Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Μεταξύ ηθοποιών και μαριονεττών - Giorgio Agamben

Αλεξάντρ Ρότσενκο, γελοιογραφική αυτοπροσωπογραφία, 1922

Το θέατρο και η πολιτική, όπως γνώριζαν οι αρχαίοι, συνδέονται στενά και είναι απίθανο η θεατρική σκηνή να είναι ζωντανή όταν η πολιτική πεθαίνει ή τείνει να εκλείψει. Ωστόσο, σε μια χώρα στην οποία η πολιτική μοιάζει τώρα πια να ασκείται μόνο από μούμιες, που υποκρίνονται ότι διευθύνουν την εκταφή τους, κατέστη δυνατό τις προηγούμενες μέρες να παραβρεθούμε, σε ένα μικρό βενετσιάνικο θέατρο, σε μια παράσταση τόσο γεμάτη ζωή και ευφυΐα, ώστε οι θεατές –όπως πρέπει πάντοτε να συμβαίνει στο θέατρο– εξήλθαν πιο ενήμεροι και σχεδόν σωματικά αναγεννημένοι. Ένα τέτοιο θαύμα δεν συνέβη τυχαία. Ο Πιερμάριο Βέσκοβο, με την εμβληματική του γνώση της ιστορίας του θεάτρου, ανατρέχει διαυγώς σε μια παράδοση φαινομενικά ελάσσονα, αλλά, στην πραγματικότητα, κυρίως στην Ιταλία, σαφώς μείζονα, εκείνη των μαριονεττών. Όμως το έκανε –και εδώ έγκειται η καινοτομία–  παντρεύοντας τη σωματική παρουσία έξι ηθοποιών με εκείνη των μαριονεττών που αυτοί οι ηθοποιοί χειρίζονται και κινούν, με έναν τέτοιο τρόπο ώστε μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, μεταξύ των αδύναμων σωμάτων των ηθοποιών και εκείνων των αναιμικών αλλά όχι λιγότερο ζωντανών των μαριονεττών, συμβαίνει μια μη μετρήσιμη ανταλλαγή, κατά την οποία η ζωή περνάει ασταμάτητα ανάμεσα στις δύο οντότητες και δεν είναι ξεκάθαρο τελικά αν είναι οι ηθοποιοί που κινούν τις μαριονέττες ή είναι εκείνες που εμψυχώνουν και ενεργοποιούν τους ηθοποιούς. Ο Νούντσο Τσαπέλα, ένας από τους τελευταίους μεγάλους Ναπολιτάνους μαριονεττίστες, δείχνοντας τον μικρό του, τώρα πια παλιωμένο Πουλτσινέλα, είπε κάποτε: «είναι ο πατέρας μου!». Ίσως δεν θα μπορούσε να οριστεί πιο αποτελεσματικά το μυστικό που υπάρχει μεταξύ του μαριονεττίστα και του υποχείριου του. Όμως ο Βέσκοβο, μπολιάζοντας ευφυώς το γιαπωνέζικο Μπουνράκου στην παράδοση της ιταλικής κωμωδίας, έκανε κάτι περισσότερο: μεταμόρφωσε ένα έλασσον κείμενο του Γκολντόνι (Η άγνωστη, που δεν παίχτηκε ποτέ μετά τον θάνατο του συγγραφέα) σε κάτι προκλητικό και τρομακτικά επίκαιρο. Το μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από αυτό είναι ότι η καταστροφή κάθε θεσμού, κι όχι μόνο πολιτικού, την οποία βιώνουμε, δεν μας καθιστά αναγκαστικά ανίκανους: είναι πάντοτε δυνατό να βρούμε στο παρελθόν και να συντηρήσουμε ακόμη και στις πιο δυσμενείς συνθήκες, τον καρποφόρο σπόρο που την κατάλληλη στιγμή δεν θα παραλείψει να μας αποκαλυφθεί.

19 Νοέμβρη 2024

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Μαζεύοντας ελιές στον Αγρίλη Φιλιατρών, από τα ταλαιπωρημένα από την ξηρασία αλλά ακόμη ανθεκτικά δέντρα, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι τα τελευταία λόγια του Αγκάμπεν στο ανωτέρω κείμενο, έχοντας και στο μυαλό μου το πολυπληθές αναρχικό μπλοκ της πρόσφατης πορείας για την 51η επέτειο του Πολυτεχνείου. Ένας σπόρος, δηλαδή, που συνεχίζει να ανθίζει μετά από εκείνη την πρώτη του εμφάνιση με το περίφημο πανό «Κάτω η εξουσία», που οι σπορείς αυτού του «χώρου» σήκωσαν τότε στην κατειλημμένη σχολή του κέντρου της Αθήνας.                  


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ο εξόριστος και ο πολίτης - Giorgio Agamben


Είναι καλό να σκεφτούμε ένα φαινόμενο  που είναι, ταυτοχρόνως, οικείο και ανοίκειο, το οποίο όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή μας με τους άλλους ανθρώπους: την εξορία. Οι ιστορικοί του δικαίου συζητούν μέχρι σήμερα κατά πόσο η εξορία –στην αρχική της μορφή, στην Ελλάδα και τη Ρώμη– πρέπει να θεωρηθεί ως η άσκηση ενός δικαιώματος ή ως μια ποινική συνθήκη. Έτσι όπως παρουσιάζεται, στον κλασικό κόσμο, ως, δηλαδή, η δυνατότητα που δίνεται σε έναν πολίτη να διαφεύγει της επιβολής μιας ποινής (γενικά της θανατικής ποινής) μέσω της φυγής, η εξορία μοιάζει, στην πραγματικότητα, μη αναγώγιμη στις δύο μεγάλες κατηγορίες στις οποίες μπορεί να χωριστεί η σφαίρα του δικαίου από την άποψη των υποκειμενικών συνθηκών: στα δικαιώματα και στις ποινές. Έτσι ο Κικέρων, που είχε γνωρίσει την εξορία, μπόρεσε να γράψει:  «Exilium non supplicium est, sed perfugium portumque supplicii», δηλαδή «Η εξορία δεν είναι μία ποινή αλλά ένα καταφύγιο και μια διαφυγή από τις ποινές». Ακόμη κι αν το κράτος, με το πέρασμα των χρόνων, την οικειοποιήθηκε και τη χρησιμοποίησε ως ποινή (στη Ρώμη αυτό συνέβη με τον νόμο Tullia του 63 π.Χ.), η εξορία συνέχισε να είναι για τον πολίτη, εν τοις πράγμασι, μια οδός διαφυγής. Έτσι ο Δάντης, όταν οι Φλωρεντινοί ήθελαν να τον περάσουν από δίκη με σκοπό την εκδίωξή του από την πόλη, δεν εμφανίστηκε στην αίθουσα και, προλαβαίνοντας τους δικαστές, άρχισε τη μακρά ζωή του ως εξόριστος, αρνούμενος να επιστρέψει στην πατρίδα του ακόμη και όταν του δόθηκε μια τέτοια δυνατότητα. Έχει σημασία το γεγονός ότι σε αυτή την προοπτική η εξορία δεν συνεπάγεται την απώλεια της πολιτειότητας: ο εξόριστος αποκλείεται εν τοις πράγμασι από την κοινότητα στην οποία, τυπικά, συνεχίζει να ανήκει. Η εξορία δεν είναι ένα δικαίωμα ούτε μία ποινή, αλλά διαφυγή και καταφύγιο. Αν θέλουμε να την περιγράψουμε ως ένα δικαίωμα, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι, η  εξορία μπορεί να οριστεί ως ένα παράδοξο δίκαιο που τίθεται εκτός δικαίου. Σε αυτή την προοπτική, ο εξόριστος μπαίνει σε μια φάση αδιαφορίας σε σχέση με τον υπέρτατο κυρίαρχο, ο οποίος, αποφασίζοντας την κατάσταση εξαίρεσης και αναστέλλοντας τον νόμο είναι, όπως ο εξόριστος, μέσα και έξω από την τάξη. Ακριβώς επειδή παρουσιάζεται ως η δυνατότητα ενός πολίτη να τίθεται εκτός της κοινότητας των πολιτών και να τοποθετείται αναφορικά με τη δικαιική τάξη σε κάτι σαν κατώφλι, η εξορία δεν μπορεί σήμερα παρά να μας ενδιαφέρει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Για οποιονδήποτε έχει μάτια και βλέπει είναι, πράγματι, εμφανές το γεγονός ότι τα κράτη στα οποία ζούμε έχουν μπει σε μια κατάσταση κρίσης και σε μια προοδευτική, ασταμάτητη αποσύνθεση όλων των θεσμών τους. Σε μία παρόμοια συνθήκη, στην οποία η πολιτική εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της στην οικονομία και στην τεχνολογία, είναι μοιραίο οι πολίτες να καθίστανται εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα. Είναι αυτή η εξορία που πρέπει σήμερα να διεκδικήσουμε, μεταμορφώνοντάς την από μια κατάσταση την οποία υπομένουμε παθητικά, σε μια μορφή ζωής επιλεγμένη και σταθερά επιδιωκόμενη. Εκεί όπου οι πολίτες έχουν χάσει μέχρι και την ανάμνηση της πολιτικής, θα κάνει πολιτική μόνο όποιος εντός της πόλεως του βρίσκεται σε εξορία. Και μόνο σε αυτή την κοινότητα των εξόριστων, χαμένη μέσα στην άμορφη μάζα των πολιτών, μπορεί να γίνει δυνατή, εδώ και τώρα,  κάτι όπως μια νέα πολιτική εμπειρία.

 7 Νοέμβρη 2024       

(Υ.Γ. του Παναγιώτη Καλαμαρά) Το παραπάνω κείμενο αφιερώνεται εξαιρετικά στην κοινότητα του Στεκιού Άνω Κάτω Πατησίων, που φέτος το φθινόπωρο συμπλήρωσε 28 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας στο πλαίσιο των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού, κι αυτό παρά τους εμπρησμούς, τις ναζιστικές επιθέσεις και την περσινή εκκένωση από τις δυνάμεις καταστολής, όντας σταθερό ρίζωμα στη γειτονιά των Πατησίων όπου έχω την τύχη να γεννηθώ και να ζω.