Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Ταξιδεύοντας με την αναρχία - Παναγιώτης Καλαμαράς

Μητροπολιτικές συνευρέσεις την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα 




Η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα βρίθει από γεγονότα, που μετά την υποχώρηση των κινημάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού τη δεκαετία του '80 και την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, αρχίζουν, σιγά-σιγά, να φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τον γέρο τυφλοπόντικα της ανατρεπτικής ιστορίας, διαμορφώνοντας, ειδικά στις δύο τελευταίες της χρονιές, καταστάσεις που στην Ελλάδα θα ανθήσουν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οδηγώντας τελικά στις «ένδοξες» μέρες του Δεκέμβρη του 2008 και τον αντιμνημονιακό αγώνα της διετίας 2010-2012. Αυτή λοιπόν τη δεκαετία του '90 προσπαθεί να ανασκοπήσει η παρούσα έκδοση, μέσα από διεθνή συνέδρια, μεγάλες διαδηλώσεις, κάμποσες αναμνήσεις και πολλές υπενθυμίσεις. Χωρίς να τρέφει φιλοδοξίες «σοβαρής» ιστορικής έρευνας, περιγράφει θραυσματικά συναντήσεις στο ευρωπαϊκό μητροπολιτικό πεδίο, βοηθώντας (ελπίζουμε) τόσο στην κατανόηση όσο και στη διερεύνηση μιας σχετικά πρόσφατης περιόδου της κινηματικής αμφισβήτησης (τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς). Για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι, όπως λέγαμε και περιπαικτικά κάποτε!

Τι είναι ο ποπ φασισμός; - Μαρτσέλο Ταρί

Αναδημοσίευση από το blogspot https://dystopiancommune.wordpress.com/ 

Για το βιβλίο Η αντεπανάσταση του Τραμπ



Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε στο lundimatin #195 στις 10 Ιουνίου 2019. Ο Μαρτσέλο Ταρί είναι ανεξάρτητος ερευνητής που ζει μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του Ένα πιάνο στα οδοφράγματα – Για μια ιστορία της Εργατικής Αυτονομίας από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Το βιβλίο Η αντεπανάσταση του Τραμπ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παρακείμενος.

Γράφω αυτό το κείμενο σε μια χώρα όπου το βιβλίο του Μίκελ Μπολτ Ράσμουσεν Η αντεπανάσταση του Τραμπ μεταφράστηκε και εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Les Éditions Divergences και αποτελεί μια πολύτιμη αποτίμηση των καιρών μας. Αυτές τις ημέρες η Ιταλία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσους παρακολουθούν την άκρα δεξιά στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο Υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος ίσως και να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας, έχει τουλάχιστον γύρει την πλάστιγγα [προς τα δεξιά], και είναι η τέλεια έκφραση του τραμπιανού μοντέλου που εξετάζει ο Ράσμουσεν στο κείμενό του: ο τρόπος της αυτοπαρουσίασης, οι λέξεις-κλειδιά, η χρήση της αστυνομίας ως κύριου μέσου διακυβέρνησης του πληθυσμού, η περιφρόνηση των θεσπισμένων κανόνων, η χωρίς ενδοιασμούς χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο παρεμβατισμός επί παντός επιστητού, ο ρατσισμός ως μοναδικό σχεδόν μέσο προπαγάνδας, η ρητορική κατά των ελίτ – όλα στοιχεία που ουσιαστικά ενοποιούν την ακροδεξιά πολιτική δράση σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών από μικρές ομάδες ιταλών νεοφασιστών μοιάζουν φολκλορικές σε σύγκριση με τις ενέργειες της κυβέρνησης, η οποία έχει ως στόχο την πραγμάτωση ενός απολύτως καπιταλιστικού και ακραιφνώς δημοκρατικού εγχειρήματος. Το σύνολο της παλιάς ρητορικής των πρώην νεοφασιστών –οι ήρωες, οι αιώνιες αξίες, η εθνική κοινότητα, ο αντιμοντέρνος μυστικισμός, κ.λπ.– θα είναι πλέον σε κάθε πτυχή του απαρχαιωμένο μπροστά σε αυτόν τον υπερφασιστικό καπιταλισμό. Αυτό, εννοείται, ισχύει και για την αντιφασιστική ρητορική. 

Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη Γαλλία, από τη Βραζιλία μέχρι την Πολωνία, από την Ιταλία μέχρι την Αγγλία, μια άγρια αντεπαναστατική δύναμη έχει κάνει την εμφάνισή της, εξοπλισμένη με μια ατζέντα, ένα όραμα και μια κοινή γλώσσα – δηλαδή με μια παγκόσμια στρατηγική. Είναι συχνά δύσκολο να αντιληφθούμε τα παραπάνω ως απαραίτητα κομμάτια των αντισυστημικών κινημάτων, και είναι προφανές ότι λείπουν από την παρακμάζουσα αριστερά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο φασιστικός καπιταλισμός δείχνει να αναπτύσσει ταχύτητα όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας.

Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου του Ράσμουσεν δεν έγκειται στην παράθεση αποδείξεων σχετικά με την άφιξη ενός «ύστερου φασισμού», αλλά, από τη μια στην ανάλυση της κυβερνητικής επιβεβαίωσης της άκρας δεξιάς ως ζωτικού στοιχείου μιας παγκόσμιας αντεπανάστασης, δηλαδή της αντίδρασης στον κύκλο κινημάτων του 2010-2011 –από το κίνημα Occupy, την Αραβική Άνοιξη και τους Indignados μέχρι το Black Lives Matter– και από την άλλη στον μη διαχωρισμό του ζητήματος του φασισμού από εκείνο της δημοκρατίας. 

Το ζήτημα, πιο συγκεκριμένα, στο οποίο πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό προσφέρει απαντήσεις είναι το εξής: τι συνέβη έτσι ώστε τα δυναμικά κινήματα και οι εξεγέρσεις που συγκλόνισαν την υφήλιο στις αρχές της δεκαετίας του 2010 να έχουν φαινομενικά αναχαιτιστεί και στη συνέχεια, με πάσα ειλικρίνεια, κατατροπωθεί από το σκοτεινό κύμα που μας πνίγει όλους;

Το γεγονός ότι ο συγγραφέας, πέρα από μάχιμος κομμουνιστής, είναι και ιστορικός τέχνης δεν είναι άσχετο από την ικανότητά του να ερμηνεύσει τη νέα αισθητικοποίηση της πολιτικής ως βασικό παράγοντα για την υλοποίηση ενός κοινωνικού φασισμού σε όλο τον κόσμο. Ας ανατρέξουμε στο κεφάλαιο «Η πολιτική της εικόνας», όπου καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η εικόνα δεν είναι πια απλώς ένα μέσο, αλλά […] σήμερα η εικόνα αποτελεί την πρώτη ύλη της πολιτικής». Από την άλλη, είναι ένα τυπικό λάθος της Αριστεράς να βλέπει την προφανή χοντροκοπιά της αισθητικής/μιντιακής επιχείρησης της ποπ ακροδεξιάς (εάν ο Τραμπ χρησιμοποιεί τηλεοπτικά μοντέλα διασκέδασης, ο Σαλβίνι χρησιμοποιεί κουβέντες θαμώνων καφενείου ή φανατικών οπαδών του ποδοσφαίρου) από τη σκοπιά της ηθικής, πιστεύοντας ότι είναι πιο έξυπνη, πιο εκλεπτυσμένη, πιο πολιτισμένη ή στο τέλος-τέλος πιο «αισθητικά θελκτική» από τη συνομοταξία των Τραμπ, Σαλβίνι, Όρμπαν και Μπολσονάρο, αντί να αντιλαμβάνεται τη ριζοσπαστική πολιτικοποίηση του αισθητικού ως ένα απαραίτητο όπλο στη σημερινή διάταξη αυτής της ιστορικής σύγκρουσης.

Ο Καρλ Κορς, σε ένα γράμμα του στον Μπρεχτ, έγραφε ότι στην ουσία το ναζιστικό Blitzkrieg (κεραυνοβόλος πόλεμος) δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ενέργεια της Αριστεράς που πρώτα συγκεντρώνεται και μετά εξαπολύεται με άλλα μέσα: αυτή η ενέργεια, που τη δεκαετία του 1920 έδειχνε να εξαπλώνεται παντού και να οδηγεί προς μια Ευρώπη των [κομμουνιστικών] Συμβουλίων, μια δεκαετία αργότερα έχει ανακατευθυνθεί και πλέον χρησιμοποιείται από τους εχθρούς της, οι οποίοι στη συνέχεια θα έστρεφαν την παγκόσμια εργατική τάξη σε μια γιγαντιαία και αδελφοκτόνα «υλική σύγκρουση», με αναπόφευκτη κατάληξη την πνευματική και υλική εκμηδένιση της ίδιας της εργατικής τάξης. Πρόκειται για την ήττα από την οποία προέκυψε και η ήττα όλων των επαναστατικών προοπτικών του 20ού αιώνα. Τη στιγμή της ήττας, ο Μπένγιαμιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί, προς μεγάλη του απογοήτευση, ότι οι φασίστες έδειχναν να κατανοούν καλύτερα από την επαναστατική αριστερά τους κανόνες που διέπουν το λαϊκό αίσθημα και συναίσθημα, τα θυμικά που ακόμη και στις μέρες μας αντιμετωπίζονται από κάθε αριστερό γκρουπούσκουλο με έναν αέρα ανωτερότητας, εάν όχι με καθαρή περιφρόνηση, με σαφή και πάγια προτίμηση «ορθολογικών», «της κοινής λογικής», «προοδευτικών» ή «πολιτικών» επιχειρημάτων, δηλαδή όλων εκείνων που αποτυγχάνουν να πείσουν πρακτικά οποιονδήποτε ανήκει στην εργατική τάξη και που, αντιθέτως, φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, γεννώντας ακόμα μεγαλύτερο μίσος και εχθρότητα.

Προϊόν αυτού είναι και ο Τραμπ, ο οποίος αποτελεί «μια μερική αναστήλωση της κριτικής του Occupy στη χρηματοπιστωτική κρίση και στη διάσωση των τραπεζών», ενώ στην Ιταλία το λαϊκό μίσος για τις ελίτ αιχμαλωτίστηκε και ανακατευθύνθηκε στον πόλεμο εναντίον των μεταναστών, των Ρομά και των «παράσιτων» (στα ιταλικά «zecche», έτσι αποκαλούνται οι ακτιβιστές των ιταλικών κοινωνικών κέντρων). Όλες αυτές οι τάσεις έχουν ως υπόβαθρο μια προφανή και ευρέως διαδεδομένη απέχθεια απέναντι στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους οποίους, από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι καλύτερο, θα αναλάβει να μετασχηματίσει ο «κυριαρχισμός». Στη Βραζιλία, η διαφθορά της Αριστεράς, η πίστη της στην οικονομία, η προσποίησή της ότι ξέρει να διευθύνει τον καπιταλισμό καλύτερα από τους άλλους, η χρόνια καχυποψία της απέναντι στα αυτόνομα κινήματα και, εννοείται, η αντεπαναστατική της ρητορική έχουν παραδώσει τη χώρα στα χέρια ενός δήμιου της τάξης του Μπολσονάρο. Μπορούμε να αποδείξουμε με στοιχεία ότι αυτό έχει συμβεί και σε πολλές άλλες χώρες. Τα κινήματα, από την πλευρά τους, έχουν χάσει τον καιρό [τη σωστή, κρίσιμη ή ευνοϊκή στιγμή] για τον μετασχηματισμό της εξουσίας τους σε μια πραγματική επαναστατική δύναμη, και μεγάλο μέρος αυτής της δύναμης στρέφεται τώρα εναντίον τους. Από αυτό εξάγουμε ένα είδος πολιτικού κανόνα που μας αφορά προσωπικά: σε περιόδους ριζικών αλλαγών, κάθε λάθος λόγω ερμηνείας, κάθε λάθος λόγω υποτίμησης, κάθε στιγμή που χαρακτηρίζεται από έλλειψη θάρρους, κάθε δισταγμός στην υλοποίηση μιας δυνητικά επαναστατικής στιγμής, συνεισφέρει στην αύξηση της δύναμης του εχθρού, του φασισμού. Η συνέπεια αυτού του κανόνα είναι ότι πρέπει να ξεφορτωθούμε οποιοδήποτε αριστερίστικο θυμικό έχει απομείνει μέσα μας.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που ο Ράσμουσεν αναδεικνύει είναι ότι ο Τραμπ, αντιμέτωπος με τη μητροπολιτική νεολαία του Occupy και τους Αφροαμερικανούς του Black Lives Matter, ήξερε πώς να κινητοποιήσει τους λευκούς εργάτες και υπαλλήλους που ζουν στο περιθώριο των αστικών κέντρων και έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Από αυτή την άποψη «ο Τραμπ είναι επομένως μια ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στις διαμαρτυρίες, μια εξαιρετικά βίαιη απόκρουση των αιτημάτων για έναν άλλο κόσμο». Παρομοίως, κατ’ αυτό τον τρόπο, η δικαιολογημένη οργή ενάντια στη μητρόπολη καθυποτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε από εκείνους που ανέκαθεν είχαν τον έλεγχο αυτών των μητροπόλεων. Δεν πρέπει να αφήσουμε να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και γι’ αυτό πρέπει να ξεφορτωθούμε την ψευδαίσθηση, την οποία έχει καλλιεργήσει η Αριστερά, της επανοικειοποίησης της μητρόπολης ή της εναλλακτικής διαχείρισής της: η μητρόπολη είναι μη μεταρρυθμίσιμη, μη κατοικήσιμη, και κατακτημένη από μια διαδικασία γίγνεσθαι-φασισμός ορατή εφεξής σε οποιονδήποτε βλέπει καθαρά την πραγματικότητα σε αυτή τη συγκυρία. Στην ανάλυση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία και της ρητορικής τους ενάντια στη μητρόπολη, έχει θεμελιώδη σημασία ότι κατόρθωσαν να αποφύγουν μια μανούβρα αντίστοιχη με εκείνη του Τραμπ ή του Σαλβίνι, ακόμα κι αν δεν έχουμε δει ακόμα την κατάληξη της κατάστασης αυτής. Ωστόσο, και στην περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων, ισχύει ο πολιτικός κανόνας που λέει ότι εάν δεν χτυπήσουμε αρκετά δυνατά, στη συνέχεια θα είναι ο φασισμός εκείνος που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την ενέργεια που είχε συσσωρεύσει το κίνημα. Εάν ο Ράσμουσεν ερμηνεύει πώς το φαινόμενο Τραμπ κατόρθωσε να παραχθεί προτού η κριτική του δομικού ρατσισμού που πρεσβεύει το Black Lives Matter μπορέσει να συνδυαστεί με μια πρόκληση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τότε, στη Γαλλία, θα πρέπει να στοιχηματίσουμε στον συνδυασμό της κοινωνικής αμφισβήτησης, της εναντίωσης στη μητρόπολη και της οικολογικής κριτικής των Κίτρινων Γιλέκων, προτού η Εξουσία μπορέσει να κόψει τις γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις που, ουσιαστικά, είναι εξίσου πιθανό τόσο το να εξελιχθούν σε ένα ευρύ επαναστατικό σύμπλεγμα προικισμένο με μια τεράστια δυνατότητα ώστε να επιφέρει πλήγματα, όσο και το να εκτραπούν και να διασπαστούν σε διάφορες αντεπαναστατικές δυνάμεις. 

Δεν μπορούμε, επομένως, να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας οποιαδήποτε αισιοδοξία. Αντιθέτως, όπως σοφά έλεγε και ο Μπένγιαμιν, «η οργάνωση της απαισιοδοξίας» είναι το μοναδικό λογικό πολιτικό σύνθημα. Μια νέα πρωτοπορία που θα συνδυάζει την εκστατική ευφορία της εξέγερσης με την επαναστατική πειθαρχία πρέπει να γεννηθεί και να μας επιτρέψει την έξοδο. Η μοναδική τέχνη που έχει σημασία είναι αυτή της εξόδου, όπως μας είπε πριν από λίγες ημέρες ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Μαρκ Ο, σε τέλειο σουρεαλιστικό στιλ (σχετικά με την αναγκαιότητα μιας νέας πρωτοπορίας ανατρέξτε σε ένα άλλο πρόσφατο κείμενο του Μ. Μπ. Ράσμουσεν, το After the Great Refusal, που εύλογα εκδόθηκε την ίδια περίοδο με το βιβλίο του για τον Τραμπ). Και πιστεύω ότι αυτή τη φορά θα είναι μια πρωτοπορία που θα γυρίσει τις πλάτες της στο μέλλον και θα στρέψει το βλέμμα της προς τα κάτω.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στο βιβλίο του Ράσμουσεν είναι η συζήτηση για την κατηγορία του φασισμού ως επίκαιρου ζητήματος. Βάζοντας στην άκρη όλες τις ψευδείς ρητορικές που διακηρύσσουν, μεταξύ άλλων, είτε ότι ο «φασισμός επέστρεψε» είτε ότι «δεν υπάρχει ούτε Χίτλερ ούτε Μουσολίνι, δεν υπάρχει κανένας φαιοχίτωνας ή μελανοχίτωνας για να δικαιολογηθεί μια τέτοια ανάλυση», ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον φασισμό όπως οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό ρεύμα (όπως ακριβώς ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός ή ο φιλελευθερισμός μετασχηματίζονται ιστορικά με το πέρασμα του χρόνου) και, επομένως, παράλληλα με την παρουσίαση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και διαφορετικών εκφάνσεών του, ο φασισμός δεν είναι προβλέψιμος με βάση ένα μοναδικό μοντέλο, δεν ήταν ούτε καν στον Μεσοπόλεμο. Έτσι η σβάστικα και οι δέσμες [το φασιστικό σύμβολο των fasci] έχουν αντικατασταθεί από το τζόκεϊ καπελάκι του Τραμπ και από τα τυπωμένα T-shirt του Σαλβίνι, και έχουμε περάσει από τα ευρέως διαδεδομένα στο παρελθόν πορτραίτα του Ηγέτη στην προβολή του προσώπου και των λόγων του στις οθόνες μας είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Η μοναδική ιστορική σταθερά του φασισμού μπορεί να εντοπιστεί στην επίκληση μιας γηγενούς φαντασιακής κοινότητας, η οποία ταυτίζεται με το έθνος και τον Ηγέτη που την εκπροσωπεί ή, στην ουσία, με έναν εξουσιαστικό εθνοτικό εθνικισμό που εκφράζει την επιθυμία, σήμερα όσο και στο παρελθόν, να αντιπαρατεθεί σε κάθε μέσο με το οποίο θα αναδυόταν ένα επαναστατικό κίνημα ικανό να ανατρέψει επιτέλους τον καπιταλισμό.

Πέρα από όλα αυτά και από το βάθος της ανάλυσης της τραμπιανής Αμερικής, ο Ράσμουσεν μας προσφέρει έναν κριτικό αναστοχασμό πάνω στο ζήτημα της δημοκρατίας: «Ο φασισμός δεν είναι το αντίθετο της δημοκρατίας, ο φασισμός αναδύεται στις εθνικές δημοκρατίες που μαστίζονται από την κρίση όταν υπάρχει η ανάγκη να επιβληθεί η τάξη και να αποτραπεί η εμφάνιση εναλλακτικών. Επομένως, ο φασισμός δεν είναι μια ανωμαλία αλλά μια πιθανότητα εντός κάθε εθνικής δημοκρατίας». Γι’ αυτό οποιαδήποτε προσπάθεια να του αντιπαρατεθούμε με ένα δημοκρατικό-αντιφασιστικό μέτωπο, στο οποίο θα συμμετέχουν από φιλελεύθεροι μέχρι αναρχικοί, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Επιπροσθέτως, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν είχε ήδη παρατηρήσει πριν από αρκετά χρόνια ότι οι νόμοι έκτακτης ανάγκης που ανακοινώνει η σύγχρονη δημοκρατία είναι πιο ελευθεροκτόνοι από εκείνους του ιστορικού Φασισμού, και η συνομοταξία του Τραμπ και του Σαλβίνι δεν διστάζει να αυτοπροσδιοριστεί ως η πιο ένθερμη προστάτιδα του δημοκρατικού συστήματος (χάρη στο γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, όπως και ο Χίτλερ την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης). Και, εάν ισχύει, όπως είχε γράψει ο Ιταλός φιλόσοφος Μάριο Τρόντι, ότι η δημοκρατία είναι αυτή που κατατρόπωσε και εκμηδένισε την εργατική τάξη, μοιάζει ακατανόητο πώς είναι ακόμα εφικτό να πιστεύουμε ότι η δημοκρατία μπορεί να σώσει τον κόσμο από την καταστροφή που βιώνουμε. Γι’ αυτό τον λόγο ο Ράσμουσεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μοναδική εναλλακτική απέναντι στον φασισμό είναι αυτή που στοχεύει στην αποθεσμοποίηση (destitution) μιας δημοκρατίας που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον καπιταλισμό. 

«Έξοδος, έξοδος και πάλι έξοδος!», αυτό είναι το μοναδικό μας σύνθημα.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Ο άρρωστος πλανήτης - Guy Debord


«… Οι επιζήσαντες της καταστροφής στο πλανητικό εργαστήριο της αποξένωσης, οφείλουν να απελευθερωθούν από όλους τους ειδικούς στη χειραγώγηση των συνειδήσεων, με την υιοθέτηση μιας απολύτως αναγκαίας υγιεινής. Στο όνομα της ξαναβρεθείσας ανθρωπότητας, χωρίς ιδιαίτερο μίσος αλλά με σαφώς σταθερή αποφασιστικότητα, πρέπει να μεταχειριστούμε αυτούς τους «μολυσματικούς συντελεστές» λαμβάνοντας τις προφυλάξεις που απαιτεί ο χειρότερος από τους θανατηφόρους ιούς, η πιο ραδιενεργή σκωρία. Μισθοφόροι επιστήμονες και μισθωμένοι παραπληροφορητές, συγκροτούν τις ειδικές δυνάμεις της ιδεολογικής αφομοίωσης, τα διαφημιστικά κομάντο του στρατού του οικονομικίστικου ολοκληρωτισμού». 

 Sergio Ghirardi