Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1930 ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Roberto Rup Paolini


Τον Νοέμβρη του 1990, ο Ζεράρ Γκρανέλ, ένα από τα πιο διαυγή μυαλά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας αυτών των χρόνων, έδωσε στη New School for Social Research της Νέας Υόρκης μια διάλεξη της οποίας ο τίτλος, σαφώς ενδεικτικός, δεν παρέλειψε να προκαλέσει τις σκανδαλισμένες αντιδράσεις κάποιων ορθοφρονούντων: «Τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 είναι μπροστά μας». Αν και η ανάλυση του Γκρανέλ ήταν σαφώς φιλοσοφική, οι πολιτικές της επιπτώσεις έγιναν αμέσως αντιληπτές από τη στιγμή κατά την οποία αυτό που αποτελούσε το αντικείμενο της διερώτησής του, παρά τη φαινομενικά ανώδυνη χρονολογική παραπομπή, ήταν, απλά και ξεκάθαρα, ο φασισμός στην Ιταλία, ο ναζισμός στη Γερμανία και ο σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή οι τρεις ριζοσπαστικές πολιτικές απόπειρες «καταστροφής και αντικατάστασης με μια “νέα τάξη”, εκείνου του πράγματος το οποίο μέχρι τότε αναγνωριζόταν ως Ευρώπη». Ο Γκρανέλ ευλόγως υποστήριξε ότι η πνευματική και πολιτική ευρωπαϊκή τάξη στάθηκε τόσο τυφλή  μπροστά σε εκείνη την τριπλή καινοτομία όσο στέκεται –τη δεκαετία του 1990, αλλά και σήμερα– μπροστά στην ανησυχητική, αν και με διαφορετικό τρόπο, επανεμφάνισή της. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο Λεόν Μπλουμ, ηγέτης των Γάλλων σοσιαλιστών, είχε μπορέσει να δηλώσει, σχολιάζοντας τις γερμανικές εκλογές του Ιούλη του 1932, πως σε σχέση με τους αντιπροσώπους της παλιάς Γερμανίας, «ο Χίτλερ είναι το σύμβολο του πνεύματος της αλλαγής, της ανανέωσης και της επανάστασης», και ότι μια νίκη του φον Σλάιχερ θα του προξενούσε «μεγαλύτερη θλίψη από εκείνη του Χίτλερ». Και πώς να κρίνουμε την πολιτική οξυδέρκεια του Ζωρζ Μπατάιγ και του Αντρέ Μπρετόν, οι οποίοι, μπροστά στις διαμαρτυρίες για τη γερμανική κατοχή της Ρηνανίας, μπόρεσαν να γράψουν χωρίς να ντρέπονται: «Προτιμάμε, σε κάθε περίπτωση, την αντιδιπλωματική κτηνωδία του Χίτλερ, πιο ειρηνική εκ των πραγμάτων, από τη σαλιάρικη υπερδιέγερση των διπλωματών και των πολιτικών». Η κεντρική θέση αυτού του δοκιμίου, του οποίου προτείνω ενθέρμως την ανάγνωση, είναι ότι προκειμένου να οριστεί η εν εξελίξει ιστορική διαδικασία, τόσο της δεκαετίας του 1930 όσο και της δεκαετίας του 1990 στην οποία γράφτηκε το συγκεκριμένο δοκίμιο, αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί το πρωτείο στο αόριστο σε σχέση με το τετελεσμένο, επ’ ονόματι μιας εξέλιξης που επιδιώκει, εντελώς χωρίς όρια, την κατάργηση σε κάθε πλαίσιο –οικονομικό, επιστημονικό, πολιτισμικό– των ηθικών, πολιτικών και θρησκευτικών εμποδίων τα οποία μέχρι σήμερα, με κάποιον τρόπο, την περιόριζαν. Και, ταυτοχρόνως, επίσης μέσω των παραδειγμάτων του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού, ο Γκρανέλ έδειξε πώς μια παρόμοια διαδικασία απειροστικότητας και ολικής κινητοποίησης κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.

Χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της σαφώς πειστικής ανάλυσης, αυτό που προπάντων με ενδιαφέρει να επισημάνω εδώ, είναι οι αναλογίες σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Το ότι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 του 20ου αιώνα είναι ακόμη μπροστά μας δεν σημαίνει ότι σκοπεύουμε να ξαναδούμε σήμερα, με την ίδια μορφή, τα υπό συζήτηση ανώμαλα γεγονότα. Σημαίνει, μάλλον, αυτό που ο Μπορντίγκα ήθελε να εκφράσει όταν έγραψε, μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, πως οι νικητές θα είναι οι εκτελεστές της διαθήκης των ηττημένων. Παντού οι κυβερνώντες, ασχέτως χρώματος και τοποθέτησης, δρουν ως εκτελεστές εκείνης της διαθήκης, την οποία έχουν αποδεχτεί χωρίς τα χρέη της. Παντού βλέπουμε να συνεχίζεται τυφλά η ίδια απεριόριστη διαδικασία παραγωγικής μεγέθυνσης και τεχνολογικής ανάπτυξης που ο Γκρανέλ κατήγγειλε, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη, αναχθείσα απλώς στη βιολογική της βάση, μοιάζει να απαρνείται κάθε άλλη έμπνευση που δεν έχει να κάνει με τη γυμνή ζωή και, φαίνεται διατεθειμένη να θυσιάσει χωρίς επιφυλάξεις, όπως είδαμε τα τελευταία τρία χρόνια, την πολιτική της ύπαρξη. Με τη διαφορά, ίσως, ότι τα σημάδια της τύφλωσης, της απουσίας σκέψης και μιας πιθανής, επικείμενης αυτοκαταστροφής (την οποία επικαλούνταν ο Γκρενέλ), έχουν ιλιγγιωδώς πολλαπλασιαστεί. Όλα αυτά μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι μπαίνουμε –τουλάχιστον στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης– στην ακραία φάση μιας διαδικασίας που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε με βεβαιότητα το τέλος, της οποίας, όμως, οι συνέπειες, αν η γνώση των ορίων δεν σταθεί ικανή να μας αφυπνίσει, θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.

 

15 Γενάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Sergio Bianchi


Με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε πραγματικά την κοινωνία και την κουλτούρα εντός των οποίων ζούμε; Οι μεταρρυθμίσεις, μέχρι και οι επαναστάσεις, αν και μεταμορφώνουν τους θεσμούς και τους νόμους, τις σχέσεις παραγωγής και τα αντικείμενα, δεν αμφισβητούν εκείνα τα βαθύτερα στρώματα που διαμορφώνουν την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και τα οποία θα πρέπει να προσεγγίσουμε προκειμένου η αλλαγή να είναι πραγματικά ριζική. Ωστόσο, εμείς έχουμε καθημερινά την εμπειρία κάποιου πράγματος που υπάρχει με διαφορετικό τρόπο από όλα τα άλλα πράγματα και τους θεσμούς που μας περιβάλλουν, αλλά που όλα τα επηρεάζει και τα καθορίζει: αυτό είναι η γλώσσα. Ασχολούμαστε, πρωτίστως, με πράγματα γνωστά, κι όμως συνεχίζουμε να μιλάμε στον αέρα και, όπως συχνά συμβαίνει, χωρίς ποτέ να αναρωτιόμαστε τι κάνουμε όταν μιλάμε. Με αυτόν τον τρόπο είναι ακριβώς η αρχική μας εμπειρία της γλώσσας που παραμένει πεισματικά κρυμμένη και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, είναι αυτή η αδιαφανής ζώνη, μέσα και έξω από εμάς, που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και δρούμε. Η φιλοσοφία και οι γνώσεις της Δύσης, αντιμέτωπες με αυτό το πρόβλημα, πίστεψαν ότι θα  το λύσουν υποθέτοντας πως αυτό που κάνουμε όταν μιλάμε, είναι ότι ενεργοποιούμε ένα γλωσσικό σύστημα, ότι, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η γλώσσα είναι μια γραμματική, ένα λεξικό και ένα σύνολο κανόνων, προκειμένου να συντεθούν τα ονόματα και οι λέξεις σε έναν λόγο. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο καθένας γνωρίζει πως αν πρέπει κάθε φορά να επιλέγουμε συνειδητά τις λέξεις ενός λεξικού και να φτιάχνουμε από αυτές, άλλο τόσο συνειδητά, μια φράση, εμείς δεν θα μπορούμε με κανέναν τρόπο να μιλάμε. Εν τούτοις, στην πορεία της προαιώνιας διαδικασίας επεξεργασίας και διδασκαλίας, το γλωσσικό σύστημα-γραμματική έχει διεισδύσει μέσα μας και έχει γίνει ο ισχυρός μηχανισμός μέσω του οποίου η Δύση έχει επιβάλει τη γνώση και την επιστήμη της σε όλον τον πλανήτη. Ένας μεγάλος γλωσσολόγος έγραψε κάποτε ότι κάθε αιώνας έχει τη γραμματική της φιλοσοφίας του: θα ήταν άλλο τόσο σωστό, και ίσως πιο αληθινό, το αντίθετο, ότι δηλαδή κάθε αιώνας έχει τη φιλοσοφία της γραμματικής του, ότι ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνουμε τη γλωσσική μας εμπειρία σε ένα γλωσσικό σύστημα και σε μια γραμματική καθορίζει μοιραία και τις συνάψεις της σκέψης μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η διδασκαλία της γραμματικής γίνεται στο δημοτικό: το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθει ένα παιδί είναι πως αυτό που κάνει όταν μιλάει έχει μια συγκεκριμένη δομή και ότι αυτή η τάξη [ordine] πρέπει να συμμορφώνεται με τη σκέψη του. Συνεπώς είναι μόνο στον βαθμό στον οποίο καταφέρνουμε να αμφισβητήσουμε αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή, που ένας πραγματικός μετασχηματισμός της κουλτούρας μπορεί να είναι δυνατός. Οφείλουμε να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε εξ υπαρχής τι κάνουμε όταν μιλάμε πέφτοντας σε εκείνη την αδιαφανή ζώνη και να διερωτηθούμε όχι για τη γραμματική και το λεξικό, αλλά για τη χρήση που κάνουμε του σώματος και της φωνής μας, ενώ οι λέξεις μοιάζουν να βγαίνουν σχεδόν μόνες τους από τα χείλη μας. Θα δούμε, τότε, ότι σε αυτή την εμπειρία υπάρχει ένα άνοιγμα στον κόσμο και στις σχέσεις μας με τους ομοίους μας, και πως, τουλάχιστον, η εμπειρία της γλώσσας είναι, με αυτή την έννοια, η πιο ριζική πολιτική εμπειρία.

 

16 Φλεβάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodibet