Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ηθική, πολιτική και κωμωδία - Giorgio Agamben


Χρειάζεται να σκεφτούμε για το ιδιαίτερο γεγονός πως τα δύο αξιώματα που προσπάθησαν να ορίσουν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια το ηθικό και πολιτικό καθεστώς του ανθρώπου στη μοντερνικότητα, προέρχονται από την κωμωδία. Το Homo homini lupus [ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος] –μεντεσές της δυτικής πολιτικής– υπάρχει στον Πλαύτο (Asinaria, στ. 495, όπου, αστειευόμενος, μας προειδοποιεί να προσέχουμε εκείνον που δεν ξέρει ποιος είναι ο άλλος άνθρωπος), ενώ το homo sum, umani nihil a me alienum purto [είμαι άνθρωπος και τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο], ίσως η πιο χαρούμενη διατύπωση του θεμελίου κάθε ηθικής, βρίσκεται στον Τερέντιο (Heautontim, στ. 77). Δεν προκαλεί μικρότερη έκπληξη το γεγονός ότι ο ορισμός της αρχής του δικαίου «στον καθένα ότι δικαιούται» (suum cuique tribuere), θεωρούνταν από τους αρχαίους ως ο πλέον κατάλληλος ορισμός αυτού που διακυβεύεται στην κωμωδία, κάτι το οποίο ο Τερέντιος το υποστηρίζει ανεπιφύλακτα, δηλαδή πως κωμικό είναι κατ’ εξοχήν  το να assignare unicuique personae quod proprium est (αποδίδεις στον καθένα αυτό που του αρμόζει). Αν αποδίδουμε στον κάθε άνθρωπο τον χαρακτήρα που τον ορίζει, αυτός γίνεται γελοίος. Ή, γενικότερα, κάθε προσπάθεια ορισμού του ανθρώπινου, καταλήγει αναγκαστικά σε κωμωδία. Είναι αυτό που συμβαίνει με τη γελοιογραφία, στην οποία η προσπάθεια σύλληψης με κάθε κόστος της ανθρωπινότητας του κάθε ατόμου μεταμορφώνεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σε κοροϊδία, μας κάνει, ακριβώς, να γελάμε. Ο Πλάτωνας κάτι τέτοιο πρέπει να είχε στον νου του όταν πήρε ως πρότυπα των προσώπων στους διαλόγους του τους σαφώς κωμικούς μίμους  που υπάρχουν στα έργα του Σώφρονος και του Επίχαρμου. «Γνώθι σ’ αυτόν» είναι η αντιθετική αρχή σε κάθε τραγική αλαζονεία και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα παιχνίδι και σε ένα αστείο, αν κι αυτά μπορούν να είναι, και είναι, κάτι το απολύτως σοβαρό. Το ανθρώπινο, πράγματι, δεν είναι μια ουσία της οποίας μπορούμε να βάλουμε άπαξ δια παντός τα όρια –είναι, κυρίως, μια διαδικασία πάντοτε εν εξελίξει, στην οποία ο άνθρωπος δεν παύει να είναι μη άνθρωπος και ζώο, και, ταυτοχρόνως, να γίνεται άνθρωπος και να μιλά. Γι’ αυτό, ενώ η τραγωδία εκφράζει αυτό που δεν είναι ανθρώπινο και, στο σημείο στο οποίο ο ήρωας συνειδητοποιεί απότομα και πικρά τη μη ανθρωπινότητά του, οδηγείται στην αλαλία, η persona, δηλαδή η κωμική μάσκα, δίνει στο γέλιο τη μοναδική δυνατότητα να εκφέρει αυτό που δεν είναι πια και, ωστόσο, παραμένει ανθρώπινο. Και ενάντια στην ακατάπαυστη, μισητή προσπάθεια της Δύσης να αναθέσει στην τραγωδία τον ορισμό της ηθικής και της πολιτικής, χρειάζεται κάθε φορά να θυμόμαστε ότι η διαμονή του ανθρώπου στη γη είναι μια κωμωδία –ίσως όχι θεϊκή, αλλά που προδίδει, μέσω του γέλιου, τη μυστική, ευπειθή αλληλεγγύη της με την ιδέα της ευτυχίας.

11 Μάρτη 2024

 

Αλιευθέν από τη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Luigi Russolo, Ιταλού φουτουριστή που δεν συντάχθηκε με τον φασισμό, όπως έκαναν, δυστυχώς, άλλοι ομότεχνοί του.


Ενώ - Giorgio Agamben


Για να απελευθερώσουμε τη σκέψη μας από τις παγίδες που την εμποδίζουν να πετάξει, είναι καλό, πάνω απ’ όλα, να τη συνηθίσουμε να μην σκέφτεται πια με ουσιαστικά (τα οποία, όπως το ίδιο το όνομά τους απερίφραστα προδίδει, εγκλωβίζονται σε εκείνη την «ουσία», που η προαιώνια παράδοση πίστεψε ότι μπορεί να συλλάβει το είναι της), αλλά, μάλλον (όπως πρότεινε κάποτε να κάνουμε ο Γουίλιαμ Τζέιμς ), με προθέσεις και επιρρήματα. Ότι η σκέψη, το ίδιο το μυαλό [mente] έχει, μπορούμε να πούμε, έναν μη ουσιαστικό αλλά επιρρηματικό χαρακτήρα, μας θυμίζει το ιδιαίτερο γεγονός ότι στη γλώσσα μας [την ιταλική, σ.τ.μ.], για να φτιάξουμε ένα επίρρημα, αρκεί να προσθέσουμε σε ένα επίθετο τη συλλαβή «mente»: amorosamente, crudelmente, meravigliosamente [ερωτικώς, αγρίως, υπέροχα]. Το όνομα –το ουσιαστικό– είναι ποσοτικό και επιβλητικό, το ρήμα είναι ποιοτικό και ανάλαφρο: κι αν βρεθούμε σε δυσκολία, νιώσουμε άβολα, δεν θα πρόκειται σίγουρα για ένα «τι πράγμα», αλλά για ένα «πώς», για ένα επίρρημα και όχι για ένα ουσιαστικό. Το «τι να κάνουμε;» παραλύει και εγκλωβίζει, μόνο το «πώς το κάνουμε;» ανοίγει μια οδό διαφυγής.

Έτσι, για να συλλογιστούμε τον χρόνο, κάτι που ανέκαθεν βασάνιζε το μυαλό των φιλοσόφων, τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το να εμπιστευτούμε –όπως κάνουν οι ποιητές– τα επιρρήματα: «πάντοτε», «ποτέ», «ήδη», «αμέσως», «ακόμη» και, ίσως το πιο μυστηριώδες από όλα, «ενώ». Το «ενώ» (από το λατινικό dum interim) δεν αναφέρεται σε ένα χρονικό σημείο [tempo], αλλά σε κάτι που υπάρχει «ανάμεσα σε κάποια χρονικά σημεία» [frattempo], δηλαδή στην παράξενη ταυτοχρονία δύο πράξεων ή δύο χρονικών σημείων. Το ισοδύναμό του στις ρηματικές εκφράσεις είναι το γερούνδιο, το οποίο δεν είναι, ακριβώς, ούτε ρήμα ούτε όνομα, αλλά υποθέτει ένα ρήμα ή ένα όνομα, τα οποία συνοδεύει: «αλλά πηγαίνει και καθώς πηγαίνει ακούει» λέει ο Βιργίλιος στον Δάντη, ενώ όλοι θυμόμαστε το Romagna του Πάσκολι, «η χώρα όπου, πηγαίνοντας, μας συνοδεύει/η γαλάζια εικόνα του Σαν Μαρίνο». Ας αναλογιστούμε αυτή την ιδιαίτερη στιγμή, την οποία μπορούμε να σκεφτούμε μόνο μέσω ενός επιρρήματος και ενός γερούνδιου: δεν πρόκειται για ένα μετρήσιμο διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία, και μάλιστα δεν πρόκειται καν για ακριβώς ένα χρονικό σημείο, αλλά σχεδόν για έναν άυλο τόπο στον οποίο κατά κάποιο τρόπο διαμένουμε, σε ένα είδος παραιτημένης και παρεμπίπτουσας διαχρονικότητας. Η πραγματική σκέψη δεν είναι εκείνη που συνάγει και συμπεραίνει σύμφωνα με ένα πριν και ένα μετά: όχι «σκέφτομαι άρα υπάρχω», αλλά, πιο νηφάλια, «ενώ σκέφτομαι, υπάρχω». Και ο χρόνος στον οποίο ζούμε δεν είναι η αφηρημένη και αγχώδης φυγή από άπιαστες στιγμές: είναι αυτό το απλό, ακίνητο «ενώ», στο οποίο πάντοτε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, βρισκόμαστε –η δική μας μικρή αιωνιότητα, που κανένα καταβεβλημένο ρολόι δεν μπορεί ποτέ να μετρήσει.

14 Μάρτη 2024

 

Αλιευθέν από τη στήλη του συγγραφέα στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Gianfranco Baruchello.


Η δαμόκλειος σπάθη - Giorgio Agamben


Είναι καλό να μην ξεχνάμε τον θρύλο του Δαμοκλή, που αφηγείται ο Κικέρων στις Τουσκουλανές Διατριβές. Μια μέρα, ο Δαμοκλής, ένας αυλικός του Διονυσίου, τυράννου των Συρακουσών, τον εξυμνούσε «για τα πλούτη του, το μεγαλείο της δύναμής του, τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού του». «Δαμοκλή», του απάντησε ο τύραννος, «αφού σου αρέσει αυτή η ζωή, θα ήθελα να σου δώσω μια γεύση της, απολαμβάνοντας κι εσύ τις χαρές μου». Τον έβαλε να καθίσει σε έναν καναπέ φορώντας μια καλοκεντημένη εσάρπα, τοποθέτησε μπροστά του κάμποσα πολύτιμα σκεύη και έβαλε στην υπηρεσία του νέους ασυνήθιστης ομορφιάς, έτοιμους να εκπληρώσουν κάθε του επιθυμία. Ο Δαμοκλής ένιωθε ευτυχισμένος, έως του αντιλήφθηκε ότι από την οροφή κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του ένα αιχμηρό σπαθί, το οποίο συγκρατούσαν απλώς τρίχες αλόγου. Αμέσως ο απρόσεκτος εγκωμιαστής απαρνήθηκε τα πλούτη και την εξουσία, και παρακάλεσε τον Διονύσιο να τον αφήσει να φύγει, γιατί δεν ήθελε πια να είναι πλούσιος με αυτόν τον τρόπο.

Σήμερα βλέπουμε ότι το σπαθί πάνω από τα κεφάλια των τυράννων είναι έτοιμο να πέσει, οι τρίχες που το συγκρατούν πάνω από το κεφάλι του Ζελένσκι έχουν τώρα πια ξεφτίσει και φθαρεί,  και ίσως αύριο και εκείνα τα σπαθιά που επικρέμονται πάνω από τα κεφάλια των συνενόχων ή των εχθρών του, μπορεί να πέσουν. Όμως για μας δεν είναι αυτό το μάθημα που πρέπει να πάρουμε από εκείνον τον θρύλο. Δεν αρκεί να απέχουμε από τους επαίνους που όλοι επιφυλάσσουν στους τυράννους, χρειάζεται επίσης να θυμόμαστε ότι έγκειται σε μας, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, αν όχι να τους κόψουμε το κεφάλι, τουλάχιστον να φθείρουμε και να διαβρώσουμε τις τρίχες που ακόμη κρατούν το σπαθί το οποίο κρέμεται από πάνω του. Το νήμα με το οποίο είναι πιασμένο το σπαθί –δεν πρέπει να κουραστούμε να του το δείχνουμε, αν και ο πρώτος που το ξέρει είναι ο ίδιος ο τύραννος– είναι λεπτό και μόνο η συναίνεση και ο φόβος των πολλών το εμποδίζει να κοπεί.

21 Φλεβάρη 2024

         

Αλιευθέν από τη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet


Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Η δύση της Δύσης; - Giorgio Agamben



Στα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί σε αυτή τη στήλη, μπαίνει συχνά το ζήτημα του τέλους της Δύσης. Σε σχέση με αυτό, καλό είναι να μην υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Δεν πρόκειται για την καρτερική –μολονότι διαυγή και πικρή– ενατένιση μιας δύσης που ο Σπένγκλερ και οι άλλοι ψευδοπροφήτες είχαν αναγγείλει εδώ και πολύ καιρό. Εκείνους δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά εκείνη η δύση, της οποίας ήταν, κατά βάθος, συνένοχοι και μέχρι που την ευχαριστιούνταν, αφού στα σακίδια και στα χρηματοκιβώτια του πνεύματός τους δεν είχε απομείνει ακριβώς τίποτα, οπότε αυτή ήταν, μπορούμε να πούμε, ο μοναδικός τους πλούτος, τον οποίο δεν ήθελαν, με οποιοδήποτε τίμημα, να αποχωριστούν. Γι’ αυτό ο Σπένγκλερ μπόρεσε να γράψει το 1917 ότι «η μοναδική επιθυμία που έχω είναι αυτό το βιβλίο να μπορέσει να σταθεί δίπλα, χωρίς να είναι εντελώς ανάξιο, των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Γερμανίας».

Για μας, αντιθέτως, ο θάνατος της Δύσης είναι η ευτυχής ουτοπία, κάτι όπως η μετακινούμενη άμμος της ερήμου, της οποίας την ελπίδα τη χρειαζόμαστε όχι για να βρούμε εκεί κάποια τροφή, αλλά για να σταθούμε πάνω της, προσμένοντας να τη ρίξουμε, με την πρώτη ευκαιρία, στα μάτια των εχθρών μας. Ο θάνατος της Δύσης δεν μας στερεί, ακριβώς, τίποτα ζωντανό και ουσιαστικό, συνεπώς η νοσταλγία είναι έξω από κάθε συζήτηση. Και η ελπίδα μας ενδιαφέρει μόνο ως ο δρόμος που μας πάει σε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζουμε, αφού το έχουμε ανέκαθεν και δεν είμαστε διατεθειμένοι να το απαρνηθούμε. Αυτή είναι η κάθετη ακτίνα φωτός, που έρχεται από τον ομοιόμορφο, ζοφερό ορίζοντα της Δύσης. Εδώ πεθαίνει μόνο όποιος είναι ήδη νεκρός, ζει μόνο όποιος είναι ήδη ζωντανός.

 

19 Φλεβάρη 2024

Αλιευθέν από τη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet