Η εικόνα είναι του Roberto Rup Paolini |
Τον Νοέμβρη του 1990, ο Ζεράρ Γκρανέλ, ένα από τα πιο
διαυγή μυαλά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας αυτών των χρόνων, έδωσε στη New School for Social Research της Νέας Υόρκης μια διάλεξη
της οποίας ο τίτλος, σαφώς ενδεικτικός, δεν παρέλειψε να προκαλέσει τις
σκανδαλισμένες αντιδράσεις κάποιων ορθοφρονούντων: «Τα χρόνια της δεκαετίας του
1930 είναι μπροστά μας». Αν και η ανάλυση του Γκρανέλ ήταν σαφώς φιλοσοφική, οι
πολιτικές της επιπτώσεις έγιναν αμέσως αντιληπτές από τη στιγμή κατά την οποία αυτό
που αποτελούσε το αντικείμενο της διερώτησής του, παρά τη φαινομενικά ανώδυνη
χρονολογική παραπομπή, ήταν, απλά και ξεκάθαρα, ο φασισμός στην Ιταλία, ο ναζισμός
στη Γερμανία και ο σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή οι τρεις
ριζοσπαστικές πολιτικές απόπειρες «καταστροφής και αντικατάστασης με μια “νέα
τάξη”, εκείνου του πράγματος το οποίο μέχρι τότε αναγνωριζόταν ως Ευρώπη». Ο
Γκρανέλ ευλόγως υποστήριξε ότι η πνευματική και πολιτική ευρωπαϊκή τάξη στάθηκε
τόσο τυφλή μπροστά σε εκείνη την τριπλή
καινοτομία όσο στέκεται –τη δεκαετία του 1990, αλλά και σήμερα– μπροστά στην
ανησυχητική, αν και με διαφορετικό τρόπο, επανεμφάνισή της. Δυσκολευόμαστε να
πιστέψουμε ότι ο Λεόν Μπλουμ, ηγέτης των Γάλλων σοσιαλιστών, είχε μπορέσει να
δηλώσει, σχολιάζοντας τις γερμανικές εκλογές του Ιούλη του 1932, πως σε σχέση
με τους αντιπροσώπους της παλιάς Γερμανίας, «ο Χίτλερ είναι το σύμβολο του
πνεύματος της αλλαγής, της ανανέωσης και της επανάστασης», και ότι μια νίκη του
φον Σλάιχερ θα του προξενούσε «μεγαλύτερη θλίψη από εκείνη του Χίτλερ». Και πώς
να κρίνουμε την πολιτική οξυδέρκεια του Ζωρζ Μπατάιγ και του Αντρέ Μπρετόν, οι
οποίοι, μπροστά στις διαμαρτυρίες για τη γερμανική κατοχή της Ρηνανίας,
μπόρεσαν να γράψουν χωρίς να ντρέπονται: «Προτιμάμε, σε κάθε περίπτωση, την
αντιδιπλωματική κτηνωδία του Χίτλερ, πιο ειρηνική εκ των πραγμάτων, από τη
σαλιάρικη υπερδιέγερση των διπλωματών και των πολιτικών». Η κεντρική θέση αυτού
του δοκιμίου, του οποίου προτείνω ενθέρμως την ανάγνωση, είναι ότι προκειμένου
να οριστεί η εν εξελίξει ιστορική διαδικασία, τόσο της δεκαετίας του 1930 όσο
και της δεκαετίας του 1990 στην οποία γράφτηκε το συγκεκριμένο δοκίμιο, αυτό
που χρειάζεται είναι να δοθεί το πρωτείο στο αόριστο σε σχέση με το τετελεσμένο,
επ’ ονόματι μιας εξέλιξης που επιδιώκει, εντελώς χωρίς όρια, την κατάργηση σε
κάθε πλαίσιο –οικονομικό, επιστημονικό, πολιτισμικό– των ηθικών, πολιτικών και
θρησκευτικών εμποδίων τα οποία μέχρι σήμερα, με κάποιον τρόπο, την περιόριζαν.
Και, ταυτοχρόνως, επίσης μέσω των παραδειγμάτων του φασισμού, του ναζισμού και
του σταλινισμού, ο Γκρανέλ έδειξε πώς μια παρόμοια διαδικασία απειροστικότητας
και ολικής κινητοποίησης κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί παρά να
οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.
Χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της σαφώς
πειστικής ανάλυσης, αυτό που προπάντων με ενδιαφέρει να επισημάνω εδώ, είναι οι
αναλογίες σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Το ότι τα
χρόνια της δεκαετίας του 1930 του 20ου αιώνα είναι ακόμη μπροστά μας
δεν σημαίνει ότι σκοπεύουμε να ξαναδούμε σήμερα, με την ίδια μορφή, τα υπό
συζήτηση ανώμαλα γεγονότα. Σημαίνει, μάλλον, αυτό που ο Μπορντίγκα ήθελε να
εκφράσει όταν έγραψε, μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, πως
οι νικητές θα είναι οι εκτελεστές της διαθήκης των ηττημένων. Παντού οι
κυβερνώντες, ασχέτως χρώματος και τοποθέτησης, δρουν ως εκτελεστές εκείνης της
διαθήκης, την οποία έχουν αποδεχτεί χωρίς τα χρέη της. Παντού βλέπουμε να
συνεχίζεται τυφλά η ίδια απεριόριστη διαδικασία παραγωγικής μεγέθυνσης και
τεχνολογικής ανάπτυξης που ο Γκρανέλ κατήγγειλε, σύμφωνα με την οποία η
ανθρώπινη ύπαρξη, αναχθείσα απλώς στη βιολογική της βάση, μοιάζει να απαρνείται
κάθε άλλη έμπνευση που δεν έχει να κάνει με τη γυμνή ζωή και, φαίνεται διατεθειμένη
να θυσιάσει χωρίς επιφυλάξεις, όπως είδαμε τα τελευταία τρία χρόνια, την
πολιτική της ύπαρξη. Με τη διαφορά, ίσως, ότι τα σημάδια της τύφλωσης, της
απουσίας σκέψης και μιας πιθανής, επικείμενης αυτοκαταστροφής (την οποία
επικαλούνταν ο Γκρενέλ), έχουν ιλιγγιωδώς πολλαπλασιαστεί. Όλα αυτά μας κάνουν
να σκεφτόμαστε ότι μπαίνουμε –τουλάχιστον στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της
Δύσης– στην ακραία φάση μιας διαδικασίας που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε με
βεβαιότητα το τέλος, της οποίας, όμως, οι συνέπειες, αν η γνώση των ορίων δεν σταθεί
ικανή να μας αφυπνίσει, θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου