Κι έτσι, αγαπητέ Φράνκο, έφυγες κι εσύ. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στην Κοσέντσα, την υιοθετημένη πόλη σου, στο τέλος μιας έντονης και πανέμορφης κουβέντας, στην οποία τίποτα δεν θεωρούνταν δεδομένο, όπως συνέβαινε πάντοτε στις κουβέντες μαζί σου, μου είπες ότι μια μέρα θα αναγκαζόμουν να σου δώσω δίκιο. Το είχες ξεστομίσει με ένα ύφος ήρεμο και ειρωνικό, χωρίς την ανάγκη να αποδείξεις κάτι, με εκείνο το ανεπανάληπτο χαμόγελό σου, ανεπανάληπτο γιατί ζωγραφιζόταν πρώτα απ’ όλα στα μάτια σου. Δεν θυμάμαι πια το αντικείμενο της κουβέντας. Θυμάμαι, όμως, ότι όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, με το πέρασμα του χρόνου σου είχα δώσει δίκιο.
Η ικανότητα να διδάσκει κανείς συζητώντας,
είναι προνόμιο πολύ λίγων. Δασκάλων θα τολμούσαμε να τους πούμε, αν τον όρο δεν
τον είχαν καταχραστεί και βρωμίσει με αγενή επίθετα πένες οι οποίες, όπως
ακριβώς συνέβη και στη δική σου περίπτωση, γράφουν γιατί δεν μπορούν να
σκεφτούν. Σε εκείνες τις κουβέντες μαζί σου, συνέβαινε συχνά να τσαντιζόμουν, όμως
αυτός ήταν ο στόχος σου. Όχι για να αιφνιδιάσεις ή να προκαλέσεις, όπως κάνουν
πολλοί άλλοι προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο να πρέπει να υπερασπίσουν τις
ιδέες ή το εγώ τους, αλλά γιατί μόνο αν είναι κανείς όντας θυμωμένος
μπορεί να αρχίσει να σκέφτεται,
απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του μυαλού, από ιδεολογίες ή εύκολες
βεβαιότητες που, αν δεν προσέξουμε, μας καταλαμβάνουν, κάνοντάς μας αιχμάλωτους
της τεμπελιάς. Όχι της σχόλης, που πάντοτε διεκδικούσες ως τον χρόνο τον
απελευθερωμένο από την εργασία, αλλά της κοινοτοπίας μιας αλήθειας βγαλμένης χωρίς
κόπο. Το αντίθετο του αληθινού δεν είναι το ψεύτικο αλλά το κοινότοπο, έλεγε
κάποιος. Έτσι, λοιπόν, μας δίδαξες να ψάχνουμε πάντοτε το αληθινό και, συνεπώς,
να διαφεύγουμε από την κοινοτοπία. Το δίδαξες χωρίς να θέλεις να το διδάξεις.
Και όποια/ος δεν έχει χρησιμοποιήσει τον θυμό του για να σκεφτεί, αλλά για να
γυρίσει για μια ακόμη φορά το κλειδί στην κλειδαριά του μυαλού του, τόσο το
χειρότερο γι’ αυτήν και γι’ αυτόν.
Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του
2000 όταν, μαζί με τον Γκουίντο και την Φραντσέσκα, ήρθαμε στη Ρώμη για να σου
πάρουμε μια συνέντευξη στο πλαίσιο ενός σχεδίου «συνέρευνας», όπως λέγαμε με
κάμποση προσοχή, το οποίο θα κατέληγε σε βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις
εκδόσεις Derive Approdi, Futuro anteriore. Dai “Quaderni rossi” ai movimenti globali: ricchezze e limiti dell’
operaismo italiano. Όχι μια ιστορικού τύπου καταγραφή,
αλλά μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το παρελθόν ως ένα εικονικό παρόν,
ξεκινώντας από τα περιθώρια που υπάρχουν για να μετασχηματιστεί ο αποκτημένος
πλούτος σε μιας πηγή πολιτικής σκέψης προς άμεση χρήση. Όχι εύκολο εγχείρημα
γιατί με το πέρασμα του χρόνου εκείνες οι εμπειρίες, στα μυαλά των
πρωταγωνιστών, ενίοτε βουλιάζουν σε μια κακής ποιότητας νοσταλγική μελάσα και στην πληκτική αναμνησιακή ρητορεία. Και ακόμη περισσότερο σήμερα,
μπροστά στις δυσκολίες του παρόντος, η θλιβερή οδός διαφυγής είναι το αντίθετο
εκείνου που εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε: τώρα πια το παρόν χρησιμοποιείται σαν ένα
εικονικό παρελθόν. Έτσι το Facebook
έχει καταστεί η παθητική χρονομηχανή στην οποία εμφανίζονται απίθανες
μυθολογίες και παραληρηματικές διατριβές, κυρίως για να βρουν διέξοδο οι
ματαιώσεις της μοναξιάς. Είναι το διεστραμμένο αποτέλεσμα της ανικανότητας να
κάνουμε τους λογαριασμούς μας με τα χρόνια που περνούν και την κατανόηση του
κόσμου που βρίσκεται πίσω τους. Η δεκαετία του ’70 γίνεται εβδομηντακισμός,
γεροντική ασθένεια του κομμουνισμού.
Αυτή η ασθένεια δεν σε χτύπησε ποτέ αγαπητέ
Φράνκο. Αντιθέτως, όπως σε λίγους άλλους, δηλαδή στους μεγάλους της
ανατρεπτικής μας πατερικής παράδοσης, ο εβδομηντακισμός σου προκαλούσε πάντοτε
γέλιο. Όταν κάποιος προσπαθούσε να μας ξαναβάλει σε εκείνο το κλουβί, εσύ δεν έτρεχες
να ψωνίσεις. Όπως εκείνη τη φορά στο Τριέστε, το 2005, όταν επανήλθε και πάλι
στο προσκήνιο η πολεμική σχετικά με το Πριμαβάλε. «Εσύ τι πιστεύεις γι’ αυτό;»
σε ρώτησε σε ένα διάλειμμα ένας δημοσιογράφος, ανοίγοντας ύπουλα την κάμερα και
δείχνοντάς σου μια προκήρυξη των τοπικών φασιστών στην οποία σε κατηγορούσαν
ότι είσαι δολοφόνος και πως πρέπει να φύγεις αμέσως από την πόλη. Εσύ δεν
ξαφνιάστηκες ούτε τα έχασες έστω και για μια στιγμή, με μια σκηνική ηρεμία και σοβαρότητα κοίταξες
το χαρτί και χωρίς να σηκώσεις το βλέμμα, άρχισες να ρίχνεις σφαλιάρες:
«Διαβάζοντας αυτή την προκήρυξη, σκέφτομαι πως μπορώ να πω ότι δεν απέτυχα στη
ζωή μου». Τέλος του αγώνα με νοκ άουτ στο πρώτο λεπτό του πρώτου γύρου.
Είναι ακριβώς αυτό που σου επέτρεψε να ζήσεις
τον κομμουνισμό ως συμπεριφορά, τρόπο σχέσεων, στάση ζωής. «Το ενδιαφέρον μου,
ακόμη και το ανθρώπινο, το συναισθηματικό, αφορά όλες τις μορφές συνεργασίας,
τις οποίες μπορούμε να ενεργοποιήσουμε
χωρίς πριν να έχουμε κάνει την επανάσταση και κυνηγήσει τους εχθρούς μας. Αν
εμείς, για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι ο κομμουνισμός είναι πρώτα απ’ όλα μια
εναλλακτική που αφορά την καθημερινότητά μας και, όχι ένα διακηρυγμένο ιδανικό,
αλλά ένας τρόπος ζωής, ανθρώπινης θα έλεγα, και θα τολμούσα να προσθέσω πιο
γλυκιάς, πιο ζεστής, τότε, αν έχουν έτσι τα πράγματα, αυτό που έχει ενδιαφέρον
είναι να πειραματιστούμε με εκείνο που σε μας μοιάζει το πιο κατάλληλο σε σχέση
με όλα αυτό, ανάγοντάς το σε έναν τύπο εμπειρίας». Ο κομμουνισμός σαν κάτι το
βιωμένο και όχι σαν κάτι που θα θεσμιστεί από ένα κυρίαρχο ον, ή, καλύτερα,
ένας κομμουνισμός που θεσμίζεται βιώνοντας
τη ριζική ρήξη με κάθε οικουμενιστική και κρατιστική σκέψη. Είναι αυτό
που μας οδηγεί στο ενδιαφέρον μας για το genius loci, για την κοινότητα –όρος τρομακτικά αμφίσημος και, γι’ αυτό,
θεωρούμενος από εσένα τρομακτικής σημασίας. Η θεμελίωση μιας πόλης, ιδού ένα
μεγάλο πλαίσιο αγώνα. Να μην περιμένουμε την επουράνια ή κόκκινη πόλη, αλλά να
τη θεμελιώσουμε εδώ και τώρα, αυτό είναι ο κομμουνισμός.
Βέβαια δεν ήταν πάντοτε εύκολο να σε
παρακολουθήσουμε. Πάντοτε, ωστόσο, άξιζε τον κόπο. Ξεκινώντας από την κριτική
σου στην επιστήμη, μια σκευή ανεκτίμητης αξίας η οποία, όπως ισχύει για όλους τους
μεγάλους φιλοσόφους μέχρι τον και τον Σωκράτη, βρίσκει στην προφορική μετάδοση
μια μορφή άκρως πιο συνεκτική απ’ ότι ο σχετικισμός ενός γραπτού κειμένου.
Προσοχή, δεν αναφερόμαστε απλώς στην καπιταλιστική χρήση της επιστήμης για την
άντληση κέρδους και τη διεξαγωγή των πολέμων, αλλά για μια κριτική στην
επιστήμη καθαυτή, αντάξια του καλύτερου Μούζιλ, σε μια τη διαδικασία που
παραπέμπει στους fach-idiot, τους εξειδικευμένους βλάκες «που ξέρουν τα πάντα για το τίποτα».
Ακριβώς το αντίθετο από το κοινωνικό άτομο, δηλαδή «το άτομο που στέκεται στο
ύψος του είδους του», μια από τις μαρξικές προτάσεις τις πλέον αγαπητές στον
Φράνκο, έναν φυσικό που, εν συντομία, κριτίκαρε την επιστήμη. Όχι με μια
αντι-επιστημονική στάση αλλά ως αντι-επιστήμονας, δηλαδή ενάντια σε εκείνη τη
διαδικασία θεολογικοποίησης της επιστήμης και ενάντια στην τεχνο-επιστήμη, κάτι
που σήμερα είναι μπροστά στα μάτια όλων μας.
Και εδώ βρίσκεται η νιτσεϊκή σου προσέγγιση.
Στο να στρέφεις το βλέμμα στον ουρανό όχι για να βρεις τον θεό, αλλά για να
βρεις τα αστέρια. Για να διαβάσεις εκεί τον χάρτη των γενεαλογιών μας, για να
δεις ένα παρελθόν που συνεχώς μας κοιτάζει και εμείς κουραζόμαστε να το
κοιτάμε. Σε ρήξη με τον γραμμικό χρόνο, επιστήλιο της σκέψης του διαφωτισμού,
δικό σου και δικό μας μεγάλο εχθρό. «Ο χρόνος είναι μια μεταβλητή η οποία
εξαρτάται από τις συλλογικές απαιτήσεις· δεν ισχύει το
αντίστροφο, που είναι ένας χρόνος ο οποίος διατρέχει ότι κάνουμε και συνεπώς
είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων». Κι έτσι, «κοιτάζοντας τα αστέρια (έχοντας
φυσικά τη δεξιότητα να τα κοιτάμε, κι όχι να παρατηρούμε αφηρημένα τον ουρανό),
ή παρατηρώντας ένα δέντρο ή ένα ζώο που γεννά, έχεις αυτή την αίσθηση του
ανήκειν σε κάτι, που είναι ένα πράγμα το οποίο υπάρχει πριν από κάθε κουλτούρα
ή, αν θέλετε, είναι η πρώτη κουλτούρα». Σε εκείνες τις ασυνήθιστες νύχτες του
παρελθόντος, μαγεμένοι από την πράσινη αχτίδα σου που διαπερνούσε τη σκοτεινιά
του ουρανού και από τις παράξενες αφηγήσεις σου για να τον μπορέσουμε να τον διαβάσουμε. Στην αναζήτηση των χαμένων ικανοτήτων:
«Πιστεύω ότι ένας πολίτης που ξέρει κάτι από τον ουρανό και ένας πολίτης που
αγνοεί τα πάντα για τον ουρανό, είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετικά άτομα. Ο
πρώτος έχει την ευκαιρία να σκεφτεί για ζητήματα που προκύπτουν από την
απεραντοσύνη του ουρανού και για την ασημαντότητα –όχι μόνο της Ιταλίας– αλλά
ολόκληρου του ηλιακού συστήματος· γνωρίζοντας
κάτι τέτοιο, φτάνει να το αποδεχτεί ως ολοκληρωμένο γεγονός. Είναι το ίδιο άλμα
που έγινε στην αρχαιότητα, όταν στην Αθήνα, την εποχή του Περικλή, ένα μελετηρό
παιδί ήξερε (σύμφωνα με τον Βιγκέ) καμιά ογδονταριά αστέρια και καμιά
σαρανταριά αστερισμούς, σαφώς ευνοημένο από τον πολύ καθαρό νυχτερινό ουρανό».
Για να κοιμηθεί μετά από το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι, όπως ήταν μία από τις
συνήθειές του («παρακολουθούσα πυρηνική φυσική που δεν μου άρεσε και όχι κάτι
άλλο, γιατί ήταν ο μόνος επιστημονικός κλάδος που τα μαθήματά του γίνονταν το μεσημέρι!»).
Το καινούργιο δεν υπάρχει, επαναλάμβανες συχνά
ενάντια στην επικρατούσα ιδεολογία πλήρους αποδοχής του καινούργιου. Γιατί αυτό
είναι απλώς ένας ανασυνδυασμός ήδη υπαρχόντων στοιχείων. Αλλά και το μέλλον δεν
υπάρχει, ήταν κι αυτό ένα από τα πρώτα πράγματα, που κριτικάροντάς με, μου
δίδαξες. Είναι αλήθεια, κι εδώ είχες δίκιο. Και η κριτική σου, όπως πάντοτε
καταιγιστική στη μορφή και γλυκιά στην ουσία της, μου φώτιζε τη διαδρομή.
Ακριβώς όπως ένα αστέρι. Μέσα από σένα συλλάβαμε πολιτικά τον Κοσέλεκ. Το
μέλλον είναι ένα ψέμα που συμμερίζονται η χριστιανική και η σοσιαλιστική ηθική:
με τη μορφή του παραδείσου ή του επερχόμενου ήλιου, χρησιμεύει στο να
απομακρύνει συνεχώς τη σωτηρία, μας κάνει, δηλαδή, να αποδεχόμαστε τη θυσία
στην υπηρεσία είτε του θεού είτε του κόμματος. Ξεκινώντας από εδώ, μας είπες,
υπάρχει μια ριζική διαφορά μεταξύ μέλλοντος και προοπτικής, εννοούμενη αυτή η
τελευταία ως η ικανότητα να μη μας φθείρει η λατρεία του παρόντος. Και εδώ, με
το μεγάλο οργανωτικό στέλεχος που ήσουν, ξαναβρεθήκαμε σε ένα υψηλότερο επίπεδο.
Αγαπητέ Φράνκο, όπως έγραψες επ’ ευκαιρία της
απώλειας του φίλου και συντρόφου Αλμπέρτο Μανιάγκι, ο θάνατός σου μας
μικραίνει. Και όμως, νιώθουμε έντονη τη δύναμη της ζωής σου, της σκέψης σου,
της κοφτερής σου ειρωνείας. Της φιλίας σου, ωριμασμένης αυτά τα 25 χρόνια,
ακόμη κι αν πέρασε κάμποσος χρόνος πριν συναντηθούμε. Γιατί με σένα
συναντιόμασταν ανέκαθεν. Θα θέλαμε να κλείσουμε με μια από τις κεραυνοβόλες σου
ατάκες, που μαζί με τόσα άλλα πράγματα, σε έκαναν διάσημο. Όμως, καθώς ο χώρος
μας είναι περιορισμένος, σταματάμε εδώ. Αν και συνεχίζουμε να προσπαθούμε, με
την πράσινη αχτίδα σου, να βρούμε το φως στη σκοτεινιά της γης στην οποία
ζούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου