Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

Υπακοή, ανυπακοή - Fransesco Codello


«Μεταφέρω αναμμένο στο πνεύμα μου το όμορφο φως ενός φλογερού ενθουσιασμού. Αγαπάω την ελευθερία περισσότερο από τη ζωή και δεν γεννήθηκα για να σκύβω το κεφάλι»

Ismael Cerna, Αποκαλύψεις, 2006

 

Το λεξικό ορίζει την υπακοή ως την υποταγή στη βούληση κάποιου άλλου όπως και στην εκτέλεση των διαταγών του, δηλαδή στο να αφηνόμαστε να μας κυβερνούν.

«Για μας, το να υπακούμε σημαίνει ότι σταματάμε να ζούμε ακριβώς εκείνη τη στιγμή που υποτασσόμαστε σε μια εξωτερική βούληση· ότι σταματάμε παντελώς να είμαστε ο εαυτός μας· ότι όσο εμείς περιοριζόμαστε τόσο αυξάνει αναλογικά η δύναμη εκείνου που διατάζει. Ότι εκμηδενιζόμαστε, ότι μας απορροφά μια ξένη προσωπικότητα, ότι μετατρεπόμαστε σε μια απλή μηχανική δύναμη, σε αντικείμενο, σε κάτι παθητικό στην υπηρεσία ενός κυρίαρχου.

Charles Alexandre, Obéir, λήμμα στην Αναρχική Εγκυκλοπαίδεια, 1934

 

Ολόκληρη η σημερινή κοινωνική οργάνωση έχει θεμελιωθεί στην υπακοή και ο καθένας από εμάς καλείται διαρκώς, καθώς κυλάει η ζωή του, να υπακούσει σε κάποιον. Ουσιαστικά υπακούμε για δύο λόγους: επειδή μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι τέτοιο μια εξωτερική εξουσία, η οποία επιβάλλεται είτε μέσω της βίας είτε μέσω της χειραγώγησης· επειδή πιστεύουμε ότι είναι αναπόφευκτο (ηθικά) να το κάνουμε, εν συντομία γιατί πιστεύουμε ότι είναι σωστό να υπακούμε. Ακόμη και μπροστά στα πιο άγρια και ανείπωτα εγκλήματα, μπορεί να βρεθεί κάποιος που θα πει: απλώς υπάκουσα στις διαταγές που μου έδωσαν. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί ένα άτομο, είτε λόγω παράλειψης είτε λόγω αμέλειας, είτε λόγω φόβου είτε λόγω πίστης, ή, ακόμη, λόγω μιας συμπεριφοράς ελεγχόμενης και στερούμενης φαντασίας, επέλεξε το μερίδιο του στην άσκηση εξουσίας πάνω σε ένα άλλο άτομο.

Αυτή η αποφυγή των ευθυνών μας έχει προκαλέσει, στο διάβα της ιστορίας, τις πλέον δραματικές τερατωδίες. Όπως έχει καλά τεκμηριώσει ο ψυχαναλυτής Βίλχελμ Ράιχ: «όλοι οι δικτάτορες ανεξαιρέτως έχουν οικοδομήσει την εξουσία τους πάνω στην κοινωνική ανευθυνότητα των ανθρώπινων μαζών» (Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, 1933). Για τους αναρχικούς, συνεπώς, η υπακοή δεν είναι μια αρετή, αφού το να υπακούς σημαίνει ακριβώς ότι παραιτείσαι της αυτονομίας και της ευθυνών σου. Μέσω της εκπαιδευτικής πρακτικής της υπακοής, ήδη από την πιο τρυφερή ηλικία, μαθαίνουμε να απαρνούμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό προς χάριν κάποιου άλλου. Η υπακοή είναι η σταθερή τροπικότητα μέσω της οποίας υποκείμεθα σε μια εξουσία εξωτερική ως προς εμάς. Έτσι η ανυπακοή σημαίνει ότι διεκδικούμε μέχρι τέλους το ατομικό μας δικαίωμα να επιλέγουμε και να αποφασίζουμε αυτόνομα. Κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε στη βούληση κάποιου άλλου μια δίκαιη αιτία ή μια ορθή υπόδειξη, αλλά σημαίνει, προπάντων, ότι ποτέ δεν εκτελούμε παθητικά μια διαταγή και ότι υιοθετούμε πάντοτε υπεύθυνα μια συμπεριφορά. Μικρή σημασία έχει αν υπακούμε σε έναν θεό, σε μια παράδοση, σε μια συνήθεια, σε μια τυραννική ή πειστική εξουσία: αυτό που μετράει είναι η διεκδίκηση μέχρι τέλους του δικού μας αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος στην ανυπακοή.

Σαφώς ο πιο δύσκολος αγώνας είναι αυτός που θα μας οδηγήσει στο να μάθουμε να μην υποκείμεθα σε εξαρτήσεις που έχουν εισαχθεί δολίως στη συνείδησή μας, όταν δηλαδή η υιοθέτησή τους δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ενός συνόλου συστηματικών και σε βάθος εξαρτήσεων, που έχουν επιβληθεί στο όνομα μιας υποτίθεται οικουμενικής αλήθειας. Ολόκληρη η ψυχαναλυτική έρευνα έχει αποδείξει μέσω ποιών μηχανισμών και ποιων τελετουργικών έχει ενσταλαχτεί στον καθένα από εμάς ένα καθήκον που δεν είναι κάτι άλλο πέρα από ένα σύνολο κανόνων και ρυθμίσεων μέσω των οποίων διαιωνίζεται η κυριαρχία ανθρώπου στον άνθρωπο. Σε αυτή την κοινωνία, την τώρα πια εκκοσμικευμένη, οι θεότητες είναι καταναλωτικά φαντάσματα που έχουν αντικαταστήσει τις πιο παραδοσιακές μορφές λαϊκής και θρησκευτικής εξουσίας, φαντάσματα ικανά να διεισδύον στο μυαλό και τις καρδιές μας με τροπικότητες ολοένα πιο αποτελεσματικές και ισχυρές, και συχνά καθ’ όλα ασύνειδες. Όπως έχουν καλώς κατανοήσει πολλοί αναρχικοί στοχαστές και όπως έχουν περιγράψει αποτελεσματικά πρώτα ο Ράιχ και μετά ο Μισέλ Φουκώ (1926-1984), είναι το ίδιο το συλλογικό φαντασιακό που έχει αποικιοποιηθεί μέσω ενός σοφού και επίμονου εγκλιματισμού, κάτι το οποίο έχει οδηγήσει στην εσωτερίκευση, από τον καθένα μας, της διδαχής της υπακοής, σε βαθμό που όλοι πιστεύουμε ότι το να υπακούμε σημαίνει απλώς να υπακούμε στον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν έτσι τα πράγματα και η ανυπακοή όχι μόνο είναι μόνο αναγκαία αλλά συνιστά και την πρώτη και αναπόφευκτη πράξη εξέγερσης για όποιον επιθυμεί  και προτίθεται να σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό.

 

Από το βιβλίο Né obbedire né comandare, lessico libertario, εκδόσεις Elèuthera, Μιλάνο 2009