Σάββατο 6 Μαΐου 2023

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Toni Negri – Marco Assennato




1. Στο διάγγελμα του στο γαλλικό έθνος στις 17 Απρίλη, ο πρόεδρος Μακρόν υπολόγισε ότι χρειάζεται ένα τρίμηνο για να βγει από το impasse [αδιέξοδο] στο οποίο βρέθηκε η κυβέρνησή του μετά την εξαναγκαστική ψήφιση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Τρία «εργοτάξια» αναγγέλθηκαν μέχρι το τέλος της πενταετίας του: εργασία, ασφάλεια, δημόσιες υπηρεσίες. Μετά τις συντάξεις στρέφεται στην εργασία, δηλαδή στο σχολείο –που θα υποκλιθεί οριστικά στις απαιτήσεις της αγοράς (εντυπωσιακή είναι, από αυτή την άποψη, η επιστροφή στο προσκήνιο της επαγγελματικής εκπαίδευσης για δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης)–  και στην υγεία, της οποίας η «μεταρρύθμιση» θα είναι η προσθήκη κάποιων θέσεων στις Πρώτες Βοήθειες. Τα πάντα κινούνται, προφανώς, εντός ενός πλαισίου τώρα πια άκρως αυταρχικού: «Ανανέωση της ρεπουμπλικανικής τάξης» λέει ο Μακρόν, γιατί «δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς νόμο!». Ο Πρόεδρος, προκειμένου να πετύχει κάτι τέτοιο, ασχολείται επισταμένως με την πρόσληψη «πάνω από 10.000 δικαστικών και αστυνομικών, όπως και τη δημιουργία νέων ταξιαρχιών της χωροφυλακής στην ύπαιθρο μας», ενώ, προφανώς, κινείται για «την ενίσχυση του ελέγχου της παράνομης μετανάστευσης». Οι λόγοι της γενικευμένης πολιτικής σύγκρουσης σε σχέση με την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης μοιάζουν, συνεπώς, να επιβεβαιώνονται πλήρως: η επιμονή στο θέμα των συντάξεων παραπέμπει, προφανώς, σε έναν ευρύτερο ορίζοντα. Χρησιμεύει, δηλαδή, σαν εκσκαφέας στην επίθεση του συστήματος στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, προκαλώντας ανοιχτά τα συνδικάτα και τη συγκρουσιακή τους ισχύ. Όχι τυχαία το διάγγελμα του προέδρου ακολούθησε αμέσως η έκρηξη των casserolades, αλλά και των άγριων διαδηλώσεων και συγκρούσεων με τις δυνάμεις της τάξεως σε μεγάλο μέρος των μητροπολιτικών περιοχών: από το Παρίσι στη Νάντη, στη Λυών, στο Μπορντώ, στην Ανζέρ, στην Γκρενόμπλ, στη Καέν, στο Σαιντ Ετιέν, στο Στρασβούργο, μέσα στη γαλλική νύχτα άναψαν χιλιάδες φωτιές που σηματοδότησαν την εξάντληση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής πρότασης. Άνοιξε έτσι ένα πολιτικό βάραθρο, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο να μην υπάρχει πλέον καθόλου χώρος σε όποιον, μετά τον Μακρόν, θα θελήσει να περιορίσει το πεδίο κίνησης της άκρας δεξιάς στις επόμενες εκλογές, μέσω της πρόταξης του νιοστού κεντρώου σχεδίου. Είναι πια στην ημερησία διάταξη η σκέψη πως παγιώνεται ένα αντιδραστικό-αυταρχικό, αν όχι σαφώς νεοφασιστικό,  προφίλ σε μια από τις ηγέτιδες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Όμως, τώρα πια, μας φαίνεται πως μπορούμε να πούμε ότι το σούρουπο της προεδρίας Μακρόν αλλά και της νεοφιλελεύθερης πρότασης, δεν είναι μονάχα πολιτικό αλλά έχει και μια θεσμική διάσταση. Αυτό που διακυβεύεται άμεσα είναι η δημοκρατική δομή της χώρας. Ο εξορθολογισμένος κοινοβουλευτισμός του Συντάγματος του 1958, όπως είναι γνωστό, προβλέπει ένα σύνολο μηχανισμών επείγουσας ανάγκης προκειμένου να αμβλύνεται η δύναμη των νομοθετικών σωμάτων σε σχέση με τις αναγκαιότητες της διακυβέρνησης. Αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις και με έναν ολοένα και πλέον κοινότοπο τρόπο στις τελευταίες νομοθετήσεις. Ωστόσο, η προεδρία Μακρόν, καταφεύγοντας επανειλημμένως στα άρθρα 47.1 (που περιορίζει τον χρόνο της κοινοβουλευτικής συζήτησης), 44.1 (που επιτρέπει στη Γερουσία να μπλοκάρει την ψήφιση ενός νόμου) και 49.3 (που επιτρέπει τη θέσπιση ενός νόμου χωρίς την ψήφο της Εθνοσυνέλευσης), έφτασε σε μια οριακή κατάσταση. Σύμφωνα με τον Πιέρ Ροζανβαλόν πρόκειται για «την πιο σοβαρή δημοκρατική κρίση που γνώρισε ποτέ η Γαλλία μετά το τέλος της αλγερινής σύγκρουσης». Από τη μια πλευρά η αλαζονεία της προεδρικής εξουσίας, όπως και η απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου να επικυρώσει την υιοθέτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, παρά την ύπαρξη πολυάριθμων τεχνικών επιχειρημάτων υπέρ της υιοθέτησης άλλων θέσεων, συνιστούν ένα άκρως επικίνδυνο προηγούμενο για τις μελλοντικές κυβερνητικές συνενώσεις. Από την άλλη, μπορούμε να αναγνώσουμε όλα αυτά ως χαρακτηριστικά μιας τεχνοκρατικής εξουσίας που σαφώς επιβάλλεται, αλλά δεν καταφέρνει πλέον να εγκιβωτίζει τις κοινωνικές διεργασίες. Με άλλα λόγια, νομίζουμε ότι είναι το θεσμικό σύστημα της 5ης Δημοκρατίας στο σύνολό του –και, δηλαδή η δυνατότητα καθετοποίησης μιας απόφασης προκειμένου να εξισορροπείται η δομική αστάθεια της πολιτικής δυναμικής–  που περνάει κρίση. Εξ ου η ρήξη, ο διαχωρισμός, μεταξύ ενός πολιτικού ολοένα και πιο αυτοαναφορικού και μορφών μαζικής εξέγερσης ολοένα πιο διάχυτων και τριχοειδών.

3. Έχει σαφώς δίκιο ο Ετιέν Μπαλιμπάρ όταν παρατηρεί ότι θα ήταν μυωπικό το να λέγαμε ότι τώρα πια η πολιτική εξουσία κρατιέται στη θέση της μόνο χάρη «στο νήμα που τη συνδέει με την αστυνομία», αλλά και όταν μας καλεί να μην υποτιμούμε τη δύναμη μιας άκρας δεξιάς ολοένα και πιο αποδεκτής στα κυβερνητικά κυκλώματα. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι, στο γαλλικό πλαίσιο, η ακραία χρήση της αστυνομίας είναι σήμερα το κάλυμμα μιας τεχνοκρατικής κατάστασης εξαίρεσης-καθετοποίησης. Μόνο η αστυνομία επιτρέπει, πράγματι, τη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός πολιτικού εξαναγκασμού, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε όλο και πιο διάχυτα να γίνεται συζήτηση περί της ύπαρξης αστυνομικής δημοκρατίας: «μια υβριδική μορφή», δήλωσε ο Σεμπαστιέν Ρος στη Λιμπερασιόν, «στην οποία η εξουσία κυβερνά μέσω της αστυνομίας, ρίχνοντας δακρυγόνα στα μεσαία στρώματα». Θέλουμε με αυτό να επισημάνουμε το γεγονός ότι η χρήση βίας και οι επιθέσεις της αστυνομίας στη Γαλλία έχουν προσλάβει ανώμαλα χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Όμως, εκ νέου, η αλαζονεία της βίας μοιάζει να αντιστοιχεί σε ένα διάχυτο αίσθημα φόβου στο εσωτερικό της διακυβέρνησης, όπως δείχνει η καταστολή του οικολογικού κινήματος στο Σαιν Σολί και η διάλυση της συλλογικότητας Les Soulevements de la Terre: σχεδόν μια προληπτική επίθεση προκειμένου να εμποδιστεί η γενίκευση των οργανωμένων απαντήσεων στην αστυνομική βία. Δεν μπορούμε να πούμε αν βρισκόμαστε μπροστά σε στασιαστικές μορφές, σε μια εξέγερση, η οποία θα απαντήσει στη βία είτε με βία είτε με αγώνες που θα έχουν μια ειρηνική μορφή. Σαφώς, όμως, μπορούμε να πούμε ότι παρά τον διάχυτο καταστροφισμό που διαπερνούσε τις συζητήσεις στα χρόνια της πανδημίας, η Γαλλία δείχνει τώρα μια τρομερή δημοκρατική αφύπνιση. Πρόκειται για μια κυοφορούμενη κοινωνική δημοκρατία, που πρέπει να βρει τις δικές της αυτόνομες μορφές οργάνωσης. Το ζήτημα, συνεπώς, είναι το εξής: αυτός ο κύκλος αγώνων θα μπορέσει να προτείνει μια δημοκρατική εναλλακτική στην Κυρίαρχη Ευρώπη (αριστοτεχνικά περιγραφείσα προσφάτως από την Άντζελα Μάουρο); Με άλλα λόγια: μπορούν οι γαλλικοί αγώνες να διαρρήξουν τη σπείρα που ενώνει την κρίση του νεοφιλελευθερισμού με την παγίωση της άκρας δεξιάς;

4. Είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τον συσχετισμό δύναμης στο πεδίο της μάχης (όντας πιασμένοι, άλλωστε, στη μέγγενη των τεχνοκρατικών διαδικασιών και της αστυνομικής καταστολής). Εξάλλου είναι πολύ πιθανό εξωγενείς παράγοντες –η κρίση του μακρονισμού επιβαρύνει κατά πολύ και τη διεθνή θέση της Γαλλίας σε σχέση με την ευρωπαϊκή κατάρρευση και τον πόλεμο– να συμβάλλουν έτι περαιτέρω στη διολίσθηση προς τα δεξιά του πολιτικού σκηνικού. Ωστόσο πιστεύουμε ότι αυτός ο νέος κύκλος αγώνων μεταμορφώνει το ρεπουμπλικανικό τρίπτυχο liberté, égalité, fraternité. Αυτές οι παλιές αρχές μοιάζουν να μετασχηματίζονται σε νέες πληθυντικές δυνάμεις: Ελευθερία σημαίνει άμεση συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων· Ισότητα, όχι πλέον μόνο οικονομική ή ποσοτική, σημαίνει σήμερα ισότητα στο κοινό, στην αναπαραγωγή, στην οργάνωση της ζωής· Αδελφότητα είναι ο συνεκτικός χώρος μιας οντολογίας που ενώνει τα συντακτικά στοιχεία των αγώνων. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, υπάρχει η αντιδραστική υπόθεση. Από την άλλη μια διαδρομή που λέει, ότι το ζήτημα δεν είναι πλέον αν θα πάρουμε την εξουσία, αλλά το να βρισκόμαστε εντός της, να μετράμε και να πρωταγωνιστούμε στην πολιτική συγκρότηση προκειμένου να διαρρήξουμε τον διαχωρισμό της προσταγής και να ανοίξουμε τον ορίζοντα για την ύπαρξη ενός κοινού σχεδίου σε σχέση με τα μεγάλα ζητήματα της εργασίας, της οικολογίας, της ζωής. Από αυτή την άποψη, η συνέχεια με την εμπειρία των Κίτρινων Γιλέκων είναι προφανής. Και, ωστόσο, νομίζουμε πως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο σημερινός πειραματισμός δεν είναι η ουρά εκείνου του κύκλου, αν και διεκδικεί την κληρονομιά του, ανανεώνοντάς τη με νέες μορφές της ταξικής πάλης. Μέχρι εδώ η γενικευμένη γαλλική πολιτική σύγκρουση έχει βρει έναν οργανωτικό άξονα στη συνδικαλιστική δράση και την απαραίτητη ενέργεια στη μαζική υποστήριξη των πολιτών. Καθώς γεννιούνται μορφές σύγκρουσης ολοένα πιο διάχυτες και αποκεντρωμένες, τα συνδικάτα καλούν σε μια μεγάλη αγωνιστική Πρωτομαγιά. Ωστόσο, το εκτελεστικό μοιάζει να έχει κλείσει κάθε χώρο διαπραγμάτευσης. Πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: τι θα συμβεί μετά; Θα είναι σε θέση οι συνδικαλιστικές δομές, τα αιτήματα του κινήματος, οι διάφορες μορφές κοινωνικής και πολιτικής αντιπροσώπευσης, να συγκροτήσουν ένα ενιαίο όργανο αντιεξουσίας, αποτελεσματικό και συντακτικό, ικανό να διαρρήξει την εξαιρετικότητα της εξουσίας;

 

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Euronomade, στις 20 Απρίλη 2023

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Giorgio Agamben - Κείμενα



Η τεχνική και η κυβέρνηση

 

Κάποια από τα πιο οξυδερκή μυαλά του 20ου αιώνα, βρέθηκαν να συμφωνούν ότι η πολιτική πρόκληση της εποχής μας ταυτίζεται με την ικανότητα κυβέρνησης της τεχνολογικής ανάπτυξης. «Το κρίσιμο ζήτημα σήμερα», γράφτηκε, «είναι με ποιον τρόπο ένα πολιτικό σύστημα, όποιο κι αν είναι αυτό, θα μπορέσει να προσαρμοστεί στην εποχή της τεχνικής. Δεν ξέρω την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Δεν είμαι πεισμένος ότι είναι η δημοκρατία». Άλλοι παρομοίασαν τον έλεγχο της τεχνολογίας με τον άθλο ενός νέου Ηρακλή: «Αυτοί που θα καταφέρουν να υποτάξουν μια τεχνική η οποία έχει ξεφύγει παντός ελέγχου και να την εντάξουν σε μια συγκεκριμένη τάξη, θα απαντήσουν στα προβλήματα του παρόντος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο εκείνοι που με τα μέσα της τεχνικής προσπαθούν να πάνε στο φεγγάρι ή στον Άρη».

Είναι γεγονός ότι οι δυνάμεις που μοιάζουν να κατευθύνουν και να χρησιμοποιούν για τους δικούς τους  σκοπούς την τεχνολογική ανάπτυξη κινούνται, στην πραγματικότητα, λίγο-πολύ, ασυνείδητα. Τόσο τα πλέον ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός, όσο και τα λεγόμενα δημοκρατικά, μοιράζονται σε τέτοιο βαθμό αυτή την ανικανότητα κυβέρνησης της τεχνικής, ώστε καταλήγουν να μεταμορφώνονται, σχεδόν ακουσίως, βάσει των απαιτήσεων αυτών των ίδιων τεχνολογιών που πιστεύουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς τους. Ένας επιστήμονας που έδωσε μια νέα κατεύθυνση στη θεωρία της εξέλιξης, ο Λόντεβικ Μπολκ, είδε στην υπερτροφία της τεχνολογικής ανάπτυξης έναν θανάσιμο κίνδυνο για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η αυξανόμενη ανάπτυξη των τεχνολογιών, τόσο των επιστημονικών όσο και των κοινωνικών, προκαλεί, πράγματι, μια ουσιαστική ανάσχεση της ζωτικότητας, έτσι ώστε «όσο περισσότερο βαδίζει η ανθρωπότητα στο μονοπάτι της τεχνικής, τόσο πιο πολύ πλησιάζει σε εκείνο το μοιραίο σημείο όπου η πρόοδος σημαίνει καταστροφή. Και σίγουρα δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να σταματήσει μπροστά σε κάτι τέτοιο». Ένα διδακτικό παράδειγμα μας δίνει η τεχνολογία των εξοπλισμών, που έχει φτιάξει μηχανισμούς των οποίων η χρήση συνεπάγεται την καταστροφή της ζωής πάνω στη γη –συνεπώς και εκείνων που τους διαθέτουν, και οι οποίοι, όπως βλέπουμε σήμερα, συνεχίζουν, παρόλα αυτά, να απειλούν ότι θα τους χρησιμοποιήσουν.

Είναι δυνατόν, λοιπόν, η ανικανότητα κυβέρνησης της τεχνικής να είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την έννοια της «κυβέρνησης», δηλαδή στην ιδέα ότι η πολιτική είναι από την ίδια της τη φύση κυβερνητική, δηλαδή είναι μια τέχνη του «κυβερνάν» (κυβερνήτης είναι στα ελληνικά ο τιμονιέρης ενός πλοίου) τα ανθρώπινα όντα και τα αγαθά τους. Η τεχνική δεν μπορεί να κυβερνηθεί γιατί αυτή η ίδια είναι η μορφή της κυβερνητικότητας. Αυτή που παραδοσιακά ερμηνεύτηκε –από τον σχολαστικισμό μέχρι τον Σπένγκλερ–  ως η ουσιαστικά εργαλειακή φύση της τεχνικής, προδίδει την ενδόμυχη σχέση της εργαλειακότητας με την αντίληψη μας για την πολιτική. Κρίσιμη είναι εδώ η ιδέα ότι το τεχνολογικό εργαλείο είναι κάτι που, δουλεύοντας βάσει του σκοπού για τον οποίο έχει φτιαχτεί, μπορεί να χρησιμεύσει στους σκοπούς ενός εξωτερικού συντελεστή. Όπως δείχνει το παράδειγμα του τσεκουριού, που κόβει επειδή είναι ακονισμένο αλλά χρησιμοποιείται από τον ξυλουργό για να φτιάξει ένα τραπέζι, έτσι και το τεχνικό εργαλείο μπορεί να χρησιμεύσει για έναν διαφορετικό σκοπό μόνο στον βαθμό που πραγματώνει εκείνον για τον οποίο έχει φτιαχτεί. Αυτό σημαίνει, σε τελική ανάλυση –όπως είναι προφανές στους πιο εξελιγμένους τεχνολογικούς μηχανισμούς– ότι η τεχνική πραγματώνει τον σκοπό της όταν χρησιμοποιείται, προφανώς, για την επίτευξη ενός άλλου σκοπού. Με την ίδια έννοια η πολιτική, εννοούμενη ως οικονομία και κυβέρνηση, είναι εκείνο το εγχείρημα που πραγματώνει έναν σκοπό ο οποίος φαίνεται να την ξεπερνά, αλλά στην πραγματικότητα είναι εγγενής σε αυτή. Δηλαδή πολιτική και τεχνική ταυτίζονται χωρίς περισσεύματα και ο πολιτικός έλεγχος της τεχνικής δεν θα είναι δυνατός μέχρις ότου εγκαταλείψουμε την εργαλειακή μας αντίληψη, δηλαδή την κυβερνητική, της πολιτικής.

 

2 Γενάρη 2023

 

Ο τόπος της πολιτικής

 

Οι πολιτικές που ωθούν προς μια παγκόσμια πολιτική ενότητα μοιάζουν σε τέτοιο βαθμό να κυριαρχούν έναντι  εκείνων που στοχεύουν σε μια πιο περιορισμένη πολιτική ενότητα, όπως η ευρωπαϊκή, που μπορούμε να πούμε ότι η ενότητα της Ευρώπης μπορεί να είναι μονάχα «ένα παράπλευρο αποτέλεσμα, για να μην πούμε περίσσευμα της παγκόσμιας ενότητας του πλανήτη». Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που ωθούν στην πραγματοποίηση της ενότητας, αποκαλύπτονται εξίσου ανεπαρκείς τόσο για τον πλανήτη όσο και για την Ευρώπη. Αν η ευρωπαϊκή ενότητα, για να δώσει ζωή σε μια πραγματικά συντακτική συνέλευση, προϋποθέτει κάτι όπως ένας «ευρωπαϊκό πατριωτισμός», που δεν εκδηλώνεται από καμία πλευρά (και η πρώτη συνέπεια αυτής της απουσίας ήταν η αποτυχία των δημοψηφισμάτων για την έγκριση του λεγόμενου ευρωπαϊκού συντάγματος, το οποίο, από νομικής πλευράς, δεν είναι ένα σύνταγμα αλλά απλώς μια συμφωνία μεταξύ κρατών), η πολιτική ενότητα του πλανήτη προϋποθέτει έναν «πατριωτισμό του είδους ή του ανθρώπινου γένους», κάτι που είναι ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί. Όπως θυμίζει επ’ ευκαιρία ο Γκίλσον, μια κοινωνία των πολιτικών κοινωνιών δεν μπορεί να είναι η ίδια πολιτική, αλλά έχει ανάγκη μια μεταπολιτική αρχή, η οποία, τουλάχιστον στο παρελθόν, ήταν η θρησκεία.

