Christopher Wood |
Ο Τσαρλς Πέρσυ Σνόου, στο βιβλίο του Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση, αναδεικνύει ένα στοιχείο τόσο σημαντικό όσο και περίεργο όταν υποστηρίζει ότι η άγνοια του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητική όσο, αν όχι περισσότερο, η άγνοια του σαιξπηρικού έργου.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα και ο άγγλος επιστήμονας και συγγραφέας προχωρεί σε μια παρατήρηση η οποία ουσιαστικά ισχύει και στις μέρες μας, ιδιαιτέρως στην Ιταλία, όπου η επιρροή της ανθρωπιστικής κουλτούρας μοιάζει ακόμη να είναι κυρίαρχη.
Αυτός ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι άλλωστε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Δεν πρόκειται μόνο για έναν από τους νόμους της φυσικής μέσω του οποίων γίνεται η εκμάθηση της φυσικής είτε στο λύκειο είτε, σε μεγάλο βαθμό, στο πανεπιστήμια, αλλά για ένα πραγματικό και ουσιαστικό κλειδί για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών.
Για παράδειγμα, για τον Α. Έντιγκτον –τον αστροφυσικό στον οποίο οφείλουμε μια από τις πρώτες αποδείξεις της θεωρίας της σχετικότητας– ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής κατέχει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στους νόμους της φύσης… («Αν κάποιος μας πει ότι η προτιμώμενη θεωρία σας για το σύμπαν… εναντιώνεται στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, τότε αυτή δεν έχει την παραμικρή ελπίδα, είναι προορισμένη να χαθεί μέσα στην πλέον απόλυτη ταπείνωση»).
Έτσι, από όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί ή, τουλάχιστον, να εκλαϊκευτεί, ένας είναι αυτός που λέει ότι το παράγωγο της εργασίας (η χρήσιμη ενέργεια) σε όλες τις φυσικές διαδικασίες, τείνει πάντοτε στην αύξηση της εντροπίας και της αταξίας. Οι ζωτικές διαδικασίες –εξ ορισμού σύνθετες και διατεταγμένες– είναι απλώς μια μεταβατική φάση σε ένα σύμπαν προορισμένο για τη μέγιστη εντροπία και τον θερμικό θάνατο.
Μια έννοια τυπικά και πολιτισμικά «υψηλή», αλλά που με έναν ενστικτώδη τρόπο έμοιαζε να αποτελεί μέρος μιας κοινής γνώσης για μια οικονομία που στις μέρες μας θα αποκαλούνταν κυκλική. Ήταν απλώς το γενικό πλαίσιο που ρύθμιζε τη ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών απέναντι στη φύση, δηλαδή τη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερο των κύκλων της ύλης και της εντροπικής παρακμής της ενέργειας. Γιατί αυτή η γνώση, πριν γίνει τέτοια, ήταν τόσο ενστικτώδης όσο και ηθική.
Η ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των αντικειμένων, των υλικών, της φύσης, ήταν εκ των πραγμάτων η γενική προσέγγιση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Ένα μάλλινο ύφασμα, άπαξ και χρησιμοποιούνταν, δεν θα μπορούσε φυσικά να ξαναγίνει ίνες μαλλιού (δηλαδή να βρεθεί στην προτεραία του κατάσταση), όμως μέσω της εντροπίας (αταξίας) που συνοδεύει όλα τα φυσικά φαινόμενα, θα γινόταν σιγά-σιγά κουβέρτα, ρετάλι και τελικά λίπασμα· όλα θα κινούνταν προς τη μέγιστη αποσύνθεση του υλικού και τη μέγιστη αταξία.
Αυτός ο γενικός νόμος –παρά την άγνοια κάθε μορφής εντροπίας– συνόδεψε τόσο τις αρχαίες οικονομίες όσο και αυτές της νεωτερικότητας, τουλάχιστον μέχρι τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και την άφιξη του καπιταλισμού με τις μορφές που σήμερα γνωρίζουμε. Είναι πράγματι πασίγνωστο ότι με την άφιξη του νεωτερικού καπιταλισμού συνέβη κάτι νέο: μια καθαρή τομή σε σχέση με το παρελθόν, που κυοφορούσε διάφορες συνέπειες.
Μιλάμε για τον καπιταλισμό της υπερπαραγωγής και της κατανάλωσης ως κινητήριοι μοχλοί της οικονομίας· μια υπερπαραγωγή καθίσταται ουσιαστικά δυνατή μέσω της απελευθέρωσης μιας απολιθωμένης ενέργειας, που εδώ και εκατομμύρια χρόνια είχε εναποτεθεί στη γήινη κρούστα. Ένας «παρασιτικός καπιταλισμός» σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Ζύγκμουντ Μπάουμαν: παρασιτικός ως προς τους φυσικούς πόρους, το έδαφος, το περιβάλλον, την ενέργεια, το χρήμα που πέφτει στην κατανάλωση.
