Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥ - Chicco Galmozzi

Sergio Bianchi, Nescius, 1994


Η παρουσίαση των κατορθωμάτων της Συμμορίας του Κουτσού είναι πολύ χρήσιμη προκειμένου να καταλάβουμε το πολιτικό κλίμα και τη βαρύτητα των διάχυτων επαναστατικών προσδοκιών στις διάφορες περιοχές την παραμονή και κατά τη διάρκεια της κατάληψης της εξουσίας από τον φασισμό, αλλά και το πώς αυτά συνέβησαν χωρίς συντονισμό με τις οργανωμένες ιστορικές δυνάμεις του επίσημου εργατικού κινήματος. Ο σχηματισμός της συμμορίας οφείλεται στην πρωτοβουλία, πρώτα απ’ όλα, δύο αδελφών, του Όσκαρ [1] και του Τίτο, μελών της μεγάλης οικογένειας των Σκαρσέλι από το Τσερτάλντο, ενισχυμένη με τη στρατολόγηση αγωνιστών κυρίως από τη Βαλντέλσα, στην φλωρεντινή περιφέρεια, έστω κι αν το πεδίο δράσης της συμμορίας ήταν κυρίως το έδαφος της Βολτέρα, που λόγω της γεωγραφικής του διαμόρφωσης είχε μεγάλες δυνατότητες κρησφύγετων και φυσικών οχυρών. Ήταν ακριβώς από το φρούριο της Βολτέρα, όντας φυλακισμένος εκεί μετά από μια  αστυνομική κατασταλτική επιχείρηση η οποία κατάφερε να διαλύσει τη συμμορία, που ο Όσκαρ Σκαρσέλι κατάφερε να προβεί σε μια θρυλική απόδραση η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση του μύθου που θα κατέκλυζε το συλλογικό λαϊκό φαντασιακό της περιοχής. Σε ένα βιβλίο έτσι κι αλλιώς σημαντικό [2], ο Λέλιο Λαγκόριο θα θεωρήσει τον Όσκαρ Σκαρσέλι σαν τον τελευταίο ληστή της Τοσκάνης, πιθανώς επειδή είναι  πολιτικά ορθότερο να τον μεταχειριστεί με συμπάθεια σαν έναν ρομαντικό ληστή, έναν Ρόμπιν Χουντ της φλωρεντινής υπαίθρου, παρά ως έναν πολιτικό αγωνιστή, υπέρμαχο του ένοπλου αγώνα ήδη το μακρινό 1920! Ωστόσο, δεν διαφεύγουν από τον Λαγκόριο τα πολιτικά χαρακτηριστικά των κατορθωμάτων των Σκαρσέλι, ούτε κι εκείνος ο τύπος πολιτισμικής και πολιτικής παράδοσης που υπήρχαν πίσω από αυτά.

Στην περιοχή της Βαλντέλσα το αναρχικό κίνημα είχε εδραιωθεί και αναπτυχθεί πολύ πριν το σοσιαλιστικό. Η Τοσκάνη ήταν το έδαφος στο οποίο εμφανίστηκαν οι πρώτες αναρχικές λέσχες, συνδεδεμένες με την Πρώτη Διεθνή (που είχε ιδρυθεί στο Λονδίνο το 1864) και επίσης στην ίδια τη Βαλντέλσα έχουμε πληροφορίες για μια ενεργή αναρχική λέσχη ήδη από το 1871. Το αναρχικό κίνημα ξεπεράστηκε, από την πλευρά της μαζικής ένταξης, από το σοσιαλιστικό ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά και από τις σχετικές επιτυχίες της σταδιακής, μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όμως χωρίς το αναρχικό imprinting να απομακρυνθεί ή να εξαλειφθεί από την πολιτική συνείδηση του τοπικού προλεταριάτου. Ξεκινώντας από την πολιτική περίοδο του Τζολίτι, θα ξαναβρεί τη ρώμη του ως μια τάση της άκρας αριστεράς, είτε με τη μορφή του αναρχοσυνδικαλισμού είτε με την μορφή, χωρίς πάντοτε να συμπίπτουν αυτές οι δύο, του αναρχοκομμουνισμού, αναμφιβόλως κάμποσα χρόνια πριν, ξεκινώντας από το 1921, υπάρξει στην Ιταλία μια οργάνωση που να ονομάζεται κομμουνιστική. Ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο αναρχοκομμουνισμός δεν συνέπιπταν αναγκαστικά, γιατί η δεύτερη τάση παρέπεμπε στις αρχικές ρίζες του αναρχισμού, ενώ η πρώτη είχε δουλέψει επί μακρόν μέσα στο ΙΣΚ και στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, πριν, το 1912, η πλειοψηφία αποχωρήσει και συγκροτήσει την USI. Ωστόσο, ανάμεσα στις δύο βασικές αναρχικές τάσεις που υπήρχαν, την ατομικιστική και την οργανωτική, στην Τοσκάνη ήταν η δεύτερη που κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό και αυτό εξηγεί την εμφάνιση τόσο αυτόνομων μορφών πολιτικο-συνδικαλιστικής οργάνωσης όσο και τη συνεργασία στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στους αναρχοκομμουνιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές. Ακριβώς σε αυτό το πεδίο διακρίθηκε ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια Σκαρσέλι, ο Φερούτσο, που το 1919 ίδρυσε στο Τσερτάλντο την πρώτη Λέγκα (αναρχική) των καροτσέρηδων και των αχυράδων. Το 1919 ο Φερούτσο Σκαρσέλι είχε ήδη κάμποση εμπειρία στην πλάτη του, έχοντας συμμετάσχει στις συγκρούσεις που συνέβησαν και στην Τοσκάνη κατά τη διάρκεια της Κόκκινης Εβδομάδας το 1914, συγκρούσεις με πυροβολισμούς, οδοφράγματα, νεκρούς και τραυματίες, αλλά ήταν κυρίως ο Μεγάλος Πόλεμος που σημάδεψε τόσο τον Φερούτσο όσο και τον αδελφό του Τίτο. Ο Φερούτσο, που είχε στρατολογηθεί στο ιππικό, «το καλοκαίρι του 1917 κλήθηκε να υπηρετήσει την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης, κι έτσι βρέθηκε αντιμέτωπος στη Βερόνα με μια διαδήλωση γυναικών, που κατήγγειλαν θορυβωδώς τη φτώχια και την πείνα των οικογενειών τους, ενώ ζητούσαν και την επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο. Τον διέταξαν να χτυπήσει το πλήθος αλλά, μαζί με άλλους δύο  βαλντελσανούς, τον Καλβέτι και τον Γκαρόζι, αρνήθηκε και, αφού παράτησε δόρυ και σπάθα, πήγε να συμπαραταχθεί με εκείνες τις γυναίκες». Και οι τρεις καταδικάστηκαν σε 26 χρόνια φυλακή για προδοσία, λιποταξία και εγκατάλειψη θέσης. Στον αδελφό του Τίτο συνέβη κάτι πολύ χειρότερο: τον Απρίλη του 1918 εγκατέλειψε τη μονάδα του στο μέτωπο της Μπρέντα και κατηγορηθείς για λιποταξία από πολεμική ζώνη, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το πολεμικό στρατοδικείο της Μπολώνιας. Η καταδίκη, η οποία έπρεπε να εκτελεστεί με έναν τουφεκισμό στην πλάτη, ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά το τέλος του πολέμου, γεγονός που καθιστούσε πιο ήπια την αναζήτηση των λιποτακτών μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1919, όταν ήρθε η γενική αμνηστία από την κυβέρνηση Νϊτι. Μέσα σε λίγους μήνες αφότου επέστρεψε σπίτι, όπως ήδη είπαμε, ο Φερούτσο αναδείχθηκε τόσο σε ηγέτη της λέγκας όσο και ως πολιτικός αγκιτάτορας: στις 7 Νοέμβρη 1919 έδωσε μια ομιλία στο Τσερτάλντο επ’ ευκαιρία της δεύτερης επετείου του Κόκκινου Οκτώβρη. Τώρα πια για τον Φερούτσο και ολόκληρη την οικογένεια Σκαρσέλι το «να το κάνουμε όπως στη Ρωσία» δεν σήμαινε απλώς τη ριζοσπαστικοποίηση των προλεταριακών αγώνων, αλλά να υιοθετήσουν συντεταγμένα την εξεγερτική προοπτική και συνεπώς να περάσουν στο επίπεδο του ένοπλου αγώνα, πριν ακόμη η φασιστική επιθετικότητα τον καταστήσει επείγοντα ως τη μοναδική, αυθεντική εγγύηση αυτοάμυνας. Πράγματι, ο Φερούτσο δεν περιορίστηκε να οργανώνει λέγκες, αλλά έδωσε ζωή και σε μια μαχητική ομάδα συνδεδεμένη με την Ιταλική Αναρχοκομμουνιστική Ένωση η οποία, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της που διεξήχθη στη Φλωρεντία και στο οποίο συμμετείχε ο Φερούτσο, ενέκρινε ένα γενικό σχέδιο προπαρασκευαστικών αγώνων για την τελική εξέγερση. Συνεπώς δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε ποια θα ήταν η τύχη τους αν δεν εξαναγκάζονταν να καταφύγουν στα δάση: η ένοπλη αντίσταση θεωρούνταν από πολλούς εξεγερσιακούς αναρχικούς ως η μοναδική έμπρακτη μορφή αντίστασης απέναντι στην αντιδραστική επιθετικότητα, ενώ, από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των αδελφών Σκαρσέλι σε όλα τα πλέον ριζοσπαστικά γεγονότα και σε όλες τις συγκρούσεις που συνέβησαν σε διάφορα μέρη της Τοσκάνης, κατέστησαν άκρως πιθανή την ανάγκη περάσματος στην παρανομία. Η σπίθα που θα έβαζε φωτιά στο λιβάδι, το επεισόδιο θα ξεδίπλωνε την αλυσίδα των συμβάντων που συνδέονται με τη δραστηριότητα της συμμορίας του κουτσού, συνέβη στο Τσερτάλντο στις 28 Φλεβάρη 1921.Τα δύο αδέλφια, ο Όσκαρ και ο Ετζίστο Σκαρσέλι, που είχαν πάει να βοηθήσουν μερικούς εργάτες, συμμετείχαν στην πλατεία του χωριού σε μια συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Όσκαρ τραυμάτισε έναν καραμπινιέρο, μαχαιρώνοντάς τον στον λαιμό. Σ’ εκείνο το σημείο η κατάσταση εκτραχύνθηκε: δεν είναι ξεκάθαρο ποιος, οι εργάτες ή οι καραμπινιέροι, άνοιξε πρώτος πυρ, όμως αν και δεν υπήρξαν κατ’ αρχήν νεκροί, στη γενικευμένη ανταλλαγή πυροβολισμών υπήρξαν αρκετοί τραυματίες. Αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε ότι εκείνες τις μέρες στην Τοσκάνη η ένταση είχε φτάσει στα ύψη, καθώς δεν είχε σβήσει ακόμη ο απόηχος των ένοπλων συγκρούσεων που είχαν συμβεί έναν μήνα πριν στη Φλωρεντία και, κυρίως, ήταν ακόμη έντονη η ανάμνηση της σφαγής από τους ναύτες και τους καραμπινιέρους στο Έμπολι. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι στο χωριό, οι σχέσεις με τους καραμπινιέρους ήταν τεταμένες, λόγω και της πρόσφατης εφόδου των τελευταίων στα γραφεία του δήμου, προς αναζήτηση όπλων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι συγκρούσεις με τους καραμπινιέρους ξέσπασαν κατά τύχη, αφού η αμεσότητα με την οποία κατέφυγαν στα όπλα, δείχνει ότι αυτά βρίσκονταν ήδη στην πλατεία. Στη συνέχεια ειπώθηκε ότι υπήρχε μια φήμη στο χωριό για την άφιξη μιας φασιστικής συμμορίας: όμως είναι γεγονός ότι εκείνες τις μέρες δεν υπήρχαν φασίστες προ των πυλών του Τσερτάλντο. Ωστόσο, αν και σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, μπροστά στο εξεγερμένο πλήθος οι καραμπινιέροι δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στο στρατόπεδό τους. Ήταν σε αυτό το σημείο που ο δήμαρχος και ένας άλλος σοσιαλιστής εκπρόσωπος, ο Κατούλο Μαζίνι, μεταξύ άλλων ανιψιός του βουλευτή Τζούλιο Μαζίνι, που επίσης ήταν σοσιαλιστής και πρόεδρος της περιφέρειας, πήγαν στην πλατεία προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα, έχοντας εμπιστοσύνη στην επιρροή που ασκούσαν στον πληθυσμό. Η πρόθεση των δύο σοσιαλιστικών στελεχών ήταν να συνοδέψουν και να προστατεύσουν τους καραμπινιέρους τη στιγμή της υποχώρησής τους, όταν όμως από το πλήθος άρχισαν και πάλι να πέφτουν σφαίρες, αυτοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πυρός: μια σφαίρα πέτυχε τον Κάτουλο Μαζίνι, που εξέπνευσε μετά από 8 μέρες αγωνίας. Επίσης, μέσα στο κλίμα ένοπλης εξέγερσης που επικρατούσε, οργανώθηκε και το κυνήγι των λίγων τοπικών φασιστών. Κάποιοι ξυλοκοπήθηκαν ενώ ένας, ο Τζόρτζο Γκόρι, έγινε κόσκινο από τις σφαίρες αλλά, ως εκ θαύματος, δεν πέθανε. Καταλαβαίνοντας ότι μετά τους πυροβολισμούς θα ακολουθούσαν αναπόφευκτα τα αντίποινα των μαύρων πουκάμισων, ο Φερούτσο Σκαρσέλι κινητοποίησε την αναρχική του ομάδα και μαζί με τον πατέρα του Ουζέμπιο, τους αδελφούς του Τίτο, Όσκαρ και Ετζίστο, όπως και τις αδελφές του Ίζα και Ίνες (αμφότερες, στη συνέχεια, κατηγορήθηκαν ότι είχαν βοηθήσει στην προμήθεια πυρομαχικών), εκπόνησε ένα λεπτομερές σχέδιο άμυνας στον δρόμο προς το Έμπολι. Επιλέγοντας ένα ανάχωμα γύρω στα πέντε μέτρα που υπήρχε στον δρόμο, ύψωσε ένα οδόφραγμα πίσω από το οποίο ταμπουρώθηκαν οι ένοπλοι αναρχικοί. Προς το βράδυ «άνοιξαν πυρ σε ένα καμιόνι που ερχόταν από το Καστελφιορεντίνο. Όμως δεν ήταν φασίστες, ήταν καραμπινιέροι που πήγαιναν στο Τσερτάλντο για να ενισχύσουν τον τοπικό σταθμό και να αποκαταστήσουν τη δημόσια τάξη. Έπεσαν χειροβομβίδες και ρίχτηκαν σφαίρες από περίστροφα και τουφέκια. Ένας καραμπινιέρος σκοτώθηκε και δύο άλλοι τραυματίστηκαν. Οι αναρχικοί τράπηκαν σε φυγή. Ο Φερούτσο Σκαρσέλι –που διέταξε τους δικούς του να αναδιπλωθούν και να ξαναβρεθούν σε ένα προκαθορισμένο σημείο ύπαιθρο– είχε μια χειροβομβίδα στην τσέπη του η οποία, κατά τη διάρκεια της φυγής, εξερράγη και τον διαμέλισε». Μετά από αυτά τα γεγονότα, το Τσερτάλντο κατελήφθη από τους καραμπινιέρους και την αστυνομία, και μέσα σε λίγες μέρες συνελήφθησαν καμιά εξηνταριά άτομα τα οποία είχαν αναμειχθεί στα γεγονότα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν ο πατέρας Ουζέμπιο Σκαρσέλι, το Ετζίστο, ο ξάδελφος Ντανίλο, οι αδελφές Ίνες και Ίντα, όμως όχι ο Τίτο και Όσκαρ, που μαζί με άλλους συντρόφους πέρασαν στην παρανομία, κρυβόμενοι στην ύπαιθρο. Και αυτή ήταν η γέννηση της Συμμορίας του Κουτσού. Δεν είναι εύκολο, σε αυτό το σημείο, να πούμε μετά βεβαιότητος ποιες ήταν οι προθέσεις του Όσκαρ και του Τίτο Σκαρσέλι, αν απλώς προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη ή αν ήθελαν να αποτελέσουν  την πρωτοπορία ενός ένοπλου κινήματος, περιμένοντας και άλλες ομάδες να βγουν στη γύρα. Όταν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, όντας πάνω από εβδομήντα χρονών, ο ίδιος ο Ετζίστο Σκαρσέλι προέβη σε μια προφορική μαρτυρία στον τότε κομμουνιστή δήμαρχο του Τσερτάλντο, υποστήριξε ότι «η μοναδική μας πρόθεση ήταν να μη συλληφθούμε, καθώς δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι ότι αν μας έπιαναν, θα σωνόταν το τομάρι μας. Όμως ελπίζαμε και σε πιο μεγάλες επαναστατικές αναταραχές, κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη». Ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απλώς μια μάταιη ελπίδα, το δείχνει το γεγονός ότι μετά την απόδραση το 1924 από το φρούριο της Βολτέρα και παρά τη βίαιη ειρήνευση που είχε επιβάλει ο νικητής φασισμός, ο οποίος τον κυνηγούσε θεωρώντάς τον τον υπ’ αριθμό ένα δημόσιο κίνδυνο, ο Όσκαρ Σκαρσέλι κατάφερε να εκπατριστεί, βασιζόμενος τόσο στην αλληλεγγύη όσο και σε ασφαλείς οργανωτικούς δεσμούς. Έτσι, αν το 1921 ήταν ακόμα στη γύρα και στην επίθεση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παρτίδα δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί. Μη λαμβάνοντας υπόψη τα  μοναχικά κατορθώματα στη συνέχεια του Τίτο Σκαρσέλι, η ένοπλη ομάδα, με όλη της την αρχική οργανωτική μορφή, έμεινε ενεργή για όχι πάνω από πέντε μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων «τη βοήθησαν πολλά άτομα που ήταν φίλοι των μελών της και συμμερίζονταν τις ιδέες τους. Σε διαφορετική περίπτωση θα τους είχαν πιάσει μέσα σε λίγες μέρες. Άτομα που τους τάιζαν, τους έδιναν πληροφορίες, τους έκρυβαν. Τους χρηματοδοτούσαν με λαϊκές συνδρομές, με τις οποίες βοηθούσαν, όπως μπορούσαν, τις οικογένειές τους».

   Σχετικά με την αλληλεγγύη και την ενεργό συνδρομή του πληθυσμού στη συμμορία βρίσκουμε άφθονα ίχνη στις ειδήσεις σχετικά με τις συλλήψεις και τις δίκες για υπόθαλψη, που κράτησαν μέχρι την άνοιξη του 1922, όμως, αναλύοντας τους τρόπους και τις τεχνικές των εφόδων της συμμορίας, ο Λέλιο Λαγκόριο αποδεικνύει ότι το φιλικό δίκτυο δεν είχε μόνο λειτουργίες υποστήριξης. Σαφώς είχε και λειτουργίες επιμελητείας, όχι μόνο περισυλλέγοντας και κρύβοντας τα μέλη, αλλά και αποθηκεύοντας τα όπλα της, και όντως τον Μάρτη του 1922 τέσσερις χωρικοί από την ύπαιθρο του Τσερτάλντο συνελήφθησαν με την κατηγορία κατοχής πολεμικών όπλων που ανήκαν στη συμμορία. Όμως αυτό που κυρίως έκανε το δίκτυο των φίλων ήταν η προμήθεια πληροφοριών, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι στόχοι της συμμορίας Σκαρσέλι να δείχνουν πως υπήρχε λεπτομερής γνώση είτε των συνηθειών είτε της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των ιδιοκτητών γης που επέλεγαν για στόχο τους: «Σχεδόν πάντοτε επιβαλλόταν στα θύματα ένας φόρος, που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν ήταν παράλογος, αλλά βασιζόταν στις πραγματικές δυνατότητες των θυμάτων». Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε σε αυτόν τον τύπο της συνεργασίας όχι μονάχα την έκφραση μιας εκδήλωσης αλληλεγγύης αλλά κι ένα είδος συμμετοχής ή, μέχρι και πολιτικής στήριξης σε μια δραστηριότητα απαλλοτρίωσης η οποία εμφανιζόταν ως μια συνέχεια της ταξικής πάλης ανάμεσα σε αγρότες και ιδιοκτήτες, που τώρα πια διεξαγόταν με μέσα και μεθόδους πολύ πιο ριζοσπαστικές. Η λαϊκή φαντασία και οι ίδιες οι ειδήσεις πίστωσαν στη Συμμορία του Κουτσού έναν υπερβολικό αριθμό εγκληματικών πράξεων στο πλαίσιο μιας πολύ μεγάλης περιοχής, όμως όταν η συμμορία προσήχθη στο δικαστήριο, οι επιθέσεις που με σιγουριά αποδόθηκαν στους αναρχικούς δεν ήταν πάνω από έξι. Η τελευταία, η αστραπιαία απαγωγή του μηχανικού Μάριο Φιλίπι στις 25 Ιούνη του 1921, απεδείχθη μοιραία για τη συμμορία. Σχετικά με την επιλογή των στόχων πρέπει να σημειώσουμε ότι βασικά δεν αρκούσε να είναι κάποιος ιδιοκτήτης για να μπει στο στόχαστρο της συμμορίας: ο Μάριο Φιλίπι, πράγματι, δεν ήταν μόνο ένας μεγαλο-ιδιοκτήτης με περιουσία που έφτανε στα όρια τριών δήμων ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βολτέρα, αλλά και χρηματοδότης, οργανωτής και γραμματέας μιας από τις πρώτες φασιστικές δέσμες που είχαν εμφανιστεί στην περιοχή: «Πλήρωσες για τη δέσμη, τώρα θα πληρώσεις εμάς!», είπαν πράγματι στον Φιλίπι. Δυστυχώς, καθώς επέστρεφε ενθουσιασμένη από την απόσπαση των χρημάτων, η συμμορία εντοπίστηκε από μια περίπολο έξι καραμπινιέρων και στην ανταλλαγή των πυροβολισμών που ακολούθησε, ο όμηρος σκοτώθηκε. Όλοι τα μέλη της συμμορίας κατάφεραν να ξεφύγουν, όμως σε αυτό το σημείο, ξέροντας το επίπεδο του ανθρωποκυνηγητού που θα εξαπολυόταν εναντίον τους, αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο Τίτο και ο Όσκαρ, μαζί με έναν τρίτο σύντροφο, κατευθύνθηκαν στην Ελβετία και, πιθανώς υπό την καθοδήγηση λαθρεμπόρων της περιοχής, έφτασαν στο καντόνι του Τιτσίνο μέσω ορεινών μονοπατιών. Ο τρόπος της διαφυγής μας κάνει να σκεφτούμε ότι οι Σκαρσέλι ήταν για τα καλά ενταγμένοι σε ένα οργανωμένο πολιτικό κύκλωμα, στο εσωτερικό του οποίου απολάμβαναν μεγάλη αξιοπιστία. Άλλωστε, έχουμε ήδη δει ότι ο αδελφός Φερούτσο ήταν παρών στο αναρχικό συνέδριο του 1919, στο οποίο αποφασίστηκε να παρθεί ο εξεγερτικός δρόμος. Επίσης μοιάζει εύλογη η σκέψη ότι ήταν αυτή ακριβώς η στρατηγική του αναρχικού κινήματος που προμήθευσε το πλαίσιο αναφοράς εντός του οποίου οι Σκαρσέλι θεωρούσαν ότι εντασσόταν την επιλογή τους. Αναμφίβολα, λίγο-πολύ αφελώς, περίμεναν ότι και άλλοι θα περνούσαν στη δράση βάσει του δικού τους παραδείγματος και δεν είναι τυχαίο, πέρα από την υποστήριξη που είχαν στην περίπτωση των αποδράσεων, ότι είτε ο Ετζίστο Σκαρσέλι είτε ο ίδιος ο Όσκαρ, σε κάποιες επιστολές που έστειλαν στην Ιταλία από τη σοβιετική Ρωσία στην οποία είχε καταφύγει, δεν διστάζουν να κατηγορήσουν για προδοσία τους παλιούς συντρόφους που εγκατέλειψαν τον αγώνα. Όμως στο Λουγκάνο κάτι πήγε στραβά. Υποψιασμένες από τις καταχωρήσεις στο ξενοδοχείο του Λουγκάνο, οι ελβετικές αρχές πέρασαν από έλεγχο τους τρεις αναρχικούς, πάνω στους οποίους βρέθηκαν δεσμίδες με αυστριακές κορόνες, λεία μιας ληστείας που είχε γίνει στην Τοσκάνη. Στις 28 Αυγούστου παραδόθηκαν και οι τρεις τους στην ιταλική αστυνομία και κλείστηκαν στη φυλακή του Κόμο. Στις 10 Αυγούστου συνελήφθησαν στη Βεντιμίλια κι άλλα μέλη της συμμορίας. Στην πράξη, δεν σώθηκε κανείς: συνολικά τριάντα άτομα συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν, σε διαφορετικό βαθμό, στην ένοπλη συμμορία. Όμως οι Σκαρσέλι ήταν εφτάψυχοι, όπως οι γάτες. Σχεδόν όλους τους κατηγορούμενους τους συγκέντρωσαν στο Σαν Μινιάτο, όμως και στη φυλακή η συμμορία επέδειξε τη σταθερή της βούληση να αντιτεθεί στο κράτος, οδηγώντας το έτσι στην απόφαση να διασπείρει τους κρατούμενους σε διάφορες φυλακές, μέσω μιας σειράς μεταφορών. Ο Όσκαρ Σκαρσέλι πήγε στη Βολτέρα, όπου αμέσως βάλθηκε να σχεδιάσει την απόδρασή του, ενώ ο Τίτο Σκαρσέλι κατάφερε να αποδράσει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στη φυλακή της Μπολώνιας. Προκειμένου να καταλάβουμε το ταμπεραμέντο των ανθρώπων για τους οποίους μιλάμε, φαίνεται ότι ο Τϊτο Σκαρσέλι έβγαλε μια σανίδα από το πάτωμα του βαγονιού στο οποίο ήταν δεμένος με χειροπέδες και αφέθηκε να πέσει κάτω από τρένο όταν αυτό άρχισε να επιβραδύνει. Η δραπέτευση του Τίτο συνέβη στις 19 Μάρτη 1922. Επέστρεψε, απροσδόκητα, στα εδάφη που τον είχαν βοηθήσει στη διάπραξη των κατορθωμάτων της συμμορίας του. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τουλάχιστον τρεις παράγοντες που εξηγούν αυτή την επιλογή. Πρώτον στη Βαλντέλσα υπήρχε ακόμη μια ζωντανή λαϊκή αντίσταση απέναντι στον φασισμόˑ δεύτερον ο Τίτο ήξερε ότι είχαν εμφανιστεί στο προσκήνιο οι Θαρραλέοι του Λαού, κάτι που τον έκανε να ελπίζει στη δυνατότητα διεύρυνσης της ένοπλης αντίστασης. Τέλος, προφανώς, είχε ως στόχο την απελευθέρωση του αδελφού του Όσκαρ.

   Στην πραγματικότητα, για μια ακόμη φορά, τα πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν και μετά από μια σειρά εφόδων και ληστειών ενάντια στους αριστοκράτες της περιοχής, με την τελευταία από τις οποίες να ήταν αυτή του μαρκήσιου Γκουίντο Ινκόντρι, υπήρξε μια ασυνήθιστη κινητοποίηση της δημόσιας δύναμης εναντίον τους, οπότε ο Τίτο αποφάσισε να εκπατριστεί. Στα τέλη του Αυγούστου εκείνου του 1922, μια νεαρή γυναίκα από το Τσερτάλντο θα λάβει μια επιστολή του Τίτο προερχόμενη από το Περμ, εμπορικό λιμάνι στους πρόποδες των Ουραλίων. Για μια ακόμη φορά πρέπει να σημειωθεί πόσο δύσκολη ήταν μια παράνομη απόδραση και ο αντίστοιχος εκπατρισμός στη Ρωσία, καθώς έπρεπε πρώτα να διασχίσει ολόκληρη την Ευρώπη με το τρένο, με μια ενδιάμεση στάση στο Βερολίνο. Πάντως, στο γράμμα του ο Τίτο έγραφε ότι ήταν παρέα με άλλους τρεις συντρόφους του. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, έδωσε την εξής εξήγηση για την επιλογή του: «Τι τα θέλετε, αγαπητή Λουίζα, δεδομένης της πιεστικής κατάστασης στην οποία βρέθηκα, δεν μπορούσα να παραμείνω επί μακρόν στο πλευρό σας, κάτι που τόσο επιθυμούσα, δεδομένου ότι δεν έμενε πλέον τίποτα να κάνω εκτός από το να πέσω και πάλι στα χέρια των εχθρών μου, απ’ όπου τίποτα δεν θα μπορούσε να με σώσει. Αποφάσισα να φύγω αφήνοντάς σας με την καρδιά μου πληγωμένη, προκειμένου να φτάσω σε εκείνη τη γη που θα με φιλοξενήσει». Την νύχτα ανάμεσα στις 4 και 5 Οκτώβρη, και ο Όσκαρ ξανακέρδισε την ελευθερία του: «Στους πάγκους για τον ύπνο, στη θέση τη δική του και των δύο συντρόφων του στο κελί, τοποθέτησαν τρεις κούκλες, στις οποίες είχαν φορέσει τρεις προχειροφτιαγμένες περούκες. Αυτό θα έδινε τον απαραίτητο χρόνο στους φυγάδες, καθώς οι δεσμοφύλακες, κοιτώντας από το παραθυράκι του κελιού, θα πίστευαν ότι οι τρεις φυλακισμένοι κοιμόντουσαν βαθιά, οπότε θα περνούσε μια ολόκληρη νύχτα και οι τρεις θα είχαν αποκτήσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε βάρος των διωκτών τους, που σίγουρα θα κινητοποιούνταν αμέσως μόλις ανακαλυπτόταν η απόδραση. Οι τρεις τους πριόνισαν τα κάγκελα και μέσω ενός πολύ στενού ανοίγματος πήδηξαν, τρία μέτρα πιο κάτω, στη μεγάλη εσωτερική αυλή του σωφρονιστήριου. Από εκεί ανέβηκαν στον διάδρομο περιπολίας, που για να τα καταφέρουν έπρεπε να σκαρφαλώσουν περίπου εννέα μέτρα. Μετά δεν είχαν παρά να πηδήξουν κάτω από το τείχος του οχυρού, δεκαπέντε μέτρα που τα κατέβηκαν χρησιμοποιώντας τα σκοινιά που είχαν φτιάξει από τα σεντόνια της φυλακής». Τα χρόνια που ακολούθησαν, τους δύο αδελφούς τους υποψιάζονταν για όλες τις σημαντικές απόπειρες και συνωμοσίες ενάντια στο καθεστώς, όπως για τη βόμβα που εξερράγη κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης αυτοκινήτου στο Μιλάνο στις 12 Απρίλη 1928 ή για τη συνωμοσία ενάντια στον Ουμβέρτο της Σαβοΐας το 1929. Η ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την ενέργεια στο Μιλάνο, αποτελούνταν από πέντε αντιφασίστες αγωνιστές από την Τοσκάνη που πιθανώς εμπνέονταν από τη συμμορία Σκαρσέλι, όμως είναι ελάχιστα αξιόπιστη η εμπιστευτική πληροφορία της αστυνομικής διεύθυνσης του Μιλάνου, σύμφωνα με την οποία ο Όσκαρ Σκαρσέλι είχε εντοπιστεί να κινείται στη λομβαρδική πρωτεύουσα. Το γεγονός είναι ότι οι αδελφοί Σκαρσέλι τάραζαν τον ύπνο των φασιστικών αρχών, που ήταν πεισμένες ότι τα δύο αδέλφια είχαν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στα διεθνή ανατρεπτικά σχέδια. Πράγματι, η παρουσία των Σκαρσέλι για παράδειγμα στο Παρίσι το 1921 είχε αποδειχτεί και ο Λαγκόριο καλά κάνει να θεωρεί ότι οι κινήσεις των δύο αδελφών μέσα και έξω από τη σοβιετική Ρωσία δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς την πολιτική τους κάλυψη από τα ανώτερα κλιμάκια της σοβιετικής εξουσίας, όμως είτε έτσι είτε αλλιώς δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να δείχνει τη στρατολόγηση των δύο αδελφών σε κάποια ιδιαίτερη δομή, προορισμένη για τη βρώμικη δουλειά της κομμουνιστικής Διεθνούς, ενώ είναι πιο πιστευτή η πληροφορία της ιταλικής πρεσβείας στην ΕΣΣΔ της 19ης Ιούνη 1933, όπου επισημαίνεται η ιδιαίτερη δραστηριοποίηση του Όσκαρ ανάμεσα στους διάφορους φυγάδες, μεταξύ των οποίων «ο Κουτσός έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης για το διαβόητο παρελθόν του». Στην πραγματικότητα, η σοβιετική εξορία των δύο αδελφών δεν ήταν καθόλου λαμπρή: ο Τίτο, έγινε τελικά μηχανικός στα σοβιετικά τρένα και πέθανε σε ένα εργατικό ατύχημα μετά την έκρηξη ενός καζανιού στο οποίο έκανε εργασίες συντήρησης, ενώ ο Όσκαρ είχε μια ζωή άκρως προβληματική, κάνοντας ένα σωρό δουλειές, με την τραγωδία να κορυφώνεται με την  απώλεια της γυναίκας και της κόρη του απόγερμανικά χέρια κατά τη διάρκεια της κατοχής της Κριμαίας. Οι τελευταίες ακριβείς ειδήσεις για τον Όσκαρ Σκαρσέλι παραπέμπουν στο 1947, όταν ζήτησε από την ιταλική πρεσβεία στη Μόσχα να του εκδοθεί διαβατήριο για να επιστρέψει στην Ιταλία. Το αίτημα, προφανώς, δεν είχε καμία ανταπόκριση. Όμως σε σχέση με τον Όσκαρ Σκαρσέλι υπάρχουν ακόμη δύο σημαντικά ίχνη. Το πρώτο έχει να κάνει με ένα αίτημα του υπουργείου Εσωτερικών τη δεκαετία του 1970, όπου ερωτάται η αστυνομική διεύθυνση της Φλωρεντίας αν «ο Όσκαρ Σκαρσέλι, κάτοικος Ρωσίας, έχει επιστρέψει στην πατρίδα». Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων μολυβένιων χρόνων, ακόμη κι ένας ογδοντάρης προκαλούσε φόβο στη συντεταγμένη εξουσία. Το δεύτερο ίχνος αφορά τη μαρτυρία μιας ξαδέλφης του: «Ο Όσκαρ μου έγραψε ότι η οικογένειά του μακελεύτηκε από τους Γερμανούς, κι αυτός, μένοντας μόνος και διακατεχόμενος μεγάλη νοσταλγία για την Ιταλία, αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να επιστρέψει. Πήγα στον δήμο και μίλησα με τον δήμαρχο Νεντσίνι και τον γιόκα του. Μου είπε: “Πρόκειται για άτομα που είναι καλύτερο να βρίσκονται μακριά. Άλλωστε, καταδικάστηκαν εκτός από πολιτικά αδικήματα και για άλλα πράγματα”» [3].

 

Σημειώσεις

1. Λόγω της χωλότητας του Όσκαρ, η συμμορία επονομάστηκε του κουτσού.

2. Lello Lagorio, Ribelli e briganti nella Toscana del Novecento, Βερόνα 2002.

2. Πάντως η μαρτυρία της ξαδέλφης έχει ανακρίβειες: εκείνη την εποχή, 1990-1995, ο Νεντσίνι ήταν απλώς δημοτικός σύμβουλος στην παράταξη του Μοράλες, ενός σοσιαλιστή που το 1995 πέρασε στη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι.

 

Αλιευθέν από τον ιστότοπο του ιταλικού περιοδικού Machina


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Ο Νέγκρι στη Φρανκφούρτη - Patrick Cuninghame

Ο Νέγκρι στη Φρανκφούρτη
Η πολεμική ανάμεσα στην Κριτική Θεωρία και τον Αυτόνομο Μαρξισμό 

Προκειμένου να εξερευνήσουμε την αλληλεπίδραση της Κριτικής Θεωρίας και του ιταλικού εργατισμού και μετα-εργατισμού, λαμβάνουμε υπόψη τις θεωρητικές συζητήσεις, λίγο-πολύ πολεμικού τύπου, ανάμεσα στον Νέγκρι και τη Σχολή της Φρανκφούρτης, με απώτερο στόχο την αποτίμηση της συμβολής του Νέγκρι σε αυτή τη σχολή. Πάνω απ’ όλα είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε από τις ιστορικές και πολιτικές ρίζες που μοιράζονται ο φρανκφουρτισμός και ο ιταλικός εργατισμός, εκείνες δηλαδή τις ετερόδοξες τάσεις (αντι-μαρξιστικές/λενινιστικές και αντιδογματι-κές) που εμφανίζονται στο πλαίσιο του δυτικού μαρξισμού. Αναφερόμαστε στην κοινή τους κριτική σε σχέση με την αποτυχία της σοβιετικής επανάστασης του 1917 να συγκροτήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα ξεπερνούσε τον κρατικό καπιταλισμό˙ στην απομάκρυνσή τους από τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα, είτε αυτά ήταν πρωτοποριακά, επαναστατικά ή μεταρρυθμιστικά με μια μαζική εκλογική υποστήριξη, αλλά και από τις αποστάσεις που κρατούσαν από τα συνδικαλιστικά κινήματα που συνόδευαν αυτά τα κόμματα και τα οποία δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν τη διεθνή εργατική τάξη ενάντια στους παγκόσμιους πολέμους, τη μαζική ανεργία, τον ιμπεριαλισμό και τον ναζιφασισμό. Το κίνημα των εργατικών συμβουλίων υπήρξε η αφετηρία και η βασική πολιτική αναφορά και για τα δύο αυτά ρεύματα˙ και πιο συγκεκριμένα, το Kapd (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και τα κείμενα των Κορς, Πάνεκουκ, Ρύλε και Μάτικ, επηρεασμένα από την καταδίκη εκ μέρους της Ρόζας Λούξεμπουργκ των εθνικιστικών τάσεων στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της 2ης Διεθνούς, τα οποία είχαν υποστηρίξει τον Μεγάλο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο του 1914-1918 και συνεπώς προδώσει τον διεθνισμό της εργατικής τάξης. Ωστόσο, είναι στην πρώτη γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Χορκχάιμερ, Μαρκούζε, Πόλοκ, Νόυμαν και Φρομ) και σε φιγούρες που συνδέονται με αυτή (πιο συγκεκριμένα ο Μπένγιαμιν και ο Ζον-Ρέτελ), ίσως οι πιο κομμουνιστές, οι οποίοι κατέφυγαν στην πανεπιστημιακή μελέτη προκειμένου να αναλύσουν την ήττα των επαναστάσεων μετά το 1918 και την άνοδο του φασισμού, που μοιάζει να βρίσκεται πλησιέστερα ο Νέγκρι, σε σχέση μάλιστα με τη λεγόμενη δεύτερη και τρίτη γενιά (τον Χάμπερμας και τους μαθητές του Ντούμπιελ και Χόνετ), σοσιαλδημοκρατικού, μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού, διατεθειμένη μέχρι να συγχωρήσει τον εθνικοσοσιαλισμό [1] 

Πολιτική γενεαλογία και νέες υποκειμενικότητες 
Ο ιταλικός εργατισμός αναδύθηκε μέσα από μια πιο σταδιακή στρατευμένη θεωρητική εξέλιξη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επηρεασμένος από τον συμβουλιακό κομμουνισμό, τον μπορντιγκισμό (περισσότερο από τον γκραμσισμό τον οποίο επέκρινε, αντιπαραθέτοντας σε αυτόν ως πρωταρχική πολιτική στρατηγική την αυτονομία της εργατικής τάξης έναντι της ηγεμονίας του κομμουνιστικού κόμματος), τον αιρετικό τροτσκισμό της τάσης Τζόνσον-Φόρεστ στις Ηνωμένες Πολιτείες (πιο συγκεκριμένα από τα γραπτά του ιστορικού των «μαύρων ιακωβίνων» Σ.Ρ.Λ. Τζέιμς και την μαρξίστρια-ανθρωπίστρια Ράια Ντουνέφσκαγια), τις θεμελιώδεις εμπειρίες της γαλλικής ετερόδοξης μαρξιστικής επιθεώρησης «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» υπό τη διεύθυνση του Καστοριάδη και από την Καταστασιακή Διεθνή, κυρίως από την έννοιά της για την «κοινωνία του θεάματος». Το κείμενο για την έρευνα επηρεασμένο από την κοινωνιολογία της δράσης του βιβλίου The American Worker» [2] ήταν το πρώτο παράδειγμα επικαιροποίησης της «εργατικής έρευνας» του Μαρξ [3], χρησιμοποιώντας την κοινωνιολογική έρευνα ως εργαλείο οργάνωσης και πολιτικής συνειδητοποίησης για την ανάπτυξη της αυτοδιεύθυνσης και της αυτοοργάνωσης των εργατών βασικά έξω από τους επίσημους θεσμούς της αριστεράς, θεωρούμενους ως αφομοιωμένους από τον καπιταλισμό. Το υποκείμενο της συνέρευνας ήταν ο ανειδίκευτος φορντιστικός «εργάτης-μάζα», που η άρνηση εκ μέρους του της ταιηλοριστικής εργασίας και της απάνθρωπης αλυσίδας παραγωγής, είχε οδηγήσει σε μια έκρηξη της αντίστασης της εργατικής τάξης, μέσα και έξω από το εργοστάσιο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Αυτή η συμμετοχική παρατήρηση της αυτόνομης εργατικής αντίστασης μέσα στο φορντιστικό εργοστάσιο, αντιπαρατίθετο στην πεσιμιστική θεώρηση της Κριτικής Θεωρίας –ως προς αυτό όμοια με αυτή του ορθόδοξου μαρξισμού– που προωθούσαν ο Πόλοκ, ο Μπάραν και ο Σουήζυ, σύμφωνα με την οποία σε ένα φορντιστικό εργοστάσιο, δεσποτικό και ολοκληρωτικό, δεν υπήρχε χώρος για την ταξική πάλη [4]. 
Μια γαλλική εκδοχή του The American Worker δημοσιεύθηκε, ξεκινώντας από τη συνέρευνα των εργατών της Ρενώ, στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Το άρθρο μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον κοινωνικό ιστορικό Ντανίλο Μοντάλντι, εμπνέοντας τον Ρανιέρο Παντσιέρι και τον Ρομάνο Αλκουάτι για την έκδοση των «Κόκκινων Τετραδίων» στη βάση της συνέρευνας του διογκούμενου φαινομένου των άγριων απεργιών, των καταλήψεων των εργοστασίων και των εργατικών εξεγέρσεων, όπως αυτή στην Τζένοβα το 1960 και στο Τορίνο το 1962˙ επρόκειτο για εργατικούς αγώνες οργανωμένους αυτόνομα σε σχέση με τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς. Οι κύριοι πρωταγωνιστές τους ήταν εργάτες μετανάστες προερχόμενοι από τον Νότο, τυπικά όχι κομμουνιστές ή σοσιαλιστές όπως εκείνοι στον Βορρά, που ναι μεν ήταν υπερήφανοι για την αντιφαστική τους αγωνιστική κληρονομιά αλλά ήταν σχετικά αδρανείς απέναντι στην άνοδο της Χριστιανοδημοκρατίας μετά το 1945. Οι εσωτερικοί μετανάστες προέρχονταν από μια πολιτική κουλτούρα κυρίως καθολική και αντικομμουνιστική, κυρίαρχη στον ιταλικό Νότο. Πολλοί ήταν αγρότες, στους οποίους οι πιεστικές, βαρετές και βλαπτικές συνθήκες που επικρατούσαν στο υπερεκμηχανισμένο φορντιστικό εργοστάσιο, γίνονταν αμέσως αφόρητες. 
Έτσι, ένα νέο εργατικό κίνημα σε ένα νέο εργοστάσιο έπρεπε να μελετηθεί και να κατανοηθεί, ενώ η αυτόνομη κινητοποίησή του έπρεπε να ενθαρρυνθεί. Από τότε χρονολογείται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ιταλικού εργατισμού και μετά του μετα-εργατισμού για τους αγώνες των μεταναστών. Θεωρούνταν κεντρικής σημασίας για το καπιταλιστικό σχέδιο της τεχνικής και πολιτικής ανασύνθεσης της εργατικής τάξης, κάτι που συνέβαλε στην εξήγηση του γιατί οι μετανάστες υπόκειντο σε ένα καθεστώς περιθωριοποίησης, διακρίσεων και υπερεκμετάλλευσης από το σύγχρονο κράτος και τη ρατσιστική δυτική κοινωνία. Αλλά και η Κριτική Θεωρία στη μαρκουζιανή της εκδοχή διέβλεπε τους «περιθωριοποιημένους» (αφροαμερικανούς και λατίνος, αποκλεισμένους ομοφυλόφιλους, υποταγμένες γυναίκες, αυτοπεριθωριο-ποιημένους φοιτητές της αντικουλτούρας) ως το πλέον γόνιμο έδαφος για έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα σε σχέση με την οργανωμένη εργατική τάξη, ναρκωμένη από την πολιτιστική βιομηχανία και ενσωματωμένη στο κράτος ευημερίας της καπιταλιστικής κοινωνίας [5]. Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι για τους ιταλούς εργατιστές η νέα εργατική τάξη των μεταναστών δεν ήταν τόσο ενσωματωμένη και υπνωτισμένη όπως φαινόταν. Ωστόσο, η θεώρηση της επαναστατικής υποκειμενικό-τητας στον εργατισμό και την Κριτική Θεωρία ήταν απολύτως διαφορετική και αντίθετη σε σχέση με εκείνη του ορθόδοξου μαρξισμού, που εκλάμβανε τους περιθωριοποιημένους σαν «λούμπεν», μικροαστούς, παράσιτα ή αντεπαναστάτες. 

Η ριζοσπαστικοποίηση των αποκλίσεων 
Πολύ σύντομα, τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των «Κόκκινων Τετραδίων» (Νέγκρι, Τρόντι και Αλκουάτι) διαχωρίστηκαν για να φτιάξουν μια πιο άμεσα πολιτική επιθεώρηση, την «Εργατική Τάξη». Ο Νέγκρι είχε εγκαταλείψει το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που στο μεταξύ, το 1963, συμμετείχε στη δημιουργία της πρώτης κυβέρνησης κεντροαριστεράς και Χριστιανικής Δημοκρατίας, σπάζοντάς έτσι τις σχέσεις με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου ο Τρόντι συνέχιζε να είναι μέλος. Η ένταση των αγώνων στα εργοστάσια, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στις γειτονιές αύξανε διαρκώς. Τελικά, στο «θερμό φθινόπωρο» των απεργιών και των καταλήψεων των εργοστασίων το 1969, συνέκλιναν το φοιτητικό κίνημα του 1968 και το ακόμη πιο δυνατό αυτόνομο εργατικό κίνημα. Ενώ ο Αντόρνο καλούσε την αστυνομία για να εκδιώξει τους φοιτητές που είχαν καταλάβει το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας στη Φρανκφούρτη, ο Νέγκρι –ήδη διανοούμενος αναφοράς και ένας από τους ηγέτες της νεολενινιστικής ομάδας Εργατική Εξουσία– συνέβαλε στη σφυρηλάτηση του πιο σημαντικού φοιτητικού και εργατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη. 
Αυτό το κίνημα έφτασε μέχρι τη δεκαετία του 1970, σε αντίθεση με τα γαλλικά και γερμανικά κινήματα του 1968, στην αρχή πιο έντονα, που όμως δεν κράτησαν σε βάθος χρόνου. Τώρα πια η θεωρητική και πολιτική απόκλιση μεταξύ Φρανκφούρτης και Πάντοβας ήταν σημαντική και η έντονη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, με τη γέννηση της Εργατικής Αυτονομίας, με το κίνημα των νέων και των φοιτητών το Εβδομήντα Επτά και με τις πάνω από 200 ένοπλες οργανώσεις, οδήγησε στην κήρυξη κατάσταση εξαίρεσης και, το 1979, στη σύλληψη και τον εγκλεισμό στη φυλακή του Νέγκρι και μεγάλου μέρους της ιταλικής επαναστατικής διανόησης, κατηγορούμενης για τρομοκρατία. 
Αυτή η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από αντίθετη σε σχέση με τη μετατροπή της γερμανικής Κριτικής Θεωρίας σε ένα σοσιαλδημοκρατικό διανοητικό κίνημα υπό την καθοδήγηση του Χάμπερμας, μετριοπαθούς μεταρρυθμιστή και μέχρι ανεκτικού έναντι του σχετικά πρόσφατου εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος· πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε, ότι το αμερικανικό παρακλάδι διατήρησε έναν μεγάλο ριζοσπαστισμό χάρη στο έργο του Μαρκούζε, που ενέπνευσε τα κοινωνικά κινήματα και την αντικουλτούρα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970. 
Εξ ου και το ότι η σχέση του Νέγκρι με την Κριτική Θεωρία ήταν πάντοτε πολεμικού τύπου, τόσο, κυρίως, ενάντια στον πεσιμισμό της δεύτερης (για να μην πούμε για τον καταστροφισμό της) όσο και για την υπερβατική της αντίληψη για την εξουσία και την αποφασιστική της συνέχεια με τον ορθόδοξο μαρξισμό, αποδίδοντας ιστορική σημασία στο πλαίσιο της ταξικής πάλης στην νεκρή εργασία του κεφαλαίου σε σχέση με τη ζωντανή εργασία της προλεταριακής παραγωγής, βασισμένης στην κοινωνική συνεργασία. Πρόκειται για μια ολική ανατροπή της εργατίστικης θέσης έτσι όπως τη είχε επεξεργαστεί ο Τρόντι [6]. 
Ο Νέγκρι πάντοτε παραδεχόταν ότι είχε ένα όφελος απέναντι στη Σχολή της Φρανκφούρτης και τη γερμανική μαρξιστική σκέψη του 20ου αιώνα. Ωστόσο, αυτός και οι σύντροφοί του ανέπτυξαν πολύ διαφορετικές ιδέες, για να μην πούμε αντίθετες, σε σχέση με τον φρανκφουρτισμό και την άποψή του για τη δημοκρατία, για το κράτος, τη βία, για τον χρόνο και την προτεραιότητα της εμμένειας στην ερμηνεία τους της σκέψης του Μαρξ. Αυτές οι διαφορές έρχονταν σε σύγκρουση με τις καντιανές επιρροές της Κριτικής Θεωρίας, μέσω μιας συνεχούς διαλεκτικής ανταλλαγής τα τελευταία σαράντα χρόνια, που αναμφιβόλως θα μπορούσε να συμβάλει, έστω και εμμέσως, στην ανανέωση κάποιων πλευρών της Κριτικής Θεωρίας. Όμως δεν υπήρχαν ενδείξεις για το κατά πόσο τέτοιες κριτικές λήφθηκαν υπόψη από τους φρανκφουρτιανούς της δεύτερης και τρίτης γενιάς. Κρίνοντας από τις εν γένει εχθρικές αντιδράσεις απέναντι στις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις των Χαρντ και Νέγκρι από την πλευρά του Χιρς και του Χόλογούεϊ, δύο θεωρητικών του «ανοιχτού μαρξισμού» [7], επηρεασμένων από τη Σχολή της Φρανκφούρτης αν και δεν υπήρξαν ούτε μέλη ούτε συνεργάτες της, όλα αυτά μας οδηγούν να υποθέσουμε ότι μια τέτοια εκτίμηση δεν συνέβη. 

Δύσκολες συνθέσεις 
Από την άλλη πλευρά, μια νέα γενιά κριτικών θεωρητικών, όπως ο Μπάρνχαρτ, προσπάθησε να συνθέσει αυτά που θεωρούσε σαν τις πλέον σημαντικές πλευρές των μετα-εργατιστικών εννοιών του Νέγκρι («αυτοκρατορία», «πλήθος» και «κοινό») με τις αντιμοντερνιστικές ιδέες της Κριτικής Θεωρίας, ιδιαιτέρως της πρώτης γενιάς, σε σχέση με τα ζητήματα του χρόνου του πολιτικού μετασχηματισμού.
Οι Χαρντ και Νέγκρι εκφράζουν την εκτίμησή τους για τους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, ως μέρος «μιας μακράς “αντινεωτερικής” σκέψης που αντιτίθεται στην κυριαρχία» [8], ωστόσο εκλαμβάνουν την προσοχή τους για το μονοδιάστατο της ολοκληρωτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτός τόπου σε σχέση με μια ιστορική συνθήκη που απαιτεί την επανεξέταση των παραδόξων της πολλαπλότητας και της πληθυντικότητας. Για τους Χαρντ και Νέγκρι, ο Αντόρνο και τα άλλα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης μπορούν να είναι υποδειγματικοί στοχαστές της πειθαρχικής κοινωνίας, όμως στη μετάβαση μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στην «κοινωνία του ελέγχου», η επικαιρότητα της ανάλυσής τους ξεπεράστηκε. Ο αποκλεισμός του Αντόρνο και των συντρόφων του ως πιθανές πηγές για τη θεωρητικοποίηση του παρόντος, είναι μια απόφαση ενάντια στην εγελο-μαρξιστική παράδοση και ενάντια στην έμφαση αυτής της παράδοσης στην κατηγορία της άρνησης. Οι Νέγκρι και Χαρντ αρνούνται τη χεγκελιανή παράδοση και προσπαθούν, αντιθέτως, να βρουν τον προσανατολισμό τους ξεκινώντας από τον Σπινόζα, έναν φιλόσοφο τον οποίο για την ιδέα του περί μιας εμμενούς χρονικότητας, ελεύθερης από την άρνηση. Επαγωγικά, σε σχέση με αυτό που αποκαλούν χρόνο θετικά ανοιχτό και συντακτικό του Σπινόζα, οι Χαρντ και Νέγκρι προκάλεσαν έναν έντονα παραγωγικό αναπροσανατολισμό της σκέψης τόσο γύρω από τη χρονικότητα όσο και γύρω από τη σχέση μεταξύ χρονικότητας και ποιοτικής πολιτικής αλλαγής [9]. 
Αφού πρώτα υπερασπίστηκε την επικαιρότητα της θεωρίας της άρνησης του Αντόρνο και κριτίκαρε τις ελλείψεις που υπάρχουν στις θεωρίες των Χαρντ και Νέγκρι στα βιβλία τους Αυτοκρατορία και Πλήθος, ο Μπάρνχαρτ υπογραμμίζει μερικά κοινά σημεία ανάμεσα σε αυτούς τους φιλοσόφους σχετικά με το ζήτημα της υπερβατικότητας: «Είτε ο Νέγκρι είτε ο Αντόρνο βλέπουν να υπάρχει ένας ύποπτος συντηρητισμός πίσω από τις υπερβατικές μορφές του χρόνου και την υπερβατική παρόρμηση να παρουσιάζεται η χρονικότητα σαν ένα στοιχείο της υπό πρόκληση κοινωνικής και υποκειμενικής οργάνωσης» [10]. Ωστόσο, αυτοί «προτείνουν στρατηγικές ουσιαστικά διαφορετικές προκειμένου να κριτικάρουν τα υπερβατικά εμπόδια σε όλα τα κινήματα που στοχεύουν σε ένα μέλλον ποιοτικά διαφορετικό. […] Στο Εποχή για Επανάσταση [11] […] η εργατική τάξη είναι η πηγή κάθε καινοτομίας και ολόκληρης της παραγωγικής δυναμικής. Όχι μόνο προμηθεύει την εργασία που καθοδηγεί την καπιταλιστική παραγωγή, αλλά προμηθεύει και τις οργανωτικές δομές αυτής της παραγωγής και τις μορφές συνεργασίας που υπάρχουν σε αυτή. Σύμφωνα με τον Νέγκρι, η καπιταλιστική τάξη δεν οργανώνει την παραγωγή, αλλά περιορίζεται να της επιβάλλει μια δομή προσταγής. […] Το αποτέλεσμα είναι ότι η εργατική τάξη γεννά τις δικές της μορφές χρονικότητας» [12]. Από την άλλη πλευρά, «ο Αντόρνο στα Μinima Moralia [13], υπογραμμίζει την έντονη διασύνδεση ζωντανής και νεκρής εργασίας: Τόσο μεγαλύτερη είναι η οργανική σύνθεση οποιασδήποτε μορφής του κεφαλαίου όσο μεγαλύτερη είναι η κυριαρχία των εργαλείων, των μηχανών και των άλλων τεχνικών μηχανισμών, δηλαδή πραγμάτων φτιαγμένων με τις προτεραίες προσπάθειες της ζωντανής εργασίας. […] Από την πλευρά του Νέγκρι, αυτή η διατύπωση εντάσσεται στον πεσιμισμό που δεν παρέχει στο υποκείμενο της ζωντανής εργασίας επαρκή αυτονομία […] Η αφιέρωση του Αντόρνο στην αρνητική σκέψη έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Χέγκελ και τον Μαρξ, τον οδηγεί να βλέπει τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο ως σχηματισμούς που συλλαμβάνουν ή λειαίνουν την παραγωγική ενεργητικότητα του πλήθους. Στην προσπάθειά του να βάλει στην άκρη τον Αντόρνο, ο Νέγκρι επικεντρώνεται στην παραγωγικότητα και τη χωρίς όρια δημιουργικότητα των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων. Πρόκειται για μια θετική αλλαγή, όμως αυτό που εξαφανίζεται με την κίνηση του Νέγκρι είναι, πέρα από τον Αντόρνο, η προσοχή στην ιδιαίτερη μορφή των κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους αυτές ζουν [14]. 

Η θεωρία μέσα στη στράτευση και η φιλοσοφία πάνω από τα ερείπια 
Ένα από τα πρώτα πεδία ασυμφωνίας μεταξύ του Νέγκρι και της Σχολής της Φρανκφούρτης αφορούσε το ζήτημα της μορφής-Κράτος. Ο Νέγκρι επέκρινε τις σκέψεις για την εμφάνιση ενός νεωτερικού καπιταλιστικού εθνικού κράτους, ολοένα και πιο γραφειοκρατικού και εξορθολογισμένου, ενίοτε ουδέτερου, απασχολούμενο με τη δημοκρατική του νομιμοποίηση, πολιτικά αυτόνομο και όχι αναγκαστικά υπέρ της αγοράς (υπό τον κεϋνσιανισμό). Ενάντια σε αυτή τη νομιμοποιητική θεώρηση του κράτους, ο Νέγκρι υποστήριζε ότι η προτεραιότητα του κράτου-σχέδιο παρέμενε ο έλεγχος και η πειθάρχηση του φορντιστικού «εργάτη-μάζα», με την επιβολή ενός άξονα καταστολή-ενσωμάτωση, ενώ η συνεχής τεχνική και πολιτική ανασύνθεση αυτής της τάξης θα οδηγούσε στην εξαφάνισή της και στην αντικατάστασή της από τον «κοινωνικό εργάτη», ευέλικτη φιγούρα του μετα-φορντισμού [15]. Πριν προχωρήσει στην κριτική του Χάμπερμας και του Όφφε, δύο εκ των μεγαλύτερων μορφών της δεύτερης γενιάς, ο Νέγκρι αναγνωρίζει τη σημαντική συμβολή της Σχολής της Φρανκφούρτη στην προώθηση ενός «δομικού ορισμού του κράτους». Ενώ ο Όφφε είναι πιο κριτικός από τον Χάμπερμας σε σχέση με τον γραφειοκρατικό, ολοκληρωτικό, ορθολογικο-εργαλειακό χαρακτήρα του νεωτερικού κράτους, συμμερίζεται την έμφαση του δεύτερου στην πολιτική αυτονομία του κράτους και στη σημασία της δραστηριότητάς του για μια αυτονομιμοποίηση μέσω του δημοκρατικού διαλόγου· είναι η βάση της θεωρίας της επικοινωνιακής δράσης [16] και της κατάφασης, είτε ενάντια στον Αντόρνο είτε ενάντια στον Νέγκρι, του γεγονότος ότι δεν χάθηκαν όλα με τη νεωτερικότητα [17]. Ο Νέγκρι, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η κύρια λειτουργία του κράτους δεν είναι αυτή του να δρα σαν μια σχετικά ουδέτερη σφαίρα εξουσίας για τη μεσολάβηση και τον συντονισμό των διαφορετικών τάσεων και συμφερόντων στο εσωτερικό του κεφαλαίου, αλλά ως ένα «κράτος-σχέδιο», επιφορτισμένο με το καθήκον της συνεχούς τεχνικής και πολιτικής ανασύνθεσης της εργατικής τάξης, με τρόπο ώστε το κεφάλαιο να μπορεί να ελέγχει την ανησυχητική υποκειμενικότητα και να τη χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του. 
Ο Νέγκρι ανέλυσε στη συνέχεια το πέρασμα από το κεϋνσιανό-φορντιστικό «κράτος-σχέδιο» στο νεοφιλελεύθερο/μεταφορντιστικό «κράτος-κρίση», που διαχειρίζεται τον γνωσιακό και επισφαλή «κοινωνικό εργάτη» μέσω της χειραγώγησης της διαρκούς οικονομικής κρίσης, πριν περάσει στη μετα-εθνική μορφή της «αυτοκρατορίας», δηλαδή έναν οικουμενικό κυρίαρχο απεδαφικοποιημένο, που προσπαθεί να ελέγξει το «πλήθος» (όχι πλέον την εργατική τάξη ή το προλεταριάτο, πολύ λιγότερο τον λαό) μέσω φουκωϊκών στρατηγικών «βιοπολιτικής» διακυβέρνησης, κυρίως μέσω του πολέμου σε όλες του τις μορφές. 
Συμπερασματικά, ο Νέγκρι θεωρεί τη Σχολή της Φρανκφούρτης ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αναφοράς για την ανάπτυξη της γενικής του θεωρίας, λόγω της κοινής τους καταγωγής από τον συμβουλιακό κομμουνισμό και τον ετερόδοξο μαρξισμό: 
«Ο Μαρξ Χορκχάιμερ και ο Τέοντορ Αντόρνο, μαζί με άλλους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης […] αποτέλεσαν μια στροφή στην ιστορία του μαρξισμού. Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ θεματικοποίησαν τη διάλυση της εννοιολογικής διαφοράς ανάμεσα σε δομή και υπερδομή, ανέλυσαν τη λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών άσκησης της εξουσίας […] έδειξαν το πώς πραγματοποιήθηκε η πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας υπό την προσταγή του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν μια «φαινομενολογοποίηση» της κριτικής, δηλαδή μια μετατόπιση του τρόπου κατανόησης της σχέσης ανάμεσα στην κριτική και τα αντικείμενά της ως ένας υλικός μηχανισμός εσωτερικός στη συλλογική διάσταση των σωμάτων –ένα πέρασμα, με άλλα λόγια, από το υπερβατικό επίπεδο σε αυτό της εμμένειας. Αυτές οι καινοτομίες είναι ενδεικτικές μιας προοπτικής μάλλον ξένης ως προς τον μαρξισμό: της οπτικής γωνίας των σωμάτων. Η συμβολή αυτής της στροφής στον Αλτουσέρ και στη Σχολή της Φρανκφούρτης είναι ωστόσο μερική, εφόσον είμαστε πεισμένοι ότι η ουσία αυτού του περάσματος, που είναι σημαντικό σε αυτούς τους συγγραφείς μόνο σε ένα ενστικτώδες επίπεδο, συνέβη στο εσωτερικό μιας θεωρητικής κληρονομιάς επεξεργασμένης από τη στράτευση και τον πολιτικό ακτιβισμό» [18]. 
Μια άλλη κεντρική αναφορά υπήρξε για τον Νέγκρι ο μεταδομισμός των Φουκώ, Ντελέζ και Γκουαταρί, όπου βρίσκουμε επίσης μια κάποια συγγένεια με την άρνηση της νεωτερικότητας εκ μέρους του Αντόρνο Ωστόσο, η αυτονομία ως θεωρητικό κίνημα έδινε πάντοτε προτεραιότητα στην έμπρακτη πολιτική, με τον ίδιο τον Νέγκρι να υφίσταται τις συνέπειες της επαναστατικής του στράτευσης με τη φυλάκιση και την εξορία, ενώ η Κριτική Θεωρία, σχεδόν μόνη απ’ όλες τις μαρξιστικές τάσεις, πετώντας όπως ο Angelus Novus του Μπένγιαμιν [19] και με το βλέμμα στραμμένο στα ερείπια της ιστορίας, παρέμεινε στο περιθώριο της άμεσης πολιτικής δραστηριοποίησης. Σαφώς, αυτή η έμφαση στη θεωρία αντί στην πρακτική, δεν βλάπτει απαραιτήτως την εγκυρότητα των προσεγγίσεων της Σχολής της Φρανκφούρτης, τουλάχιστον με φιλοσοφικούς όρους, όμως δεν συμφιλιώνεται εύκολα με τη άρνηση της καθαρής φιλοσοφίας που πρότεινε ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φώϋερμπαχ και στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, ούτε με την προσέγγιση για την προώθηση της ταξικής πάλης μέσω της πράξης, κάτι που δεν δίστασε να επισημάνει ένας επικριτής της Κριτικής Θεωρίας όπως ο Λούκατς. 

Σημειώσεις 

[1] S. Gandler, Fragmentos de Frankfurt: Ensayos sobre la Teoría crítica, Siglo XXI, Ciudad de México 2009. 
[2] P. Romano, The American Worker, Facing Reality Publishing Company, Detroit 1946. 
[3] K. Marx, Η εργατική έρευνα. 
[4] H. Cleaver, Reading Capital Politically, University of Texas Press, Austin 1979. 
[5] H. Marcuse, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, εκδόσεις Παπαζήση. 
[6] M. Tronti, Operai e capitale, Einaudi, Torino 1966 [DeriveApprodi, Roma 2006]. 
[7] J. Holloway – W. Bonefeld – R. Gunn – K. Psychopedis, επιμ., «Open Marxism», τομ. ΙΙΙ: Emancipating Marx, Pluto Books, London 1995. 
[8] M. Hardt – A. Negri, Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta. 
[9] B. Barnhart, Between immanence and transcendence: theorizing the time of transformative politics, in A.J. Drake, επιμ., New Essays on the Frankfurt School of Critical Theory, Cambridge Scholars Publishing, Newcastle 2009, σ. 2. 
[10] ΄Όπ.π.,σp. 5. 
[11] A. Negri, Time for Revolution, Continuum, New York 2003. 
[12] Barnhart, Between immanence and transcendence, σ.5. 
[13] T. Adorno, Minima Moralia, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
[14] Barnhart, Between immanence and transcendence, σ 9. 
[15] A. Negri, La forma Stato. Per la critica dell’economia politica della Costituzione, Feltrinelli, Milano 1977. 
[16] J. Habermas, Θεωρία της επικοινωνιακής δράσης. 
[17] J. Harbermas, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια. 
[18] M. Hardt – A. Negri, Comune. Oltre il privato e il pubblico, ιταλ.μτφ. Rizzoli, Milano 2010, pp. 35-36; T. Adorno – M. Horkheimer, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού, εκδόσεις Ύψιλον. 
[19] W. Benjamin, Angelus Novus 1962.

Μουσολίνι: η ψυχολογία ενός δικτάτορα - Camillo Berneri


Η ανά χείρας έκδοση περιλαμβάνει δύο μελέτες του Καμίλο Μπερνέρι, τελευταίου εκπρόσωπου της κλασικής ιταλικής αναρχικής σκέψης και δολοφονηθέντος από τους σταλινικούς τον Μάη του 1937 στη Βαρκελώνη, που η μεν πρώτη τιτλοφορούνταν πρωτοτύπως Μουσολίνι. Μεγάλος ηθοποιός, η δε δεύτερη Φασισμός. Η αυτοπρο- σωπογραφία ενός έθνους. Το πρώτο κείμενο είναι μια αυτοτελής μελέτη, ενώ το δεύτερο είναι μια συλλογή άρθρων σε βάθος μιας δεκαετίας. Αμφότερα προβαίνουν σε μια πρωτότυπη, ψυχολογικού τύπου, ανάλυση τόσο του «φαινομένου» Μουσολίνι όσο και του ίδιου του ιταλικού φασισμού (κυρίως όσον αφορά τις καταβολές του). Όσον αφορά την επικαιρότητά του, αρκεί κανείς να δει κάποιους από τους σημερινούς ηγέτες του σύγχρονου κόσμου (Τραμπ, Μπολσονάρο, Όρμπαν, Σαλβίνι, κ.α.), αλλά και τις «αγιογραφίες» τους που επιμελώς εκπονούν τα κυρίαρχα ΜΜΕ, για να αντιληφθεί ότι κάποια δεδομένα παραμένουν σταθερά στον σύγχρονο κόσμο. Συνεχής επαγρύπνηση λοιπόν, αλλά και ετοιμότητα πράξης, απέναντι σε έναν φασισμό που δεν θέλει να επιβληθεί καταργώντας την αστική δημοκρατία, αλλά να εμπεδώσει, μέσω αυτής, τον ολοκληρωτισμό του.