Είναι δυνατόν λοιπόν, πως αυτό που προσπάθησαν να υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις μέσω της πανδημίας, να είναι ακριβώς ένας τέτοιος «πατριωτισμός του είδους». Όμως μπόρεσαν να το κάνουν μόνο παροδικά με τη μορφή ενός κοινού φόβου μπροστά σε έναν αόρατο εχθρό, με αποτέλεσμα όχι την παραγωγή μιας πατρίδας και κοινών δεσμών, αλλά μιας μάζας θεμελιωμένης σε έναν άνευ προηγουμένου διαχωρισμό, αποδεικνύοντας ότι η απόσταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση –όπως ήθελε ένα μισητό σύνθημα επαναλαμβανόμενο εμμονικά– να συγκροτήσει έναν «κοινωνικό» δεσμό. Προφανώς πιο αποτελεσματική ήταν η καταφυγή σε μια αρχή που είναι σε θέση να αντικαταστήσει τη θρησκεία και η οποία αμέσως ταυτίστηκε με την επιστήμη (στην προκειμένη περίπτωση με την ιατρική). Όμως κι εδώ η ιατρική σαν θρησκεία έδειξε την ακαταλληλότητά της, όχι μόνο γιατί αντί της σωτηρίας μιας ολόκληρης ύπαρξης μπορούσε να υποσχεθεί μόνο την υγεία της από τις ασθένειες, αλλά και επειδή, και κυρίως, πως για να υπάρξει σαν θρησκεία, η ιατρική έπρεπε να δημιουργήσει μια κατάσταση ασταμάτητης απειλής και ανασφάλειας, στην οποία ιός και πανδημία αλληλοδιαδέχονταν χωρίς ανακωχή και κανένα εμβόλιο δεν μπορούσε να εγγυηθεί εκείνη την ηρεμία που οι παπάδες ήταν ικανοί να εξασφαλίζουν στους πιστούς.

Το σχέδιο δημιουργίας ενός πατριωτισμού του είδους απέτυχε σε τέτοιο βαθμό, ώστε απαιτήθηκε εκ νέου, και με θράσος, να ανατρέξουμε στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου πολιτικού εχθρού, ταυτισμένο όχι τυχαία με εκείνους  που είχαν ήδη παίξει αυτόν τον ρόλο: τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν.

Η πολιτική κουλτούρα της Δύσης δεν έκανε, με αυτή την έννοια, ούτε ένα βήμα σε μια κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία ανέκαθεν κινούνταν και μόνο αν αμφισβητηθούν όλες οι αρχές και οι αξίες πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί, θα είναι δυνατό να σκεφτούμε με έναν διαφορετικό τρόπο τον τόπο της πολιτικής, πέρα τόσο από τα κράτη-έθνη όσο και από το παγκόσμιο οικονομικό κράτος.

 

9 Γενάρη 2023

 

Η αλήθεια και η ντροπή

 

Μετά από όλα αυτά που συνέβησαν τα τελευταία δύο χρόνια, είναι δύσκολο να μη νιώθουμε κατά κάποιον τρόπο μειωμένοι, να μη δοκιμάζουμε –θέλοντας και μη– ένα είδος ντροπής. Δεν πρόκειται για την ντροπή που ο Μαρξ όριζε ως «ένα είδος οργής στραμμένης στον ίδιο μας τον εαυτό» και στην οποία διέβλεπε μια πιθανότητα επανάστασης. Πρόκειται, μάλλον, για εκείνη «την ντροπή να είμαστε άνθρωποι» για την οποία μιλούσε ο Πρίμο Λέβι αναφορικά με τα στρατόπεδα, την ντροπή όποιου έχει δει να συμβαίνει αυτό που δεν θα έπρεπε να συμβεί. Είναι μια ντροπή αυτού του είδους –ελέχθη δικαίως– που, κρατώντας την οφειλόμενη απόσταση, νιώθουμε μπροστά σε μια τόσο μεγάλη χυδαιότητα, μπροστά σε συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές, μπροστά στα πρόσωπα των συντελεστών τους και στο σίγουρο χαμόγελο των ειδικών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών ανδρών που συνειδητά είπαν και διέδωσαν το ψέμα, το λάθος και τη διαστρέβλωση –και συνεχίζουν ατιμώρητα να το κάνουν.

Οποιοσδήποτε έχει νιώσει αυτή την ντροπή ξέρει ότι δεν έγινε εξαιτίας αυτού καλύτερος. Ξέρει, μάλλον, όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο Σάμπα, «ότι είναι πολύ πιο μικρός απ’ όσο ήταν πριν», πιο μόνος, αν και έψαξε φίλους και συντρόφους, πιο βουβός, αν και προσπάθησε να καταθέσει, πιο αδύναμος, αν και κάποιος άκουσε τα λόγια του. Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν χάθηκε, απεναντίας έχει κατά κάποιο τρόπο απροσδόκητα διαφυλαχτεί: μια κάποια εγγύτητα σε κάτι για το οποίο δεν ξέρουμε να βρούμε άλλο όνομα εκτός από «αλήθεια», την ικανότητα να διακρίνουμε τον ήχο αυτής της λέξης η οποία, αν την ακούσεις, δεν μπορείς να μην την πιστέψεις ως αληθινή. Γι’ αυτό και εξαιτίας αυτού αυτός μπορεί να καταθέσει. Είναι πιθανό –αλλά δεν είναι σίγουρο – ότι ο χρόνος, όπως θέλει το αντάτζιο, τελειώνει με την αποκάλυψη της αλήθειας και δίνοντάς του –ποιος ξέρει πότε– δίκιο. Όμως δεν είναι αυτό που η κατάθεσή του λογάριασε. Αυτό που τον υποχρεώνει να μη σταματήσει να καταθέτει είναι, μάλλον, ακριβώς εκείνη η ιδιαίτερη ντροπή του να είναι, παρόλα αυτά, ένας άνθρωπος –όπως, παρόλα αυτά, άνθρωποι είναι επίσης εκείνοι που, με τα λόγια και τις πράξεις τους, τον υποχρέωσαν να νιώσει ντροπή.

 

24 Γενάρη 2023

 

Η ευρωπαϊκή αυτοκρατορία

 

Ο Μίλος είχε παρατηρήσει κάποτε ότι την κατάσταση των συγγραφέων της «άλλης Ευρώπης» (έτσι αποκαλούσε τη Μεσευρώπη) μόλις που «θα μπορούσαν να τη φανταστούν» οι πολίτες των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Μέρος αυτής της ετερογένειας προερχόταν από την έλλειψη εθνικών κρατών και την παρουσία στη θέση τους, για αιώνες μέχρι το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, της αψβουργικής αυτοκρατορίας. Για μας, που γεννηθήκαμε σε ένα εθνικό κράτος και δεν διακρίνουμε το να είμαστε Ιταλοί από το να είμαστε Ιταλοί πολίτες, δεν είναι εύκολο να φανταστούμε μια κατάσταση στην οποία να είσαι Ιταλός, Ούγγρος, Τσέχος ή Ρουθηναίος, δεν σήμαινε μια κρατική ταυτότητα. Η σχέση με το μέρος και με τη γλώσσα των πολιτών της αυτοκρατορίας ήταν σαφώς διαφορετική και πιο έντονη, ελεύθερη όπως ήταν από κάθε νομική επίπτωση και από κάθε εθνική συνδήλωση. Η ύπαρξη μιας πραγματικότητας όπως η αψβουργική αυτοκρατορία ήταν δυνατή μόνο σε αυτή τη βάση.

Είναι καλό να μην ξεχνάμε κάτι τέτοιο όταν βλέπουμε σήμερα ότι η Ευρώπη, η οποία συγκροτήθηκε ως ένα σύμφωνο μεταξύ εθνικών κρατών, όχι μόνο δεν έχει ούτε θα αποκτήσει ποτέ μια πραγματικότητα πέρα από το νόμισμα και την οικονομία, αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα φάντασμα, υποκείμενη εκ των πραγμάτων παντελώς στα στρατιωτικά συμφέροντα μιας δύναμης ξένης ως προς αυτή. Καιρό πριν, επαναλαμβάνοντας μια υπόθεση εργασίας του Αλεξάντρ Κοζέβ, είχαμε προτείνει τη συγκρότηση μιας «λατινικής αυτοκρατορίας», που θα ένωνε οικονομικά και πολιτικά τα τρία μεγάλα λατινικά έθνη (τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία), σε συμφωνία με την καθολική εκκλησία και ανοιχτή στις χώρες της Μεσογείου. Ανεξαρτήτως του κατά πόσο μια τέτοια πρόταση είναι ακόμη λίγο-πολύ επίκαιρη, θα θέλαμε σήμερα να επιστήσουμε την προσοχή των ενδιαφερομένων στο ότι αν θέλουν κάτι όπως μια Ευρώπη ως αυτόνομη πολιτική οντότητα, αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας παρόμοιας με την αυστρο-ουγγρική ή με το Imperium που ο Δάντης αντιλαμβανόταν στο πόνημά του De monarchia ως την ενοποιητική αρχή που όφειλε να έχει ως «έσχατο σκοπό της» να κάνουν ειρήνη τα ξεχωριστά βασίλεια. Είναι πιθανό, δηλαδή, ότι στην ακραία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, πολιτικά μοντέλα που ακριβώς θεωρούνταν καθόλα απαρχαιωμένα, να μπορούν να έχουν μια απροσδόκητη επικαιρότητα. Όμως γι’ αυτό θα απαιτούνταν οι πολίτες των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών να ξανάβρισκαν έναν δεσμό με τον τόπο τους και με τις πολιτισμικές τους παραδόσεις, τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να παραμερίσει χωρίς επιφυλάξεις τις κρατικές πολιτειότητες και να τις αντικαταστήσει με μια μοναδική ευρωπαϊκή πολιτειότητα, που ίσως δεν θα ενσαρκωθεί σε ένα κοινοβούλιο και σε επιτροπές, αλλά σε μια συμβολική εξουσία, κατά κάποιο τρόπο παρόμοια με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το πρόβλημα αν μια τέτοια ευρωπαϊκή αυτοκρατορία είναι περισσότερο ή λιγότερο δυνατή δεν μας ενδιαφέρει ούτε αντιστοιχεί στα δικά μας ιδεώδη: παρόλα αυτά έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι η τωρινή ευρωπαϊκή κοινότητα δεν έχει σήμερα καμία πραγματική πολιτική ύπαρξη και, απεναντίας, μετασχηματίζεται, όπως όλα τα κράτη που τη συναποτελούν, σε έναν άρρωστο οργανισμό που κινείται, λίγο-πολύ συνειδητά, προς την αυτοκαταστροφή του.

 

6 Φλεβάρη 2023

 

Για τον ψεύτη που δεν ξέρει να ψεύδεται

 

«Ο Στάλιν και τα υποχείρια του ψεύδονταν πάντοτε, κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση· και αφού ψεύδονταν πάντοτε, δεν ήξεραν πια ότι ψεύδονται. Και όταν ο καθένας ψεύδεται, κανείς πλέον δεν ψεύδεται όντας ψευδόμενος». Θα ήθελα να σκεφτούμε αυτή τη φράση του Μπόρις Σουβάριν από το βιβλίο του για τον Στάλιν, γιατί μας αφορά αρκετά. Ψεύδη εκ μέρους των κυβερνήσεων, των δικών τους μέσων ενημέρωσης  και των συνεργατών τους λέγονταν ανέκαθεν, αλλά μου φαίνεται κρίσιμη η σκέψη που ο Σουβάριν προσθέτει στη διάγνωση: το ψεύδος μπορεί να φτάσει σε ένα τόσο ακραίο επίπεδο, ώστε οι ψευδόμενοι δεν ξέρουν πια ότι ψεύδονται και συνεχίζοντας να ψεύδονται, κανείς δεν ψεύδεται πλέον

Είναι αυτό που ζήσαμε και ακόμη συνεχίζουμε να ζούμε τα τελευταία τρία χρόνια και είναι κάτι τέτοιο που κάνει την παρούσα κατάσταση στην Ιταλία όχι μόνο σοβαρή και καταπιεστική, αλλά και τέτοια που πιθανόν διαφεύγοντας κάθε ελέγχου, να καταλήξει σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή. Πράγματι, τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από έναν ψεύτη που δεν ξέρει ότι ψεύδεται, αφού οι πράξεις του χάνουν κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Αλήθεια και ψεύδος, καλοπιστία και κακοπιστία μπερδεύονται στο μυαλό του, μέχρι που γίνονται δυσδιάκριτες. Έτσι, στα χρόνια του Covid, οι υπουργοί, οι γιατροί και οι ειδικοί που ψεύδονταν, κατέληξαν να πιστεύουν σε τέτοιο βαθμό τα ψεύδη τους ώστε, χάνοντας κάθε αντίληψη της αλήθειας, μπόρεσαν να ποδοπατήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό τις πιο στοιχειώδης αρχές της ανθρωπότητας. Μια κοινωνία που χάνει κάθε αντίληψη του κατωφλιού που χωρίζει το αληθινό από το ψευδές γίνεται κυριολεκτικά ικανή για όλα, ακόμη και για την καταστροφή της. Είναι αυτό που συνέβη με τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε σχέση με τον οποίο κυκλοφορούν μόνο ψευδείς ειδήσεις. Ο κίνδυνος που υπάρχει εδώ είναι οι κυβερνήσεις που ψεύδονται, μη γνωρίζοντας πλέον ότι ψεύδονται, να φτάσουν να εξαπολύσουν έναν πυρηνικό πόλεμο που πιστεύουν ότι δεν θέλουν, αλλά που τα ίδια τους τα ψεύδη τούς υποχρεώνουν να πιστέψουν ότι θέλουν.

 

22 Φλεβάρη 2023  

 

 

 

 

Οι δύο όψεις της εξουσίας

 

Κάθε έρευνα της πολιτικής ταλανίζεται από μια πρωταρχική ετυμολογική ασάφεια, που καταδικάζει σε παρανοήσεις εκείνους που την επιχειρούν. Είναι το απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο των Πολιτικών όπου ο Αριστοτέλης, τη στιγμή που «ερευνούμε τις πολιτείες, για να εξετάσουμε τον αριθμό και τις ιδιότητες τους», δηλώνει σαφώς: «Αφού πολιτεία και πολίτευμα σημαίνουν το ίδιο πράγμα, και το πολίτευμα είναι η υπέρτατη εξουσία της πόλης (το κύριον των πόλεων), είναι αναγκαίο η υπέρτατη εξουσία να ανήκει ή σε έναν ή σε λίγους ή σε πολ-λούς» (1279α 25-26). Οι τρέχουσες μεταφράσεις λένε: «Αφού σύσταση και κυβέρνηση σημαίνουν το ίδιο πράγμα, και η κυβέρνηση είναι η υπέρτατη εξουσία των πόλεων…». Άσχετα αν αυτή η μετάφραση είναι λίγο ή περισσότερο ορθή, σε κάθε περίπτωση αναδεικνύεται με αυτή ότι θα μπορούσαμε να ορίσουμε σαν την αμφιβολία, ίσως θεμελιώδη, σε σχέση με εκείνη την έννοια της πολιτικής μας παράδοσης που σήμερα παρουσιάζεται είτε σαν «σύσταση» είτε σαν «κυβέρνηση». Σε ένα είδος ιλιγγιώδους συστολής, οι δύο έννοιες ταυτίζονται και ταυτοχρόνως διαχωρίζονται, και είναι ακριβώς αυτή η αμφισημία που ορίζει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον κύριο, την υπέρτατη εξουσία.

   Ότι αυτή η αμφιβολία δεν είναι παροδική, το επιβεβαιώνει ακριβώς μια ανάγνωση της Αθηναίων Πολιτεία, που εμείς μεταφράσαμε Σύσταση των Αθηναίων. Περιγράφοντας τη «δημαγωγία» του Περικλή (27, 1), ο Αριστοτέλης γράφει ότι σε αυτή δημοτικοτέραν έτι συνέβη γενέσθαι την πολιτείαν, που οι μεταφραστές έχουν αποδώσει «η σύσταση έγινε πιο δημοκρατική»· αμέσως μετά διαβάζουμε ότι οι πολλοί άπασαν την πολιτείαν μάλλον άγειν εις εαυτούς, «συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλη την κυβέρνηση» (προφανώς, η μετάφραση «όλη τη σύσταση», όπως θα απαιτούσε μια καθαρή ετυμολογική συνοχή, δεν έμοιαζε δυνατή). Η αμφισημία επιβεβαιώνεται από τα λεξικά, όπου η πολιτεία αποδίδεται τόσο με τη «σύσταση του κράτους» όσο και με την «κυβέρνηση, διοίκηση». Είτε περιγράφεται με το δίδυ-μο σύσταση/κυβέρνηση είτε με εκείνο κράτος/διοίκηση, η θεμελιώδης έννοια της δυτικής πολιτικής είναι μια διπλή έννοια, ένα είδος διπρόσωπου Ιανού, που δείχνει τώρα τόσο την αυστηρή και επίσημη όψη του θεσμού όσο και εκείνη την πιο σκιώδη και άτυπη της διοικητικής πράξης, χωρίς να μπορούμε πλέον είτε να τις ταυτίσουμε είτε να τις διαχωρίσουμε.

   Στο δοκίμιο του 1932 Νομιμοφροσύνη και νομιμότητα, ο Καρλ Σμιτ ξεχωρίζει τέσσερις τύπους κράτους. Αφήνοντας στην άκρη την ενδιάμεση μορφή του δικαιοκρατικού κράτους, εκείνη δηλαδή στην οποία την τελευταία λέξη έχει ο δικαστής που αποφασίζει τόσο για μια νομική διαμάχη όσο και για και την κυβερνητική μορφή, την οποία ο Σμιτ την ταυτίζει με τη δικτατορία, μας ενδιαφέρουν εδώ οι δύο ακραίοι τύποι, το νομοθετικό κράτος και το διοικητικό κράτος. Στο πρωτότυπο, το νομοθετικό κράτος ή κράτους δικαίου, «η πιο υψηλή και αποφασιστική έκφραση της κοινής βούλησης» γίνεται μέσω τυποποιήσεων που παίρνουν τον χαρακτήρα του νόμου. «Η δικαιολόγηση ενός κρατικού συστήματος τέτοιου τύπου ένα-πόκειται στη γενική νομιμοφροσύνη σε κάθε άσκηση εξουσίας από την πλευρά του κράτους». Όποιος ασκεί την εξουσία δρα εδώ στη βάση ενός νόμου ή «στο όνομα ενός νόμου», με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, τον νόμο και την εφαρμογή του, συνεπώς, να διαχωρίζονται. Με αυτόν τον τύπο κράτους ταυτίζονται, ολοένα και λιγότερο δικαιολογημένα, οι μοντέρνες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

   Ο τύπος που καταλαμβάνει ίσως όχι τυχαία την τελευταία θέση στον κατάλογο, λες και οι άλλες κρατικές μορφές να τείνουν, σε τελική ανάλυση, να συγκλίνουν σε αυτόν, είναι το διοικητικό κράτος. Εδώ «προσταγή και απόφαση δεν εμφανίζονται με αυταρχικό και προσωπικό τρόπο, αλλά ούτε μπορούν να αναχθούν σε απλές εφαρμογές των ανώτερων τυποποιήσεων»· έχουν, μάλλον, τη μορφή συγκεκριμένων μηχανισμών, ενεργοποιημένων ενίοτε στη βάση της κατάστασης των πραγμάτων αναφορικά με πρακτικές τελικότητες ή αναγκαιότητες. Κάτι που μπορούμε επίσης να το εκφράσουμε λέγοντας ότι στο διοικητικό κράτος «ούτε οι άνθρωποι κυβερνούν ούτε οι κανόνες αξιολογούνται σαν κάτι ανώτερο, αλλά, σύμφωνα με την περίφημη έκφραση, “τα πράγματα κυβερνώνται μόνα τους’’».

   Όπως είναι σήμερα παντελώς προφανές, αλλά και ο Σμιτ είχε ήδη μπορέσει να συμπεράνει εκείνα τα χρόνια που στην Ευρώπη παγιώνονταν τα ολοκληρωτικά κράτη, το νομοθετικό κράτος τείνει προοδευτικά να μετασχηματίζεται σε διοικητικό κράτος. «Το δικό μας κρατικό σύστημα βρίσκεται σε μια φάση μετασχηματισμού και “η τάση προς το ολοκληρωτικό κράτος”, χαρακτηριστική της παρούσας στιγμής… εμφανίζεται σήμερα τυπικά ως μια τάση προς το διοικητικό κράτος». Ενώ οι πολιτειολόγοι μοιάζουν σήμερα να το έχουν ξεχάσει, ο Σμιτ δηλώνει ανεπιφύλακτα  ως «ένα γεγονός γενικά αναγνωρισμένο», ότι ένα «οικονομικό κράτος» δεν μπορεί να λειτουργήσει με την μορφή ενός κοινοβουλευτικού νομοθετικού κράτους και πρέπει αναγκαστικά να μετασχηματιστεί σε ένα διοικητικό κράτος, στο οποίο ο νόμος έχει δώσει τη θέση του σε διατάγματα και βουλεύματα.

   Για μας, που παραβρεθήκαμε στην πλήρη ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, είναι το νόημα αυτού του μετασχηματισμού –αν πρόκειται όντως για μετασχηματισμό– που πρέπει να εξετάσουμε. Ο Σμιτ ξέρει άριστα ότι «στην ιστορική πραγματικότητα εμφανίζονται συνεχώς αναμείξεις και συνδυασμοί» και πως σε κάθε κράτος ανήκουν τόσο η νομοθεσία, η διοίκηση όσο και η κυβέρνηση. Είναι δυνατόν, ωστόσο –και αυτή είναι η δική μας υπόθεση– ότι η ανάμειξη να είναι ακόμη πιο βαθιά και ότι το νομοθετικό κράτος και το διοικητικό κράτος, η νομοθεσία και η διοίκηση, η σύσταση και η κυβέρνηση, είναι τα ουσιαστικά και αδιαχώριστα μέρη ενός ενιαίου συστήματος, το οποίο είναι το μοντέρνο κράτος που γνωρίζουμε. Αν, ωστόσο, είναι τακτικά δυνατό να στοιχηματίσουμε υπέρ του ενός στοιχείου ενάντια στο άλλο, θα ήταν εντελώς παραπλανητικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε σε μόνιμη βάση αυτό που είναι αναπόσπαστο μέρος του ίδιου διπολικού συστήματος.

   Κάτι σαν μια άλλη πολιτική θα είναι δυνατό μόνο ξεκινώντας από τη γνώση ότι κράτος και διοίκηση, σύσταση και κυβέρνηση, είναι οι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας, που πρέπει να τεθούν ριζικά υπό αμφισβήτηση. Δεν υπάρχει μια εξουσία που μπορεί να νομιμοποιήσει μέσω νόμων την άσκησή της χωρίς να προϋποθέτει μια εξωνομική τάξη που τη θεμελιώνει, ούτε μπορεί να υπάρξει μια καθαρή διοικητική πρακτική που θέλει να παριστάνει ότι παραμένει νομιμόφρων βασιζόμενη σε διατάγματα που εκδίδονται εν ονόματι μιας κάποιας αναγκαιότητας. Πρόκειται, όπως υπέθετε ο ίδιος ο Σμιτ, για δύο διαφορετικούς τρόπους να καταστεί υποχρεωτική η υπακοή. Όπως σήμερα βλέπουμε με σαφήνεια, η αλήθεια αμφοτέρων είναι, πράγματι, η κατάσταση εξαίρεσης. Είτε δρα στο όνομα του νόμου είτε στο όνομα της διοίκησης, το ζήτημα, σε τελική ανάλυση, θα είναι πάντοτε η υπέρτατη άσκηση του μονοπωλίου της βίας. Και είναι αυτός ο κύριος, ο κρυμμένος κυρίαρχος που, με τα λόγια του Αριστοτέλη, συνδέει σε ένα σύστημα τις δύο ορατές όψεις της κρατικής εξουσίας.

 

8 Μάρτη 2023      


Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Απολογισμός του πρώτου χρόνου του πολέμου στην Ουκρανία - Gianfranco Sanguinetti





Υπάρχει μια παλιά ρωσική ιστοριούλα, που μου αφηγούνταν η μητέρα μου, η Τερέζα Ματέι: Ένας μουζίκος συνάντησε στη χιονισμένη τάιγκα ένα πουλάκι, που τερέτιζε απελπισμένα στο κρύο. Μην ξέροντας πώς να το σώσει από την παγωνιά της νύχτας, αφού αν το πήγαινε στην καλύβα του τα πεινασμένα παιδιά του θα το καταβρόχθιζαν, το σκέπασε με μερικά ζεστά κουρέλια, μέχρι να περάσει η νύχτα. Το πουλάκι, ευχαριστημένο από τη ζέστη, τερέτιζε ακόμη πιο δυνατά. Ένας λύκος το άκουσε και το έφαγε.

Εδώ τελειώνει η ιστορία, αλλά υπάρχουν τρία ηθικά διδάγματα σε αυτή: 1) Όσοι σε ρίχνουν στα σκατά δεν το κάνουν όλοι για το κακό σου· 2) όσοι σε βγάζουν από τα σκατά δεν το κάνουν όλοι για το καλό σου· όταν είσαι μέχρι τον λαιμό στα σκατά, σε συμφέρει να μείνεις σιωπηλός. Το πουλάκι, σε αυτή την περίπτωση, είναι ο Ζελένσκι.

Ο απολογισμός του πρώτου χρόνου του πολέμου στην Ουκρανία είναι αρκετά ξεκάθαρος: οι Ρώσοι ξέρουν ότι η Ουκρανία, πέρα από τις ζημιές που είχε υποστεί  από αυτούς τους τελευταίους δώδεκα μήνες, πρέπει να ετοιμαστεί για τον κατακερματισμό και σαφώς για τον διαμελισμό της από όλους τους δυτικούς «φίλους» της που τη «βοηθούν» και στους οποίους είναι χρεωμένη –ή υπάρχει ακόμη κάποιος που πιστεύει ότι οι «βοήθειες» δίνονται εις μάτην; Και δωρεάν; Πότε είδαμε κάτι τέτοιο;

Το χρέος που η Ουκρανία έχει στη Δύση θα πληρωθεί μακροπρόθεσμα από τις μελλοντικές γενεές και βραχυπρόθεσμα με την απόσπαση κομματιών από τη χώρα που οι πεινασμένοι λύκοι, όπως η Πολωνία, θέλουν να φάνε, αλλά και με έναν άλλο τρόπο: η Μπλακ Ροκ και η Τζ.Π. Μόργκαν έχουν ήδη υπογράψει πρωτόκολλα συνεργασίας με τον Ζελένσκι.

Η Ρωσία, δεν βιάζεται: ξέρει ότι μπορεί να αφήσει το τελείωμα του  έργο της κατεδάφισης στους δυτικούς, στους πεινασμένους λύκους, αφού γνωρίζει καλά ότι η πίστωση μπορεί να είναι πιο καταστροφική από τον πόλεμο. Στο σημείο που οδηγούνται τα πράγματα, ο ρωσικός στρατός θα μπορούσε γαλήνια να απέχει από περαιτέρω επιθέσεις, απολαμβάνοντας το θέαμα της καταστροφής και του διαμελισμού αυτού που έχει απομείνει από την Ουκρανία και τον πλούτο της από τους πεινασμένους δυτικούς «φίλους», επιβοηθούμενων από την τοπική διαφθορά, όλοι τους «αντικειμενικοί σύμμαχοι» της Ρωσίας στην κατεδάφιση της Ουκρανίας.

Αυτό που πραγματικά δεν ξέρουμε είναι τι θα γίνει με τα βουνά όπλων με τα οποία θα επιστρέψουν οι απόμαχοι από το μέτωπο: εκείνοι που είδαν και πλήρωσαν σε πρώτο πρόσωπο τις σφαγές και τις κτηνωδίες των ναζιστών Ουκρανών αξιωματικών, τον αποδεκατισμό των στρατευμάτων, την ανείπωτη βία της επιστράτευσης και τα ψέματα ολόκληρου του αφηγήματος της προπαγάνδας. Αυτοί οι απόμαχοι θα μπορούσαν επίσης, όπως στην Ιταλία το 1943, να ξεκινήσουν μια πραγματική Αντίσταση ενάντια στον εσωτερικό εχθρό και ενάντια στους ψεύτικους ξένους φίλους. Κι έτσι θα συνέβαινε η πλήρης αποναζιστικοποίηση της χώρας. Σε κάθε περίπτωση η αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας πρέπει να είναι έργο των ίδιων των Ουκρανών. Κανείς, σε αυτή τη χώρα δεν πιστεύει στον δυτικό παραμύθι ενός δημοκρατικού κράτους. Αν υπάρχει μια σημαία υπό την οποία θα πολεμήσει, αυτή θα είναι η δοξασμένη μαύρη σημαία του ηρωικού Νέστορα Μάχνο, που πάλεψε, την εποχή της Επανάστασης, ενάντια στους Αυστρο-γερμανούς, τους Ρώσους λευκούς και τους μπολσεβίκους. Ένας άβολος Ουκρανός ήρωας, που γι’ αυτό αγνοείται σήμερα συστηματικά. Θα πεθάνεις που θα πεθάνεις, τουλάχιστον ας πεθάνεις τιμημένος.

Όσον αφορά την άτιμη και πολεμοχαρή επίσημη Ευρώπη, άθροισμα της πομπώδους αδυναμίας των κρατών μελών της –της οποίας οι διευθυντές είναι απολύτως ευθυγραμμισμένοι, λόγω της τρομερής βλακείας και της σκανδαλώδους διαφθοράς τους, με τη μαφία που είναι στην εξουσία στην Ουκρανία και με τις εντολές πέραν του ωκεανού–, αυτή δείχνει στους πληθυσμούς της ποιοι είναι και που βρίσκονται οι εχθροί τους. Μετά τον έναν χρόνο αυτού του πολέμου και  τα δύο χρόνια λοκντάουν, καταστολής των διαφωνιών και ανοιχτού κυνηγητού των λεγόμενων no-vax, υπάρχει ίσως κανείς στην Ευρώπη που είναι έτοιμος να πεθάνει για μια συμμορία που δεν κρύβει τους δεσμούς της με εγκληματικές ομάδες και αναγνωρίζεται στο πρόσωπο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν;

Αυτός ο σύντομος απολογισμός του πρώτου χρόνου του πολέμου στη ζώνη τριβής, στην crush zone* όπου εφάπτονται οι δύο δεσποτισμοί, ο Ανατολικός και ο Δυτικός, δεν χάνει από τα μάτια του την τεράστια παγκόσμια σύγκρουση που μόλις έχει ξεκινήσει στην καρδιά της Ευρώπης. Θα πάει σε μάκρος: αυτό προδιαγράφεται ήδη και θα διαμορφώσει τον 21ο αιώνα, και ίσως και τους επόμενους. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός για τις φιλοδοξίες και τις ορέξεις των αντιτιθέμενων δεσποτισμών**

 

*Αυτή είναι η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε το 1917 από τον Τζέιμς Φαίργκριβ για να περιγράψει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη στο Geography and World Power (1917).

** Βλ. Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι, «Ο δυτικός δεσποτισμός», Απρίλης 2020.

 

Στη φωτογραφία που ανοίγει το κείμενο, Ουκρανός πρωθυπουργός Ντενίς Σμιχάλ στις 5/8/2022 στο Λουγκάνο της Ελβετίας και στο Συνέδριο για την Ανασυγκρότηση της Ουκρανίας, παρουσίασε έναν χάρτη για το πώς θα μοιραστεί το έδαφος προς ανοικοδόμηση της χώρας στις διάφορες δυτικές χώρες. Η δημόσια υπόσχεση του είχε, ωστόσο, ένα ελάττωμα: μεγάλο μέρος των προς παράδοση περιοχών βρίσκεται σήμερα στα χέρια των Ρώσων, που δεν φαίνονται να έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να τις ανοικοδομήσουν (σημείωση του συγγραφέα).

24 Φλεβάρη 2023

 

Δημοσιεύτηκε στον ιταλικό κινηματικό ιστότοπο Effimera.   


Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Για την αναρχία, σήμερα - Giorgio Agamben


Αν για όποιον θέλει να σκέφτεται την πολιτική, της οποίας συνιστά κατά κάποιον τρόπο την ακραία φλόγα ή το έσχατο σημείο διαφυγής, η αναρχία δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρη, το ίδιο ισχύει σήμερα για την άδικη, κτηνώδη καταδίωξη στην οποία υπόκειται ένας αναρχικός στις ιταλικές φυλακές. Το να μιλάμε όμως για αναρχία, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο επίπεδο του δικαίου σημαίνει, αναγκαστικά, ένα παράδοξο, αφού είναι το λιγότερο αντιφατικό να ζητάμε από το κράτος να αναγνωρίσει το δικαίωμα άρνησης του κράτους, έτσι όπως, αν θέλουμε να φτάσουμε το δικαίωμα της αντίστασης μέχρι τις έσχατες συνέπειές του, δεν μπορούμε ευλόγως να ζητάμε να κατοχυρωθεί νομικά η πιθανότητα ενός εμφυλίου πολέμου.

Για να σκεφτούμε την αναρχία σήμερα, θα χρησίμευε, ωστόσο, να τη θέταμε σε μιαν άλλη προοπτική και να διερευνούσαμε μάλλον τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβανόταν ο Ένγκελς, όταν κατηγορούσε τους αναρχικούς ότι θέλουν να αντικαταστήσουν το κράτος με τη διαχείρισή του. Σε αυτή την κατηγορία κρυβόταν, πράγματι, ένα κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα, που ούτε οι μαρξιστές ούτε, ίσως, οι ίδιοι οι αναρχικοί δεν είχαν θέσει σωστά. Ένα πρόβλημα που καθίσταται τόσο πιο επείγον στον βαθμό που παρευρισκόμαστε σήμερα στην προσπάθεια να υλοποιηθεί με κάποιον τρόπο παρωδιακά εκείνο που για τον Ένγκελς ήταν ο δηλωμένος σκοπός της αναρχίας και μάλιστα όχι τόσο η απλή αντικατάσταση του κράτους με τη διαχείρισή του, όσο, μάλλον, η ταύτιση κράτους και διαχείρισης σε ένα είδος Λεβιάθαν, που φοράει την καλοπροαίρετη μάσκα της διαχείρισης. Συμβαίνει αυτό που θεωρητικοποίησαν ο Sunstein και ο Vermuele σε ένα βιβλίο τους (το Law and Leviathan, Redeeming the Administrative State), όπου η governance, δηλαδή η άσκηση της κυβέρνησης, ξεπερνώντας και μολύνοντας τις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, νομική, ασκεί στο όνομα της διαχείρισης και με έναν διακριτικό τρόπο τις λειτουργίες και τις εξουσίες που ανατίθενται σε αυτή.

Τι είναι η διαχείριση [amministrazione]; Ο Minister, από τον οποίο προέρχεται αυτός ο όρος, είναι ο υπηρέτης ή ο βοηθός σε αντίθεση με τον magister, τον αφέντη, τον κάτοχο της εξουσίας. Η λέξη προέρχεται από τη ρίζα *men, που σημαίνει τη μείωση και τη μικρότητα. Ο minister είναι για τον magister ότι το minus στο magis, το λίγο σε σχέση με το περισσότερο, το μικρό σε σχέση με το μεγάλο, αυτό που μικραίνει σε σχέση με αυτό που μεγαλώνει. Η ιδέα της αναρχίας συνίσταται, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ένγκελς, στην προσπάθεια να σκεφτούμε ένα minister χωρίς έναν magister, έναν υπηρέτη χωρίς έναν αφέντη. Προσπάθεια σαφώς ενδιαφέρουσα, από τη στιγμή που μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συνιστά πλεονέκτημα στο να παίξει με αυτόν τον τρόπο ο υπηρέτης απέναντι στον αφέντη, το λίγο απέναντι στο πολύ, αλλά και να σκεφτούμε μια κοινωνία στην οποία άπαντες θα είναι ministri και κανείς magister ή αρχηγός. Είναι, σε κάποιον βαθμό, αυτό που έκανε ο Χέγκελ, δείχνοντας στη διαβόητη διαλεκτική του ότι ο υπηρέτης καταλήγει να κυριαρχεί στο αφεντικό του. Και είναι άλλωστε αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δύο φιγούρες-κλειδιά της δυτικής πολιτικής παραμένουν με αυτόν τον τρόπο συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια ακούραστη  σχέση, από την οποία είναι αδύνατον, άπαξ δια παντός, να διαφύγουν.

Μια ριζική ιδέα της αναρχίας δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να διαφεύγει από την ασταμάτητη διαλεκτική σχέση μεταξύ υπηρέτη και δούλου, minister και magister, βασισμένη αποφασιστικά στην απόσταση που τους χωρίζει. Το tertium που εμφανίζεται σε αυτή τη διέξοδο, δεν θα είναι πια ούτε η διαχείριση ούτε το κράτος, ούτε το minus ούτε το magis: είναι, μάλλον, η ύπαρξη ανάμεσά τους κάτι σαν διαφορά, η οποία εκφράζει την αδυναμία σύμπτωσής τους. Η αναρχία είναι δηλαδή, πάνω απ’ όλα, η ριζική άρνηση όχι τόσο του κράτους ούτε απλώς της διαχείρισης, όσο ριζική άρνηση της απαίτησης της εξουσίας να ταυτίζει κράτος και διαχείριση στην κυβέρνηση των ανθρώπων. Είναι ενάντια σε αυτή την απαίτηση που μάχεται ο αναρχικός, στο όνομα, σε τελική ανάλυση, εκείνης της ακυβερνησίας που είναι το σημείο διαφυγής κάθε ανθρώπινης κοινότητας.

 

Δημοσιεύθηκε στη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον δικτυακό τόπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet στις 26 Φλεβάρη 2023.

 

υ.γ. [του μεταφραστή]. Ήταν το 1982 που στο βιβλίο του Εγκώμιο της διαφυγής [υπό έκδοση από την Ελευθεριακή Κουλτούρα], έγραψε ο Henri Laborit: «Όταν δεν μπορεί να αντιπαλέψει τον άνεμο και τη θάλασσα, και να κρατήσει την πορεία του, ο ξάγρυπνος τιμονιέρης έχει δύο δυνατότητες: είτε να αφεθεί στον άνεμο […] που θα τον παρασύρει, είτε τη διαφυγή μες στην καταιγίδα, με την πρύμνη να σκίζει τα κύματα […]. Η διαφυγή είναι συχνά, όταν βρισκόμαστε μακριά από την ακτή, ο μόνος τρόπος για να σωθεί το πλοίο και το πλήρωμά του. Και, επιπλέον, επιτρέπει την ανακάλυψη νέων άγνωστων παραλιών […] που θα έμεναν για πάντα άγνωστες σε όποιον έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να κρατήσει την πορεία του […] χωρίς απρόοπτα […]. Ίσως έτσι γνωρίσουμε εκείνη τη βάρκα που αποκαλείται επιθυμία». Μπροστά στις επικείμενες εκλογές ο αναρχικός «χώρος» έχει δύο επιλογές: είτε να απέχει, για λόγους αρχής, από κάτι που ανέκαθεν κατήγγειλε, είτε να ψηφίσει το μικρότερο κακό, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ (αφού κάθε άλλη κομματική επιλογή είναι είτε παράδοση άνευ όρων στον σταλινισμό είτε λέρωμα των χεριών χωρίς ουσιαστικό κέρδος, πέρα από μια κάποια υποστήριξη σε δύσκολες για τους αναρχικούς-ες συνθήκες). Η επιλογή, αν και για κάποιους από τον αναρχικό «χώρο» μπορεί να φαίνεται εύκολη, είναι, εν τούτοις, πολύ δύσκολη και δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία του αναρχικού κινήματος (εδώ και διεθνώς). Ίσως, μάλιστα, να αποδειχτεί και μη καίρια, λαμβάνοντας υπόψη τις ενθάδε δυνάμεις του. Όμως παραμένει η ουσία του στρατηγικού προβλήματος: αν δεν μπορούμε να ανατρέψουμε την υπάρχουσα (ζοφερή) κατάσταση των πραγμάτων, τι μας «συμφέρει»; Συνέχισή της ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστούν οι άγνωστες (αν και επιθυμητές) παραλίες, ή μικρή άμβλυνσή της για να ανακτηθούν χαμένες δυνατότητες και τρόποι αντιπαράθεσης με την εξουσία που τώρα μοιάζουν περίπου αδύνατοι;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Σύντροφοι του δρόμου, σύντροφοι για πάντα…

Στις 29 Γενάρη χάσαμε τον σύντροφο μας Μιχάλη Μπαξεβάνη, εμβληματική μορφή του σχιζοειδούς μητροπολιτικού προλεταριάτου αλά ελληνικά. Αντί άλλης αναφοράς στη μακρά διαδρομή του στον χώρο της αντιεξουσίας, πάντοτε στην πρώτη γραμμή, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε ένα ανέκδοτο κείμενό του, από ένα σημειωματάριο που είχε αφήσει στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας όταν δουλεύαμε μαζί στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, φιλμ, μοντάζ.

Κοιμόμαστε και ξυπνάμε σε ρυθμούς καθορισμένους. Ονειρευόμαστε τη ζωή και τη φύση· δραπετεύοντας, χωμένοι μέσα στην ασφάλεια του κρεβατιού μας, κι αυτό κρατάει τόσο λίγο, όσο το πρωινό τσιγάρο που ζητάμε επίμονα, τον αέρα που ανιχνεύει η μύτη μας ψάχνοντας (μάταια) για το αληθινό (που δεν υπάρχει), τους φίλους που χάθηκαν ένα πρωινό μ’ ένα χαμόγελο και ένα ερωτηματικό συνάμα· τους πόθους που μείναν ανεκπλήρωτοι σ’ ένα μπαούλο, βαθιά χωμένοι μέσα.

Τι μας έχει κάνει αυτή η πόλη; Ας παρεκτραπούμε –μαζικά– όσο υπάρχει ακόμα χρόνος, όσο υπάρχει ακόμα ελπίδα, όσο μας μένει δύναμη.

Με νύχια και με δόντια κρατάμε τις ελευθερίες που λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα, απ’ αυτά τα καθάρματα που ρουφάν τη ζωή μας μέσα από το ποτήρι της ισοπέδωσης· απ’ αυτά τα καθάρματα που δεν έχουν καταλάβει τι πάει να πει ζωή και ομορφιά, τι είναι η αίσθηση του να τρέχεις στην παραλία και να μυρίζεις την αύρα της θάλασσας. Γίνομαι χίπης –δεν γαμιέται–, προτιμώ τα λουλούδια απ’ τις όξινες βροχές και τη σαπίλα της γραφειοκρατίας, προτιμώ τις θάλασσες και τα δάση από τις εξατμίσεις, τους μπάτσους και την πρέζα.

Γουστάρω να λέω καλημέρα σ’ αγνώστους όσο έχω αισθήσεις ακόμα. Όχι ρε κουφάλες, δεν τρελάθηκα· απλά μπορώ και βλέπω αυτά που δεν θα δείτε ποτέ σας, αυτά που δεν θα αισθανθείτε, αυτά που δεν θα νιώσετε· γιατί είσαστε χωμένοι μέσα στα ίδια σας τα σκατά, αλλοτριωμένοι (φοβισμένοι;) μέσα στις νεκρικές, πολυτελείς κατοικίες, με μόνη χαρά το κέρδος, πλάι-πλάι με τον υποσυνείδητο τρόμο του σκυλιού που αλυχτάει μέσα στη θανατηφόρα νυχτερινή σιγή που εσείς επιλέξατε, νομίζοντάς την τάχα για ασφάλεια.

Είμαστε εδώ ακόμα· και θα είμαστε πάντα εδώ. Γιατί έχουμε καθαρές συνειδήσεις. Γιατί οι νόμοι σας είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση της βρωμιάς και της ενοχής σας. Γιατί οι μόνοι νόμοι που εμείς θα υπακούσουμε (όπως έλεγε και ο Τζερόνιμο) είναι της μητέρας γης και του πατέρα ήλιου.

Ε! Σε σας μιλάω, απ’ την αντίπερα όχθη. Εσείς δεν είστε αυτοί που αιώνες τώρα μας βάλατε τα όρια; Και μεις δεν είμαστε μήπως αυτοί που τα αμφισβητούσαν; Αυτοί που τα καταπατούσαν; Και θα συνεχίσουμε να τα καταπατούμε, γιατί η παροχή ελευθερίας που μας προσφέρετε είναι πλαστή, γιατί και σεις οι ίδιοι είσαστε πλαστοί, παρέα με την ακριβή σας «τέχνη», τις άθλιες πόλεις, την αποξένωση που την πλασάρετε σαν τρόπο «ζωής», την «πληροφόρηση», που τη χρησιμοποιείτε όπως θέλετε εσείς. Και γελάτε νιώθοντας ικανοποίηση πίσω από το τερατούργημα που έχετε οικοδομήσει. Μέχρι τη στιγμή που ο χείμαρρος των ανθρώπινων επιθυμιών σας πνίξει στον ανύποπτο χρόνο, όπου κανένα ρολόι δεν θα μπορέσει να μετρήσει, κανένας προφήτης να προβλέψει. Και τότε, σαν σκουλήκια θα τρέχετε να σωθείτε από τη μανία της εκδίκησης και την παράνοια της σύγκρουσης, τον λυτρωμό, την ανάδειξη του «άλλου», που τόσο υπομονετικά προσδοκούμε.

Γιατί η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε –και ίσως δεν ειπωθεί ποτέ.



Ciao
Bello, θα μας λείψεις.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

Σ’ αυτή την πόλη…

Ήταν ηλιόλουστη μέρα η 10η Γενάρη 1991, μια από τις Αλκυονίδες της καινούργιας χρονιάς. Στα Προπύλαια ο κόσμος είναι απίστευτα πολύς, επικρατεί μια γενική αμηχανία για το τι μέλλει γενέσθαι. Η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από τους Οννεδίτες στην Πάτρα απαιτεί κάτι παραπάνω από μια απλή πορεία στη συνηθισμένη (και τότε) διαδρομή Προπύλαια-Σταδίου-Βουλή-Πανεπιστημίου-Προπύλαια. Με τα συντρόφια από την Κεραμεικού και τους Πειρατές της Ημισελήνου τριγυρνάμε προσπαθώντας να αφουγκραστούμε την κατάσταση. Ξαφνικά μπροστά μας ένα συνεργείο του Telecity, του τότε καναλιού του Καρατζαφέρη, που θέλει να κάνει «ανεξάρτητη δημοσιογραφία». Οι νεότεροι και πιο ευέξαπτοι της παρέας του δείχνουν τι σημαίνει «ανεξάρτητη αντι-πληροφόρηση». Ο κόσμος αρχίζει να κινείται προς την Ομόνοια και συνεχίζει να είναι πάρα πολύς. Λίγο μετά τα Προπύλαια ο Νίκος με ρωτάει αν βλέπω να γίνεται τίποτα, δεν μπορεί, ρε γαμώτο, να είναι αυτή η απάντησή μας σε μια δολοφονία. Εκείνη τη στιγμή στρίβει από την Ιπποκράτους ένα φορτηγάκι της Group4, που πάλι κάποιοι ευέξαπτοι το ανατρέπουν και φουντουλώνουν. Οι επιβαίνοντες διαφεύγουν τάχιστα. Έχουμε φτάσει πια στην Ομόνοια και η πορεία κάνει κύκλο γύρω της. Τίποτα ακόμη. Αμηχανία και προσμονή. Τι κάνουμε; Ενώ το τμήμα της πορείας που αποτελείται από φοιτητές και μαθητές προσκείμενους στην άκρα αριστερά αρχίζει να διαλύεται, πολύς κόσμος αρχίζει να μαζεύεται στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Πατησίων. Και ξαφνικά, χωρίς κάποιος να δώσει το σύνθημα, χωρίς κάποιος να πάρει την πρωτοβουλία, το αυθόρμητο, αυτό το τόσο δοξασμένο και φαντασιωμένο από τον «χώρο» αυθόρμητο, παίρνει μπροστά. Εκατοντάδες άτομα «οπλισμένα» με πέτρες, ξύλα, μπουκάλια και ότι άλλο μπορεί να μαζέψει κανείς από την περιοχή, αρχίζει να τρέχει προς την Κάνιγγος και τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας που βρίσκονται στο τέρμα της οδού Χαλκονδύλη. Αμέσως εμφανίζεται η αστυνομία που αρχίζει να ρίχνει δακρυγόνα. Και τότε μες στον ήλιο του μεσημεριού, ξεκινάει μια τρομερή αντιπαράθεση που θα συνεχιστεί για κάμποση ώρα, όταν οι διαδηλωτές προσωρινά υποχωρούν λόγω της υπέρτερης δύναμης των άπειρων δακρυγόνων. Όμως τα πράγματα δεν σταματούν εκεί και στη συνέχεια, από το απόγευμα και μετά, έχουμε τη μέχρι τότε μεγαλύτερη μητροπολιτική σύγκρουση που έχει συμβεί στην Αθήνα από το 1974 και εντεύθεν. Μια σύγκρουση, που δεν περιορίζεται στην περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο, κεντρικό ορμητήριο των εξεγερμένων προλετάριων όπως πάντα, αλλά επεκτείνεται και σε πολλές άλλες περιοχές κοντά στο κέντρο και κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες της 11ης Γενάρη. Τότε που μαθαίνουμε και τα καθέκαστα για την πυρκαγιά στο Κάπα Μαρούση και τους τέσσερις νεκρούς στο εσωτερικό του, που για τις επίσημες αρχές είναι αποτέλεσμα τρομοκρατικής επίθεσης, αλλά για την άλλη μπάντα είναι σαφές ότι η φωτιά ξεκίνησε από τα δακρυγόνα που έριχναν τα ΜΑΤ στους διαδηλωτές που ερχόντουσαν από τη Θεμιστοκλέους. Το πόσο εύκολα μπορούσαν να ανάψουν φωτιά τα δακρυγόνα το είχαμε ήδη δει κάποιοι στη διασταύρωση Πατησίων και Σολωμού, όταν κάηκε το εκεί γωνιακό περίπτερο από δακρυγόνο που σφηνώθηκε στην οροφή του. Την επόμενη μέρα, 11η Γενάρη, κατά το απόγευμα, κόσμος αρχίζει πάλι να μαζεύεται στο Πολυτεχνείο. Ήδη από το πρωί η παρέα μας έχει φροντίσει να προμηθευτεί αντιασφυξιογόνες μάσκες από το Μοναστηράκι και για πρώτη φορά στην ιστορία του ενθάδε ανταγωνιστικού κινήματος επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη στις δυνάμεις καταστολής. Είμαι με τον Μιχάλη έξω από το Πολυτεχνείο και ακουμπάμε σε μια μεγάλη σιδερένια κολόνα στην Πατησίων, στο τέλος της Τοσίτσα. Γενικά, καθώς θεωρούμε ότι δεν πρέπει να είμαστε οι ας πούμε οργανωμένοι που πρέπει να την πέσουμε πρώτοι, είμαστε και πάλι στην αναμονή. Και ξαφνικά από το εσωτερικό της κολόνας αρχίζει να ακούγεται ο υπόκωφος θόρυβος από τα χτυπήματα στις αντίστοιχες κολόνες κατά μήκος της Πατησίων. Αμέσως μαθαίνουμε ότι χουλιγκάνια έχουν ξεκινήσει πέσιμο και πάλι στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας. Πάμε! Η πρώτη σειρά των επιτιθέμενων από την Πατησίων προς την Κάνιγγος, φοράει όλη μάσκες και δεν καταλαβαίνει τίποτα από τα δακρυγόνα! Η έκπληξη των ματάδων τεράστια, αναγκάζονται να υποχωρήσουν κακήν κακώς προς την Κάνιγγος, αφού δέχονται συνεχώς τα «απαραίτητα». Η δεύτερη μέρα των συγκρούσεων δεν είχε την ένταση, τη σφοδρότητα και το χωρικό εύρος της πρώτης, αλλά όχι ότι έμεινε πίσω! Βλέποντας τα πράγματα τριανταδύο χρόνια μετά, θα λέγαμε ότι οι συγκρούσεις εκείνου του διήμερου έκλεισαν τον πρώτο κύκλο του «έρποντος Πολυτεχνείου», που ξεκίνησε το 1975 και έφτασε μέχρι τις πρώτες μέρες του 1991. Θα ακολουθήσει ο δεύτερος μεγάλος κύκλος, που ξεκινώντας από το Πολυτεχνείο του ’95, θα κορυφωθεί τον Δεκέμβρη του 2008 και θα κλείσει την 12η Φλεβάρη 2012. Η 10η Γενάρη έχει τη δική της σημασία, γιατί ήταν η πρώτη φορά που η λογική του αυθόρμητου, που διακατείχε τον «χώρο», λειτούργησε. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά από την μεταπολίτευση και πέρα, που η λογική πυροδοτούμε τις καταστάσεις και αφήνουμε τα πράγματα να εξελιχθούν, πέτυχε στην πράξη. Και τον Δεκέμβρη του 2008 μερικώς έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα, κυρίως στην περιφέρεια των μητροπόλεων και στην επαρχία, αλλά ήταν μόνο στις 12 Φλεβάρη του 2012 που η 10η-11η Γενάρη 1991, ως λογική, επαληθεύθηκε. Όμως ήταν και εκείνη τη μέρα, που όπως είπαμε, έκλεισε, κατά τη γνώμη μας, ο κύκλος του «έρποντος Πολυτεχνείου», και καθώς και οι δυνάμεις καταστολής και τα αφεντικά τους είχαν πάρει πλέον το μάθημά τους και αναβάθμισαν τη στρατιωτική παρουσία και λειτουργία της αστυνομίας σε εντυπωσιακό βαθμό, τέτοιου είδους συγκρούσεις, τουλάχιστον στο κέντρο και πέριξ του κέντρου της Αθήνας, δεν ξαναείδαμε. Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν η μνήμη βοηθάει τους αγώνες του ανταγωνιστικού κινήματος ή αποτελεί εμπόδιο, λειτουργώντας απλώς σαν μνημόσυνο του τύπου «και διηγώντάς τα να κλαις», αφού, προς το παρόν, τέτοιες στιγμές δεν φαίνεται πως θα ξαναζήσουμε σύντομα. Από την άλλη πετυχημένες συνταγές του παρελθόντος είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν στο παρόν και στο μέλλον, χωρίς να οδηγήσουν σε σοβαρές ήττες. Πολύ δύσκολη η απάντηση, αφού η ιστορία είναι πάντοτε έγκυος και εκεί που δεν το περιμένεις, γεννάει πανέμορφα παιδιά. Το παρών σημείωμα, προφανώς, δεν σκοπεύει ούτε στη συντήρηση μιας μνήμης που μοιάζει πια μακρινό παρελθόν ούτε στη δημιουργία ελπίδων του τύπου πού θα πάει, όλο και κάτι θα συμβεί. Αποτελεί απλώς έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον δολοφονημένο αγωνιστή Νίκο Τεμπονέρα, που την κρίσιμη στιγμή είπε το δικό του όχι και το πλήρωσε με τη ζωή του.

 

Παναγιώτης Κ.



Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Ελευθερία και ανασφάλεια - Giorgio Agamben


Ο Τζων Μπάρκλεϋ, στο προφητικό του μυθιστόρημα Argenis (1621), όρισε ως εξής το παράδειγμα της ασφάλειας που, πιο μετά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προοδευτικά θα υιοθετήσουν: «Ή δίνεις στους ανθρώπους την ελευθερία τους ή τους προσφέρεις την ασφάλεια, για χάρη της οποίας θα εγκαταλείψουν την ελευθερία». Η ελευθερία και η ασφάλεια είναι, δηλαδή, δύο αντίθετα παραδείγματα κυβέρνησης, ανάμεσα στα οποία το κράτος πρέπει, κάθε φορά, να κάνει την επιλογή του. Αν θέλει να υποσχεθεί στους υπηκόους του την ασφάλεια, ο κυρίαρχος πρέπει να θυσιάσει την ελευθερία τους και, αντιστρόφως, αν θέλει την ελευθερία, πρέπει να θυσιάσει την ασφάλειά τους. Όμως ήταν ο Μισέλ Φουκώ που έδειξε πώς πρέπει να εννοείται η ασφάλεια (η sureté publique) την οποία οι φυσιοκρατικές κυβερνήσεις, ξεκινώντας από εκείνη του Κενέ, ήταν οι πρώτες που ενέταξαν σαφώς στα καθήκοντά τους, στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Δεν επρόκειτο –τότε όπως και σήμερα– για την αποτροπή των καταστροφών, που στην Ευρώπη εκείνων των χρόνων ήταν ουσιαστικά οι λιμοί, αλλά στο να αφήσουν αυτές να συμβούν, προκειμένου, αμέσως μετά, να παρέμβουν ώστε να τις κατευθύνουν στην πιο χρήσιμη κατεύθυνση για τις ίδιες. Η λέξη κατεύθυνση ξαναβρίσκει εδώ την ετυμολογική της σημασία, δηλαδή αυτή που έχει να κάνει με το «κυβερνάν»: ένας καλός καπετάνιος (κυβερνήτης) δεν μπορεί να αποφύγει τις θύελλες, αλλά, όταν αυτές έρχονται, πρέπει να είναι σε θέση να κυβερνήσει το πλοίο του σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής. Ουσιώδης, υπό αυτή την προοπτική, ήταν η διάδοση μεταξύ των πολιτών ενός συναισθήματος ασφάλειας, μέσω της πίστης ότι η κυβέρνηση επαγρυπνεί για την ηρεμία και το μέλλον τους. Αυτό στο οποίο παρευρισκόμαστε σήμερα είναι η ακραία διαστρέβλωση αυτού του παραδείγματος και, ταυτοχρόνως, η σαφής αντιστροφή του. Πρωταρχικό καθήκον των κυβερνήσεων μοιάζει να έχει γίνει η τριχοειδής διάδοση μεταξύ των πολιτών ενός συναισθήματος ανασφάλειας, μέχρι και πανικού, που συμπίπτοντας με την ακραία συμπίεση των ελευθεριών τους, βρίσκει ακριβώς σε αυτή την ανασφάλεια τη δικαιολόγησή της. Σήμερα, τα αντιθετικά παραδείγματα δεν είναι η ελευθερία και η ασφάλεια, αλλά, σύμφωνα με τον ορισμό του Μπάρκλεϋ, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό που επικρατεί είναι το «δώσε στους ανθρώπους την ανασφάλεια, κι αυτοί θα απαρνηθούν την ελευθερία». Δεν είναι πλέον αναγκαίο, λοιπόν, οι κυβερνήσεις να δείχνουν ικανές να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις καταστροφές: η ανασφάλεια και η έκτακτη ανάγκη, που συνιστούν τώρα το μοναδικό θεμέλιο της δικαιολόγησής τους, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαλειφθούν, αλλά –όπως βλέπουμε σήμερα με την αντικατάσταση του πολέμου ενάντια στον ιό με αυτόν μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας– απλώς να αρθρωθούν σύμφωνα με συγκλίνουσες, αλλά κάθε φορά διαφορετικές, τροπικότητες. Μια κυβέρνηση αυτού του τύπου είναι ουσιαστικά αναρχική, με την έννοια ότι δεν έχει οποιαδήποτε αρχή στην οποία να προσφεύγει, αν όχι αυτής της έκτακτης ανάγκης που αυτή η ίδια παράγει και συντηρεί. Είναι πιθανό, ωστόσο, η κυβερνητική διαλεκτική μεταξύ αναρχίας και έκτακτης ανάγκης να φτάνει σε ένα κατώφλι, πέρα από το οποίο κανείς καπετάνιος δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει το πλοίο και οι άνθρωποι, μπροστά στο τώρα πια αναπόφευκτο ναυάγιο, να πρέπει να κάτσουν να ξανασκεφτούν την ελευθερία που τόσο απρόσεκτα θυσίασαν.

8 Δεκέμβρη 2022

 

Αλιευθέν από τη στήλη που διατηρεί ο Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

 

Υ.Γ. Στις 20 Δεκέμβρη 2012, δηλαδή ακριβώς δέκα χρόνια πριν, επρόκειτο να γίνει στην ΑΣΟΕΕ η δεύτερη συνάντηση εκδόσεων ανατρεπτικού περιεχομένου «Μαύρες-Κόκκινες Σελίδες». Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας η αστυνομία εισέβαλε στη Βίλλα Αμαλίας και αφού συνέλαβε τους παρευρισκόμενους-ες, την εκκένωσε και τη σφράγισε, προκειμένου να σταματήσει να υπάρχει το «καθεστώς ανομίας» που επικρατούσε εκεί. Οι τότε διοργανωτές των «Μαύρων-Κόκκινων Σελίδων», αποφασίσαμε, μέσα στην τρομερή ένταση των γεγονότων, να μην αναβάλλουμε την εκδήλωση, αλλά να την εντάξουμε στον πρώτο κύκλο αντιδράσεων για το συμβάν. Ενώ στον χώρο εκδηλώσεων της ΑΣΟΕΕ γινόντουσαν οι προγραμματισμένες συζητήσεις και η έκθεση βιβλίου, σε διπλανή αίθουσα λάμβανε χώρα η συνέλευση αλληλεγγύης και αντίστασης. Μετά το τέλος των «Σελίδων», συγκροτήθηκε αυθόρμητη πορεία, που έφτασε μέχρι τις παρυφές της Βίλλας, ερχόμενη αντιμέτωπη με πολυάριθμες και πάνοπλες δυνάμεις καταστολής. Εκείνη τη μέρα, για πολλούς-ες από εμάς, έκλεισε ένας κύκλος που είχε ξεκινήσει από τις φοιτητικές καταλήψεις του 1979, αναζωπυρώθηκε με το Χημείο και το Πολυτεχνείο του 1985, διευρύνθηκε και ρίζωσε με το Πολυτεχνείο του 1990 και τον «ανθό της ελληνικής νεολαίας», κι έφτασε στο απόγειό του με τα Δεκεμβριανά του 2008. Ένα κίνημα «νομαδικό» που έγινε «γεωργικό», έβλεπε να χάνει το «μεγάλο σπίτι» και να ξαναβρίσκεται, περιπλανώμενο, στην έρημο της μητρόπολης. Η ρομαντική-ηρωϊκή ανακατάληψη της Βίλας στις 9 Γενάρη 2013, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των μπάτσων, έριξε την αυλαία σε ένα εγχείρημα μιας έμπρακτης λογικής που ξέρει μεν να φτιάχνει, αλλά αδυνατεί να διατηρήσει ή να ξαναφτιάξει μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις της κρατικής καταστολής (σε συνδυασμό με τη μεγαλειώδη πορεία των πάνω από 10.000 ατόμων στις 12 Γενάρη για συμπαράσταση στους συλληφθέντες-είσες). Κάτι που αποδείχθηκε και στη συνέχεια, φτάνοντας μέχρι το σήμερα, με μια σειρά άλλων κατειλημμένων χώρων, που είχαν την ίδια τύχη με τη Βίλλα. Όμως, μήπως είναι σε αυτό που τελικά βρίσκεται η άγρια ομορφιά τέτοιου είδους κινηματικών εγχειρημάτων αλά ελληνικά, βγαλμένη ακριβώς από τον επαναστατικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα; Η ιστορία της Βίλας Αμαλίας δεν έχει γραφτεί μέχρι σήμερα. Παραμένει στον χώρο του προφορικού μύθου, στη σφαίρα των προσωπικών βιωμάτων, στο «πέρασα κι εγώ από εκεί». Κινδυνεύει έτσι να χαθεί μια πολύτιμη εμπειρία, παιδευτική για το παρόν και το μέλλον. Από την άλλη, για να αποτυπωθεί η ιστορία χρειάζεται μια κάποια ενηλικίωση. Όμως η εξέγερση ανέκαθεν αρνείται αυτή την ενηλικίωση και χωρίς να πέφτει στον παλιμπαιδισμό, συνιστά μια άλλη πτυχή της παιδικότητας, που χαρακτηρίζεται από απουσία σκοπιμότητας και δόλο προθέσεων, ενώ διαθέτει μπόλικη αγνότητα, ειλικρίνεια και πάθος.  Ο «χώρος», στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι πρώτα απ’ όλα ζήτημα ενσυναίσθησης. «Τρελοί κι ευτυχισμένοι» που έλεγε και εκείνο το παλιό σύνθημα. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει το βάθος που είχαν ανάλογες περιπτώσεις στη Δυτική Ευρώπη ή στις Αμερικές. Αλλά έχει, έτσι, μια συνέχεια, που αρκεί να ήταν κάποιος-α στην πορεία μνήμης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στις  6 Δεκέμβρη τρέχοντος έτους, για να την αντιληφθεί.