Είναι εδώ που έχει τη ρίζα της η «γραμμική οικονομία», μια «επινόηση» τελειοποιημένη από τη δυτική κοινωνία ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η οποία εξερράγη με την καταναλωτική κοινωνία. Εδώ, με την ώθηση πόρων που θεωρούνται απεριόριστοι, κάθε παραγωγική διαδικασία και κάθε κατανάλωση κατέληξαν ουσιαστικά σε απόρριμμα, ενώ σε κάθε απόρριμμα αντιστοιχεί πάντοτε μια νέα κατανάλωση.
Ωστόσο, κοιτώντας σε μεγάλο βάθος χρόνου, οι πρωταρχικές πηγές του καπιταλισμού μοιάζουν να ήταν άλλες…
Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, έτσι όπως τον παραθέτει ο Μπρους Τσάτουιν (Τα μονοπάτια των τραγουδιών), «… η έννοια της αύξησης του προσωπικού μας πλούτου εμφανίζεται αφότου υπάρχει η βοσκή. Τα εξημερωμένα ζώα ήταν η τρέχουσα μονάδα (αυτή που τρέχει)». Μια γλωσσολογική οπτική που έχει το προνόμιο να μας αποκαλύπτει τη σημασία των λέξεων και την αρχική τους έννοιας. Στην πραγματικότητα, το κεφάλαιο (από το capus, το ζώο αρχηγός) ή το εγχρήματο [pecunia] (pecus, πρόβατο, ζώο), αναφέρονται στον πλούτο ως συνέπεια της αναπαραγωγής των ζώων, «… ίσως και η ιδέα της “αύξησης” να έλκει την καταγωγή της από τον ποιμενικό κόσμο». Με άλλα λόγια, η γλώσσα μοιάζει να μας λέει ότι η αύξηση του προσωπικού μας πλούτου –θεμέλιο του καπιταλισμού αλλά και των προηγούμενων κοινωνικών οργανώσεων– συνέβαινε τουλάχιστον μέχρι την περίοδο που ξεκίνησε με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση (φτάνοντας μετά στην καταναλωτική κοινωνία), με τη γνώση και τη διαίσθηση ενός κόσμου που έχει ένα τέλος. Κατόπιν, ένας παρασιτικός καπιταλισμός, στενά συνδεδεμένος με τη γραμμική οικονομία, παμφάγος σε σχέση με τους φυσικούς πόρους αλλά και παραγωγός απορριμμάτων, το μόνο που μπόρεσε να γεννήσει ήταν μορφές μη βιώσιμου πλούτου…
Δεν πρέπει συνεπώς να μας παραξενεύει το γεγονός ότι στις κοινωνίες της κυκλικής και βιώσιμης οικονομίας η επιβεβαίωση μπορεί να έρθει μέσω της γλώσσας· τι καλύτερο από τη γλώσσα μπορεί να μας δείξει τη βαθύτερη κουλτούρα μιας κοινωνίας, τον τρόπο της να «κοιτάζει τον κόσμο»;
Έτσι, γίνεται δυνατό να μην υπάρχει στην απενινο-τοσκανική-εμιλιάνικη διάλεκτο η λέξη απόρριμμα.
Δεν υπάρχει απλώς γιατί λείπει η αντίστοιχη με αυτή έννοια, λείπει, δηλαδή, η ίδια η ιδέα του απορρίμματος.
Στο χωριό μου fnide (finito-τελειωμένο) είναι η αυτό που πλησιάζει περισσότερο την ιταλική λέξη απόρριμμα. Τα πάντα ανακυκλώνονταν και επαναχρησιμοποιούνταν, και όταν κάτι γινόταν fnide, όταν είχε έρθει η ώρα να αποκληθεί έτσι, ποτέ δεν απορριπτόταν αν παρέμεναν, προβλέπονταν, δύο ακόμη δυνατότητες: είτε να γίνει καύσιμη ύλη είτε λίπασμα, μια πηγή θερμότητας τόσο για μας τους ίδιους όσο και για την κοινότητα, στοιχειώδες υλικό για μια νέα ζώσα ύλη.
Χωρίς να ξέρει τίποτα για τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, αυτή η οικονομία –αν και στοιχειώδης– ήταν βιώσιμη, ήταν κυκλική, ήταν κάτι που σήμερα αποκαλούμε «μοντέρνο», ήταν μαζί ηθική και αισθητική.
Γιατί αν τα πάντα δεν θα μπορούσαν να συμβούν παρά μόνο στην κατεύθυνση της μέγιστης αποσύνθεσης της ύλης, αν τα πάντα δεν οδηγούσαν παρά στη μέγιστη αταξία στην οποία είναι καταδικασμένο το σύμπαν, αν ήταν αδύνατο να διαφύγουμε από την εντροπική παρακμή της ενέργειας, τότε σε κάθε «στάση», αυτό που συνέβαινε ήταν να αντικαθίσταται η ζωή από τη ζωή.
Δημοσιεύθηκε στις 27 Οκτώβρη 2020 στο δικτυακό ιταλικό περιοδικό «Machina»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου