαναστατημένοι Έλληνες εμπνεύστηκαν
από μια σκέψη που δεν είχε υπάρξει ακόμη, από δύο διανοητές (πολύ αγαπητούς
στον φιλελευθερισμό) που την περίοδο των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων (αυτό της
Επιδαύρου το 1822 και το επόμενο του Άστρους το 1823) ήταν έφηβοι. Ίσως βέβαια
να πήρε από τη σκέψη τους αυτό της Τροιζήνας (1827), αν και το πρώτο βιβλίο του
Μιλλ δημοσιεύθηκε το 1843 του δε Τοκβίλ το 1833. Οπότε αν δεν πρόκειται για ένα
ελληνικό θαύμα, τι μπορεί να συνέβη; Μάλλον, για όσους θεωρούν τη μηχανή του
χρόνου απλώς λογοτεχνικό εφεύρημα, έχουμε εδώ ένα λάθος της Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία
είτε μη γνωρίζοντας τη βιογραφία και βιβλιογραφία των δύο στοχαστών, είτε μες
τη ζέση της να αναδείξει την ισχύ του φιλελευθερισμού, τουλάχιστον σε
διανοητικό επίπεδο, περιέπεσε σε αυτό το σφάλμα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι
στην ομιλία της, η κυρία Πρόεδρος, που αποδεδειγμένα είναι διαπρεπής νομικός
όντας και τέως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αναφέρθηκε σε
κάποιον φιλελεύθερο που όχι μόνο επηρέασε πνευματικά ένα από τα πρώτα ελληνικά
συντάγματα αλλά το συνέγραψε κιόλας. Βεβαίως αναφερόμαστε στον Ιταλό Βιτσέντσο
Γκαλίνα, ο οποίος όμως, εκτός από φιλελεύθερος, είχε κι ένα σοβαρό ελάττωμα:
ήταν καρμπονάρος, δηλαδή αναρχοκομμουνιστής σύμφωνα με τα μέτρα του ελληνικού
φιλελευθερισμού. Οπότε καλύτερα να μένει στη λησμονιά ακόμη και στην Ελλάδα του
2021, η οποία πάντως συνεχίζει να τιμά τον Βύρωνα (ως προς τη φιλελληνική
πλευρά του βεβαίως, γιατί ως προς κάποιες άλλες…), ο οποίος είχε έρθει μαζί με
τον Γκαλίνα στην Ελλάδα το 1821 (όπως και ο τρίτος της παρέας, ο επίσης Ιταλός
και καρμπονάρος Πιέτρο Γκάμπα). Το ελληνικό κράτος, πέρα από ένα αργυρό νόμισμα
που του έδωσε το 1835, αγνόησε παντελώς τον Γκαλίνα, ούτε καν ένας δρόμος (απ’
όσο ξέρουμε) δεν έχει πάρει το όνομά του, κάτι που πάντως έκανε το ιταλικό
κράτος, ονομάζοντας προς τιμήν του έναν δρόμο στη γενέτειρα του Γκαλίνα πόλη
της Ραβέννας.
Όμως το 1971, όταν γιορτάζονταν τα 150 χρόνια από την
Εθνική Παλιγγενεσία και εν μέσω μιας άλλης εθνοσωτηρίου επαναστάσεως, πήγε να
συμβεί ένα άλλο ελληνικό θαύμα και αυτό θα ήταν η κατάκτηση του κυπέλλου
πρωταθλητριών από την ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού. Αλλά ας πάρουμε τα
πράγματα από την αρχή.
Το 1971 ήμουν δέκα χρονών και πήγαινα δημοτικό στο 101ο στα
Πατήσια. Είχα μυηθεί στα του ποδοσφαίρου από έναν θείο μου από την πλευρά της
μητέρας μου, τον φίλτατο θείο Μήτσο, φιλελεύθερο από τη Λακωνία αλλά χωρίς
ενεργό συμμετοχή στις αγριότητες των ομοϊδεατών στην κατοχή και στον εμφύλιο .
Τα πρώτα παιχνίδια ποδοσφαίρου που είδα στη ζωή μου ήταν στην τηλεόραση του
θείου Μήτσου και επρόκειτο για παιχνίδια του παγκοσμίου κυπέλλου στο Μεξικό το
1970, με τον θρίαμβο της Βραζιλίας. Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Ζέρσον και
δευτερευόντως Πελέ, που στα δικά μου μάτια δεν ήταν τόσο θεαματικός (αν και
λίαν αποτελεσματικός). Ακόμη θυμάμαι την επέλαση του Ζαϊριζίνιο από τα δεξιά και το γκολ στο 1-0 επί της Αγγλίας,
όπως και τον κρύο ιδρώτα που με έλουσε όταν ο Μπονινσένια ισοφάρισε σε 1-1 στον
τελικό με την Ιταλία. Ο θείος Μήτσος
ήταν και παναθηναϊκός, οπότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πώς κόλλησα το
σαράκι του βαζελόφρονος. Επιπλέον τρεις από τους αγαπημένους μου συμμαθητές στο
101ο, ο Χρήστος, ο Μάνος και ο Παύλος, ήταν κι αυτοί παναθηναϊκοί, οπότε… Στις
28 Απριλίου 1971 λοιπόν, ημέρα Τετάρτη, είναι η ρεβάνς του ημιτελικού με τον
Ερυθρό Αστέρα. Το παιχνίδι θα γινόταν το μεσημέρι και ήταν ο επαναληπτικός του
πρώτου αγώνα που είχε λήξει με 4-1 υπέρ της γιουγκοσλαβικής ομάδας του Ερυθρού
Αστέρα. Αν και άπαντες περιμέναμε ότι η εθνική κυβέρνηση θα κήρυττε αργία κι
έτσι θα μπορούσαμε να δούμε το παιχνίδι, κάτι τέτοιο δεν έγινε, κι έτσι
βρεθήκαμε μες στο μεσημέρι στο σχολείο, καθώς ήμασταν απογευματινοί, να
προσπαθούμε να καταλάβουμε τι γίνεται από ραδιόφωνα που έπαιζαν δυνατά, από
δασκάλους που είχαν ανοίξει κρυφά το τρανζιστοράκι, από τις φωνές στα γύρω
σπίτια κλπ. Κάθε γκολ του Παναθηναϊκού πανηγυριζόταν δεόντως και εύκολα καταλαβαίνει
κανείς τι συνέβη με τη λήξη του αγώνα. 3-0 και ο Παναθηναϊκός στον τελικό, ένα
βήμα πριν από ένα θαύμα εφάμιλλο στα δικά μας μάτια με την εθνική ανάσταση 150
χρόνια πριν.
Η ημέρα του τελικού στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου ήταν η
Τετάρτη 2 Ιούνη 1971. Όπως δηλαδή και φέτος, ακριβώς 50 χρόνια πριν. Καθώς ο
Παναθηναϊκός φορούσε την καταπράσινη εμφάνιση με την οποία είχε χάσει στο
Βελιγράδι, η πρώτη σκέψη μου εκείνο το βραδάκι ήταν πως επρόκειτο για άτυχη
επιλογή και κανονικά θα έπρεπε η ομάδα να φοράει την εμφάνιση της πρόκρισης,
δηλαδή άσπρη φανέλα, πράσινο σορτσάκι και πράσινες κάλτσες. Το τελικό
αποτέλεσμα, 2-0 υπέρ του ολλανδικού Άγιαξ, επιβεβαίωσε την άσχημη διαίσθησή
μου. Βέβαια, λόγω της ανωτερότητας του Άγιαξ, όποια φανέλα κι να φορούσε σε
εκείνο το παιχνίδι ο Παναθηναϊκός, μάλλον θα έχανε, αλλά στο δικό μου μυαλό,
που τότε είχε αρχίσει να έχει τις πρώτες μεταφυσικές του ανησυχίες, ήταν μια
καλή δικαιολογία για την ήττα. Η λύπη του θείου Μήτσου, της μητέρας μου, που κι
αυτή είχε γίνει αίφνης φανατική παναθηναϊκός και τέτοια έμεινε μέχρι το τέλος
της ζωής της, όπως και η δική μου και των φίλων μου την επομένη ημέρα στο
σχολείο, ήταν σχεδόν αβάστακτη! Κάναμε πολλά χρόνια να ξεπεράσουμε αυτό το
συμβάν και σε ότι με αφορά, για πολύ καιρό μισούσα τον Άγιαξ και το ολλανδικό
ποδόσφαιρο εν γένει και έπρεπε να μάθω κάμποσα πράγματα τόσο για τον Άγιαξ όσο
και για κάποιους ολλανδούς ποδοσφαιριστές ειδικότερα, για να αλλάξω γνώμη. Αυτό
όμως που έχει σημασία είναι ότι ένα ελληνικό θαύμα δεν ολοκληρώθηκε, οι «φίλιες»
δυνάμεις δεν έσωσαν την επανάσταση και, για την ειρωνεία του πράγματος, ήταν
και πάλι ο Άγιαξ που στέρησε το 1996 την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό
της διοργάνωσης του τσάμπιονς λιγκ εκείνης της χρονιάς, πάλι δηλαδή ένα
ελληνικό θαύμα που δεν ολοκληρώθηκε (αμάν πια!).
Υ.Γ. Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στους παντοτινούς
φίλους και αδελφούς μου Γιώργο, Μάνο, Παύλο και Χρήστο, με τους οποίους όταν
βρίσκομαι ακόμη και σήμερα, μοιάζει λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από
εκείνα τα ένδοξα παιδικά και εφηβικά χρόνια, πρώτα στο 101ο δημοτικό σχολείο
και μετά στο 22ο γυμνάσιο και λύκειο, πάντοτε στα Πατήσια. Έχοντας τελειώσει το
λύκειο στην Γκράβα, καμιά φορά όταν πηγαίνω τον Ερρίκο στο δικό του δημοτικό
σχολείο, το 132ο, μου φαίνεται ότι από κάπου θα ξεπροβάλλουν οι φίλοι μου για
να βολτάρουμε, να παίξουμε μπάλα, να μιλήσουμε για τα όμορφα πράγματα της
νιότης. Όμως από κάποια γωνιά θα φανεί και ο άλλος αγαπημένος φίλος και αδελφός
μου, ο Ερωτόκριτος (από τα γυμνασιακά αυτός χρόνια), άλλος παθιασμένος
παναθηναϊκός και συγγραφέας ενός ωραίου βιβλίου νουάρ που είχα την τύχη και την
τιμή να εκδώσω στην Ελευθεριακή Κουλτούρα. Εκείνος που δύσκολα θα φανεί (αλλά
ποτέ δεν ξέρεις!) είναι ένας άλλος σύντροφος και αδελφός παναθηναϊκός, ο
Σωκράτης, που όντας «εξόριστος» στα Χανιά, παρακολουθεί την ομάδα μόνο
δικτυακά, απολαμβάνοντας στο πρόσωπο του Ήφαιστου τη νέα «βαζελογενιά».
Παναγιώτης Καλαμαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου